Sarajevo - Βιβλιοθήκη
 

   

Σημειώσεις για έναν αιώνα: η αυτόματη σκέψη

Ο ΘΕΟΣ ΚΙ Ο ΤΥΡΑΝΝΟΣ

Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς πρέπει να αναγνωρίζουμε, έστω και περιληπτικά, πως ο παράξενος πόλεμος με ορίζοντα την σκέψη (και τις γλώσσες) δεν άρχισε τον 20ο αιώνα. Κάθε εξουσία, οσονδήποτε αρχαϊκή, έχει υπάρξει σαν έλεγχος της "ουσίας" - εκείνου του είδους αποστάγματος του κοινωνικού που μπορεί να ελεγχθεί. Για κάθε εξουσία το ζητούμενο δεν έχει υπάρξει η κατασκευή, απλά, μιας θέσης υπεροχής· αλλά επίσης [βασικό] η κατασκευή "ουσιών", η μετατροπή των κοινωνικών σχέσεων από ρηματικές (δηλαδή σχέσεις υποκειμενικής ενεργητικότητας ή πάθους) σε ουσιαστικές. Κάθε είδους εξουσία επεδίωξε, για λογαριασμό της, έναν ορισμένο αυτοματισμό σκέψης - άσχετα αν τον ονόμαζε έτσι ή όχι. Κάθε εξουσία, επεμβαίνοντας στη σκέψη και τη γλώσσα καταδίωξε το ρήμα. Όχι σαν "γλωσσολογικό στοιχείο" αλλά σαν πυρήνα των όποιων αυτοκαθορισμών. Κάθε εξουσία (απ’ όσες ξέρουμε τουλάχιστον) προσπάθησε να περιορίσει τα ρήματα σε ένα μονάχα: στο "είναι". Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως οποιοσδήποτε νόμος είναι έκκληση σε κάποιου είδους αυτόματη σκέψη: αν αυτό… τότε εκείνο. Αρκεί επίσης να σκεφτούμε τη θέση στην οποία τοποθέτησαν διάφορες θρησκείες ή/και φιλοσοφίες το "Όν". Και την "τάξη" του.
Όμως αυτός ο διαρκής πόλεμος ανάμεσα στην εξ-ουσία και την ποίηση (δεν εννοούμε την "υψηλή ποίηση", εννοούμε τη δημιουργικότητα και τις ανταρσίες του σκέπτεσθαι…) έχει υπάρξει ιστορικός πόλεμος. Με την έννοια πως έχει πολλά και διαφορετικά επεισόδια.
Ο χριστιανισμός για παράδειγμα (που τον ξέρουμε κάπως καλύτερα) ονόμασε το θεό του "λόγο" (με κεφαλαίο λάμδα) εννοώντας σαφέστατα πως μόνο αυτό το "απόλυτο ον" (που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει· προσέξτε την "υπερχρονικότητα του Όντος"…) μπορεί να θεωρηθεί υποκείμενο, και μόνο αυτό "σκέφτεται". Παρότι οι χριστιανοί δεν θα μπορούσαν να "εννοήσουν" το θεό τους, θα έπρεπε οπωσδήποτε να τον φοβούνται και να τον υπακούουν. Και δε θα έπρεπε να "σκέφτονται" – οι φτωχοί στο πνεύμα είναι μακάριοι. Ποιά είναι η μακαριότητά τους; Πως παραιτούμενοι από τα ρήματά τους (τις δικές τους ενέργειες και τα δικά τους πάθη) θα μπορούσαν σαν υποκείμενα να γίνουν αντικείμενα - της θεϊκής βούλησης. Η σύγχυση υποκειμένου και αντικειμένου (υπό την υψηλή επίβλεψη ενός "υπερυποκειμένου") έχει υπάρξει ιστορικά η σημαντικότερη (αν όχι η μοναδική!) σκοπιμότητα των θρησκειών - με αντάλλαγμα την μακαριότητα…
