Cyborg
Cyborg #25 - 10/2022

#25 - 10/2022

Οι σπόροι της απελπισίας

Bayer. Ίσως η μεγαλύτερη χημική, ιατροφαρμακευτική, βιοτεχνολογική εταιρεία στον κόσμο, κορυφαία σε κάθε τομέα που δραστηριοποιείται. Monsanto. Ίσως η μεγαλύτερη εταιρεία αγροχημικής και γεωργικής βιοτεχνολογίας στο κόσμο, υπεύθυνη για την παγκόσμια εξάπλωση των γενετικά μεταλλαγμένων καλλιεργειών. Η δεύτερη δεν υπάρχει πλέον· το 2016 η Bayer έκανε δημόσια προσφορά εξαγοράς της Monsanto, ύψους 62 δις δολαρίων, ένα τίμημα που ανέβηκε τελικά κι έκλεισε στα 66 δις. Ήταν η μεγαλύτερη εξαγορά στην ιστορία της Γερμανίας και μία από τις μεγαλύτερες σε ΕΕ και ΗΠΑ. Το 2018 η εξαγορά εγκρίθηκε από τις αμερικανικές κι ευρωπαϊκές υπηρεσίες, το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς η απορρόφηση ολοκληρώθηκε, η φίρμα Monsanto αποσύρθηκε κι όλα της τα προϊόντα κυκλοφορούν πλέον κάτω από την ταμπέλα της Bayer. Μόνο που η Monsanto δεν εξαφανίστηκε εντελώς, ούτε οι υποχρεώσεις που ανέλαβε η Bayer απέναντί της, παρά μόνο το 2020, αφού εκκρεμούσαν εκατοντάδες αγωγές ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων σε βάρος του βιοτεχνολογικού κολοσσού. Εκείνη την χρονιά, η Monsanto υποχρεώθηκε να καταβάλλει σε αποζημιώσεις περισσότερα από 3 δις δολάρια, αφού βρέθηκε ένοχη για καρκινογενέσεις. Τελικά, η Bayer, έχοντας αναλάβει όλες τις νομικές ευθύνες της Monstanto, συμφώνησε να καταβάλλει το ποσό των 10 δις δολαρίων σε ένα ταμείο που θα αναλάμβανε να καλύψει κάθε τρέχουσα και μελλοντική υποχρέωση αποζημίωσης.

Για πολλούς, η εξαγορά της Monsanto θεωρήθηκε ως ο πλέον αποτυχημένος «επιχειρηματικός γάμος» στην ιστορία, λόγω της κατάμαυρης φήμης που έσερνε πίσω της η Monsanto και των αναρίθμητων διώξεων σε βάρος της για περιβαλλοντικές καταστροφές και πρόκληση καρκίνων. Πράγματι, η Bayer πλήρωσε πανάκριβα για να προσθέσει ένα κάπως κουτσό άλογο στον στάβλο της, αλλά η κριτική αυτή στέκει μόνο κοιτώντας τα πράγματα κοντόφθαλμα και στενά από οικονομικής άποψης. Δεν τα κάνει όλα για τα λεφτά η Bayer, ή για τον επόμενο και μεθεπόμενο ισολογισμό της, υπάρχουν και πιο σοβαρά ζητήματα  που αγγίζουν τον ορίζοντα της μέλλουσας ιστορίας. Και δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά που το κάνει· για παράδειγμα στον ΒΠΠ είχε βάλει σε δεύτερη μοίρα το ίδιον συμφέρον της προκειμένου να υπηρετήσει έναν μεγαλύτερο σκοπό. Μπορεί λοιπόν η Bayer να ζημιώθηκε βραχυπρόθεσμα και να «αμαύρωσε την φήμη της» [sic] εξαγοράζοντας έναν κατά συρροή δολοφόνο, αλλά απόκτησε ταυτόχρονα την πλέον ανεπτυγμένη, αιχμής, τεχνολογία, τεχνογνωσία και υποδομή αγροτικής βιοτεχνολογίας, μαζί με εκατοντάδες κατοχυρωμένες πατέντες. Μια τέτοια παρακαταθήκη καθιστά την Bayer δύναμη πυρηνικού βεληνεκούς στον τομέα της γενετικής μηχανικής και η σύμφυση των δύο τομέων - ιατρικής και αγροτικής βιοτεχνολογίας - επιτρέπει στην Bayer να «σπρώξει» βιοτεχνολογία σε ένα φάσμα που ξεκινάει από την καλλιέργεια στο χωράφι και την παρασκευή γενετικά μεταλλαγμένων «τροφίμων» και φτάνει ως την νοσοκομειακή κλινική και τις γενετικές θεραπείες που θα χορηγούνται στους ασθενείς με σακατεμένη υγεία λόγω «του σύγχρονου τρόπου ζωής» aka των κάθε είδους μεταλλαγμένων. Επίσης η Monsanto, όπως και οι άλλοι μεγάλοι της αγρο-οικονομίας, είχε την δυνατότητα να κατοχυρώνει την ιδιοκτησία της σε μεταλλαγμένα γονίδια, μια δυνατότητα που δεν έχουν ακόμη οι φαρμακομαφίες πάνω στο ανθρώπινο γονιδίωμα, αλλά καίγονται να την αποκτήσουν. Και δεν θα αργήσουν να το πετύχουν, μετά τα όσα πέτυχαν με τις γενετικές πλατφόρμες με πρόσχημα την πανδημία. Γιαυτό η απορρόφηση της Monsanto από την Bayer είναι ένας γάμος βγαλμένος από την κόλαση. Όχι μόνο για όσα θα συμβούν στην αγροτική οικονομία όταν φτάσει η ώρα της πολυθρύλητης «διατροφικής κρίσης», αλλά και για όσα μεταφερθούν από τον εκεί τομέα στον τομέα της υγείας και της ανθρώπινης / κοινωνικής αναπαραγωγής.

