Αόρατες πόλεις

Κυριακή 16 Ιούλη. Με λένε Θανάση.

(Δεν με ρώτησες… έτσι το λέω. Μπορεί να σου κάνω καμάκι. Οπότε να ‘χεις να πεις «παράτα με ρε Θανάση»… Αλλά δεν με ρώτησες. Έξι μήνες τώρα, μπαίνω, βγαίνω, σε κλάσματα λεπτού, δεν μιλάμε καν, ή όταν μιλάμε λέμε «γειά» γιατί κάτι πρέπει να πούμε. Ένα ξερό «γειά», ειπωμένο έτσι που να μην χωράει δεύτερη κουβέντα.

Αν υπάρχει δηλαδή περιθώριο και για ένα «γειά». Γιατί συνήθως είσαι μ’ ένα ακουστικό στο χέρι, καμμιά φορά και με δύο, οπότε μου κάνεις νόημα με το χέρι, μου δείχνεις τον φάκελο, με τον στυλό στο χέρι, τον στυλό που κτυπάς νευρικά στο γραφείο ενόσω προσποιείσαι την ευγενική στο τηλέφωνο, έτσι είναι αυτή η δουλειά… Ή, δεν δείχνεις καν με το δάκτυλο ή τον κόκκινο στυλό, απλά κάνεις ένα νεύμα με τα μάτια, «εκεί», ένα φευγαλέο βλέμμα που ίσα ίσα το προλαβαίνω πριν αναδιπλωθεί σ’ αυτήν την παράξενη, την ανοικεία προσπάθεια να συνεννοηθείς μέσω του σύρματος, ή απλά να τους ξεφορτωθείς… Ή, να μην πεις ευγενικά «άει στο διάολο» που είμαι σίγουρος ότι θα το πεις αμέσως μόλις κλείσεις το τηλέφωνο, ή ίσως και να μην το λες πια δυνατά, να το λες από μέσα σου, σα να παρατείνεται η προσποίηση της ευγενούς γραμματέως, ή σα να έχεις βαρεθεί, ή σα να ντρέπεσαι να σιχτιρίσεις επειδή εγώ είμαι ακόμα εκεί, συμπληρώνω την απόδειξη παραλαβής ή προσπαθώ να βάλω τον φάκελο στην τσάντα.

Αυτόν την μαλακό φάκελο με την ειδική επένδυση. Που τον κοιτάω και αναρωτιέμαι αν η τηλεφωνική ευγένεια, το μέτρημα του τόνου της φωνής, το ζυγισμά του, ο αποχωρισμός της φωνής απ’ όλα τ’ άλλα του προσώπου (του θυμωμένου, ή απελπισμένου, ή αποκαμωμένου, και πάντα μου φαίνεται γλυκού προσώπου σου) αν λοιπόν όλος αυτός ο τηλεφωνικός επαγγελματισμός αφήνει κάποιο κουσούρι, συσσωρεύεται σιγά σιγά σαν κατακάθι στην άκρη του εαυτού σου, όπως η μουτζούρα στον μάστορα ή η τσίκνα στον ψήστη, που περνάνε στους πόρους του κορμιού και γίνονται ένα μ’ αυτό, και θέλει καιρό πολύ μακρυά απ’ την δουλειά για να ξαναβρεί το κοσμί την δική του αίσθηση…

Αναρωτιέμαι λοιπόν καθώς έχω βάλει επιτέλους τον φάκελο στην τσάντα (παιδεύομαι λίγο και τσαντίζομαι πολύ γιατί είναι πάντα λίγο μεγαλύτερος απ’ την τσάντα μου, ούτε κι αυτό το έχεις προσέξει, να βάζεις έναν λίγο μικρότερο, και φυσικά ούτε λόγος να στο πω εγώ, εδώ δεν λέμε ούτε τα ονόματά μας) αναρωτιέμαι αν η προσποίηση της γραμματέως αφήνει λοιπόν κάτι στην ψυχή, μια τέχνη ας πούμε απόκρυψης των αισθημάτων, ή την ταχυδακτυλουργία της ξαφνικής αλλαγής συναισθημάτων που όμως πρέπει να γατζωθούν στα δόντια, να φιλτραριστούν πριν ξεστομιστούν, και να λέγονται παραποιημένα, να είναι υπονοούμενα, ώστε τίποτα να μην έχει ειπωθεί κυριολεκτικά, αναρωτιέμαι αν αυτό το καθημερινό τηλεθέατρο (που εξάλλου ποτέ δεν καταλήγει σε χειροκρότημα, αν και θα μπορούσα μια φορά να σε χειροκροτήσω αν αυτό ήταν να σε προσγειώσει) γίνεται συνήθεια ή όχι, αν λήγει με το σχόλασμα ή το κουβαλάς μαζί σου μέχρι το επόμενο πρωΐ.

Τα αναρωτιέμαι αυτά καθώς έχω φορέσει κιόλας το κράνος, την ώρα που ανταλλάσσω λίγο ένα άγριο και λίγο ένα συγκαταβατικό βλέμμα με τον παππού που ορύεται «απαγορεύεται αυτό που κάνεις» (αυτό που κάνω είναι ότι οδηγώ πάνω στο πεζοδρόμιο) και πάει να στηθεί μπροστά στη ρόδα για να με εμποδίσει αλλά είναι πιο αργός απ’ την νομιμόφρονα όρεξή του οπότε μ’ ένα σπάσιμο του τιμονιού μόλις και τον αποφεύγω συνεπώς όχι, δεν θα με συνετίσει μεσημεριάτικα, ούτε θα φτιάξει σήμερα, λίγο πριν πεθάνει, τον κόσμο που έκανε σκατά, είμαι σίγουρος, όταν πέρναγε απ’ το χέρι του. Όμως όλα αυτά μετά θα τα ξεχάσω, σα νάχουν εξατμιστεί στο ψιλόβροχο, ένα επεισόδιο που κράτησε λιγότερο απ’ όσο χρειάζεται για να ανάψω ένα τσιγάρο και να το κρατήσω στεγνό μέσα στη χούφτα μου, εξάλλου όλα αυτά δεν έχουν πολύ νόημα, θα γίνουν κι αύριο και μεθαύριο και την άλλη βδομάδα, και εν τω μεταξύ ως τώρα δεν σου είπα καν το όνομά μου, ντράπηκα, σκέφτηκα ότι δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, σκέφτηκα ότι είναι αγένεια να λες το όνομά σου χωρίς να σε ρωτήσουν, έμεινα άλλη μια φορά με το όνομα της μαύρης εταιρείας ταχυμεταφορών που μου χρωστάει ήδη τρία μηνιάτικα, κέφι, όπως κι εσύ έμεινες άλλη μια φορά η υπόδειξη ενός φακέλου ενδιάμεσα σε τηλεφωνικές συνεννοήσεις, το όνομα μιας άλλης εταιρείας δηλαδή, ονόματα που συναντιούνται πάνω σε αποδείξεις παραλαβής δεμάτων, ξένα και εκνευριστικά ονόματα, εχθρικά θα έλεγα, οπότε δεν τίθεται και δεν θα τεθεί θέμα να μου πεις «παράτα μας ρε Θανάση», γλυτώσαμε λοιπόν περιττούς κόπους και περιττές γνωριμίες.

Αναρωτιέμαι τώρα αν προλαβαίνω να πικραθώ. Ή αν προλαβαίνω να σχεδιάσω, χωρίς να τρακάρω ή να ξεχάσω τον επόμενο πελάτη, να σχεδιάσω μια αλλαγή πορείας για σήμερα, να την φανταστώ δηλαδή ίσα ίσα για να γλυκαθώ, να φανταστώ ότι για να σ’ εκδικηθώ, για να εκδικηθώ και σένα και μένα και τις εταιρείες, και τους νομοταγείς γέρους, και όλους τους κήρυκες μιας κανονικότητας αναπόφευκτης, στεγνής, αδιάφορης, κρύας, να φανταστώ ότι δραπετεύω πάνω στο παπί μου, και πάω ως την άκρη του κόσμου, και πετάω εκεί, στη φωτιά ή στο νερό τον φάκελο και όλη την τσάντα και το μηχανάκι, και κάθομαι εκεί απορημένος χαζεύοντας, περιμένοντας. Να μου πεις.)

Πώς σε λένε;

(2004-4)

Comments are closed.