sarajevo

σημειώσεις στο φωτοτυπάδικο: ποιοι/ες δουλεύουν στα φροντιστήρια; (2)

Στο τελευταίο κείμενο αυτής της στήλης (Σημειώσεις στο φωτοτυπάδικο: Ποιοι/ες δουλεύουν στα φροντιστήρια; Sarajevo νο 95) επιχειρήσαμε να ανιχνεύσουμε τον ρόλο που παίζει η ιδεολογία του επιστημονισμού στις συνειδήσεις των εργαζομένων στα φροντιστήρια καθηγητών/τριών. Σταθήκαμε κυρίως στο πως αυτή αμβλύνει τις ταξικές αντιθέσεις - αντιπαλότητες εντός των φροντιστηρίων συμβάλλοντας στη δημιουργία και στην εμπέδωση ενός κλίματος “συνεργασίας” μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Παράλληλα αναπτύξαμε μια κριτική στο φαινόμενο των ιδιαίτερων μαθημάτων τόσο σε ιδεολογική όσο και σε υλική βάση. Στο πως δηλαδή, μέσω των ιδιαίτερων μαθημάτων, διαμορφώνεται ένας τύπος εργαζόμενου καθηγητή, μισό-προλετάριου, μισό-ελεύθερου επαγγελματία. Γεγονός που σχετίζεται από τη μια με το “πόθεν έσχες” των μισθωτών της παραπαιδείας και από την άλλη με την οικοδόμηση μιας κουλτούρας - αντίληψης “αφεντικού του ίδιου μου του εαυτού”.
Θεωρούμε πως πρέπει να επιμείνουμε στην υπόθεση των “ιδιαιτέρων” μιας και αυτά σχετίζονται με ένα ακόμα ζήτημα το οποίο με επιμέλεια αποσιωπάται από το μεγαλύτερο μέρος υποτιθέμενων ή μη αντικαθεστωτικών στον χώρο της εκπαίδευσης.  Τα ιδιαίτερα μαθήματα σχετίζονται άμεσα με αυτό που μπορεί να ονομάσει κανείς κοινωνικοποίηση της ιδιωτικοποίησης στον τομέα της εκπαίδευσης. Θα πει κανείς πως η ιδιωτικοποίηση είναι από τη φύση της αντικοινωνική (και θα ‘χει απόλυτο δίκιο, λέμε εμείς) επομένως δεν νοείται ο όρος που χρησιμοποιούμε. Απορρέουν όμως απ’ αυτή τεράστια κέρδη, μέρος των οποίων διαχέονται με “μαύρο” συνήθως τρόπο και στους μισθωτούς της εκπαίδευσης. Για να προλάβουμε τυχόν κακοπροαίρετες κριτικές δεν έχουμε καμία διάθεση να παίξουμε τον ρόλο των απολογητών εκ μέρους των φροντιστηριαρχών. Οι κραυγές τους για την “μάστιγα”, όπως την ονομάζουν, των ιδιαιτέρων είναι τουλάχιστον υποκριτικές [1], από τη στιγμή που οι ίδιοι είναι βουτηγμένοι στην εισφοροδιαφυγή και στην φοροδιαφυγή. Η ενασχόλησή μας με το ζήτημα έχει σαν σημείο εκκίνησης την κατάσταση των εργαζομένων-μισθωτών στα φροντιστήρια, με  όλη της την πολυπλοκότητα και πάντα από την οπτική της εργατικής χειραφέτησης. Συνεπώς η σαθρή, ανέντιμη και συμφεντορολογική επιχειρηματολογία των αφεντικών περί ιδιαιτέρων δεν μας προκαλεί καμία αμηχανία για να μιλήσουμε για την τάξη μας.

Η μαζικοποίηση της δευτεροβάθμιας, και κατά συνέπεια της τριτοβάθμιας, εκπαίδευσης στην ελλάδα έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του 1960. Γεγονός σύμφωνο χρονικά με την αντίστοιχη μαζικοποίηση των εκπαιδευτικών βαθμίδων στη δυτική ευρώπη και στις ηπα. Το γενικό μοντέλο της εκπαίδευσης ήταν κοινό για όλο τον αναπτυγμένο (καπιταλιστικά) κόσμο. Εκπαίδευση δημόσια, δωρεάν, μαζική, δύσκαμπτη και βεβαίως πατερναλιστική. Κάτι σαν σχολικό ή πανεπιστημιακό αντίγραφο του μεγάλου φορντικού εργοστασίου. Η ελληνική ιδιαιτερότητα έγκειται στο εξής. Από τη δεκαετία του 60’ ήδη [2Είναι γνωστό πως τα πρώτα μεγάλα φροντιστήρια στο κέντρο της Αθήνας ιδρύθηκαν και στελεχώθηκαν από αριστερούς καθηγητές οι οποίοι δεν μπορούσαν (λόγω φρονημάτων) ή δεν ήθελαν να εργαστούν στο δημόσιο σχολείο. Αυτά αρκετά παλιά, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ‘60...], για όσους μαθητές ενδιαφέρονταν για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο “δημόσιος και δωρεάν” χαρακτήρας της κρατικά παρεχόμενης παιδείας συμβάδιζε αναγκαστικά με τον “ιδιωτικό και ακριβό” χαρακτήρα των φροντιστηρίων. Δηλαδή από τις απαρχές της απαίτησης, τόσο του ελληνικού κεφαλαίου-κράτους για στελεχικό δυναμικό πανεπιστημιακών προσόντων (μηχανικοί, δικηγόροι, οικονομολόγοι, καθηγητές κτλ), όσο και της κοινωνικής αναζήτησης για ταξική ανέλιξη, το δημόσιο με το ιδιωτικό πήγαιναν χέρι-χέρι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Χαρακτηριστικό και εξόφθαλμο παράδειγμα της ιδιωτικοποίησης ήταν τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Για να αποκτήσει κανείς τους τίτλους επάρκειας για την γλωσσομάθεια οποιασδήποτε ξένης γλώσσας ήταν και παραμένει απαραίτητη η παρακολούθηση φροντιστηρίου ή ιδιαίτερων μαθημάτων. Τη στιγμή βεβαίως που οι αντίστοιχες γλώσσες (για να είμαστε ακριβείς κάποιες απ’ αυτές) ναι μεν διδάσκονταν/νται στο δημόσιο σχολείο αλλά χωρίς την κρατική παροχή επάρκειας. Προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο άφθονη πελατεία τόσο στα κέντρα ξένων γλωσσών όσο και στους free lancers των ιδιαιτέρων. Στην πραγματικότητα λοιπόν είτε με τις ξένες γλώσσες είτε με τις εισαγωγικές εξετάσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση βρισκόμαστε μπροστά σε έναν αρκετά διευρυμένο και μαζικοποιημένο ιδιωτικό εκπαιδευτικό τομέα τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση [3Βεβαίως η ιδιωτικοποίηση δεν περιορίζεται στις ξένες γλώσσες και στα φροντιστήρια δευτεροβάθμιας αλλά και στην παροχή πιστοποιήσεων Η/Υ όπως και στα διάφορα είδη μεταλυκειακής εκπαίδευσης-κατάρτησης.].

