Sarajevo
 

 

 

 

 

Sarajevo 65 - 09/2012

 

ο πολυεθνικός εργάτης

 

ιστορικές έγνοιες

Οι ιαχές και οι πανηγυρισμοί για την κατάρρευση του “ανατολικού μπλοκ” δεν είχαν κοπάσει ακόμα, εκεί στις πολύ αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν σε διάφορους κύκλους ειδικών των αφεντικών στην ευρώπη (κοινωνιολόγων, πολιτικο-λόγων) τέθηκε το ερώτημα: ποιές μπορεί να είναι τώρα, χωρίς Μόσχα και σοβιετική ένωση, οι ιδεολογικο-πολιτικές “εσωτερικές” απειλές στην ευρώπη; Ούτε άστοχο ούτε εξεζητημένο ήταν ένα τέτοιο ερώτημα. Η (υποτιθέμενη) απειλή του ανατολικού μπλοκ προς το δυτικό, ειδικά στην ευρώπη, είχε δουλέψει για κάποιες κρίσιμες δεκαετίες για λογαριασμό των κυρίαρχων (δυτικών) ιδεολογιών· παρότι τα επίσημα κομμουνιστικά κόμματα της ευρώπης, είτε ήταν φιλοσοβιετικά είτε όχι, έδιναν και ξανάδιναν εγγυήσεις θετικής συμβολής στην καπιταλιστική ανάπτυξη - με “ανθρώπινο πρόσωπο”. Επιπλέον, τα ριζοσπαστικά ή και επαναστατικά κινήματα και οι οργανώσεις της “νέας αριστεράς”, στην καλύτερη εποχή τους, δεν έπιναν νερό απ’ την βρύση της Μόσχας. Ωστόσο η ύπαρξη του ανατολικού μπλοκ βόλευε (ιδεολογικά) σαν παράσταση ενός (εικονικού) μεγακινδύνου (κατά της δημοκρατίας, υπέρ του ολοκληρωτισμού) ειδικά μετά την “τύχη” της ανατολικής γερμανίας, της ουγγαρίας στα ‘50s, της τσεχοσλοβακίας στα ‘60s και της πολωνίας στα ‘80s. Ενός εικονικού μεγακινδύνου που βόλευε είτε για να προβοκάρονται τα κινήματα σαν “πρακτόρικα”, είτε για να αναπτύσσονται (και σε βάρος τους) οι ψυχροπολεμικοί μηχανισμοί που, υποτίθεται, (θα) χρειάζονταν σε περίπτωση “σοβιετικής εισβολής” (στη δυτική ευρώπη...).
Με πεσμένο και κομματιασμένο, λοιπόν, το κάδρο του εικονικού μεγακινδύνου, και με πρόσφατη την δυναμική παρουσία των ανταγωνιστικών κινημάτων στην ευρώπη, ποιές θα μπορούσε να είναι οι εξελίξεις στα ‘90s; Αυτό κλήθηκαν να απαντήσουν τότε οι ειδικοί - και, κατ’ αρχήν, η απάντηση δεν ήταν δύσκολη. Σε επίπεδο πολιτικής ιδεολογίας (είπαν τότε) δύο “ρεύματα” είχαν μείνει ανέπαφα απ’ την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” και μάλιστα θα μπορούσαν να βγουν ενδυναμωμένα απ’ αυτήν: ορισμένες νεο-αναρχικές κινηματικές απόψεις, και η κληρονομιά της Ρόζας Λούξεμπουργκ...

Εάν γινόταν κανείς να βρει αυθεντικά ντοκουμέντα τέτοιων διαγνώσεων τότε, θα μπορούσε να τεκμηριώσει και την περιορισμένη φαντασία ή και τις ιδεοληψίες όσων τις έκαναν. Δεν μας ενδιαφέρει όμως αυτό. Μας ενδιαφέρει ότι (χωρίς να δοθεί καν και καν δημοσιότητα) ορισμένοι κύκλοι ειδικών και ανώτατων κρατικών υπαλλήλων στην ευρώπη απασχολήθηκαν τότε με τα πιθανά ενδεχόμενα αναζωπύρωσης κοινωνικών και ταξικών αγώνων στην ευρώπη, στα ‘90s, παρά την θριαμβευτική νίκη του “δυτικού κόσμου” και του φιλελευθερισμού του, και παρά τις αναγγελίες περί “τέλους της ιστορίας”. [1] Και ασχολήθηκαν με τέτοια ενδεχόμενα όχι για να γίνουν σοφότεροι ή να μείνουν απαθείς. Αλλά για να τα αντιμετωπίσουν (ή να τα χειραγωγήσουν) προληπτικά και προσεκτικά.
Υπήρχε ένα επιπλέον ζήτημα που, κατά κάποιον τρόπο, έκανε πιο σύνθετη την αντιμετώπιση τέτοιων ιδεολογικο-πολιτικών ρευμάτων και της εικαζόμενης ενίσχυσής τους. Προκειμένου η (νικήτρια) δυτική ευρώπη να στερεώσει την ηγεμονία της στην (ηττημένη) ανατολική, θα έπρεπε να “γνεύσει” μεν, όχι όμως και να ανοίξει χωρίς προϋποθέσεις την αγκαλιά της στους πληθυσμένους των οικονομικά και διοικητικά καταρρέοντων κρατών του πρώην “υπαρκτού”. Οι καταρρεύσεις σήμαιναν μαζική μετανάστευση εργασίας απ’ την ανατολή της ευρώπης προς την δύση. Και η δύση, παρότι ίσως θα ήθελε να παρατάξει το αχρηστευμένο πια (λόγω της διάλυσης του αντιπάλου) πεζικό της στα σύνορά της για να πολυβολεί τους ηττημένους “ανατολικούς”, δεν θα έπρεπε να συμπεριφερθεί έτσι. Στο βαθμό που αυτή η ανατολικοευρωπαϊκή εργασία μπορούσε να μείνει φτηνή, είτε εντός του δυτικού παραδείσου είτε στα ανατολικά χαλάσματα, θα γινόταν μια ιστορικά μοναδική βάση (άγριας) συσσώρευσης. Και δεν ήταν μόνο αυτό.
Τα εκπαιδευτικά συστήματα της (πρώην) σοσιαλιστικής ευρώπης δεν ήταν κατώτερα εκείνων της δυτικής. Αυτό σήμαινε ότι οι ανατολικοί μετανάστες θα ήταν υψηλού επιπέδου σα μόρφωση (συμπεριλαμβανομένης της καλλιτεχνικής και αισθητικής παιδείας τους), τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας. Υψηλή μόρφωση σημαίνει, ενδεχομένως, και υψηλού επιπέδου πολιτική κουλτούρα: παρά τις φήμες, οι διάφορες αντιπολιτεύσεις στον ανατολικό καπιταλισμό, στη γραφειοκρατία και στον ολοκληρωτισμό του, δεν ήταν μόνο “απ’ τα δεξιά” αλλά και “απ’ τα αριστερά”.
Δεν ήταν, λοιπόν, κεντρικό μόνο το θέμα της οικονομικής υποτίμησης (της εργασίας, με πρώτους και χειρότερους τους μετανάστες), ενώ η πολιτική υποτίμηση (των νέων εργατών απ’ την ανατολική ευρώπη) ένα δευτερεύον, παράγωγο ζήτημα. Μάλλον επρόκειτο για δύο αιχμές ταυτόχρονες, στην πρώτη γραμμή (των χειρισμών που θα έπρεπε να κάνουν τα δυτικά αφεντικά): α) εάν κάνει κάποιος, εκεί στις πολύ αρχές των ‘90s, την εκτίμηση ότι “νεο-αναρχικές” ή/και “Λουξεμπουργκιανές” ιδέες μπορούν πια να κερδίσουν έδαφος της κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης στην αναπτυγμένη καπιταλιστικά και νικήτρια δυτική ευρώπη, ακόμα και να το μονοπωλήσουν αυτό το έδαφος, εφόσον οι σταλινικές ή οι σταλινίζουσες τάσεις της αριστεράς έχαναν πια το άστρο τους· και β) ότι ένα ποσοστό ανατολικών μεταναστών υψηλού μορφωτικού και πολιτικού επιπέδου, προορισμένων γενικά για φτηνή εργασία, ενδέχεται είτε να μπορούν να τις ασπαστούν εύκολα αυτές τις απόψεις είτε να τις έχουν υιοθετήσει από πριν, του προκύπτει ένα πολύ πιο ανησυχητικό ενδεχόμενο. Ότι τμήματα της καινούργιας εργατικής σύνθεσης μπορούν (θα μπορούσαν εκεί, στα ‘90s...) να βρουν τον βηματισμό της κοινωνικής τους μαχητικότητας και του πολιτικού τους προσανατολισμού, “χωρίς Μέκκα” (αλλά και χωρίς όλα εκείνα τα αντεπιχειρήματα που νομιμοποιούνταν υποτίθεται στη βάση της evil Μόσχας...) - απειλώντας το (νεο)φιλελεύθερο όνειρο με καινούργιες ρήξεις, καινούργιες αμφισβητήσεις... Αυτό δεν θα έπρεπε να συμβεί - με τίποτα!!!

