sarajevo

απ’ το κοινωνικό εργοστάσιο στην μηχανοποίησή του

Η πολιτική θέση περί “κοινωνικού εργοστάσιου” είναι, για μας, βασικό αναλυτικό εργαλείο του σύγχρονου καπιταλισμού. Το χρωστάμε στους ιταλούς αυτόνομους. Αυτό δεν σημαίνει πλέον πολλά, ούτε γενικά (στον κόσμο) ούτε ειδικά (στα μέρη μας). Είτε καταχωνιάστηκε είτε μυθοποιήθηκε, το “κοινωνικό εργοστάσιο” δεν αποτελεί βάση θεωρητικής ανάλυσης ή/και κριτικής και πρακτικών πολιτικών προσανατολισμών και δράσεων. Είναι μια ακόμα απόδειξη (αν χρειαζόταν) της διανοητικής και ηθικής νοσηρότητας των καιρών: ποια σύγχρονη κριτική (αντικαπιταλιστική / αντικρατική) θεωρία και ανάλυση; Δεν χρειάζονται αυτά. (Φτάνει και περισσεύει η συγκινησιακή πανούκλα).

Την καταγωγή της θέσης περί “κοινωνικού εργοστάσιου” και “κοινωνικού εργάτη” την βρίσκει κανείς στο βιβλίο απ’ τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό εργάτη του (κινηματικού τότε) Αντόνιο Νέγκρι. [1Στα ιταλικά το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Μάη του 1979. Στα ελληνικά αρκετά σύντομα, τον Ιούλη του 1983, απ’ τις εκδόσεις Κομμούνα.] Το μεγαλύτερο μέρος της περιγραφής του “κοινωνικού εργάτη” και του “κοινωνικού εργοστάσιου” διατρέχεται, σ’ αυτές τις σελίδες, απ’ την αντίθεση του Νέγκρι (και άλλων αυτόνομων) απέναντι στις θέσεις (παλιών) συντρόφων τους περί συνεχιζόμενης κεντρικότητας (στον ταξικό ανταγωνισμό) του βιομηχανικού εργάτη· ή “εργάτη μάζα”. Το βιβλίο είναι στα βασικά του χαρακτηριστικά ένας διαχωρισμός της εργατικής αυτονομίας με τον εργατισμό [2Από ασχετοσύνη, αδιαφορία, βλακεία, δολιότητα ή άγνοια (πρακτικά από τον συνδυασμό τους) διάφοροι μας έχουν κατηγορήσει κατά καιρούς σαν οργανωμένη αυτονομία, εδώ και 20 χρόνια, για “εργατισμό”. Αυτό προκύπτει (υποστηρίζουν) απ’ το γεγονός ότι έχουμε σε κεντρική θέση τις σύγχρονες μορφές της αντίθεσης ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία.
Είναι ένα θέμα που θα άξιζε να του αφιερώσουμε πολύ περισσότερα... Έστω, εδώ, στον χώρο μιας σημείωσης, μερικά τηλεγραφικά.
Πρώτον, ο εργατισμός είναι ένα συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα ανάλυσης και δράσης το οποίο απέδιδε (μαχητική) κεντρικότητα στους βιομηχανικούς εργάτες. Υπήρξε πολύ πλούσια σε αγώνες, συγκρούσεις, εμπειρίες και αναλυτική ευστοχία· αλλά ήταν αυτό: το κέντρο είναι οι εργάτες των μεγάλων εργοστασίων. Δεν ανήκουμε σ’ αυτό το ρεύμα κι ούτε θα ήταν δυνατό να ανήκουμε.
Δεύτερον, η άποψη περί κεντρικότητας (αλλά όχι περί μοναδικότητας!!!) της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο (στα αφεντικά) και στην εργασία (στους εργάτες / τις εργάτριες) δεν είναι χαρακτηριστικό του “εργατισμού”. Είναι βασικό χαρακτηριστικό του κομμουνισμού.
Τρίτον, σαν οργανωμένη εργατική αυτονομία, ή (ακόμα) και σαν “πρόλογος” σ’ αυτήν, καθόλου δεν πάσχαμε ή πάσχουμε από κάποιο είδος “εργατικής μονομανίας”. Φυσικά δεν περιμένουμε να μιλήσουν για εμάς με “καλά λόγια” οι αντίπαλοί μας• ωστόσο οι πρακτικές, οι απόψεις και οι προσανατολισμοί μας είναι πολύ γνωστοί. Απ’ τις καταλήψεις (οι παλιότεροι, απ’ τα ‘80s, με αναρχικούς συντρόφους τότε) ως την ανάδειξη μιας σειράς ζητημάτων (απ’ τις τεχνολογίες και τις συνέπειές τους ως την διαχείριση των σωμάτων και των φύλων - στις αρχές των ‘00s, με την υπογραφή των “μητροπολιτικών συμβουλίων” και της “federaction”), από ζητήματα πολεοδομικής καταστολής (στέκι της αρχιτεκτονικής) μέχρι τον αντιφασισμό, το μόνο που θα μπορούσε να μας “κατηγορήσει” κανείς είναι ότι ποτέ και πουθενά δεν παραλείψαμε την εργατική μας θέση, στο όνομα μικροαστικών εννοιών όπως “ο άνθρωπος” ή “η ελευθερία”.
Οπωσδήποτε αυτά δεν άρεσαν ούτε αρέσουν. Εντάξει. Αλλά ανήκουμε στην σύγχρονη εργατική τάξη και είμαστε αυτόνομοι / ες - κι αυτό είναι το σκάνδαλο!
], τότε, στην ιταλία και στο ιταλικό κίνημα. Ένας θεωρητικός και πολιτικός διαχωρισμός εν δράσει. Κι αυτό δεν βοηθάει σημερινούς (πιθανούς) αναγνώστες / αναγνώστριες να ξεκαθαρίσουν περί τίνος πρόκειται.
Ωστόσο αυτές οι έννοιες (του κοινωνικού εργοστάσιου / του κοινωνικού εργάτη) μας χρειάζονται οπωσδήποτε. Μας χρειάζονται όχι σαν “καινούργιες” αλλά σαν “παλιές”: σαν οι πιο πρόσφατες, οι πιο κοντινές στο σήμερα “παλιές” έννοιες και απόψεις, που μπορούν να διαφωτίσουν το (καπιταλιστικό) σήμερα και αύριο. Που πρέπει και μπορούν, εν τέλει, να γίνουν βασικά εργαλεία μας για τις σύγχρονες μάχες, για τον εργατικό ανταγωνισμό στον 21ο αιώνα.

