Sarajevo
 

 

 

Sarajevo 68 - 12/2012

 

ο πολυεθνικός εργάτης (ξανά)

... Όπως δείχνουμε αναλυτικότερα σε άλλη αναφορά αυτού του τεύχους (δες: η εγκληματικότητα και ο φόβος ως πολιτικά επιχειρήματα και η δημόσια τάξη ως πολιτικό κατόρθωμα) η διαλεκτική (και όπου χρειάζεται: η ρευστή διαλεκτική) νομιμοποίησης / απονομιμοποίησης έχει γίνει αποτελεσματικό εργαλείο στα χέρια των αφεντικών, των λακέδων τους, των μηχανισμών τους. Η απαγόρευση (και η συστηματική δίωξη) “κάποιων” σπρώχνει όσους είναι δίπλα τους κοινωνικά να γίνουν πιο νομιμόφρονες· ή, σωστότερα, σ’ αυτό σκοπεύει η συγκεκριμένη τακτική των αφεντικών. Έχοντας μπροστά τους το πανόραμα του πολυεθνικού εργάτη και των εν δυνάμει απειλών που κρύβονται στην πολιτική του ανασύνθεση, τα αφεντικά κόβουν φέτες “νομιμότητας” και “παρανομίας”. Όχι, μόνο επειδή τους ενδιαφέρει η φτήνεια των απαγορευμένων· αλλά επειδή τους ενδιαφέρει και των “νόμιμων” η φθήνεια, που μπορούν να την αποδεχθούν αφού, τουλάχιστον, έχουν κάποια “πολιτικά δικαιώματα”. Ούτε, πάλι, επειδή τους ενδιαφέρει η πολιτική περιθωριοποίηση των απαγορευμένων “ξένων”, αλλά επειδή τους ενδιαφέρουν εξίσου οι συμβιβασμοί, οι παραιτήσεις και οι μεσολαβήσεις των ντόπιων που, τουλάχιστον, ελπίζουν σε μια “καλύτερη” κυβέρνηση...

Τέτοια γράφαμε πριν λίγους μήνες (Sarajevo νο 65, Σεπτέμβρης 2012) προς το τέλος μιας εκτενούς αναφοράς με τίτλο ο πολυεθνικός εργάτης. Και να που τώρα είμαστε στην εξαιρετικά δυσάρεστη, από ταξική σκοπιά, θέση να συνεχίσουμε με μερικές “λεπτομέρειες” που αποδεικνύουν των λόγων μας την ακρίβεια.

 

το πάρτυ των αφεντικών (και μάλιστα των “μικρό...”)

Ποιά είναι η πραγματική κατάσταση στην “αγορά εργασίας” τώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές; Αν δεν την ξέρετε, είναι αυτή:
- ωρομίσθιο κάτω από 3 ευρώ, για καθηγητές φροντιστηρίων - και “μαύρα”...
- ωρομίσθιο 2,5 ευρώ για ντελιβεράδες (έλληνες, ελληνοτάτους) - και “μαύρα”...
- μισθοί 300 ευρώ ή και 250 ευρώ για 40 ώρες δουλειά (το λιγότερο) την βδομάδα...
- μισθοί 200 ευρώ + “ποσοστά” για “πωλητές” διάφορων ειδών...
και άλλα παρόμοια. Χωρίς ίχνος υπερβολής και χωρίς καμία διάθεση πρόκλησης εντυπώσεων, μπορούμε να περιγράψουμε την κατάσταση ως εξής: το “κόστος εργασίας” των ντόπιων εργατών, σε διάφορους τομείς και σ’ όλο και μεγαλύτερη έκταση, έχει πέσει χαμηλότερα απ’ το “κόστος εργασίας” των μεταναστών εργατών, πριν κάποια χρόνια. Στις βραδινές δουλειές με μηχανάκι (delivery) για τις οποίες γνωρίζουμε την κατάσταση από πρώτο χέρι, απ’ το 2004 και μετά, και όπου μπορούμε να κάνουμε σύγκριση, η κατάσταση είναι η εξής: το 2004, το 2005, το 2006 και το 2007, το κατώτερο ωρομίσθιο (“μαύρο”) που πληρωνόταν σε μετανάστες απ’ το πακιστάν (με άγνοια της γλώσσας) ήταν, στη χειρότερη των περιπτώσεων, 3 ευρώ. Τα 3,5 ευρώ ήταν επίσης ένα χαμηλό ωρομίσθιο, στο οποίο μπορούσε να βρει κανείς και έλληνες εργάτες / οδηγούς. Και, τότε, τα “τιπς” (που τώρα έχουν εξαφανιστεί) μπορούσαν να είναι αξιόλογο τσοντάρισμα. Τώρα; Τώρα 2,5 - “κι άμα θες”...
Πως έχει γίνει κατορθωτό αυτό; Η άποψη που θα θεωρούσε σαν ΜΟΝΑΔΙΚΗ μέθοδο υποτίμησης της εργασίας ΓΕΝΙΚΑ την πολιτική απαγόρευση (την “στέρηση των βασικών δικαιωμάτων του πολίτη”) σε βάρος των μεταναστών εργατών, ήταν λαθεμένη - όχι βέβαια από πρόθεση. Αυτό προσπαθούσαμε άλλωστε να θίξουμε στην αναφορά του περασμένου Σεπτέμβρη. Τώρα θα γίνουμε αναλυτικότεροι.

