Φαιορόζ 3: οικογενειακές υποθέσεις…

Κυριακή 3 Μάρτη. Το να εμφανίζονται διάφορα βαριά πεπόνια της περιμέτρου της πολιτικής σκηνής για να πουν “καλούμε τον συριζα τώρα απαλλαγμένο από την παράταιρη συμμαχία με τους ανελ να…” κλπ κλπ είναι η συνέχεια της φάρσας της διαχείρισης της κρίσης με επιπλέον μέσα. Εννοούν ότι η φαιορόζ κυβερνοσχέση ήταν one night stand· και ότι «τώρα που τον/την ξεφορτώθηκες» (ω π.ε.τ.!) μπορεί η «οικογένεια» να ξαναγίνει τέτοια…

Η αντίληψη της καθεστωτικής «πολιτικής» σαν family affair ταιριάζει άψογα στην εξέλιξη που είχε το μοντέλο του πολιτικού προσοδισμού στη διάρκεια των σχεδόν 10 χρόνων της διαχείρισης της κρίσης α λα ελληνικά: έγινε ακόμα πιο σκληροπυρηνικός (επειδή περιορίστηκαν οι πρόσοδοι), πιο σφικτός, πιο παρακρατικός. Τα βαριά πεπόνια, άθελά τους, επιβεβαιώνουν αυτήν την εξέλιξη, εννοώντας τις «κυβερνοσυνεργασίες» σαν χειρισμούς μέσα σε φαμίλια· ή ανάμεσα σε φαμίλιες.

Φυσικά το ρεφραίν είναι πάντα «προγραμματικές συγκλίσεις». Εκεί που αυτά συμβαίνουν, π.χ. στην γερμανική πολιτική σκηνή (ακριβώς επειδή τόσο το γερμανικό κράτος όσο και το γερμανικό κεφάλαιο έχουν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά) οι «προγραμματικές συγκλίσεις» γίνονται μέσω διαπραγματεύσεων που κρατούν μήνες, και παρουσιάζονται αναλυτικά και δημόσια.

Εδώ τα πραγματικά αφεντικά δεν χρειάζεται να δίνουν λογαριασμό. Άσχετα, λοιπόν, απ’ το ποιούς νομίζει ο λαός ότι εκλέγει, ένα είναι σίγουρο: δεν θα μάθει ποτέ πως οι φαμίλιες του ελληνικού κράτους / παρακράτους / κεφάλαιου τακτοποιούν τους λογαριασμούς τους…

Θα τρέφεται (και θα χορταίνει), απλά, απ’ τον πατερναλισμό τους….

(φωτογραφία: Το τεύχος νο 10 του τότε σκληρά φιλορόζ περιοδικού unfollow, Οκτώβρης 2012. Συνέντευξη του ψεκασμένου, υπό τον τίτλο όλοι κομμουνιστές είμαστε.

Ή η ανάδυση του διατεταγμένου συνοικέσιου, για να γίνει και το σχετικό «μασάζ» τους οπαδούς…)

Πως, λοιπόν, αυτό είναι ακόμα δυνατό;

Πέμπτη 28 Φλεβάρη. Ο δάσκαλος Walter Benjamin προειδοποίησε: μια τέτοια ερώτηση είναι βαθιά ανιστόρητη. Είχε δίκιο. Αλλά οι ανιστόρητες ερωτήσεις έχουν ένα βαθιά μυωπικό υπόβαθρο: μπουκωμένος ο καθένας από βεβαιότητες και συνήθειες δεν μπορεί να διακρίνει τι είναι τι. Ακόμα δυσκολότερα αν τα χαρακτηριστικά των γεγονότων είναι κάπως θολά.

Ωστόσο σ’ έναν κόσμο “μεταβατικό” (κι αυτό δεν συμβαίνει πρώτη φορά), κι ακόμα περισσότερο σ’ έναν κόσμο πληθωρικών εντυπώσεων (αυτό, με τον τρόπο που συμβαίνει είναι καινούργιο!) η ανομολόγητη θολούρα των περιστάσεων και η ακόμα πιο ανομολόγητη θολούρα των εντυπώσεων για αυτές τις περιστάσεις, κατασκευάζονται συστηματικά. Δεν είναι καθόλου ντροπή να ξέρεις ότι δεν ξέρεις. Ντροπή και ξεφτίλα είναι είσαι κατηγορηματικός ότι ξέρεις, μόνο και μόνο επειδή εισέπραξες διαγώνια και βιαστικά την λάμψη κάποιας παλαιο- ή νεο-μηντιακής εντύπωσης.

Η εργατική κριτική πίσω απ’ την ασταμάτητη μηχανή (αντιφασιστική όπως και άλλα αντι-, χωρίς όμως παζάρια και συμβιβασμούς για χάρη της ρηχότητας, της “συγκυρίας” και των public relations) παρακολουθεί εδώ και 40 χρόνια το ζήτημα / ερώτημα της «αναβίωσης» των φασιστο/ρατσιστικών ιδεών και πρακτικών. Στα μέρη μας και διεθνώς. Είναι δυνατόν ακόμα; Ναι!

Η δική μας εργατική κριτική δεν απορούσε. Ούτε απορεί. Δεν παραμυθιάζεται με την “αθωώτητα” του πόπολου. Ούτε έχει βρει έστω και έναν που να “παρασύρθηκε” στο νεο-νεοφασισμό, παρά την θέλησή του! Ήταν και είναι σίγουρη ότι αυτές οι ιδέες και πρακτικές τρέφονται συστηματικά από κρατικούς / παρακρατικούς μηχανισμούς· οι αποδείξεις είναι περισσότερες από αρκετές. Πάντα υπάρχει η προσήλωση στην εξουσία πίσω απ’ αυτές τις ιδέες και πρακτικές. Στην εξουσία συγκεκριμένα, στην εξουσία σαν ιδεώδες.

