Άνθρωποι και ποντίκια 2025

Δευτέρα 22 Δεκέμβρη (00.32) >>

Καθόμουν στην κλινική το πρώτο πρωί του κύματος κρύου, κρύο εκείνου του είδους που δεν αγγίζει απλώς το σώμα αλλά ροκανίζει και την ψυχή. Ένας δημοσιογράφος μου είχε γράψει νωρίτερα, ρωτώντας για τον καιρό και τις επιπτώσεις του στους ασθενείς. Διάβασα το μήνυμα και σκέφτηκα να απαντήσω αργότερα. Πίστευα, ανόητα, ότι κάποιος μπορούσε ακόμα να σκεφτεί ήρεμα σε έναν κόσμο σαν κι αυτόν.

Σήκωσα τα μάτια μου.

Μπροστά μου καθόταν μια γυναίκα, σιωπηλή και εξαντλημένη, με δυο μικρά κορίτσια γατζωμένα πάνω της. Ήταν ντυμένα με λεπτά ρούχα, του είδους που θα φορούσε κάποιος μια γλυκειά ανοιξιάτικη μέρα, όχι στη σκληρότητα του χειμώνα. Πάνω τους ήταν ριγμένο ένα σακάκι φθαρμένο και σκισμένο τόσο πολύ που χλεύαζε την ίδια την ιδέα της προστασίας. Στα πόδια τους φορούσαν φτηνές πλαστικές παντόφλες, απ’ αυτές που είναι για τα πλακάκια στο μπάνιο∙ παντόφλες με τις οποίες έπρεπε τα πόδια τους να αντέξουν στη λάσπη και στο κρύο. Ντράπηκα που φορούσα παπούτσια.

Πήρα το χέρι του ενός απ’ τα κορίτσια και το έβαλα στο τραπέζι. Τα δάκτυλά της ήταν μικρά κι ευαίσθητα, δάκτυλα χεριού ενός παιδιού που θα έπρεπε να ζωγραφίζουν ή να γράφουν τ’ όνομά του.

Αλλά όχι, ήταν τραυματισμένα. Το δέρμα ήταν ανοιγμένο. Τα τραύματα ήταν μικρά αλλά βαθιά, και βρώμικα παρ’ ότι φαίνονταν απλά. Έμοιαζαν σα να είναι από κάποια αρρώστια που δεν την ήξερα, δεν ήξερα ένα λατινικό όνομα που θα την εξηγούσε.

Καθώς εξέταζα το χέρι του το κορίτσι μίλησε.

Είπε ότι καθώς κοιμόταν στη σκηνή το προηγούμενο βράδυ ποντίκια της είχαν φάει τα δάκτυλα.

Δεν έκλαψε. Δεν το δραματοποίησε. Απλά το είπε, όπως κάποιος θα έλεγε ότι έβρεξε χτες ή ότι έκανε κρύο.

Και επειδή το μυαλό επαναστατεί όταν βρεθεί αντιμέτωπο με την απόλυτη αισχρότητα, την ρώτησα ξανά, σχεδόν θυμωμένα, σχεδόν σα να την παρακαλούσα να πει κάτι άλλο:

«Ποντίκια»;

«Ναι» απάντησε αμέσως, έκπληκτη που είχα εκπλαγεί.

Ακαριαία κάτι μέσα μου κατέρρευσε. Όχι αργά, όχι φιλοσοφικά, αλλά βίαια. Ο κόσμος συρρικνώθηκε κι έγινε στενός, χωρίς αέρα, λες κι ο θεός ο ίδιος να είχε κάνει ένα βήμα πίσω για να μην δει τι έγινε το δημιούργημά του.

Είχα διαβάσει για τον πόνο. Τον είχα σπουδάσει. Είχα θαυμάσει τις περιγραφές του στα βιβλία. Αλλά αυτό δεν ήταν πόνος. Ήταν η ταπείνωση υψωμένη σε βασική αρχή της ύπαρξης.

Ένας αρουραίος. Ένα ζωντανό πλάσμα που σπρώχνεται απ’ την πείνα και την βρωμιά και ροκανίζει τα δάχτυλα ενός παιδιού που κοιμάται. Μα η μεγαλύτερη φρίκη δεν ήταν ο αρουραίος. Ήταν ότι αυτό ήταν ένα γεγονός που έγινε συνηθισμένο. Το ότι το κοριτσάκι έβρισκε την δυσπιστία μου παράξενη. Το ότι το σύμπαν την είχε μάθει να συμβιβαστεί με το αδιανόητο.

Ήθελα να ουρλιάξω. Ήθελα να κατηγορήσω κάποιον, οποιονδήποτε. Την ανθρωπότητα, τις κυβερνήσεις, την ιστορία, τον θεό. Αλλά δεν υπήρχε κανείς να κατηγορήσω. Υπήρχε μόνο το χέρι του παιδιού που ήταν ήσυχα ακουμπισμένο στο τραπέζι.

Συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα τι να κάνω. Κανένα εγχειρίδιο ιατρικής δεν με είχε προετοιμάσει γι’ αυτό. Καμιά διάλεξη, καμιά εξέταση, κανένας λαμπρός καθηγητής δεν είχε μιλήσει ποτέ για ποντίκια που τρώνε ζωντανά τα παιδιά ενώ αυτά κοιμούνται. Κι ακόμα κι αν υπήρχε κάπου ένα τέτοιο κεφάλαιο είμαι σίγουρος ότι θα το είχα παραλείψει. Ποιος θα μπορούσε ποτέ να διαβάσει κάτι τέτοιο και να πιστεύει ότι ζει ακόμα σ’ έναν πολιτισμένο κόσμο;

Αυτό δεν ήταν φτώχια. Αυτό δεν ήταν πόλεμος. Αυτό ήταν ηθική κατάρρευση.

Αργότερα, όταν θυμήθηκα την ερώτηση του δημοσιογράφου για το κρύο και τις επιπτώσεις του, σχεδόν γέλασα. Για να απαντήσει κανείς σε κάτι τέτοιο δεν χρειάζεται ευφυία, ούτε στατιστικά στοιχεία, ούτε το σχόλιο κάποιου ειδικού. Αρκεί απλά να περπατήσει στους δρόμους της Γάζα για μια ώρα. Αρκεί να κοιτάξει προσεκτικά και τίμια, χωρίς να αποστρέψει το βλέμμα του.

Η απάντηση είναι εκεί, αναπνέοντας, αιμορραγώντας, περιμένοντας σιωπηλά κάποιον να παραδεχτεί επιτέλους τι επέτρεψε στον εαυτό του να γίνει αυτός ο κόσμος.

δρ. Ezzideen, 13 Δεκέμβρη 2025, κάπου στη Γάζα

Comments are closed.