Ο μετανάστης εργάτης / η μετανάστρια εργάτρια ζουν εξ ολοκλήρου πουλώντας την εργατική τους δύναμη - δηλαδή απ’ τον μισθό ή/και το μεροκάματο. Δεν έχουν άλλες δυνατότητες “υποκατάστασης εσόδων”. Κι όχι μόνο ζουν οι ίδιοι εξ ολοκλήρου απ’ τον μισθό, αλλά συνήθως στέλνουν κάποιο μέρος του πίσω, στις οικογένειές τους. Το γεγονός, λοιπόν, ότι η “κοινωνική αναπαραγωγή” των ίδιων, σαν ανθρώπινων όντων, και των οικογένειών τους σε κάποιο βαθμό, γίνεται απ’ τον υποτιμημένο μισθό τους, βάζει ένα συγκεκριμένο όριο· όριο επιβίωσης - μέσω - μισθού. Οι ντόπιοι εργάτες και εργάτριες απ’ την άλλη, μπορούν (με το ζόρι και δυσθυμία, αλλά μπορούν) να συμπιέσουν το “κόστος κοινωνικής αναπαραγωγής” τους βγάζοντας κάποια τμήματά του έξω απ’ τον μισθό / μεροκάματο. Ζώντας (συγκατοικώντας), βασικά, με τους γονείς τους· ή, συμπληρώνοντας τον άθλιο μισθό τους με σε χρήμα ή/και σε είδος “οικογενειακή βοήθεια”. 
Στην τρέχουσα δημοσιογραφική και όχι μόνο δημαγωγία, τα όποια “αποθέματα” των μεγαλύτερων ηλικιών (σαν ακίνητα και νοίκια, ή σαν σχετικά μεγάλες συντάξεις, ή σαν καταθέσεις) ονομάζονται “λίπος”. Και, υποτίθεται, αυτό το “λίπος” κρατάει ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης εργατικής τάξης ζωντανό. Το βέβαιο είναι ότι αυτές οι οικογενειακές βοήθειες κάνουν εφικτή την ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση της εργασίας. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο από πρώτη ματιά, η υποτίμηση των ντόπιων εργατών μπορεί να είναι (και είναι) ακόμα πιο οξεία από εκείνην των μεταναστών σε ότι αφορά μισθούς και μεροκάματα. Το γεγονός ότι οι ντόπιοι εργάτες μπορούμε (ακόμα) να κυκλοφοράμε χωρίς να μας ζητούν “χαρτιά” κάνει, οπωσδήποτε, διαφορά. Όμως αυτή η διαφορά συσκοτίζει τις διαδικασίες υποτίμησης: το ότι δεν μας κλείνουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως τους χωρίς χαρτιά (χωρίς πολιτικά δικαιώματα δηλαδή) μετανάστες προλετάριους δεν στοιχίζει τίποτα στ’ αφεντικά. Εκεί που μετράνε τα “έξοδά” τους, δηλαδή σε μισθούς, μεροκάματα, εισφορές ασφάλισης, κλπ, βγαίνουν (όχι καθολικά, όμως σε μεγάλο μέρος της “αγοράς εργασίας”) ακόμα πιο κερδισμένοι εκμεταλλευόμενοι ντόπιους παρά μετανάστες εργάτες. Μια, τουλάχιστον, εκτεταμένη έκφραση του πόσο πολύ περισσότερο κερδισμένα μπορούν να είναι τα ελληνικά αφεντικά υποτιμώντας τους ντόπιους, είναι η απλήρωτη εργασία. Επι μήνες. Τρεις μήνες απλήρωτος /η, έξι μήνες, δέκα μήνες, ακόμα και παραπάνω. Κανένας μετανάστης δεν θα θα μπορούσε να το αντέξει αυτό δουλεύοντας! Κι ο λόγος είναι απλός: δεν θα είχε να φάει (ακόμα κι αν τον βοηθούσαν οι επίσης μετανάστες συγκάτοικοί του). Πόσοι / πόσες ντόπιοι είναι που συνεχίζουν να δουλεύουν απλήρωτοι / ες, παγιδευμένοι / ες μεταξύ ελπίδας ότι κάποτε θα πληρωθούν και των αναγκών τους; Κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια, όμως πρόχειροι υπολογισμοί καταλήγουν ότι είναι αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες. Αυτή η απόλυτη και μαζί αόρατη υποτίμηση, στην περίπτωση των μεταναστών, μπορούσε να γίνει (για λίγοτερα οφειλόμενα μεροκάματα) μόνο με την αστυνομία: το ελληνικό “μικρο”αφεντικό, την μέρα της πληρωμής, φώναζε τους μπάτσους και έδινε τους χωρίς χαρτιά μετανάστες... Στην περίπτωση των ντόπιων δεν χρειάζεται η αστυνομία. Αρκεί η υπομονή - και η όποια οικογενειακή βοήθεια...

 

εθνικοποίηση και οικογένεια

Αυτή η postmodern αναβίωση του “πατρίς - θρησκεία [1] - οικογένεια”, με κέντρο και στόχο την μετατροπή μεγάλου μέρους της ανοργάνωτης, εξατομικευμένης και πειθαρχημένης ντόπιας εργατικής τάξης σε μια θάλασσα μισοζητιάνων, δείχνει μ’ έναν απρόοπτο τρόπο, την σημασία της προλεταριακής πολυεθνικότητας. Γιατί ανάμεσα στα πιο σημαντικά που θα μπορούσαν να μας διδάξουν οι μετανάστες εργάτες, δεν είναι ίσως το πως - τα - φέρνεις - βόλτα - σε - συνθήκες - πολιτικής - απαγόρευσης, είναι όμως σίγουρα η σημασία του μισθού και η σχέση του με την εργασία. Αυτοί οι “χωρίς λίπος” εργάτες οριοθετούν το (ας το πούμε μ’ αυτόν τον βαρύ χαρακτηρισμό) “στεγνό” κατώτατο μισθολογικό όριο της εργασιακής αξιοπρέπειας. Το οριοθετούν όχι επειδή είναι ... κομμουνιστές, αλλά επειδή η κοινωνική τους αναπαραγωγή είναι ακριβώς όπως προβλέπεται απ’ τον καπιταλισμό: μέσω του μισθού, και μόνο μέσω αυτού.
Για την ακρίβεια, οι “ξένοι”, οι πολυεθνικοί εργάτες αποτελούν την πιο καθαρή υλική έκφραση και μαζί καίρια υπενθύμιση, μέσα στην τάξη μας, εκείνου που η συνέλευση του πλάνου 30/900 ονόμασε αδιαπραγμάτευτες βασικές ανάγκες (ικανοποιούμενες μέσω του μισθού / εργασίας). Χωρίς την διαφυγή, την παρηγοριά αλλά και την αποπλάνηση των παράπλευρων (οικογενειακών) βοηθημάτων, ζουν απ’ την δουλειά τους· την “πουλάνε” για να ζήσουν, για να καλύψουν τουλάχιστον τις βασικές τους ανάγκες. Μπορούν, μόνο, να μινιμάρουν αυτές τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους (ας πούμε τα ρούχα τους ή το φαγητό τους ή τον ιδιωτικό τους χώρο / σπίτι)· όμως παραμένουν μέσα σ’ αυτό το πεδίο, όπου (υποτίθεται) η “αμοιβή της εργασίας” (ο μισθός, το μεροκάματο) πρέπει να εξασφαλίζουν μια αξιοπρεπή ζωή. Αλλιώς, όπως το έθεσαν τα μητροπολιτικά συμβούλια αυτόνομων, για σκατά λεφτά μόνο σκατά δουλειά!
Στην αντίθετη μεριά, οι κυνηγοί του πολυεθνικού προλεταριάτου, μικροαστοί, βοθρολύματα και κρατικοί / παρακρατικοί μηχανισμοί, ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Η εθνικοποίηση της εργατικής τάξης είναι μια διαδικασία διπλά βίαιη. Και προς τους “ξένους” αλλά και προς τους ντόπιους. Για τους πρώτους είναι προφανές: η απαγόρευσή τους λειτουργεί σα δημόσιο θέαμα παραδειγματισμού και “εθνικής” ανακούφισης. Για τους ντόπιους η βία είναι υπόγεια, διάχυτη, αναγνωρίσιμη μόνο με όρους ανθρωπιστικής δυσαρέσκειας: “επιτρέπεται” μεν να δουλεύουν (και να ψηφίζουν επίσης...), αλλά απαγορεύεται να ανατιμηθούν! Το αντίθετο: πρέπει να εξαντλήσουν κάθε περιθώριο ταπείνωσης, πρέπει να το κάνουν “χαρούμενοι” (ή, έστω, όχι θυμωμένοι κατά των αφεντικών, ιδιαίτερα μάλιστα των “μικρο”αφεντικών... που “δεν βγαίνουν” τα καϋμένα...) και πρέπει να βολευτούν στη διαιώνιση της εξάρτησής τους απ’ την οικογένεια. Εάν φυσικά αυτή μπορεί να τους συνδράμει.

Κάποιος πονηρός θα πει ότι η οικονομική εξάρτηση απ’ την οικογένεια και τα όποια “αποθέματά” της, δεν είναι δα και το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στις μέρες μας. Πράγματι: γλυστρώντας κανείς όλο και χαμηλότερα, επαναορίζει συνήθως τι είναι το “χειρότερο” - και, εύκολα ή δύσκολα, βρίσκει τελικά κάτι χειρότερο... Αλλά το να είσαι 25 χρονών, ακόμα χειρότερα 30 χρόνων, ακόμα χειρότερα 35 ή 40, και να αναγκάζεσαι να μένεις στο σπίτι των γέρων σου, να αναγκάζεσαι να σε ταΐζουν και να σε πλένουν, να αναγκάζεσαι στη “ζεστή, οικογενειακή” υποτίμηση του ότι η ανεξαρτησία της ζωής σου έχει γίνει part time, (και δεν αναφερόμαστε καν σε αντιθέσεις και καυγάδες που εύκολα μπορεί να δημιουργεί αυτή η εξαναγκαστική συγκατοίκηση) μόνο και μόνο για να αντέχεις να δουλεύεις για 400 και 300 ευρώ τον μήνα ή για 3 ή 2 ευρώ την ώρα, ε, αυτό δεν ανήκει στα “ανεκτά” που μπορεί να συμβούν στις ζωές μας! Έτσι δενείναι; Και κανένας καραγκιόζης δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι “φταίνε οι ξένοι” γι’ αυτό! Μάλλον το αντίθετο: μπορούν να προσφέρουν τη βάση για την εξήγηση των μηχανισμών της, ορατών και αόρατων.
Είναι, τουλάχιστον από πρώτη ματιά, μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στον συμβιβασμό μ’ αυτήν την βία κι αυτούς τους εξαναγκασμούς, την βία και τους εξαναγκασμούς του “θα γίνετε όσο πιο φτηνοί γίνεται” (...αλλά ένα πιάτο φαΐ θα το έχετε βρε αδελφέ...), και το στάσου όρθιος και πολέμα! Αλλά η απόσταση δεν είναι υλική. Είναι ιδεολογική - απόσταση ψευδούς συνείδησης. Το ότι θα έπρεπε ήδη να πολεμάμε δίπλα δίπλα με τους μετανάστες όμοιούς μας, και το ότι πολλά θα είχαμε να μάθουμε απ’ αυτούς, είναι ένα απ’ τα βασικά στοιχεία του καλύτερου που μας αφορά.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1 - Φυσικά και η θρησκεία, σαν εκκλησία, αποκαθίσταται λειτουργικά: με την φιλανθρωπία της, για την οποία κάνει ό,τι μπορεί να μην στοιχίζει τίποτα στα ταμεία της...
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo