Cyborg
Cyborg #25 - 10/2022

#25 - 10/2022

Πράσινη μετάβαση… προς τη δυστοπία

Έρχονται μαύρα χρόνια. Όχι γιατί «το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία», αλλά γιατί η ξηρασία απλώνεται τώρα και στο παρελθόν – που είναι η πηγή του κάθε μέλλοντος. Δεν χάνεται απλώς η ελευθερία (αυτή στο κάτω-κάτω ποτέ δεν υπήρξε)· χάνεται η ιδέα της, δηλαδή η έλλειψή της – χάνεται η λάμψη της από τα μάτια των σκλάβων. Η ευτυχία του ζώου ξημερώνει. Θα περισσεύει, ίσως, ο άρτος ο επιούσιος. Αλλά θα λείψει ο άρτος και ο οίνος που έθρεψαν κάποτε την κοινότητα των ανθρώπων.

Γ. Λυκιαρδόπουλος

Ως ευσυνείδητοι πολίτες μιας κάποιας δυτικής δημοκρατίας, η οικολογική σας συνείδηση σάς επιβάλλει να κάνετε μια μικρή αλλαγή στο τηλεοπτικό σας πρόγραμμα και να διακόψετε για λίγο την κατανάλωση σκουπιδιών για να απολαύσετε το τελευταίο ντοκυμαντέρ που έχει να σας προσφέρει η συνδρομητική σας πλατφόρμα σχετικά με κάποια υπό εξαφάνιση είδη σε κάποιο πάρκο της Αφρικής και τις προσπάθειες διάσωσής τους· εξαφάνιση για την οποία εννοείται πως υπαίτια είναι η κλιματική αλλαγή. Οδηγός σας σε αυτή την οικολογική περιπέτεια είναι κάποιος λευκός δυτικός βιολόγος που με τα χακί, κάργκο παντελόνια του, τις βρώμικες μπότες του, τη μακριά του κοτσίδα και το αξύριστο πρόσωπό του μοιάζει με μετενσάρκωση του Ιντιάνα Τζόουνς, αν και τα εμφανή περιττά κιλά χαλάνε προς στιγμή αυτή την εικόνα.

Cyborg #25

Μικρή παρέκβαση: ο φέρελπις Ιντιάνα Τζόουνς έχει ο ίδιος για οδηγό του έναν ψηλόλιγνο αφρικανό με καταγωγή από την περιοχή, με αδαμιαία περιβολή και με ένα μόνιμο, αφοπλιστικό χαμόγελο στο πρόσωπό. Μόνο που η κάμερα σαν να τον αγνοεί αυτόν, επιτρέποντάς του να εμφανίζεται μόνο παρεμπιπτόντως και φευγαλέα σε κάποια πλάνα. Δείχνει μια σαφή προτίμηση προς τον καλοθρεμμένο δυτικό, παρουσιάζοντάς τον να κινείται ανάμεσα σε λιοντάρια, ελέφαντες και ρινόκερους σαν γητευτής της σαβάνας. Με απαράμιλλο θάρρος, σαν ένας άλλος Ράμπο της οικολογίας, ναρκώνει ζώα δεξιά και αριστερά και τα εφοδιάζει με πομπούς για να είναι ευχερέστερη η καταγραφή και ανάλυση των κινήσεών τους. Και σαν να μην έφτανε όλη αυτή η συγκίνηση από την αυταπάρνηση των δυτικών κροκοδειλάκηδων και την προθυμία τους να μάθουν στους ιθαγενείς πώς πρέπει να διαχειρίζονται το περιβάλλον μέσα στο οποίο έχουν μεγαλώσει για μερικές χιλιάδες χρόνια, το επεισόδιο ξαφνικά παίρνει μια νέα τροπή για να φτάσει σε μια δραματική κορύφωση.  Ο ασύρματος ενημερώνει ότι στην άλλη άκρη του πάρκου εντοπίστηκαν λαθροκυνηγοί! Το πλάνο της κάμερας αρχίζει να τρέμει καθώς το συνεργείο τρέχει πίσω από τον πράσινο σταυροφόρο για να επιβιβαστούν όλοι μαζί στο ελικόπτερο. Μερικά πλάνα από ψηλά σαρώνουν τη σαβάνα, με τα αγωνιώδη ζουμ να διαδέχονται το ένα το άλλο. Νάτοι, νάτοι! Το ελικόπτερο ενημερώνει τα τερατώδη τετρακίνητα που κινούνται από κάτω του και αυτά επιταχύνουν μέσα στη σκόνη για να περικυκλώσουν τους άτιμους λαθροκυνηγούς. Τους ακινητοποιούν, περιμένοντας το ελικόπτερο να προσγειωθεί. Η κάμερα ξαναπατάει στο έδαφος και πλησιάζει τρεμουλιάζοντας προς το κέντρο του κύκλου, εκεί όπου περιμένουν στωικά με σκυμμένο το κεφάλι οι αισχροί βιαστές της Μάνας Γης. Ο βιολόγος ενημερώνει την τοπική οικο-αστυνομία κι εσείς μπορείτε να αποσυρθείτε ανακουφισμένοι και με την ελπίδα ότι τα παιδιά σας θα ζήσουν και αυτά κάποτε σε έναν κόσμο στον οποίο θα περπατάνε ακόμα ρινόκεροι. Ωστόσο, πριν σας πάρει ο ύπνος, πίσω από τα βαριά βλέφαρά σας, μια απορία μπορεί να σχηματιστεί. Γιατί άραγε ο τοπικός οδηγός είχε πάψει να χαμογελάει όταν τον έπιασε για μια στιγμή ένα πλάνο δίπλα από τους συλληφθέντες ομοεθνείς του; Δεν έχετε αντοχές όμως για τέτοιες απορίες νυχτιάτικα. Πήγε αργά και ποιος το αντέχει το πρωινό ξύπνημα; «Καληνύχτα, αγάπη μου».

Η ισχύς της προπαγάνδας γύρω από τα λεγόμενα οικολογικά ζητήματα έχει αποκτήσει πλέον τέτοια βαρύτητα που φαίνεται να ρουφάει μέσα της οποιαδήποτε απόπειρα κριτικής απέναντι στην κατ’ ευφημισμόν πράσινη μετάβαση. Για μια ακόμα φορά, η επιστήμη μιλάει με αντικειμενικά δεδομένα και οι λύσεις μοιάζουν μονοσήμαντες. Άσπρο ή μαύρο, διαλέγετε και παίρνετε. Σαν κάποια ιστορία του Τόλκιν, από τη μία μεριά βρίσκονται οι «καλοί» της υπόθεσης, οι σωτήρες της ανθρωπότητας και της γης ολόκληρης· από την άλλη οι μοχθηροί βρυκόλακες της φύσης, οι αθεράπευτα ιδιοτελείς που επιμένουν να μην ακούν τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων. Δεν θα έπρεπε άραγε να υπάρχουν καταφύγια της φύσης και οικολογικά πάρκα; Να αφήσουμε τους ρινόκερους να εξαφανιστούν; Γιατί να μη στήσουμε ανεμογεννήτριες σε κάθε βουνοκορφή και φωτοβολταϊκά σε κάθε κάμπο; Θα έπρεπε να συνεχίσουμε να καίμε ορυκτά καύσιμα και να βράσουμε στο τέλος μέσα σ’ ένα θερμοκήπιο; Και δεν είναι καιρός πλέον να απαλλαγούμε από τις μηχανές εσωτερικής καύσης; Ή μήπως προτιμάτε να βυθιστείτε κάτω από τη θάλασσα όσο θα λιώνουν οι πάγοι;

Ανεξαρτήτως της όποιας εγκυρότητας των σχετικών επιστημονικών αναλύσεων για την ανθρωπογενή καταστροφή του περιβάλλοντος, ο μανιχαϊκός τρόπος με τον οποίο τίθενται τέτοια διλήμματα θα έπρεπε από μόνος του να δημιουργεί υποψίες σχετικά με τη στόχευσή τους και την ειλικρίνεια των προθέσεων εκ μέρους όσων αναλαμβάνουν εργολαβικά να τα διατυπώνουν. Γιατί πρόκειται ακριβώς για έναν τύπο ερωτηματοθεσίας που επιχειρεί να εγκλωβίσει τη σκέψη σε τεχνητά αδιέξοδα και να την οδηγήσει προς προδιαγεγραμμένες «λύσεις». Αν επιπλέον ληφθεί υπόψη και η θέρμη με την οποία το επίθετο «πράσινος», σε όλες τις παραλλαγές του, επιστρατεύεται με κάθε αφορμή και για κάθε χρήση από κράτη, εταιρείες και δισεκατομμυριούχους, τότε οι απλές υποψίες οφείλουν να μετατραπούν σε μια επείγουσα ανάγκη να αναλυθεί κριτικά όλη αυτή η «οικολογική» (αλλά στον πυρήνα της αποκαλυψιακή) ρητορική ως προς τις προκείμενές της.  Όταν το «πράσινο» έχει μετατραπεί σε ένα ιδεοτυπικό κυμαινόμενο σημαίνον που μπορεί να επικολλάται κατά το δοκούν (δηλαδή κατά τις επιταγές κρατών και εταιρειών) σε οποιοδήποτε σημαινόμενο, (θα έπρεπε να) γίνεται φανερό ότι μικρή σχέση μπορεί να έχει πλέον με κάποιες πραγματικές οικολογικές ανησυχίες και ότι μάλλον λειτουργεί ως όπλο στα πλαίσια σκληρών γεωπολιτικών και ταξικών ανταγωνισμών.

Υπάρχει ένας κατ’ αρχάς δικαιολογημένος δισταγμός να δει κανείς την οικολογία υπό το πρίσμα τέτοιων ανταγωνισμών και να την τοποθετήσει στην απέναντι πλευρά, ως μια εχθρική ιδεολογία (με τη μαρξιστική έννοια του όρου). Δισταγμός που γίνεται κατανοητός στο βαθμό που η οικολογία κατάφερε να αντλήσει στο πρόσφατο παρελθόν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωτικής της δύναμης από ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον που είχε (κάποτε) ένα σαφώς αντικαπιταλιστικό και αντισυστημικό πρόσημο. Οι εργατικές, οι φεμινιστικές και οι οικολογικές αρνήσεις πορεύτηκαν για μεγάλο διάστημα δίπλα – δίπλα, επιδεικνύοντας ενίοτε κι έναν υψηλό βαθμό όσμωσης, παρά τις κατά καιρούς προστριβές. Ωστόσο, η αδυναμία σύνθεσής τους σε κάτι πιο εύρωστο ίσως να ήταν κι ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην κατάρρευση και των τριών. Μια τέτοια αδυναμία δεν ήταν απλώς θεωρητική και αφηρημένη. Κατά κάποιο τρόπο καλλιεργήθηκε άνωθεν. Η ρητορική περί εξαφάνισης της εργατικής τάξης στις μετα-βιομηχανικές κοινωνίες, οι πολιτικές των ταυτοτήτων ως μετάλλαξη του φεμινισμού και η λεγόμενη βιώσιμη ανάπτυξη (κάτι που είναι αντίφαση εν τοις όροις) ως μια νεκραναστημένη μορφή οικολογίας είχαν καίρια συμβολή στην επιτυχία της απόπειρας να δαμαστούν οι τότε αντιδράσεις ή ακόμα και να ενσωματωθούν «δημιουργικά» ως πυλώνες της καθεστωτικής ιδεολογίας. Εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο ότι αυτό που σήμερα παρουσιάζεται ως «οικολογικό κίνημα», καλώντας μας να ξεφορτωθούμε τα πλαστικά καλαμάκια και να συνηθίσουμε στα κουπόνια για το ηλεκτρικό ρεύμα, έχει διανύσει πολύ μεγάλη απόσταση από τη μορφή που είχε τη δεκαετία του 70. Το να επιμένει να το θεωρεί κανείς ως σύμμαχο των υπόδουλων πληθυσμών ανά τον πλανήτη θα ήταν όχι απλώς πολιτική αφέλεια, αλλά θανάσιμος κίνδυνος, στα όρια της αυτοχειρίας. [1Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι, ως αντίδραση στον σημερινό εκφυλισμό της οικολογίας, θα έπρεπε να πετάξει κανείς στον κάλαθο της ιστορίας όλο το οικολογικό κίνημα ως εγγενώς αντιδραστικό. Κάνουμε αυτή την επισήμανση γιατί έχουν υποπέσει στην αντίληψή μας τέτοιες περιπτώσεις αντανακλαστικής απόρριψης οποιασδήποτε οικολογικής ανησυχίας, ακόμα και από (πρώην ή νυν, ίσως ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν) μαρξιστές, για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα ζήτημα με τα ορυκτά καύσιμα ή ακόμα και με τα πυρηνικά και οι οποίοι θεωρούν ότι η ευημερία της ανθρωπότητας βασίζεται κατ’ ανάγκη στην ύπαρξη και εκμετάλλευση μεγάλων αποθεμάτων ενέργειας. Βλ. για παράδειγμα το βρετανικό, πρώην μαρξιστικό και νυν (μάλλον) συντηρητικό περιοδικό spiked.]