Για την αστική τάξη μια ορισμένη "επαναθεμελίωση" του ρήματος (σαν ατομικής ενεργητικότητας / ευθύνης) υπήρξε το μέτρο της επαναστατικότητάς της. Αναλαμβάνοντας ωστόσο να συγκροτήσει μια καινούρια εξουσία, θα έπρεπε να επαναθεμελειώσει και την "αντικειμενοποίηση" των υποτελών υποκειμένων. Ο δικός της τρόπος, υλιστικός σε σχέση με τους προηγούμενους, έβαλε σε κεντρική θέση τη μηχανή και το χρήμα. Και ξέρουμε πως ένα από τα βασικότερα μελήματά της ήταν (και είναι) η αντικειμενοποίηση της εργασίας. Η "σύγχυση" του κατεχόμενου υποκειμένου (εργάτης) με το αντικείμενο της εργασίας.
Αν είναι λοιπόν εύκολο να αναγνωρίσουμε στο πρόσωπο ενός Ταίηλορ τον επιστημονικό μελετητή της εργασίας και τον εισηγητή των τρόπων ελέγχου της προλεταριακής γνώσης, ενέργειας, σκέψης και άρνησης στην εργασία, είναι αδύνατο να βρούμε τον ένα και μοναδικό "Ταίηλορ της σκέψης". Πράγματι: αυτός ο "Ταίηλορ της σκέψης" είναι συλλογικός. Έχει κάτι από τον Σωσσύρ και κάτι από τον Τσόμσκι· κάτι από τον Αϊζενστάιν και κάτι από τον Φρόυντ· κάτι από τον Παβλώφ και κάτι από τον Βιενέ (πατέρα της κυβερνητικής)· κάτι από τον ΜακΛούαν και κάτι από πολλούς ακόμα. Κι αν είναι εύκολο να καταλάβουμε, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, τον αυτοματισμό των κινήσεων (που κλάπηκαν από το δημιουργικό υποκείμενο για να "ενσωματωθούν" σε κάποιου είδους μηχανή κι έτσι έγιναν αυτόματες) μοιάζει δυσκολότερο να εννοήσουμε τον αυτοματισμό της σκέψης.
Κι όμως. Η ταιηλοριανή εξίσωση ισχύει κι εδώ. Όποιος ελέγχει και άρα υπαγορεύει τους τρόπους χειρισμού, αυτός θα μπορέσει να ελέγξει και τους τρόπους παραγωγής.
Αυτόματη σκέψη είναι η σκέψη των εν-τυπώσεων. Η σκέψη των συν-κινήσεων. Η σκέψη των συναρμολογημένων clips. Η σκέψη που διαθέτει δύο βασικά ρήματα (και όλα τα άλλα υπαγμένα σ’ αυτά τα δύο): το "είναι" και το "cut". H σκέψη των γεγονότων. Η σκέψη του δεσπόζοντος παρακειμένου. Η σκέψη όπου ο κύριος χρόνος είναι ο ρυθμός των εντολών. Η σκέψη της ταύτισης αντικειμένου και υποκειμένου - ο φετιχισμός του εμπορεύματος. Η σκέψη / μοντάζ. Η σκέψη / κολάζ.

ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΕΙΑ;

Η σκέψη / μοντάζ είναι ένας καινούργιος τρόπος. Δεν έγινε κάποια απότομη αλλαγή. Αλλά μάλλον μια αργή μετάβαση, με ιδιαίτερη πυκνότητα τις 2 ή 3 τελευταίες δεκαετίες. Την σκέψη / μοντάζ θα την προσδιορίζαμε διαφορετικά σαν εν-είκονο σκέπτεσθαι· αντί για εν-λογο. Η εικόνα - και όχι η λέξις - είναι το κεντρικό συντακτικό της στοιχείο· και η διαφορά, ανάμεσά τους, δεν είναι τυπική. Η εικόνα, σαν βασικό δεδομένο της σύνταξης του σκέπτεσθαι, παρότι κυρίαρχη, "υποκειμενοποιείται" ακόμη και με αργούς ρυθμούς. Δεν ξέρουμε την ταπεινή, καθημερινή της "ποίηση"· δεν έχει γίνει ακόμη, για να το πούμε έτσι, παραβατική πράξις των υποκειμένων. Είναι μάλλον συντεταγμένη της αδράνειάς τους.
Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία των πολιτισμών που μπορούμε να μιλήσουμε για εικονολατρεία. Η διαφορά, ως προς την επιρροή που μπορεί να ασκήσει το εικονολατρικό τελετουργικό πάνω στην κοινωνική σκέψη, έγκειται στο βαθμό που εικόνες μπορούν να "παρακολουθήσουν", να υπαγάγουν, να "εκφράσουν" ή να δεσμεύσουν τον κοινωνικό χρόνο στο σύνολό του, και όχι μόνο εξαιρετικές του στιγμές. Από τότε που η εικόνα έγινε ρεαλιστική βρίσκεται σε έναν πλούσιο και διαρκή διάλογο με την πραγματικότητα. Από τότε που έγινε και κινούμενη - και αφότου η χρήση της κινούμενης εικόνας γενικεύτηκε, μέσω της τηλεόρασης - τόσο το εικονίζειν όσο και το εικονίζεσθαι εγκαταστάθηκαν για τα καλά στον καπιταλιστικό κόσμο. Με τον καιρό, η "μαγεία των εικόνων" μπόρεσε να απαλλοτριώσει (ή/και να ρυθμίσει) πρώτα επιμέρους κι ύστερα γενικότερες διάρκειες των κοινωνικών σχέσεων. Επιπλέον μπόρεσε να τις επιταχύνει.
Η σκέψη / μοντάζ είναι λοιπόν εικονολατρική, αλλά με έναν ιστορικά πρωτότυπο τρόπο. Δεν είναι απλά η σκέψη της κατάφασης στο εικονίζειν και το εικονίζεσθαι· και πολύ λιγότερο είναι η σκέψη της αναγνώρισης ενός διαχωρισμένου ιερού το οποίο αναπαρίσταται, ή απαγορεύεται να αναπαρασταθεί. Είναι η σκέψη της μηχανικής των εντυπώσεων: παράθεση, υποκατάσταση, συγκόλληση, ρευστότητα, ανακλαστικότητα, εναλλαγή, ακαριαία διαγραφή, αυτοί είναι μερικοί από τους συντακτικούς της κανόνες.

