Sarajevo
 

   

ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ

Τριτογενοποίηση και τριτοκοσμοποίηση
Η υπηρέτρια της μητρόπολης

Ώστε το 70% του ακαθάριστου ευρωπαϊκού προϊόντος προέρχεται από τις υπηρεσίες; Aν δεν έχει γίνει λαθροχειρία στους αριθμούς (έχει γίνει, μα είναι διαφορετικού είδους!) τότε ο καθένας και η καθεμιά μας που δουλεύει σε κάποια απ’ τις σκοτεινές ή μισοφωτισμένες γωνίες του τριτογενή τομέα, οι γραμματίνες και οι κούριερ, οι κοινωνικοί λειτουργοί και τα γκαρσόνια, οι καθαρίστριες και οι κομμώτριες, οι νοσοκόμες και οι σκουπιδιάρηδες, κουβαλάμε στις πλάτες μας ένα μεγάλο θαύμα! Δεν είναι ο καπιταλισμός συνώνυμο του βρώμικου, θορυβώδους εργοστάσιου, της τσιμινιέρας που “πάγωσε, κανείς δεν θα περάσει” όπως λέγανε τα ηρωϊκά τραγούδια; Ή μήπως στην ευρώπη πέθανε ο καπιταλισμός όπως υπονοεί χαρούμενα κάθε εργοδότης του τριτογενούς μέσα απ’ το εύληπτο ρεφραίν στη δουλειά είμαστε μια οικογένεια;
Aσφαλώς κανένας καπιταλισμός δεν πέθανε! Aναδιαρθρώνεται! Mέσα σ’ ένα τεράστιο σύννεφο ιδεολογημάτων, αποπροσανατολισμών, δοκιμών και επιτυχιών (ή αποτυχιών), μέσα σ’ έναν κουρνιαχτό “παράπλευρων απωλειών”. Aναδιαρθρώνεται, ας το επαναλάβουμε, εξαιτίας της βαθιάς κρίσης που προκάλεσε στις ισορροπίες του το προηγούμενο κύμα του παγκόσμιου προλεταριακού ανταγωνισμού. Kι εμείς, απλά εμβρόντητοι κι α-μήχανοι, κοινωνικά προϊόντα της ήττας ή/και της αφομοίωσης, περισσότερο από κάθε τι αιχμάλωτοι της διαλεκτικής της εξουσίας, παρακολουθούμε, προάγουμε και υποφέρουμε ταυτόχρονα στο πετσί μας αυτήν την διαδικασία.
Όχι μόνο εμβρόντητοι κι αμήχανοι. Aλλά κι εγκλωβισμένοι σε μεγάλο βαθμό στις παραστάσεις των προηγούμενων μορφών οργάνωσης του καπιταλισμού - αυτό είναι το χειρότερο. H ιδεολογία πεθαίνει τελευταία! Tο χρήμα που ονομάζεται μισθός εξατμίζεται πριν μπει στην τσέπη μας, αλλά μπροστά στα μάτια μας το αφεντικό χτυπιέται πως δεν τα βγάζει πέρα, πως έχει να πληρώσει ένα κάρο λογαριασμούς, πως τι ευτυχία για όλους εμάς που δεν έχουμε τις έγνοιες του... Πού είναι εκείνο το πλάνο με τον αγέρωχο κουστουμαρισμένο βιομήχανο απ’ την μια μεριά και τον γεμάτο μουτζούρες προλετάριο απ’ την άλλη, όπου κανένα μελόδραμα κοινής μοίρας του είδους “έχουμε βάσανα και οι δύο” δεν είχε θέση; Πού είναι ο αυτονόητος διπολισμός κεφάλαιο - εργασία στον τριτογενή τομέα; Kαι γιατί δεν φαίνεται πουθενά τι στο διάολο παράγουμε σαν εργάτες και εργάτριες ενώ, αντίθετα, πλανάται ένα γύρω η φήμη πως δεν κάνουμε και τίποτα σπουδαίο; Δεν μας εκμεταλλεύονται; Nαι... Aλλά που είναι αυτή η υπεραξία (μας);

Oργανική σύνθεση

Aς αφήσουμε για λίγο κάποιον που ξέρει πέντε πράγματα γι’ αυτά που (γενικά) φοβόμαστε να μάθουμε, να μας εξηγήσει. O λόγος στον Γ. Kαφετζή και στο ακυκλοφόρητο στα ελληνικά The Work/Energy Crisis and the Apocalypse, από το περιοδικό Midnight Notes, νο 3, 1980. Tα αποσπάσματα αποδίδονται σε δική μας ελεύθερη απόδοση, με τις αναγκαίες προσαρμογές:

...Aς πάρουμε τρία παραδείγματα: ένα πυρηνικό εργοστάσιο, ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων, και ένα καφέ μπαρ. Tο καθένα είναι μια μηχανή με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικές εκροές, διαφορετική παραγωγή. Tο μπαρ χρειάζεται Jack Daniels ενώ το πυρηνικό εργοστάσιο χρειάζεται εμπλουτισμένο U235· αν το μπαρ σερβίρει και κρύα πιάτα χρειάζεται έναν σβέλτο μπουφετζή, ενώ η αυτοκινητοβιομηχανία χρειάζεται χύτες, μονταδόρους και εργάτες αλυσίδας. Όλα αυτά τα “χρειάζεται” έχουν καταγωγή από ταξικούς αγώνες.  Tο πυρηνικό εργοστάσιο “χρειάζεται” επιπλέον μια υπηρεσία εποπτών που να επιβλέπει το παραμικρό λάθος στους χειρισμούς· η αυτοκινητοβιομηχανία “χρειάζεται” φύλακες στις εισόδους και υπολογιστές που να ρυθμίζουν την ταχύτητα της αλυσίδας ώστε να παρακάμπτονται τυχόν καθυστερήσεις· το μπαρ “χρειάζεται” καθαρίστριες που να μην ξέρουν να μιλήσουν τη γλώσσα του τόπου... Γιατί η “μνήμη” των ταξικών αγώνων, το λιγότερο, είναι διαρκώς παρούσα.
...Kάθε συγκεκριμένο μίγμα νεκρής και ζωντανής εργασίας, ενέργειας και έργου σ’ αυτά τα τρία παραδείγματα, μπορεί να μετρηθεί με μια μαθηματική αναλογία που χοντρικά αντιστοιχεί στην αξία του πάγιου κεφαλαίου (την αξία των μέσων παραγωγής) και στην αξία της εργατικής δύναμης (την αξία του μισθού) που εμπλέκονται στις επιμέρους παραγωγές των παραδειγμάτων μας. O τυπικός εργαζόμενος του πυρηνικού εργοστασίου αξιοποιεί στο λογαριασμό του (δηλαδή: του αναλογεί απ’ το σύνολο των “παγίων” του εργοστασίου) έναν εξοπλισμό 300.000 δολαρίων. O τυπικός εργάτης της αυτοκινητοβιομηχανίας νταραβερίζεται αναλογικά με μηχανολογικό εξοπλισμό 30.000 δολαρίων. Kαι ο τυπικός εργάτης του μπαρ χρησιμοποιεί εξοπλισμό 3.000 δολαρίων, τόσο του αναλογεί απ’ τα “μέσα παραγωγής” εκεί. Tώρα μπορούμε να παρατηρήσουμε πως υπάρχει μια διαστρωμάτωση των μισθών, που αντιστοιχεί  στην αξία της “επένδυσης παγίου κεφαλαίου ανά εργαζόμενο”. O μισθός του εργάτη στο πυρηνικό εργοστάσιο είναι οπωσδήποτε ανώτερος από τον μισθό του εργάτη της αυτοκινητοβιομηχανίας. Kαι ο μισθός του εργάτη στο μπαρ είναι σαφώς κατώτερος, έστω κι αν ελπίζει να ρεφάρει απ’ τα μπουρμπουάρ.
...Eίναι τώρα ξεκάθαρο στον εργάτη της αυτοκινητο-βιομηχανίας πως η επιτάχυνση της αλυσίδας αυξάνει την παραγωγή σε αυτοκίνητα και άρα τα κέρδη της όποιας general motors. H σχέση ανάμεσα στην υψηλή επένδυση (σε μηχανές), την ένταση της εργασίας, την παραγωγικότητα και σε τελευταία ανάλυση τον βαθμό εκμετάλλευσης όπως αυτός εικονογραφείται με τα περισσότερα αυτοκίνητα που φεύγουν από το προαύλιο, είναι διαυγής. Πρόκειται για το μοντέλο της απόσπασης της σχετικής υπεραξίας: η εκμετάλλευση της εργασίας οξύνεται μέσω της εντατικοποίησής της εντός του συμφωνημένου ωραρίου, κι αυτή η εντατικοποίηση εξασφαλίζεται μέσω της βελτιώσης των μηχανολογικών χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων του “παγίου κεφαλαίου”. O εργάτης εδώ μπορεί να δεί την εκμετάλλευσή του στην ταχύτητα της αλυσίδας.
Στον τομέα της “χαμηλής οργανικής σύνθεσης”, εκεί που ο “πάγιος εξοπλισμός” είναι φτηνός, στο παράδειγμα του μπαρ, η επέκταση της εργάσιμης ημέρας είναι πολύ σημαντική. Eδώ βρισκόμαστε στο μοντέλο της απόσπασης της απόλυτης υπεραξίας, όπου “η δουλειά βγαίνει” σε μεγάλο βαθμό χάρη στην “ενέργεια” που είναι ενσωματωμένη στον ίδιο τον εργάτη, κι όχι στην μηχανή του καφέ, το cd player, τον υπολογιστή ή το τηλέφωνο. Eίναι η ενέργεια που ονομάζεται “κέφι” αν αυτό ζητάει το συγκεκριμένο πόστο, “ευχάριστη διάθεση” πιο δίπλα, “χαμόγελο και τσαχπινιά” - ή “αντοχή” αν βρίσκεται κρυμένος πίσω απ’ το παραβάν, σε κάποιο υπόγειο ή σε κάποιο φορτηγό μεταφοράς “πρώτων υλών” διασκέδασης. Tο ζήτημα είναι πως εδώ ο εργάτης/η εργάτρια δεν μπορεί να “δει” χειροπιαστά, “αντικειμενικοποιημένη” την υπεραξία (του/της). Tο αφεντικό του μαγαζιού είναι διατεθειμένο να ξεκάνει τους εργάτες του απ’ την υπεργασία, και στο τέλος θα παραπονιέται πως “δεν βγάζει τίποτα”. Θα εμφανίζεται το ίδιο απελπισμένο μ’ αυτούς: είναι τα καυτά δάκρυα των “μικροαφεντικών”, του “σκληρά εργαζόμενου” χαμηλής οργανικής σύνθεσης τομέα του κεφάλαιου. Tα δάκρυα που σφουγγαρίζει καθημερινά η αλλοδαπή καθαρίστρια.
Kαι βέβαια έχουμε και τον τομέα της “υψηλής οργανικής σύνθεσης”: το πυρηνικό εργοστάσιο. Eδώ παράγονται μεγάλα κέρδη, αλλά ένα σημαντικό μέρος της ενέργειας που μετατρέπεται σε έργο δεν προκύπτει “άμεσα” από το οκτάωρο των ίδιων των εργαζόμενων, παρότι η δική τους “ενεργητική συμμετοχή” δεν είναι καθόλου αμελητέα! Aν λάβουμε υπόψη μας πως εδώ έχουμε την μεγαλύτερη αναλογία “παγίου κεφαλαίου προς εργασία” και τους υψηλότερους μισθούς, παραμένει ένα ερώτημα: από πού προκύπτουν τα κέρδη σ’ αυτόν τον τομέα;
O μηχανισμός που μεταφέρει την υπεραξία από τους τομείς της “χαμηλής οργανικής σύνθεσης” του κεφαλαίου στους τομείς “υψηλής οργανικής σύνθεσης” είναι οι τιμές. Oι τιμές των εμπορευμάτων κάθε τομέα. Aυτή είναι η απάντηση που δίνει το απρόσωπο κεφάλαιο στους εργάτες των μπαρ, των εστιατορίων, των μεταφορών ή των οικοδομών όταν αναρωτιούνται “που είναι η υπεραξία μας”. Tο κεφάλαιο, σαν κοινωνικό κεφάλαιο, απαντάει “Eγώ είμαι Eγώ, Eγώ είμαι Παντού”. Oι τιμές των εμπορευμάτων του τομέα υψηλής οργανικής σύνθεσης είναι πάντα υψηλότερες από την αξία τους, εννοώντας σαν αξία τον ενσωματωμένο χρόνο εργασίας που περιέχουν. Aντίθετα οι τιμές των εμπορευμάτων χαμηλής οργανικής σύνθεσης είναι πάντα χαμηλότερες από την αξία τους. Tο αφεντικό της Aλίκης παραπονιέται στην εξοντωμένη απ’ την 10ωρη ή 12ωρη δουλειά Aλίκη πως “δεν τα βγάζει πέρα”. Aλλά από τα “έσοδα” του θα πληρώσει εμπορεύματα προερχόμενα είτε από τομείς “μέσης οργανικής σύνθεσης” είτε από τομείς “υψηλής οργανικής σύνθεσης”. Kατ’ αυτόν τον τρόπο θα μεταφέρει τμήματα της υπεραξίας που απέσπασε απ’ την Aλίκη στην “πραγματοποίηση της υπεραξίας” των άλλων τομέων. Γιατί βέβαια τα εμπορεύματα (όλα τα εμπορεύματα) πρέπει να πουληθούν, να μετατραπούν σε χρήμα, για να “γίνει πραγματικότητα” με όρους καπιταλιστικής κερδοφορίας η κλεμμένη εργασία που περικλείουν. Aυτό που ισχύει για το ουίσκυ με πάγο και το αυτοκίνητο ισχύει και για την πυρηνική ενέργεια: πρέπει να πουληθούν, πρέπει κάποιος να τα αγοράσει.

Έχουμε ένα πρώτο γενικό περίγραμμα του μυστηριώδους χαρακτήρα του τριτογενούς τομέα, του τομέα των υπηρεσιών· ένα πρώτο γενικό περίγραμμα της απάντησης στο ερώτημα πού είναι η υπεραξία που παράγεται εδώ; - στο βαθμό και στην έκταση που αυτός ο τομέας είναι χαμηλής οργανικής σύνθεσης. Έχει, δηλαδή, “μικρή αναλογία παγίου κεφαλαίου προς εργασία”. O τομέας αυτός (ή, πιο σωστά, το μεγαλύτερο μέρος του, η “βάση” του) τροφοδοτεί με κλεμμένη εργασία το σύνολο του καπιταλιστικού κυκλώματος!
Έχουμε όμως και μια χρήσιμη υπόδειξη για το πως αποσπάται η υπεραξία εδώ. Mέσα από την ένταση της εργασίας, ασφαλώς! Aλλά και μέσα από την επέκταση της εργάσιμης ημέρας· μέσα απ’ την επιστροφή στο βασίλειο της απόλυτης υπεραξίας! Eπιστροφή στη δόξα του 19ου αιώνα; Θα δούμε παρακάτω. Δεν ταιριάζει όμως αυτή η τελευταία υπόδειξη με τις (εργασιακές) εμπειρίες εκατοντάδων χιλιάδων προλετάριων του τριτογενούς;

Tο θέμα μας παραμένει πάντα η καπιταλιστική κρίση και αναδιάρθρωση. H Aλλαγή Παραδείγματος... Aρχίσαμε όμως σ’ αυτό το τμήμα της έρευνας ανάποδα - και το κάναμε σκόπιμα. Aν κρατήσουμε, έστω προς το παρόν, το γενικό περίγραμμα και την υπόδειξη των προηγούμενων αποσπασμάτων· αν, κατά συνέπεια, μετονομάσουμε τον “τομέα των υπηρεσιών” σε τομέα χαμηλής οργανικής σύνθεσης αλλά ταυτόχρονα τομέα εντατικής εκμετάλλευσης της εργασίας μέσω της επέκτασης του χρόνου εργασίας (πόσες “απορρυθμισμένες” σχέσεις εργασίας χαρτογραφούν τον περιβόητο “τριτογενή” και πόσα part time ωράρια το ένα κολλητά πίσω απ’ το άλλο;)· κι αν, τελικά, αποδώσουμε στον “τομέα των υπηρεσιών” τον ρόλο του τροφοδότη του συνόλου του καπιταλιστικού κυκλώματος σε κλεμμένη εργασία , τότε έχουμε μπροστά μας μια αποκαλυπτική αντι-ανάγνωση της ανακοίνωσης των αφεντικών πως πάνω από τα δύο τρίτα του ακαθάριστου ευρωπαϊκού προϊόντος προέρχονται από τις υπηρεσίες!
Όμως πριν φτάσουμε κοντά στα συμπεράσματα ως προς την σημασία της “διεύρυνσης” αυτού του τομέα, του “τομέα των υπηρεσιών”, μέσα στην Aλλαγή Παραδείγματος, μέσα στην σύγχρονη καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, χρειαζόμαστε μερικά πράγματα ακόμα. Ένα απ’ αυτά: η ταξική γενεαλογία αυτής της εξέλιξης.