Θα χρησιμοποιήσουμε κάποια αποσπάσματα του ίδιου του Νέγκρι από εκείνο το παλιό βιβλίο. Η ελλειπτικότητα ωστόσο των αναφορών του (που οφείλεται στο γεγονός ότι δεν σκόπευε με το συγκεκριμένο κείμενο στην πλήρη αναλυτική αποσαφήνιση των εννοιών αλλά στον διαχωρισμό με τον εργατισμό) μας αναγκάζει να ξεκινήσουμε με αποσπάσματα απ’ την εισαγωγή του βιβλίου. Γραμμένη το 1983 από κάποιον που μόνο “φίλος” μας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί· ωστόσο τότε φαινόταν να καταλαβαίνει (;) ορισμένα πράγματα. [3Πρόκειται για εισαγωγή του Γιώργου Καραμπελιά. Προφανώς και δεν αναγνωρίζουμε σε κανέναν “πρώην” να “πάρει μαζί του” πράγματα που, σε τελευταία ανάλυση, δεν του ανήκουν!]
Να, κατ’ αρχήν τα αποσπάσματα απ’ την εισαγωγή (ο τονισμός με αραίωση δικός μας):

... Η λεγόμενη τριτογενοποίηση και η συνακόλουθη διεύρυνση των λεγόμενων μεσαίων στρωμάτων, στην πραγματικότητα σημάδευαν το πέρασμα από την τυπική κυριαρχία του κεφάλαιου στο σύνολο της κοινωνίας, σε μια κυριαρχία πραγματική. Το κεφάλαιο κυριαρχεί πια πάνω στη συνολική παραγωγή και αναπαραγωγή όχι με όρους υποταγής αλλά απόλυτης ενσωμάτωσης της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής στη συνολική κίνηση της αξιοποίησης του κεφάλαιου.
Και ας γίνουμε περισσότερο σαφείς. Η καπιταλιστική παραγωγή, ξεκινώντας από το εργοστάσιο, μετέβαλε όλη την κοινωνία σε χώρο πραγματοποίησης της υπεραξίας, κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του χρήματος. Έτσι, με βάση πάντα την καπιταλιστική παραγωγή στο επίπεδο του εργοστασίου, της άμεσης παραγωγής υπεραξίας, χτίζεται ολόκληρο το πεδίο της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής του χρήματος, των εμπορευμάτων, η εκπαίδευση, το σύστημα υγείας, η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Το κεφάλαιο υποτάσσει αρχικά όλους αυτούς τους τομείς στις ανάγκες της καπιταλιστικής αξιοποίησης. Όμως ακόμα τα δύο επίπεδα δείχνουν να είναι εντελώς ξέχωρα. Το πεδίο της άμεσης παραγωγής και εκείνο της αναπαραγωγής παραμένουν ακόμα δύο χωριστοί κόσμοι. Ο κόσμος του εργοστάσιου παραμένει ο χώρος του δεσποτισμού του κεφάλαιου, ενώ ο χώρος της κοινωνίας, ο χώρος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι ο χώρος του φιλελευθερισμού, της πολιτικής σύνθεσης και του ανταγωνισμού των υποκειμένων.

Στο βαθμό που αναπτύσσεται η καπιταλιστική παραγωγή, ο παραδοσιακός χωρισμός μοιάζει να γίνεται περιττός. Κι αυτό από πολλές απόψεις. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, της ενσωμάτωσης της επιστήμης στη διαδικασία της άμεσης παραγωγής, διευρύνει αδιάκοπα τους τομείς της επιστημονικής “προετοιμασίας” και επεξεργασίας της παραγωγής από τη μια, και από την άλλη υποχρεώνει σε μια αδιάκοπη επέκταση των διαδικασιών εκπαίδευσης και προετοιμασίας του εργατικού δυναμικού. Παράλληλα η ανάπτυξη της ταξικής σύγκρουσης στο εσωτερικό του εργοστασίου και σε όλη την κοινωνία σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο, που προκαλούσαν μια αδιάκοπη κρίση της παραγωγής και των εργασιακών σχέσεων, είχαν σαν συνέπεια ο ορισμός του εργατικού εισοδήματος να ξεφύγει από τα όρια του εργοστασίου και να περάσει σε κοινωνικό επίπεδο· όχι μόνο σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο αλλά και σε άμεσα οικονομικό. Ο μισθός ρυθμίζετια πλέον όχι μόνο από τις συνολικές δυνατότητες του κεφάλαιου και του συσχετισμού των δυνάμεων (π.χ. θέσπιση του κατώτερου μισθού) αλλά μεταβάλλεται απ’ ευθείας σε ζήτημα του κράτους (κοινωνικές ασφαλίσεις, εθνικό σύστημα υγείας, κλπ) ο μισθός γίνεται όλο και περισσότερο κοινωνικός μισθός. Ακόμα, οι αυξανόμενες δυσκολίες στην πραγματοποίηση [σ.σ.: της υπεραξίας] την πώληση δηλαδή των εμπορευμάτων και τη συσσώρευση, οδηγούν στην επέκταση του τραπεζικού συστήματος, της διαφήμισης, των ασφαλειών, του μαζικού λιανικού εμπορίου, κλπ.
... Αυτά που κάποτε ήταν εξωτερικοί όροι για την κυκλοφορία και την αναπαραγωγή του κεφάλαιου - δηλαδή η συνολική κοινωνία - μεταβάλλονται σήμερα σε στοιχεία της ίδιας της παραγωγής. Η αναπαραγωγή και η κυκλοφορία μεταβάλλονται άμεσα σε παραγωγή. Να λοιπόν πως από την υποταγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο [σ.σ.: η φάση της “τυπικής υπαγωγής” της στο κεφάλαιο] περνάμε στη μεταβολή της κοινωνίας στο σύνολό της σε χώρο αξιοποίησης [σ.σ.: η φάση της “πραγματικής υπαγωγής” της στο κεφάλαιο]. Το κεφάλαιο γίνεται άμεσα κοινωνικό κεφάλαιο.

Αυτό στο οποίο αναφέρεται το πιο πάνω απόσπασμα είναι η διάκριση ανάμεσα στην περιοχή της καπιταλιστικής παραγωγής (στην οποία, το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, ηγεμόνευε το μαζικό εργοστάσιο) και στην περιοχή της (καπιταλιστικής) αναπαραγωγής, που αφορούσε όλα τα υπόλοιπα πεδία των κοινωνικών σχέσεων: καθημερινή ζωή, οικογειακές και φιλικές σχέσεις, σχέσεις των φύλων, κατανάλωση, οργάνωση της μαζικής υγείας και παιδείας, διοίκηση, ήθη και έθιμα, κλπ. Σύμφωνα μ’ αυτό το αναλυτικό μοντέλο, το εργοστάσιο - εργοστάσιο (δεσποτικό, τυρρανικό, φορντικά οργανωμένο) είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος / χρόνος απόσπασης της υπεραξίας· ενώ ο κόσμος - έξω - απ’ - το - εργοστάσιο ηγεμονεύεται μόνο τυπικά απ’ το κεφάλαιο / εργοστάσιο. Αυτό σημαίνει “τυπική υπαγωγή” (της κοινωνίας στο κεφάλαιο) ή “υποταγή της κοινωνίας”. Σε χοντρές γραμμές αυτή είναι η περιγραφή μέχρι την δεκαετία του ‘70.