Για να γίνει καλύτερα κατανοητή αυτή η μετάλλαξη της οικολογίας, χρειάζεται κι ένα πιο μακροσκοπικό βλέμμα. Ποιες ήταν λοιπόν οι απαρχές της οικολογίας ως τρόπου σκέψης για τις σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του και ως επιστήμης; Προβληματισμοί για την επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο περιβάλλον υπό το πρίσμα της σπάνης των αγαθών και της έλλειψης πόρων είχαν διατυπωθεί κατά καιρούς σε διάφορες ιστορικές εποχές και στις πιο διαφορετικές κοινωνίες, από την Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη μέχρι την Ινδία [2Βλ. Green Imperialism: Colonial Expansion, Tropical Island Edens and the Origins of Environmentalism, 1600-1860, R. Grove, Cambridge University Press.]. Ήδη η αρχαία Αθήνα είχε βρεθεί αντιμέτωπη με το πρόβλημα της έλλειψης ξυλείας λόγω υπερβολικής υλοτόμησης για τους σκοπούς της ναυπήγησης νέων πλοίων. Ωστόσο, ποτέ δεν είχε διατυπωθεί συστηματικά κάτι που να μοιάζει με μια οικολογική αντίληψη για τη φύση ως ένα ολιστικό σύστημα μέρος του οποίου αποτελεί και ο άνθρωπος, με τους όποιους περιορισμούς αυτό (θα έπρεπε να) συνεπάγεται για την ένταση της εκμετάλλευσης αυτής της φύσης.

Κάποιες πρωτόλειες αντιλήψεις προς μια τέτοια κατεύθυνση (ακόμα και περί κλιματικής αλλαγής) θα αναφαίνονταν τελικά για πρώτη φορά στην Ευρώπη μόλις τον 17ο αιώνα και με πιο ευκρινή περιγράμματα και σε πιο συστηματική μορφή από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Αυτό το δεύτερο και κάπως πιο ώριμο «οικολογικό» κύμα (εδώ ο όρος «οικολογικό» χρησιμοποιείται ελαφρώς καταχρηστικά και αναδρομικά καθώς δεν είχε ακόμα εφευρεθεί) είχε βαθιές ρίζες στο γενικό πνευματικό κλίμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και στην ανερχόμενη δημοφιλία των φυσιοκρατικών θεωριών που σταδιακά εκτόπιζαν το πιο παραδοσιακό θρησκευτικό κοσμοείδωλο της μεσαιωνικής Ευρώπης. Όπως ήταν σύνηθες όμως για εκείνη την εποχή, η επιστημονική περιέργεια (μεταξύ άλλων και για τα όρια της φύσης) δεν ήταν καθαρά θεωρητική και ενατενιστική. Ιδιαίτερα για τους Γάλλους φυσιοκράτες, η κατανόηση των μηχανισμών και διαδικασιών της φύσης συνοδευόταν και από αιτήματα κοινωνικού μετασχηματισμού, για κάποιους εξ αυτών ακόμα και προς αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Προς το τέλος του 18ου αιώνα, Βρετανοί και Γάλλοι βοτανολόγοι θα εξέφραζαν πλέον ρητά κάποιους πρώτους φόβους για τη πιθανότητα εξαφάνισης ειδών ως αποτέλεσμα των ανθρώπινων παρεμβάσεων στη φύση, ενώ κάποια πρώτα πειράματα προστασίας των δασών και των υδάτων θα λάμβαναν χώρα στο νησί του Μαυρικίου. Το 1852 οι γιατροί που βρίσκονταν στην υπηρεσία της (βρετανικής) Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών δημοσίευσαν μια μελέτη  (Report of a Committee Appointed by the British Association to Consider the Probable Effects in an Economic and Physical Point of View of the Destruction of Tropical Forests) στην οποία προειδοποιούσαν στους πιο υψηλούς τόνους για πιθανές καταστροφικές συνέπειες σε περίπτωση που δεν λαμβάνονταν μέτρα προστασίας των δασών.

Αυτή η σύντομη αναδρομή στις απαρχές των οικολογικών αντιλήψεων ενδέχεται να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η οικολογία συνδέεται με κάποιον ομφάλιο λώρο με τα αντικαπιταλιστικά προτάγματα και ότι αναπτύχθηκε σε μια ριζική αντιπαράθεση προς τη ραγδαία εκβιομηχάνιση που θα έθετε σε κίνηση η πρώτη φάση καπιταλιστικής επέκτασης. Αν και ορθή ως προς κάποιες πλευρές της, μια τέτοια εικόνα παραμένει ωστόσο σοβαρά μεροληπτική όσον αφορά στην ιστορική πορεία της οικολογίας. Είναι ορθή ως προς το ότι οι οικολογικοί προβληματισμοί επί της ουσίας αναπτύχθηκαν σε συγχρονισμό και συμβάδισαν  με τα κύματα της εκβιομηχάνισης και με τους σπασμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σε κάποιες περιπτώσεις ήρθαν και σε αντιπαράθεση με την καπιταλιστική λογική της οικονομικής μεγέθυνσης και της ανηλεούς εκμετάλλευσης της φύσης, αντλώντας ενίοτε (όπως, π.χ., στην περίπτωση του Thoreau) και από τη ρομαντική παράδοση. Όχι σε όλες τις περιπτώσεις όμως. Ίσως ούτε καν στις περισσότερες. Παράλληλα προς αυτό το «ρομαντικό» ρεύμα έρεε κι ένα σαφώς πιο μηχανιστικό, τεχνοκρατικό και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό συμβατό με τις οικονομικές απαιτήσεις και αντιλήψεις της οικονομίας της αγοράς.

Cyborg #25

«Με τον όρο Οικονομία της Φύσης εννοούμε την πάνσοφη στάση του Δημιουργού σε σχέση με όλα τα πράγματα της φύσης, η οποία διασφαλίζει ότι όλα γίνονται για να εξυπηρετήσουν γενικούς σκοπούς μέσω μιας αμοιβαίας αλληλεξάρτησης.»
«...όλα τα ζωντανά πλάσματα πρέπει συνεχώς να χρησιμοποιούνται έτσι ώστε να παράγουν καινούρια άτομα· όλα τα πράγματα της φύσης πρέπει να συμβάλλουν και να βοηθούν στη διατήρηση κάθε είδους· τέλος, ο θάνατος και η καταστροφή του ενός πρέπει να βρίσκονται συνεχώς στην υπηρεσία αποκατάστασης κάποιου άλλου.»
«… στις περιπτώσεις όπου ο πληθυσμός αυξάνεται υπερβολικά, μειώνεται η ομόνοια και η ικανότητα κάλυψης των αναγκών της ζωής, ενώ υπεραφθονούν ο φθόνος και η κακοήθεια έναντι των γειτόνων. Έχουμε να κάνουμε συνεπώς με έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων!»

Τα παραπάνω αποσπάσματα προέρχονται από τον 18ο αιώνα και ανήκουν στον Λινναίο, τον γνωστό θεμελιωτή της σύγχρονης βιολογίας [3Αλιεύτηκαν από το A History of the Ecological Sciences, Part 23: Linnaeus and the Economy of Nature, F. Egerton, The Bulletin of the Ecological Society of America, 2007. Βλ. και Nature's Economy: A History of Ecological Ideas, D. Worster, Cambridge University Press.]. Παρότι ακόμα δεν είχαν καθιερωθεί όροι όπως «οικολογία» (προτάθηκε το 1869 από τον Ernst Haeckel) και «οικοσύστημα» (εισήχθη το 1935 από τον Arthur Tinsley), ο Λινναίος φαίνεται ότι είχε ήδη συλλάβει μια πιο ολιστική ιδέα για τη φύση και τους ζωντανούς οργανισμούς, οι οποίοι ζούνε και αναπαράγονται σε μια συνεχή αλληλόδραση μεταξύ τους μέσα σ’ ένα περιβάλλον που διαθέτει μόνο πεπερασμένους πόρους για την κάλυψη των ζωτικών τους αναγκών. Ακόμα και από αυτά τα σύντομα αποσπάσματα, είναι φανερό ωστόσο ότι οι αντιλήψεις του Λινναίου μικρή σχέση είχαν με κάποιον «ρομαντισμό». Αντιθέτως, αντιλαμβάνεται τις διαδικασίες γένεσης και φθοράς των ζωντανών οργανισμών με τρόπο ομόλογο ως προς αυτόν της κυκλοφορίας του χρήματος και των εμπορευμάτων εντός μιας οικονομίας της αγοράς – δεν είναι φυσικά τυχαία η επιστράτευση του όρου «οικονομία της φύσης». Για την ακρίβεια, η ακροτελεύτια φράση του αντιγράφει κατά λέξη τη χομπσιανή αντίληψη για τις ανθρώπινες κοινωνίες, που με τη σειρά της βρισκόταν φυσικά σε άμεση συνάρτηση με την καθιέρωση και επέκταση του νέου οικονομικού συστήματος [4Βλ. Ατομικισμός και Ιδιοκτησία. Η πολιτική θεωρία του πρώιμου φιλελευθερισμού από τον Χομπς ως τον Λοκ. C,B, Macpherson, εκδ. Γνώση, μτφρ. Ελένη Κασίμη.].
Την ίδια στιγμή, η εμμονή με το «πρόβλημα του υπερπληθυσμού» ήταν αρκετά διάχυτη ήδη από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα για να κορυφωθεί φυσικά με το γνωστό έργο του Μάλθους το 1798 An Essay on the Principle of Population. Οι ιδέες του Δαρβίνου κατά τον 19ο αιώνα θα προσέθεταν ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ αυτής της ζοφερής εκδοχής της οικολογίας, επιμένοντας στο απαράγραπτο του ανταγωνισμού ως καταστατικής αρχής της βιολογικής εξέλιξης – προσθέτοντας ωστόσο, σε αντίθεση με τον Λινναίο, ότι τα είδη δεν είναι σταθερά και απαράλλακτα, αλλά ότι συνεχώς εξαφανίζονται για να δημιουργηθούν νέα. Ενώ και τα δύο ρεύματα της οικολογίας συμμερίζονταν κάποιες κοινές ανησυχίες για τη μοίρα της φύσης και του ανθρώπου μέσα σε αυτή, το έκαναν από ριζικά διαφορετικές οπτικές γωνίες. Το «ρομαντικό» έτεινε προς μια πιο συνεργατική και διαλογική αντίληψη για τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και φύσης, ενώ το «οικονομίστικο» υποστασιοποιούσε τον βιολογικό ανταγωνισμό για να καταλήξει σε μια πιο διαχειριστική αντίληψη και σε πιο τεχνικές λύσεις όσον αφορά στο πρόβλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος. Αυτή η πόλωση ανάμεσα στο «ρομαντικό» και το «οικονομίστικο» πνεύμα της οικολογίας θα σημάδευε και την υπόλοιπη πορεία της κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, με το δεύτερο να παίρνει το προβάδισμα από τη δεκαετία του 1940 και μετά. Τότε ήταν που το λεξιλόγιο της οικολογίας γέμισε με νέους όρους, όπως «παραγωγικότητα», «αποδοτικότητα», «ροές αγαθών και υπηρεσιών», για να φτάσει τελικά να μιλάει ανοιχτά πλέον για «πράσινη ανάπτυξη».