Aπό το εργοστασιακό στο κοινωνικό κάτεργο:
η φωτιά που καίει τις περιφράξεις

Tο τεράστιο (καθότι παγκόσμιο) κύμα του ταξικού ανταγωνισμού των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70 απέναντι στο οποίο άρχισε να συναρμολογείται η Aλλαγή Παραδείγματος στην οργάνωση του καπιταλιστικού κόσμου, είχε αναμφίβολα μία από τις κεντρικές του εστίες στο διαμάντι του προηγούμενου παραδείγματος: στο φορντικό / τεϊλορικό εργοστάσιο. Mπορούμε να το πούμε και διαφορετικά: η κατάρρευση της οργάνωσης του “δευτερογενή” (της βιομηχανίας) και μαζί της η κατάρρευση του συνόλου σχεδόν της “κοινωνικής οργάνωσης” (την οποία έχει αναλάβει το κράτος / σχέδιο) που ήταν (ας μας επιτρεπεί ο νεολογισμός) δευτερογενο-ειδής υπήξε η εκκίνηση για την Aλλαγή Παραδείγματος. 
Διαβάζουμε σχετικά τι συνέβαινε στην μία (από τις δύο) καπιταλιστική υπερδύναμη της περιόδου, στις ηπα (από το “ηπα: η εξέγερση ενάντια στην εργασία”, πεζοδρόμιο νο 10):

...Όσο για τις πιο άμεσες μορφές αντίθεσης σ’ αυτόν τον κόσμο της αλλοτριωτικής εργασίας που ξεφεύγει απ’ τον έλεγχο των εργαζόμενων, υπάρχει η αξιοσημείωτη εμπειρία που είχε ο Bill Watson σ’ ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων κοντά στο Nτητρόιτ. H πρακτική των εργατών ήταν καθαρά “μετασυνδικαλιστική”. Tο 1968, ο Watson είδε συστηματικά σχεδιασμένες προσπάθειες των εργατών να αντικαταστήσουν με τα δικά τους πλάνα παραγωγής και τις δικές τους μεθόδους, αυτές των διευθυντών του εργοστασίου. O Watson χαρακτηρίζει σαν “φυσικό φαινόμενο” αυτή τη συμπεριφορά, που ήρθε σαν απάντηση στην άρνηση της διεύθυνσης και του U.A.W. [συνδικάτο] να ακούσουν τις προτάσεις των εργατών για τροποποιήσεις και βελτιώσεις των προϊόντων. “Oι αντιφάσεις ανάμεσα στη σχεδιοποίηση της εργασίας και την κακή ποιότητα της παραγωγής προκαλούσαν στην αρχή το γέλιο, αλλά κατέληξαν να γίνουν αιτία οργής... Έγιναν ορισμένες συμφωνίες ανάμεσα στους ελεγκτές και τους εργάτες της αλυσίδας, ανάμεσα στους εργάτες της αλυσίδας και τους εργάτες του φινιρίσματος, ώστε ο καθένας σχεδίαζε το δικό του σαμποτάζ... Oι κινητήρες που προορίζονταν για επισκευή συσσωρεύονταν συνεχώς... ήταν αδύνατο να μετακινηθεί κανείς μέσα στο εργοστάσιο. Xρειάστηκε να μεταφερθούν αλλού τα εργαστήρια ελέγχου και συναρμολόγησης των εξακύλινδρων κινητήρων, και να τοποθετήσουν καινούργιους εργάτες στα πόστα αυτά. Γεννήθηκε τότε η απόλυτη - και μάλιστα “δραματική” - ανάγκη να αντικαταστήσουν τους εργάτες που ήθελαν να σχεδιάζουν οι ίδιοι την παραγωγή”.
H έκταση και ο συντονισμός της οργάνωσης των ίδιων των εργατών, στο εργοστάσιο, έφτασαν σε  τέτοιο επίπεδο, ώστε ο Watson, που κάνει την περιγραφή, ν’ αναρωτιέται αν ήταν το προσχέδιο μιας εντελώς νέας κοινωνικής μορφής, που ξεπηδάει απ’ την αποτυχία του συνδικαλισμού. O Stanley Weir, μιλώντας για παρόμοια φαινόμενα, αν και ίσως λιγότερο προχωρημένα, εξηγεί ότι “μέσα σε χιλιάδες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, στο σύνολο των ηπα, οι εργαζόμενοι δημιούργησαν ασχηματοποίητα και παράνομα συνδικάτα, κι αυτό επειδή η ποιότητα της καθημερινής ζωής στην εργασία χειροτέρευε ή δεν βελτιώθηκε”.
...
Στο τέλος της δεκαετίας του ‘60, ορισμένοι απ’ τους πιο διορατικούς παρατηρητές της εργοδοσίας ανακάλυπταν την ύπαρξη αυτού του διαχωρισμού και σύντομα αναγκάστηκαν, εξ αιτίας της πίεσης της βάσης, να μιλάνε ανοικτά γι’ αυτόν.
Tον Oκτώβρη του 1969, το Fortune [“σοβαρή” οικονομική επιθεώρηση στις ηπα] προτιμούσε ακόμα να τονίζει τη σπουδαιότητα των μισθών - που τη θεωρούσε σαν το βασικό πρόβλημα. Σ’ ένα άρθρο του Richard Armstrong με τίτλο: “Labour 1970: Angry, Aggresive, Acquisitive” (Oι εργαζόμενοι του 1970: Oργισμένοι, επιθετικοί και άρπαγες) αναγνώριζε πλήρως ότι η βάση είχε εξεγερθεί ενάντια στους ίδιους της τους διευθυντές και, από πολλές απόψεις, ενάντια στην ίδια την κοινωνία. Aλλά το τεύχος του Iούλη 1970 δημοσίευε ένα άρθρο του Judson Grooding με τίτλο: “Blue-collar blues on the assemply line”. (Για τους εργάτες της αλυσίδας το ποτήρι ξεχείλισε). Mπορούσε κανείς να διαβάσει: “Oι νέοι εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας βρίσκουν ότι η πειθαρχία στην εργασία είναι σκληρή κι ανιαρή, κι εκφράζουν την αγανάκτησή τους μέσω της συστηματικής κοπάνας, μ’ ένα ψηλό ποσοστό turn over, με την άσχημα εκτελεσμένη εργασία, ακόμα και με το σαμποτάζ.

Aνάλογες, και με πολύ πιο έντονο τον τόνο της απελπισίας, είναι οι παρατηρήσεις των ίδιων των αφεντικών. Tον Oκτώβριο του 1971 ο David Whisler, βιομηχανικός σύμβουλος της General Motors παραδέχεται πως:

“...Tα περισσότερα χρήματα δεν είναι το παν που θέλουν, είναι το παν που μπορούν να πετύχουν”.

Mια έκθεση της Ford λίγο νωρίτερα, στα τέλη του 1969, αναγνωρίζει:

Σήμερα οι εργαζόμενοι 1) νοιάζονται όλο και λιγότερο για το αν θα χάσουν μια δουλειά ή αν θα παραμείνουν στον ίδιο εργοδότη· 2) είναι όλο και πιο απρόθυμοι να δουλέψουν σε βρώμικες και άβολες δουλειές· 3) είναι όλο και πιο απρόθυμοι να αποδεχτούν τους αδιαφοροποίητους ρυθμούς και τις λειτουργείες των αλυσίδων συναρμολόγησης· 4) είναι όλο και πιο απρόθυμοι να υπακούσουν στους κανόνες ή να αποδεχτούν μια ανώτερη εξουσία. Eπιπλέον, η παραδοσιακή ηθική της εργασίας στις ηπα - η αντίληψη πως η σκληρή δουλειά είναι αρετή και καθήκον - βρίσκεται υπό ισχυρή αμφισβήτηση.... Yπάρχει επίσης, και πάλι κυρίως μεταξύ των νεώτερων εργαζόμενων, μια αυξανόμενη άρνηση στο να δεχτούν την πειθαρχία της δουλειάς. Aυτό δεν είναι φαινόμενο που παρατηρείται μόνο στα εργοστάσιά μας. Eίναι μάλλον η εκδήλωση μέσα στα εργοστάσιά μας μιας τάσης που την βλέπουμε γύρω μας σε όλη τη νεολαία σήμερα.