Παρότι αποδεχόμαστε αυτόν τον αναλυτικό συλλογισμό σαν σωστό, υπάρχουν σ’ αυτόν (στο πιο πάνω απόσπασμα) ορισμένα σημεία συζητήσιμα, που ίσως να μην είναι δευτερεύοντα. Ειδικά αν αφορούν την καινούργια, post70s καπιταλιστική αναδιαμόρφωση. Όπως θα δούμε στη συνέχεια ο Νέγκρι υποστηρίζει κάτι “ελαφρά” διαφορετικό. Για να μην μείνουμε, σε κάθε περίπτωση, πιασμένοι στο δόκανο μιας περιγραφής που θα μπορούσε να θεωρηθεί μηχανιστική (πώς, στ’ αλήθεια, έγινε η “αλλαγή παραδείγματος”;) πρέπει εδώ να αποσαφηνίσουμε δυο τρία απ’ αυτά τα “δευτερεύοντα”, που έχουν τελικά σχέση με το κοινωνικό εργοστάσιο.
Παρότι το τυπικό, κλασσικό (μαζικό) εργοστάσιο υπήρξε η κεντρική θέση εκμετάλλευσης της εργασίας / απόσπασης της υπεραξίας, ΔΕΝ υπήρξε ποτέ η μοναδική τέτοια, ακόμα και στις πιο “ηρωϊκές” περιόδους του βιομηχανικού καπιταλισμού. Υπήρχαν και άλλες τέτοιες “κεντρικές” θέσεις. Εκείνο που δεν υπήρχε (ως τα ‘60s - ‘70s και την εργατική αυτονομία) ήταν η δυνατότητα αντικαπιταλιστικής ανάλυσης αυτών των “θέσεων” ενόσω η εκμετάλλευση της εργασίας (εκεί) και η πραγματοποίηση της υπεραξίας (εκεί) ΔΕΝ είχε την τυπική, εμπορευματική μορφή.

Πέντε, τουλάχιστον, ήταν οι βασικοί πυλώνες υποστήριξης του βιομηχανικού καπιταλισμού· τομείς που είχαν οργανωθεί, επίσης, σαν “εργοστάσια”: το μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα (σχολείο / πανεπιστήμιο)· το μαζικό υγιεινομικό σύστημα (γύρω απ’ το μεγάλο νοσοκομείο)·  το μαζικό πειθαρχικό / δικαιϊκό σύστημα (με κέντρο την σαν - εργοστάσιο / στρατόπεδο φυλακή)· ο μαζικός (φορντικά οργανωμένος) στρατός· η μαζική (κρατική) γραφειοκρατία / διοίκηση. O Foucault μας έμαθε πολλά για την σημασία των τριών πρώτων.
Θα έπρεπε να προσέξει κανείς ότι και οι 5 αυτοί τομείς, που οργανώθηκαν στην περίμετρο του καθ’ αυτό εργοστασίου σαν επιμέρους “εργοστάσια”, ανήκαν σ’ αυτό που ονομάζονται υπηρεσίες. Τριτογενής τομέας. Συνεπώς πρέπει να αναγνωριστεί ότι ακόμα και στις πιο ηρωϊκές περιόδους του βιομηχανικού καπιταλισμού (στον αναπτυγμένο κόσμο) τις περισσότερες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στις περιόδους δηλαδή που το εργοστάσιο / εργοστάσιο ήταν ΤΟ πρότυπο και ο εργάτης - μάζα ΤΟ υποκείμενο του ταξικού ανταγωνισμού, ακόμα και τότε, η κοινωνική αναπαραγωγή δεν ήταν “αφημένη στην τύχη” της. Και δεν είναι καθόλου αυτονόητο να μιλάει κανείς για “χώρο της κοινωνίας, εκτός εργοστασίου, που ήταν χώρος του φιλελευθερισμού”. Αντίθετα: μαζί, δίπλα, και για λογαριασμό του καπιταλιστικού εργοστάσιου / εργοστασίου, αναπτύχθηκε γρήγορα μια “αλυσίδα” θεσμών που στήριζαν, υποστήριζαν, διαμόρφωναν ορισμένους απ’ τους όρους αναπαραγωγής του (βιομηχανικού) καπιταλισμού. Η (μαζική) υγεία, η (μαζική) παιδεία, η (μαζική) πειθαρχία και η (μαζική) γραφειοκρατία “δούλευαν” σαν εργοστάσια για λογαριασμό του μαζικού εργοστάσιου / εργοστάσιου, την μαζική παραγωγή εκεί και την μαζική κατανάλωση έξω απ’ τις πύλες του.

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να μιλήσουμε (προσεκτικά) για την δημιουργία και την ύπαρξη ενός πρώιμου “κοινωνικού εργοστάσιου”, που ήταν το “άθροισμα” αυτών των υποστηρικτικών θεσμών (οργανωμένων απ’ το κράτος)· ενός “κοινωνικού εργοστασίου 1.0” (ας μας επιτραπεί) που είχε, ωστόσο, αυτά τα δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρώτον, ήταν πράγματι “οριοθετημένο” μέσα στο συνολικό πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων (στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές σχέσεις) αφήνοντας αρκετές απ’ αυτές έξω απ’ τις (άμεσες ή έμμεσες) καπιταλιστικές προσταγές. Και δεύτερον, αυτό το “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0” ΔΕΝ παρήγαγε (ειδικά μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο και την γενίκευση του κεϋνσιανισμού) εμπορεύματα. Οτιδήποτε παραγόταν απ’ αυτό το “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0” δεν έμπαινε μέσα στην αγορά εμπορευμάτων. Αυτό δυσκόλεψε πάρα πολύ τους ορθόδοξους μαρξιστές: δεν μπορούσαν να αναλύσουν τα χαρακτηριστικά (την παραγωγή, την εκμετάλλευση της εργασίας) στο “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0” με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για την ανάλυση του βιομηχανικού εργοστασίου και της απόσπασης υπεραξίας εκεί. [4Επειδή δεν υπήρχε σ’ αυτούς τους υποστηρικτούς τομείς, στο “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0” ατομική ιδιοκτησία αλλά, αντίθετα, αυτό το “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0” βρισκόταν υπό την άμεση διεύθυνση του κράτους· και επειδή δεν υπήρχε παραγωγή εμπορευμάτων, άρα διάθεσή τους στην αγορά σαν τέτοια, άρα πραγματοποίηση της υπεραξίας, η εργατική / ανταγωνιστική ανάλυση αυτού του “κοινωνικού εργοστασίου 1.0” έμεινε, ουσιαστικά, κολοβή. Ο Αλτουσέρ και οι οπαδοί του κατάφεραν να “πουλήσουν”, κατά κάποιον τρόπο, την ιδεολογική σημασία του ενός απ’ αυτούς τους τομείς, του εκπαιδευτικού συστήματος. Αλλά αυτή η ιδέα δεν μπορούσε να επεκταθεί στο σύνολο των υποστηρικτών τομέων, στο σύνολο του “κοινωνικού εργοστασίου 1.0”.
Η πιο συνηθισμένη παγίδα στην οποία έπεσαν αυτοί οι μαρξιστές (συμπεριλαμβανόμενων, ως ένα σημείο, των ιταλών εργατιστών) ήταν η διάκριση (στα κείμενα του ίδιου του Μαρξ) ανάμεσα σε “παραγωγική” και “μη παραγωγική” εργασία. Ουσιαστικά “μη παραγωγική” θεωρούνταν, τουλάχιστον ως τα ‘70s, η εργασία στον τομέα των υπηρεσιών, και μάλιστα εκείνων που δεν “πωλούνταν σαν εμπορεύματα”.
Τα μάγια τα έλυσε εκείνο το τμήμα του φεμινισμού (και οπωσδήποτε οι ιταλίδες αυτόνομες φεμινίστριες) που μίλησε για απλήρωτη γυναικεία εργασία στα “οικιακά”. Η γυναικεία δουλειά στο σπίτι δεν ήταν μόνο απλήρωτη· δεν παρήγαγε, επίσης, εμπορεύματα διαθέσιμα σε κάποια αγορά. Συνεπώς ταίριαζε γάντι στην “μη παραγωγική” εργασία. Όμως οι ιταλίδες αυτόνομες απέδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία το πόσο σημαντική, στρατηγική ήταν αυτή η εργασία για την κοινωνική αναπαραγωγή των εργατών (και των διαδόχων τους). Αυτές οι αποδείξεις έχουν στρατηγική σημασία για το πως σκεφτόμαστε, αναλύουμε και δρούμε σήμερα σαν αυτόνομοι εργάτες / εργάτριες. Γιατί έβγαλαν την (ακόμα και) απλήρωτη / (ακόμα και) μη εμπορευματική εργασία στην κοινωνική αναπαραγωγή απ’ τα υπόγεια της “μη παραγωγικότητας”. Και ανέδειξαν την στρατηγική σημασία που είχε για τις καπιταλιστικές ισορροπίες και ομαλότητες η κοινωνική αναπαραγωγή σε όλο της το εύρος (δηλαδή στο σύνολό του, τελικά, το “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0”, που έμοιαζε με τα “οικιακά” ως προς την εμπορευσιμότητα της παραγωγής του και διέφερε ως προς το ότι υπήρχαν μισθωτές σχέσεις εκεί, ενώ στο νοικοκυριό όχι) ακόμα και ΠΡΙΝ απ’ αυτό που ξέρουμε σήμερα σαν “κοινωνικό εργοστάσιο”.
]