Cyborg #25

Κανένα από τα δύο παραπάνω ρεύματα δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί επομένως ως πιο «αληθινό», πιο «οικολογικό» ή πιο «ορθολογικό» από το άλλο. Και τα δύο είναι εξίσου «επιστημονικά» ή «ορθολογικά» (ως προς το σκοπό, για να θυμίσουμε τη διάκριση του Βέμπερ ανάμεσα σε ορθολογικότητα του σκοπού και ορθολογικότητα της αξίας) – αν σκοπός είναι να εκμεταλλευτεί κανείς τους φυσικούς πόρους για λόγους κάποιας οικονομικής ανάπτυξης χωρίς να εξαντληθούν τελείως αυτοί οι πόροι, είναι απολύτως ορθολογικό να μιλάει κανείς για φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες και πράσινη ανάπτυξη. Αυτό που προσέδωσε στο οικολογικό κίνημα τη δυναμική του στις δεκαετίες μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο δεν ήταν ούτε κάποια νέα επιστημονικά δεδομένα ούτε το ότι αποδείχτηκε πιο ορθολογικό στο πεδίο της τεχνικής, αλλά το ότι συνδέθηκε άμεσα με τα ευρύτερα κινήματα της εποχής, όπως κάποτε είχαν κάνει οι μακρινοί πρόγονοί του, προτάσσοντας ένα διαφορετικό αξιακό σύστημα.
Για όσους παρακολουθούν στοιχειωδώς τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις εκτός των ορίων της ελληνικής επαρχίας (και δεν περιορίζονται σε διαδηλώσεις για τις υποκλοπές και αιτήματα για πρόωρες εκλογές), θα έπρεπε να είναι σαφές σε ποια πλευρά βρίσκεται αυτή τη στιγμή το εκκρεμές της οικολογίας. Οι πράσινοι (με «πρωτοπόρους» αυτούς της γερμανίας) δεν έχουν μετατραπεί απλώς σε καθεστωτικούς, αλλά σε αιχμή του δόρατος της εν εξελίξει καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Το δροσερό πράσινο των λιβαδιών έχει αρχίσει να παίρνει την απόχρωση του ζοφερού φαιοπράσινου της μούχλας και του νέου ολοκληρωτισμού. Το ερώτημα που ανακύπτει φυσικά σε αυτό το σημείο αφορά στα αίτια και στις στοχεύσεις αυτής της μετάλλαξης. Γιατί παρατηρείται τώρα αυτή η διολίσθηση της «οικολογίας» προς ένα υβρίδιο νεοδαρβινισμού και τεχνολαγείας και ποιους ορίζοντες ανοίγει – ή μάλλον κλείνει για όσους βρίσκονται ή πρόκειται να βρεθούν σε θέση αδυναμίας;

Cyborg #25

Για να πιάσει κανείς από μια κάποια αρχή το νήμα αυτών των ιδεολογικών ανακατατάξεων, αξίζει ίσως να δει το χρονικό σημείο από το οποίο κράτη και επιχειρήσεις ξεκίνησαν την αντεπίθεσή τους στο πράσινο πεδίο. Μιλώντας για τη σύγχρονη εποχή, το χρονικό αυτό σημείο θα μπορούσε ιδεοτυπικά να τοποθετηθεί στο 1968, χρονιά κατά την οποία ιδρύεται το γνωστό κλαμπ της Ρώμης, ένας «μη κερδοσκοπικός» οργανισμός που έχει στο τιμόνι του «ηγέτες» από τον επιχειρηματικό τομέα και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD). Σκοπός του υποτίθεται ότι ήταν να μελετήσει από μια ολιστική οπτική τα περίπλοκα προβλήματα με τα οποία θα ερχόταν αντιμέτωπη η ανθρωπότητα από τότε και στο εξής. Καρπός αυτών των προσπαθειών ήταν και η περίφημη αναφορά του The Limits of Growth (Τα Όρια της Ανάπτυξης), που εκδόθηκε το 1972 και έθετε κάποιους προβληματισμούς σχετικά με τη βιωσιμότητα ενός μοντέλου ακατάσχετης ανάπτυξης και υπερπληθυσμού (πάλι αυτός!) με δεδομένους κάποιους πεπερασμένους πόρους. Από μια πρώτη ματιά, ενδέχεται να μοιάζουν ευγενείς οι σκοποί του εν λόγω κλαμπ. Θα ήταν ωστόσο βαρύ πολιτικό σφάλμα να αποδεχτεί κανείς αδιερώτητα τέτοιες κινήσεις ως αποτελέσματα μιας κρίσης ειλικρίνειας και αυτοκριτικής εκ μέρους των κρατών. Αν αυτές ενταχθούν στο γενικότερο πολιτικό  και γεωπολιτικό κλίμα της εποχής, τότε αναδύεται μια κάπως διαφορετική εικόνα.
Το μεγάλο ενεργειακό συμβάν της εποχής εκείνης που προκάλεσε τριγμούς στα θεμέλια των δυτικών καπιταλιστικών σχηματισμών ήταν φυσικά η πετρελαϊκή κρίση του 1973, όταν οι χώρες του OPEC αποφάσισαν να επιβάλουν εμπάργκο σε όσες δυτικές χώρες στήριζαν την επιθετικότητα του ισραηλινού κράτους. Από μόνο του, ένα τέτοιο γεγονός θα μπορούσε να θεωρηθεί απλά ως άλλη μία κίνηση πάνω στη γεωπολιτική σκακιέρα. Όμως δεν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο συμβάν. Φτάνοντας στο τέλος της δεκαετίας του 1960, οι Η.Π.Α. είχαν βρεθεί ήδη σε αδιέξοδο όσον αφορά στην εγχώρια παραγωγή πετρελαίου η οποία απλούστατα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στη ζήτηση. Το μερίδιό τους στην παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου είχε πέσει στο 16% όταν ξέσπασε η πετρελαϊκή κρίση. Τη χρονιά που ιδρύθηκε, επομένως, το κλαμπ της Ρώμης, υπήρχε ήδη διάχυτη ανησυχία σχετικά με τη βιωσιμότητα του δυτικού ενεργειακού μοντέλου ως καπιταλιστικού και γεωπολιτικού μοντέλου και ασχέτως με τις όποιες οικολογικές ανησυχίες.

Με βάση αυτά τα δεδομένα λοιπόν, δεν θα ήταν υπερβολικό να υποθέσει κανείς ότι τα χρόνια γύρω από το 1970 εγκαινίασαν μια επιχείρηση στενότερου ελέγχου των ενεργειακών αποθεμάτων ώστε να διασφαλιστεί η κατά το δυνατόν ομαλότερη αναπαραγωγή ενός οικονομικού συστήματος καθώς αυτό έτρεχε προς την 3η βιομηχανική επανάσταση. Κομμάτια της οικολογικής ρητορικής ήταν σε θέση να προσφέρουν απλόχερα ένα ιδεολογικό προκάλυμμα σε μια τέτοια επιχείρηση, ειδικά από τη στιγμή που το οικονομίστικο ρεύμα της είχε αναπτύξει αυτόνομα ένα συμβατό λεξιλόγιο γύρω από τις έννοιες της «παραγωγικότητας», του «ανταγωνισμού», των «κύκλων αναπαραγωγής» κ.ο.κ. Το σημαντικό που πρέπει να γίνει κατανοητό εδώ είναι ότι δεν επρόκειτο (ούτε τότε ούτε και τώρα) για μια απόπειρα πλήρους κατάργησης των ορυκτών καυσίμων  - κάτι που, ούτως ή άλλως, από τεχνική άποψη και με βάση τις απαιτήσεις του υπάρχοντος ενεργειακού μοντέλου, μοιάζει από δύσκολο ως αδύνατο. Αλλά ούτε και για μια απόπειρα υπερπαραγωγής που θα οδηγούσε σε μια υπεραφθονία πετρελαίου.

Το βασικό είναι η δυνατότητα επακριβούς ελέγχου αυτής της παραγωγής, δημιουργώντας υπερπροσφορά ή και σπάνη όπου και όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Είναι ευνόητο ότι η επιβολή κανόνων για τις εκπομπές ρύπων (κανόνες που στο μεγαλύτερο ποσοστό τους διαμορφώνονται από τις ήδη ανεπτυγμένες χώρες της δύσης) μεταφράζονται αυτόματα σε κανόνες για τα περιθώρια παραγωγής, κυκλοφορίας και χρήσης ορυκτών καυσίμων. Ασχέτως με την όποια συμβολή αυτών των καυσίμων στην κλιματική αλλαγή (συμβολή που αμφισβητείται έντονα), γεγονός παραμένει ότι όποιος θα έχει τη δυνατότητα να ορίσει αυτούς τους κανόνες και να τους επιβάλει θα βρίσκεται σε θέση να ελέγξει τον τρόπο και την έκταση της χρήσης τους            

Όσο και αν δεν είναι προφανές με μια πρώτη ματιά, κεντρική σημασία σε αυτή την απόπειρα ελέγχου των ενεργειακών ροών έχει και η θέση του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Το δολάριο μπορεί να αποδεσμεύτηκε από τον χρυσό τη δεκαετία του 1970, όμως προσδέθηκε, έστω και κάπως άτυπα, στο πετρέλαιο. Εφόσον οι συναλλαγές για τις αγοραπωλησίες πετρελαίου πραγματοποιούνται σε δολάρια (κάτι που αλλάζει τα τελευταία χρόνια και μάλλον πρόκειται για μη αναστρέψιμη αλλαγή), το πετρέλαιο έχει μετατραπεί σε de facto ρυθμιστή της αξίας του δολαρίου. Από τη μία, η ζήτηση για δολάρια παρέχει ένα είδος φτηνών δανείων στο αμερικανικό κράτος. Από την άλλη, μια υπερβολική προσφορά πετρελαίου αναγκαστικά θα οδηγούσε σε υποτίμηση του δολαρίου. Για τη διατήρηση της αμερικανικής - δολαριακής ηγεμονίας, αποτελεί επομένως κομβικής σημασίας ζήτημα το κατά πόσον είναι δυνατός ο έλεγχος της παραγωγής και της κυκλοφορίας των ορυκτών καυσίμων. Με άλλα λόγια, ο έλεγχος των χωρών που διαθέτουν τέτοια αποθέματα, όπως αυτές της κεντρικής Ασίας και της Ρωσίας, ειδικά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης [5Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. η ιδεολογική διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, Cyborg, τ. 16.].

Σε δεύτερο χρόνο, αυτός ο έλεγχος αναγκαστικά επεκτείνεται και σε χώρες που έχουν ανάγκη για ενεργειακούς πόρους για σκοπούς δικής τους ανάπτυξης, με την Κίνα εδώ να αποτελεί το αρχετυπικό παράδειγμα. Για χώρες που έχουν περάσει από μια φάση σημαντικής αποβιομηχάνισης (με όρους 2ης βιομηχανικής επανάστασης), αναπτυσσόμενες με βάση τα αναβολικά των χρηματιστιριακών, τζογαδόρικων προϊόντων (εξέλιξη της οποίας η αρχή τοποθετείται και πάλι στη δεκαετία του 1970), ανταγωνιστές, όπως η Κίνα, που επιμένουν σε πιο «παραδοσιακές» μορφές ανάπτυξης, φαντάζουν ως θανάσιμος κίνδυνος. Η επιβολή «πράσινων» τεχνολογιών σε παγκόσμιο επίπεδο θα έθετε αυτόματα εμπόδια σε ένα τέτοιο είδος «ανεύθυνης» ανάπτυξης, επιτρέποντας στους πρωτεργάτες της «βιώσιμης ανάπτυξης» να αποκτήσουν ξανά το πλεονέκτημα.

Cyborg #25

Πέρα από τους όποιους λόγους γεωπολιτικών ανταγωνισμών όμως, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς και λόγους εσωτερικής πειθάρχησης πίσω από την επέλαση των «φιλικών προς το περιβάλλον» τεχνολογιών. Το άγιο δισκοπότηρο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης ακούει στο όνομα «καθολική διασύνδεση των πάντων». Κάτι που προφανώς προϋποθέτει μια άνευ προηγουμένου διάδοση των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών. Για να επιβληθεί αυτή η αλλαγή μοντέλου, επιστρατεύεται ένα κόλπο διανοητικής λαθροχειρίας. Ο,τιδήποτε το ηλεκτρ(ον)ικό παρουσιάζεται ως καθαρό, άοσμο και αθόρυβο, που οφείλει να εκτοπίσει τη βρωμιά και τη μουτζούρα της μηχανής εσωτερικής καύσης [6Ενδιαφέρον «ανέκδοτο»: Πριν από περίπου έναν αιώνα, όταν βρισκόταν στο απόγειό της η 2η βιομηχανική επανάσταση και υπήρχε η αντίστροφη ανάγκη για αποδοχή των μηχανών εσωτερικής καύσης, ένας βασικός λόγος για τον οποίο απορρίφθηκαν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα (που κυκλοφορούσαν ήδη και μπορούσαν να είναι ακόμα πιο αποδοτικά από αυτά των κινητήρων εσωτερικής καύσης) ήταν ακριβώς το ότι ήταν άοσμα και αθόρυβα. Για αυτόν τον λόγο θεωρούνταν και ως περισσότερο θηλυπρεπή, σε αντίθεση με αυτά που κινούνταν με κινητήρες εσωτερικής καύσης, μοιάζοντας περισσότερο με «άγρια θηρία» και ο επιβάτης τους με ένα είδος αναβάτη που έπρεπε να δαμάσει το θηρίο.]. Η αλλαγή του μοντέλου κατανάλωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής εμφανίζεται έτσι κατά έναν μαγικό τρόπο ως αναπόφευκτη αλλαγή ενεργειακού μοντέλου, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι τόσο οι απαιτούμενες ποσότητες ηλεκτρικής ισχύος όσο και η παραγωγή των ίδιων των συσκευών ενδεχομένως να αφήνουν ένα ακόμα βαρύτερο οικολογικό αποτύπωμα σε σχέση πιο παραδοσιακές μορφές ενέργειας [7Βλ. κλιματική αλλαγή και 4η βιομηχανική επανάσταση, Cyborg, τ.17.].

Τέτοιες διανοητικές λεπτότητες όμως δεν βρίσκουν χώρο να εκφραστούν όταν το ζητούμενο είναι η σε μεγάλο βαθμό βίαιη αναδιάρθρωση ολόκληρων κοινωνιών στα πρότυπα της καθολικής διασύνδεσης. Γιατί, εκτός από τους οικονομικούς παράγοντες που παρέχουν ώθηση σε μια μετάβαση τέτοιας κλίμακας, υποβόσκει και η ανάγκη διαχείρισης των πληθυσμών στα κεφάλια των οποίων πρόκειται να δοκιμαστούν τέτοια πειράματα. Με τις δυτικές οικονομίες να βρίσκονται εδώ και δεκαετίες στα όριά τους, επιχειρώντας συνεχώς άλματα προς το χρηματιστιριακό μέλλον με την ελπίδα να αναβάλουν όσο αυτό είναι δυνατό σοβαρούς κλυδωνισμούς, η ανάγκη πειθάρχησης των εσωτερικών τους πληθυσμών γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Βασικό εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι ακριβώς αυτή η περιβόητη καθολική διασύνδεση που διαφημίζεται ως η βασιλική οδός προς ένα πράσινο μέλλον οικολογικών πόλεων. Οι δυνατότητες επιτήρησης της κατανάλωσης (π.χ., μέσω των ψηφιακών νομισμάτων) και εν γένει της κοινωνικής συμπεριφοράς (π.χ., μέσω των κοινωνικών δικτύων) που διανοίγονται έχουν ένα βάθος πρωτοφανές που δεν θα παραμείνει ανεκμετάλλευτο και πηγαίνει πολύ μακρύτερα από κάποια «νεο-φεουδαρχία» (όρος που συχνά αναφέρεται σε κάποιους αντισυστημικούς κύκλους). Τα πηγάδια με το πετρέλαιο ίσως εξαντληθούν κάποια στιγμή στο μέλλον. Τα πηγάδια με τα προσωπικά δεδομένα έχουν όμως μόλις ανοίξει και η ανάγκη εκμετάλλευσής τους πρέπει να περιβληθεί με κάποιο ιδεολογικό πρόσχημα που θα επιβάλει αυτή την εκμετάλλευση, φυσικά για τη διάσωση του πλανήτη. 

Ίσως όμως η πιο ζοφερή απ΄ όλες τις εξελίξεις κάτω από τις πομφόλυγες περί πράσινης μετάβασης να μην έχει τόσο να κάνει με τους κύκλους της παραγωγής, της κατανάλωσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Η υπαγωγή όλο και ευρύτερων τομέων της παραγωγής και του κοινωνικού στις προσταγές του κεφαλαίου έχει υπάρξει σταθερό μοτίβο της καπιταλιστικής ιστορίας ως εφαλτήριο υπέρβασης των όποιων κρίσεων – ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί πριν από 150 χρόνια ότι η ίδια η διασκέδαση θα παραγόταν εργοστασιακά και θα καταναλωνόταν επί χρήμασι; Αυτό που φαίνεται να λαμβάνει χώρα πλέον είναι ότι, με το πρόσχημα της πράσινης μετάβασης, εντάσσονται οργανικά στην εμπορευματική κυκλοφορία οι ίδιες οι διαδικασίες της φυσικής (ζωικής και φυτικής) αναπαραγωγής. Δεν πρόκειται για μια εντελώς καινοφανή εξέλιξη. Απόπειρες περιφράξεων των φυσικών πόρων με τη δημιουργία πάρκων και «παρθένων» περιοχών είχαν υπάρξει και στο παρελθόν, με στόχο να διασφαλιστεί ότι οι σχετικοί πόροι δεν θα εξαντλούνταν και δεν θα έπεφταν σε «λάθος» χέρια. Η καθολικότητα ωστόσο των νέων περιφράξεων αποτελεί κάτι σαν πραγματική εκπλήρωση των ονειρώξεων εκείνου του παλιού οικονομίστικου ρεύματος της οικολογίας. Στον βαθμό που έχουν εξαντληθεί για την ώρα οι δυνατότητες απόσπασης υπεραξίας με πιο παραδοσιακούς τρόπους, η ίδια η φύση μετατρέπεται στο σύνολό της σε ένα νέο πεδίο εκμετάλλευσης, ακόμα και στο κυτταρικό επίπεδο [8Βλ. τα σχετικά άρθρα της Whitney Webb, Wall Street’s Takeover of Nature Advances with Launch of New Asset Class και UN-Backed Banker Alliance Announces “Green” Plan to Transform the Global Financial System.].

Ο άνθρωπος γίνεται πλέον υπεύθυνος για τη διατήρηση (conservation) της φύσης χωρίς αυτή η ίδια να έχει κάποια αυτόνομη αξία. Αντιθέτως, καλείται να διατηρηθεί εντασσόμενη μέσα στους σκοπούς της οικονομικής ανάπτυξης. Η φύση αποκτάει έτσι ένα διπλό πρόσωπο. Από τη μία εννοείται ως κάτι το όλως άλλο, το απολύτως εξωτερικό που μπορείς να το απολαμβάνεις μόνο κατά περίσταση και με τις μεγαλύτερες προφυλάξεις – αυτήν ακριβώς την αντίληψη προωθεί η δημιουργία ειδικών πάρκων με το να σύρει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ό,τι θα πρέπει να θεωρείται «φυσικό» και σε ό,τι λογίζεται ως «ανθρώπινο». Από την άλλη, ως κάτι το εξωτερικό, η φύση μετατρέπεται και σε αντικείμενο, σε κάτι που χρειάζεται συνεχείς παρεμβάσεις εκ μέρους του ανθρώπου είτε απλά για να επιβιώσει ως τέτοια είτε για εξυπηρετήσει ανθρώπινους (διάβαζε καπιταλιστικούς) σκοπούς. Ένα πάρκο δεν είναι απλώς κάτι που δεν αγγίζεται, αντίληψη ούτως ή άλλως βαθιά παρανοϊκή. Ταυτόχρονα μπορεί να είναι και μια  αποθήκη πόρων που ίσως κάποια στιγμή να επιβάλλεται η εκμετάλλευσή τους. Ή ακόμα και μια γενετική αποθήκη που περιέχει έναν βιολογικό πλούτο διαθέσιμο προς μελέτη και αξιοποίηση. Η φύση γίνεται έτσι εξωτερική ως προς τα μεμονωμένα άτομα, αλλά εσωτερική ως προς το οικονομικό σύστημα που αυτά τα ίδια άτομα έχουν θέσει σε κίνηση. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τον ορισμό της αποξένωσης. Της αποξένωσης ακόμα και απέναντι στο ίδιο το σώμα και τις ζωτικές του διεργασίες .      

Όποιος περιμένει λοιπόν κάποιο λαμπρό μέλλον από την πράσινη μετάβαση, θα απογοητευτεί οικτρά – εκτός κι αν ανήκει σε όσους προσμένουν κάποια οφέλη από αυτή. Αν το οικολογικό κίνημα θεώρησε κάποτε ότι θα μπορούσε να διαιωνίσει την ύπαρξη και την αξία του παραμένοντας σε μια σχετική απομόνωση και χωρίς να αγγίζει ευρύτερα ζητήματα, ήρθε η ώρα για να μάθει ένα σκληρό μάθημα. Όσο ακολουθεί μια τέτοια λογική, η μόνη πιθανότητα της επιβίωσης του είναι να απορροφηθεί πλήρως από τους μηχανισμούς στους οποίους κάποτε εναντιώθηκε, μετατρεπόμενο σε έναν βρυκόλακα που θα διατηρεί τη φύση διασωληνωμένη, κρατώντας τη στη ζωή μόνο τόσο όσο είναι απαραίτητο για να απορροφάει τις δυνάμεις της. Κι έτσι θα αυτοκαταργηθεί, εφόσον η φύση θα έχει πλέον μετατραπεί μόνο σε μια στιγμή της τεχνικής.

Separatrix

Cyborg #25

Σημειώσεις

1 - Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι, ως αντίδραση στον σημερινό εκφυλισμό της οικολογίας, θα έπρεπε να πετάξει κανείς στον κάλαθο της ιστορίας όλο το οικολογικό κίνημα ως εγγενώς αντιδραστικό. Κάνουμε αυτή την επισήμανση γιατί έχουν υποπέσει στην αντίληψή μας τέτοιες περιπτώσεις αντανακλαστικής απόρριψης οποιασδήποτε οικολογικής ανησυχίας, ακόμα και από (πρώην ή νυν, ίσως ούτε οι ίδιοι γνωρίζουν) μαρξιστές, για τους οποίους δεν υπάρχει κανένα ζήτημα με τα ορυκτά καύσιμα ή ακόμα και με τα πυρηνικά και οι οποίοι θεωρούν ότι η ευημερία της ανθρωπότητας βασίζεται κατ’ ανάγκη στην ύπαρξη και εκμετάλλευση μεγάλων αποθεμάτων ενέργειας. Βλ. για παράδειγμα το βρετανικό, πρώην μαρξιστικό και νυν (μάλλον) συντηρητικό περιοδικό spiked.
[ επιστροφή]

2 - Βλ. Green Imperialism: Colonial Expansion, Tropical Island Edens and the Origins of Environmentalism, 1600-1860, R. Grove, Cambridge University Press.
[ επιστροφή]

3 - Αλιεύτηκαν από το A History of the Ecological Sciences, Part 23: Linnaeus and the Economy of Nature, F. Egerton, The Bulletin of the Ecological Society of America, 2007. Βλ. και Nature's Economy: A History of Ecological Ideas, D. Worster, Cambridge University Press.
[ επιστροφή]

4 - Βλ. Ατομικισμός και Ιδιοκτησία. Η πολιτική θεωρία του πρώιμου φιλελευθερισμού από τον Χομπς ως τον Λοκ.  C,B, Macpherson, εκδ. Γνώση, μτφρ. Ελένη Κασίμη.
[ επιστροφή]

5 - Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. η ιδεολογική διαχείριση της κλιματικής αλλαγής, Cyborg, τ. 16.
[ επιστροφή]

6 - Ενδιαφέρον «ανέκδοτο»: Πριν από περίπου έναν αιώνα, όταν βρισκόταν στο απόγειό της η 2η βιομηχανική επανάσταση και υπήρχε η αντίστροφη ανάγκη για αποδοχή των μηχανών εσωτερικής καύσης, ένας βασικός λόγος για τον οποίο απορρίφθηκαν τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα (που κυκλοφορούσαν ήδη και μπορούσαν να είναι ακόμα πιο αποδοτικά από αυτά των κινητήρων εσωτερικής καύσης) ήταν ακριβώς το ότι ήταν άοσμα και αθόρυβα. Για αυτόν τον λόγο θεωρούνταν και ως περισσότερο θηλυπρεπή, σε αντίθεση με αυτά που κινούνταν με κινητήρες εσωτερικής καύσης, μοιάζοντας περισσότερο με «άγρια θηρία» και ο επιβάτης τους με ένα είδος αναβάτη που έπρεπε να δαμάσει το θηρίο.
[ επιστροφή]

7 - Βλ. κλιματική αλλαγή και 4η βιομηχανική επανάσταση, Cyborg, τ.17.
[ επιστροφή]

8 - Βλ. τα σχετικά άρθρα της Whitney Webb, Wall Street’s Takeover of Nature Advances with Launch of New Asset Class και UN-Backed Banker Alliance Announces “Green” Plan to Transform the Global Financial System.
[ επιστροφή]

κορυφή