Xρόνος

Δευτέρα 30 Οκτώβρη. Οι μετρήσεις αφορούν πλέον μεγέθη ασύλληπτα: νανοδευτερόλεπτα. Αυτός είναι ο πραγματικός χρονισμός της λειτουργίας των νέων μηχανών. Που σέρνουν και παρασέρνουν, αδιόρατα (καθότι έξω, ακόμα, απ’ την κριτική σύλληψη) αλλά αποτελεσματικά τις διαλυμένες καθημερινότητες. Ασύλληπτος χρονισμός. Ξένος και αποξενωτικός.

Πάλι μπροστά, μπροστά – πίσω.

Η συνείδηση ότι πρόκειται να ανατινάξουν το συνεχές της ιστορίας είναι χαρακτηριστικό των επαναστατικών τάξεων τη στιγμή της δράσης τους. Η Μεγάλη Επανάσταση καθιέρωσε ένα καινούριο ημερολόγιο. Η μέρα, με την οποία τίθεται σε ισχύ ένα ημερολόγιο λειτουργεί σαν ιστορικό πυκνωτής του φιλμ του χρόνου. Και ουσιαστικά είναι η ίδια μέρα που επανέρχεται ολοένα με τη μορφή των εορτών, που είναι ημέρες ανάμνησης. Γι’ αυτό τα ημερολόγια δεν μετρούν το χρόνο όπως τα ρολόγια. Αποτελούν μνημεία μιας ιστορικής συνείδησης, ίχνη της οποίας δεν διακρίνονται πια ούτε αμυδρά στην Ευρώπη εδώ κι εκατό χρόνια.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Ιούλη παρεμβλήθηκε ένα επεισόδιο που έδειξε πως αυτή η συνείδηση είναι ακόμη ζωντανή. Με τον ερχομό της πρώτης βραδιάς των συγκρούσεων συνέβη να πυροβοληθούν, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και ταυτόχρoνα, τα ρολόγια των πύργων σε πολλά σημεία του Παρισιού. Ένας αυτόπτης μάρτυρας, που οφείλει ενδεχόμενα τη διορατικότητά του στην ομοιοκαταληξία, έγραψε:
Qui le croirait! on dit, qu’ irrites contre l’ heure
De nouveaux Josues au pied de chaque tour,
Tiraient sur les cadrans pour arreter le jour.
[Ποιος θα το πίστευε! Λένε, πως εξοργισμένοι με το χρόνο
Νέοι Ιωσίες, στη βάση κάθε πύργου
Πυροβολούσαν τις πλάκες των ρολογιών για να σταματήσουν τη μέρα.]

(Walter Benjamin, Θέσεις για την φιλοσοφία της Ιστορίας, 1940)

Xρόνος

Δευτέρα 30 Οκτώβρη. Για να εξαλείψει, ή να μετριάσει, τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης επιτάχυνσης, το καπιταλιστικό σύστημα (οι ειδικοί του) κατασκευάζουν μια ιδέα ευρείας κατανάλωσης: το διαρκές «τώρα». Η ψευδής αιωνιότητα του παρόντος συνταιριάζεται με την εξίσου ψευδή αιωνιότητα του παρελθόντος, τις μυθοποιήσεις του, που δεν κοστίζουν τίποτα ή είναι φτηνότερες απ’ τα περισσότερα εμπορεύματα. Ακολουθεί η κατά βούληση μυθοποίηση του μέλλοντος.

Το κατασκεύασμα γίνεται με χαρά ή συγκατάβαση αποδεκτό απ’ τους υποτελείς: είναι (σχετικά) καταπραϋντικό. Τους επιτρέπει (αν δεν τους υποδεικνύει) να αγαπήσουν τις αλυσίδες τους: αυτό λέγεται νοσταλγία, και σημαίνει τον πόνο (αν είναι δυνατόν: την εξαγωγή του, τον πόνο των Άλλων) στο όνομα της Επιστροφής (στο μυθοποιημένο παρελθόν).

Ή λέγεται:

Συλλογιστείτε το σκοτάδι και την παγωνιά
Σε τούτη την κοιλάδα που ηχεί απ’ τους θρήνους.

Brecht, Η όπερα της πεντάρας

Ο Fustel de Coulanges συνιστά στον ιστορικό που θέλει να ξαναζήσει μια εποχή, πως πρέπει να βγάλει απ’ το μυαλό του όλα όσα γνωρίζει από τη μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος χαρακτηρισμού της μεθόδου με την οποία ήρθε σε ρήξη ο ιστορικός υλισμός. Πρόκειται για μια διαδικασία ταύτισης. Αφετηρία της είναι η νωθρότητα της καρδιάς, η ακηδία, που αρνείται απεγνωσμένα να συλλάβει την αυθεντική ιστορική εικόνα, που τόσο φευγαλέα αστράφτει. Οι θεολόγοι του μεσαίωνα τη θεωρούσαν ως την πρωταρχική πηγή της θλίψης.