Συνεπώς το ερώτημα του νεο-νεοφασισμού (τι εξυπηρετεί) δεν απαντιέται μόνο με την ανάδειξη της πρωτοκοσμικής μικροαστικής σαπίλας. Η ανάδειξη αυτής της σαπίλας δείχνει τα «υποκειμενικά χαρακτηριστικά» του νεο-νεοφασισμού – και η αποκάλυψή της είναι απαραίτητη. Όμως αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά θα ήταν ιδιωτικές υποθέσεις αν δεν πριμοδοτούνταν από κρατικές / καπιταλιστικές αναγκαιότητες και συμφέροντα. Για να το πούμε διαφορετικά: ο φασισμός “απ’ τα κάτω” θα έμενε λουφαγμένος αν δεν τον επιστράτευε ο φασισμός “απ’ τα πάνω”. Οπότε, το ερώτημα του νεο-νεοφασισμού, απαιτεί απαντήσεις που να αφορούν και το σύμπλεγμα κράτους / κεφάλαιου, στην ιστορική φάση (πρώτα) της 3ης και μετά της τωρινής 4ης «βιομηχανικής επανάστασης».

Ακριβώς γι αυτό είναι ακόμα δυνατό το νεο-νεοφασιστικό φαινόμενο: επειδή είναι κατευθείαν παράγωγο των καπιταλιστικών αναγκαιοτήτων. Όμως η απάντηση αυτή είναι τόσο γενική ώστε είναι πρακτικά άχρηστη.

Τότε, στις αρχές των ‘90s…

Πέμπτη 28 Φλεβάρη. Δυστυχώς, οι μάρτυρες που θα επιβεβαιώσουν την ακρίβεια των πιο κάτω είναι ελάχιστοι. Ελάχιστοι ήταν που το πρόσεξαν (το επέβαλαν, τότε, οι απόψεις και οι πρακτικές τους) και άρα το θυμούνται… Έστω.

Ενώ δεν είχε κατακαθήσει ακόμα η σκόνη απ’ την κατάρρευση του «ανατολικού μπλοκ», κάποιοι ειδικοί των αφεντικών, υψηλού επιπέδου υποθέτουμε, αντάλλαξαν απόψεις και τεκμήρια σε σχέση με το ποιοι θα ήταν οι κίνδυνοι και από που θα ήταν δυνατόν να προέλθουν οι απειλές (απέναντι στον νικηφόρο δυτικό καπιταλισμό) μετά την εξάλειψη της ε.σ.σ.δ. και άρα των τακτικών και στρατηγικών επιρροών της. Για μια σύντομη μονάδα ιστορικού χρόνου το συμπέρασμά τους έγινε γνωστό (τουλάχιστον σ’ εμάς). Ήταν κάπως έτσι:

… Ναι μεν η ε.σ.σ.δ. κατέρρευσε αλλά είχαμε [σαν αφεντικά] ήδη αναπτυγμένο στη δύση έναν άλλον κίνδυνο: εκείνα τα κοινωνικοπολιτικά ρεύματα, οργανώσεις και κινήματα, που ήταν ταυτόχρονα αντι-εσσδ και αντικαπιταλιστικά… Οι ειδικοί εκείνοι έγιναν αρκετά συγκεκριμένοι: … Δηλαδή τους οπαδούς της Λούξεμπουργκ… Και τους αναρχικούς… Πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε γρήγορα είπαν εκείνοι οι ειδικοί αφού, μετά την κατάρρευση της εσσδ, αυτοί δικαιώνονται στην κριτική τους και θα έχουν όλο το περιθώριο να μαζικοποιηθούν, σαν ανάλυση και σαν πράξη, συγκεντρώνοντας και τους απαγοητευμένους λόγω της κατάρρευσης…

Αυτά έγιναν στις πολύ αρχές των ‘90s. Και είχαν μια βάση: την κινηματική ιστορία των ‘70s και των ‘80s. Δεν ήταν όλα καλά εκείνες τις epic εποχές. Καθόλου!!! Όμως το ξαφνικό σταυροδρόμι της Ιστορίας, όπως αυτό έμοιαζε να ανοίγει εκεί, στις πολύ αρχές των ‘90s, που συμπεριελάμβανε το γεγονός ότι αρκετοί διαφωνούντες και αιρετικοί των ανατολικών καθεστώτων δεν ήταν δεξιοί και θρησκόληπτοι αλλά μάλλον (αυτό που στη Δύση θα χαρακτηριζόταν) ακροαριστεροί, όντως δημιουργούσε στην αυγή της νίκης του νεοφιλελευθερισμού, ένα ανταγωνιστικό ενδεχόμενο. Μια πιθανή καινούργια δυσκολία στα ‘90s, για την οποία δεν υπήρχε η ευκολία (για να αντιμετωπιστεί) του «μητρικού κράτους» (της Μόσχας) – άρα και το υπονοούμενο της «έμμισθης προδοσίας».