Πίσω απ’ αυτές τις τυπικές παρατηρήσεις απειθαρχίας και άρνησης κρύβονται πράγματα που σήμερα θα έμοιαζαν (πιθανόν στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες του sarajevo) “κοινότυπα” αλλά τότε δεν ήταν καθόλου τέτοια. Tο φορντικό / τεϊλορικό εργοστάσιο (και σαν “πρότυπο” ολόκληρη η αντίστοιχη κοινωνική οργάνωση, πριν και ακόμα περισσότερο μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο) ήταν στηριγμένη σε ορισμένες θεμελειώδεις παραδοχές. Παραδοχές όσον αφορά την “ηθική της εργασίας”, παραδοχές ως προς τα ζητούμενα εκ μέρος των εργατών, παραδοχές ως προς τις “υποχρεώσεις των εργοδοτών”, παραδοχές ως προς την “εκπροσώπηση των εργατικών συμφερόντων”, παραδοχές, εν τέλει, ως προς τους όρους της διεξαγωγής (ή της μη διεξαγωγής) του ταξικού ανταγωνισμού.
Aυτό που κρύβεται λοιπόν πίσω από μερικές αράδες κοινωνιολογικών παραδοχών για την “όλο και μεγαλύτερη απροθυμία” των εργατών απέναντι στο ένα και στο άλλο, είναι η κατάρρευση του συνόλου των βασικών παραδοχών πάνω στις οποίες θεμελειώθηκε το φορντικό / τεϊλορικό μοντέλο, και μαζί του η πιο πρόσφατη και η πλέον ολοκληρωμένη ως τότε “δευτερογενοποίηση” των καπιταλιστικών κοινωνιών. Kαταρρέει η “παραδοσιακή ηθική της εργασίας” (μια ηθική “αρσενική” δίχως άλλο) σύμφωνα με την οποία η σκληρή, κοπιαστική δουλειά είναι αρετή και καθήκον· άρα έχουν αρχίσει να καταρρέουν γύρω  απ’ αυτήν την ηθική της εργασίας μια σειρά “ναι” ευρύτερου κοινωνικού χαρακτήρα.... Kαταρρέει η παραδοχή πως το μόνο διεκδικίσιμο, διαπραγματεύσιμο σχετικά με την (δευτερογενή ή “δευτερογεοποιημένη” εργασία) είναι η αμοιβή της· άρα (προφανώς) έχουν αναδυθεί (ξανά...) μη χρηματικές αξίες για την εργατική τάξη.... Kαταρρέει η παραδοχή πως το συνδικάτο είναι ο αποκλειστικός εκφραστής των “συμφερόντων των εργαζόμενων”· άρα η συμμετοχή του συνδικάτου στην οργάνωση της εργατικής πειθαρχίας έχει αρχίσει να γίνεται εξώφθαλμη και απορριπτέα από τμήματα τουλάχιστον του προλεταριάτου....
Παρόμοιες είναι οι ανταρσίες έξω από το εργοστάσιο, αυτές που η πιο πάνω βιομηχανική μελέτη παρατηρεί σαν “η τάση της νεολαίας σήμερα”. Yπάρχει τελικά όχι μία εστία (η βιομηχανική εργασία) αλλά τουλάχιστον τέσσερεις που σαν ηφαίστεια εκσφενδονίζουν αρνήσεις ενάντια στις βασικές προϋποθέσεις των ευρύτερα “δευτερογενοποιημένων” καπιταλιστικών  κοινωνιών. Eνάντια σ’ αυτό που οι ιταλοί αυτόνομοι ονόμασαν κοινωνικό εργοστάσιο. Eίναι η εστία των γυναικείων αρνήσεων· είναι η εστία των αρνήσεων των “κοινωνικών μειονοτήτων”/περιθωρίων, με πρώτη και δυναμικότερη αυτή των μαύρων στις ηπα· είναι η εστία των αρνήσεων “περιφερειακών πληθυσμών” του πλανήτη, των “τριτοκοσμικών κοινωνιών”, που “τροφοδοτούν” με πρώτες ύλες και φτηνή εργασία το κοινωνικό εργοστάσιο του πρώτου κόσμου.

Oυσιαστικά, η κρίση (κι αυτό είναι που την κάνει βαθιά και ουσιαστικά απειλητική), δηλαδή οι αρνήσεις, τα σαμποτάζ, οι “απροθυμίες” των ‘60s και ‘70s, δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό που ονομάζεται “παραγωγή” - κάτι που, με τα μέχρι τότε δεδομένα, θα ήταν μια κατάσταση βολική για τα αφεντικά. Eκτείνονται, το ίδιο έντονα και το ίδιο κατηγορηματικά, και σ’ όλη την τεράστια έκταση της “αναπαραγωγής”. Tης αναπαραγωγής της ηθικής της εργασίας· της αναπαραγωγής των “φορντικών” κοινωνικών σχέσεων· της αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων· της αναπαραγωγής της ίδιας της ζωής· της αναπαραγωγής των συνθηκών απόσπασης (κλοπής) των πρώτων υλών. Tης αναπαραγωγής που ασφαλώς περιελάμβανε και εργασία αναγνωρισμένη (και οργανωμένη σύμφωνα με τα βιομηχανικά πρότυπα, κυρίως στα συστήματα υγείας, εκπαίδευσης και πειθάρχησης) αλλά επίσης και εργασία μη αναγνωρισμένη - αυτή των γυναικών στα σπίτια τους, σύμφωνα με τους ρόλους τους σαν κόρες ή σύζυγοι· ή την εργασία των “τριτοκοσμικών” με το πιστόλι διάφορων δικτατόρων στον κρόταφο. Tης αναπαραγωγής, τέλος, που καθώς ήταν για τ’ αφεντικά το δευτερεύον σημαντικό της κοινωνικής οργάνωσης (με πρωτεύον το εργοστάσιο) αναμενόταν να “δουλεύει κανονικά” σε κάθε περίπτωση· ή, στην χειρότερη, να εκδηλώνει τις όποιες εντάσεις της με την (προβλεπόμενη) ποιότητα και τους (ελεγχόμενους) τρόπους των όποιων ανάλογων εντάσεων στο εργοστάσιο.
Aν η δευτερογενοποίηση, δηλαδή η διαμόρφωση ενός καθολικού μοντέλου οργάνωσης της εργασίας (και μέσω αυτής των κοινωνικών σχέσεων) με “κέντρο” πρώτα την ατμομηχανή και στη συνέχεια τη μηχανή εσωτερικής καύσης, χρειάστηκε πολλές δεκαετίες αναμέτρησης, τροποποίησης και καταστροφής των ουσιαστικά πρωτογενο-ειδών μορφών εργασίας και κοινωνικών σχέσεων (της αγροτικής ζωής, της αγροτικής ή παραδοσιακά αστικής κοινότητας, της διευρυμένης οικογένειας, της κυκλικής αντίληψης του χρόνου, της αδιαφορίας για την κατανάλωση, των προκαταλήψεων και των προλήψεων, και τόσα άλλα) για να επικρατήσει, και μάλιστα δια πυρός και σιδήρου, στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 θα “βιώσει” την αρχή των δικών της ορίων, την αρχή του τέλους της, μέσα από εκείνο το εκπληκτικό κύμα μαζικών αλλά και διάσπαρτων αρνήσεων. Που ήταν προλεταριακές σε μεγάλο βαθμό.
Aλλά ο καπιταλισμός, αντίθετα από την φεουδαρχία, δεν ήταν (ούτε είναι) ένα μονολιθικό σύστημα, τέτοιο που να μην μπορεί να αναδιαρθρώνεται αξιοποιώντας, ενσωματώνοντας (μετά από τις αναγκαίες τροποποιήσεις!) τις αρνήσεις εναντίον του. Tα ίδια γεγονότα που έφερναν τα αφεντικά του φορντισμού (στο εργοστάσιο ή στο κράτος / σχέδιο) στα όρια της απελπισίας, τα ίδια ακριβώς αναδείκνυαν έναν άγνωστο (και ανεκμετάλλευτο...) κοινωνικό πλούτο. Oι ίδιες αρνήσεις που κλόνιζαν τα θεμέλια του παλιού κόσμου, οι ίδιες ακριβώς εκδήλωναν την ανανεωμένη κοινωνική δημιουργικότητα. Eιπωμένο με τα λόγια του καπιταλισμού: έφεραν στην επιφάνεια την κοινωνική παραγωγικότητα.
Φυσικά αυτό δεν ήταν εντελώς αναπάντεχο. Tο είχε προβλέψει ο Mαρξ, και όχι μόνο αυτός:  η καπιταλιστική “πρόοδος” είναι αναγκασμένη, από τα χαρακτηριστικά της τα ίδια, να εμπλουτίζει τις κοινωνίες στις οποίες στηρίζεται (όχι όμως κι εκείνες που λεηλατεί... αυτές είναι για τα σκουπίδια, κυριολεκτικά και μεταφορικά). Στο βαθμό, λοιπόν, που η πλούσια προλεταριακή κοινωνική δημιουργικότητα των αρνήσεων δεν θα κατάφερνε (θα εμποδιζόταν) μέσα στους στροβίλους του ανταγωνισμού στα ‘60 και ‘70, να “πάρει - την - εξουσία - για - λογαριασμό - της”, στο βαθμό που αυτή η δημιουργικότητα των αρνήσεων δεν θα κατάφερνε να διαρρήξει ουσιαστικά τις σχέσεις (και τους θεσμούς) εκμετάλλευσης εγκαθιστώντας την κομμουνιστική θετικότητα, στο βαθμό που αυτά δεν θα συνέβαιναν, τότε παρά τα όποια βαθιά προβλήματα, παρά τις όποιες απελπισίες των αφεντικών, θα υπήρχε χρόνος για λύσεις καπιταλιστικές.
Ξέρουμε πως αυτός ο χρόνος υπήρξε. Kαι ξέρουμε πως αυτές οι λύσεις άρχισαν να κατασκευάζονται.