Ο Flaubert, που του ήταν οικεία, γράφει: “Peu de gens deνineront combien il a fallu etre triste pour ressusciter Carthage”*. H φύση αυτής της θλίψης γίνεται σαφέστερη όταν τίθεται το ερώτημα με ποιόν ταυτίζεται στ’ αλήθεια ο ακολουθητής του ιστορικισμού. Η απάντηση είναι αναμφισβήτητη: με τον νικητή.

 Όμως οι εκάστοτε κυρίαρχοι είναι οι κληρονόμοι όλων όσων νίκησαν κατά το παρελθόν. Έτσι η ταύτιση με τον νικητή αποβαίνει κάθε φορά προς όφελος των εκάστοτε κυρίαρχων. Ο ιστορικός υλιστής ξέρει τι σημαίνει αυτό. Όποιοι μέχρι σήμερα αναδείχτηκαν νικητές βαδίζουν στη θριαμβευτική πομπή μαζί με τους σημερινούς κυρίαρχους πάνω από τους υποταγμένους. Τα λάφυρα συνοδεύουν, όπως συνέβαινε πάντοτε, τη θριαμβευτική πομπή. Ονομάζονται όλα αυτά πολιτιστική κληρονομιά και στο πρόσωπο του ιστορικού υλιστή θα συναντήσουν έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή. Γιατί, χωρίς εξαίρεση, οτιδήποτε εξετάζει από αυτά έχει μια καταγωγή που δεν μπορεί να τη σκεφτεί δίχως φρίκη.

Χρωστάνε την ύπαρξή τους όχι μόνο στον κόπο των μεγαλοφυών που τα δημιούργησαν, αλλά και στην ανώνυμη βαριά δουλική εργασία των συγχρόνων τους. Δεν έχει υπάρξει ποτέ τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο βαρβαρότητας. Κι όπως ένα τέτοιο τεκμήριο δεν στερείται βαρβαρότητας, το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία μεταβίβασης, με την οποία πέφτει από το ένα χέρι στο άλλο. Γι’ αυτό ο ιστορικός υλιστής απομακρύνεται από αυτό όσο γίνεται περισσότερο. Θεωρεί καθήκον του την κάθαρση της ιστορίας ενάντια στο ρεύμα**.

 * Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να μαντέψουν πόσο χρειάστηκε να είναι κανείς θλιμμένος για να αναστηθεί η Καρχηδόνα.

** “…ακόμη και με πυρακτωμένη λαβίδα, αν χρειαστεί”. Έτσι ολοκλήρωνε το συλλογισμό ο Benjamin στις σημειώσεις του.

(Walter Benjamin, Θέσεις για την φιλοσοφία της Ιστορίας, 1940)

Η καπιταλιστική κανονικότητα

Πέμπτη 26 Οκτώβρη. Αν στην κινέζικη περίπτωση η απάντηση είναι καταφατική, κι αν στην γιαπωνέζικη περίπτωση η επίσημη «σύνθεση» ανάμεσα σε κράτος, κεφάλαιο και οργανωμένο έγκλημα («γιακούζα») είναι επίσης οργανική και γνωστή, ας μην βιαστεί κανείς να μιλήσει για ασιατικές ιδιαιτερότητες και «εξαιρέσεις του κανόνα» της αναγκαιότητας και της γραμμικής σχέσης του «δημοκρατικού εποικοδομήματος» για την «ανάπτυξη της καπιταλιστικής βάσης».

Το «ερώτημα της δημοκρατίας» (και της αναγκαιότητάς της…) ποτέ δεν έπαψε να μπαίνει στην ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Η τελευταία τέτοια περίοδος, όπου όχι μόνο έχει ξανατεθεί μεταξύ των αφεντικών το ερώτημα αλλά απαντιέται κιόλας με τους τρόπους που τα βολεύει, είναι απ’ την δεκαετία του 1980 και μετά, ως σήμερα. Αν θα ήθελε κανείς να είναι ακριβής, το «πολίτευμα» στα περισσότερα δυτικά κράτη (συμπεριλαμβανόμενων των πρώην «σοσιαλιστικών») είναι ολιγαρχία.

Αυτό δεν έχει επιβληθεί μέσα από ανοικτές απαγορεύσεις. Συμβαίνει, κυρίως, μέσα από την «κοινή συναινέσει» (πληθυσμών και αφεντικών) υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης (νεοφιλελεύθερης) ιδέας περί «κεντρικής εξουσίας»: εξαιτίας της συνθετότητας των ζητημάτων είναι μια τεχνικο-γραφειοκρατική διαδικασία, που διεκπεραιώνεται από ειδικούς των αφεντικών, και μπορεί να επηρεαστεί μόνο απ’ την δράση συγκεκριμένων ομάδων «πίεσης». (Αναλυτικότερα στα Sarajevo νο 78, 80 και 90: κοινοβουλευτισμός, εξουσία, κράτος).

Αυτή η παραδοχή δεν διαφέρει ριζικά απ’ την λειτουργία του μονοκομματικού κράτους τύπου κίνας: κι εκεί οι φράξιες του κόμματος μπορούν να λειτουργούν σαν «ομάδες πίεσης». Στο βαθμό που λειτουργεί (και έτσι συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες) αποδεικνύει ότι οι περιβόητες «μεσαίες τάξεις» δεν έχουν κάποια υπαρξιακή καούρα υπέρ της δημοκρατίας. Κυρίως αναζητούν την κατανάλωση που τροφοδοτεί την αυτοπεποίθησή τους. Και άρα τις καταναλωτικές ελευθερίες.

Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ως τις αρχές της επόμενης (όταν άρχισε ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»), η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ είχε ταΐσει μια θηριωδώς αυτάρεσκη ρητορική για την «απόλυτη υπεροχή της δυτικής δημοκρατίας» και την «έμφυτη τάση των μεσοστρωμάτων» να την διεκδικούν. Το «κέντρο» («κέντρο» απ’ την άποψη της ταξικής διαστρωμάτωσης: «μεσαία τάξη», «κέντρο» και ως προς το δίπολο «δεξιά – αριστέρα») είχε αναχθεί σε σπονδυλική στήλη και εγγύηση αυτής της περίφημης «δημοκρατίας». Αυτά ενόσω η υπόγεια κρίση και η φανερή αναδιάρθρωση αναδιαμόρφωναν τις σχέσεις εξουσίας, μακριά από τέτοια εύπεπτα, ύπουλα και ναρκισσιστικά σχήματα.

Τελικά, στα τέλη μόλις της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, οι πρωτοκοσμικές μικροαστικές και μεσοαστικές μάζες (τα αδιαφοροποίητα σύνολα των Εγώ…) δείχνουν μια ισχυρή τάση προς τον εξουσιαστικό αυταρχισμό. Μπορεί να μην αναζητούν το κόμμα / κράτος α λα κίνα. Μια χαρά όμως θεωρούν ότι θα υπηρετηθούν τα συμφέροντά τους απ’ το κράτος / μαφία. Η ιαπωνία μπορεί να είναι το ανομολόγητο μοντέλο…

Νέα ευχάριστα και μαζί δυσάρεστα

Κυριακή 20 Αυγούστου. Το περιβόητο «ισλαμικό κράτος», σε συντομία «isis», που «αναλαμβάνει την ευθύνη» σχεδόν για τα πάντα, ΔΕΝ έχει «αναλάβει την ευθύνη» για καμία απ’ τις δασικές πυρκαγιές! Τις φετεινές, αλλά και τις περσινές και τις προπέρσινες, και του ’09, και του ’07… Τόσα στρέμματα κι ούτε ένας τζιχαντιστής;

Αυτό έχει ένα καλό και δύο κακά. Το καλό είναι ότι το ελλαδιστάν δεν περιλαμβάνεται στις εργολαβίες που έχει αναλάβει αυτό το μοχθηρό μόρφωμα. Τα κακά είναι ότι α) μένουν στον αέρα οι ισχυρισμοί περί «σχεδίου εμπρησμών», και β) οι καλοί έλληνες πατριώτες δεν μπορούν να χρεώσουν τους μουσουλμάνους (γενικά) και τους πρόσφυγες / μετανάστες (ειδικά) για την «καταστροφή της πατρίδας».

(Ερευνάται, πάντως, από ad hoc επιτροπές, η πιθανή σχέση του isis με τους τρισκατάρατους δανειστές…)

Μικροαστοί στα κάρβουνα

Πέμπτη 17 Αυγούστου. Ο «νοικοκύρης» που ωρύεται ότι «δεν θα αφήσει το σπίτι του» και ότι «καλύτερα να καεί μαζί του παρά να το αφήσει», ενώ πλησιάζει η δασική φωτιά, είναι μια απ’ τις πολλές επιτομές της μικροαστικής παράνοιας. Προφανώς δεν θα έκανε το ίδιο αν το σπίτι του έπιανε φωτιά από μέσα· αν γινόταν σεισμός· ή να του ανήγγειλαν κάποια χοντρή κατολίσθηση.

Γιατί, λοιπόν, οι μικροαστοί (και όχι μόνο οι έλληνες…) έχουν τόσο πρόχειρη την απειλή της αυτοκαταστροφής τους πάνω στην ακίνητη περιουσία τους όταν πρόκειται για δασικές φωτιές; Σε μεγάλο βαθμό επειδή αγνοούν τι είναι αυτό το πράγμα. Αγνοούν επειδή τους συμφέρει: είναι πάμπολλα τα παραδείγματα νοικυραίων της επαρχίας που χάζευαν και χαζεύουν απ’ τα καφενεία την φωτιά απέναντι στη ράχη, περιμένοντας άλλους (την πυροσβεστική, τον στρατό, τον θεό…) να την σβήσει, την ώρα που θα έπρεπε αυτοί πρώτοι να τρέξουν για να την περιορίσουν έγκαιρα…. Κι ύστερα «οχυρώνονται» σε αυλές και σε ταράτσες, με λάστιχα ποτίσματος στο χέρι, απειλώντας ότι θα αυτοπυρποληθούν αν το θηρίο τολμήσει να πλησιάσει.

