Αόρατες πόλεις

Κυριακή 27 Αυγούστου. Μια νύχτα… Κυνηγούσα κάτι γραμμές τόσο σίγουρες για τον εαυτό τους, που πείστηκα πως δεν υπήρχα. Ανάμεσα στα φώτα των δρόμων και τις βαριές ανάσες συνάντησα κάποια που είχε το κεφάλι της ανάποδα. Όχι μόνο το μπρος πίσω, αλλά και το πάνω κάτω. Θα μπερδεύτηκε όπως το φορούσε το πρωί, σκέφτηκα.

Κι αφού υποψιάστηκα πως ζούσε μέσα σε μια λάμπα στην άρκη του δρόμου, τρία μέτρα πάνω απ’ το πεζοδρόμιο, πρόσθεσα στη σκέψη μου πως εκεί μέσα δε θα χωρούσε κανένας καθρέφτης.

Δικαιολογημένα λοιπόν όλα αυτά, αφού έκανα τόσο δρόμο για να αγοράσω λίγους φόβους… Προτιμώ βέβαια εκείνους που έμειναν χρόνια στα αζήτητα. Από περιέργεια να δω πόσο χρεώνονται.

Έτσι κι αλλιώς για έναν κύκλο όλοι οι φόβοι ίδιοι είναι.

Αόρατες πόλεις

Κυριακή 13 Αυγούστου. … Κι υπήρχε με τη σειρά του, κάποτε, ένα μέρος που, χωρίς να το θέλει πραγματικά, ήξερε ν’ αφηγηθεί την ιστορία μου και κανα-δυο άλλες ακόμα.

Στ’ αλήθεια πέρασα πολύ όμορφα και τώρα δεν μου κάνουν τα υπόλοιπα. Να το ξέρεις πως αν χαθώ θα είναι για να με ψάξεις. Να με βρεις, να με φροντίσεις, να με φέρεις πίσω, να μου καθαρίσεις τις πληγές.

Τα ταξίδια και οι άνθρωποι, αυτή είναι η αρχή της πραγματικότητας. Και το τέλος της ένα ρολόι αεικίνητο…

Αόρατες πόλεις

Κυριακή 30 Ιούλη. Έπρεπε να μιλήσουμε μια λέξη δική μας. Δική μας ολόκληρη. Όχι κομμάτια. Όχι αποσπάσματα. Όχι φθόγγοι. Λέξη ολόκληρη. Να σε αγίξω με το πρώτο σου χάδι, ζεστή σάρκα μήτρας. Να καθρεφτίσω στα μάτια λυγμική οργή. Αντανάκλαση οριγμένου λυγμού στα μάτια. Τα μάτια μου. Και με έναν τρόπο τα μάτια σου. Και τα μάτια όλου του κόσμου. Του κόσμου τουλάχιστον που θα γνωρίζαμε. Που θα μαθαίναμε να τον γνωρίζουμε. Του τρομαγμένου. Του κρυμμένου στις αγκαλιές και στα χέρια μας.

«Άμα κάτσεις φρόνιμος θα σου δείξω και πτώματα» είπαν. Και έκατσαν όλοι φρόνιμοι. Και βλέπουν τα πτώματα. Που είναι τα δικά τους, οι ίδιοι είναι… Κι έτσι έχουν μόνιμους κόμπους και πόνους μέσα τους. Και φοβούνται διαρκώς κι αόριστα…

Αόρατες πόλεις

Κυριακή 23 Ιούλη. Θα ήθελα να ξαναδώ για λίγο αυτά τα χέρια αν και φαντάζομαι πως αυτό το ποτήρι δεν το χρειάζεστε άλλο.

Η στεριά είναι θολή μόνο αν θέλεις να τη δεις έτσι, ακόμα κι αν σε ζαλίζει η θάλασσα.

Όλα τα καράβια πρέπει να φύγουν τα μεσάνυχτα ή τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μου.

Αφήνω πίσω το στομάχι μου, θα επιστρέψω κάποια στιγμή να το πάρω αν το χρειαστώ.

Όταν κάνω αυτό που θέλω ο ουρανός σκοτεινιάζει μόνο πάνω απ’ τα νησιά ή από εκείνους τους τόπους που, ενώ θα ‘θελαν πολύ νά ναι νησιά, ο θεός δεν υπήρχε τότε.

Μαύρα τηλέφωνα. Οι τζιμινιέρες.

