Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βάρκιζα
Παράδοση όπλων μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

"εαμοβούλγαροι"

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δολοφονία
Eθνικόφρονας εκτελεί αριστερούς

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΔΣΕ:

Δημοκρατικός Στρατός

Δημοκρατικός Στρατός

Δημοκρατικός Στρατός

Δημοκρατικός Στρατός

Δημοκρατικός Στρατός


 

 

 

 

Η πορεία των 1000 αόπλων
H πορεία των «χιλίων αόπλων». Tον Γενάρη του ‘48, περισσότεροι από χίλιοι άοπλοι μαχητές του ΔΣE, με μικρή συνοδεία προστασίας, ξεκίνησαν απ’ τα Άγραφα με προορισμό τα Xάσια, όπου θα εκπαιδεύονταν. Έφτασαν πολεμώντας μετά από 42 ημέρες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ριζοσπάστης
[ μεγέθυνση ]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Δόγμα Τρούμαν
Η αναγγελία του "δόγματος Τρούμαν" από τον αμερικανό πρόεδρο.

 

 

Τα μυστικά του βούρκου (κ’ μέρος)
Καλά κρυμμένες ιστορίες
του ελληνικού ιμπεριαλισμού

Οι πόλεμοι, ο πόλεμος και η μέθοδος:
εμφύλιοι πόλεμοι, ταξικός πόλεμος και ιμπεριαλισμός
ο ολοκληρωτικός πόλεμος 1945 – 1949

Αν η μισή μου καρδιά, βρίσκεται, γιατρέ, εδώ πέρα
Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
...
Κι ύστερα, γιατρέ, την κάθε αυγή
Την κάθε αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα
Πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα τουφεκίζεται
Ναζίμ Χικμέτ, Στηθάγχη

Εμείς οι σκληροί κι ατσαλένιοι
εμείς που βαστάγαμε την τύχη μας στη σφιχτή γροθιά μας
βλέπαμε μονάχα την περιπολία του ΕΛΑΣ
κ’ είμασταν βέβαιοι - είμασταν σίγουροι
πώς δεν μπορεί, δε γίνεται - η νίκη θα ‘ναι δική μας
Άρης Αλεξάνδρου, Χτες

Μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
πώς απ’ τους δέκα που τον ρίξαν
οι εφτά είταν άλλοτε δικοί μας
Άρης Αλεξάνδρου, Ανεπίδοτα γράμματα

Ένας από τους ανθεκτικότερους μύθους της ελληνικής καθεστωτικής ιστοριογραφίας είναι ότι οι ηττημένοι του Δεκέμβρη ξεκίνησαν απευθείας μετά το τέλος των μαχών και την επίσημη λήξη της αναμέτρησης, να σχεδιάζουν τον «τρίτο γύρο», δήθεν δηλαδή μια νέα απόπειρα ένοπλης κατάληψης της εξουσίας, που οδήγησε στο εμφύλιο του 1945-1949. Η πραγματικότητα όμως δείχνει μια ριζικά διαφορετική αλήθεια. Το εαμικό κίνημα ήταν αυτό που ακολούθησε, με αδέξια και καταστροφική συνέπεια είναι γεγονός, τον αδιέξοδο δρόμο του συμβιβασμού και της νόμιμης πολιτικής δράσης, για να διαπιστώσει γρήγορα ότι οι αντίπαλοί του δεν είχαν κανένα σχέδιο ή πρόθεση να διαπραγματευτούν οτιδήποτε λιγότερο από την παλινόρθωση του προπολεμικού καθεστώτος, προϋπόθεση της οποίας ήταν η εξόντωση της αριστεράς και η εξαφάνιση των κατακτήσεων της αντίστασης στην ελεύθερη ελλάδα της κατοχής. Μεταξύ των αντιπάλων, η αριστερά έδειχνε πάλι, όπως και τα προηγούμενα χρόνια με την ανοχή της στις ίντριγκες των συντηρητικών, τις λεόντειες συμφωνίες και τις άτολμες επιλογές της την τελευταία στιγμή, να βρίσκεται παγιδευμένη σ’ ένα δρόμο πολιτικής αυτοσυγκράτησης μέχρι του σημείου να προσφέρει άκοπες νίκες στο μπλοκ της αντίδρασης. Αντίθετα, η δεξιά βρέθηκε στις αρχές του 1945 να κυριαρχεί στις εξελίξεις, ενώ μόλις λίγους μήνες πριν οι κάθε λογής φράξιες της, από τους παραδοσιακούς φιλελεύθερους αστούς μέχρι τους νοσταλγούς της δικτατορίας και τους φασίστες του δοσιλογισμού, κινδύνευσαν να υποσκελιστούν οριστικά και να περιθωριοποιηθούν σαν υπολογίσιμος πόλος εξουσίας.
Η ένοπλη αναμέτρηση τον Δεκέμβρη του 1944, η ήττα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ο αφοπλισμός του μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας έδωσαν στη νεοσχηματισμένη δεξιά συμμαχία μια ανέλπιστη ευκαιρία, την οποία εκμεταλλεύτηκε ολοκληρωτικά και αποτελεσματικά με μια συστηματική μανία που οι αιτίες της ξεκινούν από τον ρεβανσισμό και φτάνουν ως την επιτακτική ανάγκη να ξεπεραστεί η κληρονομιά της δικτατορίας και του δοσιλογισμού και να εξασφαλιστεί και πάλι η πολιτική κυριαρχία μέσω της παλινόρθωσης της βασιλείας. Στη προοπτική αυτή και με βάση την, οδυνηρή για το κατεστημένο, εμπειρία της κοινωνικής μεταρρύθμισης εν μέσω ξένης κατοχής, το ζητούμενο ήταν να βρεθεί ο τρόπος ώστε η αριστερά να μην ξανασηκώσει κεφάλι, ακόμη κι αν αυτό απαιτούσε τη φυσική εξόντωση των αριστερών. Αν μάλιστα, η δεξιά μπορούσε να φτιάξει τις συνθήκες ώστε να υποχρεώσει το κίνημα να εξωθηθεί σε μια νέα ένοπλη αναμέτρηση, θα ήταν η  χρυσή ευκαιρία να το αφανίσει τελειωτικά, αφού, χάρη στη δυτική υποστήριξη, η νίκη θα ήταν και πάλι εξασφαλισμένη. Η απαραίτητη διευκρίνηση που χρειάζεται εδώ, είναι ότι η αναφορά στη «δεξιά» δεν είναι ανάλογη της αριστεράς, ούτε η αντικατοπτρική της αντανάκλαση στο άλλο άκρο του κοινωνικού σχηματισμού. Δεν αφορά ένα και μόνο κόμμα ή ένα οργανωμένο κίνημα, όπως στην περίπτωση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, αλλά ένα ευρύτατο, χαλαρό, μα αποτελεσματικό δίκτυο περισσότερο ή λιγότερο επιφανών πολιτικών, δημοσιογράφων, χρηματοδοτών, στρατιωτικών, αστυνομικών, άλλων κρατικών υπαλλήλων και συμμοριτών, με κέντρο και σημείο αναφοράς το παλάτι και συνδετικό στοιχείο την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης.
Το μπλοκ εξουσίας που αναδείχτηκε στην κορυφή μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, μολονότι συνδύαζε παλιά υλικά στην κατασκευή του, ήταν κάτι νέο για τα ελληνικά πράγματα. Πολιτικά, αποτελούσε τη συνέχεια και τον συγκερασμό του κοινοβουλευτικού συντηρητισμού του μεσοπολέμου με τον απολυταρχισμό της μεταξικής δικτατορίας και του καθεστώτος των δοσίλογων. Κοινωνικά όμως, η ισορροπία της ισχύος στο εσωτερικό της άρχουσας ελίτ είχε μετατοπιστεί προς την μεριά αυτών που είχαν επωφεληθεί υλικά από την κατοχή κι είχαν αντικειμενικούς λόγους να είναι απόλυτα αντίθετοι σε κάθε απόπειρα συμβιβασμού. Μπορεί οι καταστροφικές συνέπειες της κατοχής - η πείνα, οι λεηλασίες, οι μαζικές δολοφονίες... - να έχουν φωτιστεί από δεξιά κι αριστερά, αλλά η εικόνα είναι το λιγότερο λειψή· και συνήθως εξυπηρετεί την κατασκευή μιας εικόνας εθνικής, άρα αταξικής και κοινής για όλους, τραγωδίας. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι τα χρόνια 1941-1944, για κάποιους όχι λίγους, μόνο τραγικά δεν ήταν. Μολονότι είναι μια ιστορία καλά κρυμμένη (το πώς φτιάχτηκαν τα σημερινά «τζάκια») ακόμη και τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν είναι αδιάψευστες μαρτυρίες του μετασχηματισμού που συντελέστηκε στα ψηλότερα επίπεδα του ελληνικού καπιταλισμού. Την πρωτοβουλία πήρε μια «νέα γενιά κερδοσκόπων, καιροσκόπων και μαυραγοριτών που αναδύθηκαν από τον πόλεμο με μεγάλες περιουσίες και πολυτέλεια». Μόνο κατά τη διάρκεια της κατοχής φτιάχτηκαν περίπου 6.500 βιομηχανικές επιχειρήσεις· η κάθε είδους κερδοσκοπία, η μαύρη αγορά, η μεταβίβαση ολόκληρων περιουσιών (τουλάχιστον 230.000 ακίνητα άλλαξαν χέρια) λειτούργησαν σαν μια κανονική οικονομία αρπαγής οδηγώντας σ’ ένα είδος άγριας πρωτογενούς συσσώρευσης κεφαλαίου. Οι επίσημοι υπολογισμοί των αρχών του ’60 έδειχναν ότι σχεδόν το σύνολο των τότε ελλήνων επιχειρηματιών είχε ξεκινήσει την οικονομική του δραστηριότητα μετά το ’41. Την ώρα που το κίνημα της αντίστασης επιχειρούσε ένα εκτεταμένο πείραμα κοινωνικής μεταρρύθμισης, στο αντίπαλο στρατόπεδο οι συνθήκες δούλευαν υπέρ της ανάδειξης μιας νέας οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.
Στο ιδεολογικό επίπεδο, ο αντικομμουνισμός κι ο εθνικισμός αποτέλεσαν τις κεντρικές αιχμές της εθνικοφροσύνης. Ο αντικομμουνισμός είχε μέτωπο στο εσωτερικό· ήταν η κωδικοποίηση του ολοκληρωτικού ταξικού πολέμου με όρους ιμπεριαλιστικής εξόντωσης της αντίπαλης αριστεράς. Ο εθνικισμός είχε μέτωπο στο εξωτερικό· ήταν η κωδικοποίηση των βλέψεων για επέκταση σε βάρος της βουλγαρίας και της αλβανίας και προστασίας των παλιότερων κατακτήσεων έναντι της γιουγκοσλαβίας. Οι δύο αιχμές αλληλο-συμπληρώνονταν αφού οι αντίπαλοι του ελληνικού κράτους στο βορρά συνέβαινε να ανήκουν στο στρατόπεδο του «άθεου μπολσεβικισμού», ενώ οι ταξικοί αντίπαλοι του καθεστώτος στο εσωτερικό ήταν συλλήβδην «εαμοβούλγαροι» και «πράκτορες της Μόσχας» που μεθόδευαν τον ακρωτηριασμό της ελλάδας. Επιπλέον, ο αντικομμουνισμός πέρα απ’ το ότι εξασφάλιζε την ενότητα της άρχουσας τάξης, εξυπηρετούσε ταυτόχρονα άμεσες και υλικές σκοπιμότητες. Με το κράτος να είναι σε πόλεμο εναντίον της «κομμουνιστικής ανταρσίας» και με όλους τους μηχανισμούς του ευθυγραμμισμένους στις αναγκαιότητες αυτής της σύγκρουσης, ο αντικομμουνισμός παρείχε υλικούς δίαυλους πρόσβασης στο κράτος και τους πόρους του. Έτσι, εκτός από ταξική στρατηγική, η πλειοδοσία σε αντικομμουνισμό ήταν εξίσου το πλαίσιο που όριζε τους ανταγωνισμούς για την νομή του κράτους.