Η βολική άγνοια φαίνεται ότι έχει και έναν άθλιο υπολογισμό. Αφού οι «άλλοι» δεν έσβησαν την φωτιά νωρίτερα, τώρα θα αναγκαστούν να προστρέξουν στην ιδιοκτησία μου «για να μην υπάρξουν ανθρώπινα θύματα». Όλοι εδώ, λοιπόν! Πυροσβέστες, αεροπλάνα, ελικόπτερα, υποβρύχια, αεροπλανοφόρα: οι πάντες σε παράταξη για να σωθεί ο κυρ τάδε!

Εννοείται ότι η δημαγωγία, επαγγελματική ή ερασιτεχνική, συνεισφέρει τα μέγιστα. Επειδή οι δασικές πυρκαγιές, σε αντίθεση με άλλες φυσικές καταστροφές που είναι πολύ σύντομης διάρκειας (όπως οι σεισμοί ή οι χιονοστοιβάδες), προσφέρονται για θέαμα διαρκείας, η προβολή τους δίνει το έδαφος και τον απαραίτητο χρόνο να συγκροτηθεί και να αναπαρασταθεί η ιδέα του «θύματος». Και, φυσικά, των «δικαιωμάτων» του. Αλλοίμονο: η σκηνοθεσία του «που είναι το κράτος;» θέλει χρόνο θυματοποίησης! Κάθε αυθαίρετο μέσα στο δάσος «έχει δικαίωμα» σε δυο πυροσβεστικές και ένα καναντέρ. Κάθε οικισμός «έχει δικαίωμα» σε ένα συντάγμα φαντάρων με κλαδιά στα χέρια. Εκκλησίες και μοναστήρια είναι «νυν υπέρ πάντων ιερών ο αγών» – ο θεός δεν είναι αντιπυρικός.

Ορθολογικά μιλώντας θα έλεγε κάποιος ότι όπως συμβαίνει και με άλλα επικίνδυνα φυσικά φαινόμενα (όπως οι σεισμοί) έτσι και στις δασικές πυρκαγιές δεν φτάνει να είναι εκπαιδευμένοι οι διασώστες. Πρέπει να είναι εκπαιδευμένο και το πόπολο.

Αλλά η σκέψη είναι μάταιη: εδώ ζούμε…

(In case of emergency: αν σας τύχει θα είστε, πιθανόν, σε διακοπές. Μην διστάσετε! Αν υπάρχει δασική φωτιά κάπου κοντά σας, φορέστε παπούτσια για κακοτράχαλο περπάτημα, μακρύ παντελόνι και κάτι απο πάνω με μακριά μανίκια· πάρτε ένα μπουκάλι νερό για να πίνετε· και τρέξτε! Σιχτιρείστε τους ντόπιους μικροαστούς που φυλάνε την περιουσία τους, και μην αφήσετε να σας παρασύρει στην αδράνεια η εύλογη αηδία σας για δαύτους.

Και μην χειροκροτάτε τους δασοπυροσβέστες: βοηθείστε τους! Αυτό που μπορείτε να κάνετε είναι χαμαλοδουλειά αλλά χρειάζεται: να κρατάτε στον ώμο σας τον σωλήνα της μάνικας. Ένας ώμος ανά 7 – 10 μέτρα είναι μεγάλη βοήθεια. Όταν το νερό είναι υπό πίεση η μάνικα είναι ασήκωτη, και ο πυροσβέστης μπροστά χρειάζεται κάποιους να διευκολύνουν την κίνησή του. Μπροστά, πίσω, στο πλάι. Ο ένας συνάδελφός του / πλήρωμα δεν φτάνει ούτε για πλάκα.

Και μην ξεχνάτε: κανείς δεν θα σας πει «ευχαριστώ» απ’ την καρδιά του, εκτός απ’ αυτούς που κωλοχτυπιούνται για τις περιουσίες άλλων. Δεν πειράζει. Δεν υπάρχει θεός, αλλά δεν μας αρέσει και η επί γης κόλαση. Όχι της φωτιάς. Της ατομικής ιδιοκτησίας. Και γι’ αυτό δεν θα αφήσουμε τους ιδιοκτήτες να «σώσουν» τα ακίνητά τους σε βάρος του κοινού, κάνοντας τον κόσμο «οικιστικές συγκεντρώσεις»….)

(η φωτογραφία είναι απ’ την πορτογαλία…)

Απλήρωτη δουλειά

Σάββατο 5 Αυγούστου. Η πρόταση του κκε που έγινε νόμος (ψηφίστηκε και απ’ τους δεξιούς και από το πασοκ, πέρα απ’ τους φαιορόζ) όπου η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζόμενου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης, θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας και δίνει τη δυνατότητα στον εργαζόμενο να καταγγείλει τη σύμβαση και να λάβει τη νόμιμη αποζημείωση είναι (τυπικά) υπέρ μας. Δείχνει, όμως, ότι ΔΕΝ υπήρχε τέτοια νομική πρόβλεψη όταν ο άρειος πάγος έκρινε, πριν λίγο καιρό, ότι τα χρεωστούμια, από μόνα τους, δεν… κλπ. Δεν υπερασπιζόμαστε τους αρχιδικαστές, κοντράρουμε όμως την παραπληροφόρηση.

