Δευτέρα 28 Απρίλη (00.31) >> Είναι ένα σοβαρό θέμα για το οποίο θα θέλαμε να γράψουμε αναλυτικά. Δυστυχώς … δεν προλαβαίνουμε. Οπότε εδώ μόνο δυο τρεις βασικές (και θεωρούμε: κρίσιμες και χρήσιμες) παρατηρήσεις.
Το να έχει ο καθένας ένα-κεραμίδι-πάνω-απ’-το-κεφάλι-του, όχι υποχρεωτικά ιδιόκτητο, δεν είναι απλά δικαίωμα. Είναι βασικό δικαίωμα: ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία βασικών αναγκών που ξεπερνούν κατά πολύ πολιτισμικές κατασκευές, πολιτικά και οικονομικά συστήματα, κοινωνικές ιδεολογίες.
Απ’ την άλλη μεριά το νοίκι-για-το-σπίτι έχει ένα διαφορετικό όνομα. Λέγεται πρόσοδος. Πιο συγκεκριμένα: γεωπρόσοδος. Που σημαίνει: απόσπαση οφέλους απ’ την εκμετάλλευση της γης (της urban γης εν προκειμένω). Στις γεωπροσόδους περιλαμβάνονται και τα έσοδα απ’ την ενοικίαση αγροτικής γης, δασών, ορυχείων, λιμανιών, κλπ.
Απ’ την εποχή των πρώτων γνωστών οικονομολόγων / αναλυτών του καπιταλισμού, απ’ τον καιρό του Ricardo αν θέλετε, η μορφή εσόδων που λέγεται νοίκι (: πρόσοδοι…) και η μορφή εσόδων που λέγεται τόκος (: δάνεια, χρηματιστήρια, κλπ) θεωρήθηκαν – και σωστά – από εμπόδια έως φρένα στην ορθολογική καπιταλιστική «ανάπτυξη», και στην κερδοφορία μέσω της παραγωγής (μέσω της άμεσης εκμετάλλευσης της εργασίας). Υπάρχουν απλά παραδείγματα για να το καταλάβει αυτό όποιος θέλει, δεν θα τα αναφέρουμε εδώ.
Το σημαντικό είναι πως το-κεραμίδι-πάνω-απ’-το-κεφάλι ως βασικό ανθρώπινο δικαίωμα (και ακόμα περισσότερο: ως βασικό εργατικό δικαίωμα) είναι ευθέως αντίπαλο με τον προσοδισμό ως «δικαίωμα»! Δεν είναι δυνατό αυτά τα δύο να συνυπάρχουν ομαλά και ήρεμα. Το επιχείρημα του ιδιοκτήτη «δικό μου είναι το σπίτι, το νοικιάζω όσο θέλω» είναι ολοφάνερα αντικοινωνικό, χωρίς δεύτερη ανάλυση. Όπως ευθέως αντικοινωνικό θα ήταν το επιχείρημα ενός ιδιοκτήτη αλευρόμυλου ότι «δικό μου είναι το αλεύρι, το πουλάω όσο θέλω». Ή το επιχείρημα ενός ιδιοκτήτη φούρνου ότι «δικό μου είναι το ψωμί, το πουλάω όσο θέλω»: αναφερόμαστε πάντα σε βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, σε βασικές ανθρώπινες (: εργατικές) ανάγκες. Για να το πούμε διαφορετικά: αν ο προσοδισμός (του ιδιοκτήτη ενός σπιτιού για παράδειγμα) θεωρείται «δικαίωμα», τότε ο μαυραγοριτισμός θα πρέπει να αναχθεί σε …αρετή!!
Η ουσιαστική και αποτελεσματική διεκδίκηση του δικαιώματος-στο-κεραμίδι ΔΕΝ μπορεί να γίνει λοιπόν αφήνοντας ανοικτό κι ελεύθερο το «δικαίωμα στον προσοδισμό» (και στον μαυραγοριτισμό). Αυτό το ξέρουν καλά τα αφεντικά των καπιταλιστικών κρατών∙ ή, πιο σωστά, τα αφεντικά των σχετικά ορθολογικών καπιταλιστικών κρατών. Το ενοικιοστάσιο, ο (κρατικός / νομοθετικός) προσδιορισμός του «εύλογου» ανώτατου ενοικίου για κάθε σπίτι (ανάλογα με τα τετραγωνικά, την κατάσταση και την θέση του), δεν είναι ούτε άγνωστο, ούτε … κομμουνιστική απαλλοτρίωση των «δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη»!!! Είναι μάλλον καπιταλιστικός ορθολογισμός: να μην γίνεται δυσθεώρητο εκείνο που λέγεται «κόστος της εργατικής αναπαραγωγής», να μην γίνεται κανόνας το «δίνω το 50% ή το 60% του μισθού μου στο νοίκι». Για προφανείς λόγους.
Αυτά βέβαια δεν ισχύουν στο ελλαδιστάν (εκτός από μια μικρή περίοδο στις αρχές της δεκαετίας του ’80…). Και δεν ισχύουν στο ελλαδιστάν επειδή ο προσοδισμός είναι ο πυρήνας της εθνικής ιδεολογίας!!! Πρόσοδοι απ’ την έγγεια ιδιοκτησία, πολιτικές πρόσοδοι, γεωπολιτικές πρόσοδοι (: «εξωτερική πολιτική») κλπ. Και, φυσικά, υπάρχει ενότητα στην κατά τα άλλα χυδαία επιλογή του ελληνικού κράτους (δια την κυβερνήσεων του) να ορίζει τον βασικό μισθό όσο χαμηλά γίνεται για χάρη των αφεντικών (φταίει ο παλιοαλγόριθμος!), και ταυτόχρονα να αφήνει το νοίκι, αυτό το ουσιαστικό έξοδο του βασικού μισθού, στις προς τα πάνω ορέξεις του urban (γεω)προσοδισμού.
Η επιδείνωση αυτής της κατάστασης τα τελευταία χρόνια οφείλεται σε κάτι που δεν ομολογείται. Ιστορικά, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο κτίστηκαν οι ελληνικές πόλεις (και οπωσδήποτε η Αθήνα) ΔΕΝ υπήρχε μεγάλη έγγεια urban ιδιοκτησία, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Μ’ άλλα λόγια η ιδιοκτησία των σπιτιών ήταν γενικά «μικρή» και διάσπαρτη∙ έτσι ώστε η πρόσοδος (το νοίκι) να προσδιορίζεται με εντελώς υποκειμενικά κριτήρια∙ ακόμα και χάρη στην προσωπική συμπάθεια του όποιου ιδιοκτήτη προς τον μελλοντικό ενοικιαστή. (Αυτά ίσχυαν εννοείται με την εξαίρεση των μικρών διαμερισμάτων γύρω από πανεπιστημιακά campus: εκεί υπήρχε εξασφαλισμένη και απρόσωπη ζήτηση…)
Εκείνο που άλλαξε τα τελευταία χρόνια ήταν η συγκέντρωση της διαχείρισης των urban ακινήτων / «μικρών» ιδιοκτησιών. Η εξάπλωση της μεσιτείας. Οι μεσίτες έγιναν έτσι διαχειριστές «μεγάλων ποσοτήτων» ακινήτων, χωρίς να είναι ιδιοκτήτες τους: κάτι σαν τους ceo επιχειρήσεων (που δεν είναι οι πραγματικοί ιδιοκτήτες τους).
Οι μεσίτες, ως διαχειριστές, έχουν κάθε συμφέρον αλλά και δυνατότητα να κρατούν τις προσόδους (τα νοίκια) όσο πιο ψηλά μπορούν: πληρώνονται με βάση αυτά τα ψηλά νοίκια. Η δυνατότητά τους, που δεν είχαν οι «μικροί» ιδιοκτήτες, είναι ότι μπορούν να κρατούν τα περισσότερα σπίτια που έχουν στις λίστες τους κλειστά (διαχειριστικό lock down λέγεται αυτό!) προκαλώντας τεχνητά όξυνση της έλλειψης: αρκεί να νοικιάζουν 2 ή 3 κάθε μήνα (απ’ τα 100 ή παραπάνω που διαχειρίζονται) για να γεμίζουν τους λογαριασμούς τους… Δεν βιάζονται. Μπορούν να εκβιάζουν.
Τι προκάλεσε / διευκόλυνε αυτήν την αντικοινωνική συγκέντρωση της διαχείρισης; Τα airbnb είναι οπωσδήποτε σημαντικός παράγοντας: λεφτά απ’ τον αέρα, κυριολεκτικά. Όχι όμως ο μοναδικός. Πολλοί, ίσως η μεγάλη πλειονότητα των «μικρών» ιδιοκτητών, «μυρίστηκαν» (χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς τον τρόπο) ότι η μεσιτεία ανεβάζει την πρόσοδο (το νοίκι)∙ κι έτσι, αντί για την γειτόνισσα ή το κοντινό ψιλικατζίδικο το κλειδί για τους πιθανούς ενοικιαστές το έχει ο μεσίτης (αμειβόμενος φυσικά). Τα ενοικιαστήρια εξαφανίστηκαν απ’ τις γειτονιές, και μεταφέρθηκαν σε ιντερνετικές λίστες όπου είναι εύκολο να καταγράφονται τα «κλικ» και, άρα, προκαταβολικά η ζήτηση… Επιπλέον, μέσα σε συνθήκες τεχνητής σπανιότητας / έλλειψης, η μικρή διάρκεια των συμβολαίων στέγασης εξόπλισε ακόμα περισσότερο ακόμα και τον πιο «μικρό» ιδιοκτήτη. Ο φόρος ακινήτου (ενφια) μετακυλίστηκε αθόρυβα στους ενοικιαστές. Και εν τέλει ο κρατικά οργανωμένος προσοδισμός / ξέπλυμα της «χρυσής βίζας» είχε την δική του συμβολή.
Αυτά λέγονται «ομαλή λειτουργία της αγοράς», και θεωρούνται άγια. Απ’ αυτή τη σκοπιά τα βασικά δικαιώματα θεωρούνται ανίερο πρόβλημα και εμπόδιο… Το πονόψυχο γκουβέρνο επιδοτεί τώρα τ’ αφεντικά αυτής της αγοράς (ιδιοκτήτες και μεσίτες) «κάνοντας δώρο ένα νοίκι» (τα φαινόμενα απατούν: το δώρο δεν είναι προς τον ενοικιαστή αλλά μέσω του ενοικιαστή!!), όπως ανάλογα προωθεί συγκεκριμένα τμήματα της κατανάλωσης (ελέγχοντας τις συμπεριφορές…) δίνοντας το μισό των γλισχρών επιδομάτων σε «προπληρωμένες κάρτες»…
Αυτές (και κάποιες ακόμα: για παράδειγμα τα ακριβά νοίκια είναι πέρα απ’ τα υπόλοιπα και μια σαφής πίεση προς την αγορά στέγης μέσω δανείων∙ άρα υπέρ των τραπεζών…) είναι οι ουσιαστικές παράμετροι του «στεγαστικού προβλήματος» τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι ούτε «μυστηριώδες» ούτε άλυτο. Δεν μπορεί όμως να λυθεί χωρίς σύγκρουση∙ σύγκρουση με τα «ιερά και όσια της φυλής»! Υπάρχει κοινωνικό / εργατικό υποκείμενο που να θέλει και να μπορεί να οργανωθεί μαζικά και αποφασιστικά ώστε να δρομολογήσει την τέτοια υπεράσπιση αυτού του βασικού δικαίωματος; Δεν το ξέρουμε.
Αλλά οι ευχές και οι προσευχές είναι … για τα θαύματα. Κατά τα άλλα οι κρατικές ελεημοσύνες έχουν κι αυτές το όνομά τους. Πατερναλισμός λέγονται… Και είναι μια μορφή προσόδου: πολιτικής. (: Ψηφουλάκια…)