Έγινε – και αθωώθηκε; (2)

Δευτέρα 28 Γενάρη.Στην λογιστική της διεστραμμένης “αλληλεγγύης” που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι “οι έλληνες έσωσαν 8.226 εβραίους από ένα σύνολο 77.377” άρα έχουν μόνιμη θέση στο πάνθεον της ηθικής (κι έτσι δικαιολογείται ο αντισημιτισμός τους), ανταπαντάει η ίδια μακάβρια αριθμητική του ξεριζωμού και των θανάτων. Αναλογικά, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη που βρέθηκαν υπό γερμανική κατοχή, η γενοκτονία των εβραίων της ελλάδας (με ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 70%) είναι μεταξύ των πρώτων σε έκταση. Μόνο η πολωνία είναι πιο πάνω στην κλίμακα (που είχε μετατραπεί σ’ ένα απέραντο σφαγείο χωρίς εξαιρέσεις και διακρίσεις) και τα βαλτικά κράτη λεττονία και λιθουανία, όπου ο ρατσισμός εναντίον των εβραίων ήταν βαθιά ριζωμένος στις τοπικές κοινωνίες.

Το ερώτημα προκύπτει αναπόφευκτα και δεν είναι το “πώς κατάφεραν οι έλληνες να σώσουν (μόνο) τόσους εβραίους” αλλά το πώς η συντριπτική πλειοψηφία των εβραίων κατέληξε στα χέρια των ναζί και τα κρεματόρια, τι έκανε η ντόπια ελληνική πλειοψηφία πριν φτάσει αυτή η στιγμή και πώς την εκμεταλλεύτηκε στη συνέχεια. Η εφαρμογή της ναζιστικής τελικής λύσης στην ελλάδα δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας “ειδικής” μεταχείρισης (όσο κι αν ο χίμλερ προειδοποιούσε τον χίτλερ από το 1941 ότι η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αποτελεί “απειλή για την γερμανία”). Ήταν η σιωπηρή συνεργασία – όχι η ανοχή, ούτε η αδιαφορία, αλλά ο κυνικός υπολογισμός της ενδεχόμενης “ωφέλειας” και οι εσκεμμένες ενέργειες – που επέτρεψε στους ναζί να φέρουν σε πέρας την κτηνωδία με τέτοια “αποτελεσματικότητα”.

Και, παραδόξως για τις ελληνικές φαντασιώσεις περί αλληλεγγύης, όπου στην επικράτεια οι εβραϊκές κοινότητες ήταν μικρές και σε μεγάλο βαθμό ενσωματωμένες – άρα ανεκτές από τον κυρίαρχο εθνικό σχηματισμό – εκεί ήταν που αποτράπηκε έστω σε ένα βαθμό η ολοκληρωτική εξόντωση των εβραίων (κι όχι μόνο χάρη στην αλληλεγγύη του κομμουνιστικού αντάρτικου· κάποια συμβολή είχε και η ιταλική διοίκηση που είχε υπό τον έλεγχό της μεγάλο μέρος της χώρας και για τους δικούς της λόγους δεν συναινούσε στην εφαρμογή της τελικής λύσης). Αντίθετα στη Θεσσαλονίκη, εκεί που υπήρχε η μεγαλύτερη κοινότητα και το πιο χοντρό καρφί στο μάτι του ελληνικού εθνικισμού, οι εβραίοι πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα σε αίμα.

Τον Μάρτη του 1943 οι πενήντα-πέντε χιλιάδες εβραίοι της πόλης κλείστηκαν σε γκέτο· από το γκέτο-φυλακή που βρισκόταν δίπλα στον σιδηροδρομικό σταθμό τα τρένα άρχισαν να τους μεταφέρουν· μέσα σε λίγες ώρες από την άφιξή τους στο Άουσβιτς οι περισσότεροι είχαν θανατωθεί στους θαλάμους αερίων· μόλις πέντε χιλιάδες πρόλαβαν ζωντανοί το τέλος του πολέμου.