Η κατασκευή του ολοκληρωτικού κράτους

Από τα εννέα άρθρα της συμφωνίας της Βάρκιζας, μόνο τα δύο αφορούσαν άμεσα στην αριστερά. Το τέταρτο όριζε ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ θα απελευθέρωνε τους αιχμαλώτους που κρατούσε και η υποχρέωση αυτή εκπληρώθηκε άμεσα. Το έκτο επέβαλλε τον αφοπλισμό των ενόπλων οργανώσεων της αντίστασης και με την εξαίρεση ενός μικρού μέρος των όπλων που δεν παραδόθηκε στην κυβέρνηση, κι αυτή η υποχρέωση τηρήθηκε. Οι κατήγοροι της αριστεράς ισχυρίζονται ότι ήταν αυτή που παραβίασε την συμφωνία, μη παραδίδοντας το σύνολο του οπλισμού της, κι ότι η παραβίαση αυτή είναι η απόδειξη ότι προετοίμαζε τον «τρίτο γύρο». Πρόκειται βέβαια για μια επιχειρηματολογία που αντιστρέφει την πραγματικότητα, αφού χρησιμοποιεί κατοπινές εξελίξεις για να ερμηνεύσει κίνητρα εκ των υστέρων. Το ΚΚΕ είχε θεωρήσει την Βάρκιζα ως το απαραίτητο έστω και καθυστερημένο πλαίσιο συμβιβασμού που αποζητούσε διαρκώς στα χρόνια της κατοχής κι ήταν αποφασισμένο να κρατηθεί με νύχια και με δόντια στην επίσημη πολιτική σκηνή ως αναγνωρισμένη και νόμιμη δύναμη. Η διατήρηση ενός ελάχιστου οπλισμού το 1944 εξυπηρετούσε στοιχειώδεις και λογικές ανάγκες αυτοάμυνας, την ώρα μάλιστα που οι εθνικόφρονες εξοπλίζονταν ανοιχτά και με φανερούς στόχους. Εξάλλου κι από αυτά τα λίγα όπλα, τα περισσότερα βρέθηκαν, κατασχέθηκαν και στράφηκαν τελικά εναντίον της αριστεράς, αφού διοχετεύτηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας στις δεξιές συμμορίες.
Υποτίθεται ότι η συμφωνία της Βάρκιζας εξυπηρετούσε έναν διπλό στόχο: πρώτον, να τερματιστεί επίσημα η σύγκρουση που είχε ξεκινήσει το Δεκέμβρη του ’44 κι είχε προσωρινά διακοπεί με την ανακωχή της 15ης Γενάρη 1945 και, δεύτερον, να δημιουργήσει κατάλληλες συνθήκες για το ξεπέρασμα της πόλωσης και μεταφορά της αντιπαράθεσης στον πολιτικό στίβο. Ο πρώτος στόχος επιτεύχθηκε προσωρινά· ο δεύτερος αποδείχτηκε ότι είχε ισχύ μόνο για το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Ελάχιστο χρόνο μετά την υπογραφή της, η συμφωνία αποδείχτηκε κουρελόχαρτο εξαιτίας της συντονισμένης επίθεσης που εξαπέλυσε η δεξιά σε όλη τη χώρα εναντίον των αγωνιστών, αλλά και αδιακρίτως εναντίον όσων ήταν αντίθετοι στην παλινόρθωση της βασιλείας.
Οι προθέσεις των εθνικοφρόνων έγιναν γρήγορα φανερές από τον τρόπο που εννοούσαν την εφαρμογή της αμνηστίας και της εκκαθάρισης του δημόσιου τομέα και των δυνάμεων ασφαλείας από τους φασίστες. Η συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε εκτεταμένη αμνηστία για τα γεγονότα της μάχης του Δεκέμβρη, εκτός των εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου κατά της ζωής και της περιουσίας. Αυτό ήταν το παραθυράκι που αναζητούσαν οι δικαστές, οι ίδιοι που είχαν υπηρετήσει την δικτατορία και τις κατοχικές αρχές, για να επεκτείνουν την αρμοδιότητά τους μέχρι τη δράση του αντιστασιακού κινήματος. Εκατοντάδες αγωνιστές που είχαν την ευθύνη της επιμελητείας του ΕΛΑΣ και της συλλογής φόρων υπέρ της ΠΕΕΑ κατηγορήθηκαν για ληστείες και λεηλασίες. Άλλοι που είχαν εκτελέσει συνεργάτες των γερμανών μετά από δίκες των λαϊκών δικαστηρίων, κατηγορήθηκαν για ανθρωποκτονίες, ενώ ως συνεργοί σε φόνο διώχτηκαν οι δικαστές εκείνων των δικαστηρίων. Παλιοί καπετάνιοι, από τους οποίους δεν εξαιρέθηκε ούτε ο στρατιωτικός διοικητής του ΕΛΑΣ Σαράφης, κατηγορήθηκαν ως ηθικοί αυτουργοί σε κάθε είδους έγκλημα. Ακόμη και οι σκοτωμοί γερμανών ή βούλγαρων στρατιωτών σε μάχες με αντάρτες, αντιμετωπίστηκαν σαν έγκλημα. Την ίδια ώρα που οι αντιστασιακοί έπρεπε να απολογούνται ως κατηγορούμενοι και οδηγούνταν κατά χιλιάδες στις φυλακές, τα ίδια δικαστήρια φρόντιζαν με συνοπτικές διαδικασίες να εξιλεώνουν τους φασίστες συνεργάτες των γερμανών, ενώ σε όλο τον κρατικό μηχανισμό η εκκαθάριση από τους αριστερούς πήρε διαστάσεις πογκρόμ. Οι ταγματασφαλίτες αθωώνονταν μαζικά με την αιτιολογία ότι δεν συνεργάστηκαν με τον εχθρό αλλά πολέμησαν τον κομμουνισμό κι επέστρεφαν «καθαροί», μαζί με τους πράκτορες του Μανιαδάκη, στις δυνάμεις ασφαλείας, αν δεν ανταμείβονταν κιόλας με παράσημα και προαγωγές για τη δράση τους. Οι δίκες των αξιωματούχων των δοσιλογικών κυβερνήσεων εξελίχτηκαν σε φάρσα, αφού από την πρώτη μέρα το δικαστήριο αποφάσισε ότι οι όποιες ποινές θα έπρεπε να επικυρωθούν από το μελλοντικό κοινοβούλιο που αναμενόταν ότι χάρη στην τρομοκρατία θα ελεγχόταν από τους ακροδεξιούς· επιπλέον απαγορεύτηκε να κρατούνται πρακτικά και οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίστηκαν με επιείκεια σύμφωνα με το σκεπτικό ότι έτσι κι αλλιώς όλος ο πολιτικός κόσμος είχε «ευθύνες». Εντωμεταξύ, αξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής που ανέβηκαν στο βουνό κι εντάχθηκαν στους αντάρτες κατηγορήθηκαν για λιποταξία, από τα πανεπιστήμια διώχτηκαν όσοι καθηγητές ήταν μέλη του ΕΑΜ, ενώ με την εφαρμογή ενός μεταξικού νόμου, χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι που συμμετείχαν στην αντίσταση, απολύθηκαν με την κατηγορία της συμμετοχής σε «αντεθνικές οργανώσεις». Τελικά η ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στην ευρώπη που οι δοσίλογοι έμειναν ατιμώρητοι και ο κομμουνισμός αναδείχτηκε σε έγκλημα χειρότερο από τη συνεργασία με τον «επίσημο εχθρό» στη διάρκεια του B παγκόσμιου.