 

ο πολυεθνικός εργάτης (1)

Παρά την γνωστή φιλολογία περί (σχεδόν υποχρεωτικού) “συντηρητισμού - των - ξένων - εργατών” σ’ όλη την καπιταλιστική ιστορία απ’ τον 19ο αιώνα και μετά, η αλήθεια είναι διαφορετική. Ακόμα και στις πιο συντηρητικές (και θρήσκες) κοινότητες μεταναστών (π.χ. των ιταλών ή των ιρλανδών στις ηπα τον 19ο αιώνα) υπήρχαν ριζοσπαστικά άτομα ή παρέες· που, ενδεχομένως, απολάμβαναν την προστασία της κοινότητάς τους ακόμα κι αν αυτή δεν ασπαζόταν τις απόψεις τους. Οι εργατικές τάξεις πολλών αναπτυγμένων καπιταλισμών, σε διάφορες φάσεις της ιστορίας, ήταν συχνά πολυεθνικές. Είτε λόγω μετανάστευσης, είτε λόγω αποικιοκρατίας. Το κατά πόσο αυτή η εργατική πολυεθνικότητα ήταν επικίνδυνη ή όχι (για τα αφεντικά) αποδεικνύεται αντεστραμμένα, απ’ τις ιδεολογικές και θεσμικές τους προσπάθειες να διαλύσουν την οργανική της φυσικότητα [2] (και την συνείδηση που παρήγαγε), κρατώντας επιμέρους τμήματα των εργατών και των εργατριών “φυλακισμένα” σε εθνικές ταυτότητες, και μάλιστα υποτιμημένες εθνικές ταυτότητες. Αν και πολλά φαινόμενα ξενηλασίας ή/και ξενοφοβίας, σε διάφορους κοινωνικούς σχηματισμούς και πολιτισμούς στην ιστορία του είδους μας, θα μπορούσαν να ονομαστούν εκ των υστέρων “ρατσισμός”, ο αυθεντικός ρατσισμός, επεξεργασμένος με θεωρίες και “επιστημονικές αποδείξεις” και εξοπλισμένος με δυναμική προπαγάνδα, είναι γέννημα του καπιταλισμού, των πρώτων μεγάλων κρίσεών του, και - κυρίως - της όλο και μεγαλύτερης επιρροής που άρχισε να αποκτά απ’ τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και μετά η κομμουνιστική προτροπή: προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε! Όχι μόνο η οικονομική (χρηματική) διατίμηση αλλά και το πολιτικό κομμάτιασμα, μαζί με τον ιδεολογικό έλεγχο εκ μέρους των αφεντικών, απαιτούσαν, ευνοούσαν το ανάποδο: “προλετάριοι όλων των χωρών διαλυθείτε στα εξ ων συντεθήκατε”: σαν φυλές, σαν φύλα, σαν ηλικίες, σαν εθνικότητες... [3]
Εννοείται ότι η ιστορία της μετανάστευσης (και άρα του πολυεθνικού εργάτη) δεν είναι ρόδινη ούτε απ’ την σκοπιά της τάξης μας. Σε κάθε ιστορική περίοδο που υπερίσχυε η λογική “μοιραζόμαστε τη φτώχια μας”, κάθε πιθανή και απίθανη διάκριση / ιεράρχιση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης μπορούσε να γεννηθεί, να επεκταθεί, και να προκαλέσει εκείνο το είδος ηθικής, συναισθηματικής και πολιτικής αυτοκαταστροφής που έκανε πάντα τ’ αφεντικά να τρίβουν τα χέρια τους. Αντίθετα, όλες οι περίοδοι ριζοσπαστικοποίησης, μαχητικότητας και επαναστατικού πνεύματος των εργατών δεν είναι (ήταν) απλά περίοδοι “συναδέλφωσης” και “αλληλεγγύης” αλλά βαθιάς επίγνωσης της κοινής μοίρας, άσχετα απ’ την εθνικότητα· της κοινής εργατικής μοίρας, υπό τον καπιταλισμό, που είναι η μοναδική πραγματική και μισητή “πατρίδα” μας.

