Αόρατες πόλεις

Κυριακή 4 Ιούνη.

Ο αέρας βαραίνει

κι η κίνηση γίνεται αναπηρική.

Περπατάω με ένα ρολόι πάνω

από το κεφάλι μου.

Κάθε λεπτό μια ασήμαντη μετατόπιση.

Οι εικόνες της πόλης έχουν μια στατικότητα

ξεθεωμένου αντιπάλου,

που καταλαβαίνεις ότι προσποιείται

λίγο πριν την εκπόρθηση.

Εκτός αν πρόκειται για το μυαλό…

 

Σήμερα πάλι εκεί

και τα τσιγάρα να τελειώνουν πριν το δρόμο…

Χωρίς σύμμαχο.

Μόνο εχθροί.

Εγώ ξένη.

Ξένη από εμένα.

Αόρατες πόλεις

Κυριακή 28 Μάη.

Νευρική ισορροπία σε αποστάσεις και σιωπές.

Φόβοι και δισταγμοί σε πρώτο πλάνο.

Εσύ ακολουθείς το σύρμα προς τα κάτω.

Στη διασταύρωση περιμένω με το περίστροφο

καρφωμένο στο στήθος.

Η κίνηση διαβολεμένα άβολη.

Νυχτερινή λυσσασμένη σιωπή

και συγκαταβατικά χαμόγελα.

Πέφτει το ρολόι στο πάτωμα,

μα ο ήχος δεν σταματά…

Αντηχεί σε επανάληψη στο πτώμα

μιας απώλειας χωρίς ανατροπές.

Απρόσωπη η απειλή.

Μόνο ήττα… εκεί που ο ήχος, λυγμός,

παράλογα ουρλιαχτά. Ήττα.

Ακόμα δεν καταλαβαίνεις;

αόρατες πόλεις

Κυριακή 21 Μάη.

Η μνήμη είναι ένα διάφανο σταχτοδοχείο πάνω σε πολυέλαιο ή την προέκτασή του.

 

Είμαι μια πεταμένη πετσέτα στα σχοινιά της θλίψης.

Όλες τις μέρες σφουγγίζω τις επιθυμίες.

Στριφογυρνώ στη μήτρα.

(Χαλίκια στο γόνατο.

Μελάνι στο μάγουλο.

Καφές στο τζιν.

Τσιγάρα στο μπουφάν).

Δεν έχω τσέπη να φυλάξω τα εισητήρια.

98 ανάσες.

98 ανάσες.

Χάνω 3.

Εκκρεμώ.

 

Και φεύγοντας σε φίλησα, ένα φιλί στους κοφτερούς πάγους της συνήθειας.

 

Η εφεύρεση του Μορέλ

αόρατες πόλεις – Κυριακή 14 Μάη. Σήμερα, σ’ αυτό το νησί, συνέβη ένα θαύμα. Το καλοκαίρι ήρθε πρόωρα. Έβαλα το κρεβάτι κοντά στην πισίνα και βουτούσα μέχρι πολύ αργά. Ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Δύο ή τρία λεπτά απ’ έξω ήταν αρκετά να μετατρέψουν σε ιδρώτα το νερό που θα έπρεπε να με προστατέψει απ’ την τρομερή άπνοια. Τα χαράματα με ξύπνησε ένας φωνογράφος. Δεν μπόρεσα να γυρίσω στο μουσείο να πάρω τα πράγματα. Έφυγα προς τα φαράγγια. Βρίσκομαι στις νότιες παρυφές, ανάμεσα σε υδρόβια φυτά, αγανακτισμένος απ’ τα κουνούπια, βουτηγμένος μέχρι τη μέση στη θάλασσα ή σε βρώμικα ρεύματα, βλέποντας πώς βίασα παράλογα τη φυγή μου. Νομίζω πως αυτοί οι άνθρωποι δεν ήρθαν σε αναζήτησή μου· ίσως να μην μ’ έχουν καν δει. Αλλά ακολουθώ το πεπρωμένο· στερημένος απ’ όλα, περιορισμένος στον πιο άξενο, λιγότερο κατοικήσιμο τόπο του νησιού, σε βάλτους που η θάλασσα σκεπάζει μια φορά τη βδομάδα.

Αυτά τα γράφω για ν’ αφήσω μια μαρτυρία του αντίξοου θαύματος. Αν σε λίγες μέρες δεν πεθάνω από πνιγμό ή αγωνιζόμενος για την ελευθερία μου, ελπίζω να γράψω την Υπεράσπιση ενώπιον επιζώντων και ένα Εγκώμιο του Μάλθους. Θα επιτεθώ, μέσα απ’ αυτές τις σελίδες, στους εξολοθρευτές των δασών και των ερήμων. Θα δείξω ότι ο κόσμος, με την τελειοποίηση των αστυνομιών, των εγγράφων, της δημοσιογραφίας, της ραδιοτηλεφωνίας, των τελωνείων, κάνει ανεπανόρθωτο οποιοδήποτε λάθος της δικαιοσύνης και είναι μια οργανωμένη κόλαση για τους καταδιωγμένους. Δεν μπόρεσα μέχρι τώρα να γράψω παρά μόνο αυτή τη σελίδα, που χθες ακόμα δεν πρόβλεπα. Πόσες απασχολήσεις υπάρχουν στο έρημο νησί! Τι αξεπέραστη είναι η σκληρότητα του ξύλου! Πόσο πιο μεγάλο είναι το διάστημα, απ’ το αεικίνητο πουλί!

Ένας Ιταλός που πουλούσε χαλιά στην Καλκούτα μου ‘δωσε την ιδέα να ‘ρθω· είπε (στη γλώσσα του):

– Για ένα φυγά, για σας, μόνο ένα μέρος υπάρχει στον κόσμο, αλλά αυτό το μέρος δεν κατοικείται. Είναι ένα νησί. Το 1924, πάνω κάτω, κάποιοι λευκοί κατασκευάσαν ένα μουσείο, ένα παρεκλήσι, μια πισίνα. Τα έργα αποπερατώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν.

Τον διέκοψα· ήθελα τη βοήθειά του για το ταξίδι· ο έμπορας συνέχισε:

– Δεν το πλησιάζουν ούτε οι κινέζοι πειρατές, ούτε το κατάλευκο πλοίο του Ινστιτούτου Ροκφέλλερ. Είναι η εστία μιας αρρώστιας, ακόμα μυστηριώδους, που σκοτώνει απ’ έξω προς τα μέσα. Πέφτουν τα νύχια, τα μαλλιά, πεθαίνουν το δέρμα και ο κερατοειδής των ματιών, και το σώμα ζει οχτώ με δεκαπέντε μέρες. Οι άντρες του πληρώματος ενός ατμοπλοίου που είχε αγκυροβολήσει στο νησί ήταν γδαρμένοι, φαλακροί, χωρίς νύχια – όλοι νεκροί – όταν τους βρήκε το γιαπωνέζικο καταδρομικό Ναμούρα. Το ατμόπλοιο βυθίστηκε με κανονιοβολισμούς.

Αλλά τόσο φριχτή ήταν η ζωή μου, που αποφάσισα να φύγω… Ο Ιταλός θέλησε να με μεταπείσει· τον κατάφερα να με βοηθήσει.

Η εφεύρεση του Μορέλ – Adolfo Bioy Casares – 1940 – Buenos Aires