Ο καπιταλιστικός μετασχηματισμός ξεκίνησε (και, απέναντί του, άρχισε να ξεκαθαρίζει η ιδέα του κοινωνικού εργοστάσιου) όταν “εξερράγησαν”, σχεδόν ταυτόχρονα, τόσο το (μεγάλο) εργοστάσιο όσο και οι υπόλοιποι “σαν εργοστάσια” πυλώνες του!!! Αυτές οι παράλληλες και αλληλοσυμπληρούμενες “εκρήξεις” έγιναν σε μια σύντομη ιστορική περίοδο: σε λιγότερο από 20 χρόνια, απ’ τις αρχές των ‘60s ως τα τέλη των ‘70s. Έσκασαν μαζί και (ουσιαστικά) ταυτόχρονα τα “καζάνια” των φορντικών βιομηχανιών, των φορντικών εκπαιδευτικών συστημάτων (ειδικά στις ανώτερες βαθμίδες), των φορντικών συστημάτων υγείας (με αιχμή την ψυχιατρική αλλά ρίχνοντας στο πεδίο συνολικά το θέμα “υγεία”), των φορντικών φυλακών, του φορντικού στρατού.
Έχει σημασία αυτή η πολλαπλότητα των αρνήσεων. Δεν “τσάκισε” το φορντικό, “μοντέρνο” σύστημα απόσπασης και πραγματοποίησης της υπεραξίας μόνη της η άγρια απειθαρχία των (βιομηχανικών) εργατών-μάζα, των ανειδίκευτων των εργοστασίων· παρότι που η δική τους εξέγερση ήταν, πράγματι, “στην καρδιά” του συστήματος. Μαζί με το μεγάλο εργοστάσιο ράγισαν και όλοι οι υπόλοιποι “σαν εργοστάσια” οργανωμένοι υποστηρικτικοί θεσμοί. Και με έναν αρνητικό τρόπο (δηλαδή: μέσα απ’ τις κοινωνικές / ταξικές αρνήσεις) αναδείχθηκε εκείνο που ως τότε ούτε είχε προσεχθεί ούτε είχε αναλυθεί κατάλληλα: η συνέχεια, οι αλληλουχίες, οι συνέργιες, οι συμπληρωματικότητες ανάμεσα σε ό,τι είχε ως τότε οριοθετηθεί σαν “καθ’ αυτό παραγωγή” (και ήταν το μεγάλο εργοστάσιο) και σ’ ότι εκτεινόταν στο υπόλοιπο του πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων, θεωρούμενο σαν διακριτή “αναπαραγωγή”.
Ο Νέγκρι, στο από τον εργάτη μάζα στον κοινωνική εργάτη γραμμένο το 1979 (η χρονολογία έχει ιστορικό βάρος) παρατηρεί απαντώντας πάντα στους πρώην συντρόφους του εργατιστές (ο τονισμός δικός μας):

... Εκείνο που βρίσκω πολύ περίεργο είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι που σήμερα επιμένουν στην εργατική κεντρικότητα, [σ.σ.: του βιομηχανικού εργάτη] στη δεκαετία του ‘60 αναγνώριζαν πέρα για πέρα την παραγωγική φύση της άμεσα κοινωνικής εργασίας. Ακόμα καλύτερα, η θεμελιώδης θέση πάνω στην οποία οικοδομείται όλη η θεωρία του εργατισμού είναι, αν θες, ακριβώς εκείνη μιας αυξανόμενης αφαιρετικότητας της εργασίας, η οποία βαδίζει παράλληλα με την κοινωνικοποίησή της.
Εξάλλου όμως δεν είναι μόνο ο εργατισμός που υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Στο βαθμό που εγώ αναγνωρίζω στον εργατισμό μια σωστή ερμηνεία του μαρξισμού, αυτή η θέση είναι εκείνη που πάνω της στηρίζεται και εμπλουτίζεται η ίδια η μαρξιστική μέθοδος σαν τέτοια. Η αυξανόμενη αφηρημενοποίηση της εργασίας, η δημιουργία της αφηρημένης εργασίας σαν υποκειμένου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, είναι η μοναδική βάση πάνω στην οποία οι κατηγορίες του κεφάλαιου μπορούν να συγκροτηθούν και να γίνουν αντιληπτές.
... Από μια άποψη το να μιλάμε για κοινωνικό εργάτη είναι στην πραγματικότητα μια ταυτολογία, γιατί δεν είναι δυνατό να μιλήσει κανείς για εργάτη παρά μόνο σαν κοινωνικό εργάτη. Θα ήθελα να ξέρω τι μπορεί να σημαίνει εργάτης του εργοστασίου αν όχι το αποτέλεσμα μιας σειράς συνθηκών αναπαραγωγής αυτού του εργάτη του εργοστασίου. Θα ήθελα να ξέρω τι μπορεί να σημαίνει εργοστασιακός τρόπος παραγωγής αν όχι το γεγονός, ακριβώς, ότι το κεφάλαιο ηγεμονεύει και κυριαρχεί πάνω σε όλες τις συνθήκες παραγωγής που διευρύνονται κοινωνικά...