Έκαναν πολλά τα νικηφόρα αφεντικά για να αντιμετωπίσουν έγκαιρα ένα τέτοιο επικίνδυνο ενδεχόμενο – το αναγνωρίζουμε, επειδή το παρακολουθούσαμε τότε σε πραγματικό χρόνο. Ένα απ’ αυτά ήταν ο «εκδημοκρατισμός» του νατοϊκού σχεδίου stay behind. Μ’ άλλα λόγια: η συστηματική πριμοδότηση των νεο-νεοφασιστών. Πριμοδότηση με όρους “κοινωνικού φαινομένου” (αντί για συμμορίες, όπως ήταν στα ένδοξα χρόνια του stay behind). (Τώρα, καθόλου τυχαία, σε ένα καινούργιο update, έχουν βαφτιστεί αντισυστημικοί…)

Αυτή ήταν η πρώτη σαφής (για εμάς) “αναγκαιότητα” του νεο-νεοφασισμού, σαν αποπαιδιού του ηγεμονικού τότε νεο-φιλελευθερισμού: η προέκταση ενός σχεδιασμού αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου (εντός ή εκτός εισαγωγικών) σε νέα δεδομένα· ενός κινδύνου χωρίς Μόσχα, χωρίς Σύμφωνο της Βαρσοβίας, χωρίς Κομιντέρν, αλλά με ισχυρές αναφορές σε “ηττημένα” ως τότε ρεύματα του εργατικού διεθνισμού, του 19ου και του 20ου αιώνα…

…και στη συνέχεια…

Πέμπτη 28 Φλεβάρη. Ο πόλεμος στους «ξένους» (μετανάστες), βασικό στοιχείο του πολέμου στην πολυεθνικότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης και, κατά συνέπεια, βασικό στοιχείο του αμείλικτου πολέμου στην πολιτική, αισθητική, ηθική και πολιτιστική αυτονομία της εργατικής τάξης ήταν αναγκαίο και ικανό ζητούμενο της πριμοδότησης των νεο-νεοφασιστών. Όχι το μοναδικό στοιχείο εκείνης της επίθεσης. Ένα ανάμεσα σε άλλα… Βασικό.

Ωστόσο, μ’ όλη του την φρικαλεότητα, αυτό το απαιτούμενο ήταν ένα μέρος μόνο της τότε (και ως πριν μια δεκαετία) νικηφόρας νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Οι νεο-νεοφασίστες ήταν, απλά, (αλλά καθόλου ανώδυνα) ο βραχίονας της δημόσιας τάξης του γενικότερου νεοφιλελεύθερου project. Ούτε κάτι λιγότερο· αλλά ούτε κάτι περισσότερο. Της “ασφάλειας”, της “προστασίας”…

Υπάρχει κάποια καινούργια εξέλιξη; Ναι – υποστηρίζει η εργατική κριτική μας. Η ανάδυση, μέσα απ’ την διαχείριση της κρίσης (διαχείριση μιας κρίσης / αναδιάρθρωσης δομικής για την καπιταλιστική εξέλιξη) την τελευταία δεκαετία ενός διαφορετικού καπιταλιστικού μοντέλου διεύθυνσης. Το ονομάζουμε νεο-κρατισμό – και αναλαμβάνουμε την ευθύνη να το αναλύσουμε όσο πιο σύντομα τα καταφέρουμε.

Η ανάδυση του νεο-κρατισμού δεν είναι μυστική! Μπορεί κανείς να την δει στους διεθνείς συσχετισμούς, στη (σχετική) καπιταλιστική επιτυχία καθεστώτων σαν το κινεζικό, το ρωσικό, το τουρκικό ή το ιρανικό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο νεο-κρατισμός εμφανίζεται σαν ένα υβρίδιο της ατσάλινης κεντρικής (κρατικής) πολιτικής διεύθυνσης και της ελευθερίας της κατανάλωσης – μ’ όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, από κράτος σε κράτος και από κοινωνία σε κοινωνία.

Όμως – κι αυτό είναι το πιο σημαντικό – η ανάδυση του νεο-κρατισμού είναι εμφανής πια και στην κοιτίδα του νεοφιλελευθερισμού: στα δυτικά καθεστώτα. Στις παρακμιακές ηπα, αλλά και στην ευρώπη: σε ότι αφορά την «προστασία» των «εθνικών (ή «περιφερειακών») πρωταθλητών» για παράδειγμα… Ή τις διάφορες παραλλαγές του «προστατευτισμού»…

Μέσα σ’ αυτήν την ανάδυση του νεο-κρατισμού (σε περιβάλλον όξυνσης του παγκόσμιου ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού) ο νεο-νεοφασισμός τείνει να γίνει περισσότερα από βραχίονας της δημόσιας τάξης. Τείνει να γίνει το περίγραμμα ενός γενικού σχεδίου διακυβέρνησης (ή «βιο-πολιτικής» αν το προτιμάτε) που αφενός ξεπερνάει τις διακρίσεις του 20ου αιώνα μεταξύ «δεξιάς» και «αριστεράς» (ένα ξεπέρασμα που, ωστόσο, κατάγεται ήδη απ’ τα ‘90s – με άλλη ευκαιρία οι εξηγήσεις και τα στοιχεία που έχουμε…), αφετέρου ενσωματώνει βασικά δεδομένα και αναγκαιότητες τόσο της 3ης όσο και (πια) της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο. Δεν είναι εδώ το μέρος για «κατεβατά»… Τεντώστε την προσοχή σας ωστόσο. Ακόμα και αποσπασματικά θα τα λέμε…

Δόγματα και απελπισίες

Τρίτη 26 Φλεβάρη. Τον καιρό της ευδαιμονίας (ας πούμε απ’ το δεύτερο μισό των ‘90s ως το πρώτο μισό των ‘00s) το δημοφιλές δόγμα ήταν: αν χρωστάς στην τράπεζα 20 χιλιάρικα έχεις πρόβλημα· αν χρωστάς 20 εκατομύρια το πρόβλημα το έχει η τράπεζα… Ακόμα και στατιστικά αν το σκεφτεί κανείς, εκείνοι που θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσουν πρόβλημα στις τράπεζες με τα πανύψηλα χρέη τους θα ήταν πάντα πάρα πολύ λιγότεροι απ’ τους άλλους, εκείνους δηλαδή που θα είχαν σοβαρό πρόβλημα αν σταματούσαν να πληρώνουν τις δόσεις τους.