Οι προγραφές των θεσσαλονικιών εβραίων ξεκίνησαν τον Ιούλη του 1942. Στις αρχές του μήνα ο διοικητής του γερμανικού στρατού στη Θεσσαλονίκη έδωσε εντολή να παρουσιαστούν όλοι οι άντρες εβραίοι ηλικίας 18 ως 45 ετών προκειμένου να απογραφούν. Στην ανακοίνωση δεν αποκαλύπτονταν ο λόγος της απογραφής αλλά έγινε γνωστό ότι οι άντρες θα χρησιμοποιούνταν σε καταναγκαστικά έργα. Το Σάββατο 11 Ιούλη εννέα χιλιάδες εβραίοι είχαν στηθεί στην πλατεία Ελευθερίας, υπό στρατιωτική επίβλεψη, περιμένοντας να δηλώσουν τα ονόματά τους. Η διαδικασία κράτησε ώρες, αποτέλεσε “θέαμα” για ένα μεγάλο πλήθος που μαζεύτηκε για να “χαζέψει” κι εξελίχτηκε σε μια αποτρόπαια τελετή συλλογικού εξευτελισμού και προσβολών.

Αλλά αυτή η πρώτη ενέργεια που προμήνυε ξεκάθαρα όσα θα ακολουθούσαν, δεν ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα της ναζιστικής πολιτικής. Τις προηγούμενες μέρες ο κατοχικές αρχές είχαν αρχίσει να στρατολογούν εργάτες σε καταναγκαστικά έργα, πράγμα που είχε προκαλέσει μεγάλη ένταση στην πόλη. Προκειμένου να κατασιγαστούν οι αντιδράσεις ο έλληνας διοικητής της μακεδονίας εισηγήθηκε στην γερμανική διοίκηση να στρατολογηθούν εβραίοι, που μέχρι τότε, σύμφωνα με την εισήγηση, απολάμβαναν “προνόμια” σε σχέση με την υποχρεωτική εργασία. Στη βάση αυτή, τα γεγονότα της 11ης Ιούλη δείχνουν το πώς μεθοδεύτηκε στην Θεσσαλονίκη η τελική λύση: όχι μόνο με εντολές από το Βερολίνο, αλλά και σαν μια συνισταμένη των ναζιστικών σχεδίων και των εγχώριων βλέψεων.

Ύστερα από τέσσερις μήνες η εβραϊκή κοινότητα κατάφερε να πετύχει την απόλυση των αντρών από τα καταναγκαστικά έργα πληρώνοντας ένα υπέρογκο ποσό στις γερμανικές αρχές (που κατατέθηκε σε ελληνικές τράπεζες κι έμεινε στα χέρια των ελλήνων τραπεζιτών μετά το τέλος του πολέμου). Στις διαπραγματεύσεις οι έλληνες συνεργάτες των γερμανών επέμεναν να περιληφθεί στα ανταλλάγματα και η παραχώρηση στο δήμο του εβραϊκού νεκροταφείου, που κάλυπτε έκταση 350 στρεμμάτων και φιλοξενούσε εκατοντάδες χιλιάδες τάφους.

Στα μέσα Οκτώβρη οι ελληνικές αρχές ειδοποίησαν την εβραϊκή κοινότητα να σταματήσει κάθε χρήση του νεκροταφείου και να χτίσει δύο νέα στις παρυφές της πόλης· κάθε καθυστέρηση θα σήμαινε άμεση κατεδάφιση. Όταν ζητήθηκε μια παράταση μέχρι να τελειώσει ο χειμώνας, η απάντηση του δήμου ήταν να στείλει άμεσα 500 εργάτες που άρχισαν να καταστρέφουν τους τάφους, σκορπώντας λείψανα και στοιβάζοντας τις ταφόπλακες. Οι γερμανοί επωφελήθηκαν άμεσα κατάσχοντας ένα μέρος από τις πλάκες για στρώσιμο δρόμων (και την κατασκευή μιας πισίνας). Αλλά οι έλληνες, υπηρεσίες κι ιδιώτες, πλιατσικολόγησαν τα περισσότερα. Μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων το νεκροταφείο είχε αφανιστεί, ενώ αυλές και μάντρες είχαν γεμίσει από ταφόπλακες για μελλοντικές οικοδομικές χρήσεις. Το έργο συνέχισαν οι τυμβωρύχοι που έσκαβαν τους τάφους αναζητώντας κοσμήματα και τιμαλφή (τα τρωκτικά συνέχισαν το άθλημα για χρόνια ακόμη). Στην καταστροφή αυτή, οι κατοχικές αρχές έδωσαν το πράσινο φως, αλλά ούτε η πρωτοβουλία, ούτε η εφαρμογή ήταν δικιά τους.

Μετά τον πόλεμο οι ελληνικές αρχές φρόντισαν να “ξεπλύνουν” την ξεφτίλα, κηρύσσοντας νόμιμη την απαλλοτρίωση κι ολοκλήρωσαν τον αφανισμό του νεκροταφείου θεμελιώνοντας στον ίδιο χώρο το Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο….

Comments are closed.