Εκτός απ’ την ιταλική αυτονομία (και ως ένα σημείο την γερμανική αυτονομία στα ‘80s) κανείς άλλος δεν κατάλαβε αυτό που κατάλαβαν πολύ καλά τα αφεντικά του πρωτοκοσμικού καπιταλισμού, μετά τα μεγάλα, μαζικά, ισχυρά κύματα αρνήσεων που συντάραξαν όλες τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά συστήματα, σε ανατολή και δύση, στα ‘60s και στα ‘70s. [5Αναλυτικότερα στις κόκκινες σελίδες, τεύχη 4 και 5 - εκδ. λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα.] Την αδιάψευστη και επείγουσα αλήθεια ότι η καπιταλιστική αναδιάρθρωση, δηλαδή η επαναθεμελείωση της σταθερότητας των καπιταλιστικών προσταγών ΔΕΝ θα μπορούσε να γίνει και να πετύχει μόνο στην περιοχή της “καθ’ αυτό παραγωγής”· θα έπρεπε να γίνει και να πετύχει παντού! Μέσα και έξω απ’ τις μισθωτές σχέσεις· στον “ελεύθερο χρόνο”· στην καθημερινή ζωή· στα ήθη, τα έθιμα, τα “πρότυπα”, την ηθική· σ’ όλο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων.
Αυτό, λοιπόν, που οι ιταλοί αυτόνομοι θα ονομάσουν στα ‘70s κοινωνικό εργοστάσιο, δηλαδή η “κυκλοφορία των καπιταλιστικών προσταγών και των μεθόδων απόσπασης και πραγματοποίησης της υπεραξίας στο σύνολο του πεδίου των κοινωνικών σχέσεων” θα το ανακαλύψουν σαν την δική τους έξοδο κινδύνου ΚΑΙ τα αφεντικά (σίγουρα τα πιο έξυπνα ανάμεσά τους), αν όχι ταυτόχρονα, σίγουρα λίγο αργότερα. Το “κοινωνικό εργοστάσιο” δεν αποτελεί μια καινούργια κατάσταση απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και μετά. Εκείνο που είναι, πράγματι, εντελώς καινούργιο, καινοτόμο και “επαναστατικό” (για τα αφεντικά) είναι οι τρόποι που αναδιοργανώνεται, απ’ τα ‘80s και μετά, η “κοινωνική” αναπαραγωγή του καπιταλισμού! Γιατί περί αυτού, ακριβώς, πρόκειται. Ένα “κοινωνικό εργοστάσιο 2.0”, πολύ πιο διευρυμένο απ’ το “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0”, καθολικό (και όντως πρόκειται για την πραγματική και όχι απλά την “τυπική” υπαγωγή των κοινωνικών σχέσεων στις καπιταλιστικές νόρμες), δυναμικό, “ευέλικτο”.Ένα “κοινωνικό εργοστάσιο 2.0” το οποίο, προκειμένου να είναι αποτελεσματικό στη διευρυμένη κοινωνική αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων δεν μπορεί πια να στηρίζεται αποκλειστικά στην μη - εμπορευματική (υπό την διεύθυνση του κράτους) παραγωγή υποστηρικτικών υπηρεσιών όπως πριν. Ένα “κοινωνικό εργοστάσιο 2.0” στο οποίο πρέπει να παράγονται (και να καταναλώνονται) εμπορεύματα - εμπορεύματα - εμπορεύματα. Εμπορεύματα υγείας· εμπορεύματα εκπαίδευσης· εμπορεύματα διασκέδασης· εμπορεύματα φιλίας· εμπορεύματα επικοινωνίας· εμπορεύματα μετακίνησης... Έτσι ώστε κάθε στιγμή (ή σχεδόν κάθε στιγμή) των κοινωνικών σχέσεων να συνιστά επικύρωση, επιβεβαίωση, της καπιταλιστικής παραγωγής, της καπιταλιστικής “ηθικής”, της “ηθικής της κερδοφορίας”.Όχι υποχρεωτικά χρηματικής, αλλά ακόμα και συναισθηματικής “κερδοφορίας”. Ο Εαυτός σου είναι σπουδαίος και είναι το κεφάλαιό σου! γράφει η νεοφιλελεύθερη σημαία που θα αρχίσει να ανεμίζει παντού. Φρόντισε να τον αξιοποιήσεις με τον πιο αποδοτικό τρόπο!!!

κοινωνικό εργοστάσιο 2.0

Υπάρχουν και τυπικές εργοστασιακές μορφές για το κοινωνικό εργοστάσιο 2.0

Αν επρόκειτο να παρασυρθούμε και να υποθέσουμε ότι μόλις στη δεκαετία του 1980 τα πρωτοκοσμικά αφεντικά κλήθηκαν, για πρώτη φορά στην ιστορία του καπιταλισμού, να απαντήσουν στο ερώτημα θα ήθελα να ξέρω τι μπορεί να σημαίνει ΠΕΙΘΑΡΧΗΜΕΝΟΣ εργάτης του εργοστασίου αν όχι το αποτέλεσμα μιας σειράς συνθηκών ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗΣ αναπαραγωγής αυτού του εργάτη του εργοστασίου (μικρή τροποποίηση του ρητορικού ερωτήματος του Νέγκρι) θα είμασταν ασυγχώρητα αφελείς. Όχι. Μετά την γενική εξέγερση στο βιομηχανικό εργοστάσιο και στο μεγαλύτερο μήκος και πλάτος του “κοινωνικού εργοστασίου 1.0”, σε βάρος των θεσμών δηλαδή (κομματικών, θρησκευτικών, κρατικών, σεξουαλικών) που εξασφάλιζαν ως τότε (και για περίπου 3 δεκαετίες) τον έλεγχο της αναπαραγωγής αυτού του εργοστασιακού εργάτη, τα αφεντικά έπρεπε να αναθεωρήσουν και να εμπλουτίσουν τις μεθόδους της κυριαρχίας τους. Να γίνουν πιο ευέλικτα και πιο “κοντά” στην κοινωνική κίνηση. Αν είναι δυνατόν να την προ-διαμορφώνουν.

η μηχανοποίηση του κοινωνικού εργοστάσιου

Δεν θα κάνουμε περιγραφή της εξέλιξης του “κοινωνικού εργοστάσιου 2.0” απ’ τα ‘80s και μετά, και της ραγδαίας αύξησης των εμπορευματικών μορφών / διαδικασιών που αναπτύχθηκαν στον τριτογενή και στην “κοινωνική αναπαραγωγή” γενικά. Θα μείνουμε σ’ αυτή τη γενική θέση: για να είναι στοιβαρή και αποτελεσματική η κοινωνική αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κανόνων θα έπρεπε να είναι κερδοφόρα. Και το αντίστροφα: για να είναι κερδοφόρα θα έπρεπε να είναι στοιβαρή, αποτελεσματική - και διαρκώς καινοτόμα. Ενώ ο στενά εννοημένος κύκλος των σχέσεων μισθωτής εργασίας νομιμοποιείται (όσο νομιμοποιείται...) στη βάση του μισθού και της ικανοποίησης των καθημερινών αναγκών / επιθυμιών των εργατών / εργατριών, στον ευρύ κύκλο της κοινωνικής αναπαραγωγής (για λογαριασμό της επικύρωσης των καπιταλιστικών κανόνων) αυτές οι ανάγκες / επιθυμίες θα έπρεπε να είναι απεριόριστες, να κατασκευάζονται, να διαλύονται και να ανακατασκευάζονται σε άλλες μορφές, κλπ.
Η διαδικασία γενικευμένης εμπορευματοποίησης της καθημερινότητας δεν εξελίχθηκε παντού με τον ίδιο τρόπο. Ήταν (και είναι) πάντως η ίδια γενική τάση. Για παράδειγμα το είδος της ιδιωτικής (παρα)παιδείας που υπάρχει στην ελλάδα εδώ και 3,5 τουλάχιστον δεκαετίες δεν συναντιέται αλλού στην ευρώπη· υπάρχουν όμως κι εκεί ιδιωτικά σχολεία όπως υπάρχουν εδώ κι εκεί δίδακτρα στα πανεπιστήμια. Υπάρχει, επίσης, “μισθολογική υποτίμηση” της θέσης “καθηγητής στο πανεπιστήμιο”. Ή το ελληνικό είδος της ιδιωτικής (παρα)υγείας, όπου για παράδειγμα υπάρχουν μόνο 2 δημόσια μαιευτήρια για όλον τον πληθυσμό, επίσης δεν υπάρχει αλλού· ο ιδιωτικός υγιεινισμός, όμως, σε όλες τις πλευρές του (απ’ τα συμπληρώματα διατροφής μέχρι τις αισθητικές επεμβάσεις) υπάρχει και παρα-υπάρχει. Θέλουμε να πούμε: οι διαδικασίες εμπορευματοποίησης (και άρα μετρήσιμης απόσπασης υπεραξίας) στο “κοινωνικό εργοστάσιο 2.0” δεν ήταν και δεν είναι ίδιες, μία προς μία, παντού. Η γενική τάση είναι, όμως, ενιαία.
Ένα παράδειγμα στρατηγικής σημασίας. Το ότι τα “οικιακά” είναι όντως παραγωγική εργασία αναγνωρίστηκε, όχι όμως με την παροχή “μισθού στις νοικοκυρές”. Αλλά με την υποτίμηση αυτής της εργασίας, μέσα απ’ την βίαιη εκμετάλλευση (συχνά και αιχμαλωσία) μεταναστριών εργατριών. Τόσο πριν όσο (ακόμα πιο συστηματικά) μετά την “κατάρρευση” του ανατολικού μπλοκ, στα ‘90s. Εδώ αναδείχθηκε γρήγορα (από ιστορική άποψη) μια σκληρή απάντηση στην πολιτικά καινοτόμα έως επαναστατική αποκάλυψη των αυτόνομων φεμινιστριών: ένα κράμα τριτογενοποίησης (με την έννοια της ένταξης διάφορων πλευρών των “οικιακών” στην ανάπτυξη του “τριτογενούς”) και νεο-φεουδαρχίας (η εσώκλειστη, αιχμάλωτη “υπηρέτρια”). [7Περισσότερα στο Sarajevo νο 12, Μάρτης 2007, τριτογενοποίηση και τριτοκοσμοποίηση: η υπηρέτρια στην μητρόπολη.] Αυτό το είδος της απάντησης σε ένα τόσο κεντρικό (για την ιστορία του ανταγωνιστικού κινήματος) ζήτημα θα ερευνήσουμε μελλοντικά. Επειδή αποτελεί μια μικρογραφία μεν, καίρια δε από πολιτική άποψη.

Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η διαδικασία μηχανοποίησης του κοινωνικού εργοστάσιου. Μια διαδικασία που απλώνεται ραγδαία μετασχηματίζοντας τις κοινωνικές σχέσεις, κάνοντας τες ακόμα πιο δυναμικά και καθαρά κοινωνική αναπαραγωγή του κεφάλαιου!
Ένας κατάλογος των μηχανών καθημερινής χρήσης σε αναπτυγμένες καπιταλιστικά κοινωνίες στα τέλη του 20ου αιώνα δεν θα ήταν μεγάλος, είναι ωστόσο εντυπωσιακός. Το ακόμα εντυπωσιακότερο είναι το κύμα που έχει προστεθεί τα τελευταία 15 χρόνια και είναι ακόμα στις πρώτες φάσεις του: οι επικοινωνιακές / πληροφορικές μηχανές και οι (οικιακές) ρομποτικές μηχανές που βρίσκονται καθ’ οδόν. Μαζί μ’ αυτές το λεγόμενο internet of things.
Θα μπορούσε να δει κανείς στις δεύτερες (στα οικιακά ρομπότ) την μηχανοποίηση μεγάλου μέρους της καθημερινής αναπαραγωγής, μια έντονη αναβάθμιση της (παλιάς) οικοσυσκευής, του πλυντηρίου, του ψυγείου, της ηλεκτρικής κουζίνας, κλπ;  Αυτή η παρατήρηση είναι λιγότερο απ’ την μισή αλήθεια. Ξεκινάει, επίσης, η μηχανοποίηση / αυτοματοποίηση ενός (τουλάχιστον) μέρους του “οικιακού περιβάλλοντος” (πιθανόν, κατ’ αρχήν, και ορισμένων απλών οικιακών εργασιών) και μετατροπή τους σε data. Data είναι η πιο πρόσφατη ιστορικά μορφή εμπέδωσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Ίσως το σημαντικότερο είναι ότι η γενίκευση της καθημερινής χρήσης των επικοινωνιακών / πληροφορικών μηχανών και το επερχόμενο κύμα των ρομποτικών οικιακών μηχανών, φτιάχνουν μέσα στο κοινωνικό εργοστάσιο 2.0 μια καινούργια φιγούρα: τον χειριστή - μάζα (των μηχανικών μεσολαβήσεων) της καθημερινής του ζωής. Αυτή η φιγούρα, ο χειριστής - μάζα  ηλεκτρονικών και ρομποτικών μηχανών, δεν εργάζεται (με την ουσιαστική έννοια της λέξης) αλλά ζει σαν τέτοιος. Εννοείται, επίσης, ότι δεν πληρώνεται· πληρώνει.
Όμως ενόσω ζει σαν χειριστής των καθημερινών μηχανών και του “ολικού συστήματός τους”, παράγει πληροφορίες (τα data του), που συλλέγονται (με την θέλησή του ή χωρίς είναι ένα άλλο θέμα) απ’ τις “αρμόδιες εταιρείες” και τις “αρμόδιες αρχές”, για την όποια αξιοποίηση. Αξιοποίηση καπιταλιστική, εμπορευματική εννοείται, αλλά και αξιοποίηση ελέγχου.

τηλεχειριστήριο καθημερινής ζωής

Το τηλεχειριστήριο της καθημερινής ζωής έχει αρχίσει να χειρίζεται τους χειριστές του...

Συμβαίνει εδώ, λοιπόν, ένα σημαντικό “εσωτερικό” άλμα μέσα στην πραγματική υπαγωγή των κοινωνιών (των κοινωνικών σχέσεων) στο κεφάλαιο. Αυτή η υπαγωγή γίνεται συμπαγής μέσω της μηχανοποίησης του κοινωνικού εργοστάσιου 2.0, επαναλαμβάνοντας την γραμμή κυριαρχίας που ακολουθήθηκε στη βιομηχανική οργάνωση της εργασίας, απ’ το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μετά· τώρα όμως σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο, σε μια έκταση καθολική, και σε μια ένταση εντελώς καινούργια.
Οι χειριστές των μηχανικών μεσολαβήσεων της καθημερινής ζωής τους είναι ένα ιστορικά μοναδικό είδος “ανειδίκευτων”. Δεν είναι (και δεν θα είναι όλο και περισσότεροι) ανειδίκευτοι μέσα στην εργοστασιακή γραμμή συναρμολόγησης. Είναι ανειδίκευτοι μέσα στις “κοινωνικές πολυγραμμές” (δίκτυα) συναρμολόγησης της ζωής τους την ίδιας!
Αυτή είναι, στη συγκεκριμενη ιστορική φάση, η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κανόνων διαμορφωμένη σαν (μηχανικά μεσολαβημένη) κοινωνική αναπαραγωγή.

