Δευτέρα 29 Δεκέμβρη (00.43) >> Τα παρακάτω αποσπάσματα (με πλάγια γράμματα) σε μια γλώσσα αδρή, όπως πρέπει, ξένη για τα hipster γούστα της εποχής αλλά πολύ πιο ακριβή απ’ τους τωρινούς συνεχόμενους λυγμούς της «επικοινωνίας», γράφτηκαν πριν 45 χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Δεν δίνουμε περισσότερα στοιχεία: η προσοχή πρέπει να εστιάσει στα λεγόμενα, όχι στην υπογραφή τους.
… Στην ιμπεριαλιστική μητρόπολη, όπου κυριαρχούν εντελώς «έκτακτες» συνθήκες, η λογοκρισία δεν λειτουργεί σαν ανοικτή και βάναυση «κοπή» του λόγου.
Εδώ γίνεται κάτι παραπάνω, κάτι χειρότερο από τη χοντροκομμένη καταστροφή των αγωνιστικών κειμένων ή ένα black out, κάτι πιο περίπλοκο από την παλιά «ρίψη στην πυρά». Πράγματι, πρόκειται κατ’ αρχήν για έργο, πρόκειται για την παραχάραξη της ιστορικής εμπειρίας, την παραγωγή υποκατάστατων αναμνήσεων, την δόλια κωδικοποίηση.
Η λογοκρισία είναι μια δραστηριότητα, όχι η άρνηση μιας δραστηριότητας. Δεν είναι προσπάθεια «να μη γίνει κοινό» κάτι διαφορετικό από αυτό που συνήθως ονομάζουμε κοινο-ποιώ. Η λογοκρισία είναι τελικά παραγωγή γνώσης. Μιας άλλης γνώσης, είναι η παραποίηση του γεγονότος, η μετατόπιση και η αντικατάστασή του!
…
Η λογοκρισία είναι κυρίως στρατηγική κοινωνικού ελέγχου, πολεμική στρατηγική. Η παραγωγή παραχαράξεων και ιδεολογικών σημάτων που παραποιούν τα κοινωνικά γεγονότα προτείνοντας μια ψεύτικη τυποποίησή τους, είναι κυριολεκτικά πολεμική παραγωγή με τη σύγχρονη σημασία του όρου.
Οι ίδιοι οι τεχνικοί στην υπηρεσία του Μεγάλου Φετίχ το ομολογούν πλέον ανοικτά: η παραποίηση της πληροφόρησης, η διάδοση ψεύτικων ειδήσεων, εν ολίγοις η «πληροφορική τρομοκρατία» είναι η σύγχρονη μορφή της προληπτικής αντεπανάστασης… Δίχως άλλο μπορούμε να μιλήσουμε για «σημειολογική αντεπανάσταση», για ταξικό πόλεμο, ο οποίος διεξάγεται και πραγματοποιείται στον ελάχιστα γνωστό μέχρι σήμερα χώρο των γλωσσικών ιδιωμάτων…
Οι διαπιστώσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν «προφητικές» – αλλά ήταν βαθιά κριτικές. Ο πολλαπλασιασμός των κοινωνικών υποκειμένων γνώσης, κριτικής ανάλυσης και αντιπληροφόρησης (χωρίς internet! προφορικά ή στο χαρτί…) στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, μια διαδικασία που ξεπέρασε έως περιθωριοποίησε τους ως τότε κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς (στους οποίους τα παραδοσιακά μήντια είχαν κεντρική θέση) για μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο έκανε την ανοικτή και βάναυση «κοπή» του λόγου εντελώς ανεπαρκή. Οι συγγραφείς των πιο πάνω σωστά εντόπισαν τον «εμπλουτισμό» της λογοκρισίας: αν δεν μπορείς να «εξαφανίσεις» ένα γεγονός παραποίησε τα χαρακτηριστικά του! Η επιμελημένη δημιουργία σύγχυσης θα μπορούσε να αποδειχθεί το ίδιο αποτελεσματική (για τα αφεντικά) όσο η απαγόρευση…
Μετά από 40 – 45 χρόνια, με την εμπειρία της υγιεινιστικής τρομοεκστρατείας ήδη στην καμπούρα μας, ξέρουμε ότι τα αφεντικά έχουν πλέον την δυνατότητα, το know how διάφορων μεθόδων λογοκρισίας, τις οποίες ασκούν όλο και πιο συστηματικά:
– την «παραδοσιακή» μορφή της απαγόρευσης∙
– την ενεργητική μορφή της πρόκλησης σύγχυσης, της παράλλαξης όσων δεν μπορούν να απαγορευτούν ή διαφεύγουν τις απαγορεύσεις∙
– μια δεύτερη ενεργητική μορφή, αυτήν του πληροφορικού overdose: πρόκειται για το πληροφοριακό / trash carpet bombing, τον οργανωμένο πληθωρισμό «πληροφοριών και ερμηνειών», που ευνοείται και υπηρετείται από σύγχρονες τεχνολογίες «επικοινωνιών».
Το κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι ότι οι ενεργητικές μορφές λογοκρισίας ασκούνται πλέον «συναινετικά»: μεγάλο μέρος των υπηκόων αναπαράγει οικειοθελώς τις παραχαράξεις και τις παραποιήσεις που υπηρετούν το σύστημα στο βαθμό που θεωρεί ότι στην τυποποίηση-των-καθεστωτικών-ψεμάτων βρίσκει κάπου μια ζεστή, φιλική γωνιά, χωρίς έκθεση σε επιπλέον κινδύνους. Ο κυβερνοχώρος είναι αυτό το απέραντο και άμορφο πεδίο όπου εδώ κι εκεί νοικιάζονται (με αντάλλαγμα τα προσωπικά data…) τέτοιες ζεστές, φιλικές γωνιές «επιβεβαίωσης» του οτιδήποτε. Η διαρκής σχετικοποίηση / παραλλαγή ταιριάζει στα υποτιμημένα Εγώ-Κεφάλαια του νεοφιλελευθερισμού στο βαθμό που μπορούν (ή νομίζουν ότι μπορούν) να την χρησιμοποιήσουν υπέρ τους στη μικροφυσική και στις μικροεξουσίες της καθημερινότητάς τους.
Η αλήθεια δεν έχει αντικατασταθεί απλά από «αλήθειες», το μεταμοντέρνο «παχνίδι» του Lyotard. Βρίσκεται υπό κατοχή από τον διαρκή καιροσκοπισμό αρχόντων και αρχόμενων∙ από τις τακτικές «επαλήθευσης» της υποτέλειας και μόνο. Οι πιο πάνω συγγραφείς των αρχών του ’80 σημειώνουν αλλού:
… Η ιμπεριαλιστική αστική τάξη εκδηλώνει την επιδρομή της με στρατηγικές ενεργητικής λογοκρισίας και παραποίησης, με σκοπό, μέσα από την δηλητηρίαση και τη γενοκτονία της προλεταριακής μνήμης, να πετύχει τον προληπτικό έλεγχο των εν δυνάμει ανταγωνιστικών συμπεριφορών.
Μνήμη είναι η συσσώρευση προγραμματικών συμπεριφορών, ένα σύνολο απαγορεύσεων και οδηγιών που εκπαιδεύει τα μέλη του καπιταλιστικού σχηματισμού στην αναπαραγωγή ή στον μετασχηματισμό του…. Η συλλογική μνήμη που η ιμπεριαλιστική αστική τάξη επιδιώκει να δημιουργήσει είναι τραγικά κενή μέλλοντος, υπάρχει μέσα στο χρόνο, αλλά οι μελλοντικές προγραμματικές συμπεριφορές που ευνοεί είναι καθηλωμένες στην ατέρμονη επανάληψη του παρόντος, της αμετάβλητης και αέναης κανονικότητάς του. Αυτή η μνήμη αποτελεί … μια σημειολογική αλυσίδα…
Είναι γεμάτη φόβους και απωθήσεις – θα προσθέταμε.
Συμπληρώνοντας τα 10 χρόνια της η «ασταμάτητη μηχανή» (και τα 30 του το Sarajevo…) έχει πλήρη συναίσθηση του ναρκοθετημένου πεδίου μέσα στο οποίο επιχειρεί την εργατική κριτική και αντιπληροφόρησή της. Έχει επίσης επίγνωση εκείνων-που-έρχονται: όχι ένας μελλοντικός πόλεμος απέναντι στον οποίο κάποιοι θα προτιμούσαν να κλείσουν τα μάτια, αλλά ένας πολύπλευρος πόλεμος παρών καθημερινά, σε εξέλιξη εδώ και χρόνια. Σε εξέλιξη και σε κλιμάκωση.
Οπότε είναι υποχρεωμένη να γίνει (ας το πούμε σχηματικά) πιο σφικτή. Λιγότερο «ανοικτή». Το «τουριστικό» σερφάρισμα στον κυβερνοχώρο έχει ήδη αποδειχθεί, γενικά μιλώντας, πηγή δεινών: η ανευθυνότητα στο τι αναζητεί και στο τι βρίσκει ο καθένας και η καθεμιά είναι τόσο κοινότοπη όσο η γενική νόρμα του καιροσκοπισμού. Απ’ την μεριά της η ασταμάτητη μηχανή δεν πουλάει κάτι, και δεν ψάχνει για πελάτες, likes, views και τα συναφή!
Ασφυκτιά… Κι όσοι / όσες θέλουν να την υποστηρίξουν ας το κάνουν. Αν όχι επειδή μοιράζονται αυτήν την ασφυξία, οπωσδήποτε επειδή νοιώθουν και αναγνωρίζουν μερικές απ’ τις σουβλιές της.
Τα αδιάφορα βλέμματα, οι περαστικοί, ας συνεχίσουν τον δρόμο τους. Είναι κακοτράχαλος και μακρύς για όλους και όλες μας. Και ποιος ξέρει τι θα φέρει η επόμενη στροφή;