Ωστόσο το δόγμα ήταν δημοφιλέστατο, τόσο πολύ ώστε να μαρτυράει κάτι: όπως σε όλα τους οι ντόπιοι μικροαστοί έχουν (είχαν) την ελπίδα (και σε εποχές ευδαιμονίας την βεβαιότητα) ότι θα ανέβουν ψηλά, έτσι γινόταν και με τα δάνειά τους. Οι δανειστές των 20 ή των 50 χιλιάδων (για στεγαστικά, καταναλωτικά, κλπ) φαντασιώνονταν ότι θα καταφέρουν να αυξήσουν τόσο πολύ τα χρέη τους, ώστε να απελευθερωθούν απ’ αυτά εκτοξευόμενοι στη στρατόσφαιρα των εκατομμυρίων. Άγνωστο πόσοι το προσπάθησαν και το κατάφεραν. Η μεγάλη μάζα έμεινε, σίγουρα, στη βάση εκτόξευσης του «αν χρωστάς σχετικά λίγα έχεις πρόβλημα».

Τα πρώτα χρόνια της κρίσης και της διαχείρισής της α λα ελληνικά κάναμε περισσότερα απ’ όσα μπορούσαμε για να ενημερώσουμε για την άποψή μας: ότι το υψηλό «δημόσιο χρέος» ήταν, τελικά, δευτερογενές – και ότι το πραγματικό σοβαρό πρόβλημα του ελληνικού καπιταλισμού ήταν η χρεωκοπία των ντόπιων τραπεζών. Όπως, άλλωστε, ίσχυε για όλο τον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο – ευρώπη και βόρεια αμερική σίγουρα. Για την σωτηρία των οποίων (εντόπιων τραπεζών) το ελληνικό κράτος αύξησε τόσο πολύ το χρέος του, ώστε να γίνει διεθνές βούκινο…

Για λόγους που τους αναλύσαμε και τους μάθαμε στην εξέλιξη των χρόνων, η «λαϊκή μάζα», δηλαδή η μικροαστική πλειοψηφία που είχε ή θα είχε σύντομα πρόβλημα με τα χρέη της στην τράπεζα, ακολούθησε το κρατικό / παρακρατικό δάκτυλο, που έδειχνε το «δημόσιο χρέος»…. Το βάφτισε «ανύπαρκτο», το βάφτισε «επονείδιστο», «ακόλαστο» ή όπως αλλιώς – σκατά καταλάβαινε ακόμα και σε σχέση μ’ αυτό!! Το βασικό όμως είναι ότι η «λαϊκή μάζα» πέρασε πολλά (και κρίσιμα από πολιτική άποψη) χρόνια βρίζοντας την Μέρκελ και τον Σόιμπλε, με τον πιο εθνικιστικό τρόπο που θα ήταν δυνατόν. Που σημαίνει: στο όνομα της εθνικής ενότητας, είτε το είχαν συναίσθηση είτε όχι, εκείνοι που είχαν ή θα είχαν σύντομα πρόβλημα με τα δάνειά τους, έβγαλαν τις τράπεζες (και την ιδεολογική λειτουργία του χρηματοπιστωτισμού) έξω απ’ τον λογαριασμό. Η μάζα αυτή πεθύμησε την φυλάκιση πολιτικών… Οι Προβόπουλοι, οι Σάλλες και όλοι οι παρόμοιοι ήταν έξω απ’ τα ραντάρ της. Τέτοιο χατήρι στους βαθυκρατικούς χρυσοδάκτυλους του ντόπιου χρηματοπιστωτισμού δεν θα μπορούσε να το φανταστεί κανένας ισλανδός!

Τα χρόνια της διαχείρισης της κρίσης πέρασαν. Οι πολιτικές βιτρίνες ισχυρίζονται ότι το ζήτημα του «δημόσιου χρέους» διευθετήθηκε (πράγμα που είναι μια αλήθεια εντελώς προσωρινή). Οι τράπεζες όμως; Αυτές που δεν είχαν κανένα πρόβλημα το 2009, το 2010, το 2011 – όπως ήθελε η «λαϊκή μούσα» (της εθελοδουλείας); Περίεργο πράγμα: οι χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί που ΔΕΝ είχαν πρόβλημα… εξακολουθούν να έχουν!!! (Μόνο κάτι περιθωριακοί σαν εμάς το έδειχναν, σαν πολιτικό ζήτημα, έγκαιρα – τι κρίμα!).