Η Monsanto είναι κι αυτή, όπως η Bayer, μια εταιρεία με βαριά ιστορία πίσω της. Προτού καταλήξει να γίνει ο άρχων του κακού στον κόσμο της γεωργίας, η Monsanto είχε καταφέρει να προκαλέσει διαμάχες με άλλους τρόπους - συγκεκριμένα, ως χημική εταιρεία. Τα προϊόντα της έχουν ακολουθήσει όλα τον ίδιο δρόμο: εμπορική επιτυχία, παγκόσμια εξάπλωση, εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων υγείας ύστερα από κάποια χρόνια και τέλος απαγόρευσή τους λόγω πρόκλησης καρκίνου ή καταστροφής του περιβάλλοντος. Η Monsanto ιδρύθηκε το 1901 και ήταν μία από τις λίγες εταιρείες που παρήγαγαν το Agent Orange και το κύριο δηλητήριό του, τη διοξίνη. Έφτιαχνε DDT, το εξαιρετικά διαδεδομένο εντομοκτόνο για οικιακή και γεωργική χρήση μέχρι την δεκαετία του ’70 όταν απαγορεύτηκε πλήρως. Έφτιαχνε  PCBs, χλωριωμένους αρωματικούς υδρογονάνθρακες, με χρήση σε άπειρες χημικές και πλαστικές εφαρμογές, μέχρι την δεκαετία του ’70 που αποδείχτηκαν εξαιρετικά καρκινογόνοι κι απαγορεύτηκαν . Έφτιαχνε rBGH, την αμφιλεγόμενη ορμόνη για αγελάδες γαλακτοπαραγωγής, που απαγορεύτηκε την δεκαετία του ’80 όταν διαπιστώθηκε ότι κατέστρεφε την υγεία των ζώων. Και σημειώστε, ότι ακόμη μέχρι σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά, τα δηλητήρια της Monsanto εξακολουθούν να μην έχουν αδρανοποιηθεί και να αποτελούν κίνδυνο· ddt και pcbs ανιχνεύονται μέχρι σήμερα στο γάλα των πολικών αρκούδων στον αρκτικό κύκλο και στα αυγά των πιγκουίνων της Ανταρκτικής. Ωστόσο, ξεκινώντας από τη δεκαετία του ‘80, η Monsanto ξεφορτώθηκε τα τμήματα χημικών και πλαστικών, εξαγόρασε εταιρείες σπόρων, επένδυσε στην έρευνα βιογενετικής και τελικά επανιδρύθηκε ως γεωργική εταιρεία. Το πρώτο της GMO προϊόν, η κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σόγια ανθεκτική στη γλυφοσάτη, “Round-Up Ready”, εγκρίθηκε από το USDA το 1994.

Cyborg #25

Αγροβιοτεχνολογία

Τεχνικά, η γενετική μηχανική τροποποιεί τη γενετική δομή των κυττάρων και μετακινεί γονίδια πέρα από τα όρια των ειδών για την παραγωγή νέων οργανισμών, με στόχο να μεταφερθούν χαρακτηριστικά του ενός είδους στο άλλο. Στόχος της γενετικής μηχανικής είναι να κατασκευάσει νέους συνδυασμούς γονιδίων, με άλλα λόγια, νέους συνδυασμούς χαρακτηριστικών. Οι οπαδοί των GMOs ισχυρίζονται δόλια ότι αυτό που κάνει η γενετική μηχανική είναι να κατευθύνει μία διαδικασία που έτσι κι αλλιώς «συμβαίνει στην φύση» κι ότι ασκεί με επιστημονικό κι ορθολογικό τρόπο αυτό που οι ίδιοι οι αγρότες κάνουν συστηματικά εδώ και αιώνες. Πράγματι, οι μεταλλάξεις στην φύση είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο και πράγματι οι αγρότες δημιουργούν συστηματικά νέα υβρίδια, συνδυάζοντας διαφορετικές ποικιλίες προκειμένου να επιτύχουν στελέχη που να είναι πιο παραγωγικά ή πιο ανθεκτικά. Είναι αλήθεια τέλος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των φυτών της σύγχρονης οργανωμένης γεωργίας, σε κάθε κλίμακα, είναι υβρίδια που λίγη σχέση έχουν με τις συγγενικές τους άγριες ποικιλίες, εάν υπάρχουν ακόμη. Αλλά η βιοτεχνολογία επεμβαίνει με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο και κάθε σύγκριση με «φυσικές διαδικασίες» διατυπώνεται μόνο για να εξαπατήσει. Στη φύση οι συνδυασμοί δημιουργούνται εντός του ίδιου είδους και με ανάλογο τρόπο πράττουν ιστορικά και οι αγρότες· αντίθετα, η βιοτεχνολογία διαρρηγνύει τα όρια και κατασκευάζει συνδυασμούς διαφορετικών ειδών. Η βιοτεχνολογία κατασκευάζει οργανισμούς που είναι αδύνατον να υπάρξουν στη φύση και επομένως αυτή η τεχνολογία διαφέρει θεμελιωδώς από την παραδοσιακή αναπαραγωγή φυτών και ζώων. Ενώ οι φυσικοί μηχανισμοί αναπαραγωγής περιορίζουν τον αριθμό των νέων συνδυασμών, η γενετική μηχανική δεν έχει πρακτικά κανέναν περιορισμό. Η φυσική εξέλιξη και η γεωργική δραστηριότητα δημιουργούν υβρίδια, ανασυνδυασμούς χαρακτηριστικών εντός του ίδιου είδους· η βιοτεχνολογία κατασκευάζει χίμαιρες.

Οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην αγορά των ΗΠΑ το 1996, τροποποιημένες ώστε να ανέχονται το ζιζανιοκτόνο γλυφοσάτη / Round Up (καλλιέργειες HT) ή να παράγουν το δικό τους εντομοκτόνο (καλλιέργειες Bt). Σήμερα έχουν επεκταθεί σε περισσότερες από 25 χώρες, καλύπτοντας περισσότερο από το 10% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων παγκοσμίως. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 οι μεταλλαγμένες καλλιέργειες κάλυπταν 1,5 εκατομμύριο εκτάρια. Είκοσι χρόνια αργότερα η έκταση αυτή είχε φτάσει τα 180 εκατομμύρια, με έναν ρυθμό επέκτασης που μεγαλώνει εκθετικά κάθε χρόνο. Οι μεγαλύτερες γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες σήμερα είναι της σόγιας (100 εκατομμύρια εκτάρια), του καλαμποκιού (60 εκατομμύρια), του βαμβακιού (30 εκατομμύρια) και της ελαιοκράμβης (10 εκατομμύρια). Σε ποσοστά, αντιπροσωπεύουν το 85% της παγκόσμιας παραγωγής για την σόγια, 75% για το βαμβάκι, 30% για το καλαμπόκι και 25% για την ελαιοκράμβη, ενώ σταθερά ανεβαίνει και το ποσοστό του ρυζιού. Ο κατάλογος των GMOs είναι πλέον μακρύς: πατάτες, ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, μήλα, ροδάκινα, αλλά και τριφύλλι για ζωοτροφές, καπνός, ευκάλυπτος, μέχρι τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα. Ανάμεσα στις χώρες που καλλιεργούν γενετικά τροποποιημένα, στην κορυφή βρίσκονται οι ΗΠΑ, η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Ινδία, ο Καναδάς και η Κίνα, ενώ η διείσδυση αυτών των καλλιεργειών είναι συντριπτική στην Νότια Αμερική, όπου πλέον έχουν καταλάβει περισσότερο από το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, στις ΗΠΑ με 50%, στον Καναδά με 30% και στην Ινδία με 20%. Στην Ευρώπη, η διείσδυση είναι ακόμη σαφέστατα μικρότερη, με πέντε χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Τσεχία, Ρουμανία, Σλοβακία) να έχουν καλλιέργειες GMO καλαμποκιού. Αλλά αυτό πρόκειται να αλλάξει σύντομα, αφού για τις ανάγκες επιβολής των γενετικών πλατφορμών, η ΕΕ άρχισε να διαλύει από μόνη της το πλέγμα κανονισμών που απαγόρευαν τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς.

Cyborg #25

Η ινδική εκστρατεία

Αν και το δυτικό ημισφαίριο και η αμερικανική ήπειρος είναι εκεί που οι GMOs έχουν την μεγαλύτερη εξάπλωση, η χώρα που έχει βρεθεί στο επίκεντρο της διαμάχης ενάντια στην Monsanto και τους χιμαιρικούς της σπόρους είναι η Ινδία. Αναμενόμενο, λόγω της εξαθλίωσης και της περιβαλλοντικής καταστροφής που έχει προκαλέσει αφού τις δύο τελευταίες δεκαετίες περισσότερες από 300.000 αυτοκτονίες αγροτών αποδίδονται ευθέως στην δράση της Monsanto. Η εταιρεία εμφανίστηκε στην Ινδία το 1990 όταν ζήτησε από τις αρχές να πραγματοποιήσει δοκιμές σε κανονικές συνθήκες σε επιλεγμένα αγροκτήματα. Το αίτημα απορρίφθηκε το 1993 από το Τμήμα Βιοτεχνολογίας (DBT) της Ινδίας, την αρχή για την παρακολούθηση των στοιχειωδών και μικρής κλίμακας δοκιμών, λόγω των υπέρογκων τελών για τα χαρακτηριστικά (“trait fees”, περισσότερα παρακάτω για αυτή την πατέντα προστασίας πατεντών εκεί που δεν ισχύουν οι πνευματικές ιδιοκτησίες πάνω στα γονίδια)  που είχε σκοπό να ζητήσει η Monsanto από τους συμμετέχοντες στις δοκιμές και του ενδεχομένου να προκύψουν προβλήματα από την διασταύρωση μιας αμερικανικής ποικιλίας με μια ντόπια. Η εισήγηση της DBT ήταν να ενσωματωθούν τα μεταλλαγμένα γονίδια Bt απευθείας στην εγχώρια ποικιλία. Ωστόσο, το 1995 η Monsanto κατάφερε να ξεπεράσει τις τοπικές ρυθμιστικές αρχές, συμμαχώντας με μία ινδική εταιρεία σπόρων, την Mahyco, στην οποία παραχώρησε την άδεια χρήσης για μία εκδοχή του μεταλλαγμένου γονιδίου της. Η Mahyco προχώρησε η ίδια στην διασταύρωση του γονιδίου με τοπικές ποικιλίες και τελικά της επετράπη να διεξάγει δοκιμές στο πεδίο. Σύντομα, η Monsanto συμμετείχε άμεσα στο πείραμα αγοράζοντας μερίδιο της Mahyco το 1998, με αποτέλεσμα την ίδρυση της Mahyco-Monsanto Biotech (MMB). Τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1998, πριν ακόμη εξασφαλίσει την άδεια της DBT, η Mahyco-Monsanto ξεκίνησε δοκιμές πεδίου σε 40 αγροτεμάχια του ενός στρέμματος στις περιοχές Andhra Pradesh, Punjab, Haryana, Maharashtra και Karnataka. Η Επιτροπή Έγκρισης Γενετικής Μηχανικής (GEAC) - η ανώτατη αρχή της Ινδίας για πειράματα και εμπορική εκμετάλλευση μεγάλης κλίμακας - δεν ικανοποιήθηκε από τις παρατηρήσεις της DBT σχετικά με τη βιοασφάλεια επειδή η δοκιμή φέρεται να διεξήχθη σε περιόδους χαμηλής παρουσίας επιβλαβών οργανισμών - ως εκ τούτου, στις 19 Ιουνίου 2001, διέταξε την επανάληψη των δοκιμών. Τελικά, τον Μάρτιο του 2002, η GEAC ενέκρινε υπό όρους την εμπορική διάθεση τεσσάρων υβριδίων της Monsanto: MON 531, MECH 12, MECH 162 και MECH 184 - για μια περίοδο 3 ετών από τον Απρίλιο του 2002 έως τον Μάρτιο του 2005 ενώ απαγορεύτηκε στην εταιρεία να εμπορευτεί τους σπόρους της στην βόρεια Ινδία λόγω ιδιαίτερων ποικιλιών που καλλιεργούνταν εκεί. Στη συνέχεια, η GEAC ενέκρινε ένα ακόμη μεταλλαγμένο υβρίδιο το 2004 και 16 ακόμη το 2006.

Ας επιστρέψουμε τώρα στο ζήτημα των trait fees (τέλη χαρακτηριστικών), επειδή παίζουν κομβικό ρόλο στην στρατηγική της Monsanto, αλλά και γιατί είναι μία μέθοδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης από τις φαρμακομαφίες στην απόπειρά τους να κατοχυρώσουν πατέντες στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Στις ΗΠΑ, χάρη στους νόμους περί πνευματικής ιδιοκτησίας και τις πατέντες, η Monsanto είναι σε θέση να «δένει» με ισχυρούς όρους τους αγρότες που χρησιμοποιούν προϊόντα της. Προκειμένου να αποκτήσουν σπόρους ή φυτοφάρμακα, οι αμερικανοί αγρότες είναι υποχρεωμένοι να υπογράψουν συμβόλαιο που ορίζει με εξαντλητικές λεπτομέρειες τις χρήσεις που επιτρέπονται ή απαγορεύονται. Στη βάση αυτών των συμβολαιακών δεσμεύσεων , οι αγρότες δεν μπορούν, για παράδειγμα, να κρατήσουν σπόρο για την επόμενη χρονιά, να τον αναμείξουν με άλλες ποικιλίες, να φτιάξουν δικά τους υβρίδια ή να χρησιμοποιήσουν άλλα φυτοφάρμακα και λιπάσματα από αυτά που ορίζει η εταιρεία, ενώ αν αθετήσουν τους όρους απειλούνται με βαριές κυρώσεις. Επειδή στις ΗΠΑ η παραβίαση των πατεντών δεν είναι ζήτημα που περνιέται για αστείο, το φάσμα της τιμωρίας είναι αυτό που πρακτικά δένει χειροπόδαρα τους αγρότες στο όχημα της Monsanto. Η εταιρεία από την μεριά της, εξαντλεί στο έπακρο κάθε δυνατότητα που της δίνει ο νόμος, με μεθόδους που ξεκινούν από αγωγές εναντίον αγροτών και φτάνουν μέχρι την ωμή τρομοκρατία και τους εκβιασμούς από υπαλλήλους της Monsanto.

Στην Ινδία όμως - όπως και σε πολλές άλλες χώρες, αν και αυτό πλέον τείνει να αλλάξει - ο νόμος απαγορεύει τις πατέντες πάνω σε κάθε είδος ζωής, που σημαίνει ότι δεν μπορούν να κατοχυρωθούν δικαιώματα πάνω σε ζώα, φυτά, σπόρους (και φυσικά πάνω στο ανθρώπινο γονιδίωμα). Η Monsanto επομένως θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί στην ινδική υποήπειρο, αλλά οι GMOs της δεν θα είχαν καμία απολύτως προστασία. Και ούτε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις πατέντες της για να καθορίσει τις τιμές. Αλλά εδώ είναι που μπαίνει στην εξίσωση τα “trait fees” κι ανοίγουν ένα διάπλατο παράθυρο στις εταιρείες βιοτεχνολογίας.

Τα trait fees είναι μια πατέντα που σκαρφίστηκαν οι μεγάλες βιοτεχνολογικές/αγροτικές εταιρείες για να προστατεύουν την ιδιοκτησία τους πάνω στους σπόρους. Αντί να κατοχυρώνεται με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ο ίδιος ο μεταλλαγμένος σπόρος, η εταιρεία υποτίθεται ότι κατοχυρώνει κάποια χαρακτηριστικά του (traits). Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που προστατεύεται είναι η τεχνολογία εισαγωγής του μεταλλαγμένου γονιδίου στον σπόρο. “Trait fees” είναι ουσιαστικά το ποσό που υποχρεώνονται να πληρώνουν οι εταιρείες διανομής σπόρων στον βιοτεχνολογικό πάροχο, προκειμένου να έχουν την άδεια να εμπορεύονται την πατενταρισμένη τεχνολογία· τυπικά, ο σπόρος παραμένει ελεύθερος, αλλά η τεχνολογία που τον κατασκεύασε/μετάλλαξε παραμένει δεσμευμένη και ιδιόκτητη. Είναι φανερό ότι πρόκειται ουσιαστικά για την πατέντα πάνω στον σπόρο, που όμως έχει καμουφλαριστεί κατάλληλα για να διαφεύγει από το νόμο. Έτσι η Monsanto, κατάφερε να διαπραγματευτεί και να δεσμεύσει 28 ινδικές εταιρείες σπόρων μέσω μονόπλευρων συμφωνιών αδειοδότησης για να εισπράττουν δικαιώματα για λογαριασμό της. Αντί να πληρώνεται η ίδια απευθείας, χρεώνει τους ενδιάμεσους και επιφορτίζει τους τελευταίους να εισπράττουν δικαιώματα από τους αγρότες. Πρόκειται ασφαλώς για μία άθλια μέθοδο εκμετάλλευσης, που την κάνει ακόμη αθλιότερη το γεγονός ότι η Monsanto πρακτικά επέβαλε το ίδιο ακριβώς μοντέλο που εφάρμοζαν οι άγγλοι αποικιοκράτες, οι οποίοι εκμίσθωναν τους φόρους σε τοπικούς άρχοντες και άφηναν σε αυτούς την ευθύνη είσπραξής τους.

Επιπλέον, η Monsanto με συνεχείς προσφυγές στα ινδικά δικαστήρια μέχρι το ανώτερο επίπεδο, κατάφερε τελικά να ανατρέψει τις αρχικές δικαστικές αποφάσεις που δεν της αναγνώριζαν δικαιώματα πάνω στο σπόρο. Το 2019 το ανώτατο δικαστήριο της χώρας ακύρωσε τελικά τις προηγούμενες αποφάσεις κι αναγνώρισε ως νόμιμη την πατέντα της Monsanto, με το σκεπτικό ότι ο νόμος προστατεύει μεν τα στοιχεία της ζωής στις «φυσικές τους μορφές», αλλά ο μεταλλαγμένος σπόρος της Monsanto είναι «κατασκευή» επομένως δεν εμπίπτει στους περιορισμούς του νόμου.