Σε ότι αφορά, τώρα, αυτόν τον καινούργιο νόμο: πρακτικά σημαίνει ότι μετά από “αξιόλογη καθυστέρηση πληρωμής” (θα πρέπει να προσδιοριστεί με χρονική ακρίβεια τι σημαίνει “αξιόλογη καθυστέρηση”…) ο εργαζόμενος μπορεί να πάει το αφεντικό στα δικαστήρια. Για τα χρωστούμια, συν την αποζημίωση. Ο.Κ. Εκεί θα συμβεί αυτό που συμβαίνει εδώ και 2 τουλάχιστον δεκαετίες: τα μεν δικαστήρια επιδικάζουν τις εργατικές απαιτήσεις, τα δε αφεντικά απλά δεν πληρώνουν. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να τους αναγκάζει να το κάνουν.

Αν οι “φίλοι της εργατικής τάξης” θέλουν να κάνουν κάτι με πρακτικές συνέπειες, ας νομοθετήσουν κάτι σαν αυτό: ότι το να μην πληρώνονται μετά από δικαστική απόφαση τα χρέη των αφεντικών απέναντι στους μισθωτούς συνιστά ποινικό αδίκημα, και έχει σαν ποινή φυλάκιση. Αυτός ο φόβος είναι ο μόνος που θα τους αναγκάσει να σταματήσουν το μελόδραμα “μωρέ δεν βγαίνω” και να πληρώνουν.

Τα υπόλοιπα, νομοθετικά ή μη, είναι λίγο πολύ δημοσιοσχεσίτικα…

Απλήρωτη δουλειά

Παρασκευή 7 Ιούλη. Πριν αρχίσουν να κυκλοφορούν «φίδια» (κάτι που έχει ξεκινήσει) πρέπει να σχολιάσουμε / αντιπληροφορήσουμε για μια πρόσφατη απόφαση του αρείου πάγου.

Η υπόθεση: ένας μηχανικός («μπλοκάκιας»…) που δούλευε για χρόνια σε κατασκευαστική σε διάφορα πόστα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν επί μήνες η εταιρεία σταμάτησε να τον πληρώνει. Έκανε στη συνέχεια μήνυση, για να πάρει τα δεδουλευμένα του, και όχι μόνο. Χάρη σε μια ευφυή κίνηση του δικηγόρου του (αυτό είναι δικιά μας εκτίμηση) ζήτησε απ’ τα δικαστήρια να θεωρηθεί η παραίτησή του «επιβεβελημένη» απ’ την απληρωσιά, ουσιαστικά να θεωρηθεί «απόλυση». Στη βάση αυτή ζητούσε και αποζημίωση.

Η συνηθισμένη πρακτική. Αυτή η νομική κίνηση, του να λογιστεί δηλαδή σαν απόλυση η παραίτηση λόγω χρεών του εργοδότη, στηρίχτηκε σε ένα ενδιαφέρον, μάλλον πρωτότυπο με τα ως τώρα (νομικά) δεδομένα, αλλά εύλογο επιχείρημα: ότι το να μην πληρώνει ένα αφεντικό τον εργαζόμενό του συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Αυτές οι τελευταίες λέξεις είναι ένας γνωστός όρος του εργατικού δικαίου, που δίνει δικαιώματα τους μισθωτούς όταν τα αφεντικά πάνε να χειροτερέψουν σε βάρος τους και ερήμην τους τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, όπως αυτές προβλέπονται από την σύμβαση της πρόσληψης. Τέτοιες βλαπτικές μεταβολές μπορεί να είναι η αλλαγή αντικειμένου εργασίας, οι αναγκαστικές υπερωρίες, η μονομερής μείωση του μισθού, οι προσβολές, κλπ.

Το να σε αφήνουν απλήρωτο θαυμάσια θα μπορούσε να θεωρηθεί «βλαπτική μεταβολή», με τα ανάλογα δικαιώματα (: την καταγγελία της σύμβασης εργασίας απ’ τον μισθωτό με απαίτηση αποζημίωσης πέρα απ’ τα οφειλόμενα). Είναι κάτι τέτοιο, επί της ουσίας! Ωστόσο στις πολλές δεκαετίες της μισθωτής σκλαβιάς (του γράφοντος), και παρότι βρέθηκε και στην κατάσταση του απλήρωτου, δεν είχε υπ’ όψη του τέτοια δυνατότητα. Η έλλειψη ενός τέτοιου νομικού προηγούμενου ήταν που έκανε την συγκεκριμένη κίνηση ενδιαφέρουσα και καινοτόμα.

Η συνηθισμένη πρακτική απ’ την μεριά της τάξης μας, σε περίπτωση συσσωρευμένων χρεών (μισθών, δώρων, επιδομάτων, κλπ) των εργοδοτών, είναι η επίσχεση εργασίας. Από νομική άποψη εύλογες είναι και οι μηνύσεις. Το πρόβλημα (που θα ίσχυε και στην περίπτωση του πιο πάνω εργαζόμενου) είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να επιβληθεί στους εργοδότες η πληρωμή των ποσών στα οποία καταδικάζονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Αν ένας αργοδότης αρνηθεί πρακτικά να πληρώσει (πράγμα συνηθισμένο) πρέπει να ξεκινήσει κάποιος μισθωτός διαδικασία κατάσχεσης σε βάρος του. Που είναι χρονοβόρα. Και, επιπλέον, χρειάζεται να έχει λεφτά: για να πληρώσει τον δικαστικό επιμελητή, τους μεταφορείς όσων κατασχεθούν, αποθήκη για να φυλαχτούν, κλπ. Γενικά μιλώντας τα αφεντικά, ακόμα κι όταν χάνουν τις δίκες για απλήρωτους μισθούς κλπ (πράγμα συνηθισμένο), κάνουν το κορόιδο…

Ξανά η υπόθεση, και η απόφαση. Παράδοξο ή όχι το εφετείο έκρινε στην συγκεκριμένη υπόθεση ότι πράγματι η μη πληρωμή μισθών είναι ένα είδος εκβιασμού ώστε ο εργαζόμενος να παραιτηθεί, και δέχτηκε να την θεωρήσει «απόλυση» επιδικάζοντας του αποζημίωση. Η εταιρεία προσέφυγε στον άρειο πάγο, που αυτός αποφάσισε ότι η μη πληρωμή μισθών κλπ δεν συνιστά (μόνη της) βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας· δηλαδή εργοδοτικό «εκβιασμό»· συνεπώς δεν θεωρείται εξώθηση σε παραίτηση και άρα «κρυμμένη» απόλυση, και δεν συνεπάγεται την καταβολή αποζημίωσης. Θα πρέπει να υπάρχουν (είπαν οι αρχιδικαστές) και επιπλέον στοιχεία που να δείχνουν ότι ο εργοδότης ήθελε να αναγκάσει έναν ή περισσότερους μισθωτούς σε παραίτηση, ώστε να γλυτώσει την αποζημίωση. Κατ’ ουσία άφησαν το ζήτημα “ανοικτό”, σε μελλοντικές δικαστικές αποφάσεις…

Αν είχε επαναληφθεί η απόφαση του εφετείου, αυτό θα ήταν πολύ σημαντικό για δεκάδες χιλιάδες μισθωτούς που δουλεύουν απλήρωτοι. Αλλά η αλήθεια είναι ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους δεν κάνει ούτε καν αυτό που τους επιτρέπει η εργατική νομοθεσία, δηλαδή επίσχεση εργασίας· ώστε να αναγκάσουν τους εργοδότες να πληρώσουν. Θα χρησιμοποιούσαν αυτό το καινούργιο, έξτρα όπλο;

Η τελική απόφαση του αρείου πάγου πράγματι ανακουφίζει τους εργοδότες, σε σχέση με την προηγούμενη, πολύ δυσμενέστερη σε βάρος τους, του εφετείου. Αλλά ας μην κοροϊδευόμαστε. Αυτή η ιστορία ήταν υπόθεση ενός μισθωτού (την σχέση «εξαρτημένης εργασίας» του «μπλοκάκια» μηχανικού την αναγνώρισαν όλα τα δικαστήρια, και ο άρειος πάγος) και την εξυπνάδας ενός δικηγόρου. Δεν ήταν κάποια συλλογική ενέργεια, και φυσικά δεν ήταν γνωστή· έγινε τώρα, στο τέλος.

Η απόφαση αυτή ΔΕΝ σημαίνει ότι «δεν τρέχει τίποτα» αν τα αφεντικά δεν πληρώνουν. Σημαίνει ότι «τρέχει» αυτό που έτρεχε ως τώρα: οι μέχρι τώρα νομικές δυνατότητες των μισθωτών. Όχι αμελητέες, και οπωσδήποτε άξιες να χρησιμοποιούνται.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος μοιραλατρείας. Χάθηκε κάτι σε μια μεμονωμένη περίπτωση, που μπορεί να κερδηθεί στο μέλλον, πιο συλλογικά και με δημόσια γνώση. Εν τω μεταξύ όμως θα πρέπει, ειδικά απέναντι σ’ αυτούς τους εκβιασμούς των αφεντικών, να κερδηθούν ξανά, στην πράξη, αυτά που η νομοθεσία προβλέπει ήδη. Γιατί αν συνεχίσουν να είναι στην αχρηστία (όπως τώρα) κάποτε θα ξηλωθούν…

Το τυπικό σύνταγμα (των ταξικών σχέσεων) θα πέσει στα βάθη του πραγματικού…
(Κι ας μην ακούσουμε τις γνωστές βλακείες περί “λεγκαλισμού”!)

Total comeback

Παρασκευή 7 Ιούλη. Έπρεπε να αποφυλακιστεί ο κυρ Άκης για να μάθουμε ότι ψηφίζει συ.ριζ.α.; Μήπως ψήφισε και «όχι» στο προπέρσινο δημοψήφισμα;

Δεν πρέπει να μένει κανείς στις εντυπώσεις. Πρέπει να βλέπει την ουσία: και ο κυρ Γιάννος, αύριο μεθαύριο, γιατί όχι; ψηφοφόρος του συ.ριζ.α. και υποστηρικτής της φαιορόζ κυβέρνησης μπορεί να δηλώσει.

Ή μπορεί να trollάρουν. Να θέλουν να καταστρέψουν αυτή την ροζ εκδοχή του πασοκ…

Οι μοναχοφάηδες!

Κουκουλώματα

Παρασκευή 30 Ιούνη. Τα σκουπίδια φαίνονται· είναι αυτά που φαίνονται σίγουρα, μυρίζουν (και κάνουν μερικές φορές κάποιο πάταγο: οι σακούλες που σκάνε απ’ τα μπαλκόνια). Τα σκουδιάρικα φαίνονται επίσης· κλείνουν και τον δρόμο, αν είναι στενός. Κανείς δεν θέλει να περιμένει στο δρόμο πίσω από ένα σκουδιάρικο.

Όμως αυτά που φαίνονται είναι τα λιγότερα. Για παράδειγμα: με «κάποιον τρόπο» η απεργία τέλειωσε. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί ότι υπάρχουν «άλλα επίπεδα», λιγότερο ορατά (ας πούμε: γραφεία, τηλέφωνα, διάδρομοι) που ορίζουν τις εξελίξεις. Έτσι, αν τολμήσει κανείς να φανταστεί τις λέξεις «εργατικός ανταγωνισμός» είναι καταγέλαστος. Αυτό είναι διασταύρωση πελατών και πολιτευτών / παρόχων· όχι ταξική πάλη…

Κι όμως: σ’ αυτές ακριβώς τις «υπόγειες», «αδιάκριτες», «μισομαφιόζικες» μεσολαβήσεις υπάγεται η εργασία. Στα μέρη μας. Όχι μόνο με την «τυπική» έννοια του έργου, του ωραρίου, του μισθού. Αλλά και σαν ιδεολογία, που υπερκαθορίζει τα προηγούμενα. Χάρη σ’ αυτές τις ακλόνητες μεσολαβήσεις έχει κατασκευαστεί η επίσης ακλόνητη ιδέα της «θέσης» εργασίας, και μάλιστα «προσωπικής». Μια ιδέα «ιδιοκτησίας της θέσης» (εργασίας), που είτε μορφοποιείται με την «μονιμότητα» είτε γίνεται αντικείμενο επιθυμίας (λόγω «προσωρινότητας»). Συνεπώς: αυτές οι ακλόνητες μεσολαβήσεις κατασκευάζουν, ανακατασκευάζουν, και διατηρούν ακμαίο τον μικροαστισμό του μισθωτού: πουλάει μεν την εργασιακή δύναμή του, από τυπική άποψη· είναι όμως, ταυτόχρονα, ιδιοκτήτης της «θέσης» (εργασίας). Και σαν τέτοιος απορρίπτει μετά βδελυγμίας την συναίσθηση ότι είναι εργάτης. (Αν δεν είναι ακόμα «ιδιοκτήτης της θέσης» εργασίας, σκοπεύει να γίνει το γρηγορότερο…).

Δεν τελειώνει εδώ η αλληλουχία. Αν η μισθωτή εργασία είναι (ή οφείλει να είναι) ιδιοκτησία θέσης· αν, δηλαδή, το μικροαστικό κοσμοείδωλο υπερκαθορίζει την εργατική πραγματικότητα, τότε και κάθε άλλη έκφραση του μικροαστισμού είναι «εργασιακά» δικαιολογημένη. Όπως: να κάνω μια δικά μου δουλειά· να θεσμίσω επίσημα, δηλαδή, την «ιδιοκτησία μιας θέσης» (εργασίας) – ελεύθερος επαγγελματίας. Κι ακόμα πιο πέρα: να «πετύχω», ώστε να κάνω προσλήψεις ανθρώπων που θα δουλεύουν για μένα αλλά δεν θα είναι εργάτες· θα είναι κι αυτοί ποτισμένοι απ’ τα μικροαστικά στερεότυπα. Δεν θα αποσπώ υπεραξία απ’ αυτούς, ούτε θα τους εκμεταλλεύομαι: θα τους παραδειγματίζω μάλλον μέσω της «επιτυχίας μου»… να «πετύχουν» κι αυτοί / ές, κάποτε. (Εννοείται ότι σαν τέτοιοι δεν έχουν δικά τους δίκαια· θα χαίρονται, απλά, απολαμβάνοντας την καλωσύνη μου και το πετυχημένο μου παράδειγμα.)

Ο πολιτικός προσοδισμός είναι ο γενικός κανόνας που έχει γεννήσει και δικαιολογεί τον πατερναλισμό. Συνδικαλιστικό, εργοδοτικό, κλπ. Αλλά επίσης ο προσοδισμός ανανεώνεται και συντηρείται απ’ τον πατερναλισμό. Ας πούμε βρίσκονται σε «συνεταιρική σχέση».

Χλαπάτσα, λοιπόν, δεν θα πάθουμε απ’ τα σκουπίδια. Σαν εργάτες υποφέρουμε από μια άλλη «μόλυνση», μόνιμη, βαθιά και χρόνια…

Σκουπιδιάρηδες

Πέμπτη 29 Ιούνη. Εντελώς mainstream οι «ερμηνείες»: οι συμβασιούχοι των δήμων έχουν δίκιο· οι συμβασιούχοι των δήμων έχουν άδικο.

Δυο λεπτά ολέθρια «κοινή γνώμη» με τις στερεοτυπικές και αλλοπρόσαλλες γνωματεύσεις σου… δύο λεπτά! Το ζήτημα «σκουπίδια» στο ελλαδιστάν είναι πολύ περισσότερα απ’ την εργασία. Είναι και κεφάλαιο. Είναι και εξουσίες. Και δεν είναι η πρώτη φορά που αυτή, η εργασία, επιστρατεύεται κυριολεκτικά στους λογαριασμούς των αφεντικών. Συνειδητά ή όχι.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι κανένας πατριώτης δεν μπορεί να κατηγορήσει τους γνωστούς (τον Σόιμπλε, την Μέρκελ, τον Τόμσεν, το δντ, το ευρώ) για το θέμα: είναι παμπάλαιο, «πρόβλημα» δεκαετιών! Κάτι είναι κι αυτό: επιστρατεύονται τα προ-μνημονιακά κλισέ. Κανείς δεν θα το αμφισβητούσε, και κανείς δεν το θυμάται: είναι ζήτημα αυθεντικά ελληνικό, ανατομία του κράτους, του παρακράτους, του κεφάλαιου, του κρατικού συνδικαλισμού· κι αυτής της ισχυρής συγκολλητικής ουσίας: του πολιτικού προσοδισμού.

Δεν θα το αναλύσουμε. Θα θυμίσουμε όμως ότι η «γραμμή» ξεκινάει απ’ τα μαζικά μικροαστικά ήθη του τι και πως «ξεφορτωνόμαστε τα σκουπίδια μας» (τις «βρώμικες εκροές» της καθημερινής ζωής μας) και φτάνει ως τις εργολαβίες των χωματερών. Εκεί που τα σκουπίδια (η μεταφορά τους, το θάψιμο, η επεξεργασία, κλπ) είναι κυριολεκτικά χρυσάφι.

Μέσα σ’ αυτό το σύμπαν τα γραφειοκρατικά συνδικάτα πράγματι θέτουν το ζήτημα της εργασίας… Πως όμως; Με τρόπο που να ταιριάζει στον πολιτικό προσοδισμό: Διορίζεις; Παίρνεις ψήφους. Ο κυρ Σκουρλέτης πάνω σ’ αυτό το μοτίβο έπαιξε, και τα έκανε σκατά. Αλλά ούτε οι εργάτες της καθαριότητας έχουν άλλο μοτίβο. Κι αυτοί στο ίδιο παίζουν. Και οι μεν εργατοπατέρες ξέρουν το γιατί. Οι απλοί, «ανώνυμοι» συμβασιούχοι είναι σίγουροι ότι αυτή η «μονιμότητα» που θα μπορούσε να τους υποσχεθεί οποιαδήποτε πολιτική βιτρίνα είναι στ’ αλήθεια τέτοια; Μ’ άλλα λόγια: η αντίληψή τους για τις εργασιακές σχέσεις είναι τα προσοδικά (αλλά και ξεθωριασμένα) ‘80s; Τόσα καταλαβαίνουν; Μετά από 7 ή 8 χρόνια διαχείρισης της κρίσης ελπίζουν σ’ αυτό που ήλπιζε η προηγούμενη γενιά; Ότι «κάποιος» θα τους βολέψει να «χωθούν κάπου» και, έτσι, θα την βγάλουν καθαρή; Τόσο έξυπνοι είναι;

Κι όμως: και αυτό το τμήμα της σύγχρονης εργατικής τάξης στην ελλάδα μέχρι εκεί σκέφτεται! Να την χωθεί κάπου σήμερα «υπό την αιγίδα του δημοσίου»… και αύριο βλέπουμε. Αυτό λέγεται καιροσκοπισμός. Και θα περίμενε κανείς ότι η πιο πρόσφατη 7ετία να ήταν διδακτική για την συντριβή που προκαλεί… Αλλά όχι.

Οπότε; Πρέπει να αποφανθούμε για το αν θα πρέπει να έχουν όλοι και όλες μια αξιοπρεπή δουλειά πληρωμένη κατ’ ελάχιστο σύμφωνα με τις σύγχρονες βασικές ανάγκες μας; Το έχουμε κάνει: 30 ώρες βασικός χρόνος εβδομαδιαίας εργασίας / 900 ευρώ καθαρός κατώτατος μισθός…. Χωρίς «χώσιμο» και «τακτοποίηση» με την εγγύηση των μεν ή των δε πολιτικών βιτρινών. Μόνο με την εγγύηση του ταξικού ανταγωνισμού! Φτάνει και περισσεύει· όταν υπάρχει!

Γιατί οι τωρινοί συμβασιούχοι των δήμων (αύριο οι περισσότεροι πάλι άνεργοι) δεν σκέφτονται σαν εργατική τάξη; Είναι απλό: επειδή σκέφτονται σαν «πελάτες» της μίας ή της άλλης κυβέρνησης, της μιας ή της άλλης εξουσίας.

Κάτι άλλο; Υπάρχει κάτι άλλο;