Και όχι μόνο έχουν πρόβλημα αλλά για να το λύσουν, πρέπει να μεταφέρουν μεγάλα μέρη του προβλήματος στους οφειλέτες: “κόκκινα” δάνεια, φανάρια – μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά... Να τα μεταφέρουν σ’ αυτούς για τους οποίους ήδη απ’ την εποχή της ευδαιμονίας ήταν γνωστό ότι… το έχουν…

Σκέτες απελπισίες

Τρίτη 26 Φλεβάρη. Στην παλιο-ισλανδία λοιπόν (καπιταλισμός κι εκεί), αντί να χάνουν τον χρόνο τους κυνηγώντας φαντάσματα, κοίταξαν τις τραπεζικές πρακτικές στη χορήγηση δανείων! Κοίταξαν, δηλαδή, τα τραπεζικά παρακάλια, του είδους “με κάθε δάνειό σας, σας κάνουμε κι άλλα δύο δώρο!”. Σ’ αυτή τη σχέση υπάρχουν δύο πόλοι: αυτός που δανείζει, κι αυτός που δανείζεται. Η ευθύνη όμως δεν είναι μοιρασμένη στη μέση. Επειδή οι ισλανδοί ξέρουν ότι ζουν σε καπιταλισμό (σε αντίθεση με τους έλληνες, που νομίζουν ότι ζουν στην βυζαντινή αυτοκρατορία που, απλά, δεν έχει προλάβει ακόμα να ξανακηρύξει την Isranbul πρωτεύουσα) η επίγνωση της κοινωνικής βάσης ότι, σε τελευταία ανάλυση, όταν κάποιος μοιράζει (δανεικά) λεφτά και κάποιος τα παίρνει, την μεγαλύτερη ευθύνη την έχει ο πρώτος· η ύπαρξη στην ισλανδία (εδώ;) κάποιας νομοθεσίας που χαρακτηρίζει ορισμένες τραπεζικές πρακτικές (σε ότι αφορά, π.χ., τις επιθετικές πωλήσεις δανείω) σαν ριψοκίνδυνη και, σε τελευταία ανάλυση, παράνομη· και το παντελόνιασμα απ’ τα στελέχη των τραπεζών (στην ισλανδία όπως και στην ελλάδα) των γενναίων bonus ανάλογα με τις «πωλήσεις» (δανείων…) που πετύχαιναν· για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν σημαίνοντα στελέχη των εκεί τραπεζών πήγαν φυλακή.

Θα πει κάποιος ότι στην ελλάδα δεν δόθηκαν «δάνεια χαμηλής εξασφάλισης», subprime… Αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Ισχύει, μάλιστα, το αντίθετο: είναι ευθύνη των τραπεζικών στελεχών να ξέρουν (το ήξεραν και στα μέρη μας!) ότι δίνοντας απλόχερα δανεικά δημιουργούν «φούσκες» (μεταξύ αυτών: στα ακίνητα) οι οποίες, όταν θα έσκαγαν αργά ή γρήγορα (και πάντως μέσα στην 20ετία αποπληρωμής του μέσου στεγαστικού…) κάποιοι, πολλοί, θα έχουν πρόβλημα. Ακόμα κι αν ο μέσος ηλιθιος μικροαστός κοιτάει στον ουρανό και νομίζει ότι η καρέκλα του είναι εξασφαλισμένη και ο μισθός του θα ανεβαίνει συνέχεια ώστε να φτιάξει εξοχικό στην Αράχωβα, ακόμα κι έτσι, τα τραπεζικά στελέχη, σαν εξ ορισμού serfers ενός μηχανισμού που υποχρεωτικά δημιουργεί ή επιβλέπει κρίσεις και καταρρεύσεις μεγάλης κλίμακας, θα έπρεπε να ξέρουν ότι δεν υπάρχει τέτοιος ουρανός. Μόνο γκρεμοί.

Το ήξεραν στα μέρη μας; Δεν το ήξεραν; Αδιάφορο: έβγαζαν φράγκα, πολλά φράγκα, πουλώντας δάνεια. Έτσι ώστε όταν θα ερχόταν η στιγμή της κόλασης, στο ικρίωμα δεν θα έπρεπε να είναι μόνο εκείνοι που «είχαν πρόβλημα» απ’ την αρχή. Κυρίως θα έπρεπε να είναι εκείνοι που τους έπεισαν ότι «δεν θα έχεις πρόβλημα…» – επωφελούμενοι άμεσα, υλικά, τοις μετρητοίς απ’ την διαβεβαίωση…

Δεν έγινε έτσι. Κι αυτό είναι πολιτικό γεγονός κεντρικής σημασίας για τις ταξικές ισορροπίες στα μέρη μας. Ακόμα και τώρα, που γίνεται η ύστατη προσπάθεια να σωθούν οι ελληνικές τράπεζες χωρίς bail in (που θα τις καταστρέψει εντελώς), η «εθνική ενότητα» ανάμεσα στις δύο ή τρεις σημαίες της έχει και μία του χρηματοπιστωτισμού. Αντίστροφα, οι «υποστηρικτές του λαού» αιωρούνται στο βάλτο του γεγονότος ότι μόνο ξώφαλτσα (και για ξεκάρφωμα) κοίταξαν προς τη μεριά των ceo και των δ.σ. των ελληνικών τραπεζών στα χρόνια της ευδαιμονίας. Υπάρχει εξήγηση στη μυωπία τους: τα στενά συμφέροντά τους και η καούρα τους να διασώσουν τον ντόπιο μικροαστισμό μαζί με όλες τις διαχρονικές ψευδαισθήσεις του.

Η Ιστορία είναι αμείλικτη

Τρίτη 26 Φλεβάρη. Η εποχή της “αστακομακαρονάδας” σαν διαμάντι στα μικροαστικά στέμματα (τρως λίγο αστακό και πολύ ζυμαρικό, οπότε νοιώθεις λιγάκι αστός – η κοινωνική άνοδος των μικροαστών περνάει σίγουρα απ’ το στομάχι τους· και λίγο χαμηλότερα απ’ αυτό!) ήταν πολύ υπαρκτή και πολύ μαζική. Σ’ αυτήν την κοινωνία, που ψήφισε κάποιον το ’09 κόβοντας στη μέση μια φράση του και κρατώντας το ευχάριστο “λεφτά υπάρχουν…”, το να μοιράζουν λεφτά οι τραπεζικές γραφειοκρατείες επί μια δεκαπενταετία πριν ήταν το πιο ευχάριστο πράγμα που θα μπορούσε να ζήσει.