Οι ρητορικές που παραδοσιακά αντιτίθενται στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης (εδώ θα αναφερθούμε αποκλειστικά στη δευτεροβάθμια βαθμίδα της) μένουν εγκλωβισμένες στην καταγγελία των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών για την αναγκαστική και εντεινόμενη “φροντιστηριοποίηση” του λυκείου. Η ανάγνωση των κοινωνικών φαινομένων που εστιάζει στις δράσεις, στις στοχεύσεις, στις τακτικές και στις στρατηγικές των “από πάνω” δεν είναι γενικά λανθασμένη. Είναι όμως μερική. Και για εμάς παραμένει σκοπίμως τέτοια. Μελετώντας τον τομέα των φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης μπορεί να παρατηρήσει κανείς μια πολύ ευρεία γκάμα, ως προς το μέγεθος, επιχειρήσεων που ωφελούνται από την ιδιωτικοποίηση. Υπάρχουν φροντιστηριακοί όμιλοι με δεκάδες παραρτήματα πανελλαδικά, υπάρχουν αλυσίδες με πολλά παρατήματα σε ένα νομό, υπάρχουν φροντιστηριακοί οργανισμοί με 3, 4 ή 5 μαγαζιά σε επίπεδο μικρών περιοχών, φροντιστήρια γειτονιάς, “γκρουπάδικα” (μεμονωμένοι δηλαδή καθηγητές ή καθηγήτριες που κάνουν μαθήματα σε τμήματα τριών ή τεσσάρων ατόμων “μαύρα” ή “άσπρα”), υπάρχουν και οι “επιχειρηματίες του εαυτού τους” όσοι και όσες δηλαδή κάνουν ιδιαίτερα σε μικρό ή σε μεγαλύτερο βαθμό. Όταν μιλάμε λοιπόν για κοινωνικοποίηση της ιδιωτικοποίησης αναφερόμαστε ακριβώς στην παραπάνω διάρθρωση-διάταξη των ωφελούμενων από την ιδιωτικοποίηση. Δεν είμαστε επομένως μπροστά στο κλασσικό, για την αριστερά, σχήμα κακά μονοπώλια ή μοχθηρό μεγάλο κεφάλαιο από τη μια και αθώος λαός από την άλλη. Διότι τα κέρδη από την ιδιωτικοποίηση διανέμονται, αν και όχι ομοιόμορφα, με οριζόντιο τρόπο στους εμπλεκόμενους με αυτή. Μάλιστα η έκταση της οριζοντιότητας των κερδών διαπερνά ακόμα και το εσωτερικό του δημόσιου σχολείου. Δεν είναι λίγοι/ες οι καθηγητές/τριες δημόσιων σχολείων που γεμίζουν τα απογεύματά τους με ιδιαίτερα μαθήματα ακόμα και στη μορφή “γκρουπάδικων”.

Οι εργαζόμενοι στα φροντιστήρια, συμπληρώνοντας τους κολοβούς μισθούς τους με ιδιαίτερα μαθήματα, συμμετέχουν και αυτοί στη διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Με αυτόν τον τρόπο έρχονται κατ’ αρχήν αντιμέτωποι με μια αντίφαση, ακόμα και αν δεν τους γίνεται άμεσα αντιληπτή. Από τη μια φαίνεται να βγαίνουν κερδισμένοι, καρπούμενοι ένα μέρος της πίτας που προσφέρει η ιδιωτικοποίηση και από την άλλη είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Από τη μια μπαίνουν (τα φράγκα) και από την άλλη βγαίνουν δηλαδή. Η υλική πραγματικότητα (τα υλικότατα κέρδη) συσκοτίζει ό,τι θα μπορούσε να είναι ξεκάθαρο. Ότι δηλαδή, η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (παιδεία, υγεία, πρόνοια) αποτελεί αξιωματικά μια αντεργατική διαδικασία. Μεταφέρεται μέσω αυτής, με τρόπο που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός, ένα μέρος του μισθού πίσω στις τσέπες των αφεντικών. Η αντίθεση, έστω και συνειδησιακά, στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης θα έπρεπε λοιπόν να αποτελεί σταθερά στις σκέψεις των εργαζομένων στα φροντιστήρια.
Το γεγονός ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο μπορεί να ερμηνευθεί ως εξής. Η πρώτη ερμηνεία έχει έναν γενικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν περιορίζεται σε έναν συγκεκριμένο εργασιακό κλάδο (π.χ ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί) αλλά αφορά στο σύνολο της σύγχρονης εργατικής τάξης. Η βάση της βρίσκεται στην μέση αντίληψη για το τι ακριβώς είναι ο μισθός. Αν ο μισθός γίνεται αντιληπτός ως το άθροισμα των χρημάτων που μπαίνουν στην τσέπη κάθε τέλος του μήνα ή της εβδομάδας ή της μέρας τότε όντως όσα ισχυριζόμαστε φαίνονται θεωρίες και λόγια του αέρα. Αν όμως ο μισθός  αποφετιχοποιηθεί από τη χρηματική του μορφή και γίνει αντιληπτός στο σύνολο του μπορεί κανείς να ανακαλύψει τις διευρυμένες προεκτάσεις του. Αυτές περιλαμβάνουν τις εργοδοτικές εισφορές, τα ένσημα, τα “δώρα” (Χριστουγέννων, Πάσχα) και τα επιδόματα από την μεριά των άμεσων εργοδοτών. Αλλά περιλαμβάνουν και τις δωρεάν παρεχόμενες από το κράτος υπηρεσίες αναπαραγωγής της εργατικής μας δύναμης. Απαραίτητες για να έχουμε τη δυνατότητα να πουλάμε την τελευταία ξανά και ξανά πίσω στα αφεντικά.
Η δεύτερη ερμηνεία έχει πιο στενό-συγκεκριμένο χαρακτήρα και αφορά άμεσα στους εργαζόμενους στα φροντιστήρια. Η εμπλοκή των καθηγητών-μισθωτών με τα ιδιαίτερα μαθήματα τους σχετίζει απ’ ευθείας με τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης. Με την έννοια ότι απ’ αυτήν την εμπλοκή προκύπτουν κέρδη-εισοδήματα. Εδώ θέλει προσοχή. Μιλάμε για κέρδη-εισοδήματα και όχι για μισθό. Μια αντίρρηση στον ισχυρισμό μας θα ήταν ότι ούτως ή άλλως και ένας εργαζόμενος σε φροντιστήριο καθηγητής έχει οφέλη από την ιδιωτικοποίηση. Από τη στιγμή που τα ίδια τα φροντιστήρια αποτελούν κυρίαρχο-αναπόσπαστο μέρος της. Και όντως αν κυριαρχεί η στενή συντεχνιακή αντίληψη έτσι είναι. Αν στον αντίποδα όμως οι καθηγητές/τριες των φροντιστηρίων αντιληφθούν τους εαυτούς τους ως τμήμα της σύγχρονης εργατικής τάξης τότε η αντίρρηση αυτή καταρρίπτεται. Διότι τότε οι καθηγητές και οι καθηγήτριες μπορούν να δουν ότι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να πουλάνε την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν. Όπως το ίδιο κάνουν τόσοι και τόσες άλλοι/ες. Είτε δουλεύουν στις οικοδομές, είτε καθαρίζουν κτίρια, είτε σερβίρουν καφέδες και πλένουν πιάτα, είτε σχεδιάζουν υπολογιστικά προγράμματα. Αντιλαμβανόμενοι/νες τους εαυτούς τους σαν εργάτες θα μπορέσουν να αντιληφθούν και τον αντικοινωνικό - αντεργατικό ρόλο των φροντιστηρίων ως βασικό πυλώνα της ιδιωτικοποιημένης εκπαίδευσης. Τα χρηματικά οφέλη που προκύπτουν από τα ιδιαίτερα θεωρούμε ότι βάζουν εμπόδια ακριβώς σε αυτή τη διαδικασία ανακάλυψης του συλλογικού εργατικού εαυτού και των δυνατοτήτων ανατίμησης που αυτή μπορεί να ανοίξει. Για να το πούμε πιο απλά, πως μπορεί ένας καθηγητής δευτεροβάθμιας να αντιταχθεί στην φροντιστηριακή εκπαίδευση-ιδιωτικοποίηση αν ως “ιδιαιτεράς” βγάζει απ’ αυτήν 400, 500 ή 600 ευρώ το μήνα; Όσο ή και παραπάνω δηλαδή από τον βασικό μισθό;

Τα “οφέλη” λοιπόν της ιδιωτικοποίησης βλέπουμε πως δεν αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο των μεγάλων φροντιστηριακών ομίλων αλλά διαχέονται προς όλες τις κατευθύνσεις ακόμα και στους, υποτιμημένους εργασιακά, εργαζόμενους στα φροντιστήρια. Το να αγνοείται το γεγονός αυτό ή ακόμα χειρότερα να αποσιωπάται δεν ωφελεί σε τίποτα. Το αντίθετο. Η εθελοτυφλία σε σχέση με την κατάσταση οποιουδήποτε κομματιού της εργατικής τάξης και το συνεπακόλουθο “χάιδεμα” δημιουργεί τεχνηέντως “αθώες” και τελικά “ανεύθυνες” συνειδήσεις. Δεν υπάρχει μια καλή και καθαρή εργατική τάξη. Κάθε της κομμάτι, κάθε της τμήμα εργάζεται, ζει και πορεύεται μέσα στις αντιφάσεις του. Και αυτές πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς κουκουλώματα. Όσο πιο καθαρά γίνεται. Όχι για λόγους αυτομαστιγώματος ή για να καταλήξουμε πως “έτσι που είναι τα πράγματα, δεν γίνεται τίποτα”. Αλλά για να βρούμε τρόπους να προχωρήσουμε αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι. Δεν είναι κρυφό πως τα κουκουλώματα και το “γλείψιμο” της βάσης μπορούν να φέρνουν ψήφους στους διάφορους συνδικαλιστές ενώ ταυτόχρονα λειτουργούν υπονομευτικά στην ανάδειξη αιτημάτων και αγώνων των εργαζομένων. Έτσι το αίτημα για αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν παιδεία που βάζει επί χρόνια η ολμε μετατρέπεται σε κενό γράμμα. Όταν εκατοντάδες (ή μήπως χιλιάδες;) καθηγητές και καθηγήτριες του δημόσιου σχολείου το ‘χουν ρίξει στα ιδιαίτερα και στους συλλόγους των καθηγητών δεν ακούγεται τσιμουδιά για αυτό. Κάπως έτσι αρχίζουν και εμφανίζονται (αρκετά περιορισμένα μέχρι στιγμής) Κοιν(ωφελείς) Συν(εταιρεστικές) Επ(ιχειρήσεις) φροντιστηρίων από καθηγητές που ανήκουν στην αριστερά. Λες και η μορφή της επιχείρησης (συνεταιριστική, ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη) μεταβάλλει τον αντικοινωνικό ρόλο των φροντιστηρίων και τον ρόλο τους στην ιδιωτικοποίηση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Τα πράγματα πρέπει να είναι ξεκάθαρα. Η ανατίμηση ενός οποιουδήποτε κλάδου εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων και των εργαζομένων στα φροντιστήρια, προϋποθέτει την αναγνώριση από τους ίδιους τους εργαζόμενους ότι η θέση τους βρίσκεται εντός της σύγχρονης εργατικής τάξης. Η καβάτζα των ιδιαιτέρων αδυνατίζει ακριβώς αυτή τη  δύσκολη διαδικασία αναγνώρισης. Φέρνοντας, συνειδησιακά, πιο κοντά τους εργαζόμενους στο όνειρο του ελεύθερο επαγγελματία ή ακόμα και του μελλοντικού αφεντικού.  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Εδώ και δύο περίπου μήνες κυκλοφορούν διάφορες παραλλαγές ενός υπό κατάθεση νομοσχεδίου του υπουργείου παιδείας. Το άρθρο 48 του νομοσχεδίου αυτού αναφέρεται σε “θέματα ιδιωτικών σχολείων, φροντιστηρίων και κέντρων ξένων γλωσσών”. Κατ’ αρχήν σε γενικές γραμμές και σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής θεωρούμε πως το συγκεκριμένο άρθρο κινείται σε φιλεργατική κατεύθυνση για τους εργαζομένους στα φροντιστήρια. Με την έννοια ότι επιχειρεί να αντικαταστήσει το “ό,τι θέλει το αφεντικό” με ορισμένους κανόνες στον τομέα της παραπαιδείας.
Συγκεκριμένα στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι “τα φροντιστήρια και τα κέντρα ξένων γλωσσών υποχρεούνται να καταθέτουν στις οικείες διευθύνσεις εκπαίδευσης του υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων το αναλυτικό εβδομαδιαίο ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων, από όπου πρέπει να προκύπτει ο αριθμός των Τμημάτων και των μαθητών του κάθε τμήματος, οι ώρες διδασκαλίας κάθε μαθήματος και ο διδάσκων κάθε διδακτικής ώρας”.
Σύμφωνα με την παράγραφο 3 “οι ιδιοκτήτες των φροντιστηρίων και των κέντρων ξένων γλωσσών καταθέτουν αμελλητί στις οικείες διευθύνσεις εκπαίδευσης, οι οποίες είναι αρμόδιες για τον έλεγχο των τυπικών προσόντων των διδασκόντων, αντίγραφα των συμβάσεων εργασίας που συνάπτουν με τους διδάσκοντες. Οι ανωτέρω διευθύνσεις εκπαίδευσης υποχρεούται να χορηγούν στις διευθύνσεις του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ), στους επιθεωρητές εργασιακών σχέσεων και στις διευθύνσεις του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τα κατατεθειμένα σε αυτές στοιχεία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή στοιχεία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου”.
Στην παράγραφο 4 ορίζονται οι αργίες στον χώρο των φροντιστηρίων. Στην πρώτη εκδοχές του νομοσχεδίου οι αργίες ταυτίζονταν με αυτές του δημόσιου σχολείου. Δύο εβδομάδες τα Χριστούγεννα και δύο εβδομάδες το Πάσχα συν τις αργίες που αφορούν στις εθνικές επετείους.
Στην παράγραφο 5 ορίζεται ότι “κατά τις ημέρες αργιών και διακοπών οι καθηγητές δεν υποχρεούνται να παρέχουν την εργασία τους δικαιούμενοι των αντίστοιχων αποδοχών. Σε περίπτωση απασχόλησης των καθηγητών σε ημέρες Κυριακής, οι αποδοχές  των εργαζομένων προσαυξάνονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία”. Ενώ στην παράγραφο 6 αναφέρει πως “το εβδομαδιαίο ωράριο πλήρους διδασκαλίας στα Φροντιστήρια και στα Κέντρα Ξένων Γλωσσών καθορίζεται στις 21 ώρες. Η συμπλήρωση πλήρους εβδομαδιαίου ωραρίου συνεπάγεται την απονομή 25 ενσήμων μηνιαίως, ανεξαρτήτως της κατανομής των διδακτικών ωρών μέσα στην εβδομάδα”.
Περιττό να πούμε πως αντέδρασαν τα αφεντικά της παραπαιδείας. Πήρε το μάτι μας, ότι με την δημοσιοποίηση του αρχικού νομοσχεδίου, μέσα σε δύο μέρες συνεδρίασαν σχεδόν όλες οι κατά τόπους εργοδοτικές ενώσεις φροντιστηριαρχών ανά την επικράτεια. Έβγαλαν ανακοινώσεις, μίλησαν σε κανάλια, σε ραδιόφωνα, συναντήθηκαν με κυβερνητικούς παράγοντες, με την αξιωματική αντιπολίτευση. Και κατά ένα μέρος τα κατάφεραν! Στην επικαιροποιημένη εκδοχή του νομοσχεδίου οι αργίες πετσοκόφτηκαν στα σημερινά τους μέτρα. Από 24 Δεκέμβρη έως 3 Ιανουαρίου και από μεγάλη Πέμπτη έως και Τρίτη του Πάσχα. Όλη και όλη η επιχειρηματολογία των εργοδοτικών ενώσεων είναι πως με την αύξηση των αργιών οι υποψήφιοι για τα αει/τει θα επιλέξουν τα ιδιαίτερα μαθήματα αντί για τα φροντιστήρια με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον κλάδο και την οικονομία της χώρας (!!!). Έχουμε πολλά να πούμε για το άρθρο αυτό του νομοσχεδίου σε σχέση με τους εργαζόμενους στα φροντιστήρια. Όπως και έχουμε να πούμε πολλά για τα αφεντικά και πως σχετίζονται με κάθε μια από τις παραγράφους του νομοσχεδίου. Αλλά αυτό θα γίνει σε ένα επόμενο κείμενο. Πάντως το νομοσχέδιο δεν έχει κατατεθεί ακόμα…
[ επιστροφή ]

2 - Είναι γνωστό πως τα πρώτα μεγάλα φροντιστήρια στο κέντρο της Αθήνας ιδρύθηκαν και στελεχώθηκαν από αριστερούς καθηγητές οι οποίοι δεν μπορούσαν (λόγω φρονημάτων) ή δεν ήθελαν να εργαστούν στο δημόσιο σχολείο. Αυτά αρκετά παλιά, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ‘60...
[ επιστροφή ]

3 - Βεβαίως η ιδιωτικοποίηση δεν περιορίζεται στις ξένες γλώσσες και στα φροντιστήρια δευτεροβάθμιας αλλά και στην παροχή πιστοποιήσεων Η/Υ όπως και στα διάφορα είδη μεταλυκειακής εκπαίδευσης-κατάρτισης.
[ επιστροφή ]

κορυφή