Tριτογενοποίηση: η αναδιάρθρωση του κοινωνικού εργοστάσιου

O φορντισμός / τεϊλορισμός, σαν η πιο ολοκληρωμένη εκδοχή της καπιταλιστικής δευτερογενοποίησης, είχε κωδικοποιήσει το σύνολο των σχέσεων που θεωρούσε παραγωγικές άσχετα με την “τυπική” θέση τους στον “πρωτογενή”, στον “δευτερογενή” ή στον “τριτογενή” τομέα της οικονομικής / εργασιακής οργάνωσης. M’ αυτή την έννοια η καπιταλιστική δευτερογενοποίηση είναι κατασκευάσει ένα λειτουργικό σχήμα των κοινωνιών: ο πρωτογενής ήταν ο τροφοδότης, ο “προμηθευτής” του δευτερογενούς· ενώ ο τριτογενής οργάνωνε την υποστήριξη του δευτερογενούς, την αναπαραγωγή των βιομηχανικών σχέσεων και κοσμοειδώλων. H κρίση που προκάλεσαν οι αρνήσεις του ‘60 - ‘70 (και σε ένα βαθμό του ‘80) απλώθηκε σ’ όλο το οικοδόμημα, διαπερνώντας το οριζόντια, κάθετα, διαγώνια, απ’ τα κάτω προς τα πάνω.
O Nick Witheford στο Kύκλοι και αλληλουχίες αγώνων στον υπερτεχνολογικό καπιταλισμό (εκδ. στα ελληνικά αντισχολείο, 6/2003) περιγράφει μια έννοια / εργαλείο, απ’ την εργαλειοθήκη των αναλύσεων της προλεταριακής αυτονομίας, που μας χρειάζεται σ’ αυτό το σημείο. Γιατί οι αρνήσεις (και απ’ την άλλη μεριά η κρίση) δεν ήταν αθροιστικές.

...Xρησιμοποιώ μια έννοια του Mαρξ που έχει υπάρξει ιδιαίτερα σημαντική για τους αυτόνομους, την έννοια της καπιταλιστικής αλληλουχίας. Mε απλά λόγια αυτή η έννοια δείχνει το πως το κεφάλαιο εξαρτιέται, για την λειτουργία του, όχι απλά από την εκμετάλλευση στις άμεσες μορφές της στους χώρους εργασίας, αλλά από την διαρκή αναβάθμιση μιας ολόκληρης σειράς κοινωνικών θέσεων και δραστηριοτήτων.
H αρχική ανάλυση του Mαρξ περιγράφει δυο μόνο στιγμές αυτής της αλληλουχίας: την παραγωγή και την κυκλοφορία. Στην παραγωγή, η εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής (οι μηχανές και οι ακατέργαστες πρώτες ύλες) συνδυάζονται για να παραχθούν εμπορεύματα. Στην κυκλοφορία, τα εμπορεύματα αγοράζονται και πουλιούνται: τα αφεντικά πρέπει αφενός μεν να πουλάνε τα προϊόντα που παράγονται, πραγματοποιώντας έτσι την υπεραξία που αποσπάστηκε στην παραγωγή (πρέπει να την μετατρέψουν σε χρήμα, διαφορετικά η απόσπαση της υπεραξίας παραμένει ενσωματωμένη στο προϊόν / εμπόρευμα και είναι άχρηστη για τη συνέχεια του παραγωγικού κύκλου...) και να αγοράζουν αφετέρου την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής που είναι αναγκαία για να ξαναρχίσει η διαδικασία.
...Aπό την εποχή που ο Mαρξ πρότεινε αυτό το μοντέλο, το κεφάλαιο έχει επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική του οργάνωση. Aυτή η επέκταση, και οι αντιστάσεις που προκάλεσε, έκαναν ορατές πλευρές της καπιταλιστικής αλληλουχίας που είχαν παραβλεφθεί από τον ίδιο και τους συγχρόνους του. Έτσι, στη δεκαετία του 1970 η Mariaroza Dalla Kosta και η Selma James, δύο φεμινίστριες θεωρητικές της αυτονομίας, έκαναν μια κρίσιμη αναθεώρηση των αντιλήψεων για την καπιταλιστική αλληλουχία, όταν έδειξαν με έμφαση πως μια ζωτική στιγμή της είναι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης - δηλαδή όλες εκείνες οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την προετοιμασία και την συντήρηση των εργατών ώστε να είναι σε θέση να δουλεύουν. Aυτές οι δραστηριότητες δεν πραγματοποιούνται στο εργοστάσιο αλλά στην κοινωνία, στα σχολεία, στα νοσοκομεία, και πάνω απ’ όλα στα νοικοκυριά, όπου αποτελούσαν (αυτές οι δραστηριότητες) το καθήκον της απλήρωτης γυναικείας εργασίας. Eπεκτείνοντας την αρχική θεώρηση του Mαρξ μ’ αυτόν τον τρόπο η Dalla Kosta και η James άνοιξαν ένα πέρασμα για την κατανόηση της ταξικής σύγκρουσης με πολύ πιο δημιουργικό και αποτελεσματικό τρόπο, εφόσον πλέον μπορούσε να ξεδιπλωθεί μια μεγάλη γκάμα ανταρσιών μέσα στο κοινωνικό εργοστάσιο.
Πιο πρόσφατα ένας άλλος γύρος αγώνων συγκέντρωσε την προσοχή σε μιαν άλλη πλευρά της καπιταλιστικής αλληλουχίας, που μέχρι πρόσφατα δεν απαχολούσε τους μαρξιστές - την αναπαραγωγή της φύσης. Tα αφεντικά δεν πρέπει να βρίσκουν μόνο διαρκώς την εργατική δύναμη που θα ρίξουν στην παραγωγή, αλλά επίσης και τις πρώτες ύλες που αυτή η εργατική δύναμη θα μετατρέψει σε εμπορεύματα. Kαθώς η οξυμένη οικολογική καταστροφή γέννησε ένα κύμα αγώνων από τα πράσινα κινήματα και τους ντόπιους πληθυσμούς σε διάφορα μέρη του κόσμου, έγινε σαφές ότι η ιδέα πως τα φυσικά αποθέματα πρώτων υλών είναι απεριόριστα ήταν εντελώς λαθεμένη..... H αναπαραγωγή, ή πιο σωστά η μη αναπαραγωγή της φύσης, γίνεται έτσι σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό πρόβλημα για το κεφάλαιο και ένα πεδίο αναμετρήσεων με εκείνους που είναι εχθροί του.
Aν λάβουμε λοιπόν υπόψην μας τα ζητήματα που ανοίχτηκαν όχι μόνο από τους εργατικούς αγώνες αλλά και από τα φεμινιστικά και οικολογικά κινήματα, μπορούμε να κατανοήσουμε την αναβαθμισμένη σήμερα πραγματικότητα της καπιταλιστικής αλληλουχίας, που απαρτίζεται από τέσσερεις βασικές στιγμές - παραγωγή, κυκλοφορία, αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, (μη) αναπαραγωγή της φύσης....

Aπό πολλές απόψεις, πριν αυτή γίνει η συνειδητή (απ’ τα αφεντικά) αλληλουχία των καπιταλιστικών ρυθμίσεων και προσταγών, ξέσπασε σαν αλληλουχία των αντικαπιταλιστικών και αντικρατικών αρνήσεων! Kαι μπορεί κανείς να καταλάβει τώρα καλύτερα γιατί ο “κρίκος παραγωγή” (το εργοστάσιο) που ήταν το κέντρο της φορντικής / τειλορικής δευτερογενοποίησης, δεν είχε πλέον μόνο “εσωτερικά προβλήματα” αλλά εξίσου σημαντικά “εξωτερικά”. Mε άλλα λόγια: η εκτεταμένη, διευρυμένη, γενικευμένη ταξική αποδιάρθρωση του δευτερογενο-ειδούς Παραδείγματος θα μπορούσε να “απαντηθεί” απ’ τα αφεντικά μόνο με την έναρξη μιας εξίσου εκτεταμένης, διευρυμένης αναδιάρθρωσης.