Δανεικά σημαίνουν υποθήκη. Υποθηκεύει κανείς όχι μόνο το “ακίνητό” του, αλλά πιθανά και την ζωή του – αν κάτι πάει στραβά, κι αν είναι (στην πραγματικότητα) πληβείος. Φαντασμένος μεν, πληβείος δε…. Και επειδή η σχέση δανειστή – οφειλέτη είναι άνιση (πάντα ήταν, σ’ όλη την ιστορία του δανεισμού!) όταν έρθει η στιγμή να “έχεις πρόβλημα”, μπορεί και να είναι πρόβλημα ζωής…

Γι’ αυτά θα μπορούσαμε να γράφουμε ώρες. Όμως η ευθύνη, το ξαναλέμε, δεν είναι μοιρασμένη στη μέση. Αυτός που κάνει “΄πολιτική τιμών” στο εμπόριο πρέζας επειδή θέλει να ανοίξει την αγορά και να αυξήσει τα κέρδη του δεν έχει στο ζύγι το ίδιο βάρος με τον πρεζάκια. Ούτε μπορεί να κρυφτεί ο έμπορος πίσω απ’ τον πρεζάκια (του χρήματος…) με το επιχείρημα “ας πρόσεχε”. Αν πρόσεχαν όλοι αυτός θα πούλαγε χαρτομάντηλα στα φανάρια – και δεν θα του άρεσε καθόλου…

Οι ευθύνες των εμπόρων πρέζας (εν προκειμένω: των εμπόρων χρήματος) είναι πολύ μεγάλες, πολύ συγκεκριμένες – και εύκολα αποδείξιμες. Όχι γενικές, του είδους “κάτω οι τράπεζες”. Όχι “οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωΐνη!” (σωστό, ισχύει και για την κοκαΐνη, αλλά είναι λειψό). Το τραπεζικό κύκλωμα, στα high του, είχε συγκεκριμένες ιεραρχικές δομές, που τις στελέχωναν συγκεκριμένα άτομα: προέδρους τραπεζών, εκτελεστικούς διευθυντές των δ.σ., μετόχους και μερίσματα, διευθυντές καταστημάτων, πωλητές δανείων, λογιστές, κλπ. Ήξεραν ότι ρίχνουν ζαριές πάνω σε καμπούρες. Ήξεραν ότι η ντόπια «αγορά ακινήτων» ήταν «υπερθερμασμένη». Ήξεραν ότι με ή χωρίς «παγκόσμια κρίση» η «φούσκα θα έσκαγε». Αλλά την τάιζαν. Ο κάθε μαλάκας μικροαστός στον γκισέ δεν καταλάβαινε χριστό. Αυτοί ήξεραν όμως. Ήξεραν ότι θα έρθει μια στιγμή που αυτός ο μαλάκας μικροαστός θα είναι μπροστά στον γκισέ όχι κορδωμένος αλλά γονατιστός… Στατιστικά ήταν απόλυτα βέβαιοι…

Πέρασε ο καιρός με τον πατερναλιστικό «νόμο Κατσέλη». Χώθηκαν εκεί και καβατζώθηκαν πολλές «πρώτες κατοικίες / βίλες». Εκείνοι που έκαναν την τύχη τους με το «πάρε κόσμε δανεικά» ουσιαστικά καθάρισαν. Ο «πάρε κόσμε» όμως είναι εδώ και καιρό μπροστά στην υποθήκευση της ζωής του. Χρωστάει και δεν μπορεί να ξεχρεώσει. Ασυναίσθητα αποδεικνύεται ότι το «οι ωραίοι έχουν χρέη» ήταν ύμνος για εκείνους με τα μύρια. Όμως ο “πάρε κόσμε” το τραγούδισε κι ας το ξανατραγούδησε νομίζοντας ότι γράφτηκε γι’ αυτόν.

Την υποθήκευσή του την συνυπέγραψε – αυτό είναι βέβαιο. Δεν τόλμησε να πάρει οργανωμένα και μαζικά πίσω την υπογραφή του. Δεν τόλμησε να σπάσει μια και καλή το συμβόλαιό του με τον έρωτα και το τσιφτετέλι για τα φράγκα: θα έπρεπε πριν να πνίξει τον μικροαστισμό του.

Αυτό δεν το διανοείται καν… Εντάξει. Αλλά ο καπιταλισμός που δίνει τα μεν παίρνει τα δε. Και δεν ασχολείται με τις λεπτομέρειες και τα “ψυχολογικά” του κάθε εθελόδουλου, όσο φτωχοδιάβολος κι αν έγινε, όσο κι αν μιξοκλέγεται…

Δεν υπάρχει θέμα κύριε…

Σάββατο 23 Φλεβάρη. Απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’80, και με μια εκρηκτική επιτάχυνση απ’ τις αρχές των ‘90s, ο ντόπιος μικροαστισμός (αυτό που κομψά λέγεται «ελληνικός λαός») εξωτερίκευσε απολαμβάνοντάς το με κάθε τρόπο αυτό που ονομάσαμε έγκαιρα λουμπενισμό.

Παρότι χρωστάμε (ανάμεσα σε πολλά άλλα) μια λεπτομερή ανάλυση αυτής της «προόδου» (έτσι βιώθηκε) μπορούμε να πούμε εδώ δύο τρία πράγματα. Πρώτον, ότι λούμπεν ήταν υποχρεωτικά το εθνικό πέρασμα στον εφαρμοσμένο, πραγματικό (με βάση την ντόπια ιστορία) νεοφιλελευθερισμό. Δεν έγινε παντού στον πρώτο κόσμο το ίδιο. Έγινε στο ελλαδιστάν, και υπήρχαν λόγοι για να γίνει εδώ και όχι αλλού. Το «κώλοι και λεφτά», που έγινε το ενιαίο κοινωνικό δόγμα «δεξιάς» και «αριστεράς» (υπάρχουν άφθονες καταγραμμένες αποδείξεις), είχε την έκφραση του έχεις λεφτά – είσαι σκύλος! Και το ανάποδο: γίνε σκύλος / σκύλα για να τα κονομήσεις. Είτε γαυγίζεις, είτε δαγκώνεις, είτε κουνάς την ουρά: πάντα να γρυλίζεις.

Αυτό είναι το πολιτιστικό δόγμα από τότε. Εδώ και 30 χρόνια συνεχώς. Η cyberσαπίλα, η δυνατότητα δηλαδή να επιβεβαιώνεται κάθε λούμπεν εκδοχή μέσω του «το είδα στο internet» (μέσω του να τιτιβίζεις πια – όπως αφοδεύεις…) νομιμοποίησε και επιβεβαίωσε ότι το να είσαι καραγκιόζης είναι ο.κ. Το να εκφράζεται το «κοινωνικό» στο «πολιτικό», το να σκαρφαλώνει δηλαδή ο λουμπενισμός στα ιερά και όσια της πολιτικής εξουσίας, ήταν και παραμένει απλά ζήτημα συγκυρίας. Και – ας το πούμε τηλεγραφικά – ζήτημα κεφαλαίου. Ζήτημα, δηλαδή, του ποιες είναι οι ηγεμονικές φράξιες των ντόπιων αφεντικών· και τι εικόνα επέλεγαν και επιλέγουν να προβάλουν για τους εαυτούς τους, σαν αξιοζήλευτες, στο πόπολο.

Ο φαιορόζ κυβερνοθίασος, όπως και οι προηγούμενοι, είναι προϊόν αυτού του λουμπενισμού. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Απ’ την στιγμή που στις 5 Μάη του 2010 έγινε ένα δολοφονικό πραξικόπημα των μηχανισμών του ντόπιου παρακράτους τυλιγμένο στη «λαϊκή οργή» – και αυτό το πραξικόπημα πέτυχε… – ήταν σαφές ότι στο ελλαδιστάν της διαχείρισης της κρίσης τα σκυλιά των αφεντικών έχουν τον χώρο να γαυγίζουν ή να δαγκώνουν στην «πρώτη γραμμή». Για να το πούμε διαφορετικά: αποδείχθηκε ότι το να γρυλίζει ο καθένας δεν είναι μόνο πολιτιστικό mainstream αλλά (επιτέλους!) πολιτικό προσόν.

Η περίπτωση του υπουργού που γρυλίζει έχει ειδικό ενδιαφέρον: είναι η φάρσα του «μαυροπουκαμισά» που κάποτε αποτελούσε το πρότυπο του original ευγενούς αγρίου· αλλά έχει πάψει εδώ και χρόνια στη μεγάλη πλειονότητά του να είναι οτιδήποτε απ’ τα δύο. Ο εθνικός λουμπενισμός στα γεννητούρια του, στα τέλη των ‘80s, μυθοποίησε τους χουλιγκάνους. Κι αυτή η μυθοποίηση τους διέφθειρε (τους χουλιγκάνους) σε τέτοιο βαθμό ώστε σύντομα για να κρατήσει η κερκίδα το παλιό της αυθεντικό ευγενές πνεύμα έπρεπε να φύγει απ’ τα γήπεδα… Στα γεράματά του αυτός ο εθνικός λουμπενισμός επιχειρεί να μυθοποιήσει τους «κρητίκαρους που τους θέλουν οι λούγκρες», στο βαθμό που είναι πια τόσο διεφθαρμένοι ώστε να γίνονται εθνοπατέρες – και sex symbols. Η τελική διαδρομή της μικροαστικής σαπίλας απλά αντιστρέφει την αρχική της· ελπίζοντας σε κάποια αναβίωση…

Τα υπόλοιπα είναι η πρόστυχη αλληγορία: της αιώνιας εθνικής αθωώτητας…

Σωρός από τούβλα

Κυριακή 17 Φλεβάρη. Κάθε φορά που οι (δήθεν…) ντόπιοι νεοφιλελεύθεροι σηκώνουν την σημαία των “ιδιωτικών πανεπιστημίων” και, απ’ την άλλη, οι (δήθεν) ντόπιοι σοσιαδλημοκράτες απαντούν με την σημαία της “εκπαιδευτικής ισότητας” μέσω δημόσιου συστήματος, είναι σα να βλέπει (η ασταμάτητη μηχανή) την ίδια φάρσα: μια (στην πραγματικότητα) ψευδής αντίθεση που νομιμοποιεί όλη την αθλιότητα αλλά και την παρακμή αυτού που λέγεται “εκπαιδευτικό σύστημα” στην ελληνική του παραλλαγή.