Ο Μαρξ, στα Grundrisse, στο γνωστό “απόσπασμα για τις μηχανές” γράφει μεταξύ άλλων (ο τονισμός με αραίωση δικός μας): [8Grundrisse, der kritik der politischen okonomie, τόμος β, σελ 531 - 533, εκδ. στοχαστής.]

... Ενταγμένο στην παραγωγική διαδικασία του κεφάλαιου, το εργασιακό μέσο διατρέχει διάφορες μεταμορφώσεις, με τελευταία τους τη μηχανή, η καλύτερα, ένα αυτόματο σύστημα μηχανημάτων .... που το κινεί ένα αυτόματο, μια κινητήρια δύναμη που αυτο-κινείται· αυτόματο που αποτελείται από πολυάριθμα μηχανικά και πνευματικά όργανα, έτσι ώστε οι ίδιοι οι εργάτες καθορίζονται μόνο σαν συνειδητά μέλη του. Στη μηχανή, κι ακόμα περισσότερο στα μηχανήματα σαν αυτόματο σύστημα, το μέσο εργασίας μετασχηματίζεται ως προς την αξία χρήσης του, δηλαδή ως προς την υλική του παρουσία, σε μια ύπαρξη επαρκή για το πάγιο κεφάλαιο και για το κεφάλαιο γενικά· και η μορφή με την οποία εντάχθηκε σαν άμεσο μέσο εργασίας στην παραγωγική διαδικασία του κεφάλαιου αίρεται σε μια μορφή τοποθετημένη από το ίδιο το κεφάλαιο και αντίστοιχή του.
Η μηχανή από καμιά άποψη δεν εμφανίζεται σαν μέσο εργασίας του ξεχωριστού εργάτη. Η δική της differentia specifica [ειδοποιός διαφορά] δεν είναι με κανένα τρόπο - όπως στο μέσο εργασίας - να διαμεσολαβεί τη δραστηριότητα του εργάτη πάνω στο αντικείμενο. Αντίθετα, η δραστηριότητα αυτή έχει τοποθετηθεί με τρόπο που πια απλά μεσολαβεί τη δουλειά της μηχανής, τη δράση της πάνω στην πρώτη ύλη - την επιβλέπει και την προφυλάσσει από διαταραχές. Όχι όπως στο εργαλείο, που ο εργάτης το εμψυχώνει σαν όργανο με τη δική του επιδεξιότητα και δραστηριότητα, και που άρα ο χειρισμός του εξαρτιέται από τη δεξιοτεχνία του εργάτη. Αντίθετα η μηχανή, που αντί για τον εργάτη κατέχει αυτή επιδεξιότητα και δύναμη, είναι αυτή η ίδια ο δεξιοτέχνης, που έχει δική της ψυχή, τους μηχανικούς νόμους που επιδρούν μέσα στη μηχανή· και την αδιάκοπη αυτο-κίνησή της... Η δραστηριότητα του εργάτη, περιορισμένη σε απλά αφηρημένη δραστηριότητα, καθορίζεται και ρυθμίζεται ολόπλευρα από την κίνηση των μηχανημάτων - όχι το αντίστροφο...

Θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε την λέξη “εργάτης” ... αν βρίσκαμε μία κατάλληλη για να αποδοθεί το αυτός / αυτή που ζει στο σύγχρονο βιοπληροφορικό καθημερινό περιβάλλον. Έτσι θα ήταν διαφωτιστικά και τα επόμενα κομμάτια, πάλι απ’ τα Grundrisse και το “απόσπασμα για τις μηχανές”:

...Η συσσώρευση της γνώσης και της επιδεξιότητας, των γενικών παραγωγικών δυνάμεων του ανθρώπινου μυαλού, απέναντι στον εργάτη απορροφήθηκε μ’ αυτό τον τρόπο στο κεφάλαιο, και άρα εμφανίζεται σαν ιδιότητα του κεφάλαιου, πιο συγκεκριμένα του πάγιου κεφάλαιου, στο μέτρο που αυτό εντάσσεται στην παραγωγική διαδικασία σαν το καθαυτό μέσο παραγωγής. Ώστε τα μηχανήματα εμφανίζονται σαν η επαρκέστερη μορφή του πάγιου κεφάλαιου...
... Στα μηχανήματα, η γνώση εμφανίζεται σαν ξένη, εξωτερική προς τον εργάτη· και η ζωντανή εργασία εμφανίζεται υποταγμένη στην αντικειμενικοποιημένη, που διαθέτει αυτοτελή δράση. Ο εργάτης εμφανίζεται σαν περιττός, στο μέτρο που η δράση του δεν καθορίζεται από τις ανάγκες [του κεφάλαιου]...

Έτσι διαμορφώνεται η κατάσταση στο κοινωνικό εργοστάσιο 2.0... Κι αυτό, από εργατική ανταγωνιστική άποψη, δημιουργεί δεδομένα πρωτοφανή, τόσο από θεωρητική όσο και από πολιτική άποψη.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Στα ιταλικά το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Μάη του 1979. Στα ελληνικά αρκετά σύντομα, τον Ιούλη του 1983, απ’ τις εκδόσεις Κομμούνα.
[ επιστροφή ]

2 - Από ασχετοσύνη, αδιαφορία, βλακεία, δολιότητα ή άγνοια (πρακτικά από τον συνδυασμό τους) διάφοροι μας έχουν κατηγορήσει κατά καιρούς σαν οργανωμένη αυτονομία, εδώ και 20 χρόνια, για “εργατισμό”. Αυτό προκύπτει (υποστηρίζουν) απ’ το γεγονός ότι έχουμε σε κεντρική θέση τις σύγχρονες μορφές της αντίθεσης ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία.
Είναι ένα θέμα που θα άξιζε να του αφιερώσουμε πολύ περισσότερα... Έστω, εδώ, στον χώρο μιας σημείωσης, μερικά τηλεγραφικά.
Πρώτον, ο εργατισμός είναι ένα συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα ανάλυσης και δράσης το οποίο απέδιδε (μαχητική) κεντρικότητα στους βιομηχανικούς εργάτες. Υπήρξε πολύ πλούσια σε αγώνες, συγκρούσεις, εμπειρίες και αναλυτική ευστοχία· αλλά ήταν αυτό: το κέντρο είναι οι εργάτες των μεγάλων εργοστασίων. Δεν ανήκουμε σ’ αυτό το ρεύμα κι ούτε θα ήταν δυνατό να ανήκουμε.
Δεύτερον, η άποψη περί κεντρικότητας (αλλά όχι περί μοναδικότητας!!!) της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο (στα αφεντικά) και στην εργασία (στους εργάτες / τις εργάτριες) δεν είναι χαρακτηριστικό του “εργατισμού”. Είναι βασικό χαρακτηριστικό του κομμουνισμού.
Τρίτον, σαν οργανωμένη εργατική αυτονομία, ή (ακόμα) και σαν “πρόλογος” σ’ αυτήν, καθόλου δεν πάσχαμε ή πάσχουμε από κάποιο είδος “εργατικής μονομανίας”. Φυσικά δεν περιμένουμε να μιλήσουν για εμάς με “καλά λόγια” οι αντίπαλοί μας· ωστόσο οι πρακτικές, οι απόψεις και οι προσανατολισμοί μας είναι πολύ γνωστοί. Απ’ τις καταλήψεις (οι παλιότεροι, απ’ τα ‘80s, με αναρχικούς συντρόφους τότε) ως την ανάδειξη μιας σειράς ζητημάτων (απ’ τις τεχνολογίες και τις συνέπειές τους ως την διαχείριση των σωμάτων και των φύλων - στις αρχές των ‘00s, με την υπογραφή των “μητροπολιτικών συμβουλίων” και της “federaction”), από ζητήματα πολεοδομικής καταστολής (στέκι της αρχιτεκτονικής) μέχρι τον αντιφασισμό, το μόνο που θα μπορούσε να μας “κατηγορήσει” κανείς είναι ότι ποτέ και πουθενά δεν παραλείψαμε την εργατική μας θέση, στο όνομα μικροαστικών εννοιών όπως “ο άνθρωπος” ή “η ελευθερία”.
Οπωσδήποτε αυτά δεν άρεσαν ούτε αρέσουν. Εντάξει. Αλλά ανήκουμε στην σύγχρονη εργατική τάξη και είμαστε αυτόνομοι / ες - κι αυτό είναι το σκάνδαλο!
[ επιστροφή ]

3 - Πρόκειται για εισαγωγή του Γιώργου Καραμπελιά. Προφανώς και δεν αναγνωρίζουμε σε κανέναν “πρώην” να “πάρει μαζί του” πράγματα που, σε τελευταία ανάλυση, δεν του ανήκουν!
[ επιστροφή ]

4 - Επειδή δεν υπήρχε σ’ αυτούς τους υποστηρικτούς τομείς, στο “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0” ατομική ιδιοκτησία αλλά, αντίθετα, αυτό το “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0” βρισκόταν υπό την άμεση διεύθυνση του κράτους· και επειδή δεν υπήρχε παραγωγή εμπορευμάτων, άρα διάθεσή τους στην αγορά σαν τέτοια, άρα πραγματοποίηση της υπεραξίας, η εργατική / ανταγωνιστική ανάλυση αυτού του “κοινωνικού εργοστασίου 1.0” έμεινε, ουσιαστικά, κολοβή. Ο Αλτουσέρ και οι οπαδοί του κατάφεραν να “πουλήσουν”, κατά κάποιον τρόπο, την ιδεολογική σημασία του ενός απ’ αυτούς τους τομείς, του εκπαιδευτικού συστήματος. Αλλά αυτή η ιδέα δεν μπορούσε να επεκταθεί στο σύνολο των υποστηρικτών τομέων, στο σύνολο του “κοινωνικού εργοστασίου 1.0”.
Η πιο συνηθισμένη παγίδα στην οποία έπεσαν αυτοί οι μαρξιστές (συμπεριλαμβανόμενων, ως ένα σημείο, των ιταλών εργατιστών) ήταν η διάκριση (στα κείμενα του ίδιου του Μαρξ) ανάμεσα σε “παραγωγική” και “μη παραγωγική” εργασία. Ουσιαστικά “μη παραγωγική” θεωρούνταν, τουλάχιστον ως τα ‘70s, η εργασία στον τομέα των υπηρεσιών, και μάλιστα εκείνων που δεν “πωλούνταν σαν εμπορεύματα”.
Τα μάγια τα έλυσε εκείνο το τμήμα του φεμινισμού (και οπωσδήποτε οι ιταλίδες αυτόνομες φεμινίστριες) που μίλησε για απλήρωτη γυναικεία εργασία στα “οικιακά”. Η γυναικεία δουλειά στο σπίτι δεν ήταν μόνο απλήρωτη· δεν παρήγαγε, επίσης, εμπορεύματα διαθέσιμα σε κάποια αγορά. Συνεπώς ταίριαζε γάντι στην “μη παραγωγική” εργασία. Όμως οι ιταλίδες αυτόνομες απέδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία το πόσο σημαντική, στρατηγική ήταν αυτή η εργασία για την κοινωνική αναπαραγωγή των εργατών (και των διαδόχων τους). Αυτές οι αποδείξεις έχουν στρατηγική σημασία για το πως σκεφτόμαστε, αναλύουμε και δρούμε σήμερα σαν αυτόνομοι εργάτες / εργάτριες. Γιατί έβγαλαν την (ακόμα και) απλήρωτη / (ακόμα και) μη εμπορευματική εργασία στην κοινωνική αναπαραγωγή απ’ τα υπόγεια της “μη παραγωγικότητας”. Και ανέδειξαν την στρατηγική σημασία που είχε για τις καπιταλιστικές ισορροπίες και ομαλότητες  η κοινωνική αναπαραγωγή σε όλο της το εύρος (δηλαδή στο σύνολό του, τελικά, το “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0”, που έμοιαζε με τα “οικιακά” ως προς την εμπορευσιμότητα της παραγωγής του και διέφερε ως προς το ότι υπήρχαν μισθωτές σχέσεις εκεί, ενώ στο νοικοκυριό όχι) ακόμα και ΠΡΙΝ απ’ αυτό που ξέρουμε σήμερα σαν “κοινωνικό εργοστάσιο”.
[ επιστροφή ]

5 - Αναλυτικότερα στις κόκκινες σελίδες, τεύχη 4 και 5 - εκδ. λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα.
[ επιστροφή ]

6 - Δεν ήταν ένα “φιλοσοφικό” έργο / κατόρθωμα. Ήταν, αντίθετα, το πολιτικό έργο της κατανόησης και της σύνθεσης, κατ’ αρχήν από θεωρητική / αναλυτική άποψη, πολλών και διαφορετικών αγώνων, αγώνων μαζικών και αποφασιστικών, που ξεκινούσαν απ’ το γυναικείο κίνημα και έφταναν ως τις καταλήψεις, που ξεκινούσαν απ’ τους παράνομους ραδιοφωνικούς σταθμούς και έφταναν ως την αντιμπάτσικη ενότητα των οπαδών του ποδοσφαίρου, που ξεκινούσαν απ’ το μαζικό τζαμπατζιλίκι στα δημόσια μέσα μεταφοράς και έφταναν ως τις φοιτητικές κινητοποιήσεις: έξω και ενάντια στα κόμματα, ενάντια τόσο στο κράτος όσο και στα αφεντικά, ενάντια στις ήδη τότε υπαρκτές “φορντικές” μορφές εκμετάλλευσης και πειθάρχησης στο “κοινωνικό εργοστάσιο 1.0”.
[ επιστροφή ]

7 - Περισσότερα στο Sarajevo νο 12, Μάρτης 2007, τριτογενοποίηση και τριτοκοσμοποίηση: η υπηρέτρια στην μητρόπολη.
[ επιστροφή ]

8 - Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie, τόμος β, σελ 531 - 533, εκδ. στοχαστής.
[ επιστροφή ]

κορυφή