Η ΠΛΟΗΓΗΣΗ ΤΟΥ "ΕΙΝΑΙ" ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Ένα μεγάλο μέρος της γοητείας της κινούμενης εικόνας είναι πως αναφέρεται πράγματι σε μια ανθρώπινη εμπειρία. Είναι η αναπαράσταση - σαν - σε - όνειρο. Η εποχή από τον κινηματογράφο και μετά είναι μοναδική στην ιστορία της ανθρωπότητας απ’ αυτήν την άποψη. Η αίσθηση (βασικά το ορατό) και η ψευδαίσθηση μπορούν να έρθούν τόσο κοντά, να συμπέσουν, με τόσο υλικούς όρους και μαζί τόσο μαγικό τρόπο, ώστε δεν μπορούμε καν να φανταστούμε αν κάτι παρόμοιο έγινε ποτέ αλλού, χωρίς χρήση παραισθητικών. Η εντύπωση, κυριολεκτικά μιλώντας, έχει δύο πλευρές: αυτήν της θέασης (ή της ακρόασης) και εκείνη της εγγραφής, του "τυπώματος" στη νόηση. Μ’ αυτή την έννοια η εντύπωση μπορεί να συνδέει, περίπου αυτόματα, το ερέθισμα και τη σκέψη γι’ αυτό, εξαφανίζοντας τα μεταξύ τους όρια. Και ενώ είναι πιθανό πως από καταβολής μαγείας η εντύπωση (και οι παραγωγοί της) είχε το ίδιο αποτέλεσμα, είναι μάλλον αμφίβολο [με τις γνώσεις τουλάχιστον που έχουμε εμείς εδώ] αν ποτέ είχε τέτοια υλικότητα. Ώστε η ταυτότητα ερεθίσματος και σκέψης να είναι όχι απλά πειστική, αλλά προφανέστατη.
Στον εντυπωσιασμό η απόσταση ανάμεσα σε ό,τι έχει ιστορικά εννοηθεί σαν "υποκείμενο" και σε ό,τι έχει εννοηθεί σαν "αντικείμενο" γίνεται ελάχιστη. Προφητικά οι σουρρεαλιστές ευλόγησαν τη γοητεία αυτής της έλξης, που την είδαν να κατορθώνεται στο όνειρο. Εύστοχα όμως επίσης, και αρκετά έγκαιρα η αναμενόμενη υπ’ αυτές τις συνθήκες συμπεριφορά είχε ονομαστεί υπνοβασία. Αυτός ο χαρακτηρισμός εν τούτοις αποτελεί διαπίστωση "ξύπνιου". Από τη δική της μεριά η υπνοβασία είναι η ενεργητική καταβύθιση στο απόλυτο είναι του κόσμου, όπως αυτό "βιώνεται" στα όνειρα. Όλοι οι ειδικοί της μαζικής προπαγάνδας το ξέρουν, πως το ανώτερο σημείο επιτυχίας τους είναι να κάνουν τον κόσμο να υπνοβατεί…
Το είναι σαν θεμελειώδης, αποκλειστική, κυρίαρχη σχέση με τον κόσμο έχει μαστορευτεί όχι για χρήση των κοιμισμένων αλλά των ξυπνητών. Έχει υπάρξει το φιλοσοφικό, πολιτικό, νομικό, ψυχολογικό και συναισθηματικό όπλο οποιασδήποτε κυριαρχίας. Όταν ο δεσμός ανάμεσα σε υποκείμενα και αντικείμενα περιορίζεται στην αναγνώριση και αποδοχή ταυτοτήτων, "αυτού - που - είναι", παράγεται το θεμελειώδες σχίσμα ανάμεσα στην "ουσία" των πραγμάτων και των σχέσεων (ουσία: η όντως ιδιότητα…) και στην εξουσία (εκτός του όντος, επί του όντος...) που συνιστά τη ρύθμιση της γεωμετρίας των είναι. Εξουσία είναι ο θεός, οι εκπρόσωποί του, κτλ...
Η δικτατορία αυτή επιχειρήθηκε πάμπολλες φορές στην ανθρώπινη ιστορία, και με διάφορους τρόπους, και θα επιχειρείται πάντα. Ο θρησκευτικο-φιλοσοφικός ιδεαλισμός όμως βρισκόταν συχνά ενώπιον μιας εγγενούς αδυναμίας. Χρησιμοποιούσε επιχειρήματα υπέρ του είναι, αν και όχι δημόσια. Έβαζε έτσι από την πίσω πόρτα εκείνο που θεωρούσε αδύνατο από την μπροστινή: τον λόγο όχι σαν υπερβατική δραστηριότητα του "θείου" αλλά σαν ταπεινή ανθρώπινη δυνατότητα. Μ’ αυτή την έννοια μερικά από τα μέσα του φιλοσοφικο - θρησκευτικού ιδεαλισμού πρόδιναν τον σκοπό του: οι αιρετικοί κάθε είδους ξεπηδούσαν και από τον σκληρό πυρήνα διανοούμενων, για να αμφισβητήσουν την α ή την β εντύπωση.
Οι εντυπώσεις, αντίθετα, που έχουν παραχθεί τον 20ο αιώνα, διεκδικούν μια διαφορετική διεισδυτικότητα. Δεν προέρχονται από έλλογα επιχειρήματα - αλλά από τη συναρμολόγηση εικόνων. Αυτό που ποτέ πριν δεν ήταν τεχνικά εφικτό, η διάρκεια και η αναπαραγωγιμότητα των εικόνων, είναι τώρα. [Kαι για να παίξουμε λίγο με τις λέξεις: η διάρκεια, η ένταση και η αναπαραγωγιμότητα των εικόνων είναι το είναι τους]. Κι εκεί που χρειαζόταν η ανανέωση ορισμένων επιχειρημάτων για τη συντήρηση της ισχύος της τάδε ή της δείνα εντύπωσης, τώρα δε χρειάζεται. Οι εντυπώσεις είναι παντού, η σύγχυση υποκειμένων και αντικειμένων είναι εφικτή παντού, το όνειρο και η υπνοβασία είναι πραγματικά. Περισσότερο πραγματική αποδεικνύεται η περιστροφή γύρω από το είναι: το είναι των πραγμάτων (εμπόρευμα), το είναι των σχέσεων (αγορά, ατομικός ανταγωνισμός κλπ), το είναι του κόσμου (συσσώρευση, κέρδος κλπ).

ΓΛΟΥΠ;

Η σκέψη / κολάζ αναδύεται έτσι σαν μια δέσμη χειρισμών των εντυπώσεων· που πλούσιες σε συναισθηματικό αυτοματισμό είναι ήδη αρκετές για να αποτελούν, με πειστικό τρόπο, την πραγματικότητα. Η σκέψη / κολάζ υπάρχει σε ό,τι λέγεται "ειδήσεις", σαν αναδιάρθρωση του ειδέναι. Η σκέψη / κολάζ υπάρχει σ’ αυτό που λέγεται διαφήμιση, σαν αναδιάρθρωση του να διαδίδεις φήμες. Υπάρχει σ’ αυτό που λέγεται μόδα, σαν απόκρυψη της τυποποίησης. Υπάρχει στην εκπαίδευση σαν αναδιάρθρωση της κρίσης (ναι/όχι) και της απομνημόνευσης· ενόσω τόσο η μνήμη όσο και η διαλογή "σωστό / λάθος" έχουν μετατραπεί σε λειτουργίες μηχανής.
Αλλά οι ειδήσεις, η διαφήμιση, η μόδα, η εκπαίδευση, και πολλά ακόμα, θα έπρεπε να αναγνωρίζονται σαν σχέσεις, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Συνεπάγεται κυρίως κόπο· οπότε η σκέψη / μοντάζ παραγνωρίζει τις σχέσεις για να αναγνωρίσει ουσίες, πραγματοποιήσεις. Δεν θέλει να πάσχει από αβεβαιότητες· τις υπερκαθορίζει σαν κενό (νοήματος) ανάμεσα σε αντικειμενικότητες, πρόχειρα στημένες αν χρειαστεί, ενεργώντας για λογαριασμό παραλλαγών του "αυτό είναι".
Ένα ελάχιστο και αστείο παράδειγμα: το "ντόιιινγκ!" Πρόκειται για την πολύ γνωστή "ηχητική εικόνα" που σχετίζεται με κάποιες περιπτώσεις κτυπήματος – κατ’ αρχήν αντικειμένου με αντικείμενο. Υποτίθεται πως αναπαριστά ένα μεταλλικό ήχο κρούσης.
Είναι πολιτιστικό κατόρθωμα το γεγονός πως μπόρεσε να "γραφτεί" και να "διαβαστεί" ένας τέτοιος ήχος, μ’ αυτόν τον τρόπο. Το οφείλουμε στα κόμικς. Αλλά τα "ντόιιινγκ" είναι μια ηχητική εικόνα, μια αναπαράσταση, αποσπασμένη από τη γενεαλογική της σχέση. Δεν αφορά συγκεκριμένη κρούση. Αναπαριστά γενικά και αφηρημένα κρούσεις, συνήθως πάνω ή μέσα σε κεφάλια. Στην δεύτερη περίπτωση είναι η κρούση μιας σκέψης, που σαν ελατήριο εκσφενδονίζεται μέσα στο κρανίο. Εν ολίγοις το "ντόιιινγκ" είναι η έκφραση μιας σκέψης δεύτερου βαθμού σχετικά με την έκπληξη ή τη σκέψη την ίδια: την σκέψη σα μηχανική.
Αλλά το "ντόιιινγκ" είναι επίσης παραφθορά του doing. Ηχητική έκπτωση ενός ρηματικού τύπου των αγγλικών. Άρα είναι εικονοποίηση (πραγμοποίηση) μιας ενέργειας.
Το "ντόιιινγκ" μπορεί να έγινε αξιολάτρευτο· αλλά η σκέψη που λέει "ντόιιινγκ", έστω προοπτικά, δεν είναι η σκέψη που λέει "doing". Διακρίνει κανείς τον αυτοματισμό που δηλώνει παρών στην πρώτη περίπτωση. Μια ορισμένη οικονομία επίσης: το "ντόιιινγκ" είναι η κρούση σαν ο απόηχός της, η εντύπωση της κρούσης και όχι η συγκεκριμένη πράξη ενός συγκεκριμένου κτυπήματος. Η αυτόματη σκέψη μπορεί να μοντάρει στο λόγο της αυτή την εντύπωση την κατάλληλη στιγμή· μπορεί επίσης μ’ αυτόν τον τρόπο να "μεταδώσει κάποιο μήνυμα". Δεν μπορεί όμως να αναλύσει το "ντόιιινγκ" - και δε θέλει. Το "ντόιιινγκ" είναι αρκετό.
Το παράδειγμα ήταν μικρό, ασήμαντο, και καλό θα ήταν να το δει κανείς σαν μικρής σημασίας γενικά. Η αυτόματη σκέψη, η σκέψη / μοντάζ, δεν είναι άλλωστε τα επιφωνήματα των κόμικς. Είναι, μέσω της μηχανικής των εντυπώσεων, η "υπέρβαση" των ρημάτων και των χρόνων τους. Είναι η μηχανική των παθών ή/και των ενεργειών υπό το πρίσμα της συναρμολόγησής τους ή και της ανταλλακτικότητας τους. Και είναι πάμπολλες οι ευκαιρίες να την αναγνωρίσουμε.