Η ριζοσπαστικοποίηση μεταναστών εργατών, “ξένων” δηλαδή σε σχέση με το μέρος που δούλευαν / δουλεύουν, είχε (και έχει) πάντα αφετηρίες υλικές, ταπεινές. Στο βαθμό που ο μετανάστης ήταν πιο φτηνός (ή υποχρεωμένος να είναι πιο φοβισμένος, πιο δουλικός, κλπ) η διαφορά του με τον διπλανό του ντόπιο ήταν και είναι καθημερινό βίωμα. Μπορεί να ξεγελάσει κανείς “εθνικές” εργατικές τάξεις, για την φτήνεια τους, εύκολα. Είτε επειδή δεν ξέρουν πόσο πληρώνεται η δουλειά που κάνουν αλλού· είτε επειδή το “κόστος αναπαραγωγής” τους (το φαγητό, τα ρούχα, τα σπίτια τους) είναι φτηνότερο από αλλού [4]... Αλλά δεν μπορεί κανείς να κοροϊδέψει τον ξένο εργάτη, που βλέπει τις σε βάρος του διακρίσεις (μισθολογικές, νομικές, αστυνομικές...) παντού γύρω του, δίπλα του. 
Η εσωτερική διατίμηση / υποτίμηση της πολυεθνικής εργατικής τάξης είναι το οικονομικό (αλλά και πολιτικό) ζητούμενο των αφεντικών. Αλλά είναι ένα γελοίο λάθος να νομίζει κανείς ότι πιάνοντας στο στόμα του το “μεταναστευτικό” (αυτή είναι η αργκώ των αριστερών) έχει πιάσει απ’ τ’ αρχίδια τον καπιταλισμό ή τους καπιταλιστές. Την υποτίμηση της εργασίας τ’ αφεντικά την μεθοδεύουν με κάθε τρόπο. Να μερικοί:
- διατίμηση / υποτίμηση με όρους ηλικίας: η παιδική εργασία·
- διατίμηση / υποτίμηση με όρους φύλου: η εργασία των γυναικών παραμένει γενικά “φτηνότερη” ακόμα και στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο·
- διατίμηση / υποτίμηση με όρους “τυπικών προσόντων”: άμα δεν έχεις “χαρτιά” κάνεις την ίδια δουλειά με τα “χαρτιά”, αλλά...
- διατίμηση / υποτίμηση με όρους “ύψους”: επειδή τα 1.90 στελέχη είναι πιο επιβλητικά, οι “κοντοί” είναι καλύτεορι για χαμάληδες (έχουν “χαμηλά το κέντρο βάρους τους”...)·
- δουλεία: η γενίκευση της μισθωτής εργασίας δεν σημαίνει ότι έχει εξαφανιστεί η σκέτη, καθαρή δουλεία. Αντίθετα. Υπάρχουν θύλακες παντού όπου η απόσπαση απόλυτης υπεραξίας είναι εφικτή. Απ’ τα αδαμαντορυχεία της αφρικής μέχρι την δωρεάν δουλειά στις πρωτοκοσμικές φυλακές, που αμοίβεται σαν “καλή διαγωγή” με μείωση της ποινής...
Γενικά μιλώντας τ’ αφεντικά (και ο καπιταλισμός σα σύστημα εκμετάλλευσης της εργασίας και της ζωής) κομματιάζουν, χωρίζουν, διαστρωματώνουν τους υποτελείς τους, και ειδκά την εργατική τάξη, με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Πιο εύκολα όταν οι κοινωνικές ιδεολογίες τους το επιτρέπουν.
Είναι, λοιπόν, το πολυεθνικό προλεταριάτο μια “σατανική” εφεύρεση των αφεντικών; Ναι. Είναι τόσο σατανική όσο το προλεταριάτο το ίδιο! [5] Εκατομμύρια αγρότες προλεταριοποιήθηκαν (και προλεταροποιούνται) δια της βίας, χάνοντας τους προηγούμενους τρόπους (και τόπους) ζωής, τόπους και τρόπους που ήταν απαράλλαχτοι συχνά επί γενιές. Άτομα και πλήθη μετανάστευαν από καταβολής ανθρώπινου είδους, για διάφορους λόγους. Ο καπιταλισμός όμως κατάφερε να κάνει την μετανάστευση της εργασίας παραγωγική - και συχνά επιβεβλημένη. 
Ενώ, όμως, η μετανάστευση είναι τραύμα για τους ίδιους / τις ίδιες που μεταναστεύουν, η διαστρωμάτωση / διατίμηση / υποτίμηση της εργασίας και των εργατών είναι τραύμα για την τάξη μας συνολικά. Όπως και να γίνεται η διατίμηση. Ο βλάκας (ο μικροαστός βλάκας) λέει: γιατί μεταναστεύετε; γιατί δεν καθόσαστε στα μέρη σας; Θα έπρεπε επίσης να πει: γιατί είσαστε γυναίκες; γιατί δεν γεννηθήκατε άντρες όλο μούσκλια; Ή: γιατί είσαστε παιδιά; γιατί δεν γεννιόσαστε ενήλικες; Θα έπρεπε ακόμα να πει: γιατί δεν έχετε όλοι πτυχία πυρηνικής φυσικής και πέντε ξένων γλωσσών; Θα έπρεπε τέλος να πει κοιτώντας την μάπα του στον καθρέφτη: γιατί μεταναστεύσαμε τόσοι και τόσες στην Αθήνα (ή στη Θεσσαλονίκη); Έπρεπε να κάτσουμε στα χωριά μας. Να έχουμε κάλους στα χέρια, κι ούτε πτυχία ούτε πιστοποιητικά ξένων γλωσσών κι άλλες τέτοιες αηδίες. Και αν είχε κότσια να καταλάβει την βλακεία του μετά απ’ αυτά τα σοφά, θα έπρεπε να πηδήξει απ’ την ταράτσα της πολυκατοικίας του. Να ησυχάσουμε κι εμείς κι αυτός. Αλλά η μικροαστική βλακεία φοράει αλεξίπτωτο, και επιπλέον δεν βλέπει στον μαγικό καθρέφτη της τίποτα άλλο από βασιλιάδες και πριγκήπισσες. Σε αναμονή.

 

ο πολυεθνικός εργάτης (2)