Το μεγαλύτερο βάρος, πάντως, της επίθεσης εναντίον της αριστεράς σήκωσαν οι δεξιές συμμορίες και οι συνωμοτικές οργανώσεις των εθνικοφρόνων που εξαπέλυσαν ένα κύμα τρομοκρατίας σε όλη τη χώρα. Σε κάποιες περιοχές, όπως η Κρήτη, η Θεσσαλία και η Πελοπόννησος, το μέγεθος των συμμοριών ήταν μεγαλύτερο από τις επίσημες δυνάμεις ασφαλείας, ενώ ανάμεσα τους υπήρχε μόνιμα ανοιχτός δίαυλος. Σε επίπεδο δράσης, τα νεοσύστατα ένοπλα σώματα όπως οι ΜΑΥ (μονάδες ασφαλείας υπαίθρου) και οι ΜΑΔ (μονάδες ασφαλείας δημοσυντήρητοι) δεν διέφεραν σε τίποτε από τις συμμορίες· η εθνοφυλακή κι ο στρατός τροφοδοτούσαν τις συμμορίες με όπλα και αντάλλασσαν μέλη· ενώ οι άντρες των δυνάμεων ασφαλείας ενθαρρύνονταν να γίνουν μέλη των δεξιών οργανώσεων. Στο εσωτερικό του στρατού, ο «ιδεα» που οι ρίζες του βρίσκονταν στις αντικομμουνιστικές κινήσεις των εθνικοφρόνων αξιωματικών στη Μέση Ανατολή, είχε καταφέρει να προωθήσει μέλη του στις περισσότερες θέσεις κλειδιά. Αντίστοιχα, η διαβόητη «X» κι οι υπόλοιπες δεξιές οργανώσεις, εκτός από συγκρότηση ένοπλων συμμοριών που κυνηγούσαν τους αριστερούς, κατόρθωσαν να απλώσουν την επιρροή τους σ’ όλη την κλίμακα του κρατικού μηχανισμού και να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την αντικομμουνιστική εκστρατεία του κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκροτηθεί στο πλάι, παράλληλα στους επίσημους θεσμούς διοίκησης, ένας δεύτερος συμπληρωματικός μηχανισμός εξουσίας, («παρακράτος» ονομάστηκε από τους αντιπάλους του) δηλαδή ένα άτυπο κι εκτεταμένο δίκτυο διεύθυνσης, που σε κάποιες φάσεις μάλιστα είχε τον ηγεμονικό ρόλο.
Στον ακήρυχτο πόλεμο εναντίον της αριστεράς, που ξέσπασε ευθύς μετά την Βάρκιζα και δικαιολογημένα οι κομμουνιστές είχαν χαρακτηρίσει ήδη από την πρώτη στιγμή σαν «μονομερή εμφύλιο», οι επιδόσεις των εθνικοφρόνων, υπό κρατική ή παρακρατική διεύθυνση, ήταν ασύλληπτες. Ο πληρέστερος απολογισμός μεταξύ 12 Φλεβάρη 1945 (ημερομηνία της Βάρκιζας) και 31 Μάρτη 1946 (ημερομηνία των πρώτων μεταπολεμικών εκλογών) έγινε από την «εθνική αλληλεγγύη» για λογαριασμό του ΕΑΜ. Ανέφερε τα εξής: 1.289 φόνοι (953 από συμμορίτες, 250 από την εθνοφυλακή, 82 από την χωροφυλακή και 4 από τους βρετανούς), 509 απόπειρες δολοφονίας, 165 βιασμοί, 6.671 τραυματισμοί, 31.632 βασανισμοί, 84.931 συλλήψεις, 8.624 φυλακισμένοι, 677 καταστροφές γραφείων, 18.767 καταστροφές και λεηλασίες περιουσιών. Εντυπωσιακός όγκος βαρβαρότητας για να αποτελεί έργο «παρακρατικών». Πιο σωστά, θα έπρεπε να πούμε: τρομερός όγκος που δεν κρύβει το θηριώδες αποτύπωμα και την ψυχρή μεθοδικότητα της κρατικής μηχανής.
Πράγματι, η έκταση του «παρακράτους», όπως συγκροτήθηκε μέσα στις εμφυλιοπολεμικές συνθήκες της μεταπολεμικής ελλάδας και κυριάρχησε τουλάχιστον μέχρι την χούντα των συνταγματαρχών (αν δεν συντηρούνται ακόμη παραφυάδες του), δείχνει να καταρρίπτει κάθε διάκριση ανάμεσα σε «επίσημους» κι «ανεπίσημους» μηχανισμούς εξουσίας. Για το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς, και μέχρι τις μέρες μας, η κριτική περί παρακράτους κατέληξε σε ένα είδος ηθικιστικής και νομικίστικης μομφής κατά του κράτους επειδή παραβιάζει υποτίθεται την δική του νομιμότητα. Σαν ένα είδος ανήκουστης εκτροπής από την ομαλότητα, λες και το ελληνικό κράτος - το όποιο κράτος - οργάνωσε ποτέ τις ταξικές του αντεπιθέσεις τηρώντας το γράμμα κάποιος μυθικής αστικής «εντιμότητας».
Στην ουσία, όταν μιλάμε για παρακράτος, μιλάμε για την άτυπη μορφή του κράτους έκτακτης ανάγκης. Από τη στιγμή μάλιστα, που απουσιάζει η τυπικά ολοκληρωμένη μορφή του κράτους έκτακτης ανάγκης (η επίσημη κατάργηση των όποιων αστικών / πολιτικών θεσμών) το παρακράτος (είτε ως δικαστική και αστυνομική «αυθαιρεσία», είτε ως συμμορίτικη βία και τρομοκρατία) γίνεται η κυρίαρχη μορφή· επιπλέον η έλλειψη «τυπικότητας» υποκαθίσταται από την απο-νομιμοποίηση και κοινωνικοποίηση του κράτους. Οι χίτες, οι ταγματασφαλίτες, οι συνεργάτες των ναζί και οι συνωμότες αξιωματικοί, δεν είναι παρακρατικοί· είναι το κράτος. Μέχρι το ’47, ελάχιστα χρειάστηκε ν’ αλλάξουν στο νομικό οπλοστάσιο του κράτους, ενώ το καθεστώς εξακολουθούσε τυπικά να είναι αστικός κοινοβουλευτισμός. Aπ’ την άλλη μεριά το ΚΚΕ ήταν τυπικά νόμιμο κόμμα, την ίδια στιγμή που οι κομμουνιστές και οι χαρακτηρισμένοι σαν τέτοιοι, σάπιζαν στα ξερονήσια και τις φυλακές αν δεν εξοντώνονταν συστηματικά. Χωρίς πραξικοπήματα και δικτατορικές λύσεις, χωρίς ανοιχτά διακηρυγμένο φασισμό και χωρίς έκτακτες νομοθεσίες (τουλάχιστον στην πρώτη φάση του εμφυλίου), χωρίς δηλαδή να το δείξει και θεσμικά, το κράτος με την άμεση συνδρομή του μπλοκ της εθνικοφροσύνης, ανασυντάχτηκε με στόχο τον κυριολεκτικό αφανισμό της αριστεράς. Μ’ αυτή την έννοια το «παρακράτος» είναι η ελληνική εκδοχή του ολοκληρωτικού κράτους.
Η αποτελεσματικότητα του παρακράτους φάνηκε ένα χρόνο μετά τη Βάρκιζα, στις εκλογές του 1946. Με τους κομμουνιστές να είναι επί της ουσίας επικηρυγμένοι και κυνηγημένοι, μέσα σ’ ένα όργιο τρόμου και διωγμών, ο εκλογικός «θρίαμβος» της δεξιάς ήταν αναμενόμενος, χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα η απόφαση του ΚΚΕ για αποχή. Αυτό που σε άλλες περιστάσεις, όπως το 1936, χρειάστηκε πραξικοπηματικούς χειρισμούς, μέσα στον εμφύλιο επιτεύχθηκε με την συστηματική τρομοκρατία. Με την ανάληψη της εξουσίας από την δεξιά, άρχισε σταδιακά η ενοποίηση του άτυπου με τον τυπικό κρατικό μηχανισμό,  μέσα από την θέσπιση έκτακτων μέτρων, τις εκτοπίσεις, τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον προληπτικό έλεγχο των κοινωνικών φρονημάτων. Ένα μήνα μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση ανάστησε τις επιτροπές ασφαλείας που μπορούσαν να διατάξουν, χωρίς δίκη, τον εκτοπισμό των υπόπτων για αριστερή δράση. Τον Ιούνη του ’46 συγκροτήθηκαν ειδικά στρατοδικεία με αντικείμενο τις δίκες για «ανατρεπτική δραστηριότητα», ενώ στην αστυνομία αποδόθηκαν υπερεξουσίες για προληπτικούς ελέγχους, απαγόρευση της κυκλοφορίας και απαγόρευση συγκεντρώσεων και απεργιών. Το φθινόπωρο απαγορεύτηκε η κυκλοφορία των αριστερών εφημερίδων και τέλος, το αποκορύφωμα ήταν η ψήφιση του αναγκαστικού νόμου 509, της 27ης Δεκέμβρη 1947. Στο στόχαστρο του 509 ήταν οι «απόπειρες ανατροπής του κρατούντος συστήματος» και η «απόπειρα απόσπασης τμήματος της επικράτειας»· απηχούσε δηλαδή τον σκληρό πυρήνα της δεξιάς ιδεολογίας υπερασπιζόμενος το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» κι αποτελούσε συνέχεια του βενιζελικού ιδιωνύμου. Mε τη διαφορά ότι οι ποινές που προέβλεπε (και η εφαρμογή του) ήταν απείρως σκληρότερα. Με το νόμο αυτό, το εμπόλεμο ελληνικό κράτος δεν επιδίωκε απλά να κηρύξει παράνομη  την αριστερά και να την εξαφανίσει, αλλά να επιβάλλει με τη βία τον ιδεολογικό σωφρονισμό· ποινικοποιημένη δεν ήταν μόνο η δράση, αλλά εξίσου οι προθέσεις, ακόμη και οι συγγένειες ή οι απλές γνωριμίες. Το τελικό συμπλήρωμα στην θεσμική οχύρωση της εθνικοφροσύνης ήταν οι δηλώσεις μετανοίας και το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Χωρίς την δημόσια αποκήρυξη της αριστεράς και χωρίς έλεγχο και πιστοποίηση από την αστυνομία, και η παραμικρή δοσοληψία με το δημόσιο (από τις προσλήψεις μέχρι τις εκδόσεις επαγγελματικών αδειών ή τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο) ήταν αδύνατη. Ακόμη κι ένα ασφράγιστο εκλογικό βιβλιάριο, που φανέρωνε την αποχή από τις εκλογές του ’46, ήταν καταδικαστικό για πολλά χρόνια μετά τον εμφύλιο.
Η έκταση των εξουσιών των δυνάμεων ασφαλείας φαίνεται από τον αριθμό των διώξεων και των ποινών που επέβαλλαν. Περισσότεροι από 30.000 εκτοπίστηκαν στα νησιά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ενώ άλλοι 10.000 εκτοπίστηκαν μόνο τον τελευταίο χρόνο με απλές διαταγές των στρατιωτικών διοικητών. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προστεθούν άλλοι 700.000 που τα χωριά τους, στις περιοχές δράσης του αντάρτικου, εκκενώθηκαν βίαια από τον στρατό τα χρόνια 1947 - ’49. Τα έκτακτα στρατοδικεία, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, δίκασαν 37.000 άτομα, τα 17.000 καταδικάστηκαν και τα 3.000 εκτελέστηκαν. Οι κληρωτοί που στάλθηκαν στο στρατόπεδο της Μακρονήσου για να «αναμορφωθούν» έφτασαν τις 29.000.
Μέχρι τις εκλογές η τρομοκρατία ήταν περισσότερο έργο των συμμοριών, αλλά καθώς το κράτος αναδιοργανωνόταν, η συνέχιση του πολέμου έμπαινε σταδιακά κάτω από την επίσημη, κεντρική διεύθυνση. Οι δεξιές «λευκοφρουρές» άρχισαν να αποσύρονται, αλλά όχι να εξαφανίζονται· οι περισσότερες ενσωματώθηκαν στις επίσημες δυνάμεις ασφαλείας, πρώτα στις ΜΑΥ και ΜΑΔ και μετά στα ΤΕΑ, φτιάχνοντας τοπικές εθνοφρουρές. Η τελική ενοποίηση του άτυπου και επίσημου κρατικού μηχανισμού και η συγκρότηση του ολοκληρωτικού κράτους στην πιο ισχυρή του μορφή, έγινε τον Γενάρη του ’49, με την ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον Παπάγο, στον οποίο δόθηκαν υπερεξουσίες, αλλά χωρίς πάλι να υπάρξει τυπικά «πραξικοπηματική εκτροπή», με το καθεστώς στα χαρτιά να εξακολουθεί να είναι κοινοβουλευτικό. Αυτή η συγκαλυμένη δικτατορία φυλάκισε δεκάδες χιλιάδες χωρίς κατηγορίες και δίκες· εκτέλεσε χιλιάδες μετά από συνοπτικές διαδικασίες των στρατοδικείων· εκκαθάρισε το δημόσιο τομέα από «μη-νομιμόφρονες»· απαγόρευσε τον τύπο· επέβαλλε άμεσο κρατικό έλεγχο στον συνδικαλισμό και θέσπισε τη θανατική ποινή για τους απεργούς. Όπως συνέβη και το ’36 με τον Μεταξά, πίσω από την «λύση Παπάγου» κρυβόταν η αναγκαιότητα να τερματιστούν οι φραξιονιστικοί ανταγωνισμοί πάνω στη νομή της κρατικής εξουσίας που προκαλούσαν διαρκή προβλήματα στην εμφύλια εκστρατεία του ελληνικού κράτους και να προετοιμαστεί το οριστικό χτύπημα στο αντάρτικο, όπως και συνέβη. Αλλά ακόμη περισσότερο, ο στόχος ήταν η μόνιμη εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που θα εγγυόταν την ηγεμονία της δεξιάς για καιρό μετά τη λήξη του εμφυλίου.

Από το κίνημα στο κόμμα

Η ήττα στη μάχη της Αθήνας και η αδυναμία εφαρμογής του προγράμματος του ΕΑΜ, οδήγησε σε αδράνεια και αργή διάλυση της μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας της αντίστασης. Το κλείσιμο του κύκλου δεν έγινε πάντως μέσα σε κλίμα ρήξης κι έντασης, αλλά περισσότερο σαν μία σταδιακή, σιωπηλή διαδικασία αποσύνθεσης. Πέρα από τους κομμουνιστές, τα υπόλοιπα κομμάτια του κινήματος απέσυραν την στήριξή τους στο ΕΑΜ κι επέστρεψαν στην κεντρική πολιτική σκηνή, έτσι όπως την διαμόρφωνε η δεξιά. Η εξέλιξη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να βρεθεί το ΚΚΕ ως ο μοναδικός κληρονόμος και συνεχιστής της εαμικής παρακαταθήκης και ταυτόχρονα ο βασικός αποδέκτης της ακροδεξιάς βίας.
Όταν επέστρεψε από το Νταχάου, το Μάη του ’45, ο προπολεμικός γραμματέας Ζαχαριάδης κι ανέλαβε ξανά τα ηνία, βρήκε ένα κόμμα σε κρίση κι αποπροσανατολισμό· οι φωνές κριτικής για το Λίβανο και τη Καζέρτα γίνονταν όλο και ισχυρότερες, μαζί με την οργή για την πλήρη υποταγή στα σχέδια των άγγλων και της εξόριστης κυβέρνησης και για την μεγάλη χαμένη ευκαιρία του Οκτώβρη του ‘44. Το ΕΑΜ και κατά συνέπεια το ΚΚΕ είχαν αφήσει την εξουσία να ξεγλιστρήσει από τα χέρια τους· με μια έννοια την είχαν παραδώσει στους εθνικόφρονες· και οι αγωνιστές αντιλαμβάνονταν στο ακέραιο της ολέθριες συνέπειες των προηγούμενων επιλογών. Το πρώτο μέλημα της ηγεσίας του κόμματος ήταν η διατήρηση της ενότητας, πράγμα που το κατάφερε χάρη και στη διάχυτη αίσθηση ότι ο μόλις αφιχθείς γραμματέας, που ήταν απών στις μεγάλες στιγμές αλλά και στα μεγάλα λάθη, θα έβαζε τάξη και θα έδινε νέα πνοή. Πράγματι στον απολογισμό που έγινε, θίχτηκαν οι ευθύνες της προηγούμενης ηγεσίας, αλλά θεωρήθηκαν γενικά σαν λάθη τακτικής. Το κόμμα φαίνεται πως σε εκείνη τη δύσκολη φάση, δεν θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος μιας συντριπτικής αυτοκριτικής. Επιπλέον, ο νέος γραμματέας και η ομάδα του ήξεραν ότι οι προηγούμενοι επικεφαλής, στεφανωμένοι από τις δάφνες τις αντίστασης και των επιτευγμάτων του ΕΑΜ παρά τα λάθη τους, εξακολουθούσαν να έχουν μεγάλη ισχύ για να μπορούν να παραμεριστούν εύκολα. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι ο χρόνος που έχει περάσει από την απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά, ήταν ακόμη ελάχιστος. Η στρατιωτική ήττα και η συνθηκολόγηση ήταν αναντίρρητα γεγονότα, αλλά το κόμμα και οι οργανώσεις του, οι κομμουνιστές, ήταν ακόμη επικεφαλής ενός ισχυρού κοινωνικού ρεύματος (οι δυτικές μυστικές υπηρεσίες υπολόγιζαν πολύ συγκρατημένα τους αριστερούς σε 700.000 τουλάχιστον κι από αυτούς 200.000 περίπου ότι ήταν σε θέση για μαχητική κινητοποίηση). Ήταν ακόμη νωρίς για να γίνει πλήρως κατανοητό το μέγεθος της ήττας και τα σχέδια της δεξιάς.
Μια άλλη παράλληλη εξέλιξη που είχε τη σημασία της για το κόμμα και την πορεία του, ήταν ασφαλώς η συγκρότηση της διεθνούς σοσιαλιστικής συμμαχίας υπό την ηγεσία της Μόσχας. Ενώ μπήκε στον πόλεμο ως τμήμα ενός διεθνούς επαναστατικού ρεύματος, το κόμμα βγήκε έχοντας αποκτήσει μια συνάφεια - ιδεολογική και πολιτική - με ένα μπλοκ κρατών, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Το ΚΚΕ αυτοαναγορεύτηκε (ή άρχισε να βλέπει τον εαυτό του) - χωρίς να απαιτηθεί ή πιεστεί γι’ αυτό από τους συμμάχους του· ας το έχουμε υπόψη - ως αντιπρόσωπο αυτής της διακρατικής συμμαχίας. Σταδιακά έπαψε να είναι το κόμμα της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης και μέχρι το τέλος του εμφυλίου μετασχηματίστηκε σε ένα κόμμα δήθεν υπεράσπισης της «παγκόσμιας υπόθεσης του σοσιαλισμού», ουσιαστικά σε ένα κόμμα για τον εαυτό του. Μέσα στη σύντομη πορεία του μέχρι τότε, μόλις δύο δεκαετιών, που σημαδεύτηκε από τρομερά διεθνή και τοπικά γεγονότα, χωρίς καμία ανάπαυλα απαραίτητη για πολιτική και κοινωνική ανασυγκρότηση αλλά και αυτοκριτικό έλεγχο, η διαχείριση και το ξεπέρασμα των λαθών αποδείχτηκε μια δύσκολη υπόθεση. Το κόμμα κουβαλούσε πλέον σαν μόνιμο στίγμα τις αδυναμίες του.

Εκεί που έγινε αντιληπτή η ήττα στις πραγματικές της διαστάσεις, ήταν στην επαρχία και την ύπαιθρο. Οι κομμουνιστές στη βάση, έξω από τις μεγάλες πόλεις, ένιωσαν στο πετσί τους από την πρώτη μέρα τις συνέπειες του Δεκέμβρη και της Βάρκιζας και βρέθηκαν, χωρίς προστασία από το κίνημα, στο έλεος της ακροδεξιάς μανίας. Οι περισσότεροι αγωνιστές της αντίστασης, επιστρέφοντας στα χωριά τους από το βουνό, βρίσκονταν άμεσα εκτεθειμένοι στα αντίποινα των δεξιών και τη βία των παρακρατικών συμμοριών. Επίσης δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αντιλαμβάνονταν ότι η «αμνηστία» που προσέφερε η Βάρκιζα ήταν ψεύτικη και ούτε ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν την ταπεινωτική ήττα και την παράδοση. Έτσι την άνοιξη του 1945 περισσότεροι από 5.000 αριστεροί είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής στα βουνά και το αντάρτικο. Οι γραμμές τους πλήθυναν με τις αποφυλακίσεις χιλιάδων αριστερών που είχαν συλληφθεί κατά τις μάχες του Δεκέμβρη και οι οποίοι έγιναν στόχος αυξημένου μένους από τους φασίστες μόλις αφέθηκαν ελεύθεροι. Κοινωνικά, προέρχονταν από τις τάξεις και τις κοινωνικές ομάδες που είχαν στελεχώσει τον ΕΛΑΣ, δηλαδή εργάτες, ακτήμονες αλλά και αστοί· και μολονότι όλο και περισσότεροι εθελοντές έρχονταν από τα χωριά, οι αντάρτες δεν αποτελούσαν κάποιου είδους ένοπλο «αγροτικό προλεταριάτο», ούτε τα κίνητρά τους ήταν αυτά των εξεγερμένων χωρικών, όπως έχουν υποστηρίξει ορισμένοι. Το βασικό στοιχείο ενότητάς τους εξακολουθούσε να είναι η αριστερή εαμική ιδεολογία και η αυστηρή αντίθεση στη κυβέρνηση και τους προστάτες της.
Τον πρώτο καιρό, οι αντάρτες σχημάτισαν μικρές ομάδες, με αυτονομία δράσης η κάθε μία στη περιοχή της και χωρίς ιδιαίτερες επαφές και συντονισμό ανάμεσά τους. Το έργο τους ήταν περισσότερο η παρενόχληση των τακτικών δυνάμεων ασφαλείας και η αντιμετώπιση των δεξιών συμμοριών - έργο που επιτέλεσαν με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα, αφού η ύπαρξη τους και μόνο ήταν αρκετή για να τρομάξει τους εθνικόφρονες και να τους συγκρατήσει. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους τους, οι ανάγκες εφοδιασμού τους ήταν λίγες και δεν αποτελούσαν βάρος στα χωριά της περιοχής. Επιπλέον, επειδή κινούνταν σε οικεία μέρη, δεν ήταν δύσκολο να στηθεί ένα στοιχειώδες αλλά εξαιρετικό στην αποτελεσματικότητά του δίκτυο υποστήριξης και πληροφόρησης, που πολλές φορές ήταν άμεση κληρονομιά της αντίστασης. Το δίκτυο αυτό, που αργότερα θα οργανωθεί ακόμη καλύτερα κάτω από το όνομα «αυτοάμυνα», με τον καιρό εξελίχτηκε στο ένοπλο επικουρικό τμήμα του αντάρτικου, αριθμώντας περισσότερα από 50.000 μέλη.
Στο εσωτερικό των ομάδων επικρατούσαν δημοκρατικοί κανόνες στη λήψη των αποφάσεων, η στράτευση ήταν αποκλειστικά εθελοντική κι ακριβώς λόγω αυτών των χαρακτηριστικών και της συντροφικότητας, το ηθικό ήταν πολύ ανεβασμένο, πράγμα που αντανακλούσε στις επιτυχίες στο πεδίο της μάχης. Οι καπετάνιοι στην πλειοψηφία τους ήταν αφοσιωμένοι κομμουνιστές και μέλη του κόμματος όπως και πολλοί απλοί μαχητές. Επιδίωκαν να έχουν επαφές με το κόμμα και επιζητούσαν την υποστήριξή του και καθοδήγηση, όμως η στάση του ΚΚΕ στην αρχή ήταν αρνητική κι αδιάφορη. Μέχρι τον Φλεβάρη του ’46 το κόμμα αρνήθηκε να υποστηρίξει τη δράση των ανταρτών κι δεν έκανε τίποτε για να ενθαρρύνει άλλους κομμουνιστές να ενισχύσουν το αντάρτικο. Αντίθετα, την περίοδο 1945-’46 το κόμμα, υπακούοντας στους όρους και το πνεύμα της Βάρκιζας, έδινε τη γραμμή στα μέλη του να παρουσιάζονται κανονικά στα στρατολογικά κέντρα για κατάταξη στον «εθνικό στρατό», παρά το γεγονός ότι η θητεία για τους κομμουνιστές και τους αριστερούς σήμαινε φυλάκιση σε ειδικά στρατόπεδα. Ούτε έκανε τίποτε το κόμμα για να εκμεταλλευτεί μέσα στον εθνικό στρατό τους χιλιάδες συμπαθούντες του αγώνα κι ούτε στοιχειωδώς ενίσχυσε τους αντάρτες με τον οπλισμό και τα εφόδια που υπήρχαν φυλαγμένα. Όσοι κομμουνιστές επέλεγαν την ένοπλη αντίσταση, το έκαναν με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς καμία κομματική υποστήριξη. Παρ’ όλα αυτά, το αντάρτικο εκείνης της περιόδου μέχρι το ’47, όντας αμυντικό στη λογική του, κατάφερε και με το παραπάνω τους στόχους του, φτάνοντας να ελέγχει κάποιες περιοχές της χώρας, εξευτελίζοντας τις δυνάμεις ασφαλείας και τους συμμορίτες και καταρρακώνοντας το κύρος της κυβέρνησης των Αθηνών.
Έτσι, στην αρχή του νέου αντάρτικου επαναλήφθηκε ξανά το φαινόμενο της πολιτικής ανωριμότητας και των αμφιταλαντεύσεων εκ μέρους του κόμματος και η αποτυχία του να σταθμίσει σωστά τις συνθήκες. Την ώρα που η δεξιά παράταξη, απογειωμένη μετά τη Βάρκιζα, ξεκινούσε προετοιμασίες για ολοκληρωτικό αφανισμό της αριστεράς και κυνηγούσε παντού τους κομμουνιστές, το κόμμα επέμενε στη γραμμή της νόμιμης δράσης και προσδοκούσε, λανθασμένα, μια θετική παρέμβαση των άγγλων (επειδή στο Λονδίνο είχε αλλάξει η κυβέρνηση μετά τη νίκη των «εργατικών»). Η εμμονή του κόμματος στη νομιμότητα και η επιμονή του ν’ αναγνωριστεί επίσημα ως ένας πατριωτικός πολιτικός φορέας έφτασε μέχρι το σημείο να στηρίξει δημόσια, το καλοκαίρι του ’45, τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης για εισβολή στην αλβανία και προσάρτηση του νότιου τμήματός της· την ώρα που εκατοντάδες κομμουνιστές, πολλές φορές με τις οικογένειές τους, είχαν καταφύγει για προστασία στις γειτονικές χώρες. Το ΚΚΕ αναγνώριζε μεν ότι η δεξιά είχε ξεκινήσει μονόπλευρο εμφύλιο, αλλά συνέχιζε να επαναλαμβάνει μονότονα τις εκκλήσεις για «λαϊκή συμφιλίωση» και δεν αξιοποιούσε το μόνο (ίσως μαζί με τις μαζικές πολιτικές κινητοποιήσεις στις πόλεις) εργαλείο πίεσης που διέθετε, το αντάρτικο, το οποίο μάλιστα δούλευε και είχε αποτελέσματα προς αυτή την κατεύθυνση. Οπωσδήποτε πάντως, μεταξύ 1945 και 1946, το ΚΚΕ απέκλειε το ενδεχόμενο ενός νέου αντάρτικου. Οπότε το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν το κόμμα, μετά τη Βάρκιζα, επιδίωκε και σχεδίαζε την ένοπλη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της δεξιάς, αλλά γιατί δεν προετοιμάστηκε εγκαίρως γι’ αυτήν.

Η στρατηγική του κόμματος άλλαξε στις αρχές του 1946 κι η αλλαγή αυτή αποτυπώθηκε στις αποφάσεις της δεύτερης ολομέλειας, τον Φλεβάρη του 1946. Τα βασικά θέματα εκείνης της ολομέλειας ήταν πρώτον η στάση απέναντι στις εκλογές και δεύτερον η αντιμετώπιση της διογκούμενης δεξιάς τρομοκρατίας. Χωρίς να παρεκλίνει από την προτεραιότητα της δημόσιας μαζικής δράσης, το κόμμα υιοθέτησε μια διπλή στρατηγική, όπου ο πολιτικός κι ο στρατιωτικός στίβος έπρεπε να θεωρηθούν σαν εναλλακτικά πεδία, δίνοντας βάρος πότε στο ένα και πότε στο άλλο, με στόχο να κριθεί το τελικό αποτέλεσμα της πολιτικής αναμέτρησης. Στα πλαίσια αυτά, έστω και καθυστερημένα, το κόμμα αναγνώριζε ότι το αντάρτικο και η μαζική ένοπλη αυτοάμυνα θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν μέσα πίεσης, κι όχι εργαλεία κατάληψης της εξουσίας, ώστε να υποχρεωθεί η κυβέρνηση σε συμβιβασμό, με στόχο την διενέργεια τίμιων εκλογών και την αναγνώριση του πολιτικού ρόλου του ΚΚΕ. Η αλλαγή της στρατηγικής δεν εμπόδισε πάντως το κόμμα από παλινωδίες. Έτσι, προκρίθηκε τελικά η αποχή από τις εκλογές (μια απόφαση που αργότερα θεωρήθηκε από πολλούς ως μέγα σφάλμα, χωρίς όμως αυτό να ισχύει αφού με κανέναν τρόπο δεν θα εμπόδιζε τη δεξιά βία η παρουσία μερικών κομμουνιστών βουλευτών στα κοινοβουλευτικά έδρανα), ενώ λίγους μήνες μετά το κόμμα συμμετείχε κανονικά στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό, όπου πλέον είχαν κριθεί όλα κι ο βασιλιάς επέστρεψε θριαμβευτής στη χώρα.
Στα πλαίσια της διπλής στρατηγικής (όταν μάλιστα έγινε φανερό με τα έκτακτα μέτρα ότι η κυβέρνηση σκληραίνει τη στάση της το καλοκαίρι του ’46) ο Μάρκος Βαφειάδης, παλιός καπετάνιος του ΕΛΑΣ, ανέβηκε στο βουνό με εντολή του κόμματος να οργανώσει και συντονίσει τις αντάρτικες ομάδες. Τον Οκτώβρη, σε μια συνάντηση των καπετάνιων ιδρύθηκε κοινό στρατηγείο ανταρτών και το Δεκέμβρη ανακοινώθηκε η δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο ΔΣΕ θεωρήθηκε από τους κυβερνητικούς σαν τρομερή απειλή, αλλά οι πραγματικές του δυνατότητες ήταν μάλλον περιορισμένες. Ο οπλισμός του ήταν ανεμομαζώματα από διάφορες πηγές. Αργότερα άρχισε να παίρνει όπλα από την γιουγκοσλαβία, αλλά έφταναν με πολύ αργό ρυθμό και δεν υπήρχε τρόπος να φτάσουν στα νότια της χώρας. Οι ελλείψεις ήταν μεγάλες· οι στρατιώτες προτρέπονταν να κάνουν μεγάλη οικονομία στα πολεμοφόδια, ενώ οι νεοσύλλεκτοι έπρεπε να κάνουν μακρές κι επικίνδυνες πεζοπορίες μέχρι τα βόρεια σύνορα για να εξοπλιστούν. Γενικά ο ΔΣΕ ήταν κατάλληλος για παρενοχλήσεις ή αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε ευπρόσβλητους στόχους, ενώ το μεγάλο του πλεονέκτημα ήταν το αποτελεσματικό δίκτυο υποστήριξης και πληροφοριών. Στη στελέχωση βασικό κριτήριο ήταν η συμμετοχή στο κόμμα παρά οι διοικητικές και πολεμικές ικανότητες, με αποτέλεσμα πολλοί αξιόμαχοι καπετάνιοι κι αντάρτες από την εποχή της κατοχής και της αντίστασης να παραμεριστούν δίνοντας τις θέσεις τους σε έμπιστους μεν της κομματικής ηγεσίας, αδαείς δε στα περί αντάρτικου. Το ’47, όταν άρχισε να γίνεται φανερή η έλλειψη αντρών, ο ΔΣΕ άρχισε τις υποχρεωτικές στρατολογήσεις. Το πρόβλημα είχε επιδεινωθεί παραπάνω, αφού οι κομμουνιστές στις πόλεις καθυστέρησαν πολύ να κινηθούν προς το βουνό, εξαιτίας της στάσης του κόμματος που εξακολουθούσε να τους αποτρέπει για να μην αποδυναμωθούν οι οργανώσεις στις πόλεις. Έτσι κι αλλιώς όμως η ασφυκτική αστυνόμευση και οι διώξεις έκαναν σχεδόν αδύνατη τη πολιτική δράση. Όταν τελικά ξεκίνησαν οι ενισχύσεις από τις πόλεις ήταν πλέον αργά. Οι περισσότεροι κομμουνιστές είχαν ήδη συλληφθεί κι ήταν στη φυλακή ή εξορία.
Ο Δημοκρατικός Στρατός παρότι έδειχνε ν’ αποτελεί συνέχεια του ΕΛΑΣ και να πατάει στις παραδόσεις του, ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Στην αντίσταση κατά της κατοχής, το ΚΚΕ συμμετείχε με πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο, αλλά δεν ήταν η κυρίαρχη δύναμη· η ηγεμονία ανήκε στο ίδιο το κίνημα. Αντίθετα στον εμφύλιο, η ηγεμονία ασκούνταν καθαρά από την κομματική νομενκλατούρα πάνω σε μια βάση που είχε τα εξής χαρακτηριστικά: δεν ήταν ούτε κατά πλειοψηφία κομμουνιστική· η αφετηρία της ήταν αμυντική, ενάντια στο ακροδεξιό κατεστημένο· κουβαλούσε ανεξίτηλο το στίγμα της ήττας και των προδομένων προσδοκιών της αντίστασης. Εξάλλου, το ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, ήταν ένα βαθύτατα πολιτικό εργαλείο. Η στρατιωτική δράση στα χρόνια της κατοχής ήταν ταυτόχρονα κι αξεδιάλυτα πολιτική δράση μεταρρύθμισης. Αντίθετα, ο ΔΣΕ δεν έγινε φορέας πολιτικών - κοινωνικών μετασχηματισμών στις περιοχές που είχε υπό τον έλεγχό του· κι επιπλέον, όταν έγινε η αποτυχημένη απόπειρα μετατροπής του σε τακτικό στρατό, απέκτησε χαρακτήρα περισσότερο μιλιταριστικό και κατασταλτικό στο εσωτερικό του.
Μέχρι το ’47 ο ΔΣΕ συνέχισε την τακτική του αντάρτικου όπως και το ’45-’46 αλλά με μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα. Η τακτική αυτή ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική κι έδειχνε ότι θα μπορούσε στο τέλος, αν όχι να αναδείξει νικητή τον ΔΣΕ, τουλάχιστον να υποχρεώσει την κυβέρνηση σε διαπραγματεύσεις. Αν ο ΔΣΕ συνέχιζε τον καθαρόαιμο ανταρτοπόλεμο με μικρές ομάδες μαχητών, «μπορούσε ωραιότατα να κερδίσει» όπως το έθεσε ένας άγγλος αξιωματικός.
Όμως το κόμμα άλλαξε ξανά τη στρατηγική του, εγκαταλείποντας τώρα την ανοιχτή πολιτική δράση και δίνοντας βάρος κυρίως στο στρατιωτικό σκέλος· αλλά με μία μαξιμαλιστική λογική στο προσδιορισμό των στόχων, που έδειχνε να διατηρεί μικρά σημεία επαφής με την πραγματικότητα. Το πιθανότερο είναι ότι το κόμμα θεώρησε την επικείμενη αποχώρηση των άγγλων σαν ευκαιρία ολομέτωπης επίθεσης, αλλά υποβάθμιζε αφενός την διαδοχή της βρετανίας από τις ηπα κι αφετέρου τη συνεχή αναδιάρθρωση κι αναβάθμιση των εθνικών ένοπλων δυνάμεων που ήταν πλέον σε θέση να δράσουν αποτελεσματικά ενάντια στην «ανταρσία». Η αλλαγή φανερώθηκε το καλοκαίρι του ’47, στο συνέδριο του γαλλικού κκ στο Στρασβούργο. Εκεί, ο εκπρόσωπος του ελληνικού κκ, αφού κατήγγειλε το «μοναρχοφασιστικό καθεστώς» και την «αμερικανοαγγλική ιμπεριαλιστική επέμβαση», ανακοίνωσε δημόσια ότι είναι πλέον μονόδρομος για το κόμμα και τον ΔΣΕ η «δημιουργία μιας λεύτερης δημοκρατικής ελλάδας με δική της κυβέρνηση και δική της κρατική υπόσταση». Ενώ η αριστερά ήταν στριμωγμένη και ο ΔΣΕ στοιχειωδώς μόνο μπορούσε να φέρει σε πέρας αποστολές παρενόχλησης των κυβερνητικών δυνάμεων, το κόμμα θεωρούσε εφικτό έναν στόχο που ούτε καν στην απελευθέρωση, με απείρως ευνοϊκότερους όρους, δεν είχε διανοηθεί. Η απάντηση της Αθήνας σε αυτό που θεώρησε βάσιμα σαν ανοιχτή απειλή διαμελισμού της επικράτειας, ήταν άμεση και σαρωτική, μ’ ένα κύμα μαζικών συλλήψεων κι εκτελέσεων που σχεδόν διέλυσε τις οργανώσεις στις μεγάλες πόλεις. Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα επέμεινε στην υπερβάλλουσα αισιοδοξία του και στην τρίτη ολομέλεια, το Σεπτέμβρη του ’47, αποφάσισε την μετατροπή του ΔΣΕ από αντάρτικο σε τακτικό στρατό, για να «απελευθερώσει» και κρατήσει τη βόρεια ελλάδα, της Θεσσαλονίκης περιλαμβανομένης, ώστε να υπάρχει το έδαφος για την δημιουργία κράτους. Επιπλέον το Δεκέμβρη του ‘47 ανακοινώθηκε η συγκρότηση της «προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης».
Υπήρχαν μήπως οι προϋποθέσεις ενός τέτοιου τολμηρού εγχειρήματος; Προφανώς όχι. Τα πλάνα αύξησης των αντρών του ΔΣΕ (ο στόχος μιλούσε για αύξηση από 20-25.000 σε 50-60.000 άντρες) αποδείχτηκαν άμεσα εξωπραγματικά κι ας προειδοποιούσε η στρατιωτική ηγεσία ότι οι συνέπειες θα είναι πολύ άσχημες· ενώ η βοήθεια από έξω ούτε αυξήθηκε πάνω από το όριο που ίσα-ίσα κάλυπτε τις βασικές ανάγκες του αντάρτικου (ενώ οι ανεδαφικές αποφάσεις έθεταν ως στόχο τον εξοπλισμό του ΔΣΕ με βαριά όπλα κι αεροπορία) κι ούτε λόγος για αναγνώριση της προσωρινής κυβέρνησης από τα σοσιαλιστικά κράτη. Έμοιαζε σαν το ΚΚΕ να επιχειρεί να παίξει το ίδιο παιχνίδι των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, όπως το επίσημο ελληνικό κράτος, να εκμεταλλευτεί δηλαδή την αυξημένη αξία του ελληνικού οικοπέδου ώστε να διεθνοποιήσει τη σύγκρουση, μόνο που οι υπολογισμοί του ήταν εντελώς λανθασμένοι. Καμία κυβέρνηση δεν βρέθηκε να ρισκάρει μια ανοιχτή αντιπαράθεση με τις ηπα και την βρετανία για χάρη του ΚΚΕ.
Τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής δεν άργησαν να φανούν. Η μετατροπή του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό είχε αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην εσωτερική λειτουργία του, όσο και στην ικανότητά του για μάχη. Οι μικρές μονάδες ενοποιήθηκαν για να φτιάξουν μεγάλα σώματα, καθιερώθηκε ένα συμβατικό σύστημα βαθμοφόρων κι επιβλήθηκε σκληρή στρατιωτική και ιδεολογική πειθαρχία που έφτασε μέχρι τη συγκρότηση έκτακτων στρατοδικείων και τις θανατικές ποινές. Σταμάτησε η τακτική των αιφνιδιαστικών επιθέσεων και ξεκίνησαν επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας με στόχο την κατάληψη και το κράτημα μεγάλων περιοχών και πόλεων, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ο ΔΣΕ, όντας ένα ελαφρύ πεζικό για τα στρατιωτικά δεδομένα, να καθηλώνεται σε στατικές θέσεις και να υφίσταται τεράστιες απώλειες στις μάχες με τις κυβερνητικές δυνάμεις. Το καλοκαίρι του ’48 ο Βαφειάδης καθαιρέθηκε, επειδή εξακολουθούσε να υποστηρίζει ότι η τακτική του ανταρτοπολέμου ήταν αποτελεσματικότερη και την ηγεσία του ΔΣE ανέλαβε ο Ζαχαριάδης. Πολιτικά, οι επιπτώσεις ήταν εξίσου βαριές. Η αλλαγή της γραμμής είχε σαν αποτέλεσμα να καταγγελθούν οι οργανώσεις Αθήνας και Θεσσαλονίκης, που μέχρι τότε ακολουθούσαν τις εντολές του κόμματος να μην ανέβουν τα μέλη τους στο βουνό, για απροθυμία ενίσχυσης του ΔΣΕ κι ότι «προτιμούσαν να πάνε φυλακή παρά στο βουνό». Οι αναμενόμενες αποτυχίες στην εφαρμογή των εξωφρενικών αποφάσεων της κομματικής ηγεσίας είχε σαν τελικό αποτέλεσμα την ιδεολογική σκλήρυνση και την ωμή σκληρότητα στο εσωτερικό του κόμματος· οι αποτυχίες χρεώθηκαν στην ανικανότητα των μελών να κατανοήσουν και να εφαρμόσουν τις αποφάσεις. Τον τελευταίο χρόνο του εμφυλίου η βασική επιδίωξη ήταν πλέον η περιφρούρηση της κομματικής γραμμής και η εξαφάνιση της κριτικής.  Mε την 5η ολομέλεια, τον Γενάρη του ‘49, η κεντρική επιτροπή του KKE έκανε κριτική στην πολιτική που ακολούθησε το ίδιο και το εαμ στη διάρκεια της αντίστασης στην κατοχή (όταν, δηλαδή, έλειπε ο Zαχαριάδης...) και την απέρριψε με το αιτολογικό ότι δεν έκανε την επανάσταση.... Tραγέλαφος! Το κόμμα, λίγο πριν την οριστική ήττα του, μιλούσε για «επικείμενη σοσιαλιστική επανάσταση»... Eκβιασμένη αισιοδοξία! Kι επιπλέον, με τον ΔΣΕ ν’ αποτελείται πλέον κατά πλειοψηφία από μακεδόνες των βόρειων περιοχών, η απόφαση για «πλήρη εθνική αποκατάστασή» τους, ήταν ένα ακατάλυπτο deja vu: η άποψη αυτή, που ήταν σωστή απο διεθνιστική σκοπιά στα πλαίσια μιας σοσιαλιστικής βαλκανικής ομοσπονδίας ως τις αρχές της δεκαετίας του ‘20, που ξεπεράστηκε και ακυρώθηκε στη συνέχεια εξαιτίας της ανταλλαγής πληθυσμών που ακολούθησε την συντριβή του ελληνικού ιμπεριαλισμού στην Mικρά Aσία και άρα της νέας πληθυσμιακής σύνθεσης που επιβλήθηκε στη μακεδονία, επανερχόταν.... Γιατί; Tο κόμμα είχε χάσει όχι (ακόμα) στρατιωτικά αλλά οπωσδήποτε πολιτικά.  Η απομόνωση του ΚΚΕ ήταν πλέον ορατή· ακόμη κι όσοι υποστήριζαν τον αγώνα του, άλλαξαν στάση όταν θίχτηκαν τα «ιερά και όσια» των κατακτήσεων του ελληνικού ιμπεριαλισμού.
Παρ’ όλα αυτά, ο ΔΣΕ σημείωσε τις πιο εντυπωσιακές επιτυχίες του ακριβώς τη στιγμή που οι συνθήκες ήταν οι χειρότερες. Μεταξύ Δεκέμβρη ’48 και Γενάρη ’49 κατέλαβε τη Καρδίτσα, το Καρπενήσι και τη Νάουσα. H αιτία όμως πίσω από αυτή τη φαινομενική δυναμική αντεπίθεση δεν ήταν πολιτική αλλά «υπαρξιακή»: το πρόγραμμα αναγκαστικών εκκενώσεων που εφάρμοζε η κυβέρνηση στις περιοχές του αντάρτικου. Με τα χωριά ερημωμένα, οι δυνατότητες ανεφοδιασμού του ΔΣΕ είχαν περιοριστεί ασφυκτικά, υποχρεώνοντάς τον σε παρακινδυνευμένες επιχειρήσεις για κατάληψη αστικών κέντρων προκειμένου να βρει προμήθειες. Ταυτόχρονα, η αναδιοργάνωση του εθνικού στρατού είχε προχωρήσει, είχε αποκτήσει πλέον πείρα στη διεξαγωγή αντι-αντάρτικων επιχειρήσεων και οι δύναμή του είχε φτάσει στο μέγιστο των 150.000 αντρών, συν άλλους τόσους στις υπόλοιπες δυνάμεις ασφαλείας. Η ήττα ήρθε λίγους μόνο μήνες μετά, τον Ιούλη - Αύγουστο του ’49, όταν το κύριο σώμα του ΔΣΕ, περίπου 16.000 αντάρτες, κρατούσε ισχυρές θέσεις στο Γράμμο και το Βίτσι. Αλλά η αντεπίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν σαρωτική. Μόλις 3.000 κατάφεραν να περάσουν στην αλβανία, ενώ οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία εξακολούθησε να μιλάει, από το εξωτερικό όπου είχε βρει καταφύγιο, για συνέχιση του επαναστατικού αγώνα.

«Ξένες επεμβάσεις» ή όχι;

Λίγο καιρό πριν τις εκλογές του ’46, την ώρα που το κόμμα μεθόδευε την διπλή στρατηγική πολιτικού κι ένοπλου αγώνα, μια αντιπροσωπεία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ επισκέφτηκε την Μόσχα για να συζητήσει τις συνθήκες στην ελλάδα. Τα αποτελέσματα εκείνης της συνάντησης δεν έχουν τόση σημασία για τις μετέπειτα εξελίξεις, αλλά είναι ενδεικτικά της στάσης της εσσδ - τι σκόπευε να κάνει και κυρίως τι να μην κάνει - στην ελληνική κρίση. Η αντιπροσωπεία κατάφερε να συναντηθεί μόνο μ’ ένα χαμηλόβαθμο στέλεχος του σοβιετικού υπουργείου εξωτερικών και η συμβουλή που εισέπραξε ήταν «πάρτε μέρος στις εκλογές και μετά βλέποντας και κάνοντας». Η επιδεικτικά αδιάφορη στάση της Μόσχας, που περισσότερο έμοιαζε να συμφωνεί σ’ αυτό που εξηγούσαν οι έλληνες κομμουνιστές απλά για να τους ξεφορτωθεί, την ώρα που το ΚΚΕ επιζητούσε τουλάχιστον μια ξεκάθαρη γραμμή, ήταν συνεπής στις στρατηγικές συμφωνίες που είχε κάνει ο Στάλιν κατά τη διάρκεια του πολέμου, κυρίως με τον Τσόρτσιλ. Η εσσδ δεν σκόπευε να επενδύσει τα βαλκανικά και μεσογειακά συμφέροντά της στο ελληνικό κράτος, τον παραδοσιακό σύμμαχο της βρετανίας, και αυτή τη γραμμή τήρησε μέχρι τέλους. Ποτέ δεν ενθάρρυνε το ελληνικό κκ να ξεκινήσει ανοιχτό πόλεμο με την Αθήνα και καμία στιγμή δεν έριξε το βάρος της υπέρ του. Φυσικά είχε λόγους να στηρίζει ηθικά το ελληνικό αντάρτικο ώστε να παρατείνεται η δράση του, γιατί πρώτον, ήταν μια κρίση φορτωμένη στις πλάτες της αντισοβιετικής συμμαχίας των δυτικών κρατών και η παράτασή της μόνο μεγάλωνε το βάρος. Δεύτερον, οι φασιστικές πρακτικές της ελληνικής κυβέρνησης με την στήριξη άγγλων και αμερικανών έδιναν διαρκώς τροφή στον σοβιετικό καταγγελτικό λόγο. Τρίτον, η Μόσχα έβλεπε στην αγγλοαμερικάνικη επέμβαση στην ελλάδα την δικαιολογία για τις δικές της επεμβάσεις στο ανατολικό μπλοκ· αφού η εσσδ τηρούσε τις συμφωνίες και δεν παρέμβαινε ανοιχτά στον ελληνικό εμφύλιο, απαιτούσε τα δυτικά κράτη να συμπεριφέρονται ανάλογα όταν τακτοποιούσε δικούς της λογαριασμούς. Επίσης, υπήρχε ένας ακόμη σημαντικός λόγος που έκανε την εσσδ να αδιαφορεί για την τελική μοίρα της ελληνικής αριστεράς. Αν ο εμφύλιος διεθνοποιούνταν θα οδηγούσε σε άμεση αμερικάνικη στρατιωτική παρέμβαση και πιθανά σ’ έναν νέο κύκλο παγκόσμιας αναμέτρησης. Aυτά, ή έστω κάποια απ’ αυτά, το χαμηλό επίπεδο πολιτικής αντίληψης της ηγεσίας του κκε αδυνατούσε να τα καταλάβει.
Την ίδια ανησυχία με τη Mόσχα είχαν και τα σοσιαλιστικά κράτη των βαλκανίων, που ναι μεν στήριζαν με πολεμοφόδια τον ΔΣΕ και του παρείχαν καταφύγιο, αλλά φρόντιζαν κιόλας να μην ξεπερνάει η βοήθεια τους το κατώφλι που θα έκανε το ελληνικό αντάρτικο πραγματικά ισοδύναμο αντίπαλο των καθεστωτικών δυνάμεων (εξάλλου είναι αμφίβολο αν είχαν τέτοια δυνατότητα). Επιπλέον, η βουλγαρία, η αλβανία και η γιουγκοσλαβία είχαν ένα παραπάνω συμφέρον στην παράταση του εμφυλίου. Το ελληνικό κράτος είχε διακηρύξει ανοιχτά μετά τον πόλεμο τα σχέδια του για εδαφική επέκταση σε βάρος τους, άρα μια εσωτερική διαμάχη μπορούσε να το κρατάει αποδυναμωμένο. Μόνο η γιουγκοσλαβία είχε τις δικές της φιλοδοξίες να γίνει μια βαλκανική δύναμη χωρίς την σοβιετική κηδεμονία κι επιχείρησε να εκμεταλλευτεί προς αυτή την κατεύθυνση τις εξελίξεις στην ελλάδα, αλλά πέρα απ’ το ότι βρήκε εμπόδιο τον πατριωτισμό του ίδιου του ΚΚΕ, οι φιλοδοξίες αυτές έσβησαν νωρίς για λόγους άσχετους με τον ελληνικό εμφύλιο.
Αξίζει εδώ να κάνουμε ένα σχόλιο για την ρήξη Τίτο-Στάλιν το 1948 και τη σημασία της στην κατάληξη του εμφυλίου. Το ΚΚΕ είχε φτάσει να χαρακτηρίσει τη στάση του Τίτο, που έκλεισε τα σύνορα στον ΔΣΕ όταν το ΚΚΕ πήρε το μέρος της Μόσχας, ως «προδοσία» και «πισώπλατη μαχαιριά» που έφερε την ήττα. Με την επιχειρηματολογία αυτή, το κόμμα δεν έκανε τίποτε λιγότερο από το να αποποιείται τις ευθύνες του και να επαναλαμβάνει την πάγια ελληνική ιδεολογία περί «ξένων δαχτύλων». Η πραγματικότητα είναι ότι όταν έγινε η ρήξη η έκβαση του εμφυλίου είχε λίγο-πολύ κριθεί· επιπλέον τα σύνορα δεν έκλεισαν παρά ένα χρόνο αργότερα· κι εξάλλου η αλβανία και η βουλγαρία συνέχιζαν να κρατάνε ανοιχτά τα δικά τους.

Συνοψίζοντας, η ανάμειξη του ανατολικού μπλοκ στον εμφύλιο ήταν υπαρκτή, αλλά σε καμία περίπτωση τέτοια που αφενός να ακυρώνει την αυτοτελή πολιτική του ΚΚΕ και την χάραξη δικής του στρατηγικής, κι αφετέρου να δικαιολογεί το μύθο περί «διεθνούς κομμουνιστικής συνωμοσίας». Ήταν το ίδιο το ΚΚΕ που επέτρεψε να φτιαχτεί μια τέτοια εντύπωση, ότι δηλαδή το σοσιαλιστικό μπλοκ είναι άμεσα αναμεμειγμένο κι έτοιμο να συμβάλλει καίρια στη νίκη της «σοσιαλιστικής επανάστασης», σαν ένα μέτρο εκφοβισμού των αντιπάλων του, αλλά και σαν ένα τέχνασμα εξαπάτησης των μελών του. Το κόμμα πάσχιζε ν’ ανακαλύψει πίσω από τις επιφυλάξεις και τις αόριστες υποσχέσεις για βοήθεια της Μόσχας και των βαλκανικών κρατών, τα ίχνη κάποιας επιβεβαίωσης της πολιτικής του. Αν πρέπει να μιλήσουμε για παρεμβάσεις με πραγματικούς όρους και ευθύνες άλλων κρατών στον εμφύλιο, θα πρέπει να αφήσουμε εκτός το ανατολικό μπλοκ και να περιοριστούμε στη βρετανία και κυρίως στις ηπα.
Μέχρι το 1946 ο κύριος σύμμαχος της Aθήνας ήταν η βρετανία, με τις ηπα να περιορίζονται στην παροχή οικονομικής βοήθειας και πολιτικής στήριξης στο Λονδίνο κάθε φορά που οξύνονταν οι διπλωματικές αντιπαραθέσεις με τους ρώσους. Εξάλλου, οι ηπα μέχρι τον β’ παγκόσμιο πόλεμο δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη πολιτική που να αφορά στα βαλκάνια και την ανατολική μεσόγειο. Όμως το γεγονός ότι η λήξη του πολέμου βρήκε την βρετανία τυπικά νικήτρια, αλλά την βρετανική αυτοκρατορία διαλυμένη και την ισχύ του βρετανικού κράτους σε επικίνδυνο βαθμό καταρρακωμένη, δημιουργούσε για τις ηπα τις συνθήκες ν’ αναλάβουν αυτές την ηγεμονία στη συμμαχία του δυτικού κόσμου. Η αμερικάνικη σχέση με τις ελληνικές εξελίξεις άλλαξε κι έγινε περισσότερο δραστική και παρεμβατική μετά την κρίση των Στενών του 1946.
Τον Αύγουστο του 1946 η εσσδ επιχείρησε ν’ ανατρέψει τη συνθήκη του Μωντρέ και απαίτησε από την τουρκική κυβέρνηση, που ήταν ουδέτερη στον πόλεμο, να παραχωρήσει το δικαίωμα ελεύθερου διάπλου από τα Στενά στα σοβιετικά πολεμικά πλοία, ώστε να μπορούν να περνούν χωρίς περιορισμούς από τη Μαύρη Θάλασσα στη Μεσόγειο. Ζήτησε επιπλέον τη διεξαγωγή διεθνούς διάσκεψης με αντικείμενο τον έλεγχο των Στενών. Για να ενισχύσει την πίεση της, ο σοβιετικός στόλος άρχισε ναυτικές ασκήσεις και ενισχύθηκαν τα σοβιετικά στρατεύματα στα Βαλκάνια. Η τουρκία ζήτησε την δυτική βοήθεια και τον Οκτώβρη ο αμερικάνος πρόεδρος διέταξε την ανάπτυξη ισχυρής ναυτικής δύναμης στην περιοχή, ενώ η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο εγγυήθηκαν την υπεράσπιση της τουρκίας. Μετά από αυτό, η εσσδ υποχώρησε, αλλά η κρίση έδωσε το έναυσμα της ανοιχτής αντιπαράθεσης ανάμεσα στους δύο πρώην συμμάχους. Στον σχεδιασμό της αμερικάνικης στρατηγικής, ο ρόλος του ελληνικού και τουρκικού κράτους κρίθηκε εξαιρετικά κρίσιμος: «Έχουμε υπόψη δύο χώρες, τις οποίες είναι για εμάς θέμα υψίστης σημασίας να βοηθήσουμε: την τουρκία και την ελλάδα... Οι δύο αυτές χώρες μπορούν να αποβούν φυλάκια μεγάλης σημασίας και... πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τις βοηθήσουμε» εξηγούσε ο αμερικανός υπουργός εξωτερικών στον βρετανό υπουργό άμυνας, τον Οκτώβρη του 1946. Χωρίς να αλλάξει κατ’ αρχήν ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων μεταξύ βρετανίας και ηπα, οι αμερικάνοι αύξησαν κατά πολύ την οικονομική βοήθεια και την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού. Αργότερα, όταν η βρετανία δεν μπορούσε πλέον να σηκώσει το οικονομικό και στρατιωτικό βάρος της συμμαχίας και της στήριξης του ελληνικού κράτους, η αντικατάσταση της από τις ηπα ήρθε εντελώς φυσιολογικά. Στις 21 Φλεβάρη 1947, η βρετανία ανακοίνωσε επίσημα ότι από 1ης Απρίλη θα διακόψει τη βοήθεια της προς την ελλάδα και την τουρκία, στις 3 Μάρτη η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλλε επίσημη αίτηση βοήθειας προς τις ηπα και στις 12 Μάρτη 1947 με προεδρικό διάγγελμα το αμερικάνικο κράτος διακήρυξε το σχέδιο, που έμεινε γνωστό ως «δόγμα Τρούμαν», στήριξης της ελλάδας και της τουρκίας.
Μολονότι τέτοια κατέληξαν στο τέλος, τα αμερικανικά συμφέροντα στην ελλάδα δεν αποσκοπούσαν στην χωρίς όρους στήριξη του δεξιού κατεστημένου και του ολοκληρωτικού εμφυλίου που είχε εξαπολύσει. Οι αμερικάνοι ήθελαν την ήττα του αριστερού αντάρτικου, αλλά δεν αντιμετώπιζαν το ζήτημα αποκλειστικά στη στρατιωτική του διάσταση. Δεν συμμεριζόταν δηλαδή τις επιδιώξεις των ελλήνων εθνικοφρόνων για πλήρη ισοπέδωση της αριστεράς. Δεν είχαν καν «λόγους αρχής» να στηρίζουν ένα πολίτευμα με επικεφαλής βασιλιά - ας το θυμηθούμε, ένα βασικό πολιτικό ζήτημα πόλωσης στην ελληνική κοινωνία ήδη απ’ τον A παγκόσμιο. Η τακτική της Oυάσιγκτον περιλάμβανε ασφαλώς την στρατιωτική βοήθεια κι αφορούσε στη διεξαγωγή του πολέμου, αλλά περιλάμβανε επίσης ένα σχέδιο συγκρότησης μιας διευρυμένης δημοκρατικής συμμαχίας που ν’ αναλάβει τα ηνία και ν’ απαντήσει στην αριστερά και με πολιτικούς όρους. Φυσικά δεν ήταν κάποιου είδους «δημοκρατική ευαισθησία» που ωθούσε σε μια τέτοια στάση, αλλά ψύχραιμοι υπολογισμοί. Το συμφέρον των ηπα ήταν ν’ αρχίσει άμεσα η ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους ώστε να μπορεί μακροπρόθεσμα να παίξει το ρόλο του «φυλακίου». Aντίθετα, ένας παρατεταμένος εσωτερικός πόλεμος, τον οποίο μάλιστα οι κυβερνητικές δυνάμεις έδειχναν ανίκανες να διεξάγουν σωστά, το μόνο που εξυπηρετούσε ήταν η διαιώνιση της αστάθειας. Επιπλέον, οι ηπα δεν έτρεφαν καμία εμπιστοσύνη στην ακροδεξιά ελίτ που είχε ανέβει στην εξουσία. Aμφισβητούσαν την δυνατότητά της να χειριστεί τα ζητήματα της ανασυγκρότησης με αποτελεσματικότητα και την κατηγορούσαν δικαιολογημένα για τεράστια διαφθορά κι ανικανότητα. Ερμηνευμένο με διαφορετικούς όρους, τα αμερικάνικα σχέδια προσέκρουσαν στον ανταγωνισμό των δεξιών φραξιών για την νομή των πλουσιοπάροχων πόρων που επιφύλασσε η κατάταξη του ελληνικού κράτους σε θέση κλειδί του παγκόσμιου ανταγωνισμού.

Το αποτέλεσμα ήταν να θέσει το αμερικάνικο κράτος δρακόντειους όρους στη χρήση της βοήθειας, διεισδύοντας σε όλους τους κρατικούς μηχανισμούς κι ασκώντας απευθείας εξουσία. Οι αρμοδιότητες της AMAG («αμερικάνικη αποστολή βοήθειας στην ελλάδα») μαζί και της αμερικάνικης πρεσβείας ήταν τεράστιες κι αφορούσαν στη σύνθεση της κυβέρνησης, τις εκλογές, τη μεταβολή της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων, το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων, κάθε πρόβλημα στις σχέσεις της ελλάδας με τις ηπα ή τη βρετανία, κάθε ζήτημα σχετικό με τις σχέσεις της ελλάδας με άλλα κράτη, κάθε ζήτημα αναφορικά με τα κόμματα, τα σωματεία, τα «ανατρεπτικά στοιχεία» και τις αντάρτικες ομάδες, την παροχή αμνηστίας και τα ειδικά νομοθετικά μέτρα, το εξωτερικό εμπόριο, τη νομισματική πολιτική... κι έφταναν μέχρι τον έλεγχο του ΙΚΑ και φυσικά των μυστικών υπηρεσιών. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η διείσδυση δεν ήταν ανεπίσημη, ούτε εκβιαστική. Το ίδιο το ελληνικό κράτος, με σειρά νόμων, θεσμοθέτησε την αμερικάνικη παρέμβαση κι ουσιαστικά παραχώρησε ένα μέρος των αρμοδιοτήτων του.
Το κρίσιμο ερώτημα πάντως δεν είναι πώς επιτεύχθηκε μια τέτοια διείσδυση και μέσα σε ποιό πλαίσιο αναπτύχθηκε, αλλά γιατί. Γιατί το ελληνικό κράτος υπήρξε τόσο «ανοιχτό» στην παρέμβαση; Κι επιπλέον: Ποιές είναι οι ευθύνες της εθνικόφρονος ελίτ στην εξέλιξη του εμφυλίου και τη συντριβή της αριστεράς, εφόσον το αμερικάνικο κράτος είχε τέτοια στρατηγικά συμφέροντα στην ελλάδα και την δυνατότητα να οργανώσει κατά το δοκούν την πολιτική του επί τόπου; Μ’ άλλα λόγια, ο εμφύλιος και η κατάληξή του ήταν αναπόφευκτος λόγω του νέου παγκόσμιου «ψυχρού» πολέμου ή ήταν ξεκάθαρα το αποτέλεσμα του κανιβαλικού σχεδίου της εθνικόφρονας δεξιάς να καθορίσει με τη βία την έκβαση του ταξικού πολέμου και να επιβάλλει την ηγεμονία της;
Να σημειώσουμε αρχικά δύο στοιχεία. Πρώτον, το δόγμα Τρούμαν ήταν κοινό και στα δύο κράτη, ελλάδα και τουρκία. Όμως η τουρκία απέρριψε απόλυτα το ενδεχόμενο αυξημένου αμερικάνικου ελέγχου στα εσωτερικά της, απόρριψη που οι αμερικάνοι αποδέχτηκαν. Το γεγονός ότι στην ελλάδα υπήρχε εμφύλιος, ενώ στη τουρκία όχι, δεν απαντάει στο γιατί αυτή η διαφορά. Έτσι κι αλλιώς ο λόγος που οι ηπα ήθελαν να έχουν άμεσο έλεγχο δεν ήταν οι στρατιωτικές ευθύνες, αλλά το γεγονός ότι οι καθεστωτικές φράξιες στην ελλάδα έδιναν προτεραιότητα στα άμεσα συμφέροντά τους και δεν συναινούσαν σε ένα συνεκτικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Χρειάστηκε να φτάσει το ’49, με την μισο-δικτατορία Παπάγου, για να επιτευχθεί αυτό. Δεύτερον, το τεράστιο σχέδιο ανοικοδόμησης της Ευρώπης με αμερικάνικα κεφάλαια (το σχέδιο Μάρσαλ), που οργανώθηκε «πατώντας» πάνω στην εμπειρία του δόγματος Τρούμαν και η στρατηγική του σημασία ήταν σαφώς μεγαλύτερη και κρισιμότερη, δεν περιλάμβανε καμία πρόβλεψη για τέτοια ογκώδη παρέμβαση. Aντίθετα είχε ως απαραίτητο όρο την ευθύνη και την πρωτοβουλία να έχουν τα βοηθούμενα κράτη. Γενικά μιλώντας, η μεταπολεμική στρατηγική του αμερικάνικου κράτους στην Ευρώπη, πλην της ελλάδας, δεν ήταν αποικιοκρατικού τύπου, τουλάχιστον με τα χαρακτηριστικά του ό,τι ήταν γνωστό μέχρι τότε σαν αποικιοκρατία. Γιατί λοιπόν στο τέλος το αμερικάνικο κράτος βρέθηκε να κρατάει στα χέρια του την έκβαση του εμφυλίου και τις τύχες της ελληνικής ανασυγκρότησης; Επειδή απλούστατα δεσμεύτηκε απ’ την στρατηγική και τους χειρισμούς της ελληνικής δεξιάς.
Μετά την κατοχή, ο μόνος δρόμος ανασυγκρότησης για το ελληνικό κράτος που δεν προϋπόθετε υψηλή εξάρτηση από ξένη βοήθεια ήταν αυτός που περνούσε μέσα από μια πλατιά κοινωνική συμμαχία μεταρρύθμισης, ακριβώς σαν αυτή που προωθούσε το ΕΑΜ. Μέσα δηλαδή από μια συμμαχία της παραδοσιακής δεξιάς με την εαμική αντίσταση, προοπτική όμως που η δεξιά απέρριπτε μετα βδελυγμίας. Έτσι ο κατακερματισμός και η διάσπαση διαιωνίστηκαν μετά την κατοχή, η βίαιη επίθεση των ακροδεξιών μετά τη Βάρκιζα ακύρωσε κάθε εσωτερική δυνατότητα ανασυγκρότησης, κάνοντας επιβεβλημένη την εξωτερική βοήθεια.
Επιπλέον, η δεξιά ελίτ - έχοντας ωριμάσει μέσα σ’ ένα περιβάλλον συμμαχίας με την βρετανία κι εξοικειωμένη περισσότερο με το Λονδίνο - γνώριζε ότι οι ηπα είχαν μεγάλες αμφιβολίες για την «φιλοσοφία» της, πράγμα που το είχαν δείξει ήδη από τον πόλεμο. Η μοναρχία και οι αντιδραστικές κλίκες που περιέβαλαν το παλάτι ήταν στοιχεία που παρέπεμπαν στην αγγλική ιμπεριαλιστική κουλτούρα και τους παραδοσιακούς συμμάχους της Aλβιώνας και η Ουάσιγκτον, για την οποία η διάλυση της αγγλικής αυτοκρατορίας ήταν ο «κρυφός» στόχος της συμμετοχής της στον B παγκόσμιο, δεν είχε πρόθεση να ανασυστήσει τον ίδιο προπολεμικό κόσμο με αυτήν στο κέντρο. Οι συμμαχίες επανασχεδιάζονταν και νέες ελίτ αντικαθιστούσαν τις παλιότερες. Η προοπτική αυτή γεννούσε ρίσκα για τις παραδοσιακές ομάδες εξουσίας στην ελλάδα, οπότε η «εθελούσια» παράδοση ενός μέρους της εξουσίας τους ήταν μια πράξη συμβιβασμού: κατά μία έννοια η εγγύηση ότι η αμερικάνικη βοήθεια θα έμενε σταθερή. Άσφαλώς πρόσφεραν «κάτι παραπάνω» στην Oυάσιγκτον απ’ ότι, παραδοσιακά, στο Λονδίνο. Όμως και τα οφέλη - τα υλικά κυρίως - ήταν πολύ μεγαλύτερα. Εξάλλου, μπορεί στα υψηλότερα επίπεδα η άσκηση της εξουσίας να ήταν συνεταιρική με τους αμερικάνους εκπροσώπους, αλλά χαμηλότερα, στην επιτόπια εφαρμογή των αποφάσεων και των σχεδίων, η αρμοδιότητα ήταν αποκλειστικά ελληνική υπόθεση. Ούτε καν ολόκληρο το αμερικάνικο κογκρέσο δεν θα ήταν σε θέση ν’ ανακόψει τους έλληνες τοπάρχες απ’ την παραδοσιακή νομή των κρατικών πόρων.
Ουσιαστικά, όλο το ελληνικό κατεστημένο δέχτηκε και καλοδέχτηκε την αμερικάνικη παρέμβαση, όχι μόνο επειδή έφερνε μαζί της άφθονη υλική βοήθεια, που παρείχε τα απαραίτητα για τη διάλυση της αριστεράς εμπλουτίζοντας χειροπιαστά τους στόχους της νομής του κράτους, αλλά (μακροπρόθεσμα πιο σημαντικό) και επειδή ήταν συμπαγής απόδειξη ότι η ελλάδα παρέμενε σημαντικός παράγοντας για τον «δυτικό κόσμο». (Eίναι αυτό που σαν αυτόνομοι ονομάζουμε γεωπολιτική πρόσοδο *). Ακόμη και μετά τον εμφύλιο οι έλληνες πολιτικοί, πλην της αριστεράς, επιδίωκαν να μένει πάντα πρώτης γραμμής η συμμαχία του ελληνικού κράτους με το αμερικανικό, επειδή έφτιαχνε και συντηρούσε το υλικό πεδίο εξυπηρέτησης τόσο των φραξιονιστικών τους συμφερόντων (ως προς τη νομή του κράτους) όσο και των ιμπεριαλιστικών τους φιλοδοξιών (σε σχέση με τα βαλκανικά κράτη του «ανατολικού μπλοκ» σε περίπτωση ενός καινούργιου παγκόσμιου πολέμου).

Εν τέλει, είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός εμφύλιος του 1945-1949 επηρεάστηκε από και συνδέθηκε με τον νέο κύκλο των διεθνών ανταγωνισμών ανάμεσα στο ανατολικό και το δυτικό μπλοκ, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν η πρώτη σύγκρουση του ψυχρού πολέμου. Η μισή-αλήθεια-μισή-προπαγάνδα περί ψυχρού πολέμου και εμφυλίου, πριν κριθεί ιστορικά, δείχνει ν’ αποτελεί μια επινόηση χρήσιμη στους διανοούμενους και τους απολογητές και των δύο πόλων της σύγκρουσης: γιατί αν εδώ ξεκίνησε ο ψυχρός πόλεμος, τότε οι ευθύνες του αιματοκυλίσματος της αριστεράς πρέπει ν’ αναζητηθούν στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα. Παραβλέπονται όμως έτσι δύο απλές αλήθειες. Πρώτον, στον εμφύλιο δεν αναμετρήθηκαν τα δύο αντίπαλα μπλοκ του ψυχρού πολέμου. Το σοσιαλιστικό μπλοκ είχε μεν ανάμειξη, αλλά κανέναν στρατηγικό στόχο ανατροπής των ισορροπιών στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο· εκμεταλλεύτηκε πολιτικά και διπλωματικά τον εμφύλιο, αλλά δεν επιδίωκε ούτε άμεση, ούτε έμμεση αντιπαράθεση με τις ηπα και την βρετανία. Εξάλλου, η στάση του απέναντι στο ΚΚΕ ήταν σε τελική ανάλυση αποτρεπτική αν όχι αρνητική. Δεύτερον, από τις δύο παρατάξεις του εμφυλίου, και οι δύο, αριστερά και δεξιά, συμφωνούσαν στον μεταπολεμικό διακανονισμό των σφαιρών επιρροής και καμία από τις δύο δεν αμφισβητούσε τον διεθνή προσανατολισμό του ελληνικού κράτους. Όταν στο τέλος, το ΚΚΕ διακήρυξε ότι είχε ξεκινήσει την σοσιαλιστική επανάσταση (ήδη από την κατοχή μάλιστα) διαγράφοντας την εαμική κληρονομία, δεν ήταν παρά μια ιδεολογική κορώνα απόγνωσης και μια τελευταία απονενοημένη έκκληση στο ανατολικό μπλοκ για βοήθεια.
Ο εμφύλιος τελικά ήταν η συνέχιση και το κλείσιμο των εμφύλιων ανταγωνισμών που είχαν ξεκινήσει μέσα στο ελληνικό κράτος ήδη από το 1916. Η διαφορά σε σχέση με τις παλιότερες φάσεις ήταν ότι το ’45-’49 δεν συγκρούστηκαν αντίπαλες ελίτ, αλλά η συμμαχία των ελίτ από τη μια με τον ταξικό, πληβειακό πόλο της ελληνικής κοινωνίας από την άλλη. Η έναρξη του εμφυλίου σαν μονομερής επίθεση τρομοκρατίας των ελλήνων φασιστών εναντίον του εαμικού κινήματος, η έκβαση του που πήρε χαρακτήρα ολοκληρωτικού πολέμου εναντίον της αριστεράς, και η κατάληξή του που εγκαθίδρυσε την μακροχρόνια ηγεμονία της δεξιάς, «υπάκουαν» στην εσωτερική ιμπεριαλιστική κουλτούρα των αφεντικών που βρήκε μετά την Βάρκιζα την χρυσή ευκαιρία να πετάξει στο περιθώριο και να τσακίσει τους ταξικούς του αντιπάλους. Aυτή η εσωτερική ιμπεριαλιστική κουλτούρα, που «ανέπτυξε» την βία της από τότε που η επέκταση εκτός συνόρων σταμάτησε (αρχές της δεκαετίας του ‘20), με άξονα περιστροφής πάντα το «έθνος» και το «δίκιο» του, έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις μετά τον εμφύλιο δεκαετίες, στην πολιτική και ιδεολογική σύνθεση της εργατικής τάξης στην ελλάδα.

ΣHMEIΩΣH

H θεωρία της «εξάρτησης» στην αρχική, αριστερή διαμόρφωσή της, έχει επενδύσει πολλά στο πως ερμηνεύει την αντικατάσταση των άγγλων απ’ τους αμερικάνους στη θέση των «μεγάλων συμμάχων» της ελληνικής ηγεμονικής τάξης, και τον βαθμό στον οποίο η Oυάσιγκτον είχε λόγο στις πράξεις αυτής της τάξης. Aντί η ήττα στον εμφύλιο να αποδοθεί στα μεγάλα σφάλματα της ηγεσίας του κκε, αποδείχθηκε βολικότερο να κατηγορηθούν αφενός οι αμερικάνοι και αφετέρου η «εξαρτημένη πολιτική» της ελληνικής ελίτ. Aυτό άφηνε επιπλέον και ένα πεδίο διεκδίκησης «πατριωτισμού» και «εθνικής ανεξαρτησίας» απ’ την αριστερά.
Θα παραβιάζαμε ανοικτές πόρτες αν υποστηρίζαμε ότι σε κάθε πόλεμο, κάθε πλευρά είναι νόμιμο και εύλογο να έχει συμμάχους. Kαι ο ΔΣE είχε, και καλά έκανε - αυτό μόνο του δεν αποδεικνύει καμία «πολιτική εξάρτησή» του απ’ την Mόσχα, το Bελιγράδι ή οπουδήποτε. Tο σημαντικότερο πάντως είναι αυτό: μετά από σχεδόν 25 χρόνια διαρκούς εμφυλίου πολέμου στην ελλάδα, που ήταν αρχικά (και) ενδοεξουσιαστικός, η περίοδος 1945 - 1949 συνόψιζε και συγχώνευε τόσα πολλά διακυβεύματα (για τους τελικούς νικητές  που  είχαν διαμορφώσει μια εξαιρετικά βίαιη, αδιαπραγμάτευτη - ιμπεριαλιστική - κουλτούρα ακόμα και στις ταξικές τους συμπεριφορές) ώστε η συμμαχία τους με τις ηπα και ο βαθμός εμπλοκής των ηπα στην άσκηση της εξουσίας τους ως τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 δείχνει όχι «εξάρτηση» αλλά το πόσο είχε ανέβει η διεθνής γεωπολιτική αξία του ελληνικού οικοπέδου μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο· με άλλα λόγια το πόσο μεγάλα περιθώρια «παραχωρήσεων» προς τους συμμάχους του είχε αποκτήσει, στην βάση αυτής ακριβώς της μεγάλης γεωπολιτικής αξίας, το τελικά νικητήριο μπλοκ μέσα στην ελλάδα.
O χαρακτήρας της νέας οικονομικής και πολιτικής συμμαχίας εξουσίας που διαμορφώθηκε στη διάρκεια της κατοχής και του β παγκόσμιου πολέμου ενάντια στην εαμική αντίσταση, διέφυγε εντελώς απ’ την οπτική της τότε αριστεράς. Θεωρήθηκε σαν ένα προσωρινό φαινόμενο, που θα αντιμετωπιζόταν με «κινήσεις τακτικής» εκ μέρους του εαμικού κινήματος. Kαι πράγματι ο τακτικισμός ήταν η βασική κοινοτυπία της πολιτικής του KKE τόσο πριν το ‘45 όσο και μετά, ως το ‘49. H διεθνής θέση αυτού του ελληνικού μπλοκ εξουσίας στη δεκαετία του ‘40 υποτιμήθηκε και μετά το τέλος του εμφυλίου παρανοήθηκε εντελώς· ποτέ όμως δεν αναλύθηκε εύστοχα και χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες.
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo