Cyborg
Cyborg #21 - 06/2021

#21 - 06/2021

Άρτος και θεάματα - εμβόλια και αθλήματα

Όραμα μεγάλο πάνω απ’ τους δρόμους, σα φύλλα του
φθινοπώρου σκόρπιζαν οι ζητωκραυγές.
Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ’ τα φώτα, τις σημαίες, τη
βουή. Γιορτάζαμε τη νίκη.

Όμως την ίδια ώρα κάποιος σηκώνεται μες στο σιωπηλό
σπίτι, δεν ανάβει φως, ντύνεται και κάθεται στο
σκοτάδι.
Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει.

Τ. Λειβαδίτης, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα

Τι κοινό μπορεί να έχει άραγε το VAR [1Video assistant referee: ο επιπλέον διαιτητής – επόπτης που εισήχθη πρόσφατα στους αγώνες ποδοσφαίρου με σκοπό να αποτρέπονται τα ανθρώπινα λάθη του κυρίως διαιτητή...] στο ποδόσφαιρο με τη διαχείριση του κορωνοϊού; Το ερώτημα δεν είναι προβοκατόρικο (όχι πολύ, τέλος πάντων). Σε μια πρώτη ανάγνωση, η απάντηση μοιάζει τετριμμένη. Είτε δεν υπάρχει κανένα κοινό είτε υπάρχουν τόσες πολλές συνδέσεις που καθιστούν εν τέλει το ερώτημα άνευ σημασίας. Υποστηρίζουμε ότι υπάρχει ένας ευμεγέθης κοινός τόπος και ότι τα νήματα που συνδέουν αυτές τις δύο φαινομενικά ασύνδετες πλευρές του κοινωνικού μπορεί να είναι μεν δυσδιάκριτα, ωστόσο είναι υπαρκτά και μάλιστα αρκετά ανθεκτικά. Υπάρχει ένας συγκεκριμένος ιστός σημασιών και πρακτικών που επιτρέπει τη μετάβαση από το VAR στον κορωνοϊό και πάλι πίσω. Ας επαναδιατυπώσουμε το ερώτημα με έναν λίγο διαφορετικό τρόπο. Από τη μία πλευρά έχουμε τον έναν πόλο, το ένα σημείο σύγκλισης αυτών των νημάτων: τον θεσμό του ποδοσφαίρου (ή και όποιου άλλου αθλήματος) με τις όποιες πρακτικές διαμόρφωσης και περι-γραφής των σωμάτων και των συμπεριφορών - κατ’ αρχάς των αθλητών, αλλά όχι μόνο. Από την άλλη, μια πρωτοφανή εκστρατεία βιοπολιτικής διαχείρισης των πληθυσμών η οποία, αφού πρώτα μετέτρεψε τα σπίτια σε φυλακές με προβλεπόμενες ώρες προαυλισμού, τώρα φιλοδοξεί να αιχμαλωτίσει τα ίδια τα κύτταρα υπάγοντάς τα άμεσα στη λογική του κεφαλαίου. Μήπως, διατυπωμένο έτσι, το ερώτημα αφήνει να διαφανεί ότι ίσως και να υπάρχει ένα κοινό έδαφος πίσω από τη λογική του (επαγγελματικού) αθλητισμού και αυτή της ιατρικής;

Η κυρίαρχη αντίληψη περί της λειτουργίας και της καταγωγής του αθλητισμού τον βλέπει σαν μια ανθρωπολογική σταθερά με τη γέννησή του να χάνεται κάπου στα βάθη των αιώνων. Σχεδόν κάθε στοιχειωδώς οργανωμένη κοινωνία έχει να επιδείξει δραστηριότητες που θα μπορούσαν να ονομαστούν αθλητικές, από τους Ολυμπιακούς αγώνες της αρχαίας Ελλάδας μέχρι τα αγωνίσματα με μπάλες από καουτσούκ των μεσο-αμερικάνικων πολιτισμών. Από αυτή την άποψη επομένως, ο αθλητισμός μοιάζει με μια πανανθρώπινη ανάγκη που διαπερνά πολιτισμούς, εποχές και τόπους - κάτι σαν το μύθευμα του Παπαρρηγόπουλου για την περίφημη αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού διαμέσου των αιώνων. Μια τέτοια διαπίστωση ωστόσο, όση αλήθεια κι αν εμπεριέχει, είναι εξαιρετικά πρεσβυωπική, διατυπωμένη έτσι, μέσα σε μια μακρο-πολιτισμική γενικότητα. Οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες δεν είναι απλή αναβίωση των αρχαιοελληνικών αντίστοιχων αγώνων, παρόλο που πάτησαν ακριβώς πάνω σε μια τέτοια μυθολογία για να νομιμοποιηθούν. Και θα ήταν ασυγχώρητη ιστορική λαθροχειρία το να προσπαθήσει να ταυτίσει κανείς το σύγχρονο ποδόσφαιρο με τα μεσο-αμερικάνικα αγωνίσματα. Για να γίνει κατανοητή η λογική και η λειτουργία των σύγχρονων αθλημάτων, χρειάζεται ο μεγεθυντικός φακός της ιστορικής κριτικής που μπορεί να προσφέρει μια ειδικότερη και πιο εστιασμένη εξέταση του τρόπου με τον οποίο αυτά εντάσσονται στις ευρύτερες αντιλήψεις, θεσμούς και ιδεολογίες των καπιταλιστικά υπερ-ώριμων κοινωνιών του 21ου αιώνα.

Cyborg 21

Αθλήματα - τελετουργίες

Οι Ολυμπιακοί αγώνες ειδικά είναι ένα καλό παράδειγμα του πώς το νόημα μιας πρακτικής μπορεί να αλλάζει ριζικά από εποχή σε εποχή ακόμα και όταν αυτή παραμένει σχεδόν απαράλλαχτη ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της – τα αθλήματα στίβου (ούτως ή άλλως εξαιρετικά απλοϊκά τα περισσότερα ως προς τη σύλληψή τους) παραμένουν λίγο – πολύ τα ίδια. Μια πρώτη χαρακτηριστική διαφορά των αρχαίων αγώνων σε σχέση με τους σημερινούς αφορά στην κοινωνική θέση των συμμετεχόντων μέσα στον γενικό καταμερισμό της εργασίας. [2Βλ. το βιβλίο των Norbert Elias και Eric Dunning, Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος στην εξέλιξη του πολιτισμού, μτφρ. Σ. Χειρδάρη, Γ. Κακαρούκα, επιμ. Π. Κυπριανού, εκδ. Κατάρτι.] Οι αρχαίοι «αθλητές» δεν ήταν αθλητές με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Δεν επαγγέλονταν κάποιο άθλημα, δεν βιοπορίζονταν από τον αθλητισμό, δεν ήταν επαγγελματίες διασκεδαστές. Ήταν ελεύθεροι πολίτες (και σίγουρα όχι ιδιοκτησία κάποιου χορηγού ή παράγοντα), κατά κανόνα ανώτερης κοινωνικής θέσης και καταγωγής ώστε να μπορούν να αφιερώσουν κάποιο χρόνο στην προπόνηση, αλλά που όμως η ταυτότητά τους δεν προσδιοριζόταν πλήρως από αυτή τους την ενασχόληση. Η εξάσκηση στα αθλήματα εντασσόταν οργανικά σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ως εξάσκηση στην αρετή· όπου εδώ όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο όρος «αρετή» δεν αναφερόταν σε ηθικές αλλά σε πολιτικές και κοινωνικές ποιότητες – η ηθική, με τη σημερινή, εξατομικευμένη σημασία της, ήταν ατροφική στον αρχαίο κόσμο, μέχρι την εμφάνιση του στωικισμού. Εξασκούνταν κανείς στην ιδιότητά του ως πολίτης και στα καθήκοντά του περιλαμβανόταν και το ετοιμοπόλεμο του χαρακτήρα και του σώματός του. Για αυτό τον λόγο εξάλλου μια τυχόν σοβαρή δυσμορφία ή αναπηρία μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο στο να καταλάβει κάποιος ανώτερα αξιώματα.
Εξίσου σημαντικό αλλά ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι το επίπεδο βίας που γινόταν ανεκτό στους αρχαίους αγώνες ήταν κατά πολύ υψηλότερο σε σχέση με ό,τι σήμερα θα θεωρούσαμε αποδεκτό. Οι αγώνες πάλης στο γνωστό παγκράτιο διέθεταν σχεδόν ανύπαρκτους κανόνες και σίγουρα πολύ λιγότερους ακόμα και από τους σημερινούς αγώνες MMA. Η άμυνα μέσω οπισθοχώρησης, παρότι δεν απαγορευόταν από κάποιον κανόνα, επέσυρε το στίγμα της ατίμωσης για εκείνον τον αθλητή που δεν διέθετε το κουράγιο να αντέξει τα χτυπήματα του αντιπάλου του. Δεν ήταν επομένως ασυνήθιστο οι αγώνες αυτοί να καταλήγουν όχι μόνο σε σοβαρούς τραυματισμούς, αλλά ακόμα και στο θάνατο, ενίοτε με τρόπους ανατριχιαστικά φρικιαστικούς (γνωστή είναι η ιστορία ενός αθλητή που άνοιξε με τα νύχια του την κοιλιά του αντιπάλου του και του έβγαλε τα σπλάχνα). [3Όσοι έχουν συνδυάσει τον αρχαιο-ελληνικό πολιτισμό με τις ιδιότητες της αρμονίας και της εκλέπτυνσης (όπως αυτοί τις αντιλαμβάνονται) τείνουν να ξεχνάνε τέτοιες «λεπτομέρειες», προβάλλοντας στο παρελθόν δικές τους φαντασιώσεις. ]
Ο αθλητισμός και οι αθλητικοί αγώνες του αρχαίου κόσμου διέθεταν επομένως μια σοβαρότητα ασυνήθιστη για τα σημερινά δεδομένα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι αδυνατούμε να κατατάξουμε τους τότε αθλητές με βάση τους δικούς μας διαχωρισμούς: εξ ορισμού δεν ήταν επαγγελματίες χωρίς όμως σε καμμία περίπτωση να είναι και ερασιτέχνες. Έμοιαζαν περισσότερο με συμμετέχοντες σε ένα ιδιαίτερο είδος τελετουργίας, υπόθεση που γίνεται ακόμα πιο ευλογοφανής αν ληφθεί υπόψη ότι οι Ολυμπιακοί αγώνες γίνονταν προς τιμή του Δία και συνοδεύονταν από πλήθος θρησκευτικών τελετουργιών. Σε καμμία περίπτωση πάντως δεν λειτουργούσαν ως ευκαιρία για ανέξοδη διασκέδαση, συσσώρευση λίπους και σπατάλη ελεύθερου χρόνου.  Η στενή σύνδεση αθλητικών αγώνων, θρησκευτικών τελετουργιών και μυθολογίας δεν ήταν κάποιο ειδικό χαρακτηριστικό των αρχαίου ελληνικού κόσμου. Αντίστοιχες αντιλήψεις και πρακτικές εντοπίζονται και σε πολιτισμούς πολύ απομακρυσμένους (χωρικά και χρονικά) από τον αρχαιοελληνικό, όπως σε αυτούς της Βόρειας και της Κεντρικής Αμερικής, όπου το θρησκευτικό στοιχείο μπορεί να ήταν ακόμα πιο έντονο και η έγνοια για την έκβαση (ποιος είναι ο νικητής) σχεδόν απούσα (στο παγκράτιο ακόμα και ο νεκρός μπορούσε να στεφθεί νικητής). [4Βλ. το βιβλίο Sports: the first five millenia του Allen Guttmann, εκδ. University of Massachusetts Press. ] Τα παραδείγματα αυτά δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι κάθε αθλητική δραστηριότητα ριζώνει σε θρησκευτικές τελετουργίες, ωστόσο είναι αρκετά για να καταδείξουν ότι η λογική της άθλησης και των αγώνων μπορεί να διαφέρει τόσο ριζικά σε δύο διαφορετικές κοινωνίες ώστε να είναι δύσκολο ακόμα και να μεταφραστούν οι αθλητικοί όροι της μίας σε αυτούς της άλλης.

Cyborg 21

Η γέννηση των σύγχρονων αθλημάτων

Όσον αφορά στα σύγχρονα αθλήματα τώρα (τουλάχιστον αυτά που κατάγονται από την Ευρώπη, συνήθως από τη Βρετανία), αν «πρέπει» να εντοπιστεί ιστορικά ένα χρονικό σημείο στο οποίο γεννήθηκαν με την τωρινή τους λίγο – πολύ έννοια, τότε αυτό το σημείο βρίσκεται κατά κύριο λόγο στον 19ο αιώνα και ειδικότερα στο δεύτερο μισό του. [5Βλ. το βιβλίο του Garry Whannel, Culture, Politics and Sport, εκδ. Routledge, καθώς και το βιβλίο των Elias και Dunning που αναφέρθηκε προηγουμένως.] Κατά τον μεσαίωνα ήταν αρκετά διαδεδομένες διάφορες παραλλαγές των ομαδικών αθλημάτων που έγιναν αργότερα δημοφιλή, όπως το hurling (μοιάζει με πρόγονο του rugby), αλλά και πλήθος άλλων που αναφέρονταν ως football/handball, για τα οποία όμως δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το πώς ακριβώς παίζονταν. Και αυτά πάντως χαρακτηρίζονταν από πολύ αυξημένα επίπεδα επιθετικότητας και βίας (ο θάνατος ήταν και πάλι ένα ενδεχόμενο) σε σχέση με τους «απογόνους» τους και από μια διαφορετική λογική. Οι αγώνες λάμβαναν χώρα κατά κανόνα στα πλαίσια (θρησκευτικών) γιορτών, είχαν πολύ λιγότερους κανόνες (χωρίς να είναι εντελώς άναρχα βέβαια) και ο ορισμός του νικητή ήταν κάτι αρκετά ασαφές και όχι απαραίτητα ιδιαίτερης σπουδαιότητας. 

Προσπάθειες να κατασταλούν αυτές οι άγριες μορφές «διασκέδασης» των αγροτικών στρωμάτων μέσω βασιλικών διαταγμάτων είχαν υπάρξει αρκετές καθ’ όλη τη διάρκεια του όψιμου μεσαίωνα και της πρώιμης νεωτερικότητας. Στο σύνολό τους παταγωδώς ανεπιτυχείς. Κάτι τέτοιο θα γινόταν τελικά εφικτό μόνο από τον 18ο/19ο αιώνα κι έπειτα, σε χρονική - αλλά όχι τυχαία - σύμπτωση με την ανάδυση των εξελιγμένων, βιομηχανικών κοινωνιών και της απόλυτης κυριαρχίας της αστικής τάξης. Καθώς οι αγροτικοί πληθυσμοί προλεταριοποιήθηκαν άγρια, εξωθούμενοι στα νέα αστικά περιβάλλοντα όπου στοιβάζονταν σε μικροσκοπικά διαμερίσματα για να δουλεύουν με εξοντωτικά ωράρια, δεν είχαν πλέον ούτε τον χώρο ούτε τον χρόνο ούτε τα σωματικά και ψυχικά αποθέματα για να επιδίδονται σε τέτοιες «απολαύσεις». «Απολαύσεις» που επιπλέον δεν τύγχαναν της έγκρισης των συντηρητικών, αστικών στρωμάτων και της πουριτανικής, εργασιακής ηθικής τους. Το «παράδοξο» εδώ (ή το διαλεκτικά νόστιμο, αν θέλετε) είναι ότι η αναβίωση αυτών των αθλημάτων ήταν έργο της ίδιας αυτής αστικής τάξης που λίγο πριν τα είχε απαγορεύσει στους εργατικούς πληθυσμούς.  Ξεκίνησαν αρχικά και κάπως διστακτικά ως απασχόληση των μαθητών στα σχολεία όπου φοιτούσαν οι γόνοι των ανωτέρων στρωμάτων για να μπορούν αυτοί να διοχετεύουν κάπως την, μεταξύ άλλων και σεξουαλική, ενέργειά τους (όπως πίστευαν οι πάντα – τότε, όπως και τώρα - σοφοί και τετραπέρατοι δάσκαλοί τους). Γρήγορα όμως έγιναν αρκετά δημοφιλή σε ευρύτερους κύκλους, σε σημείο ώστε ήδη προς το τέλος του 19ου αιώνα να ξεσπάσουν και οι πρώτες διαμάχες σχετικά με τη θέση των αθλητών και τη δυνατότητά τους να πληρώνονται ή όχι – μέχρι εκείνο το σημείο η ηθική των ανωτέρων στρωμάτων θεωρούσε αυτονόητο ότι οι αθλητές έπρεπε να είναι αποκλειστικά ερασιτέχνες και όχι «εργάτες» του αθλήματος.

Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό εδώ είναι ότι τα όποια αθλήματα απέκτησαν τελικά μια δημοφιλία δεν αναβίωσαν στην αρχική τους μορφή, αλλά με μία εντελώς διαφορετική και μάλλον ξεδοντιασμένη λογική. Πρώτον, το αποδεκτό επίπεδο βίας έπεσε κάθετα. Οι θάνατοι αλλά και οι σοβαροί τραυματισμοί έγιναν κάτι το αδιανόητο· εξ ου και ο πολύ πιο λεπτομερής και ευαίσθητος πλέον ορισμός του φάουλ και των επιτρεπτών κινήσεων. Σύμφωνα με τις αναλύσεις των Norbert Elias και Eric Dunning, αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με βάση την υπόθεση ότι τα αθλήματα, όπως και οι δυτικές κοινωνίες στο σύνολό τους, πέρασαν από μια διαδικασία «εκπολιτισμού» με το κράτος να αποκτά ένα de facto (και όχι μόνο de jure) αποτελεσματικό μονοπώλιο της βίας και τις ανώτερες τάξεις να βρίσκουν επιτέλους ένα σημείο ισορροπίας στις μεταξύ τους αντιπαλότητες. Ακόμα και η ανάδυση του κοινοβουλευτισμού εκείνη την ίδια εποχή εκφράζει ακριβώς αυτή τη διαδικασία ειρήνευσης στα ρετιρέ της κοινωνικής ιεραρχίας σύμφωνα με την οποία γίνεται αποδεκτή από όλους τους «παίκτες» η εναλλάξ αλλά ήρεμη κατάληψη της εξουσίας από διαφορετικές φράξιες, ώστε να μην υπάρχει ο φόβος κάθε φορά ότι ο ηττημένος θα βρεθεί στην γκιλοτίνα. [6Εξέλιξη που θυμίζει έντονα την ανάδυση της δημοκρατίας και της ρητορικής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.] Οι ρητορικές μάχες στο κοινοβούλιο αποδείχτηκαν τελικά προτιμότερες από τις πραγματικές συρράξεις με πραγματικούς νεκρούς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μειώθηκαν και συνολικά τα ανεκτά επίπεδα βίας (αν αυτή δεν προερχόταν από αρμόδιους κρατικούς φορείς) σε όλες τις εκφάνσεις των ανεπτυγμένων, δυτικών κοινωνιών, μεταξύ άλλων και στον αθλητισμό. Ο αθλητισμός άρχισε να προσφέρει μια μιμητική αναβίωση συναισθημάτων που ανακινούνται σε πραγματικές μάχες, αλλά με σχεδόν ανύπαρκτους κινδύνους.

Δεν ήταν όμως μόνο η τάση για μείωση των επιπέδων βίας που οδήγησε στην εισαγωγή όλο και περισσότερων κανόνων και απαγορεύσεων. Η λογική της μέτρησης και της ποσοτικοποίησης, κυρίαρχη ήδη στο ευρύτερο κοινωνικό φαντασιακό, άρχισε να παρεισφρέει και στα αθλήματα, ειδικά από τη στιγμή που η επαγγελματοποίηση προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς, έχοντας ως συνέπεια την όλο και μεγαλύτερη έμφαση στην έκβαση του αγώνα και στον νικητή. [7Βλ. πάλι το βιβλίο του Allen Guttmann Sports: the first five millenia.] Χαρακτηριστική αυτής της (οιονεί βεμπεριανής) τάσης γραφειοκρατοποίησης είναι και η εμμονική ενασχόληση με τα ρεκόρ.  Όπως μας πληροφορεί ο Huizinga, η λέξη ρεκόρ (record=καταγραφή) αρχικά σήμαινε απλώς μια μνημοτεχνική συσκευή, μια καταγραφή που σημείωνε ένας πανδοχέας για να θυμάται τους πελάτες του κι έφτασε να αναφέρεται τελικά εν γένει στο ύψος του εμπορίου. [8Βλ. το βιβλίο του, Ο άνθρωπος και το παιχνίδι: Homo Ludens, εκδ. Γνώση, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, Σ. Ροζάνης.] Από εκεί μεταφέρθηκε στα σύγχρονα αθλήματα, αποκτώντας όλο και κεντρικότερη σημασία, καθώς βάθαινε η διαδικασία ποσοτικοποίησης, σε βαθμό που να αποκτήσει το στάτους φετίχ. Η επιστράτευση της στατιστικής για λόγους σύγκρισης, τόσο στα οικονομικά όσο και στα αθλήματα, υποβάλλει ωστόσο ένα συγκεκριμένο πλέγμα αξιών. Και πιο συγκεκριμένα, μια επαναξιολόγηση της ίδιας της έννοιας του χρόνου. Στην προ-νεωτερική εποχή, ένας αγώνας, ενταγμένος στα πλαίσια μιας τελετουργίας, είχε συχνά μια υψηλή συμβολική αξία, η οποία αποτυπωνόταν ως αναπαράσταση στο εδώ και τώρα μιας παρελθούσας, μυθολογικής στιγμής. Μέσω της κυκλικής αναβίωσης του παρελθόντος μέσα στο παρόν, αποκτούσε μια «συντηρητική» λειτουργία για την κοινωνία, ανανεώνοντας την αυτοκατανόησή της, με το βλέμμα όμως στραμμένο στο παρελθόν. [9Μεταφέρουμε εδώ ένα απόσπασμα από το λήμμα της wikipedia Mesoamerican ballgame (https://en.wikipedia.org/wiki/Mesoamerican_ballgame) σχετικά με τη μυθολογική καταγωγή ενός παιχνιδιού με μπάλα που έπαιζαν οι Maya:
«Ο πατέρας των Ηρωικών Διδύμων, ο Hun Hunahpu μαζί με τον θείο τους, τον Vucub Hunahpu, έπαιζαν μπάλα κοντά στον κάτω κόσμο, τον Xibalba. Οι κάτοικοι του κάτω κόσμου ενοχλήθηκαν από τον θόρυβο κι έτσι οι άρχοντες του Xibalba, ο Ένας Θάνατος και ο Εφτά Θάνατοι, έστειλαν κουκουβάγιες για να δελεάσουν τους διδύμους και να τους φέρουν στο γήπεδο του Xibalba, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του κάτω κόσμου. Παρά τον κίνδυνο, τα αδέρφια αποκοιμήθηκαν κι έτσι συνελήφθησαν, θυσιάστηκαν από τους άρχοντες του Xibalba και τελικά θάφτηκαν στο γήπεδο. Ο Hun Hunahpu αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του αφέθηκε να κρέμεται σε ένα δέντρο, από το οποίο βγήκαν οι πρώτες νεροκολοκύθες. Το κεφάλι του Hun Hunahpu έπεσε στα χέρια μιας θεάς που περνούσε από εκείνο το μέρος κι άνοιξε στα δύο, γονιμοποιώντας την. Αυτή έφερε στον κόσμο τους Ηρωικούς Διδύμους, τον Hunahpu και τον Xbalanque. Οι Δίδυμοι βρήκαν κάποια στιγμή τον αθλητικό εξοπλισμό στο σπίτι του πατέρα τους κι άρχισαν να παίζουν, ενοχλώντας και πάλι τους άρχοντες του Xibalba. Αυτοί κάλεσαν τους Διδύμους να παίξουν το παιχνίδι, προσθέτοντας αυτή τη φορά μια σειρά δοκιμασιών και κινδύνων. Σε ένα επεισόδιο, ο Hunahpu αποκεφαλίζεται από νυχτερίδες και ο αδερφός του βάζει μια κολοκύθα στη θέση του κεφαλιού του, μέχρι να ξαναπάρει το κανονικό κεφάλι του Hunahpu από τους άρχοντες του Xibalba, που το χρησιμοποιούσαν για μπάλα, και να το βάλει πίσω στο σώμα του. Οι Δίδυμοι τελικά νικήσαν τους άρχοντες του Xibalba, χωρίς όμως να καταφέρουν να αναστήσουν τον πατέρα τους, τον οποίο κι άφησαν θαμμένο στο γήπεδο του Xibalba.»
] Στα σύγχρονα αθλήματα, η «μυθολογία» της στατιστικής επιτελεί έναν ρόλο ουσιωδώς διαφορετικό. Ο γραμμικός χρόνος πάνω στον οποίο διατάσσονται συγκρίσιμα μεγέθη αποκτάει μια σαφή κατευθυντικότητα προόδου. Το παρελθόν γίνεται χρήσιμο στο βαθμό που μπορεί να συγκριθεί με το παρόν και το παρόν οφείλει να κατατροπωθεί από το μέλλον μέσα από νέα ρεκόρ. Το τώρα είναι πάντα καλύτερο από το πριν αλλά ποτέ τόσο καλό όσο το μετά. Citius, altius, fortius. [10Η ολυμπιακή επιτροπή αποφάσισε οι αγώνες του 1900, 1904 και 1908 (σε Παρίσι, Σαιντ Λούις και Λονδίνο αντίστοιχα) να διεξαχθούν σε συνδυασμό με την παγκόσμια έκθεση εμπορίου, εκείνη τη γιορτή της τεχνολογίας και της βιομηχανικής προόδου. Βλ. Fastest, Highest, Strongest, Rob Beamish, Ian Ritchie, εκδ. Routledge και το κείμενο του David Andrews Sport, culture and late capitalism στον κατά τ’ άλλα μάλλον φλύαρο και υπερβολικά ακαδημαΐζοντα τόμο Marxism, cultural studies and sport, επιμ. Ben Carrington, Ian McDonald, εκδ. Routledge.] Ακόμα και η σωτηριολογική εσχατολογία της χριστιανικής θεοδικίας μπόρεσε τελικά να γραφειοκρατιποιηθεί, κρυμμένη πίσω από αριθμούς και ρεκόρ.

Μια ακόμα συνέπεια της επαγγελματοποίησης ήταν και μια διπλή διάσπαση στο εσωτερικό των αθλημάτων: από τη μία αυτή ανάμεσα σε επαγγελματίες και ερασιτέχνες και από την άλλη αυτή ανάμεσα σε παίκτες και θεατές. Ποιες όμως μπορεί να ήταν οι συνέπειες μιας τέτοιας «αλλαγής παραδείγματος», που προχωρούσε σε μια διπλή διάσπαση της αρχικής παιγνιακής ενότητας; Η διάκριση ανάμεσα σε επαγγελματίες κι ερασιτέχνες υποκρύπτει μια (όχι και τόσο) υπόρρητη αξιολόγηση ως προς την σοβαρότητα της ενασχόλησης. Για να διατηρείς το δικαίωμα να αποδίδεις σοβαρότητα σε μια ενασχόληση, πρέπει αυτή να διαμεσολαβείται από τη λογική της προσμονής ενός ανταλλάγματος. Εκτός μιας τέτοιας λογικής, μια οποιαδήποτε ενασχόληση εντάσσεται αυτόματα, σχεδόν αντανακλαστικά, στην κατηγορία της ακίνδυνης διασκέδασης. Εν τέλει, κανονικοποιείται σε ό,τι έχει καθιερωθεί να αποκαλείται χόμπυ, φέροντας σχεδόν πάντα το στίγμα μιας αδιόρατης ενοχής. Στην καλύτερη περίπτωση, ο «χομπίστας» δίνει την αίσθηση (ενίοτε καλλιεργώντας την ο ίδιος κιόλας) μιας χαριτωμένης εκκεντρικότητας. Στην χειρότερη, όταν το πάθος κι η εμμονή τον καταλαμβάνουν, απολαμβάνει τον εξοβελισμό του στο αφήλιο της περιθωριακής γραφικότητας.

Η δεύτερη διάκριση, αυτή ανάμεσα σε αθλητές και θεατές, δεν ήταν φυσικά καινούρια. Σε συνδυασμό με την πρώτη όμως, το χάσμα ανάμεσα στα δύο επίπεδα συμμετοχής καθίσταται ενδημικό, αν όχι δομικό. Κι αυτό ήταν όντως καινούριο. Σε μια δραστηριότητα συμμετέχεις σοβαρά είτε ως αθλητής, προνόμιο που βέβαια μόνο λίγοι προορίζονται να απολαμβάνουν, είτε ως θεατής, ως μέρος μιας μάζας που ο ρόλος της εξαντλείται κάπου ανάμεσα στο χειροκρότημα και στην κατασκευή ενός ευφάνταστου υβρεολογίου έτοιμου προς χρήση για τους «άλλους», τους «δικούς μας» και τα «κοράκια». Πέρα από τις όποιες εκτονωτικές λειτουργίες που μπορεί όντως να επιτελεί ο ρόλος του θεατή, εδώ μας ενδιαφέρει και η σημασία που έχει ως μοντέλο και δομή δράσης. Ακόμα και οι πιο ακραίες συμπεριφορές επιτρέπονται και συγχωρούνται, αν δεν σιγοντάρονται κιόλας, αρκεί αυτές να παραμένουν στο ρητορικό επίπεδο. Η δράση επιτρέπεται ως ρητορική συμμετοχή, δηλαδή ως μη δράση. [11Οι Elias και Dunning κάνουν και μια ενδιαφέρουσα ανάλυση των περιστατικών βίας και επεισοδίων που ενίοτε ξεσπάνε σε αγώνες. Θεωρούν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο μιμητικός μηχανισμός αποτυγχάνει με αποτέλεσμα η βία, από εικονική, να αποκτά και πραγματική μορφή· σχεδόν όπως οι εφιάλτες στον ύπνο μπορούν να ιδωθούν ως αποτυχία του εσωτερικού μηχανισμού λογοκρισίας, θα προσθέταμε εμείς...] Ο λόγος αποκτά βαρύτητα μόνο στο βαθμό που παραμένει κενός πραξιακού αναφερομένου. Αυτό όμως ήταν ακριβώς και το μοντέλο «δράσης» και ύπαρξης για τον πολίτη των μαζικών, δημοκρατικών κοινωνών των αρχών του 20ου αιώνα.

Cyborg 21

Ο αθλητισμός ως κατασκευασμένο Θέαμα

Τα παραπάνω ισχύουν φυσικά στο ακέραιο και για τα αθλήματα – θεάματα του 21ου αιώνα. Πρόκειται για εξελίξεις των οποίων τα λύματα ακόμα εκβάλλουν στο σήμερα. Ωστόσο, πάνω σε αυτές έχουν επικαθήσει τις τελευταίες δεκαετίες – ξεκινώντας ήδη από την μεταπολεμική περίοδο – διάφορα επιπλέον στρώματα καπιταλιστικής διαστροφής μετατρέποντας τον επαγγελματικό αθλητισμό σε μια καθαρή μορφή Θεάματος (για όσους έχουν μάτια για να δουν και όχι επενδυμένα συμφέροντα, όπως ο εσμός των αθλητικών δημοσιογράφων) και φτάνοντας να επηρεάσει ακόμα και όσους αθλούνται ερασιτεχνικά ή και όσους δεν αθλούνται καν.
Δεν χρησιμοποιήσαμε τυχαία ούτε καθ’ υπερβολήν τον όρο Θέαμα. Αν μέχρι τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο τα αθλήματα είχαν «εξευγενιστεί», ποσοτικοποιηθεί και γραφειοκρατικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, παρέμεναν παρ’ όλα αυτά σε αυτό που θα λέγαμε «εποικοδόμημα» της καπιταλιστικής συσσώρευσης. [12Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 είχε αναπτυχθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη (κυρίως στη Γερμανία) ένα ρωμαλέο κίνημα «εργατικού αθλητισμού» που απέρριπτε τους εθνικούς διαχωρισμούς και έδινε σαφώς μικρότερη έμφαση στη νίκη με κάθε κόστος και στην επαγγελματική διάσταση του αθλητισμού. Εννοείται ότι μετά τον πόλεμο εξαφανίστηκε και πλέον σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει ότι υπήρξε κάποτε. Ως «εργατικός αθλητισμός» έφτασαν στη συνέχεια να εννοούνται τα εξαμβλώματα της γραφειοκρατικά οργανωμένης (όπως και στη Δύση), «εργοστασιακής» άθλησης που έστησαν η Σοβιετική Ένωση και η Ανατολική Γερμανία. Βλ. το βιβλίο του Garry Whannel, Culture, Politics and Sport.] Δεν ήταν εκτός ούτε αντίθετα προς την καπιταλιστική, φορντική λογική των μαζικών δημοκρατιών, χωρίς όμως να βρίσκονται στον πυρήνα της. Ο τομέας της σκληρής παραγωγής είχε ακόμα προτεραιότητα. Καθώς όμως οι κύκλοι της καπιταλιστικής συσσώρευσης διευρύνονταν για να συμπεριλάβουν όλο και μεγαλύτερα πεδία του κοινωνικού, ο αθλητισμός ακολούθησε τη μοίρα τόσων άλλων, μέχρι τότε σχετικά αυτόνομων, πεδίων (όπως η τέχνη), για να βρεθεί κάτω από τις ερπύστριες της καπιταλιστικής μηχανής.

Από τη στιγμή που κάθε καπιταλιστικός σχηματισμός οφείλει, εκ της σύστασής του, να αγωνίζεται συνεχώς ενάντια σε επερχόμενες κρίσεις υπερπαραγωγής, ένας ασφαλής τρόπος προστασίας είναι πάντα και η έφοδος προς νέα πεδία εκμετάλλευσης. Στην πιο ώριμη φάση του (αυτό που ο Ernest Mandel αποκαλούσε ύστερο καπιταλισμό), ο καπιταλισμός τείνει προς μια καθολική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο. Δεν είναι μόνο η σκληρή παραγωγή απτών προϊόντων που πρέπει να οργανώνεται βιομηχανικά, αλλά ακόμα και το «εποικοδόμημα»: η κουλτούρα, η τέχνη, ο ελεύθερος χρόνος, η διασκέδαση, ο αθλητισμός, ακόμα και η ίδια η καθημερινή εμπειρία. Ό,τι ανήκει σε αυτό που θα λέγαμε «τάξη του συμβολικού» εντάσσεται πλέον οργανικά στη λογική της εμπορευματικής κυκλοφορίας και όχι ως ένα απλό παρεπόμενο ή προσάρτημα. Για να λειτουργεί ομαλά το κοινωνικό εργοστάσιο οφείλει να κατασκευάζει και να παράγει διαρκώς σύμβολα, νοήματα, ταυτότητες ή ακόμα και εμπειρίες· όλα διαθέσιμα προς κατανάλωση και χωρίς απαραίτητα κάποια συνοχή. [13Αυτό είναι φυσικά το ιδιάζον γνώρισμα του μεταμοντερνισμού. Για μια διεισδυτική κριτική που πατάει πάνω στις αναλύσεις του Mandel, βλ. το γνωστό έργο του Fredric Jameson, Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, μτφρ. Γιώργος Βάρσος, εκδ. Νεφέλη.] Το παρακάτω απόσπασμα ανήκει στον Τρόντι. [14Όπως παρατίθεται στο Η έφοδος στον ουρανό. Ταξική σύνθεση και ταξική πάλη στον ιταλικό αυτόνομο μαρξισμό, Steve Wright, εκδ. Κόκκινο νήμα.] Το έχουμε παραθέσει με άλλη αφορμή παλιότερα, αλλά το επαναφέρουμε εδώ γιατί είναι ιδιαίτερα εύγλωττο:

«Όταν το κεφάλαιο κατακτήσει όλους τους χώρους που βρίσκονται έξω από την καπιταλιστική παραγωγή καθεαυτή, ξεκινά τη διαδικασία εσωτερικής αποικιοποίησης· πράγματι, μόνο όταν ο κύκλος της αστικής κοινωνίας – παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή, κατανάλωση – ολοκληρωθεί, μπορεί κανείς να αρχίσει να μιλάει για καθεαυτό καπιταλιστική ανάπτυξη… Στο υψηλότερο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, η κοινωνική σχέση γίνεται μια στιγμή της σχέσης παραγωγής, ολόκληρη η κοινωνία γίνεται μια συνάρθρωση της παραγωγής· με άλλα λόγια, ολόκληρη η κοινωνία υπάρχει ως μια λειτουργία του εργοστασίου και το εργοστάσιο επεκτείνει την αποκλειστική κυριαρχία του πάνω στο σύνολο της κοινωνίας.»

Ο επαγγελματικός αθλητισμός γνώρισε μεγάλες δόξες μεταπολεμικά ακριβώς επειδή μπόρεσε να ενταχθεί με επιτυχία μέσα στο εργοστάσιο παραγωγής συμβόλων και εμπειριών. Ήταν ένα σχετικά φτηνό προϊόν στην παραγωγή του που μπορούσε να μεταδοθεί εύκολα σε εκατομμύρια θεατές. Από αυτή την άποψη ήταν και ένας ιδανικός τρόπος αποικιοποίησης του ελεύθερου χρόνου που με τόσο κόπο είχε κατακτηθεί προπολεμικά.  Αλλά και ένας τρόπος προσφοράς «συναρπαστικών» εμπειριών, την ίδια εποχή που στους δρόμους ακούγονταν συνθήματα κατά της εργασιακής ανίας και της καθημερινής ρουτίνας. Δεν ήταν φυσικά ο μόνος τέτοιος τρόπος· οι βιομηχανίες του κινηματογράφου και της μουσικής, για παράδειγμα, ήταν ήδη αρκετά πιο ώριμες, αν και με το «μειονέκτημα» ότι παραήταν παθητική η κατανάλωση των προϊόντων τους, ειδικά στην περίπτωση του κινηματογράφου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο αθλητισμός έγινε κι αυτός αναπόσπαστο τμήμα του Θεάματος, μια μηχανή παραγωγής εικονικών στιγμών κι ένας ακόμα δίαυλος διάχυσης της ψυχο-διανοητικής πανούκλας.

Cyborg 21

Πέρα από (αλλά και συμπληρωματικά ως προς) την όποια «οικονομική» του αξία ως κρίκος του εμπορευματικού κυκλώματος, εξίσου σημαντικό για τον επαγγελματικό αθλητισμό είναι και το γεγονός ότι λειτουργεί επιπλέον ως μανιφακτούρα παραγωγής ταυτοτήτων. Όσο περισσότερο γραφειοκρατικοποιοιύνται και αλγοριθμοποιούνται οι κοινωνίες, τόσο μειώνεται εν τοις πράγμασι η αξία που μπορεί το κάθε εγώ να αποδίδει στον εαυτό του, εφόσον συνειδητοποιεί ότι δεν συνιστά παρά έναν κρίκο σε μια μακρά αλυσίδα. Κάτι που φυσικά δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο για καμμία κοινωνία, πόσο μάλλον για τις δυτικές κοινωνίες του 21ου αιώνα που έχουν γαλουχηθεί με τα ιδεολογήματα της εξατομίκευσης και της σπουδαιότητας του εαυτού (αν και ενδέχεται σύντομα να μάθουν ότι τέτοιες αυταπάτες καλό θα ήταν να τις ξεχάσουν πλέον). Οφείλουν να παρέχουν μια αίσθηση νοήματος και ταυτότητας στους υποτελείς τους. Με διάφορους τρόπους, μεταξύ των οποίων είναι και η κατασκευή οπαδικών ταυτοτήτων. Το ενδιαφέρον εδώ – αλλά τόσο ταιριαστό για μετα-μοντέρνες κοινωνίες – είναι ότι οι οπαδικές ταυτότητες είναι πλέον εντελώς κενές περιεχομένου, δεν έχουν κάποιο σημαινόμενο στο οποίο να ριζώνουν - ακόμα και η χωρική συνάφεια του οπαδού έστω με την έδρα της ομάδας του (γιατί με τους παίκτες δεν τίθεται καν λόγος πια) παίζει όλο και μικρότερο ρόλο. Από αυτή την άποψη, οι οπαδικές ταυτότητες μοιάζουν με αρχετυπική εφαρμογή της περίφημης αρχής της αυθαιρεσίας του σημαίνοντος στη γλωσσολογίας. Δεν έχει τόσο σημασία σε τι αναφέρονται όσο το ότι οι μεταξύ τους αντιθέσεις, όπως αυτές μεταξύ των γλωσσολογικών σημείων, μπορούν να θέσουν σε κίνηση μηχανισμούς παραγωγής νοημάτων. [15Θα ήταν αφέλεια βέβαια να θεωρήσει κανείς ότι η κίνηση αυτών των μηχανισμών είναι εντελώς αυθαίρετη, ακόμα κι αν έχουν όντως μια δική τους δυναμική. Όταν και όποτε όμως χρειάζεται τυγχάνουν της κατάλληλης ώθησης για να κινηθούν προς τα εκεί που «πρέπει»· δεν στήνει κανείς τέτοιους «ιδιωτικούς στρατούς» οπαδών για να κινούνται όπως αυτοί θέλουν. Βλ. τη σειρά άρθρων υπό την ετικέτα cyberball στο Sarajevo.

Το ιδιάζον όμως με τον αθλητισμό δεν είναι ότι πρόκειται «απλώς» για ένα ακόμα πεδίο άσκησης της καταναλωτικής μανίας. Αφορά στα ίδια τα σώματα και στο πώς αυτά γίνονται κατανοητά· αρχικά αυτά των αθλητών, αλλά εν συνεχεία και του οποιουδήποτε θέλει να θεωρείται υγιής. Πολλοί είναι σήμερα αυτοί που συχνάζουν στα γυμναστήρια για να διατηρηθούν σε φόρμα, ιδρώνοντας πάνω από πάγκους και βαρυγκωμώντας κάτω από βάρη. Πόσοι όμως από αυτούς γνωρίζουν γιατί γυμνάζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο; Υπάρχει (ή υπήρξε) άραγε και κάποιος άλλος τρόπος; Η απάντηση είναι σαφώς καταφατική. [16Για στοιχεία, βλ. Fastest, Highest, Strongest, Rob Beamish, Ian Ritchie, εκδ. Routledge.] Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα (ακόμα και μέχρι τον πόλεμο), η προπόνηση ενός αθλητή δεν είχε κάποια σχέση με την ενδυνάμωσή του ή την ενίσχυση της απόδοσής του, όπως αυτή εννοείται σήμερα. Σκοπός της προπόνησης υποτίθεται ότι ήταν να αναδείξει το όποιο εγγενές (δηλαδή γενετικά προκαθορισμένο, μην ξεχνάμε ότι ήταν η χρυσή εποχή της ευγονικής) δυναμικό του αθλητή. Αυτό θα γινόταν εφικτό ακολουθώντας τις δημοφιλείς τότε αρχές διατήρησης της ενέργειας: έπρεπε οι κινήσεις του αθλητή (π.χ., η θέση των χεριών σε αγώνες ταχύτητας) να ρυθμιστούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτήσουν μια χάρη που θα τον απέτρεπε από το να σπαταλάει ενέργεια – ήταν φυσικά μια λογική εμπνευσμένη από τις αναλύσεις του Ταίηλορ πάνω στις κινήσεις των εργατών. Τα προπονητικά εγχειρίδια ήταν πάντως αρκετά φτενά στο κομμάτι που αφορούσε τη σωματική εξάσκηση του αθλητή· περιείχαν λίγες προπονητικές συμβουλές μαζί με κάποιες επιπλέον νουθεσίες για την αποφυγή καταχρήσεων σε αλκοόλ και καπνό. Η προπόνηση του αθλητή συνίστατο στην επανάληψη αυτού που θα έκανε και στον αγώνα· αν ήσουν αθλητής σε αγώνες ταχύτητας έπρεπε απλά να τρέχεις στις προπονήσεις σου και όχι να αφιερώνεις ώρες σε ειδικές μεθόδους ενδυνάμωσης.

Μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος στις προπονήσεις των αθλητών θα συνέβαινε μετά τον πόλεμο, όταν πλέον ο επαγγελματικός αθλητισμός απογειώθηκε και η έμφαση στην απόδοση πήρε τη μορφή μανίας. Τότε ήταν που διαδόθηκε ευρέως μια νέα μορφή προπόνησης: αυτή που χρησιμοποιεί αντιστάσεις, σύντομες περιόδους έντονης εξάσκησης διακοπτόμενες από διαλείμματα, προοδευτική αύξηση της δυσκολίας και εστίαση σε ειδικές μυικές ομάδες. Με άλλα λόγια, ό,τι ακριβώς κάνει και ο οποιοσδήποτε θαμώνας των γυμναστηρίων σήμερα. Κάποιες πρώτες ενδείξεις ότι ένα τέτοιο είδος προπόνησης αυξάνει την απόδοση υπήρχαν ήδη πριν τον πόλεμο. Δεν ήταν όμως μόνο γιατροί και φυσιολόγοι που ενδιαφέρονταν για τέτοιες έρευνες. Ένα από τα εργαστήρια που διεξήγε έρευνα αιχμής στον τομέα της απόδοσης των σωμάτων ήταν και το λεγόμενο Harvard Fatigue Lab (έκλεισε λίγο μετά τον πόλεμο), υπό την αιγίδα του Harvard School of Business. Σκοπός του εργαστηρίου δεν ήταν όμως η βελτίωση της απόδοσης των αθλητών, αλλά η παροχή γνώσεων και οδηγιών σε μάνατζερ όσον αφορά στη «διαχείριση ανθρωπίνων πόρων». Μεταξύ των πρωτεργατών πίσω από τις νέες μορφές προπόνησης ήταν επομένως και οι απόγονοι του Ταίηλορ. Κάθε φορά που ένας αλτήρας σηκώνεται στα σημερινά γυμναστήρια, κάπου στο βάθος ένας Ταίηλορ χαμογελάει.

Αυτό που θα ήταν δύσκολο να φανταστεί ίσως ο Ταίηλορ ήταν ότι τελικά η απόδοση θα μπορούσε να βελτιωθεί και με άλλα μέσα. Δεν είναι φυσικά καθόλου παράδοξο ότι όλη η ιστορία ντοπαρίσματος των αθλητών ξεκίνησε αμέσως μετά τον πόλεμο και φυσικά συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα, παρά τις προσπάθειες(;) κρατών και αθλητικών οργανώσεων να περιορίσουν το φαινόμενο – αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όντως θα ήθελαν κάτι τέτοιο. Το ντοπάρισμα όμως είναι απλά η πιο εξόφθαλμη περίπτωση τεχνητής ενίσχυσης. Η κατανάλωση πρωτεϊνών ή κρεατίνης τυπικά δεν θεωρείται ντοπάρισμα. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για έναν αθλητή να μπορέσει να καταναλώσει τέτοιες ποσότητες πρωτεϊνών αποκλειστικά μέσω της διατροφής. Κι αν πάμε ένα βήμα παραπέρα, η διόρθωση προβλημάτων όρασης σε επαγγελματίες αθλητές του μπάσκετ για να βελτιώσουν την ακρίβεια του σουτ τους (όπως συμβαίνει ήδη) θα έπρεπε να θεωρείται κάποια μορφή ενίσχυσης; Και σε ποιο σημείο θα έπρεπε επιτέλους να σταματάει η «εργασία» ενός αθλητή για την ενίσχυσή του, όταν πλέον κυκλοφορούν εφαρμογές που τους παρακολουθούν ακόμα και στον ύπνο τους για να βλέπουν αν ξεκουράζονται αρκετά ή ακόμα και να τους κάνουν συστάσεις για το πότε να κλείσουν τις ηλεκτρονικές συσκευές τους το βράδυ; [17The new “Sleep-Friendly” NBA: https://thesocietypages.org/engagingsports/2020/12/17/the-new-sleep-friendly-nba/.
Κάποιοι από τους κορυφαίους αθλητές μάλιστα, όπως ο Ρονάλντο στο ποδόσφαιρο (ο ιμιτασιόν, όχι το αυθεντικό «φαινόμενο») και ο LeBron James στο μπάσκετ (αμφότεροι με εξαιρετικά αθλητικά προσόντα) επιδεικνύουν με περηφάνια το πόσο πολύ προσέχουν το σώμα τους με διάφορες τέτοιες ασκήσεις ασκητικής. Θα ήταν τα πρώτα θύματα βέβαια αν τέτοιες τεχνολογίες επιτήρησης διαδίδονταν ευρέως. Ευτυχώς που ακόμα εμφανίζονται εδώ κι εκεί κάποιοι πραγματικοί αρτίστες (όπως ο Ροναλντίνιο και ο Μέσσι στο ποδόσφαιρο ή ο Stephen Curry και ο Kyrie Irving στο μπασκετ) οι οποίοι, όντας και οι ίδιοι προϊόντα του θεάματος βέβαια, τουλάχιστον δεν επιδεικνύουν τέτοια σπουδή για τη φροντίδα του σώματός τους, καταφέρνοντας να φέρνουν μια μυρωδιά δρόμου στο παιχνίδι.
] Τέτοια ερωτήματα μπορεί εν πάση περιπτώσει να μείνουν για πάντα εκκρεμή. Η τάση - αλλά και η ήδη υπαρκτή πραγματικότητα - είναι όμως συγκεκριμένη. Οι σύγχρονοι αθλητές παράγονται πλέον ως προϊόντα μέσα από μια μακρά αλυσίδα επεμβάσεων, κατ’ αρχάς πάνω στα σώματά τους, αλλά ακόμα και πάνω στη συμπεριφορά τους και στην «εικόνα» τους. [18Ενδεικτικό είναι ότι πολλοί αθλητές αδυνατούν πλέον να μιλήσουν φυσιολογικά. Μαθημένοι με μια κάμερα να τους ακολουθεί παντού, οι κινήσεις και η ομιλία τους αναδίδουν μονίμως μια αίσθηση θεατρικότητας. Κάπως σαν τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων.] Μοιάζει έτσι σαν ο επαγγελματικός αθλητισμός να έχει γίνει πλέον ένα πεδίο δοκιμής για νέες τεχνολογίες που αφορούν στην επιτήρηση και ποσοτικοποίηση του σώματος. Από αυτήν την άποψη, δεν απέχει και πολύ από το ρόλο του στρατού στην ανάπτυξη νέων τεχνολογιών: εκεί αναπτύσσονται πρώτα τα νέα θαύματα της τεχνοεπιστήμης πριν αυτά σερβιριστούν στο ευρύ κοινό προς μαζική κατανάλωση.

Η τετριμμένη φράση ότι «οι αθλητές πρέπει να είναι πρότυπα» μπορεί επομένως να γίνεται επί της ουσίας αποδεκτή ακόμα και από όσους κατά τ’ άλλα θα απέρριπταν την πιο επιφανειακή σημασία της. Η αποδοχή της λογικής ότι το σώμα μπορεί να γίνεται ένα απέραντο πεδίο επεμβάσεων, η αποδοχή της αντίληψης ότι όχι μόνο μπορούν, αλλά και ότι πρέπει να επιτηρούνται τα σώματα και οι συμπεριφορές, βρίσκεται ακριβώς στον πυρήνα της λογικής του υπερ-ύστερου καπιταλισμού του 21ου αιώνα. Αποτελούν μέρος της στρατηγικής του στην απόπειρα κατάβασής του μέσα στα σώματα καθώς απλώνει το ριζομυκήλιό του μέσα στα ίδια τα κύτταρα. Ας μην ανησυχούν όμως όλοι αυτοί. Θα μπορούν να απολαύσουν όσα θεάματα θέλουν μπροστά στις οθόνες των τηλεοράσεων και των υπολογιστών τους. Ούτως ή άλλως πότε δεν τους ανήκαν τέτοια θεάματα. Τώρα απλώς δεν θα τους ανήκουν ούτε τα σώματά τους.

Separatrix

Cyborg 21

Σημειώσεις

1 - Video assistant referee: ο επιπλέον διαιτητής – επόπτης που εισήχθη πρόσφατα στους αγώνες ποδοσφαίρου με σκοπό να αποτρέπονται τα ανθρώπινα λάθη του κυρίως διαιτητή...
[ επιστροφή]

2 - Βλ. το βιβλίο των Norbert Elias και Eric Dunning, Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος στην εξέλιξη του πολιτισμού, μτφρ. Σ. Χειρδάρη, Γ. Κακαρούκα, επιμ. Π. Κυπριανού, εκδ. Κατάρτι.
[ επιστροφή]

3 -  Όσοι έχουν συνδυάσει τον αρχαιο-ελληνικό πολιτισμό με τις ιδιότητες της αρμονίας και της εκλέπτυνσης (όπως αυτοί τις αντιλαμβάνονται) τείνουν να ξεχνάνε τέτοιες «λεπτομέρειες», προβάλλοντας στο παρελθόν δικές τους φαντασιώσεις.
[ επιστροφή]

4 - Βλ. το βιβλίο Sports: the first five millenia του Allen Guttmann, εκδ. University of Massachusetts Press.
[ επιστροφή]

5 - Βλ. το βιβλίο του Garry Whannel, Culture, Politics and Sport, εκδ. Routledge, καθώς και το βιβλίο των Elias και Dunning που αναφέρθηκε προηγουμένως.
[ επιστροφή]

6 - Εξέλιξη που θυμίζει έντονα την ανάδυση της δημοκρατίας και της ρητορικής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
[ επιστροφή]

7 - Βλ. πάλι το βιβλίο του Allen Guttmann Sports: the first five millenia.
[ επιστροφή]

8 - Βλ. το βιβλίο του, Ο άνθρωπος και το παιχνίδι: Homo Ludens, εκδ. Γνώση, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, Σ. Ροζάνης.
[ επιστροφή]

9 - Μεταφέρουμε εδώ ένα απόσπασμα από το λήμμα της wikipedia Mesoamerican ballgame (https://en.wikipedia.org/wiki/Mesoamerican_ballgame) σχετικά με τη μυθολογική καταγωγή ενός παιχνιδιού με μπάλα που έπαιζαν οι Maya:«Ο πατέρας των Ηρωικών Διδύμων, ο Hun Hunahpu μαζί με τον θείο τους, τον Vucub Hunahpu, έπαιζαν μπάλα κοντά στον κάτω κόσμο, τον Xibalba. Οι κάτοικοι του κάτω κόσμου ενοχλήθηκαν από τον θόρυβο κι έτσι οι άρχοντες του Xibalba, ο Ένας Θάνατος και ο Εφτά Θάνατοι, έστειλαν κουκουβάγιες για να δελεάσουν τους διδύμους και να τους φέρουν στο γήπεδο του Xibalba, που βρίσκεται στο δυτικό άκρο του κάτω κόσμου. Παρά τον κίνδυνο, τα αδέρφια αποκοιμήθηκαν κι έτσι συνελήφθησαν, θυσιάστηκαν από τους άρχοντες του Xibalba και τελικά θάφτηκαν στο γήπεδο. Ο Hun Hunahpu αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του αφέθηκε να κρέμεται σε ένα δέντρο, από το οποίο βγήκαν οι πρώτες νεροκολοκύθες. Το κεφάλι του Hun Hunahpu έπεσε στα χέρια μιας θεάς που περνούσε από εκείνο το μέρος κι άνοιξε στα δύο, γονιμοποιώντας την. Αυτή έφερε στον κόσμο τους Ηρωικούς Διδύμους, τον Hunahpu και τον Xbalanque. Οι Δίδυμοι βρήκαν κάποια στιγμή τον αθλητικό εξοπλισμό στο σπίτι του πατέρα τους κι άρχισαν να παίζουν, ενοχλώντας και πάλι τους άρχοντες του Xibalba. Αυτοί κάλεσαν τους Διδύμους να παίξουν το παιχνίδι, προσθέτοντας αυτή τη φορά μια σειρά δοκιμασιών και κινδύνων. Σε ένα επεισόδιο, ο Hunahpu αποκεφαλίζεται από νυχτερίδες και ο αδερφός του βάζει μια κολοκύθα στη θέση του κεφαλιού του, μέχρι να ξαναπάρει το κανονικό κεφάλι του Hunahpu από τους άρχοντες του Xibalba, που το χρησιμοποιούσαν για μπάλα, και να το βάλει πίσω στο σώμα του. Οι Δίδυμοι τελικά νικήσαν τους άρχοντες του Xibalba, χωρίς όμως να καταφέρουν να αναστήσουν τον πατέρα τους, τον οποίο κι άφησαν θαμμένο στο γήπεδο του Xibalba.»
[ επιστροφή]

10 - Η ολυμπιακή επιτροπή αποφάσισε οι αγώνες του 1900, 1904 και 1908 (σε Παρίσι, Σαιντ Λούις και Λονδίνο αντίστοιχα) να διεξαχθούν σε συνδυασμό με την παγκόσμια έκθεση εμπορίου, εκείνη τη γιορτή της τεχνολογίας και της βιομηχανικής προόδου. Βλ. Fastest, Highest, Strongest, Rob Beamish, Ian Ritchie, εκδ. Routledge και το κείμενο του David Andrews Sport, culture and late capitalism στον κατά τ’ άλλα μάλλον φλύαρο και υπερβολικά ακαδημαΐζοντα τόμο Marxism, cultural studies and sport, επιμ. Ben Carrington, Ian McDonald, εκδ. Routledge.
[ επιστροφή]

11 - Οι Elias και Dunning κάνουν και μια ενδιαφέρουσα ανάλυση των περιστατικών βίας και επεισοδίων που ενίοτε ξεσπάνε σε αγώνες. Θεωρούν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο μιμητικός μηχανισμός αποτυγχάνει με αποτέλεσμα η βία, από εικονική, να αποκτά και πραγματική μορφή· σχεδόν όπως οι εφιάλτες στον ύπνο μπορούν να ιδωθούν ως αποτυχία του εσωτερικού μηχανισμού λογοκρισίας, θα προσθέταμε εμείς...
[ επιστροφή]

12 - Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 είχε αναπτυχθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη (κυρίως στη Γερμανία) ένα ρωμαλέο κίνημα «εργατικού αθλητισμού» που απέρριπτε τους εθνικούς διαχωρισμούς και έδινε σαφώς μικρότερη έμφαση στη νίκη με κάθε κόστος και στην επαγγελματική διάσταση του αθλητισμού. Εννοείται ότι μετά τον πόλεμο εξαφανίστηκε και πλέον σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει ότι υπήρξε κάποτε. Ως «εργατικός αθλητισμός» έφτασαν στη συνέχεια να εννοούνται τα εξαμβλώματα της γραφειοκρατικά οργανωμένης (όπως και στη Δύση), «εργοστασιακής» άθλησης που έστησαν η Σοβιετική Ένωση και η Ανατολική Γερμανία. Βλ. το βιβλίο του Garry Whannel, Culture, Politics and Sport.
[ επιστροφή]

13 - Αυτό είναι φυσικά το ιδιάζον γνώρισμα του μεταμοντερνισμού. Για μια διεισδυτική κριτική που πατάει πάνω στις αναλύσεις του Mandel, βλ. το γνωστό έργο του Fredric Jameson, Το μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, μτφρ. Γιώργος Βάρσος, εκδ. Νεφέλη.
[ επιστροφή]

14 - Όπως παρατίθεται στο Η έφοδος στον ουρανό. Ταξική σύνθεση και ταξική πάλη στον ιταλικό αυτόνομο μαρξισμό, Steve Wright, εκδ. Κόκκινο νήμα.
[ επιστροφή]

15 - Θα ήταν αφέλεια βέβαια να θεωρήσει κανείς ότι η κίνηση αυτών των μηχανισμών είναι εντελώς αυθαίρετη, ακόμα κι αν έχουν όντως μια δική τους δυναμική. Όταν και όποτε όμως χρειάζεται τυγχάνουν της κατάλληλης ώθησης για να κινηθούν προς τα εκεί που «πρέπει»· δεν στήνει κανείς τέτοιους «ιδιωτικούς στρατούς» οπαδών για να κινούνται όπως αυτοί θέλουν. Βλ. τη σειρά άρθρων υπό την ετικέτα cyberball στο Sarajevo.
[ επιστροφή]

16 - Για στοιχεία, βλ. Fastest, Highest, Strongest, Rob Beamish, Ian Ritchie, εκδ. Routledge.
[ επιστροφή]

17 - The new “Sleep-Friendly” NBA: https://thesocietypages.org/engagingsports/2020/12/17/the-new-sleep-friendly-nba/.
Κάποιοι από τους κορυφαίους αθλητές μάλιστα, όπως ο Ρονάλντο στο ποδόσφαιρο (ο ιμιτασιόν, όχι το αυθεντικό «φαινόμενο») και ο LeBron James στο μπάσκετ (αμφότεροι με εξαιρετικά αθλητικά προσόντα) επιδεικνύουν με περηφάνια το πόσο πολύ προσέχουν το σώμα τους με διάφορες τέτοιες ασκήσεις ασκητικής. Θα ήταν τα πρώτα θύματα βέβαια αν τέτοιες τεχνολογίες επιτήρησης διαδίδονταν ευρέως. Ευτυχώς που ακόμα εμφανίζονται εδώ κι εκεί κάποιοι πραγματικοί αρτίστες (όπως ο Ροναλντίνιο και ο Μέσσι στο ποδόσφαιρο ή ο Stephen Curry και ο Kyrie Irving στο μπασκετ) οι οποίοι, όντας και οι ίδιοι προϊόντα του θεάματος βέβαια, τουλάχιστον δεν επιδεικνύουν τέτοια σπουδή για τη φροντίδα του σώματός τους, καταφέρνοντας να φέρνουν μια μυρωδιά δρόμου στο παιχνίδι.
[ επιστροφή]

18 - Ενδεικτικό είναι ότι πολλοί αθλητές αδυνατούν πλέον να μιλήσουν φυσιολογικά. Μαθημένοι με μια κάμερα να τους ακολουθεί παντού, οι κινήσεις και η ομιλία τους αναδίδουν μονίμως μια αίσθηση θεατρικότητας. Κάπως σαν τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων.


[ επιστροφή]

κορυφή