Η μόνη σκοπιμότητα αυτού του συστήματος είναι η πιστοποίηση τυπικών προσόντων για την εξασφάλιση μιας καλοπληρωμένης “θέσης στην αγορά εργασίας”· και του ανάλογου κοινωνικού status του «μεσοστρώματος». Ακόμα, όμως, κι αν αποδεχόταν κανείς αυτήν την raison d’etre, αποτυγχάνει εδώ και δεκαετίες με ταρατατζούμ, και το ξέρουν οι πάντες! Είναι αδιάφορο αν το «εκπαιδευτικό κεφάλαιο» που μοστράρει ο καθένας έχει προκύψει από δημόσιο ή ιδιωτικό εκπαιδευτικό εργοστάσιο! Υπάρχει υπερπροσφορά σ’ αυτές τις φιλοδοξίες για μια στέρεη θέση στη μεσαία τάξη, για γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, μανατζαρέους και ό,τι άλλο· και υπερκορεσμός. Εδώ και πολλά χρόνια…

Κι ωστόσο η ίδια πάντα μικροαστική κοινωνική μηχανική / ιδεολογία δεν παραιτείται απ’ το όνειρο των «πτυχίων με αξία». Αυτά την στιγμή που, μετά από 3 δεκαετίες υπερπαραγωγής πτυχιούχων αει, στη συνέχεια υπερπαραγωγής masters και διδακτορικών, υπερπροσφοράς φιλόδοξων και υπερκορεσμού «θέσεων», έχει αναγγελθεί το (τεχνολογικό) ξεπέρασμα πολλών απ’ αυτές τις «ιστορικές ειδικότητες». Η 4η βιομηχανική επανάσταση δεν πρόκειται να κάνει χάρες!!!

Τι σημασία μπορεί να έχει η (ψευτο)δημόσια εκπαίδευση ή/και η ιδιωτική, όταν το λειτουργικό μοντέλο και των δύο παραλλαγών είναι η βαθιά ιδιωτικοποίηση του «μαθαίνω», και ο μανιακός προσανατολισμός της σε μια «αγορά εργασίας» που όλοι ποθούν την κορυφή της και αρρωσταίνουν όταν βρεθούν στη βάση της; Τι σημασία έχει αυτός ο διπολισμός όταν έχει γίνει βαθιά πεποίθηση το «έχω εκπαιδευτεί για να βγάζω λεφτά» (σε βάρος άλλων που μου είναι αδιάφοροι) – και θα τα βγάλω ακόμα και σκαρφαλώνοντας πάνω σε σωρούς από πτώματα;

Νάχαμε να λέγαμε…

Ειδικευμένοι ηλίθιοι

Κυριακή 17 Φλεβάρη. Το μόνο που παράγει πραγματικά αυτή η εκπαίδευση, και μάλιστα πολύ πιο έντονα στην 3η και στην 4η βαθμίδα της (το επαναλαμβάνουμε: αδιάφορο αν είναι “δημόσια” ή “ιδιωτική”) είναι η εξειδικευμένη (αλλά “με σφραγίδα”) άγνοια. Η ειδικευμένη ηλιθιότητα – που έλεγαν έγκαιρα οι Καταστασιακοί.

Είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο είδος. Πρόκειται, συνήθως, για ανθρώπους που έχουν τόσο μεγάλη ιδέα για τους εαυτούς τους και για τις “γνώσεις” που κατάπιαν αμάσητες, ώστε η αντικοινωνικότητα είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό της “κοινωνικότητάς” τους. Αν, επιπλέον, θεωρούν ότι δεν βρίσκονται “στη θέση που τους αξίζει”, προσθέστε και την μνησικακία.

Σε άλλες ιστορικές περιόδους ήταν εφικτό να περιοριστεί εδώ ή εκεί η κοινωνικά δηλητηριώδης παραγωγή ειδικευμένων ηλιθίων, επειδή υπήρχαν παράλληλα συστήματα αντι-εκπαίδευσης / γνώσης. Απ’ τις παρέες τις ίδιες μέχρι τις κοινότητες της καταγωγής του καθενός· ακόμα και η πολιτική ένταξη / στράτευση σε διάφορες οργανώσεις και σχηματισμούς που δήλωναν αντι- φαινόταν να έχει την σημασία της. Δεν τα εκθιάζουμε υποχρεωτικά· ξέρουμε τι έγινε όταν άρχισαν να παρακμάζουν. Ωστόσο η ύπαρξη παράλληλων (και unofficial) συστημάτων αντι-εκπαίδευσης γέννησε κάποτε μια ισχυρή κριτική στην οργανωμένη παραγωγή σπέσιαλ ηλιθιότητας και γνωσιολογικών κομφορμισμών. Όχι κριτική της «ιδιοκτησίας» της (αν η δημόσια είναι καλύτερη απ’ την ιδιωτική ή το ανάποδο). Κριτική στο σύνολο της εκπαιδευτικής μηχανής. Συμπεριλαμβανόμενης της σκοπιμότητάς της…

Αυτά τα παράλληλα συστήματα αντι-εκπαίδευσης / γνώσης έχουν εκλείψει πια. Τα επίσημα εκπαιδευτικά συστήματα κυριαρχούν απόλυτα στον πρώτο κόσμο. Σολάρουν αλλά και παρακμάζουν ταυτόχρονα, καθώς τα ξεπερνάει η ίδια καπιταλιστική κρίση / αναδιάρθρωση. Το μόνο που έχει απομείνει σαν «αιτία ύπαρξης» τους είναι ένας αυτοτροφοδοτούμενος μηχανισμός προσδοκιών κοινωνικής ανόδου μέσω γνωσιακών πιστοποιητικών. Και ένα αυτοαναφορικό κυνήγι τίτλων. Οι περισσότεροι απ’ τους οποίους δεν κάνουν ούτε για κωλόχαρτα· αλλά δεν το λέμε…