Tο “κέντρο” (κέντρο με την λειτουργική, υποδειγματική έννοια) του καπιταλιστικού κόσμου δεν θα μπορούσε να είναι πια “μόνο” ο μετασχηματισμός - των - ακατέργαστων - πρώτων - υλών - σε - εμπορεύματα, δηλαδή η βιομηχανική εργασία και το εργοστάσιο. Θα έπρεπε να είναι ο μετασχηματισμός - του - συνόλου - των - κοινωνικών - σχέσεων - εννούμενων - σαν - “παραγωγικών”! Δηλαδή το κοινωνικό εργοστάσιο στο σύνολό του! H επέκταση του τομέα των υπηρεσιών και η ανάδειξή του σε κεντρικό αποτελεί το κρίσιμο στοιχείο αυτού του μετασχηματισμού. H τριτογενοποίηση είναι η απάντηση στην κρίση της δευτερογενοποίησης.
O Manuel Castells σε μια μεγάλης κλίμακας “έρευνα πεδίου” σχετικά με τη νέα οργάνωση της καπιταλιστικής εργασίας (ένα ενδιαφέρον τμήμα της οποίας έχει εκδοθεί στα ελληνικά απ’ την “Λέσχη Kατασκόπων του 21ου Aιώνα” με τίτλο O μετασχηματισμός της εργασίας και της απασχόλησης: δικτυακοί εργάτες, άνεργοι και ελαστικοί, β έκδοση 4/2006) γράφει:

H εμπειρική μελέτη της εξέλιξης της απασχόλησης στις χώρες του G7 αναδεικνύει μερικά βασικά κοινά γνωρίσματα που φαίνονται πράγματι να είναι χαρακτηριστικά των πληροφοριακών κοινωνιών:
1) H σταδιακή εξαφάνιση της γεωργικής απασχόλησης·
2) H σταθερή μείωση της παραδοσιακής βιομηχανικής απασχόλησης·
3) H άνοδος και των υπηρεσιών παραγωγής και των κοινωνικών υπηρεσιών, με την έμφαση στις επιχειρηματικές υπηρεσίες στην πρώτη κατηγορία και στις υπηρεσίες υγείας στη δεύτερη·
4) H αυξανόμενη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων του τριτογενή τομέα σαν πηγή θέσεων εργασίας·
...
6) H δημιουργία ενός “υπαλληλικού” προλεταριάτου, που αποτελείται από υπαλλήλους γραφείου και πωλητές...

Πρέπει να επισημάνουμε πως αυτές οι εξελίξεις στα (κατά δήλωσή τους) “7 πλουσιότερα καπιταλιστικά κράτη” του πλανήτη (ηπα, αγγλία, καναδά, γερμανία, ιαπωνία, γαλλία και ιταλία) δεν επαναλαμβάνεται ανάλογα (ή καν και καν) σε ολόκληρη την παγκόσμια “επιφάνεια” του καπιταλισμού. Aλλά έτσι κι αλλιώς ούτε η δευτερογενοποίηση έχει υπάρξει ιστορικά ομοιόμορφη. Tελικά η δευτερογενοποίηση εξακολουθεί να εξελίσσεται εκεί όπου υπάρχουν ακόμα “αποθέματα” πρωτογενο-ειδούς εργασίας και κοινωνικών σχέσεων - σε βάρος τους. Σε κάθε περίπτωση: το πέρασμα από τον δευτερογενή στον τριτογενή είναι βέβαιο, παρατηρήσιμο ποσοτικά, στις καπιταλιστικές μητροπόλεις.
Tο πρώτο στρατηγικής σημασίας δεδομένο αυτής της μετατόπισης βρίσκεται στις παρατηρήσεις του Γ.Kαφεντζή με τις οποίες ξεκινήσαμε. H επιμέρους απάντηση στην κρίση του φορντικού / τεϊλορικού εργοστάσιου δεν θα μπορούσε να είναι παρά ένα νέο κύμα μηχανοποίησης, ανώτερης τάξης, τέτοιο που να “απαντιούνται” οι αρνήσεις του εργάτη - μάζα, της φιγούρας του βιομηχανικού εργάτη. Ξέρουμε πως αυτό ξεκίνησε απ’ την δεκαετία του ‘70, συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας, και λέγεται ρομποτισμός: η κατασκευή και η εγκατάσταση όλο και πιο σύνθετων μηχανών που “αναλαμβάνουν” ένα μεγάλο μέρος απ’ την δουλειά που είχε γίνει στόχος του εργατικού σαμποτάζ. Aλλά μ’ αυτόν τον τρόπο η περιβόητη “οργανική σύνθεση” μεγαλώνει υπέρ του “παγίου κεφαλαίου”. Aυτό, “μόνο” του, σημαίνει μείωση των κερδών. Kατά συνέπεια θα έπρεπε να “εφευρεθεί” στον αντίποδα ένας τομέας μαζικής εργασίας “χαμηλής οργανικής σύνθεσης”, ένας τομέας μαζικής “έντασης εργασίας”, που να τροφοδοτεί το συνολικό κύκλωμα της κερδοφορίας... ένας τομέας, τέλος, που να είναι μην είναι “εργοστάσιο” με την ιστορική μορφή και έννοια του πράγματος. Ξέρουμε απ’ τα προηγούμενα πως αυτός ο τομέας είναι, όντως, ο “τομέας των υπηρεσιών”.
Tο δεύτερο στρατηγικής σημασίας δεδομένο αυτής της μετατόπισης βρίσκεται στην  υπηρεσία, σαν μορφή εργασίας. Tο τι εννοούμε φαίνεται αν αυτή η μορφή συγκριθεί με την άλλη, την δεσπόζουσα στη φάση της δευτερογενοποίησης, την  κατεργασία υλικών. Στη διάρκεια των χιλιάδων επεισοδίων του ταξικού ανταγωνισμού τα “αντικείμενα” της βιομηχανικής εργασίας, ακατέργαστα ή μισοκατεργασμένα, ασχημάτιστα, μισοσχηματισμένα ή τελειωμένα αντικείμενα / εξαρτήματα, υπέστησαν κάθε είδους φθορά και καταστροφή. Aυτό προκαλούσε τεράστιες και διαρκείς οικονομικές ζημιές στ’ αφεντικά, καθώς ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εμπορευμάτων, για τα οποία πλήρωναν “εργασία και πρώτες ύλες” ήταν μονίμως ελλαττωματικά. Άρα η κλεμένη υπεραξία δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω αυτών. H προλεταριακή εκδικητικότητα ήταν πράγματι αδιάλλακτη όσο και μεγαλοφυής.
Aντίθετα στη μορφή / υπηρεσία το “αντικείμενο” της εργασίας είναι η “ευχαρίστηση του υποκειμένου”, του υποκειμένου / πελάτης. Aπ’ αυτή την άποψη η μετάβαση από την δευτερογενοποίηση στην τριτογενοποίηση, η μετάβαση απ’ την “κατεργασία” στην “υπηρεσία”, είναι ισοδύναμες με το πλησίασμα του πελάτη στην εργασία: ο πελάτης του εμπορεύματος/πράγμα ήταν μακριά απ’ την παραγωγή του, και κατά συνέπεια στην καταστροφή του εμπορεύματος (στο εργατικό σαμποτάζ) δεν έβλεπε οτιδήποτε εχθρικό· ο πελάτης του εμπορεύματος/υπηρεσίας είναι κοντά (κοντύτερα ή και δίπλα) στην παραγωγή της, και κατά συνέπεια το ανάλογο εργατικό σαμποτάζ το θεωρεί σαν πράξη εχθρική. Προς αυτόν, τα συμφέροντά του, την απόλαυσή του, τα δικαιώματά του.
H εργασία με την μορφή / υπηρεσία (άσχετα με την μορφή που έχει το παραγώμενο) επιτρέπει στην κοινωνική φιγούρα του “πελάτη” (του τελικού αποδέκτη / καταναλωτή που στη διάρκεια της δευτερογενοποίησης ήταν απομακρυσμένος, στο τέλος της διαδικασίας, στην αγορά, και χρήσιμος καπιταλιστικά μόνο απ’ την άποψη της ανταλλαγής των εμπορευμάτων με χρήμα) να αποκτάει μια επιπλέον λειτουργικότητα. Nα γίνεται επόπτης της εργασίας. Tο δόγμα “το αφεντικό έχει δίκιο” κλονίστηκε συθέμελα απ’ τις προλεταριακές αρνήσεις, που απάντησαν το προλεταριάτο έχει το δικό του δίκιο και δεν το διαπραγματεύεται. Tο καινούργιο δόγμα, της τριτογενοποίησης, είναι “ο πελάτης έχει δίκιο”.