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Ξεκινήσαμε αυτήν την έκθεση πριν 25 σελίδες με την υπενθύμιση της ρήσης του McLuhan, πως το μέσο είναι το μήνυμα. Της άποψης του επίσης πως από τη στιγμή που κάποιο "μέσο" γίνεται "κοινωνικός δεσμός" (σημείο άρθρωσης των σχέσεων δηλαδή) παράγει, κατά κάποιον τρόπο, έναν ορισμένο πολιτισμό.
Εκείνο που δεν ήθελε - ή δεν ήξερε - να αντιληφθεί ο McLuhan και οι πολυάριθμοι οπαδοί του, είναι πως καμμιά αυτοκρατορική διαπίστωση δεν είναι ισχυρή, απλά και μόνο επειδή αναφέρεται στον εαυτό της. Το σλόγκαν του ήταν πράγματι αυτοκρατορικό, και μικρή απόσταση έχει από εκείνη τη διάσημη διακήρυξη "το κράτος είμαι εγώ" του Λουδοβίκου, λίγο πριν τη ριζική ανατροπή του.
Αυτό δε σημαίνει πως επίκειται η επανάσταση. Σημαίνει πως ο αυτοματισμός του εμπορεύματος και ο αυτόματος στοχασμός που του αναλογεί, είναι μονάχα μια ιστορική περίοδος. Και όχι η αιωνιότητα.
Από την προλεταριακή σκοπιά, και μόνο από αυτήν, τόσο τα "μέσα" όσο και τα "μηνύματα" είναι σχέσεις. Που έχουν υφανθεί στον καμβά της κυριαρχίας και της υποτέλειας. Είναι γεγονός πως η τυρρανική λειτουργία των εντυπώσεων στρέφεται κυρίως (αλλά όχι μόνο) εναντίον της προλεταριακής συνείδησης. Είναι γεγονός πως η αυτόματη σκέψη προορίζεται να "μπλοκάρει" την προλεταριακή πρώτα και κύρια αρνητικότητα. Αλλά είναι επίσης γεγονός πως κάτι παρόμοιο δε γίνεται πρώτη φορά στην ιστορία.
Θα μας θυμίσει κάποιος ότι νωρίτερα παραδεχτήκαμε την τεχνική ανωτερότητα αυτής της φοράς. Αυτό είναι αλήθεια. Όπως αλήθεια είναι επίσης και κάτι άλλο: το προλεταριάτο, στις μητροπόλεις, κατέχει ήδη τη δυνατότητα του λόγου.
Εκείνο που πρέπει να γίνει, πρόχειρα ειπωμένο, είναι να ξαναδιαρρήξει το ρήμα (δηλαδή οι ενέργειες και τα πάθη) το "αυτό είναι" του διανοητικού και συναισθηματικού καθεστώτος. Θα χρειαστεί καιρό κάτι τέτοιο; Σίγουρα.
Αλλά θα γίνει. Για να θυμηθούμε τον Kayati:

Η πραγματική οικειοποίηση των λέξεων που εργάζονται δεν μπορεί να γίνει εφικτή έξω από την ιδιοποίηση της ίδιας της εργασίας. Η νίκη της απελευθερωμένης δημιουργικής δραστηριότητας θα φέρει τη νίκη της επιτέλους απελευθερωμένης αυθεντικής επικοινωνίας…

1 | 2 | 3 | 4 | 5 | 6

 
       

Sarajevo