Τα ουρλιαχτά ενός βυθού που με καλεί κοντά του.

Η σκέψη τέλειωσε, τα ταξίδια όχι.

Αγαπώ πιο εύκολα τις νύχτες και φεύγω χωρίς προειδοποίηση.

Η θάλασσα στέρεψε, το μυαλό μου όχι ακόμα.

Αόρατες πόλεις

Κυριακή 16 Ιούλη. Με λένε Θανάση.

(Δεν με ρώτησες… έτσι το λέω. Μπορεί να σου κάνω καμάκι. Οπότε να ‘χεις να πεις «παράτα με ρε Θανάση»… Αλλά δεν με ρώτησες. Έξι μήνες τώρα, μπαίνω, βγαίνω, σε κλάσματα λεπτού, δεν μιλάμε καν, ή όταν μιλάμε λέμε «γειά» γιατί κάτι πρέπει να πούμε. Ένα ξερό «γειά», ειπωμένο έτσι που να μην χωράει δεύτερη κουβέντα.

Αν υπάρχει δηλαδή περιθώριο και για ένα «γειά». Γιατί συνήθως είσαι μ’ ένα ακουστικό στο χέρι, καμμιά φορά και με δύο, οπότε μου κάνεις νόημα με το χέρι, μου δείχνεις τον φάκελο, με τον στυλό στο χέρι, τον στυλό που κτυπάς νευρικά στο γραφείο ενόσω προσποιείσαι την ευγενική στο τηλέφωνο, έτσι είναι αυτή η δουλειά… Ή, δεν δείχνεις καν με το δάκτυλο ή τον κόκκινο στυλό, απλά κάνεις ένα νεύμα με τα μάτια, «εκεί», ένα φευγαλέο βλέμμα που ίσα ίσα το προλαβαίνω πριν αναδιπλωθεί σ’ αυτήν την παράξενη, την ανοικεία προσπάθεια να συνεννοηθείς μέσω του σύρματος, ή απλά να τους ξεφορτωθείς… Ή, να μην πεις ευγενικά «άει στο διάολο» που είμαι σίγουρος ότι θα το πεις αμέσως μόλις κλείσεις το τηλέφωνο, ή ίσως και να μην το λες πια δυνατά, να το λες από μέσα σου, σα να παρατείνεται η προσποίηση της ευγενούς γραμματέως, ή σα να έχεις βαρεθεί, ή σα να ντρέπεσαι να σιχτιρίσεις επειδή εγώ είμαι ακόμα εκεί, συμπληρώνω την απόδειξη παραλαβής ή προσπαθώ να βάλω τον φάκελο στην τσάντα.

Αυτόν την μαλακό φάκελο με την ειδική επένδυση. Που τον κοιτάω και αναρωτιέμαι αν η τηλεφωνική ευγένεια, το μέτρημα του τόνου της φωνής, το ζυγισμά του, ο αποχωρισμός της φωνής απ’ όλα τ’ άλλα του προσώπου (του θυμωμένου, ή απελπισμένου, ή αποκαμωμένου, και πάντα μου φαίνεται γλυκού προσώπου σου) αν λοιπόν όλος αυτός ο τηλεφωνικός επαγγελματισμός αφήνει κάποιο κουσούρι, συσσωρεύεται σιγά σιγά σαν κατακάθι στην άκρη του εαυτού σου, όπως η μουτζούρα στον μάστορα ή η τσίκνα στον ψήστη, που περνάνε στους πόρους του κορμιού και γίνονται ένα μ’ αυτό, και θέλει καιρό πολύ μακρυά απ’ την δουλειά για να ξαναβρεί το κοσμί την δική του αίσθηση…

Αναρωτιέμαι λοιπόν καθώς έχω βάλει επιτέλους τον φάκελο στην τσάντα (παιδεύομαι λίγο και τσαντίζομαι πολύ γιατί είναι πάντα λίγο μεγαλύτερος απ’ την τσάντα μου, ούτε κι αυτό το έχεις προσέξει, να βάζεις έναν λίγο μικρότερο, και φυσικά ούτε λόγος να στο πω εγώ, εδώ δεν λέμε ούτε τα ονόματά μας) αναρωτιέμαι αν η προσποίηση της γραμματέως αφήνει λοιπόν κάτι στην ψυχή, μια τέχνη ας πούμε απόκρυψης των αισθημάτων, ή την ταχυδακτυλουργία της ξαφνικής αλλαγής συναισθημάτων που όμως πρέπει να γατζωθούν στα δόντια, να φιλτραριστούν πριν ξεστομιστούν, και να λέγονται παραποιημένα, να είναι υπονοούμενα, ώστε τίποτα να μην έχει ειπωθεί κυριολεκτικά, αναρωτιέμαι αν αυτό το καθημερινό τηλεθέατρο (που εξάλλου ποτέ δεν καταλήγει σε χειροκρότημα, αν και θα μπορούσα μια φορά να σε χειροκροτήσω αν αυτό ήταν να σε προσγειώσει) γίνεται συνήθεια ή όχι, αν λήγει με το σχόλασμα ή το κουβαλάς μαζί σου μέχρι το επόμενο πρωΐ.

Τα αναρωτιέμαι αυτά καθώς έχω φορέσει κιόλας το κράνος, την ώρα που ανταλλάσσω λίγο ένα άγριο και λίγο ένα συγκαταβατικό βλέμμα με τον παππού που ορύεται «απαγορεύεται αυτό που κάνεις» (αυτό που κάνω είναι ότι οδηγώ πάνω στο πεζοδρόμιο) και πάει να στηθεί μπροστά στη ρόδα για να με εμποδίσει αλλά είναι πιο αργός απ’ την νομιμόφρονα όρεξή του οπότε μ’ ένα σπάσιμο του τιμονιού μόλις και τον αποφεύγω συνεπώς όχι, δεν θα με συνετίσει μεσημεριάτικα, ούτε θα φτιάξει σήμερα, λίγο πριν πεθάνει, τον κόσμο που έκανε σκατά, είμαι σίγουρος, όταν πέρναγε απ’ το χέρι του. Όμως όλα αυτά μετά θα τα ξεχάσω, σα νάχουν εξατμιστεί στο ψιλόβροχο, ένα επεισόδιο που κράτησε λιγότερο απ’ όσο χρειάζεται για να ανάψω ένα τσιγάρο και να το κρατήσω στεγνό μέσα στη χούφτα μου, εξάλλου όλα αυτά δεν έχουν πολύ νόημα, θα γίνουν κι αύριο και μεθαύριο και την άλλη βδομάδα, και εν τω μεταξύ ως τώρα δεν σου είπα καν το όνομά μου, ντράπηκα, σκέφτηκα ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, σκέφτηκα ότι είναι αγένεια να λες το όνομά σου χωρίς να σε ρωτήσουν, έμεινα άλλη μια φορά με το όνομα της μαύρης εταιρείας ταχυμεταφορών που μου χρωστάει ήδη τρία μηνιάτικα, κέφι, όπως κι εσύ έμεινες άλλη μια φορά η υπόδειξη ενός φακέλου ενδιάμεσα σε τηλεφωνικές συνεννοήσεις, το όνομα μιας άλλης εταιρείας δηλαδή, ονόματα που συναντιούνται πάνω σε αποδείξεις παραλαβής δεμάτων, ξένα και εκνευριστικά ονόματα, εχθρικά θα έλεγα, οπότε δεν τίθεται και δεν θα τεθεί θέμα να μου πεις «παράτα μας ρε Θανάση», γλυτώσαμε λοιπόν περιττούς κόπους και περιττές γνωριμίες.

Αναρωτιέμαι τώρα αν προλαβαίνω να πικραθώ. Ή αν προλαβαίνω να σχεδιάσω, χωρίς να τρακάρω ή να ξεχάσω τον επόμενο πελάτη, να σχεδιάσω μια αλλαγή πορείας για σήμερα, να την φανταστώ δηλαδή ίσα ίσα για να γλυκαθώ, να φανταστώ ότι για να σ’ εκδικηθώ, για να εκδικηθώ και σένα και μένα και τις εταιρείες, και τους νομοταγείς γέρους, και όλους τους κήρυκες μιας κανονικότητας αναπόφευκτης, στεγνής, αδιάφορης, κρύας, να φανταστώ ότι δραπετεύω πάνω στο παπί μου, και πάω ως την άκρη του κόσμου, και πετάω εκεί, στη φωτιά ή στο νερό τον φάκελο και όλη την τσάντα και το μηχανάκι, και κάθομαι εκεί απορημένος χαζεύοντας, περιμένοντας. Να μου πεις.)

Πώς σε λένε;

(2004-4)

Αόρατες πόλεις

Κυριακή 2 Ιούλη. Αυτά που θα κρατήσω για έναν αιώνα πολέμου:

μια ξυραφιά στην παλάμη

την μυρουδιά του βρεγμένου χώματος

τους μοναχικούς χορούς

την θερμότητα του ερωτευμένου σώματος

λέξεις, μικρές και μεγάλες

τον θυμό μου

την τέχνη της σιωπής

την συμβουλή: «μη ρίξεις τα στάνταρ»

τα στάνταρ

τους αυτοσαρκαζόμενους γέροντες (έχει σάρκα η ζωή που ζει)

το γέλιο και το κλάμα

την τιμή στον αντίπαλο που την αξίζει

το κομμάτιασμα της αγάπης

όλους τους ιριδισμούς των βλεμμάτων

την μελαγχολία του φθινοπώρου (όπως κάθε χρόνο)

το μίσος

την ερώτηση: «θες να τα ξέρεις όλα;» και την απάντηση «όχι»

ομίχλη

την όσφρηση

το Köln concert

τα ταξίδια (έγιναν δεν έγιναν θα γίνουν δεν θα γίνουν)

το βάσανο του ίσως (και το ίσως το ίδιο)

την διαπίστωση ότι φτιάχνουμε τα νοήματα που μας αξίζουν (τους αξίζουμε)

την βασική εχθρότητα, ανήμερη…

Αόρατες πόλεις

Κυριακή 25 Ιούνη.

Δεν έχει τόκο το όνειρο

που αποταμιεύσαμε σε χρονοτράπεζες.

 

Είδα πρόσωπα / όλο μάτια / ζευγάρια μάτια

τεράστια / χωρίς εικόνες / να ρουφάνε

μπερδεμένα κουβάρια / ύλης / και

δάκρυα παγωμένα σε μάτια μεταναστών

γεμάτα μάτια δρόμους / απλωμένη μπουγάδα

να στεγνώσουν τις μνήμες /

διευρυμένο άνοιγμα

σε έγκλειστο χώρο.

Αόρατες πόλεις

Κυριακή 18 Ιούνη. Dogville(s)… Μια λεπτομέρεια του κόσμου. Μια λεπτομέρεια στον χάρτη του κόσμου. Μια κάτοψη της λεπτομέρειας του χάρτη του κόσμου. Μια μεγέθυνση. 1:5, 1:1, 5:1.

Μια πλατφόρμα. Μια σκηνή θέατρου. Μήπως η καρότσα μιας νταλίκας ή μήπως η αυλή ενός ιπτάμενου δίσκου; Το χωριό του παραμυθιού είναι μινιμαλιστικό, διαφανές, πουθενά και παντού· ή, μάλλον, το παραμύθι του χωριού είναι τέτοιο· ή, καλύτερα και τα δύο: ο λόγος και ο τόπος. Τα ονόματα των δρόμων, τα περιγράμματα των σπιτιών, ο προσανατολισμός, το ορυχείο, οι θάμνοι και ο σκύλος, είναι όλα χαραγμένα στο πάτωμα. Ό,τι είναι να γίνει είναι διαφανές. Η τάξη είναι διαφανής. Γιαυτό είναι αναγνωρίσιμη – ας υποθέσουμε πως αυτό πιστεύουν αυτοί που την συγκροτούν: οι κάτοικοι του οικισμού Dogville.

Τα αδιαφανή γεγονότα είναι: δύο πυροβολισμοί, μια ξένη γυναίκα μέσα στη νύχτα, και το κόκκαλο που αυτή κλέβει από τον σκύλο. Η γλυκειά (;) συμβατικότητα της κάτοχης και της διαφάνειας Dogville αποκτάει απροειδοποίητα έναν άγνωστης τάξης καταλύτη. Αυτό είναι το έργο: οι αλληλοδράσεις. Ανάμεσα στο τακτοποιημένο Εγώ/Εμείς και στο Άλλο.

Ο οικισμός, η πλατφόρμα, ο ιπτάμενος δίσκος, το πλήρωμά του αποφασίζει μουδιασμένα να κρύψει την ξένη. Ο διανοούμενος το εισηγείται, και με το περιορισμένο κύρος του το επιβάλλει. Εκείνη αποφασίζει πρόθυμα να τους το ανταποδώσει. Προσφέροντας κάτι που η διαφανής τάξη δεν χρειάζεται: την εργασία της. Αλλά η εργασία της ξένης (η παρουσία της σαν ξένης πρωτ’ απ’ όλα, σαν έξω από την τάξη, αυτή η παρουσία που είναι κιόλας δι/εργασία) τέμνει κάθετα την επιφάνεια, τον χάρτη, τον οικισμό, την συνήθειά του. Η εργασία της ξένης χαράζει την φλούδα, αποκαλύπτει το βάθος δημιουργώντας το. Η εργασία της ξένης, και η ξένη η ίδια, κατεβαίνει προς τα υπόγεια ανοίγοντας τους τον δρόμο προς τα πάνω…

Οι κάτοικοι του οικισμού Dogville μαθαίνουν πως χρειάζονται την εργασία της ξένης, την συμβολικά πληρωμένη εργασία της. Κάνουν χρήσιμο για τους ίδιους χώρο. Και προς στιγμήν μοιάζει πως έχει βρεθεί μια καινούργια ισορροπία. Αλλά η ξένη είναι ξένη – ο νόμος και ο μη νόμος που μοιάζει να είναι στο κατόπι της (εκείνοι οι πυροβολισμοί, λοιπόν, τί;) σέρνουν στις αυλές Dogville ένα παραπάνω βάρος. Λοιπόν – σκέφτεται η επιφάνεια – η κρυψώνα πρέπει να έχει ένα αντιστάθμισμα. Ο αόρατος μικροαστός προβάλει απ’ το δεύτερο υπόγειο, απ’ την πόρτα που ανοίγει η κυνηγημένη ξένη, ευχαριστημένος κιόλας που μπορεί να έχει απαιτήσεις.

Η γλυκειά ατάραχη συμβατικότητα αποσύρεται με δρασκελιές. Ο βίος πετάει σιγά σιγά την μάσκα του. Το ζητούμενο αντιστάθμισμα είναι η βία, η κυριαρχία, η εκμετάλλευση, το όλο και μεγαλύτερο όφελος. Το θηρίο του μικρού, ταπεινού ιδιοκτήτη γεύτηκε ελάχιστο αίμα και θέλει όλο και περισσότερο. Όλο και περισσότερο. Ένας ένας οι κάτοικοι της επιφάνειας, άντρες, γυναίκες, παιδιά, βιάζουν την ξένη, σωματικά, συναισθηματικά, ηθικά. Την κατασπαράζουν, την ταπεινώνουν – για να έχει αντιστάθμισημα η συνείδησή τους απέναντι στο νόμο. Τελευταίος ο μικρόψυχος, δειλός διανοούμενος ηγέτης της κοινότητας: αποφασίζει να την πουλήσει σκλάβα στους κυνηγούς της. Ο Άλλος καταδικάζεται οριστικά να γίνει «αυτό»…

Οι mainstream θεατές είδαν στο Dogville την αμερική. Γιατί δεν ήθελαν να δουν την αλληγορία. Η «φόρμα» είναι βέβαια αμερικανική… Αλλά είναι και Μπρεχτιανή η φόρμα. Και άλλα ακόμα.

Το άσχημο είναι πως ο διαχωρισμός έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα απ’ την λεγόμενη τέχνη. Ο κίνδυνος της ελεεινότητας δεν είναι άλλο εικονικός. Και δεν είναι καν απλά κίνδυνος.

(tierre del fuego – Γενάρης 2004)

Αόρατες πόλεις

Κυριακή 11 Ιούνη.

Παραμονεύει στην πόρτα μου

ένα τούνελ

που καταλήγει στη θάλασσα.

Σε κάθε χορό μας

Αιωρείται ένας πνιγμός.

Χρόνια τώρα παζαρεύω

τον πνιγμό με τον χορό.

Κρατάω την αιώρηση…

 

Το σώμα μας για ανταλλακτικά.

Κι εγώ ελαττωματικό τεμάχιο.

Στα ράφια ενός φωταγωγημένου μαγαζιού.

Με πετάς στις αποθήκες.

Μούχλα κι ένα ποντίκι ροκανίζει το μυαλό μου.

Γι’ αυτό τρίζω

σαν πόρτα που ανοίγει

σε ένα σύμπαν

που αυτοκτονεί κάθε μέρα.

Πώς δεν το βλέπεις;