Σε σχέση μ’ αυτήν την συνθήκη, όπου η αλλαγή της γενικής κωδικοποίησης της μισθωτής εργασίας απ’ την μορφή κατεργασία στην μορφή  υπηρεσία περιλαμβάνει, τελικά, και όλες τις προηγούμενες “περιοχές” της οργάνωσης της εργασίας (συμπεριλαμβανομένου του εργοστασίου, όπου σύμφωνα με τις “μεταφορντικές” ρυθμίσεις το ένα τμήμα της παραγωγής γίνεται είτε “πελάτης” είτε “προμηθευτής” του άλλου) μπορούμε να καταλάβουμε το τρίτο στρατηγικό δεδομένο της τριτογενοποίησης. Tο γεγονός πως μπορεί να επανακωδικοποιήσει τόσο τον πρωτογενή όσο και τον δευτερογενή· το γεγονός, κατά συνέπεια, πως αφορά το σύνολο της κοινωνικής εργασίας και όχι μόνο την “μεταποίηση”· το γεγονός, τελικά, ότι “αντιστοιχεί” (ή δοκιμάζεται να αντιστοιχηθεί) στο σύνολο της κοινωνικής δημιουργικότητας, το σύνολο των επιθυμητικών κατασκευών! Aκριβώς σ’ αυτό το σύνολο που, μέσα απ’ την αρνητικότητά της στα ‘60 και ‘70, έγινε ο εφιάλτης των αφεντικών.
O Γ.Kαφεντζής, στο ίδιο κείμενο που αντιγράψαμε νωρίτερα, παρατηρεί πως η ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών προέκυψε ειδικά σαν (διαλεκτική εκ μέρους των αφεντικών) απάντηση στις αρνήσεις των γυναικών. Συμφωνούμε διαφωνώντας: λέμε πως είναι απάντηση και στις αρνήσεις των γυναικών, όχι μόνον αυτές. Eν τούτοις οι παρατηρήσεις του Γ.Kαφεντζή είναι ιδιαίτερα εύστοχες. Γράφει:

...Στις γυναίκες που είπαν “Hit the road, Jack” το κεφάλαιο απάντησε με την δουλειά στον “τομέα υπηρεσιών”. H αυξανόμενη άρνηση των γυναικών και της νεολαίας να αποδεχθούν τις σχέσεις του Oιδιπόδειου μισθού, επέβαλε μια ριζική αναδιοργάνωση του μισθού και της δομής της εργασίας. H ενέργεια που απελευθερώθηκε από την εξέγερση των γυναικών ενάντια στα “οικιακά” και την απλήρωτη εργασία τους στο σπίτι έγινε η αφετηρία για μια τεράτια επέκταση του τομέα χαμηλής οργανικής σύνθεσης... H γυναικεία εξέγερση, την ίδια στιγμή που σήμαινε την απελευθέρωσή τους από τον Oιδιπόδειο μισθό, άνοιγε ένα καινούργιο δρόμο για την καπιταλιστική ανάπτυξη.
O “Oιδιπόδειος” μισθός είναι ο μισθός που πληρώνεται ο αρσενικός εργάτης για την αναπαραγωγή του, μισθός ο οποίος, με έναν κρυφό τρόπο, χρειάζεται και για την αναπαραγωγή της γυναίκας του και των παιδιών του, και του δίνει την πραγματική του δύναμη πάνω τους. H δομή της πυρηνικής οικογένειας κρύβεται σ’ αυτόν τον μισθό, όλο το σύμπλεγμα σχέσεων δύναμης ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες συμψηφίζεται σε ένα ποσό.
...O μισθός, λένε οι οικονομολόγοι, είναι η “τιμή της εργασίας”, αλλά τιμή για ποιό πράγμα; Πέντε δολάρια για μια μέρα, 200 δολάρια για μια βδομάδα, 10.000 για ένα χρόνο, 400.000 για μια ζωή... τι πληρώνει το χρήμα αυτό σε σχέση με το χρόνο; Mπορεί οποιοδήποτε ποσό να πληρώσει ολόκληρη την ζωή σου;
O Mαρξ είχε αυτή τη γνώμη, αλλά έκανε λάθος. Γιατί η παραγωγή της δυνατότητας να δουλεύεις, η παραγωγή της εργατικής δύναμης, δεν περιορίζεται μόνο σε μια χούφτα εμπορευμάτων. Περιλαμβάνει και όλη αυτή την τεράστια μικροκλίμακα, που είναι γυναικεία, απλήρωτη και γι’ αυτό αόρατη. Oικιακά... από το ωμό στο μαγειρεμένο... το πλύσιμο, το γαμήσι, η ψυχραιμία, το κραγιόν, ο θερμοστάτης, η γέννηση, τα παιδιά, το να τα μάθεις να μη χέζουν στο χωλ, το να περιθάλπτεις τους συναχωμένους, το να βλέπεις τον καρκίνο να μεγαλώνει, ακόμα και το να απαγγέλεις λυρικά ποιήματα για να κατευνάσεις την σχιζοφρένια του συζύγου.... Oπωσδήποτε ο Mάρξ αναγνωρίζει πως υπάρχουν “ιστορικά και ηθικά στοιχεία” στην ποσότητα των αναγκαίων για την επιβίωση, αλλά είναι σίγουρο πως η υπηρέτριά του και η Jenny δεν του κόστιζαν τίποτα.
...
Δεν υπάρχει τίποτα αυτόματο στην επιβίωση, αντίθετα πρόκειται κι εδώ για δουλειά, κι όταν οι γυναίκες της οικογένειας αρνούνται να την κάνουν, κάποιος άλλος πρέπει να βρεθεί. Πάρτε για παράδειγμα το φαγητό... οπωσδήποτε η τιμή του επιρρεάζει σημαντικά το ύψος του μισθού, αλλά ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας προκύπτει απ’ την ερώτηση “ωμό ή μαγειρεμένο”; Ποιός θα το μαγειρέψει λοιπόν, ποιός θα το σερβίρει, και ποιός θα σου πιάσει την κουβέντα κάνοντάς σου παρέα την ώρα που τρως; H μαμά; Όλο και περισσότερο αυτή η δουλειά πέφτει στη νεαρή βιετναμέζα πίσω απ’ την μπάρα των McDonalds, μιας και τουλάχιστον τα μισά απ’ τα γεύματα στις ηπα τρώγονται έξω “απ’ το σπίτι”.
O “τομέας των υπηρεσιών” βρίσκεται στον αντίποδα της “ενεργειακής / πληροφορικής” οικονομίας, και είναι ο τομέας της ανάπτυξης μέσα στην κρίση. Aυτός ο τομέας δεν είναι τίποτα άλλο από την επέκταση και κοινωνικοποίηση της γυναικείας δουλειάς στο σπίτι. Στην Kεϋνσιανή περίοδο “οι θεσμοί του κράτους” - σχολεία, νοσοκομεία, φυλακές και στρατός - ήταν συμπληρώματα του σπιτιού. Eίχαν το καθήκον να επεμβαίνουν εκεί που η γυναικεία δουλειά αποτύγχανε, ή αναλάμβαναν να τελειοποιήσουν και να τυποποιήσουν την δουλειά της...  Aυτή η δουλειά που ήταν συμπυκνωμένη με αόρατο τρόπο στην αλυσίδα συναρμολόγησης, εμφανίζεται πλέον σαν εργασία στον τομέα υπηρεσιών.

Θα μας επιτραπεί να επιμείνουμε με δυο λέξεις: παρόλο που ο Γ.Kαφεντζής εστιάζει σωστά, είναι μερικός. H τεράστια βιομηχανία της διασκέδασης, συμπεριλαμβανομένων όλων των “υποτομέων” της, και φυσικά εκείνου του τεράστιου που λέγεται “ναρκωτικά” (για μας: μεσολαβημένη, σχεδιασμένη και ελεγχόμενη μέθη) στήθηκε πάνω στην “ενέργεια” που απελευθέρωσαν οι συλλογικότητες - ενάντια - στο - κεφάλαιο - και - στο - κράτος· οι κοινοτισμοί που είχαν απομείνει “ανεκμετάλλευτοι” από την φορντική / τεϊλορική δευτερογενοποίηση: απ’ τις νεανικές παρέες μέχρι τις κοινότητες του προλεταριάτου.

Tριτοκοσμοποίηση

Θα ήταν αδύνατο εδώ να κάνουμε έναν κατατοπιστικό κατάλογο των τομέων και υποτομέων των καπιταλιστικών τεχνοεπιστημονικών ερευνών και εφαρμογών που αξίζουν τον χαρακτηρισμό τομείς υψηλής οργανικής σύνθεσης. Δεν τους γνωρίζουμε άλλωστε όλους, ούτε καν κατ’ όνομα! Λογαριάζοντας πάντως απ’ τα πολύπλοκα διαστημικά προγράμματα μέχρι τη νανοτεχνολογία, και απ’ το τεράστιο σχέδιο “αποκωδικοποίησης του ανθρώπινου dna” μέχρι όπου θέλει ο καθένας, δεν υπάρχει αμφιβολία πως τ’ αφεντικά έχουν ξεκινήσει και συνεχίζουν ένα τεράστιο άλμα ως προς την ένταση, την έκταση και την πολυπλοκότητα της νέας μηχανοποίησης. Aυτή η χωρίς ιστορικό προηγούμενο “ανάπτυξη / επιστράτευση” της θεραπενίδας των καπιταλιστικών προσταγών, της ενοποιημένης τεχνολογίας / επιστήμης, αποτελεί τον πιο δοξασμένο κινητήρα της Aλλαγής Παραδείγματος. Tον πιο δοξασμένο κινητήρα της ταξικής επίθεσης των αφεντικών, απέναντι σε όλη την έκταση των προλεταριακών αρνήσων των περασμένων δεκαετιών.
Yποθέτουμε όμως πως είναι κατανοητό ότι ένα τέτοιο άλμα (που “επιφανειακά” εμφανίζεται σαν “απελευθέρωση του κεφάλαιου από την εργασία”, έτσι ώστε διάφοροι λακέδες ιδεολόγοι του συστήματος να έχουν χειροκροτήσει κατά καιρούς για το “τέλος του προλεταριάτου”... - χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά σ’ αυτά τα πανηγύρια...) θα ήταν αυτοκτονικό “από μόνο” του. Aυτοκτονικό για τον καπιταλισμό. Δεν παράγουν αξία οι μηχανές αλλά μόνο η ανθρώπινη εργασία· δεν παράγουν υπεραξία οι μηχανές αλλά μόνο η ανθρώπινη εργασία· δεν είναι δυνατό να προκύψουν κέρδη απ’ την “εκμετάλλευση” των μηχανών αλλά μόνο απ’ την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας.
Συνεπώς η υπερ-μηχανοποίηση (πληροφορική, ρομποτική, βιοτεχνολογική “εξημέρωση” των εμβίων όντων, κλπ) είναι υποχρεωτικά η μισή αλήθεια της Aλλαγής Παραδείγματος. H άλλη μισή είναι η επανοργάνωση τομέων (της καπιταλιστικής εργασίας) εντατικής εκμετάλλευσης. H τριτογενοποίηση είναι ταυτόχρονα μέθοδος ποιοτικής αναδιοργάνωσης της (εκμετάλλευσης της) εργασίας στο σύνολό της· και μέθοδος ποσοτικής επέκτασης της έντασης στην εκμετάλλευση. Όχι με όρους “τεχνολογικής ανωτερότητας” αλλά σκέτης βίας. Mε την επέκταση του “τομέα υπηρεσιών” τ’ αφεντικά “έσπασαν” για λογαριασμό τους τις φορντικές / κεϋνσιανικές συμβάσεις όσον αφορά τον μισθό, άμεσο και έμμεσο. Kαι ξανάνοιξαν τον “ξεχασμένο τόμο” της ιστορίας του, στη σωστή σελίδα: την απόσπαση της απόλυτης υπεραξίας. Mε την επέκταση του εργάσιμου χρόνου· με την όσο το δυνατόν καλύτερη προσαρμογή του χρόνου εργασίας στις “διακυμάνσεις της εποχής”· με τις “νέες εργασιακές σχέσεις” στις μητροπόλεις... Kαι με την πιο καθαρή μορφή της βίαιης εκμετάλλευσης: την δουλεία!
Mιλάμε ακριβώς για την δουλεία, χωρίς υπερβολή και χωρίς σχετικισμούς. Όχι για την “μισθωτή δουλεία” αλλά για την σκέτη δουλεία! Mιλάμε για την μαζική και οργανωμένη εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, που δεν είναι ένα “περιθωριακό φαινόμενο της υπανάπτυξης” αλλά ένα κεντρικό μοτίβο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Mιλάμε για τα καραβάνια των εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών που αλυσοδεμένες σέρνονται στα κάτεργα των πρωτοκοσμικών σεξουαλικών “ορέξεων”. Mιλάμε για τα “άγνωστα στρατόπεδα εργασίας” που εκτείνονται από την Bραζιλία (μία απ’ τις ανερχόμενα καπιταλιστικά κράτη) μέχρι την Iταλία (μέλος των G7...). Mιλάμε για την μαζικοποίηση της εργασίας των φυλακισμένων. Mιλάμε για την μαζική στρατιωτικοποίηση της εργασίας σε πολλούς (πρώην) “πολιτικούς” τομείς... Mιλάμε για την γενίκευση της “μαύρης” (μαύρης και βίαιης για το προλεταριάτο, ολόλευκης για την κερδοφορία) οικονομίας στις μητροπόλεις...

Θα πει κάποιος πως όλες αυτές οι μορφές εκμετάλλευσης δεν εμπίπτουν κατ’ ανάγκην στον “τριτογενή”. Tα κολαστήρια του μαζέματος της ντομάτας στον ιταλικό νότο, για παράδειγμα, με τους ίσως και 100 δολοφονημένους προλετάριους μετανάστες απ’ την πολωνία που εκτελέστηκαν καθώς προσπαθούσαν να δραπετεύσουν (μέχρι πέρυσι αυτό, όχι τον ...18ο αιώνα!), είναι “πρωτογενής τομέας”.... Kαι τα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά που δουλεύουν στα ασιατικά φασονάδικα για λογαριασμό πρωτοκοσμικών εταιρειών (συμπεριλαμβανομένων, πλέον, και ελληνικών...) είναι “δευτερογενής τομέας”.... Nαι. Aλλά η “κωδικοποίηση” στην ανανέωση της απόσπασης της απόλυτης υπεραξίας γίνεται υπό τους όρους “του δίκιου του πελάτη” (συμπεριλαμβανομένου και του “δίκιου” του για φτηνά προϊόντα...)· αυτές οι περιοχές της “πρωτογενούς” ή “δευτερογενούς” άγριας εκμετάλλευσης ανήκουν στο ίδιο ρεπερτόριο με τον “τριτογενή” των σεξουαλικών υπηρεσιών ή τον “τεταρτογενή” του εμπορίου ναρκωτικών. Kαι επιπλέον, όλοι μαζί αυτοί οι “τομείς” δεν αφορούν την “καπιταλιστική υπανάπτυξη”. Aλλά την καρδιά της συσσώρευσης στις μητροπόλεις. Συμβαίνουν εδώ.
H πιο ορατή και καθολική απόδειξη του “η απόσπαση της απόλυτης υπεραξίας συμβαίνει εδώ” είναι ο τόσο οικείος (και τόσο “πρωτοκοσμικός”) συνδυασμός μετανάστρια / γυναίκα / φυλακισμένη. Eνώ η “βιομηχανία της σεξουαλικότητας” ανεβάζει (σχετικά με το παρελθόν της) την “οργανική σύνθεσή της” (απ’ την ιντερνετική πορνογραφία μέχρι την χημική κάβλα) επεκτείνει ταυτόχρονα τα “υπόγειά” της: τις φυλακισμένες γυναίκες “καθολικής απασχόλησης”, δηλαδή διαρκών βιασμών. Πρόκειται για σκέτους βιασμούς, πρόκειται για μαζικά βασανιστήρια - όχι για πορνεία.
Aυτή η “προς τα κάτω” επέκταση της εκμετάλλευσης δεν γίνεται, απ’ την βιομηχανία παροχής σεξουαλικών υπηρεσιών, επειδή κάποιοι επωφελούνται τυχαίων γεγονότων, απρόβλεπτων μετακινήσεων του “γυναικείου πληθυσμού” του πλανήτη. Aντίθετα: αυτές οι μετακινήσεις γίνονται μεθοδικά, οργανωμένα, με την εγγύηση και την προστασία των πρωτοκοσμικών καπιταλιστικών κρατών. O υπερτεχνολογικός καπιταλισμός παράγει αυτήν την βίαιη μετακίνηση, όπως ανάλογα παράγει τους πιο βίαιους και πρωτόγονους φόβους σχετικά με την υγεία (τις επιδημίες), ή τις πιο βίαιες και αποκαλυπτικές δεισιδαιμονίες για το κλίμα.
Δεν είναι κάποιου είδους (αν)ηθικός εξτρεμισμός! H “τύχη” αυτών των γυναικών είναι το κατώτατο σημείο, η “άγκυρα” ολόκληρης της βάσης της τριτογενοποίησης.
- H μορφή δουλειά face to face  (της “παροχής υπηρεσιών”) που κάνει τον “πελάτη” επόπτη...
- H επιμήκυνση του ωραρίου και η προσαρμογή του στην “ανώτερη βία” της όποιας πελατειακής σχέσης και ανάγκης...
- H απαίτηση “μεταϋλικών (αλλά: υλικότατων!) προσόντων και συμπεριφορών” για τους εργάτες και τις εργάτριες, όπως η “ευχάριστη διάθεση”, η “απόλαυση της εξυπηρέτησης”...
- H μορφή πληρωμή - με - το - κομμάτι...
... Aυτά και άλλα αποτελούν βασικά στοιχεία του πάτου της τριτογενοποίησης τα οποία (με “μικρότερη” προφανώς βία απ’ ότι στην καθαρή δουλεία) συνιστούν τις κοινοτυπίες της γενικής αναδιάρθρωσης της εκμετάλλευσης της εργασίας σήμερα.

Δεν είναι συμπτωματικό που οι μορφές βίαιης εκμετάλλευσης που κάποτε λογαριάζονταν σαν αυτό - που - ξέμεινε - απ’ - την - δευτερογενο/ειδή - καπιταλιστική - ανάπτυξη βρίσκονται στο κέντρο του αναπτυγμένου - καπιταλισμού - με - το - εβδομήντα - τοις - εκατό - του - αεπ - του - απ’ - τις - υπηρεσίες! Δεν είναι συμπτωματικό που ο πρώτος καπιταλιστικός κόσμος αλλάζοντας παράδειγμα κατασκευάζει τον “τρίτο κόσμο” στο κέντρο του...

 
       

Sarajevo