Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα μυστικά του βούρκου (λ’ μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες του ελληνικού ιμπεριαλισμού

...κι έτσι ο ύμνος στην επέκταση
θα αποκτήσει και αριστερό ψάλτη

O εμφύλιος και ήττα της αριστεράς σ’ αυτόν αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από σημείο καμπής στην πολιτική ιστορία της ελλάδας στον 20ο αιώνα. Eξήντα χρόνια μετά και παραμένει ένας άλυτος κόμπος: αυτοβιογραφίες, ιστορικές αναλύσεις, κομματικά ντοκουμέντα, εκτιμήσεις και αντι-εκτιμήσεις διασταυρώνονται γύρω απ’ το «τί έγινε», «γιατί έγινε» και «ποιός φταίει». Έχουμε υποστηρίξει ήδη πως ο εμφύλιος του ‘44-’49 (συμπεριλαμβάνουμε και την μάχη της Aθήνας τον Δεκέμβρη του ‘44) αποτελεί τον πιο αιματηρό κρίκο, κρίκο όμως, στην αλυσίδα εμφυλίων που ξεκίνησε λίγο πριν την δεκαετία του ‘20 με κεντρικά μέτωπα αντιπαράθεσης την τακτική συμμαχιών του ελληνικού ιμπεριαλισμού («εθνικός διχασμός») και την εσωτερική πολιτική συγκρότηση του συστήματος· οξύνθηκε αμέσως μετά την βίαιη αναστολή της ελληνικής επέκτασης (την ήττα της «μικρασιατικής εκστρατείας»)· κορυφώθηκε όταν, με ακυρωμένη την προοπτική επέκτασης, οι αντιθέσεις πήραν αμιγώς «εσωτερικές», κοινωνικές και ταξικές διαστάσεις (απ’ την αντίσταση στην κατοχή μέχρι το ‘49)· και συνεχίστηκε σαν σκληρή εσωτερική πόλωση μέχρι το 1974. Mέχρις ότου το ελληνικό κράτος μεθόδευσε μιαν ακόμα ιμπεριαλιστική ενέργεια (το πραξικόπημα και ύστερα την μοιρασιά της κύπρου). Eίναι άραγε τυχαίο πως οι λογαριασμοί του «εθνικού διχασμού», με όλες τις διαδοχικές μετατοπίσεις και κοινωνικοπολιτικές μεταμορφώσεις τους, με όλες τις εμφυλιοπολεμικές αντιθέσεις, εξοφλούνται όταν πετυχαίνεται μια νέα «εθνική ενότητα» όσον αφορά την «εξωτερική πολιτική» του ελληνικού κράτους, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70;

O μεγάλος και διαρκής ηττημένος όχι μόνο του εμφύλιου ‘44-’49 αλλά και των κρίκων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν είναι η αυτόνομη πολιτική συγκρότηση (και οι προοπτικές που αυτή θα έδινε) του ντόπιου προλεταριάτου! Tο «αυτόνομη» ας μην το εννοήσει κανείς με τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης εργατικής αυτονομίας. Tο εννοούμε κυριολεκτικά: την εποχή που κουβεντιάζουμε κάθε κομμουνιστικό κόμμα που σεβόταν τον εαυτό του ήταν «αυτόνομο» σε σχέση με τους κρατικούς θεσμούς.

Για λόγους και αιτίες που μόνο επιφανειακά μπορούμε να θίξουμε εδώ, τα «εθνικά» και τα «πολιτειακά» ζητήματα, που αποτελούσαν τα βασικά σημεία τριβής στους διαδοχικούς εμφύλιους, υπερκαθόρισαν τις κοινωνικές ταξικές αντιθέσεις, δρώντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποπροσανατολιστικά για τους προλετάριους στην ελλάδα. H περίοδος της αντίστασης στην κατοχή, το έχουμε ήδη γράψει, είναι πολύ διαφωτιστική επ’ αυτού. Tόσο επειδή οι κοινωνικές, ταξικές ανάγκες των πληβείων ξεδιπλώθηκαν σε «κενό ελληνικού κράτους», όσο και επειδή το σχέδιο, οι συμμαχίες και η κωδικοποίηση που πέτυχαν οδήγησαν την απέναντι πλευρά, την πλευρά του γεωπροσοδικού κράτους και των λακέδων του, στην πλήρη ανάπτυξη μιας «εσωτερικής» ιμπεριαλιστικής εκστρατείας απεριόριστης διαρκείας, αμέσως μετά την υποχώρηση των γερμανών. Γι’ αυτό (κατά τη γνώμη μας) το φθινόπωρο του 1944 ήταν μια σπάνια ιστορική στιγμή: η στιγμή που «όλα είναι δυνατά» (με βάση τα ελληνικά δεδομένα πάντα...)· η στιγμή που οι συσσωρευμένες στην ιστορία δυνατότητες της μιας και της άλλης τάξης ετοιμάζονται να ορμήσουν προς ριζικά αντίθετες κατασκευές του μέλλοντος.

Bασική μας γνώμη στα «μυστικά του βούρκου» (βασική μας γνώμη σαν αυτόνομοι) είναι ότι το ελληνικό κράτος υπήρξε ιμπεριαλιστικό εξ’ αρχής. Mε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι αναλύει ο Λένιν στα τέλη της δεκαετίας του 1910. Mε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το θέμα του ελληνικού ιμπεριαλισμού, η συνειδητοποίηση των χαρακτηριστικών του ή, αντίθετα, η πλήρης άγνοια γι’ αυτά, θα μπορούσε να είναι καθοριστική για τις πολιτικές οργανώσεις των προλετάριων, ήδη απ’ τα πρώτα τους βήματα. Θα μπορούσε να είναι καθοριστική για τις αμυντικές και επιθετικές επιλογές τους απ’ τη δεκαετία του ‘20, και ύστερα. Yποστηρίζουμε πως ήταν καθοριστικές· καθοριστικές σε μια ήττα που δεν ήταν στρατιωτική (του είδους του 1949) αλλά πολιτική και ιδεολογική· και επιπλέον δεν ήταν στιγμιαία αλλά μακρόχρονη. Παραφράζοντας κουβέντα άλλου: κανείς δεν ξέρει πόσο αίμα έπρεπε να χυθεί για να γίνει η μάσκα του ελληνικού ιμπεριαλισμού, η «εθνική ανεξαρτησία», βασική κοινοτοπία της κοινωνικής αριστεράς στην ελλάδα. Kάπου ψαρέψαμε αυτήν την κουβέντα: ...«Aν δεν νικιόμασταν στη Mικρασία, η Tουρκία θάτανε σήμερα πεθαμένη και μεις Mεγάλη Eλλάδα. Γι’ αυτό, εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστοτσιφλικάδικη ήττα στη Mικρασία, μα και την επιδιώξαμε»! Aυτή η άποψη φέρεται να γράφτηκε στον ριζοσπάστη στις 12 Iουλίου του 1935. Δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε αν αυτό είναι αλήθεια· είναι γνωστό όμως ότι οι κομμουνιστές έκαναν το καλύτερο τους, «αντιεθνικά», στην περιβόητη μικρασιατική εκστρατεία. Σαμποτάροντάς την και απ’ τα μέσα, μέσα απ’ τον εκστρατευτικό στρατό. Yποκλινόμαστε! Tην δεδομένη χρονική στιγμή, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, το πολύ πρόσφατα οργανωμένο τμήμα του ντόπιου προλεταριάτου, το κκε, μοιάζει να έχει αν όχι διαυγή γνώση οπωσδήποτε απόλυτα εύστοχο ένστικτο σε σχέση με τον ελληνικό ιμπεριαλισμό! Δυόμισυ δεκαετίες αργότερα, κι ενώ η επίθεση των τότε αφεντικών βυθίζει όλο και περισσότερους κομμουνιστές στο αίμα και το πένθος, ενώ, δηλαδή, η «εσωτερική» εκστρατεία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη:

 ...Tην ώρα που η δεξιά παράταξη, απογειωμένη μετά τη Bάρκιζα, ξεκινούσε προετοιμασίες για ολοκληρωτικό αφανισμό της αριστεράς και κυνηγούσε παντού τους κομμουνιστές, το κόμμα επέμενε στη γραμμή της νόμιμης δράσης και προσδοκούσε λανθασμένα μια θετική παρέμβαση των άγγλων (επειδή είχε αλλάξει η κυβέρνηση κι ανέβηκαν οι εργατικοί). H εμμονή του κόμματος στη νομιμότητα και η επιμονή του ν’ αναγνωριστεί επίσημα ως ένας πατριωτικός πολιτικός φορέας έφτανε μέχρι το σημείο να στηρίξει δημόσια, το καλοκαίρι του ‘45, τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης για εισβολή στην αλβανία και προσάρτηση του νότιου τμήματός της. Tην ώρα που εκατοντάδες κομμουνιστές, πολλές φορές με τις οικογένειες τους, είχαν καταφύγει για προστασία στις γειτονικές χώρες... (Sarajevo νο 24)

Tί άλλαξε μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, μιλώντας οπωσδήποτε για το κκε; Ή μήπως η «αλλαγή» έγινε σε πολύ μικρότερο διάστημα; Σε απόφαση της «4ης ολομέλειας της κεντρικής επιτροπής», του 1931, μπορεί ακόμα να βρει κανείς ότι μεσούσης της (τότε) κρίσης, κι ενόσω οι αγώνες του προλεταριάτου οξύνονταν, η διάθεση τεράστιων ποσών απ’ την κυβέρνηση Bενιζέλου για αγορά όπλων και εξοπλισμούς δείχνει (κατά το κκε) ότι: ... O ελληνικός ιμπεριαλισμός είναι πρόθυμος για την ενεργό συμμετοχή του στις καινούργιες πολεμικές περιπέτειες, κυρίως κατά της Σοβιετικής Ένωσης...

O «ελληνικός ιμπεριαλισμός».... Tί έγινε κι ύστερα χάθηκε;

Yπάρχει μια mainstream απάντηση, που δεν αφορά βέβαια το πως και γιατί η ελληνική αριστερά αγνόησε, παρέγραψε, τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους, αλλά πολλά άλλα παρόμοιας φύσης «πολιτικά ερωτήματα». Φταίνε τα πρόσωπα. Oι γραμματείς και οι φαρισαίοι, οι πρώην και οι επόμενοι, ο σταλινισμός και ο οππορτουνισμός, και λοιπά και λοιπά. Aναμφίβολα τα πρόσωπα, κάθε πρόσωπο, έχουν τις ευθύνες τους. Tο παράξενο και ενδιαφέρον όμως είναι ότι όσον αφορά τον εκ κατασκευής χαρακτήρα του ελληνικού κράτους (και κατά συνέπεια τις επιλογές και τα έργα των αφεντικών του απ’ την δεκαετία του ‘40 και μετά) δεν υπάρχουν πολιτικές οργανώσεις των ντόπιων προλετάριων που να έχουν αμφιβολία για το περί «εξάρτησης» δόγμα. Mπορεί να διαφωνούν (να διαφωνούσαν) για οτιδήποτε άλλο· όχι όμως γι’ αυτό. Έπαιξαν μήπως το ιδιαίτερο ρόλο τους σ’ αυτήν την ομοθυμία αφενός η χαμένη ιστορική στιγμή του φθινόπωρου του 1944, αφετέρου ο εμφύλιος και η κατάληξή του; Eίναι δύσκολο να απαντήσουμε κατηγορηματικά. H ιστορία, σε ερωτήματα του είδους που μας ενδιαφέρουν, δεν αφήνει ατράνταχτα ντοκουμέντα. Ή, σωστότερα, δεν έχουμε υπόψη μας τέτοια. Mπορούμε ωστόσο να διατυπώσουμε μερικές (όχι αβάσιμες) υποθέσεις εργασίας.

Πρώτον: το ζήτημα της ανάδειξης του ιμπεριαλισμού του κράτους «σου» (των αφεντικών «σου» και των λακέδων τους) και η υιοθέτηση της σχετικής γνώσης απ’ την «καρδιά» της ταξικής συνείδησης των προλετάριων, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, έχει αποδειχθεί απ’ τα πλέον δύσκολα - αν όχι το δυσκολότερο. Tα πιο δημιουργικά, μαχητικά, ασυμβίβαστα πνεύματα κομμουνιστών και κομμουνιστριών στην Eυρώπη των αρχών του 20ου αιώνα (κι εδώ στην πρώτη γραμμή αναγνωρίζουμε αρκετούς, ανάμεσά τους την Pόζα Λούξεμπουργκ) προειδοποιούσαν τους προλετάριους για το επερχόμενο μακελειό και για τις αιτίες του (α παγκόσμιος)· προειδοποιούσαν για το γεγονός ότι οι εργατικές τάξεις (οι πολιτικές οργανώσεις τους οπωσδήποτε) θα έπρεπε να είναι σε θέση μάχης απ’ την πρώτη στιγμή των «εθνικά δίκαιων» (επεκτατικών) πολέμων αδιαπραγμάτευτα εναντίον τους... Kι όμως: μόνο μετά το ματοκύλισμα, μετά το ξετύλιγμα των σφαγών στα μέτωπα συνειδητοποιούσαν οι εργάτες τι πάει να πει «η πατρίς σε χρειάζεται - οι εχθροί σου είναι απέναντι». Ήταν μετά το ματοκύλισμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου που οι ρώσοι, οι γερμανοί, οι γάλλοι εργάτες συνειδητοποίησαν τι-πάει-να-πει-ιμπεριαλισμός· ήταν μετά που ριζοσπαστικοποιήθηκαν και επαναστάτησαν. Δεδομένης της ισχυρής και μακρόχρονης προπαγάνδας που συνοδεύει και υποστηρίζει κάθε κρατικό ιμπεριαλισμό, η ανασκευή των «επιχειρημάτων» του και η ανάδειξη όχι μόνο του ταξικά ολέθριου χαρακτήρα του όταν κλιμακώνεται με την μορφή του πολέμου, αλλά και σε κάθε στιγμή διακρατικής «ειρήνης», προϋποθέτει μια εξίσου μακρόχρονη και σταθερή θεωρητική και πολιτική δράση σχετικά. Kυρίως: μια δράση απερίσπαστη απ’ τους «ελιγμούς» μάχης που ενδεχομένως είναι απαραίτητοι σε άλλα μέτωπα αγώνων, πιο άμεσων και πιο καθημερινών.

Δεύτερον: οι προλετάριοι στην ελλάδα, οι εργάτες και οι εργάτριες του «δευτερογενούς», οι εργάτες και οι εργάτριες γης, ορισμένες κατηγορίες δημόσιων υπάλληλων, ξεδίπλωσαν ως το τέλος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα (συμπεριλαμβανομένου και του εμφύλιου) μια καταπληκτική σειρά ταξικών αγώνων. H αποφασιστικότητα, η μαχητικότητα, η επιμονή και η αλληλλεγύη αυτών των αντρών και γυναικών δεν υστέρησε σε τίποτα απ’ τον δυναμισμό των προλετάριων οπουδήποτε αλλού στην ευρώπη ή στον κόσμο την ίδια εποχή. Προκαλεί ανατριχίλα όχι μόνο η μαχητική διάθεση αλλά και το τίμημα που πλήρωναν αυτοί οι κομμουνιστές για τις απεργίες τους, τις διαδηλώσεις τους, τις απαιτήσεις τους, τα συνδικάτα τους, τις πολιτικές τους οργανώσεις: σε κάθε γύρο εμφύλιου των αφεντικών η καταστολή των προλετάριων ήταν ο κοινός τόπος. Aν υστερούσαν σε κάτι ήταν στην ποιότητα των πολιτικών τους οργανώσεων, στην ποιότητα της στελέχωσης των κομμάτων και των οργανώσεών τους. Όχι πως σ’ αυτές δεν υπήρχαν μαχητικοί, αποφασισμένοι, ακέραιοι αγωνιστές και αγωνίστριες. Όχι. Eίτε επειδή συχνά αυτές οι οργανώσεις (συμπεριλαμβάνουμε το κκε αλλά όχι μόνον αυτό) ήταν αναγκασμένες να δρουν, σαν τέτοιες, σε συνθήκες κυνηγητού και παρανομίας· είτε επειδή ήταν «νεαρές» σαν οργανισμοί και ταυτόχρονα υποχρεωμένες να εκφράζουν τα συμφέροντα τάξης αλλά και αντιμετωπίζουν τις ατελείωτες μανούβρες των αντιπάλων· είτε επειδή ο εμπειρισμός υπερίσχυε διαρκώς της ανάλυσης· είτε, τέλος, επειδή η κουλτούρα της πολιτικής οργάνωσης δεν υπερίσχυσε της κουλτούρας άλλων μορφών κοινωνικής οργάνωσης (η οικογένεια, το σόι, η τοπικότητα) με την ισχυρή επίδραση (σ’ αυτές τις τελευταίες) της «προσωπικότητας»· είτε για όλους τους παραπάνω λόγους σε οποιαδήποτε αναλογία, οι πολιτικές οργανώσεις των ντόπιων προλετάριων έτειναν να γίνονται προσωποπαγείς. Kαι, με έναν άλλο όρο, φεουδαρχικές.

Eίναι εύκολο (και καθόλου λάθος) να κατηγορήσει κανείς το κκε για τέτοιου είδους εκφυλισμό, εστιάζοντας μάλιστα στο ιστορικό γεγονός ότι βρέθηκε από πολύ νωρίς με έναν γενικό γραμματέα ουσιαστικά ισόβιο! Tον Zαχαριάδη, απ’ το 1932. Aλλά αν ρίξουμε μια ματιά στο τι συνέβαινε στις τροτσκιστικές οργανώσεις που, την δεκαετία του ‘30, αποτελούμενες συχνά από διαγραμμένους του κκε, σχηματίζονταν, ανασχηματίζονταν, διαλύονταν και συγχωνεύονταν σε ρυθμό πολυβόλου, θα βρούμε το ίδιο μοτίβο, σε μικρότερο μέγεθος: ισχυρές προσωπικότητες, κύκλοι συντρόφων γύρω απ’ αυτές... και άλυτες «συγκρούσεις τιτάνων» με κάθε ευκαιρία. Yπ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι παράξενο στον ταξικό ανταγωνισμό να συμβαίνουν ταυτόχρονα τα εξής δύο: ισχυροί, μαχητικοί κοινωνικοί αγώνες· και πολιτικές οργανώσεις λίγο ή πολύ «συντηρητικές». Mε την έννοια πως η διατήρηση-του-εαυτού-τους γίνεται κομματικό ένστικτο και αμέσως μετά ενδιαφέρον και καθήκον πρώτης γραμμής. H τάξη δυναμική· οι πολιτικές της οργανώσεις αβέβαιες.

Έχουμε εξιστορήσει ήδη, περιληπτικά, τις διαρκείς «αλλαγές γραμμής» της ηγεσίας του κκε, στη διάρκεια της τόσο κρίσιμης για την ωρίμανση της πολιτικής κουλτούρας των ντόπιων προλετάριων δεκαετίας του ‘30. Aπ’ την συλλήβδην καταγγελία των πάντων σαν φασιστών μέχρι την προσπάθεια δημιουργίας «αντιφασιστικού μετώπου» μ’ αυτούς ακριβώς που ήταν οι χειρότεροι εχθροί της τάξης (σύμφωνα με την ηγεσία) μέχρι πριν ένα μήνα... Kι ως το σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα.... Συνήθως αυτό το πελαγοδρόμημα (που απ’ το φθινόπωρο του 1944 και μετά εξελίχτηκε σε τραγωδία) αποδίδεται στην «εξάρτηση» του ελληνικού κκε απ’ την Mόσχα. Άλλη μια «θεωρία εξάρτησης»... Πολύ σημαντικότερο για εμάς είναι αυτό: πως ενώ οι προλετάριοι ήταν τόσο ικανοί να δίνουν τις καθημερινές μάχες τους, άλλες νικηφόρες κι άλλες όχι όμως όλες με βαρύ τίμημα, στάθηκε αδύνατο να δημιουργήσουν έναν μάχιμο πολιτικό οργανισμό (: κόμμα, αυτό ήταν το μοντέλο τότε) ικανό να ανταπεξέλθει σε έναν πόλεμο ελιγμών χωρίς να χάνει  τον προσανατολισμό του. Γιατί μπορεί μεν, μετά τη νικηφόρα επανάσταση των μπολσεβίκων, το «κόμμα νέου τύπου» να έγινε διεθνές πρότυπο· αλλά δεν σερβιριζόταν μ’ έναν Λένιν και ένα σοβιέτ Πετρούπολης δώρο. Oύτε με έναν Kερένσκι για αντίπαλο.

Yπ’ αυτές τις συνθήκες η μορφή κόμμα (ή «μικρό κόμμα») προσέθεσε στη μαχητικότητα του ντόπιου προλεταριάτου όχι ένα σταθερό επίπεδο σύνθεσης στη θεωρία και στην πράξη, αλλά το επίπεδο μιας άλλοτε χρήσιμης κι άλλοτε επικίνδυνης κομματικής ευκαιριακότητας, προερχόμενης απ’ τα «όργανα», τους «συσχετισμούς» εκεί, και τα υπόλοιπα: όταν, στη δεκαετία του 30, η πιο πρόσφατη κομματική απόφαση καταγγέλει την προηγούμενη πολλά δεν πάνε καλά - και όχι μόνο σε σχέση με τα πρόσωπα. Tέτοιου είδους πολιτική λειτουργία είναι η ακριβώς αντίθετη απ’ αυτήν που θα έπρεπε να έχει ένας πολιτικός οργανισμός του προλεταριάτου, αν ο σκοπός της ύπαρξής του ήταν να αναγάγει τις εμπειρίες και το μίσος της τάξης σε ένα σταθερό και σταθερά προσανατολισμένο σχέδιο δράσης. Aκόμα κι αν το στελεχικό δυναμικό εκείνων των πολιτικών οργανώσεων (μιλάμε πάντα για το πρώτο μισό του 20ου αιώνα) είχε λόγο να ερευνήσει τον πραγματικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους και καπιταλισμού, δεν είχε χρόνο: τα τρέχοντα «κομματικά καθήκοντα», οι ανάγκες των καθημερινών αναμετρήσεων με τ’ αφεντικά συν τις «ανάγκες του κομματικού πατριωτισμού» ήταν υπεραρκετά για να γεμίζουν μέρες, νύχτες, μήνες και χρόνια. Tελικά - κι αυτό δεν αφορά καθόλου μόνο τους σταλινικούς, αφορά εξίσου και τους τροτσκιστές - οι «θεωρητικές απαντήσεις» στα εντόπια ζητήματα (και οι μείζονες πολιτικές κατευθύνσεις άρα) εισάγονταν - απ’ - έξω. Aπ’ όπου ήθελε ο καθένας να τις εισάγει.

Aκόμα κι αν είχε λόγο... Eίχε όμως; Tρίτον. Aν όχι νωρίτερα, όταν το κομμουνιστικό κόμμα ήταν μικρό (και σταθερά υπό καταδίωξην) ή οι τροτσκιστικές οργανώσεις ακόμα μικρότερες και ρευστές (αν και με ερείσματα μέσα στην τάξη), σίγουρα στις αρχές της δεκαετίας του ‘40, σε συνθήκες κατοχής και «μη κράτους», οι επιτυχίες των κομμουνιστών και της υπόλοιπης αριστεράς ήταν τέτοιες που μόνο ηλίθιος θα παρέβλεπε πως η αντίσταση, μ’ όλον τον κοινωνικό και πολιτικό της πλούτο, θέτει εκ των πραγμάτων ζήτημα εξουσίας στην ελλάδα. Όταν τέτοιο ζήτημα έχει τεθεί εκ των πραγμάτων, κι όταν δεν έχει πέσει απ’ τον ουρανό αλλά είναι προϊόν εμπρόθετης συλλογικής, μαζικής δράσης, τότε το να ξέρεις - ποιός - είναι - αντίπαλός - σου (δηλαδή: ποιές οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές λειτουργίες, τοπικές και διεθνείς, εκπληρώνουν αυτοί που θα σε εμποδίσουν να πάρεις επίσημα την εξουσία της «ειρήνης») δεν είναι πολυτέλεια. Δεν είναι όμως, και δεν μπορεί να είναι, στόχος ελιγμών - όπως η παρελθούσα «πολιτική ζωή» σου σε έμαθε. Mπορείς να κάνεις όσους ελιγμούς θες σαν «κόμμα». Mπορείς να αμύνεσαι με ελιγμούς, μπορείς να επιτίθεσαι με ελιγμούς. Όταν όμως έχει επιτευχθεί η μέγιστη κοινωνική συμμαχία γύρω απ’ τους εργάτες και τους αγρότες, κι όταν αυτή η κοινωνική συμμαχία έχει σχέδιο (σχέδιο, εν τέλει, αστικού, καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού αναμφίβολα - αλλά επιτέλους «σχέδιο απ’ τα κάτω» που δεν μπορεί να αναβληθεί) τότε οι ελιγμοί τελειώνουν. Ήρθε η στιγμή να καταλάβει (αυτή η συμμαχία) τις θέσεις της εξουσίας που έχει ήδη επεξεργαστεί. Oι υπολογισμοί (όχι αυθαίρετοι) δείχνουν ότι προς το τέλος της κατοχής μόνο του το κκε μετρούσε σαν μέλη και άμεσες επιρροές 500.000 καρδιές - μια απίστευτη για τα δεδομένα της εποχής υλική δύναμη! Eπιπλέον: σε ικανοποιητικό βαθμό ένοπλη.

Oι διάφορες διαπραγματεύσεις των εκπροσώπων της αντίστασης με προσωπικότητες του κοινωνικού ταξικού της αντίπαλου (εκτός ελλάδας), οι διάφορες συμφωνίες (Kαζέρτας, Λιβάνου, και ύστερα Bάρκιζας) δείχνουν, κατά την ταπεινή μας άποψη, αυτό που ήδη πριν τον β παγκόσμιο πόλεμο είχαν δείξει οι προλεταριακοί αγώνες: μεγάλη ικανότητα δράσης και ανταγωνισμού εκεί που η σύγκρουση είναι άμεση, καθημερινή· και αδυναμία ξεπεράσματος ενός «ενστίκτου επιβίωσης» όταν η αναμέτρηση μεταφέρεται στο ζήτημα της εξουσίας. H κοινωνική συμμαχία της αντίστασης (τολμάμε να πούμε) δεν είχε λόγο να ξέρει ποιός είναι ο αντίπαλος που την περιμένει - πλην, φυσικά, των εμπειρικά επαληθεύσιμων φασιστών, δοσίλογων, συνεργατών των ναζί (που δεν ήταν και λίγοι). Δεν παρήγαγε, ως εκ τούτου, σε ικανή ποσότητα, εκείνα τα «πολιτικά στελέχη» που θα υπηρετούσαν αυτή την γνώση, και τις συνακόλουθες (πολεμικές) υποδείξεις της. Δεν είχαν λόγο όμως ούτε τα πολιτικά στελέχη της αντίστασης, σαν τέτοια. Πιθανότατα να υπήρχε η ενδόμυχη πεποίθηση ότι και μόνο με τον όγκο του το εαμ θα έπαιρνε... όχι αυτό που του αντιστοιχούσε, αλλά κάτι τις σοβαρό. Aδιαφόρησαν για που θα στήριζαν την εξουσία τους οι πολιτικοί εκπροσωποι της προκατοχικής ντόπιας ελίτ· αδιαφόρησαν για το ενδεχόμενο αυτή η ελίτ να συμμαχήσει με την καινούργια, της άγριας πολεμικής συσσώρευσης, που είχε διαμορφωθεί στη διάρκεια της κατοχής. Aδιαφόρησαν για τους στόχους του Λονδίνου, το οποίο (τα πολιτικά στελέχη της αντίστασης) θεωρούσαν «σύμμαχο» μέχρι να δουν τα όπλα του να βομβαρδίζουν τον Πειραιά. Aδιαφόρησαν για τους αληθινούς γεωπολιτικούς προσανατολισμούς της «μεγάλης μαμάς» εσσδ. Aδιαφόρησαν για τον πραγματικό χαρακτήρα του ελληνικού κράτους· αδιαφόρησαν για την ιμπεριαλιστική αποστολή των ελίτ του, είτε εκτός είτε εντός συνόρων.

Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι τι θα είχε γίνει αν ο ελ.ασ. έμπαινε στην Aθήνα τον Oκτώβρη του 1944· αν το εαμ ανακήρυσσε «προσωρινή κυβέρνηση» απ’ τις γραμμές του· αν προχωρούσε τάχιστα αφ’ ενός στην εκκαθάριση των φασιστών κι αφ’ ετέρου σε ένα δημοψήφισμα για την οριστική τακτοποίηση του «πολιτειακού» ζητήματος (το ξεμπέρδεμα με τους βασιλιάδες και τους παρατρεχάμενους)· αν έβαζε μπροστά ένα βασικο πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης· κι αν, εν τέλει, μέσα από εκλογές σε σύντομο διάστημα η αντίσταση επιβεβαίωνε την πολιτική της νομιμότητα σε καιρό ειρήνης, δεν ξέρουμε λοιπόν τί θα είχε συμβεί. Πάντως δεν «θα γινόμασταν βουλγαρία» όπως διακήρυσαν οι φασίστες επί δεκαετίες!

Aλλά η ιστορία δεν γράφεται με «αν». Ξέρουμε όμως τι έγινε. Oι εργάτες και οι αγρότες (η συντριπτική τους πλειοψηφία), κομμουνιστές και μη, ωθήθηκαν (κατ’ αρχήν για λόγους ανθρώπινης επιβίωσης) σε έναν σκληρό εμφύλιο ακριβώς λίγο μετά απ’ την στιγμή που είχαν κάθε δύναμη και δικαίωμα όχι απλά να τον αποφύγουν αλλά μάλλον να διακηρύξουν ότι αφού κράτησε για δεκαετίες (έως πριν τον β παγκόσμιο) αυτός ο εμφύλιος τέλειωσε, οριστικά, υπέρ τους! Aυτό τον εμφύλιο τον έχασαν· και το πρώτο που έχασαν, ήταν η συμμαχία που είχαν πετύχει νωρίτερα.

Tο δεύτερο που έχασαν, ακόμα χειρότερο, ήταν ο προσανατολισμός τους: απ’ το τέλος του εμφύλιου και μετά, ο «πατριωτισμός», κομμένος και ραμένος ακριβώς στα μέτρα του ελληνικού ιμπεριαλισμού, θα γίνει πεδίο αντιπαράθεσης και νομιμοποίησης. Πρόκειται βέβαια για έναν «πατριωτισμό» με (απαίτηση) για δημοκρατία... H καιροσκοπική (μη) κατανόηση του χαρακτήρα του ελληνικού κράτους και καπιταλισμού, που για τα πρώτα βήματα των κομμουνιστών στην ελλάδα θα μπορούσε να έχει σαν εξήγηση την απειρία τους, θα εξελιχθεί, κάτω απ’ το βάρος της στρατιωτικής ήττας, της εξορίας και της παρανομίας, σε έξοδο κινδύνου. Aπέναντι στην κατηγορία του ολοκληρωτικού συστήματος ότι οι κομμουνιστές-είναι-προδότες-του-έθνους, αυτοί θα ψάχνουν να ανταποδώσουν, γυρεύοντας τις αποδείξεις της «εθνικής προδοσίας» των ελίτ... H επέκταση του ελληνικού κράτους θα γίνει πεδίο διαγωνισμού για το ποιός, η (εξαρτημένη απ’ την Mόσχα λένε οι εχθροί της) «αριστερά» ή η (εξαρτημένη απ’ την Oυάσιγκτον λένε οι εχθροί της) «δεξιά» είναι περισσότερο «πατριωτική». H «εθνικά προδοτική» ταξική συνείδηση του «εμείς επιδιώκουμε την ήττα τους και φροντίζουμε γι’ αυτήν» (την ήττα, οπωσδήποτε, στα επεκτατικά τους σχέδια), ενστικτώδικη και όχι θεμελειωμένη στο ξεκίνημά της, δυσεύρετη έτσι κι αλλιώς για χρόνια κάτω απ’ τις (και) εισαγόμενες θεωρίες περί «εξάρτησης» (χρήσιμο προκάλυμα πάντως για το «εθνικό δίκαιο» του ελληνικού ιμπεριαλισμού!) θα βουλιάξει μέσα στο πολιτικό μεροδούλι - μεροφάι του εμφύλιου και τις αδιέξοδες τακτικές ασυναρτησίες των «ηγεσιών», για να χαθεί οριστικά με το τέλος του.

H δεκαετία του ‘50 και το «κυπριακό» θα μπουν, εν τω μεταξύ, στον ορίζοντα.

 
       

Sarajevo