Αν οι πατέντες ήταν το ένα όπλο της Monsanto στην ινδική της εκστρατεία, η διαπλοκή με τους κατάλληλους μηχανισμούς και τους σωστούς ανθρώπους, ήταν το άλλο. Έτσι, η συμμαχία της Monsanto με τη Mahyco ήταν ένα υπολογισμένο επιχειρηματικό τέχνασμα, καθώς ο διευθυντής της τελευταίας Badrinarayan Barwale, αποδέκτης του Παγκόσμιου Βραβείου Τροφίμων το 1998, θεωρούνταν «αυθεντία» σε ζητήματα αγροτικής βιοτεχνολογίας, ήταν άνθρωπος των ανώτερων κρατικών κύκλων και είχε άμεσες σχέσεις με πολλούς αξιωματούχους των βασικών οργανισμών ρύθμισης της βιοασφάλειας. Αυτή η «προνομιακή σχέση» μεταξύ της Mahyco και των ρυθμιστικών οργανισμών θα έπρεπε να είναι αρκετή για να καταδείξει το είδος του «ελέγχου» των δοκιμών, αφού οι ελεγκτές ήταν ουσιαστικά άνθρωποι του προέδρου της ελεγχόμενης εταιρείας. Αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα, και παρέμειναν τέτοια ακόμη κι όταν αποκαλύφθηκε ότι ο επιστημονικός σύμβουλος της GEAK, και υπεύθυνος για την οργάνωση των ελέγχων, είχε παραβιάσει κάθε διαδικασία και πρωτόκολλο προκειμένου να βγει θετικό αποτέλεσμα για τους GMOs της Monsanto.
Με τέτοιες μεθόδους, η διείσδυση των χιμαιρικών σπόρων στην ινδική γεωργία δεν θα μπορούσε παρά να είναι ανεμπόδιστη κα ταχύτατη, όπως και συνέβη. Μόλις δεκαπέντε χρόνια μετά την εισαγωγή του, το γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι έφτασε να καλύπτει το 88% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης (από 0,05 εκατομμύρια εκτάρια στα τέλη του ’90, στα 9,3 εκατομμύρια το 2012).

Παρόλα αυτά, η Monsanto συνάντησε έντονες αντιδράσεις από την πρώτη στιγμή, παρόλο που η πλειοψηφία των αγροτών αποδείχτηκε έτοιμη να υιοθετήσει ασυλλόγιστα την βιοτεχνολογική προπαγάνδα περί «άτρωτου βαμβακιού» και «εγγυημένων μεγάλων σοδιών» (πώς αλλιώς εξάλλου, αφού η ανέχεια και η εξαθλίωση δεν είναι ποτέ καλοί σύμβουλοι). Η αρχή έγινε ήδη από το 1998 όταν μια καναδική μκο, η Rural Advancement Foundation International, αποκάλυψε ότι η Monsanto είχε εισαγάγει στους γενετικά τροποποιημένους σπόρους της, παράνομα και χωρίς να ενημερώσει τις ελεγκτικές αρχές, ένα άγνωστο ως τότε γονίδιο, με το δυσοίωνο όνομα “terminator”. Το γονίδιο terminator επέτρεπε έναν μοναδικό κύκλο αναπαραγωγής του σπόρου και καθιστούσε στείρους τους επόμενους· με τον τρόπο αυτό οι αγρότες θα έπρεπε υποχρεωτικά να καταφεύγουν στην Monsanto σε κάθε καλλιεργητικό κύκλο. Όταν οι πληροφορίες αυτές έφτασαν στην Ινδία, ξεκίνησαν μεγάλες διαδηλώσεις που κατέληξαν στην πυρπόληση των αγρών με Bt βαμβάκι στην Pradesh και την Karnataka τον Νοέμβριο του 1998.

Μια τέλεια συνταγή: χρέος ή αυτοκτονία;

Το οργανωμένο ινδικό κίνημα ενάντια στην Monsanto έχει υποστηρίξει με εξαντλητική τεκμηρίωση ότι το αυξημένο κόστος, στα όρια του δυσβάστακτου, των καλλιεργειών - για σπόρους, χημικά λιπάσματα, φυτοφάρμακα και άρδευση - συμβάλλουν καθοριστικά στην οικονομική εξόντωση των αγροτών. Το αυξανόμενο κόστος παραγωγής του βαμβακιού, που κάποτε είχε διαφημιστεί από τους βιοτεχνολόγους ως εγγυημένα προσοδοφόρο, έχει αναγκάσει τους αγρότες να πουλάνε πλέον τα πενιχρά οικιακά περιουσιακά τους στοιχεία, ακόμη και μέρος της γης τους για να πληρώσουν τα συσσωρευμένα χρέη τους. Την δεκαετία του 2000 η καλλιέργεια του Bt απαιτούσε σχεδόν 50.000 ρουπίες ανά στρέμμα, εξαιτίας των τεράστιων δαπανών σε άρδευση και φυτοφάρμακα,  έναντι 10.000 που απαιτούσαν οι μη Bt καλλιέργειες. Τα πρώτα χρόνια, όταν ο στόχος της Monsanto ήταν να εδραιωθεί στην Ινδία, οι μεταλλαγμένοι σπόροι ήταν διαθέσιμοι δωρεάν ή σε ελάχιστη τιμή. Όταν όμως ο πατενταρισμένος σπόρος έγινε σχεδόν μονοπώλιο, η εταιρεία προκάλεσε την υπέρογκη αύξηση της τιμής. Έτσι από 8 ρουπίες ανά κιλό που κόστιζε ο σπόρος το 1991, δηλαδή πριν από την εισαγωγή του βαμβακιού Bt, η τιμή εκτοξεύτηκε σε 350 ρουπίες το 2003 (45 φορές πάνω), κι έφτασε στις 1650 ως και 1850 ρουπίες το 2004 για 450g (450 φορές πάνω). Συγκριτικά, η αντίστοιχη αύξηση στις ΗΠΑ ήταν 300% μέσα σε μια δεκαετία, από το 2000 ως το 2010. Η εκτόξευση του κόστους των σπόρων σε τέτοια δυσθεώρητα επίπεδα και η συσσωρευμένη εξαθλίωση που προκαλεί, σε μια κοινωνία μάλιστα όπως η ινδική που έχει λιμοκτονήσει εξαιτίας της αποικιοκρατίας - όπως συνέβη το 1943 με τον λιμό της Βεγγάλης που προκλήθηκε από ακραία κερδοσκοπία και βαριά φορολόγηση -  θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως τέτοια: νέα αποικιοκρατία στηριγμένη στα μεταλλαγμένα και στους σιδερόφρακτους κανονισμούς που προστατεύουν τις πατέντες.

Αν οι GMOs είναι η μία αιτία της εξαθλίωσης των ινδών αγροτών, τα χημικά είναι η δεύτερη. Περισσότερο από το 50% των αγροχημικών που χρησιμοποιούνται στη γεωργία αφορά στην καλλιέργεια βαμβακιού για τον έλεγχο του σκουληκιού και αυτό είναι μόνο για το 5% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης. Ενώ υποτίθεται ότι το Bt απαιτεί λιγότερα φυτοφάρμακα - αυτό είναι εξάλλου το πολυδιαφημισμένο πλεονέκτημά του - επειδή παράγει μόνο του την τοξίνη που εξοντώνει το σκουλήκι του βαμβακιού, το τελικό αποτέλεσμα ήταν ριζικά διαφορετικό. Πράγματι τα πρώτα λίγα χρόνια, το μεταλλαγμένο βαμβάκι απαιτούσε λιγότερα φυτοφάρμακα από τις αντίστοιχες τοπικές ποικιλίες - κι αυτός ήταν ένας λόγος που ώθησε πολλούς αγρότες να στραφούν στις μεταλλαγμένες καλλιέργειες. Αλλά η εξέλιξη ήταν σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Μετά τους πρώτους κύκλους σποράς, το σκουλήκι του βαμβακιού άρχισε να αναπτύσσει αυξημένη αντοχή στην τοξίνη του Bt, ενώ ταυτόχρονα εμφανίστηκαν νέα υπερανθεκτικά παράσιτα που η αντιμετώπισή τους απαιτούσε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες φυτοφαρμάκων (του εξής ενός, της γλυφοσάτης, δηλαδή του roundup). Έρευνα που διεξήγαγε το πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον κατέληξε ότι η υιοθέτηση των γενετικά μεταλλαγμένων καλλιεργειών στις ΗΠΑ, αύξησε την χρήση φυτοφαρμάκων κατά 250 χιλιάδες τόνους μεταξύ 1996 και 2011. Μόνο για το 2011, οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες απαιτούσαν τουλάχιστον 20% περισσότερα φυτοφάρμακα από τις συμβατικές. Στην Ινδία η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Η εκτεταμένη μονοκαλλιέργεια, η εντατική χημική λίπανση, η αποδυνάμωση του εδάφους, η αυξανόμενη ανθεκτικότητα των σκουληκιών, τα νέα υπερ-παράσιτα και η καταστροφή πολλών ειδών αρπακτικών που ελέγχουν τα παράσιτα, έχουν καταλήξει να μετατρέψουν το Bt βαμβάκι σε μια καλλιέργεια ζόμπι που επιβιώνει μόνο χάρη στα νέα μεταλλαγμένα στελέχη που λανσάρει κάθε χρόνο η Monsanto, ανθεκτικά υποτίθεται σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις roundup. Με τον τρόπο αυτό έφτασε η χρήση φυτοφαρμάκων στην Ινδία να έχει 13πλασιαστεί σε σχέση με την προ Bt εποχή του βαμβακιού.

Το παρακάτω απόσπασμα, από την ινδική ηλεκτρονική εφημερίδα daijiworld.com, δημοσιευμένο στις 8 Σεπτέμβρη, είναι ενδεικτικό της κατάστασης που βιώνουν οι αγρότες στην Ινδία και πώς παγιδεύτηκαν από τους μηχανισμούς της Monsanto.

“Πιστεύαμε ότι το βαμβάκι Bt θα ήταν επικερδές. Αλλά μέσα σε περίπου δύο χρόνια, συνειδητοποιήσαμε ότι σπέρναμε σπόρους δηλητηρίου. Χρησιμοποιούσαμε πάρα πολλά χημικά λιπάσματα. Ως αποτέλεσμα, το έδαφός μας έχασε τη γονιμότητά του” θρηνεί ο Sirimajhi Pasanga, ένας αγρότης από το χωριό Paji Gerega στην επαρχία Chandrapur.
Πάρτε τον Pangam Jani, έναν αγρότη από το Muniguda, ο οποίος είχε εξαιρετικές αποδόσεις τα πρώτα δύο με τρία χρόνια. “Από ένα έικρ [acre: περίπου 4,5 στρέμματα], μπορούσαμε να έχουμε συγκομιδή πεντακόσια έως επτακόσια κιλά βαμβάκι. Σταδιακά, η σοδιά άρχισε να μειώνεται. Πέρυσι, έβγαλα μόνο τριακόσια κιλά από ενάμισι έικρ. Κι αυτό επειδή η γονιμότητα του εδάφους μειώνεται”.
Ο Pasanga έχει πάρει δάνεια για να σπείρει τους σπόρους, και όποιο κέρδος βγάλει πηγαίνει στον τοκογλύφο. “Είμαστε παγιδευμένοι σε μια παγίδα χρέους”, λέει, ενώ τα λόγια του απηχούν τη συλλογική αθλιότητα αρκετών άλλων που έχουν συναντήσει την ίδια μοίρα.
“Κερδίζαμε περίπου 25.000 έως 30.000 ρουπίες ανά έικρ από την καλλιέργεια βαμβακιού. Ο καλλιεργητικός κύκλος διαρκεί εννέα μήνες. Πριν από δύο χρόνια, μάζεψα πεντακόσια κιλά βαμβάκι, από τα οποία ο τοκογλύφος πήρε τα τετρακόσια”, θυμάται η Nabina Bredeka, μια άλλη αγρότισσα στο Pajigarega.
Τουλάχιστον το 88 τοις εκατό των ανθρώπων που κατοικούν στη Rayagada της νότιας Odisha ανήκουν σε αναγνωρισμένες φυλές. Για χρόνια, οι φυλές στην περιοχή καλλιεργούσαν με παραδοσιακές μεθόδους - πολλαπλές καλλιέργειες όπως κεχρί, όσπρια, δημητριακά, βολβούς και λαχανικά.
Αλλά κατά την τελευταία δεκαετία, η διείσδυση των σπόρων βαμβακιού Bt έχει διαβρώσει την τοπική ποικιλομορφία των καλλιεργειών, την υγεία του εδάφους και την παραγωγικότητα των καλλιεργειών. Στην Odisha, δεν επιτρέπονται σπόροι βαμβακιού ανθεκτικοί στα ζιζανιοκτόνα, όπως το βαμβάκι Bt. “Αλλά στην περιοχή Rayagada, οι σπόροι βαμβακιού Bt είναι διαθέσιμοι παντού. Δυστυχώς, η γενετικά τροποποιημένη καλλιέργεια έχει προκαλέσει νέα παράσιτα που έχουν την ικανότητα να διαταράξουν σε μεγάλο βαθμό την οικολογική σταθερότητα στην περιοχή που κατοικούν οι φυλές”, ενημερώνει ένας υπάλληλος των υπηρεσιών γεωργίας, υπό τον όρο της ανωνυμίας.
Το βαμβάκι δεν ήταν ποτέ στον κατάλογο των τοπικών καλλιεργειών στη Rayagada. Οι αγρότες δεν γνώριζαν επίσης τις παρενέργειες του γενετικά τροποποιημένου βαμβακιού Bt.
“Αλλά οι μεσάζοντες διείσδυσαν σταδιακά στα χωριά και χτυπούσαν τις πόρτες προσφέροντας μη καταχωρημένους σπόρους βαμβακιού Bt και χρήματα για να καλύψουν το κόστος των απαραίτητων εφοδίων. Επίσης, υποστήριζαν ότι παρέχουν εξασφαλισμένες αγορές για τα προϊόντα, γεγονός που ώθησε ακόμη περισσότερους να ασχοληθούν με την καλλιέργεια βαμβακιού στην περιοχή”, εξηγεί ο Haraprasad Hepruka.
Οι ανυποψίαστοι αγρότες πίστεψαν στις ωραίες ατάκες που υποστήριζαν οι μεσάζοντες - το βαμβάκι είναι kancha paisa (ωμό χρήμα), εύκολο χρήμα κ.λπ. “Έτσι έπεσαν στην παγίδα”, προσθέτει ο Hepruka.
Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση της Odisha αύξησε την ελάχιστη τιμή στήριξης του βαμβακιού - ένας άλλος λόγος για τον οποίο περισσότεροι αγρότες μπήκαν στον πειρασμό.
Σύμφωνα με το Water Footprint Network, η παραγωγή ενός κιλού βαμβακιού καταναλώνει 22.500 λίτρα νερού. Ακόμη και για τις διαδικασίες μετά τη συγκομιδή - καθαρισμός, λεύκανση και βαφή - απαιτείται νερό σε τεράστιες ποσότητες. Εκτός αυτού, η εκτεταμένη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων βλάπτει την αγροβιοποικιλότητα της περιοχής. Δεν επηρεάζει μόνο την ανθρώπινη υγεία, αλλά απειλεί και την άγρια ζωή. Τα υδάτινα σώματα μολύνονται και η υπερκατανάλωση των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους από την καλλιέργεια βαμβακιού μειώνει περαιτέρω τη γονιμότητα του εδάφους.
“Το βαμβάκι είναι πολύ ευαίσθητο. Η καλλιέργεια δεν μπορεί να αντέξει όταν οι βροχοπτώσεις είναι λιγότερες ή ακανόνιστες. Οι απότομες αλλαγές στις τοπικές καιρικές συνθήκες σημαίνουν απώλεια σοδειάς για τους αγρότες”, λέει ο Pagadalu Banujani από το χωριό Dekhapanga. Οι ακανόνιστες βροχές έχουν φέρει σε αδιέξοδο τους αγρότες. Οι ασυνήθιστες βροχοπτώσεις τον Ιανουάριο κατέστρεψαν τις καλλιέργειες βαμβακιού, με πολλούς αγρότες στα χωριά Muniguda, Ramnaguda, Gudari και Padampur να χάνουν εντελώς τις σοδειές τους. “Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσουμε να αποπληρώσουμε τα δάνειά μας”, εκφράζει την αγωνία του ο Damburu Jani, αγρότης από τη Muniguda.

Cyborg #25

Roundup: burn, motherfucker burn!

Η στρατηγική της Monsanto, αλλά και των υπολοίπων αγρο-βιοτεχνολογικών εταιρειών, στηρίζεται στο σχήμα “GMOs + αποκλειστική χρήση συγκεκριμένου φυτοφάρμακου”. (Κρατήστε αυτό το σχήμα, επειδή δεν θα αργήσει η στιγμή που θα εφαρμοστεί και από τις φαρμακομαφίες. Για παράδειγμα, βιοτεχνολογικές πλατφόρμες που θα υποχρεώνουν στη συνέχεια στην αποκλειστική χρήση συγκεκριμένων φαρμάκων). Οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες δεν θα μπορούσαν να επεκταθούν τόσο ραγδαία, αν δεν ήταν ανθεκτικές στο πλέον ισχυρό ζιζανιοκτόνο, την γλυφοσάτη· το roundup δεν θα μπορούσε να έχει γίνει το κυρίαρχο φυτοφάρμακο αν δεν ήταν το μόνο ανεκτό από τους GMOs.
Όταν το roundup εισήχθη για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1970, η χρήση του περιοριζόταν στα ζιζάνια, επειδή το δραστικό συστατικό γλυφοσάτη σκοτώνει όλα τα φυτά. Αυτό άλλαξε με την εισαγωγή των καλλιεργειών που είναι γενετικά τροποποιημένες ώστε να ανέχονται τη γλυφοσάτη (το περίφημο μοντέλο roundup-ready που χρησιμοποιεί η Monsanto για να προωθεί τους μεταλλαγμένους σπόρους της). Μετά από αυτό, η χρήση της γλυφοσάτης αυξήθηκε εκθετικά. Από το 2001 έως το 2007, η χρήση της γλυφοσάτης διπλασιάστηκε, φτάνοντας τα 180 έως 185 εκατομμύρια κιλά στις ΗΠΑ. Ένας από τους λόγος για την αύξηση της χρήσης του roundup στις ΗΠΑ είναι η αύξηση των εκτάσεων καλαμποκιού για την παραγωγή αιθανόλης που προστίθεται στη βενζίνη.

Η χρήση του roundup έχει αυξηθεί επίσης στις καλλιέργειες που προορίζονται για τρόφιμα. Πρώτον, η γλυφοσάτη μπορεί πλέον να ψεκάζεται πάνω από την ίδια την γενετικά μεταλλαγμένη καλλιέργεια, ενώ προηγουμένως ψεκάζονταν εστιασμένα μόνο στα ζιζάνια. Δεύτερον, τα ζιζανιοκτόνα ψεκάζονται τώρα στις καλλιέργειες για να σκοτώσουν το φύλλωμα λίγο πριν από τη συγκομιδή, ιδίως στις πατάτες, τα φασόλια και τα σιτηρά. Αυτές οι πρακτικές αυξάνουν όχι μόνο την ποσότητα ζιζανιοκτόνου που ψεκάζεται στο περιβάλλον, αλλά και την ποσότητα που απορροφάται άμεσα από τα φυτά και καταναλώνονται από ανθρώπους και ζώα.

Το roundup σκοτώνει τα φυτά παρεμβαίνοντας σε ένα βιοχημικό μονοπάτι που εμπλέκεται στη σύνθεση αμινοξέων, το οποίο ονομάζεται shikimic acid pathway. Αυτή η οδός δεν απαντάται στον άνθρωπο, επομένως θεωρήθηκε ότι η γλυφοσάτη δεν τον βλάπτει. Ωστόσο, η οδός αυτή βρίσκεται στα βακτήρια και οι άνθρωποι εξαρτώνται από τα βακτήρια του γαστρεντερικού συστήματος για τη σύνθεση των απαραίτητων αμινοξέων. Παρεμβαίνοντας στη βιοχημεία των βακτηρίων στο ανθρώπινο γαστρεντερικό σύστημα, η κατανάλωση γλυφοσάτης εξαντλεί τα απαραίτητα αμινοξέα και προδιαθέτει σε πλήθος χρόνιων προβλημάτων υγείας. Συγκεκριμένα, η γλυφοσάτη εξαντλεί τα αμινοξέα τυροσίνη, τρυπτοφάνη και φαινυλαλανίνη, τα οποία μπορούν στη συνέχεια να συμβάλουν στην παχυσαρκία, την κατάθλιψη, τον αυτισμό, τις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, το αλτσχάιμερ και το πάρκινσον.

Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι το roundup αναστέλλει τα ένζυμα του κυτοχρώματος P450 (CYP) στα φυτά και στα θηλαστικά.  Τα ένζυμα CYP βοηθούν στην αποτοξίνωση ξένων χημικών ουσιών (όπως τα φυτοφάρμακα), ρυθμίζουν τα επίπεδα της βιταμίνης D και ελέγχουν τη χοληστερόλη στον άνθρωπο.

Το roundup σκοτώνει! Θα μπορούσε να είναι σχήμα λόγου που αποτυπώνει συμβολικά την τραγική ζωή των ινδών αγροτών. Πρόκειται όμως για κυριολεκτική διατύπωση. Από τους 300.000 αγρότες που έχουν αυτοκτονήσει στην Ινδία, οι περισσότεροι αφαίρεσαν την ζωή τους χρησιμοποιώντας το δηλητήριο που υπάρχει πλέον σε αφθονία στα σπίτια τους, το roundup. Το διπλό τερατούργημα της Monsanto - κατοχυρωμένοι με πατέντα GMOs σε συνδυασμό με αποκλειστική χρήση συγκεκριμένων δηλητηρίων/φαρμάκων - σκοτώνει. Άμεσα, τους αγρότες που έχουν παγιδευτεί στην γεωργική βιοτεχνολογία κι έμμεσα το περιβάλλον και τον παγκόσμιο πληθυσμό, με συνέπειες που θα τις μετράμε όχι με χρόνια αλλά με γενιές. Όμως η επέλαση της αγροτοδιατροφικής γενετικής μηχανικής συνεχίζει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση· η προαναγγελθείσα και διαρκώς επικείμενη «διατροφική κρίση» θα είναι ο οδοστρωτήρας που θα ανοίξει λεωφόρους για τους GMOs, με τον ίδιο τρόπο που η «υγειονομική κρίση» άνοιξε διάπλατα την πόρτα της γενετικής μηχανικής στον άνθρωπο. Ασφαλώς η μεθοδολογία και η τεχνογνωσία της Monsanto δεν θα μείνει αναξιοποίητη, ούτε θα περιοριστεί στην αγροτική οικονομία. Τα μεγάλα κεφάλια της χημικής, βιοτεχνολογικής και φαρμακευτικής βιομηχανίας θα έχουν σίγουρα πολλά να διδαχτούν από την Monsanto, για το πώς γίνεται να πουλάς κάτι εξόφθαλμα επικίνδυνο και δολοφονικό και παρόλα αυτά να γίνεσαι παγκόσμιος κυρίαρχος στον τομέα σου.

Harry Tuttle

κορυφή