Περί αφόδευσης

Δευτέρα 24 Μάη>>Αυτό πρέπει να το καταλάβετε καλά. Οι εφοπλιστές δεν έχουν ανάγκη την ελληνική κυβέρνηση, δεν έχουν ανάγκη το υπουργείο, δεν έχουν ανάγκη τον διεθνή οργανισμό ναυτιλίας, δεν έχουν ανάγκη τον πρωθυπουργό. Μπορούν να τον χέσουν. Δεν έχουν καμμία ανάγκη τον πρωθυπουργό. Γιατί; Επειδή η ναυτιλία δεν έχει σχέση με την ελλάδα. Δεν υπάρχει τίποτα που ένας πλοιοκτήτης μπορεί να κερδίσει απ’ την ελλάδα. Δεν υπάρχουν φορτία για την ελλάδα, δεν υπάρχουν συμβόλαια με την ελλάδα, τίποτα στην ελλάδα. Μόνο το γραφείο του είναι εδώ. Το 80% έχουν ξένη σημαία. Δεν τους ενδιαφέρει η ελληνική σημαία…

Αυτά (προφανώς μέσω άλλων) είπε ο κυρ Πάνος Λασκαρίδης – και προξένησε έναν κάποιον σάλο. Ο κυρ Πάνος εκτός από εφοπλιστής είναι και έλληνας, γνήσιος. Κάπως αθυρόστομος, κάπως ψευτάκος (στις πιο πάνω δηλώσεις του), και φυσικά (τι άλλο;) διατεθειμένος να βροντοφωνάξει ότι φταίνε οι «ανεκδιήγητοι πορτογάλοι δημοσιογράφοι» που «χρησιμοποίησαν βάναυσα» τις δηλώσεις του…

Σε γενικές γραμμές πάντως αυτή είναι η σχέση του νο 1 ελληνικού εθνικού κεφάλαιου (των πλωτών εργοστασίων) και του ελληνικού κράτους: οι εκπρόσωποι του πρώτου μπορούν να αφοδεύσουν, αν θέλουν, στις πολιτικές βιτρίνες του δεύτερου χωρίς να πάρει κανείς άλλος μυρωδιά. Ας μην το ξεχνάμε: το ελληνικό κράτος είναι ίσως το μόνο παγκόσμια που έχει κατοχυρώσει συνταγματικά την φορολογική ασυλία των εφοπλιστών που «τους συμφέρει η ελληνική σημαία».

Αλλά ο κυρ Πάνος (μαζί με τον αδελφό του Θανάση) είναι «εθνικοί ευεργέτες», με μια ιδιαίτερη προτίμηση τις δωρεές προς τα εντόπια σώματα ασφαλείας και τον στρατό. Γιατί αυτή η καλωσύνη αν «δεν έχουν ανάγκη»; Εκεί βρίσκεται το ψέμα του κυρ Πάνου: πότε πότε οι έλληνες εφοπλιστές «έχουν ανάγκη» τις εντόπιες πολιτικές βιτρίνες.

Η πρώτη ανάγκη τους είναι η εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους: οφείλει να στηρίζει (και να στηρίζεται από) την μεγαλη δυτική ναυτική δύναμη – άλλοτε την αγγλία και μετά τον β παγκόσμιο τις ηπα. Οι «καπεταναίοι» δεν έχουν πολιτική δύναμη οι ίδιοι· έχουν όμως τις ελληνικές πολιτικές βιτρίνες, που πρέπει να υπηρετούν την οικονομική τους δύναμη, όπως ισχύει παντού στις σχέσεις κράτους / κεφάλαιου. Ακόμα κι αν άλλα, πιο αδύναμα σαφώς, τμήματα των ελληνικών αφεντικών έχουν διαφορετικά συμφέροντα.

Η δεύτερη ανάγκη τους είναι η ελληνική ψήφος στις αποφάσεις της ε.ε. τις σχετικές με τη ναυτιλία· όπως και η «απο μέσα γνώση» του τι ψήνεται κατά καιρούς εκεί. Μιας και έχουν ανταγωνιστές (π.χ. τους γερμανούς εφοπλιστές) αυτή η ψήφος είναι σημαντική. Φυσικά έχουν άλλη μία (της νότιας κύπρου). Αλλά αυτή είναι κάπως αμφίβολης αξίας μόνη της, για εύκολα κατανοητούς λόγους.

Εκεί τελειώνουν οι σχέσεις· ή, πιο σωστά, το «έχουμε ανάγκη». Η αφόδευση είναι πέρα απ’ αυτά τα δύο: σαν κεφάλαιο που δρα παγκόσμια (και όποτε έχει την ευκαιρία πειρατικά) οι έλληνες εφοπλιστές στο σύνολό τους δεν έχουν, ούτε θα μπορούσαν να έχουν «συμμετρικές σχέσεις» με το ασήμαντο σαν οικονομικό ή πολιτικό μέγεθος ελληνικό κράτος. Αυτό τους διευκολύνει ιδιαίτερα: επιβάλλουν την «γραμμή» της εξωτερικής πολιτικής, ακόμα κι αν αυτή είναι καταστροφική για το πόπολο (όπως, για παράδειγμα, ο «φιλοαγγλισμός» μετά τον Β παγκόσμιο). Αδιαφορούν, γιατί τα «μπάζα» δεν τα πληρώνουν αυτοί.

Εν τέλει, το «έχουμε χεσμένο τον πρωθυπουργό» έχει διαφορετικό νόημα: σας έχουμε χεσμένους όλους, η συσσώρευση και η κερδοφορία μας γίνεται αλλού, εσάς σας θέλουμε μόνο για «μπροστινούς»…

Comments are closed.