Η πολυεθνικότητα της εργατικής τάξης είναι η πιο “καταραμένη” απόδειξη της πολυεθνικότητας της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Δεν είναι η μοναδική απόδειξη. Είναι η πιο επικίνδυνη. Πέρα απ’ αυτήν υπάρχει η πολεθνικότητα του τουρισμού ή η πολυεθνικότητα των εμπορευμάτων και των στυλ - σαν παραδείγματα. Καμία απ’ αυτές δεν είναι επικίνδυνη, αφού η εσωτερική τους λογική είναι ενσωματωμένη στην “εσωτερική καύση” του κεφάλαιου. Αλλά η πολυεθνικότητα της εργατικής τάξης είναι εντελώς άλλο θέμα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η εργατική τάξη σαν τέτοια είναι “άλλο θέμα”. Αυτό το εμπόρευμα των εμπορευμάτων, η αφηρημένη εργατική δύναμη, εσείς κι εμείς δηλαδή, είναι το μόνο απ’ τα παράγωγα του καπιταλιστικού τρόπου εκμετάλλευσης που μπορεί να τον ανατρέψει. “Μπορεί”: όχι επειδή υπάρχει κάτι οντολογικά επαναστατικό στους εργάτες και τις εργάτριες, αλλά επειδή αυτές κι αυτοί βρίσκονται σ’ εκείνη τη θέση που μπορούν να συλλάβουν, να απομυστικοποιήσουν, να απομυθοποιήσουν, να εννοήσουν το σύνολο της οργάνωσης της εκμετάλλευσης και της πειθάρχησης - και να το ανατρέψουν.
Κι ενώ είναι θεωρητικά άπειρα τα φερέφωνα των αφεντικών, εκείνοι δηλαδή που λοιδωρούν την εργατική τάξη σαν “ανύπαρκτη”, σαν “δειλή”, σαν “υποταγμένη” και “προσκυνημένη”, δεν είναι τα ίδια τ’ αφεντικά (και οπωσδήποτε οι ειδικοί τους) τόσο αφελείς. Η αντιμετώπιση πραγματικών ή πιθανών απειλών εκ μέρους του προλεταριάτου, και μάλιστα η προληπτική αντιμετώπισή τους, είναι το σπουδαιότερο μάθημα που έμαθαν τ’ αφεντικά απ’ τις δύο ή τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Μπορεί να συμβεί να αιφνιδιαστούν επειδή οι εκτιμήσεις τους ήταν λαθεμένες· αλλά ας μην τα υποτιμάει κανείς (τ’ αφεντικά) θεωρώντας ότι κοιμούνται, επειδή οι εργάτες είναι (ή υποτίθεται πως είναι) κοιμισμένοι...
Συνεπώς η αντιμετώπιση της πολυεθνικότητας της εργατικής τάξης πριν αυτή φτάσει να είναι ένα στέρεο βίωμα, μια στέρεη εμπειρία, η στέρεη βάση για την κομμουνιστική επαναοργάνωση των εργατών, είναι βασικό κεφάλαιο στις στρατηγικές και τις τακτικές των αφεντικών. Μέρος, φυσικά, της αντιμετώπισης της εργατικής τάξης και σε “εθνική” ή “τοπική” κλίμακα. Η διαχείριση της μετανάστευσης (δηλαδή η πολιτική απαγόρευση ή ημι-απαγόρευση των μεταναστών εργατών) δεν είναι ένα διαχωρισμένο ζήτημα, ούτε για τ’ αφεντικά ούτε και για εμάς, σαν προλετάριους: αφορά την με οικονομικά και πολιτικά μέσα αντιμετώπιση (συχνά προληπτική) της άρνησης της εργασίας γενικά· και ειδικά της δυνατότητας πολιτικής ανασύνθεσης της μαχόμενης τάξης μας. Αυτή η πολιτική ανασύνθεση, για να είναι άξια του ονόματός της, του αίματος των ταξικών μας προγόνων και των ευγενέστερων στόχων του ανθρώπινου είδους, ΔΕΝ μπορεί να γίνει παρακάμπτοντας την πιο επικίνδυνη για τα αφεντικά αλήθεια μας, την πολυεθνικότητά μας, την οικουμενικότητά μας σαν εργατών δηλαδή· ούτε βάζοντάς την (τάχα για λόγους τακτικής) στην άκρη. Άσχετα απ’ την τροπή που πήραν τα πράγματα, η σκέψη κάποιων μακρινών προγόνων μας ότι θα έπρεπε να φτιάξουν μια διεθνή εργατική οργάνωση με “εθνικές” και “τοπικές” βάσεις και όχι τοπικές οργανώσεις που κάπου, κάπως, κάποτε θα ωριμάσουν στη συναίσθηση της απεραντοσύνης και της ενότητας των σκοπών τους, σε μια εποχή μάλιστα που τεχνικά ο σκοπός τους ήταν εξαιρετικά δύσκολος, ήταν η σωστή έκφραση αυτής της θεμελειακής διαπίστωσης: οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα - γιατί είναι κοινωνική σχέση και κατάγονται από παντού!

Όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητο πως ο εργάτης αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σαν τέτοιον, σαν πραγματικό δημιουργό του πλούτου. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ο εργάτης αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σαν μέλος μιας τάξης δημιουργών του πλούτου. Και δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ο εργάτης αντιλαμβάνεται τον εαυτό σαν μέλος μιας πολυεθνικής, παγκόσμιας τάξης δημιουργών του πλούτου. Στα εμπειρικά, ιδεολογικά και φαντασιακά πεδία αυτών των “μη αυτονόητων” και στους αρμούς μεταξύ τους κάθε αφεντικό, κάθε κράτος, και κάθε ομάδα λακέδων του καπιταλισμού και του κράτους, ήθελε και θέλει να εγκαταστήσει πράκτορες· ρουφιάνους· δημαγωγούς· προφήτες· επιτήδειους στον αποπροσανατολισμό και στην παρελκυστικότητα· εκτός, φυσικά, από μπάτσους, δικαστές και δεσμοφύλακες.
Από που προέρχονται οι μετανάστες εργάτες που με άμεσο, φυσικό, χειροπιαστό τρόπο επιβεβαιώνουν την πολυεθνικότητα της τάξης μας; Πάντα απ’ τον ίδιο τόπο / μη τόπο, όπου η ζωή τους και η φροντίδα τρίτων εκ μέρους τους (της οικογένειάς τους συνήθως), δηλαδή η διευρυμένη αναπαραγωγή τους, έγιναν αδύνατα· ή ανεπιθύμητα με τους “παλιούς τρόπους”. Αυτός ο τόπος / μη τόπος δεν έχει όνομα (αν και επιφανειακά έχει όλα τα ονόματα του κόσμου) και χαρακτηρίζεται από κάποιο είδος εκτεταμένης καταστροφής που τους επιβλήθηκε, ή κάποιο είδος ριζικής ασυνέχειας (στα ήθη και στα έθιμα, στον “πολιτισμό”, κλπ) μεταξύ του “εκεί” και του “εδώ”. Μπορεί να είναι αγροτικοί πληθυσμοί που κάποιοι (ή “φυσικά φαινόμενα”) τους κατέστρεψαν τα μέσα για να ζουν· ή μπορεί να είναι αστικοί πληθυσμοί που βιώνουν άλλου είδους καταστροφές. Μπορεί να είναι μεμονωμένα άτομα / φυγάδες από κάποια “εντόπια παράδοση”· ή μπορεί να μεγάλα πλήθη ξεσπιτωμένων. Σε κάθε περίπτωση οι μετανάστες μεταφέρουν την διευρυμένη κοινωνική αναπαραγωγή τους μέσα στην καπιταλιστική μισθωτή εργασία χωρίς τις εφεδρείες που θα τους προσέφερε η εντοπιότητα: κάποια μικρή παραγωγή τροφίμων ή και ρούχων, κάποιες παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις, ή κάποια εξίσου παραδοσιακή μοιραλατρεία. “Μεταφέρουν”, δηλαδή, μια απαίτηση που τα (καινούργια) τους αφεντικά δεν θέλουν να ικανοποιήσουν καθόλου (κι αυτό σημαίνει: απαγορευμένοι εργάτες) ή θέλουν να ικανοποιήσουν οριακά (κι αυτό σημαίνει: “ξένοι” απλά ανεκτοί). Γι’ αυτό, όταν οι λακέδες του συστήματος λένε στους μετανάστες (με “ανθρώπινο” ή μπάτσικο ή παρακρατικό τρόπο) γυρίστε πίσω - πρέπει να γυρίσετε πίσω (“για να αγωνιστείτε στις πατρίδες σας” λένε οι ευαίσθητοι αριστεροί...) αυτό που εννοούν είναι: δεν μπορείτε να επιβαρύνετε τα αφεντικά ΜΑΣ με τα κόστη της διευρημένης κοινωνικής αναπαραγωγής ΣΑΣ· “γυρίστε πίσω” και βγάλτε την φτηνά - αν τα καταφέρετε να ζήσετε. Αυτό που λένε επίσης είναι “ο διεθνισμός είναι καλός αλλά μόνο από μακριά, για να έχουμε κι εμείς την άνεσή μας...”
Αυτή η ρητορική, χωρίς να εμποδίζει ούτε κατά ένα χιλιοστό την πολυεθνικότητα της καπιταλιστικής συσσώρευσης (και δεν θα μπορούσε άλλωστε) συνδέει την πολιτική απαγόρευση (των μεταναστών εργατών) με τις επιμέρους διαστάσεις αυτής της συσσώρευσης. Γιατί υποδεικνύει στους απαγορευμένους μετανάστες εργάτες ότι, όσο φτηνοί κι αν γίνονται δια της βίας στους καπιταλισμούς του προορισμού τους, μπορούν (και “πρέπει”) να γίνουν ακόμα φτηνότεροι μένοντας εκεί που γεννήθηκαν, σαν “διαθέσιμη εργασία”· περιμένοντας τα αφεντικά, ντόπια ή διεθνή, να τους “αξιοποιήσουν”. Αν και όταν συμβεί αυτό θα είναι πάλι δακτυλοδεικτούμενοι: επειδή θα ρίχνουν τον διεθνή “μέσο όρο” του “κόστους εργασίας”. Είναι και αυτός ο τρόπος (όχι, όμως, ο μοναδικός) που η ρητορική της “εντοπιότητας” λειτουργεί (και μόνο έτσι θα μπορούσε να λειτουργεί) σαν ο φύλακας της υποτίμησης της εργασίας παγκόσμια. Γιατί υποδεικνύει ότι το προλεταριάτο είναι πολυεθνικό “κατά λάθος”· ότι η πολυεθνικότητα της τάξης μας είναι ανεπιθύμητη (ή “οργανωμένα μισητή”)· ότι “δεν πρέπει να μπλεκόμαστε” παρά να χωριζόμαστε αυστηρά (εθνικά εν προκειμένω)· και, ύστερα, στη βάση της διαίρεσης (όλων των διαιρέσεων) να αφήνουμε το ελεύθερο στους νταβάδες μας να “διαπραγματεύονται” τα “κοινά μας σημεία”.
Εν τέλει η ρητορική (ή η βία) της “εντοπιότητας - της - εργασίας” είναι ρητορική (και βία) των αφεντικών και των λακέδων τους: η κοινωνική και πολιτική ανασύνθεση και αναπαραγωγή της εργατικής τάξης πρέπει (δεν το λένε ρητά, όμως αυτό ακριβώς εννοούν) να γίνεται με εθνικούς όρους στο βαθμό που είναι ευκολότερος ο έλεγχος - δια  - του - κατακερματισμού. Στις εθνικές κλίμακες (ας πούμε: στις εθνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις ή/και στα εθνικά κοινοβούλιο) ο έλεγχος γίνεται μέσα απ’ την γραφειοκρατία και τα αυτοτελή / ιδιοτελή συμφέροντα των εργατοπατέρων και των κάθε είδους “εκπροσώπων του λαού”. Στις εθνικές κλίμακες η διαφορική υποτίμηση της εργασίας (η διατίμησή της με κλίμακα καπιταλιστικού πλανήτη) είναι ευκολότερο να κρυφτεί: η μετανάστευση της εργασίας, των εργατών και των εργατριών, λειτουργούσε και λειτουργεί πάντα σαν μεγέθυνση της ροής γνώσεων και εκτιμήσεων (στο εσωτερικό της τάξης μας) από πολλά ταυτόχρονα μέρη αυτού του καπιταλιστικού πλανήτη· σαν διευκόλυνση της κυκλοφορίας των διαφορετικών εμπειριών της εκμετάλλευσης. Να ένας ακόμα λόγος που το πολυεθνικό προλεταριάτο είναι διπλά επικίνδυνο: και σαν προλεταριάτο και σαν πολυεθνικό.
Δεν θα κατηγορούσαμε τ’ αφεντικά για την επίμονη προσήλωσή τους στο να διαλύουν διαρκώς την μαχητική συνειδητοποίηση αυτής της πολυεθνικότητας. Με “καλούς” [6] ή “κακούς” τρόπους. Θα περιγελούσαμε (με αηδία) όμως όλους εκείνους τους “απελευθερωτές” μας που θεωρούν ότι πρόκειται για ένα - ακόμα - θεματάκι - μέσα - στ’ - άλλα. Που αφορά τους “ξένους”. Όχι, η πολυεθνικότητα της εργατικής τάξης, η πολιτική της συνειδητοποίηση, και η τοποθέτησή της στη βάση του ταξικού ανταγωνισμού αφορά τους κάθε φορά “ντόπιους”, ακόμα περισσότερο απ’ τους μετανάστες!

 

Sarajevo 65 - 09/2012
Διαδήλωση μεταναστών εργατών από το Πακιστάν στην Αθήνα (25/8/2012).
Μπορεί να μην φωνάζουν τα συνθήματα που μας αρέσουν, αλλά “ο πολυεθνικός εργάτης είναι εδώ”...

 

ο πολυεθνικός εργάτης (3)

Οι ψυχοπαθείς (αλλά και χρήσιμοι στο σύστημα) υπήκοοι πιστεύουν ότι υπάρχουν εθνικά εμπορεύματα. “Αγοράζουμε ελληνικά προϊόντα” λένε οι δυστυχισμένοι, και ψάχνουν να βρουν πως να ξεχωρίσουν την ελληνικότητα του εμπορεύματος. Μια ορισμένη περίοδο (και ίσως ακόμα) είχαν ενθουσιαστεί με την ανακάλυψη του “ελληνικού” barcode! Αποδείχθηκε ότι είχαν γελαστεί, αλλά συνεχίζουν απτόητοι: δεν μπορεί, θα υπάρχουν καθαρόαιμα ελληνικά εμπορεύματα για να λατρευτούν σαν “εθνικός ύμνος” (προς τον “εθνικό καπιταλισμό”)...
Πρόκειται για φενάκη, φυσικά. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα (εκτός από ελάχιστες και ασήμαντες από εμπορική άποψη εξαιρέσεις) όπως το “καθαρά εθνικό προϊόν”. Γιατί στην παραγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος, στον πρωτογενή, στον δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα, υπεισέρχονται άμεσα ή έμμεσα τόσοι επιμέρους συστατικοί παράγοντες που μόνο ένας παρανοϊκός μπορεί να ψάχνει “εθνικές” ταυτότητες εκεί. Το ακατέργαστο πετρέλαιο, για παράδειγμα, σαν πρώτη, ύλη δεν είναι “ελληνικό”· και η επεξεργασία του από ντόπια διυλιστήρια δεν γίνεται από “ελληνικές” μηχανές, φτιαγμένες από “ελληνικές” πρώτες ύλες, κλπ κλπ. Την βενζίνη μπορεί κανείς να την ονομάσει “ελληνικό προϊόν” μόνο εάν είναι πειραγμένος. Το ίδιο συμβαίνει στα πάντα: η περιβόητη αυτάρκεια πέθανε πριν πολλές δεκαετίες, και κανένας μα κανένας δεν θα ήθελε να γυρίσει πίσω σε χωράφια που οργώνονται με άροτρα και μουλάρια, και σε σπόρους σταριού που αλέθονται σε νερόμυλους. Το εμπόρευμα είναι πολυ-εθνικό - αν θα έπρεπε κανείς να το χαρακτηρίσει χρησιμοποιώντας μια λέξη με το πρόσφημα “εθν-”. Κι αυτό είναι ταυτόσημο με την παγκόσμια επέκταση και εμβάθυνση του καπιταλισμού σαν συστήματος οργάνωσης και εκμετάλλευσης της εργασίας. Δεν στέκεται κανένας βηματισμός προς τα πίσω (πίσω στο “εθνικό καπιταλισμό”, πίσω στα χωριά και στην χωριάτικη αυτάρκεια)· η ανατροπή του καπιταλισμού, το εν δυνάμει έργο των έργων του προλεταριάτου, μπορεί να γίνει μόνο εκκινώντας απ’ τον βαθμό κοινωνικοποίησης και διεθνοποίησης που ο ίδιος έχει αναγκαστεί να δημιουργήσει.

Αυτό που έχει ονομαστεί κοινωνικός εργάτης είναι η προλεταριακή φιγούρα που αντιστοιχεί στη γενίκευση (υπό τους καπιταλιστικούς όρους) της αφηρημένης, πολυσύνθετης, και εν τέλει κοινωνικής εργασίας. Αυτό που κάνει δουλεύοντας ο καθένας / η καθεμιά μπορεί “να μην βγάζει νόημα” καν και καν αν ειδωθεί απομονωμένο από άλλες δημιουργίες / παραγωγές, άλλων εργατών, σε εντελώς διαφορετικούς τομείς, τόπους, χρόνους, χώρες, κλπ. “Αποκτάει το νόημά” του σα συστατικό στοιχείο μιας ευρύτερης διαδικασίας πολλαπλής “συμ-παραγωγής”, αόρατης συν-εργασίας, εντέλει κοινωνικότητας της εργασίας. Αντίστροφα, από υλική άποψη, κανείς δεν μπορεί να είναι “αυτάρκης” με τα σημερινά δεδομένα: η καθημερινότητά του, ακόμα και η απλή επιβίωσή του, εξαρτιέται απ’ την δουλειά άλλων, πολλών άλλων, άγνωστων αλλά υπαρκτών, κοντινότερων ή πολύ μακρινών. Τα παραδείγματα είναι άπειρα και κοινότοπα, οπότε δεν θα αναφέρουμε κανένα. [7]
Η πολυεθνικότητα της εργασίας (και του προλεταριάτου) είναι καθαρή έκφραση (και καίριο γνώρισμα) της κοινωνικότητας της εργασίας - και της εργατικής τάξης.Μπορούμε να πούμε ότι η “πολυεθνικότητα” είναι η ανώτατη κλίμακα της κοινωνικότητας της εργασίας σήμερα, η έκφρασή της στην κλίμακα του πλανήτη· ενός πλανήτη μοιρασμένου σε εθνικά οικόπεδα, και σε ζώνες εθνικών διατίμησεων της εργασίας και της ζωής. Αυτή η διαπίστωση μας προσφέρει την βάση για να καταλάβουμε με έναν διαφορετικό τρόπο το γιατί η μόνιμη επίθεση των αφεντικών και των λακέδων τους στην πολυεθνικότητα της εργατικής τάξης (με αιχμή του μετανάστες) δεν είναι καθόλου δευτερεύουσα επιλογή τους, αλλά κεντρικό και μάλιστα διπλό σχέδιο. Είναι διαρκής επίθεση στο ενδεχόμενο του προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε, ενδεχόμενο που η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει κάνει “τεχνικά” περισσότερο εφικτό από ποτέ· και είναι διαρκής επίθεση στο ενδεχόμενο του προλετάριοι ενωθείτε οπουδήποτε, ενδεχόμενο που επίσης έχει κάνει “τεχνικά” ρεαλιστικότερο από ποτέ στην ιστορία η καπιταλιστική ανάπτυξη! Το δεύτερο σημαίνει: επίθεση ενάντια στην συνείδηση της κοινωνικότητας της εργασίας. Τι σημαίνει αυτό το τελευταίο;

Συνείδηση της κοινωνικότητας της εργασίας είναι η συνειδητοποίηση της αναγκαστικά συνεργατικής, και μάλιστα σε πολύ μεγάλη έκταση, παραγωγικής βάσης του καπιταλισμού σήμερα. Του γεγονότος ότι η παραγωγή και η κυκλοφορία οποιουδήποτε εμπορεύματος απαιτεί την εκμετάλλευση της εργασίας πολλών και διαφορετικών (προλεταριακών λέμε) υποκειμένων, σε διάφορα σημεία του πλανήτη, και - το σπουδαιότερο - υποκειμένων παραγωγικών που βρίσκονται σε διάφορες βαθμίδες της κοινωνικής ιεραρχίας: χρειάζονται και οι χαμάληδες, χρειάζονται και οι ανειδίκευτοι, χρειάζονται και οι μισοειδικευμένοι, χρειάζονται και οι ειδικευμένοι. Όμως καμιά απ’ αυτές τις φιγούρες / θέσεις δεν - μπορεί - μόνη - της να εξασφαλίσει την ολοκληρωμένη δημιουργία (του κοινωνικού πλούτου). Όλοι προσθέτουν κάτι, και αυτό το “κάτι” είναι σ’ όλες τις μορφές του σημαντικό. Αυτοί κι αυτές που καθαρίζουν ή/και μαζεύουν τα σκουπίδια είναι εξαιρετικά σημαντικοί...
Μια τέτοια πρώτη πράξη συνειδητοποίησης οδηγεί (όχι ντετερμινιστικά, αλλοίμονο!) στη δεύτερη πράξη: διάφορα και διαφορετικά υποκείμενα εργασίας, εργάτες και εργάτριες, σε εντελώς διαφορετικά σημεία και πόστα του καθολικού “κοινωνικού εργοστάσιου” έχουν τα ίδια βασικά συμφέροντα. Και απο εκεί υπάρχει η τρίτη πράξη: σε ένα τέτοιο επίπεδο, με ένα τέτοιο βαθμό πραγματικής κοινωνικότητας της εργασίας, δεν παίζει κανέναν έστω “κάπως θετικό” ρόλο (το αντίθετο: αποζυμά, φθείρει και καταστρέφει δυνατότηρες) ο ιδιοκτησιακός ή/και διευθυντικός έλεγχος των αφεντικών και των λακέδων τους. Όσο περισσότερο το αληθινά παραγωγικό κεφάλαιο είναι “κοινωνικό” (σχέσεις, γνώσεις και, κυρίως, η συν-εργασία των πραγματικών παραγωγών του πλούτου) τόσο λιγότερο το μυθικό “κεφάλαιο” (δηλαδή η αναπαράσταση του ιδιοκτήτη, του αφεντικού, του καπιταλιστή σαν τέτοιου, “του μυαλού και των χεριών του”) είναι “κεντρικός συντελεστής της παραγωγής”! Δεν είναι! Η ατομική ιδιοποίηση / εκμετάλλευση / υπεξαίρεση του κοινωνικά παραγώμενου πλούτου είναι βαθιά αντικοινωνική, πάντα τέτοια ήταν. Όμως τώρα δεν χρειάζεται το Κομμουνιστικό Μανιφέστο για να το υποδείξει, αλλά είναι αρκετή σαν αφετηρία η συνειδητοποίηση των “βασικών αληθειών” του καπιταλισμού σήμερα.
Γι’ αυτούς τους λόγους (και άλλους) η συνειδητοποίηση της κοινωνικότητας της εργασίας σήμερα βρίσκεται μόνιμα στο στόχαστρο, και μάλιστα από πολλές και διαφορετικές μεριές. Απ’ την χειραγωγική επεξεργασία και κατανάλωση των στυλ (σαν “στοιχείων της προσωπικότητας” αλλά και ρευστών διαφοροποιήσεων στα συμφέροντα) ως την επίσης χειραγωγική προβολή του εγκλήματος και της εγκληματικής εργασίας / καταστροφής σαν ελκυστικού προτύπου (: για “άνεργους”, “χαμηλόμισθους” κλπ κλπ - δηλαδή για την πιο ζορισμένη βαθμίδα των εργατών). Απ’ τα κόμματα και τα συνδικάτα ως... ως την επίδειξη και διαφήμιση της απαγόρευσης (ή του καναλιζαρίσματος) της πολυεθνικότητας του προλεταριάτου.

 

νομιμότητα και αφομοίωση

Όπως δείχνουμε αναλυτικότερα σε άλλη αναφορά αυτού του τεύχους (δες: η εγκληματικότητα και ο φόβος ως πολιτικά επιχειρήματα και η δημόσια τάξη ως πολιτικό κατόρθωμα) η διαλεκτική (και όπου χρειάζεται: η ρευστή διαλεκτική) νομιμοποίησης / απονομιμοποίησης έχει γίνει αποτελεσματικό εργαλείο στα χέρια των αφεντικών, των λακέδων τους, των μηχανισμών τους. Η απαγόρευση (και η συστηματική δίωξη) “κάποιων” σπρώχνει όσους είναι δίπλα τους κοινωνικά να γίνουν πιο νομιμόφρονες· ή, σωστότερα, σ’ αυτό σκοπεύει η συγκεκριμένη τακτική των αφεντικών. Έχοντας μπροστά τους το πανόραμα του πολυεθνικού εργάτη και των εν δυνάμει απειλών που κρύβονται στην πολιτική του ανασύνθεση, τα αφεντικά κόβουν φέτες “νομιμότητας” και “παρανομίας”. Όχι, μόνο, επειδή τους ενδιαφέρει η φτήνεια των απαγορευμένων· αλλά επειδή τους ενδιαφέρει και των “νόμιμων” η φθήνεια, που μπορούν να την αποδεχτούν αφού, τουλάχιστον, έχουν κάποια “πολιτικά δικαιώματα”. Ούτε, πάλι, επειδή τους ενδιαφέρει η πολιτική περιθωριοποίηση των απαγορευμένων “ξένων”, αλλά επειδή τους ενδιαφέρουν εξίσου οι συμβιβασμοί, οι παραιτήσεις και οι μεσολαβήσεις των ντόπιων που, τουλάχιστον, ελπίζουν σε μια “καλύτερη” κυβέρνηση. 
Εν τούτοις μόνη της μια τέτοια τακτική δεν είναι τέλεια. Οι “νεο-αναρχικές” ή/και “λουξεμπουργκιανές” απόψεις με τις οποίες ξεκινήσαμε αυτήν εδώ την έκθεση θα μπορούσαν να συμμαχήσουν με το πολυεθνικό προλεταριάτο, ακόμα κι εκείνα τα τμήματά του που είναι απαγορευμένα πολιτικά... Για να γίνει αποτελεσματικότερη λοιπόν η ρευστή διαλεκτική νομιμοποίησης / απονομιμοποίησης θέλει δύο καλούς φύλακες. Έναν απ’ την μεριά της νομιμότητας, και έναν απ’ την μεριά της μη-νομιμότητας. Ο πρώτος θα μπορούσε να είναι ιδεολογικός: ο καταναλωτικός φετιχισμός, ή ο μικροαστισμός, ή... Ο δεύτερος θα έπρεπε να είναι πρακτικός: μορφές και παραλλαγές του οργανωμένου εγκλήματος, προσανατολισμένες στον έλεγχο των προλετάριων που είναι απαγορευμένοι ή/και περιθωριακοί.
Επιμένουμε σ’ αυτό το τελευταίο, επειδή μας φαίνεται πεντακάθαρο: τα αφεντικά, διεθνώς, προτιμούν χίλια τα εκατό να συνδιαλέγονται με το πολυεθνικό έγκλημα παρά να βρεθούν ενώπιον του πολιτικά ανασυγκροτημένου πολυεθνικού προλεταριάτου. Αυτή η “τόσο λογική” επιλογή απ’ τη μεριά τους έχει ωστόσο όχι μόνο καθημερινές εκδηλώσεις αλλά και μακροπρόθεσμες συνέπειες: όπως ανακάλυψαν οι τελευταίοι (και ελαφρά ψοφοδεείς) εκσυχρονιστές πολιτικοί στην ιταλία, την δεκαετία του 1990, ήταν αδύνατο πια να αναμετρηθούν και να νικήσουν την συμμαχία βαθέος κράτους και μαφιών που είχε σφυρηλατηθεί και διογκωθεί στην εποχή της “θερμής” εργατικής αντιπολίτευσης. Πλέον εκείνη κυβερνούσε, και συνεχίζει να κυβερνάει, είτε με βιτρίνα τον καραγκιόζη Μπερλουσκόνι, είτε χωρίς αυτόν.
Φυσικά και αυτό μια χαρά καπιταλισμός είναι! Αλλά εάν η “νομιμότητα” αποκαλυφθεί σαν ο φερετζές της ηγεμονίας του εγκλήματος, δεν είναι άραγε πιθανό ότι ο πυλώνας της “αφομοίωσης” θα χάσει την ιδεολογική υπεροχή του; Κι αν ο λεγκαλισμός αποδειχθεί μια σκέτη φάρσα, ποιές θα είναι η μη εγκληματικές αλλά και μη νομιμόφρονες εργατικές συμπεριφορές; Και πως θα συγκροτείται η καπιταλιστική “ομαλότητα”;
Απορίες... Εδραιωμένες στην ιστορική πεποίθηση ότι τ’ αφεντικά ποτέ δεν κατάφεραν και ποτέ δεν θα καταφέρουν να εξαφανίσουν οριστικά τον εργατικό ανταγωνισμό. Εκεί που νομίζουν ότι έφτιαξαν τα σωστά δηλητήρια σε βάρος του, ξαναεμφανίζεται, με ισχυρή “ανοσία”... Εκεί που νομίζουν ότι ησύχασαν (έστω προσωρινά) ξαναεκδηλώνεται αυτός σε εντελώς πρωτότυπες μορφές...

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Το βιβλίο “Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος” του αμερικάνου Φράνσις Φουκουγιάμα εκδόθηκε το 1992, και συγκέντρωσε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον διεθνώς είτε υπέρ είτε κατά - αν και το “κατά” εκκινούσε εν πολλοίς από νεοεθνικιστές θέσεις. Νωρίτερα, το 1989, ο Φουκουγιάμα είχε δημοσιεύσει ένα δοκίμιο με τίτλο “Το τέλος της ιστορίας;” στην αμερικανική επιθεώρηση “The National Interest”...
[ επιστροφή ]

2 - Εννοούμε την φυσική εγγύτητα των προλετάριων. Πιο κάτω θα δούμε ότι δεν είναι αυτή η μόνη διάσταση της πολυεθνικότητας της εργατικής τάξης.
[ επιστροφή ]

3 - Δεν είμαστε σε θέση να συσχετίσουμε διάφορες απαγορευτικές (σε βάρος των μεταναστών και της μετανάστευσης της εργασίας) νομοθεσίες με κορυφώσεις του εργατικού ανταγωνισμού, κι ούτε είναι απλό να βρει κανείς αιτιολογήσεις τους (εκ μέρους των αφεντικών ή των πολιτικών εκπροσώπων τους ή άλλων ειδικών τους) του είδους φοβόμαστε ότι αν οι εργάτες από διαφορετικές εθνικότητες βρίσκονται μαζί και οργανώνονται μαζί θα στραφούν ακόμα χειρότερα κατά του κράτους. Όμως δεν αντέχουμε τον πειρασμό να συσχετίσουμε ορισμένες χρονολογίες, ενδεικτικά. Έτσι, στις ηπα, που απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα δέχονταν (νόμιμα) εκατομμύρια μετανάστες απ’ την ευρώπη, ο πρώτος ρατσιστικός αντιμεταναστευτικός νόμος ψηφίστηκε το 1917 (εναντίον των “εβραίων” και των “σλάβων”) στη διάρκεια του Α παγκόσμιου (και των εναντίον του δράσεων), ενώ ο επόμενος ήταν το 1924, λίγο μετά τις (ηττημένες) εργατικές επαναστάσεις στην ευρώπη.
[ επιστροφή ]

4 - Για να μην ξεχνιόμαστε: μπορεί να ξεγελάει αυτές τις “εθνικές” εργατικές τάξεις κάνοντάς τες φθηνότερες και ο igonnabe “ελευθερωτής” τους: πουλώντας τους για “επαναστατική” λύση ένα “εθνικό” νόμισμα, εύκολο σε νομισματική υποτίμηση. Π.χ. (καμία σχέση με υπαρκτά πρόσωπα ή καταστάσεις!!!) πουλώντας τους την δραχμή.
[ επιστροφή ]

5 - Η μικροαστική συνωμοσιολογία, δεξιά κι αριστερή, περί “μεταναστών” και “συνωμοσίας” είναι ελεεινή ακόμα και μόνο γι’ αυτό: ανακαλύπτει “συνωμοσία” για κάτι πασίγνωστο παντού εδώ και δύο αιώνες, για την δημιουργία (και την διαχείριση) της εργατικής τάξης απ’ τα αφεντικά. Όλοι αυτοί οι συνωμοσιολόγοι είναι όμως τα αληθινά ενεργούμενα, οι φτηνές μαριονέτες του σύγχρονου καπιταλισμού.
[ επιστροφή ]

6 - Ενδεικτική αλλά και χαρακτηριστική “καλού τρόπου” επίθεσης στην πολυεθνική εργατική τάξη, είναι η ρητορική της “μη ενσωμάτωσης” εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών στα πολιτιστικά στάνταρ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να βρει πως αυτές οι κοινωνίες κινούνται (άσχετα και πέρα απ’ τους μετανάστες εργάτες) σε ένα διαρκές δίπολο ενσωμάτωσης και απόρριψης, θεσμίζοντας μάλιστα το τι είναι “μη ενσωματώσιμο”. Στην υποτιθέμενα φιλελεύθερη (άλλοτε) αγγλία, για παράδειγμα, υπήρξαν νομοθεσίες που απαγόρευαν τους new age travellers ή την ακρόαση μουσικής techno.
Επιπλέον, δεν έχει θεωρηθεί “πρόβλημα”, τουλάχιστον ως σήμερα, η “μη αφομοίωση” των φίλων της rock μουσικής απ’ τους (υπερτερούντες) οπαδούς της pop· η “μη αφομοίωση” των φίλων του ιταλικού νεορεαλιστικού σινεμά απ’ τους σαφώς πλειοψηφούντες οπαδούς του χόλυγουντ και των σαπουνάδων· η “μη αφομοίωση” των ομοφυλόφιλων ανδρών και γυναικών απ’ την κουλτούρα των σαφώς περισσότερων straight. Η ίδια η ιδέα της “μη ενσωμάτωσης” είναι καινοφανής (και ανήκει στο ρεπερτόριο της “νέας γλώσσας” της μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης) από νομική άποψη, σα βάση νομικών μέτρων ή πολιτικών ενεργειών. Για την ιστορική αστική ιδεολογία υπάρχουν νόμοι που έχουν καθολική ισχύ εντός μιας ορισμένης επικράτειας· νόμοι που “τηρούνται” ή “δεν τηρούνται” - όχι όμως και “αφομοίωση” πολιτιστική ή ιδεολογική σαν κρίσιμο στοιχείο της (αναγνώρισης της) ιδιότητας του πολίτη. Πολλές θρησκευτικές κοινότητες είχαν (και έχουν) διακριτική πολιτιστική ζωή σε σχέση με το περιβάλλον τους· ωστόσο αυτό δεν θεωρούνταν ως πρόσφατα προθάλαμος (ή και η αίθουσα αναμονής) του “εγκλήματος”.
Κανένα κράτος δεν είπε ανοικτά και δημόσια στους παρακρατικούς του τσακίστε τους μη αφομοιώσιμους. Τα κράτη έκαναν και κάνουν την “καθαρή δουλειά”: όρισαν την αφομοίωση σαν πολιτική αρετή, σαν “υποχρέωση του πολίτη”, και υποδεικνύουν κατά βούληση ποιοί είναι στη σφαίρα της κακίας. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά “ανεπίσημη”...
[ επιστροφή ]

7 - Ωστόσο, για να μην μας λένε διάφοροι εξυπνάκηδες “τεχνοφοβικούς”, να θυμίσουμε την ισχυρή αναπαράσταση της κοινωνικής εργασίας όπως αυτή εκδηλώνεται στις δια-δικτυακές συν-εργασίες μεγάλη κλίμακας. Απ’ την διαρκή εξέλιξη του linux έως...
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo