sarajevo

η σκέψη και το κύκλωμα – 2

Υποστηρίξαμε στην αναφορά του προηγούμενου τεύχους ότι η τολμηρή επιλογή που έκανε διάσημο τον Frederick Winslow Taylor και το scientific management ευαγγέλιο της (καπιταλιστικής) οργάνωσης της εργασίας, ήταν ότι επέβαλε τις αρχές και τις μεθόδους της “επιστημονικής ανωτερότητας της διανοητικής εργασίας” (σε ότι αφορά την ανωτερότητα: όχι οποιασδήποτε διανοητικής εργασίας, αλλά της θεωρούμενης επιστημονικής [1Ας το σημειώσουμε εδώ κατ’ αρχήν, και ίσως σε μελλοντική συνέχεια να αναφερθούμε εκτενέστερα: μια σειρά εργασιών διανοητικού χαρακτήρα, σχετιζόμενων κυρίως με υπολογισμούς (σε γραφεία) είχε αρχίσει να καταμερίζεται και να μηχανοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, πριν ο Taylor καταθέσει το the principles of scientific management.]) πάνω στις μεθόδους της εμπειρικής γνώσης των χειρωνακτών, τεχνιτών ή ανειδίκευτων.
Η σημασία αυτής της “αποικιοποίησης” (αν μας επιτρέπεται αυτός ο χαρακτηρισμός), της επί-θεσης (με την κυριολεκτική έννοια της λέξης: τοποθετώ από πάνω) της επιστήμης σαν σώματος γνώσης στην εμπειρία σαν διαφορετικό σώμα γνώσης, δεν φαίνεται εύκολα από πρώτη ματιά. Ειδικά σε καιρούς σαν τους τωρινούς, όπου η επιστήμη θεωρείται αυτονόητα η ανώτερη (και συχνά η μοναδική άξια λόγου) γνώση· και η εμπειρία φτωχαίνει διαρκώς, βραχυκυκλωμένη στα στενά όρια διαφόρων ειδών εμπειρισμού. Όμως είναι σημαντική. Γιατί αποδεικνύεται (αυτό σκοπεύουμε να κάνουμε) ότι οι διανοητικές διαδικασίες (οπωσδήποτε αρκετές απ’ αυτές μέσα στα μυαλά των επιστημόνων του 19ου αιώνα) άρχισαν να “ταιηλοροποιούνται” πολύ πριν την χειρωνακτική εργασία! Κι αυτό, βέβαια, ήταν κάτι που δεν έκανε ο Frederick Winslow Taylor.
Οπότε θα μπορούσε να θεωρηθεί καταχρηστικό να ονομάσουμε “ταιηλοροποίηση” διαδικασίες που εξελίσσονταν αρκετά πριν τον Taylor. Όμως αυτό ακριβώς σκοπεύουμε να κάνουμε. Να μιλήσουμε για τον (διανοητικό) ταιηλορισμό - πριν - τον - Taylor. Για δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτα επειδή σήμερα, που η ταιηλοροποίηση των διανοητικών (αλλά και των συναισθηματικών) διαδικασιών (και όχι μόνον της σχετικής εργασίας) έχει προχωρήσει τόσο ώστε να είναι η “αόρατη κοινοτοπία” του καινούργιου καπιταλιστικού παραδείγματος, είναι αρκετοί εκείνοι που αποδίδουν φόρο τιμής γι’ αυτήν την εξέλιξη στον Taylor. Και ύστερα επειδή ανάλογος φόρος τιμής και για τον ίδιο ακριβώς λόγο αποδίδεται και σε ορισμένους μαθηματικούς, μηχανικούς και φιλόσοφους πριν τον Taylor, στον 19ο αιώνα, ή και νωρίτερα.
Αφού, λοιπόν, η γενεαλογία - του - software αναγνωρίζεται σαν τέτοια από τους ειδικούς, δεν έχουμε λόγο να διστάσουμε. Μάλλον ισχύει το αντίθετο: έχουμε σοβαρούς λόγους να αναλύσουμε την πολιτική οικονομία αυτού του νέου παραδείγματος, μέσα και απ’ την αναψηλάφιση της καταγωγής του. Και ακριβώς γι’ αυτήν την κριτική της πολιτικής οικονομίας (του νέου καπιταλιστικού μοντέλου) ο Taylor, το scientific management της χειρωνακτικής εργασίας, και οι συνέπειές του, έχουν μεγάλη αξία. Είναι το καλά γνωστό ανάλογο.

Η συσχέτιση μεταξύ “οργάνωσης διανοητικών διαδικασιών” και scientific management υπάρχει, σα νύξη, στο ίδιο το βιβλίο του Taylor, του 1911. Δοκιμάζοντας να δώσει ένα ακόμα επιχείρημα υπέρ των ιδεών του για την γνωσιολογική μεταχείριση των εργατών απ’ τους επιστήμονες / μάνατζερς, στη σελίδα 120 του the principles... ο Taylor γράφει:

...
Ίσως ο πιο σημαντικός νόμος που ανήκει σ’ αυτό το ζήτημα, στη σχέση του με το scientific management, είναι το αποτέλεσμα που έχει η ιδέα του συγκεκριμένου καθήκοντος [task idea] σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα του εργάτη. Αυτό, πράγματι, έχει γίνει τόσο σημαντικό στον μηχανισμό του scientific management, ώστε από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων το scientific management έχει γίνει γνωστό σαν “task management”.
Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο με την ιδέα του συγκεκριμένου καθήκοντος. Ο καθένας μας μπορεί να θυμηθεί απ’ την ίδια τη ζωή του ότι αυτή η ιδέα εφαρμόστηκε με καλά αποτελέσματα όταν πήγαινε σχολείο. Κανένας αποτελεσματικός δάσκαλος δεν θα διανοούνταν να δώσει σε μια τάξη ένα απροσδιόριστο μάθημα για να το μάθουν. Κάθε μέρα ένα προσδιορισμένο, με σαφές όριο καθήκον, ορίζεται απ’ τον δάσκαλο για κάθε μαθητή, με την απαίτηση ότι αυτός θα πρέπει να μάθει ακριβώς αυτό το μέρος απ’ το θέμα· και είναι χάρη σ’ αυτόν τον τρόπο και μόνο που μπορεί να επιτευχθεί η συστηματική πρόοδος των μαθητών. Ο μέσος μαθητής θα καθυστερούσε πολύ αν, αντί να του δίνεται κάθε φορά ένα συγκεκριμένο καθήκον, του ζητούνταν να κάνει ό,τι περισσότερο μπορούσε. Όλοι μας έχουμε περάσει απ’ την παιδική ηλικία, και είναι εξίσου σωστό ότι ο μέσος εργάτης θα δουλέψει με την μεγαλύτερη ευχαρίστηση, τόσο για τον ίδιο όσο και για τον εργοδότη του, όταν κάθε μέρα του δίνεται ένα συγκεκριμένο καθήκον που πρέπει να γίνει σε προκαθορισμένο χρόνο, και το οποίο αποτελεί μια ικανοποιητική ημερήσια δουλειά για έναν καλό εργάτη. Αυτό δίνει στον εργάτη ένα ξεκάθαρο στάνταρ, χάρη στο οποίο μπορεί στη διάρκεια της ημέρας να μετρήσει την ίδια του την πρόοδο, και η ολοκλήρωση του οποίου του δίνει την μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
...

Τι λέει εδώ ο Taylor; Δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο επιστήμονας / μάνατζερ έχει (απέναντι στον εργάτη) την ίδια γνωσιολογική υπεροχή που έχει ο δάσκαλος απέναντι στους μαθητές. Και δεύτερον (σημαντικό γι’ αυτήν εδώ την έρευνα) ότι η σχολική εκπαίδευση μορφοποιεί ήδη, την στιγμή που μιλάει, το 1911, το ιδεώδες του. Ή, για να το πούμε με άλλα λόγια, η διανοητική μάθηση / εκπαίδευση είναι ήδη οργανωμένη με τον τρόπο που αυτός προτείνει να οργανωθεί η χειρωνακτική εκπαίδευση / εργασία. 
Να λοιπόν ποια είναι η ιστορική σειρά του γνωσιολογικού μοντέλου που προτείνει ο Taylor στο the principles... (έχοντας συνείδηση ότι η γνώση είναι εξουσία!), ενός μοντέλου που στηρίζεται στον κατακερματισμό, στη γραμμική επεξεργασία, στον αποτελεσματικό έλεγχο και την επιβράβευση ή την τιμωρία “απ’ τα πάνω”: πρώτα σε πεδία διανοητικών διαδικασιών, ύστερα στις χειρωνακτικές τέτοιες, και από ένα χρονικό σημείο και μετά σχεδόν στο σύνολο των διανοητικών διεργασιών· αυτό το τελευταίο στάδιο είναι εκείνο στο οποίο ζούμε σήμερα.

...
Η γνώση των εργοδοτών για το πόση δουλειά ενός συγκεκριμένου είδους μπορεί να γίνει μέσα σε μια μέρα προέρχεται απ’ την δική τους εμπειρία, που γίνεται όλο και πιο θολή καθώς μεγαλώνουν, από τυχαίες και όχι συστηματικές παρατηρήσεις επί των εργατών, ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων από καταγραφές, που δείχνουν τον πιο γρήγορο τρόπο με τον οποίο γίνεται κάθε συγκεκριμένη δουλειά. Σε πολλές περιπτώσεις ο εργοδότης μπορεί να είναι σίγουρος ότι μια συγκεκριμένη δουλειά μπορεί να γίνει γρηγορότερα απ’ ό,τι γίνεται, αλλά σπάνια νοιάζεται να πάρει τα δραστικά μέτρα που είναι απαραίτητα για να πιεστούν οι εργάτες να την κάνουν γρηγορότερα, εκτός εάν διαθέτει μια επικαιροποιημένη λίστα μετρήσεων που αποδεικνύει οριστικά πόσο γρήγορα μπορεί να γίνει αυτή η δουλειά.
Είναι προς το συμφέρον κάθε εργάτη, λοιπόν, να μην κάνει μια δουλειά γρηγορότερα απ’ ό,τι αυτή γινόταν στο παρελθόν. Οι νεώτεροι και λιγότερο έμπειροι εργάτες διδάσκονται απ’ τους μεγαλύτερους επ’ αυτού και κάθε μέσο πίεσης ασκείται σε όσους εργάτες είναι πιο εγωϊστές, έτσι ώστε να μη δουλεύουν γρηγορότερα ακόμα κι αν έτσι θα αυξάνονταν οι μισθοί τους, έτσι ώστε και οι επόμενοι θα δουλεύουν με τους ίδιους παλιούς μισθούς.
...

Έτσι περιγράφει ο Taylor την αναγκαιότητα να θωρακιστεί η εξουσία των εργοδοτών από μια “επικαιροποιημένη λίστα μετρήσεων” (και όχι μόνον αυτή άλλωστε) προκειμένου να αποκατασταθεί ο έλεγχός τους πάνω στη χειρωνακτική εργασία. Είναι η πολεμική ιαχή ενός ακήρυχτου πολέμου, που θα αρχίσει να κορυφώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα, ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους γνώσης, κοινωνικά και ταξικά προσδιορισμένους: της επιστήμης απ’ την μια μεριά, της εμπειρίας απ’ την άλλη. Σαν ένα σώμα γνώσης ήδη δουλεμένο ως προς τους κανόνες, τις αρχές και τις μεθόδους της, ιδιαίτερα εντατικά τον 19ο αιώνα, η επιστήμη νικάει κατά κράτος την εμπειρία στις χειρωνακτικές δουλειές, σ’ αυτές τουλάχιστον που έχουν κάποιο αφεντικό. Και επιβάλλεται. Ανάλυση, μετρήσεις, αξιολόγηση τμήμα τμήμα, παραγοντοποίηση, συστήματα εξισώσεων, ενίσχυση κινήσεων με τα κατάλληλα εργαλεία, επανασυναρμολόγηση των κινήσεων (των σωμάτων)... ιδού ο θρίαμβος του “διαφανούς” επιστημονικού λόγου / πράξης πάνω στο “σκοτεινό”, αδιαπέραστο και ανεξέλεγκτο εμπειρικό λόγο / πράξη.
Τι είναι, τι ήταν τότε η επιστήμη και η επιστημονική γνώση; Και πως είχε οργανωθεί στα βασικά του χαρακτηριστικά ο δικός της διανοητικός ταιηλορισμός;

ο έντονος 19ος αιώνας

Για το μεγαλύτερο μέρος της τότε ευρώπης (συμπεριλαμβανόμενης καθόλου χαριστικά της ρωσικής αυτοκρατορίας) και της βόρειας αμερικής ο 19ος αιώνας ήταν μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή. Κοινωνικά, πολιτικά, ταξικά οπωσδήποτε. Αλλά και διανοητικά, ηθικά, αισθητικά εξίσου.
Για το θέμα μας: ο 19ος αιώνας είναι μια εντατική και δυναμική περίοδος ανάπτυξης των επιστημών, σ’ όλον τον τότε καπιταλιστικό κόσμο. Η μητέρα όλων των επιστημών, το βασικό υπόδειγμα στο οποίο θα έπρεπε να τείνει από μεθοδολογική και λογική άποψη κάθε επιμέρους επιστημονικός κλάδος, ήταν βέβαια (και παραμένει) η φυσική. Και από δίπλα της τα μαθηματικά. Παρότι στον 19ο αιώνα εμφανίζονται, μορφοποιούνται και εξελίσσονται πολλοί επιστημονικοί κλάδοι ή, πιο σωστά, πολλές εξειδικευμένες γνωσιακές διαδικασίες με αξιώσεις επιστημοσύνης, απ’ την βιολογία ως την κοινωνιολογία και την ανθρωπολογία, είναι σωστό να πούμε ότι η επιστήμη είναι βασικά φυσικομαθηματική. Η φυσική έχει καθιερώσει το δίπολο “πείραμα - απόδειξη”, και χωρίζει, αναλύσει, μετράει, μετράει, μετράει. Δίπλα της τα μαθηματικά εξελίσσονται κι αυτά, σαν ο κατεξοχήν τομέας μιας επιστήμης μετρήσεων, κατανομών, συσχετίσεων αλλά και μεταγλωτίσεων. Θα επανέλθουμε στη συνέχεια σ’ αυτές τις μεταγλωτίσεις.
Χωρίς δυσκολία θα συμφωνούσαμε πως όποιος κι αν είναι ο ιδιαίτερος προσανατολισμός κάθε επιστήμης, όσο κι αν εμπλέκεται και με πρακτικά καθήκοντα, όπως για παράδειγμα η κατασκευή του μικροσκοπίου, του τηλεσκοπίου, των ατμομηχανών ή του τηλέγραφου, ή η ανατομία σωμάτων, κληρονομικών σχέσεων, ή η χαρτογράφηση, αρχειοθέτηση και σύγκριση ηθών και εθίμων, η επιστήμη είναι σε μεγάλο βαθμό διανοητική διαδικασία. Σκέψη. Συνεπώς εάν η επιστήμη στον 19ο αιώνα είχε αρχίσει να συγκροτείται πυκνά και ώριμα σα σώμα γνώσης σε διάφορους τομείς, αυτό γινόταν παράλληλα με την συγκρότηση και την οργάνωση της επιστημονικής σκέψης σαν τέτοιας. Για να το πούμε διαφορετικά: το μακρύ οδοιπορικό της ανάπτυξης των επιστημών δεν ήταν μόνο η συγκρότηση ενός λόγου (και των ανάλογων πρακτικών) για το Α ή Β γνωσιακό αντικείμενο, αλλά επίσης η συγκρότηση ενός μοντέλου (του επιστημονικού) για το σκέπτεσθαι. Προκειμένου αυτό το μοντέλο να είναι ανώτερο από κάθε άλλο, θα έπρεπε να ικανοποιεί κρίσιμες προδιαγραφές. 

Σε κάθε περίπτωση η επιστήμη σαν σύνολο αναπτύσσεται ραγδαία τον 19ο αιώνα στην ευρώπη και στην βόρεια αμερική, και απομακρύνεται πολύ γρήγορα απ’ το προηγούμενο υψηλότατου κύρους γνωσιολογικό Παράδειγμα, την φιλοσοφία (στην οποία πρέπει να συμπεριλάβουμε και την θεολογία).
Πράγματι, ο 19ος αιώνας είναι μια περίοδος εντατικής αναμέτρησης και διαλεκτικής σύνθεσης ανάμεσα σ’ εκείνο που επί αιώνες εξελισσόταν σαν φιλοσοφία, και σ’ αυτό που αναδύεται ρωμαλέο σαν επιστήμη. Οι πρώτες εφευρέσεις, διαπιστώσεις, επιστημονικές θεωρίες και εφαρμογές ασκούν μεγάλη επιρροή μεταξύ των διανοούμενων του 19ου αιώνα, απ’ το ξεκίνημά του ήδη. Ο ιδεαλισμός, η θεωρησιαρχική φιλοσοφία, μπαίνουν γρήγορα σε κρίση μπροστά στον αναδυόμενο επιστημονικό υλισμό και στην επιστημονική φυσιοκρατία.

Όμως... Όμως η συγκρότηση των επιστημών, και ειδικά του δίδυμου μαθηματικά / φυσική, δεν είναι μια “γραμμική”, σωρρευτική, ασφαλής σε γενικές γραμμές, διανοητική διαδικασία. Τολμηρές θεωρίες με μεγάλες αξιώσεις διατυπώνονται εδώ κι εκεί, για να καταποντιστούν μετά από προσεκτικότερη επισκόπηση... Η διαδρομή δεν έχει μόνο θριάμβους αλλά και πτώσεις. Κι αυτό δημιουργεί μια (όχι πάντα) υπόγεια αβεβαιότητα: αν πρόκειται οι επιστήμες να γίνουν οι ακλόνητοι ερευνητές και κάτοχοι της Αλήθειας (η θεολογία και η εξ αποκαλύψεως γνώση παραμονεύουν πάντα!) θα πρέπει να θεμελειωθούν σε ακλόνητα θεμέλια. Δεν υπάρχουν πολλά τέτοια διαθέσιμα. Για την ακρίβεια υπάρχει μόνον ένα: ο πραγματισμός των επιστημών, αν πρόκειται αυτές να ηγεμονεύσουν οριστικά και αμετάκλητα, πρέπει να “κλέψει”, και να χρησιμοποιήσει για λογαριασμό του, εκείνο που ήδη απ’ τον 15ο αιώνα ήταν το ιερό δισκοπότηρο της δυτικής φιλοσοφίας. Την Λογική - με κεφαλαίο λάμδα. Ποια Λογική με κεφαλαίο λάμδα; Την Λογική του Αριστοτέλη [2Όπως είναι γενικά γνωστό αλλά, επίσης, γενικότερα ανομολόγητο, όχι μόνον τον Αριστοτέλη αλλά το σύνολο της γραμματείας των “ειδωλολατρών” διέσωσαν οι άραβες (μουσουλμάνοι) διανοούμενοι και βασιλιάδες. Κι όχι μόνο “διέσωσαν” αλλά επεξεργάστηκαν· συμβάλλοντας, σε πολλές περιπτώσεις καίρια, σ’ αυτό που αργότερα, πολύ αργότερα, άρχισε να συγκροτείται σαν “επιστήμη - στον - δυτικό - κόσμο”. Αυτά έγιναν εκείνους τους μίζερους και σκοτεινούς καιρούς που έχουν ονομαστεί “μεσαίωνας”, όταν την ευρώπη την πλάκωναν οι αλήθειες (και οι εξουσίες) του χριστιανισμού. Ας το επαναλάβουμε για εμπέδωση: οι μουσουλμάνοι διανοούμενοι καλλιεργούσαν το “κοσμικό φως” όταν ο χριστιανικός κόσμος ζούσε στα θρησκευτικά του σκοτάδια. Ή, αν το προτιμάει κανείς στο γνωστό ελληνομάγκικο στυλ, οι μουσουλμάνοι είχαν πολιτισμό όταν οι ευρωπαίοι ήταν ... στις φάτνες. Γιατί πρέπει να το τονίζουμε αυτό (και καλό θα ήταν να το θυμόμαστε, και να το έχουμε πάντα διαθέσιμο στην άκρη της γλώσσας μας); Επειδή όχι απλά έχουμε βαρεθεί αλλά συχαινόμαστε όλες αυτές τις ρητορικές περί “κατωτερότητας των μουσουλμάνων” και “βαθιάς ασυμβατότητάς” τους (λόγω θρησκείας...) με τις “δυτικές αξίες” και τον “δυτικό λαμπρό πολιτισμό”.
Κι ας μην αναφερθούμε στις επιρροές της κινεζικής φιλοσοφίας / επιστήμης τα ίδια σκοτεινά για την ευρώπη χρόνια. Περισσότερα στο Sarajevo νο 82, spirit: το όνειρο του Leibniz / μια υπέροχη ιδέα (ο Leibniz και οι υπολογιστές).
].
Ο μεταφραστής / επιμελητής της έκδοσης Frege του Hans Sluga [3Από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις κρήτης, 2009.] σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου (οι τονισμοί δικοί μας):

...
Η έρευνα του Σλούγκα καταγράφει τη μεθοδολογική κρίση της παραδοσιακής φιλοσοφίας στη Γερμανία στα μέσα του 19ου αιώνα, και την αναζωογόνησή της μετά το 1870 με αξιώσεις επιστημονικότητας. Μετά το θάνατο του Χέγκελ και του Γκαίτε, η φιλοσοφία στη Γερμανία βρέθηκε ακαδημαϊκά σε κρίση. Ο Σλούγκα δείχνει ότι από το 1840 έως το 1870 περίπου παρατηρείται μια προοδευτική μετατόπιση του ενδιαφέροντος των γερμανών ακαδημαϊκών από τη θεωρησιαρχική φιλοσοφία στην επιστημονική φυσιοκρατία. Ο ριζικός εμπειρισμός και η φυσιοκρατία κυριαρχούν. Μια πρακτική, εργαλειακή, θα λέγαμε, νοοτροπία αρχίζει να γίνεται ελκυστική στους ακαδημαϊκούς φιλοσόφους, χάρη στη μαθηματικοποίηση των επιστημών και την ταχύτατη άνθησή τους τελείως ανεξάρτητα από τη φιλοσοφία. Ο Σλούγκα περιγράφει πως η φιλοσοφία πέρασε σταδιακά από τους ιδεαλιστές στους χημικούς, στους φυσιολόγους και στους φυσικούς. Αν και σημειώνεται μια σταδιακή (επι)στροφή στον Καντ, οι επιστήμονες αυτής της περιόδου δίνουν προτεραιότητα στην επιστήμη. Έτσι, τα θεωρησιαρχικά συστήματα αντικαθίστανται με τον στοχασμό για την επιστήμη και τη μεθοδολογία της, πράγμα το οποίο οδήγησε στην αναζήτηση μιας φιλοσοφίας της επιστημονικής μεθόδου. Προοδευτικά, αυτή η συζήτηση αναζωογόνησε το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, αλλά έφερε επίσης τη λογική στο χώρο της γνωσιολογίας και της φιλοσοφίας της επιστήμης. Από το 1870 και μετά, η φιλοσοφία ξαναγίνεται ελκυστική, αλλά πρόκειται για μια φιλοσοφία εμπειριοκρατική και φυσιοκρατική, κατάλληλη για φιλόσοφους - επιστήμονες.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τη συγγραφή και τη συχνή ανατύπωση ενός μεγάλου αριθμού βιβλίων για τη λογική. Στα βιβλία αυτά, η συζήτηση για τη λογική απομακρύνεται ριζικά από τη μεταφυσική και τη θεωρησιαρχική φιλοσοφία και παίρνει μια γνωσιοθεωρητική κατεύθυνση. Η αντίληψη των συγγραφέων για το τι είναι η λογική διευρύνεται, έτσι ώστε να περιλάβει θέματα και προβληματικές τα οποία σήμερα κατατάσσουμε στη γνωσιολογία, τη φιλοσοφία των μαθηματικών και τη μεθοδολογία της επιστήμης (π.χ., γύρω από τη φύση και την προέλευση της σκέψης, τη σύνδεσή της με τα πράγματα, τη φύση των αριθμών, τη σχέση τους με το χρόνο, κ.ο.κ.). Οι συγγραφείς ενσωματώνουν τη λογική στις συνθήκες δυνατότητας της επιστημονικής γνώσης, ως το μέσο γνωστικής πρόσβασης στην πραγματικότητα αλλά και μεθοδολογικοί καθορισμού της περιγραφής της. Τη μετατρέπουν έτσι σε μια μορφή γνωσιοθεωρίας, μια θεωρία της επιστήμης που μελετά τις αρχές συγκρότησης της επιστημονικής γνώσης.
...
Παράλληλα με αυτές τις αμιγώς θεωρητικές συζητήσεις, καταγράφεται επίσης μια σημαντική τεχνική εξέλιξη στη λογική χάρη στους μαθηματικούς: η συστηματική πραγμάτευση της λογικής με τη χρήση μαθηματικών (αλγεβρικών) εργαλείων, συγκεκριμένα από τον Τζωρτζ Μπουλ και τη λεγόμενη “αλγεβρική σχολή” του. Ο Μπουλ, ακολουθώντας μια παράδοση της οποίας ο πιο φημισμένος εκπρόσωπος ήταν ο Λάιμπνιτς, είχε προχωρήσει τη μαθηματική πραγμάτευση της αριστοτελικής λογικής, επινοώντας ένα νέο συμβολισμό στον οποίο μπορούσε κανείς να χειριστεί τους έγκυρους συμπερασμούς τόσο των αριστοτελικών συλλογιστικών σχημάτων όσο και της προτασιακής λογικής. Οι λογικοί συμπερασμοί, χάρη σε μια επιδέξια συμβολική αναπαράστασή τους μέσω της άλγεβρας, μετατρεπόταν σε ζήτημα μηχανικού υπολογισμού. Αν και μ’ αυτό τον τρόπο ο Μπουλ δεν κατόρθωσε την πλήρη συγχώνευση των δύο ειδών λογικής, έδειξε εντούτοις τη γονιμότητα της μαθηματικής προσέγγισης στη λογική ανάλυση.
Το έργο του Μπουλ εντάσσεται στη γενικότερη ανάπτυξη των μαθηματικών το 19ο αιώνα, και στη σταδιακή εγκατάλειψη της αντίληψης των μαθηματικών ως “επιστήμης της ποσότητας” υπέρ της αντίληψής τους ως “επιστήμης των συμβολικών πράξεων (operations)” εν γένει. Στο σύστημα του Μπουλ, η αντίληψη αυτή παίζει κρίσιμο ρόλο. Ο Μπουλ παραφράζει τις προκείμενες ενός συλλογισμού σε αλγεβρικές εξισώσεις, και πολλαπλασιάζοντας και προσθέτοντας, απαλείφοντας όρους και μεταβλητές, καταφέρνει να οδηγηθεί σε μια εξίσωση η οποία, παραφραζόμενη αντίστροφα, είναι το επιθυμητό συμπέρασμα.
...

(Έστω. Τι σχέση έχει όμως ο ταιηλορισμός με την Λογική - με κεφαλαίο λάμδα, ε; Θα δούμε...)

ο Boole και η άλγεβρά του

...
Το όραμα του Leibniz ήταν εκπληκτικής εμβέλειας και μεγαλείου. Ο συμβολισμός που είχε ο ίδιος αναπτύξει για το διαφορικό και ολοκληρωτικό λογισμό, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, διευκόλυνε τη διεκπεραίωση πολύπλοκων υπολογισμών με λίγη σκέψη. Ήταν λες και ο συμβολισμός έκανε όλη τη δουλειά. Στο όραμα του Leibniz, κάτι παρόμοιο μπορούσε να γίνει για όλο το φάσμα της ανθρώπινης γνώσης.
Ονειρευόταν μια εγκυκλοπαιδική συλλογή και μια παγκόσμια τεχνητή μαθηματική γλώσσα με την οποία θα μπορούσε να εκφραστεί κάθε είδους γνώση, καθώς και υπολογιστικούς κανόνες που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν κάθε λογική αλληλεξάρτηση ανάμεσα σ’ αυτές τις μαθηματικές προτάσεις. Τέλος, ονειρεύτηκε μηχανές που θα μπορούσαν να πραγματοποιούν υπολογισμούς, ελευθερώνοντας το μυαλό για δημιουργική σκέψη.

Παρόλη την αισιοδοξία του, ο Leibniz ήξερε ότι η μετατροπή αυτού του ονείρου σε πραγματικότητα δεν ήταν κάτι που μπορούσε να υλοποιήσει μόνος του. Πίστευε, όμως, ότι ένας μικρός αριθμός ικανών ανθρώπων, που θα εργάζονταν μαζί στους κόλπους ενός επιστημονικού ακαδημαϊκού ιδρύματος, θα μπορούσαν να υλοποιήσουν ένα μεγάλο μέρος του μέσα σε μερικά χρόνια.
...
Θα έψαχνε να βρει ένα ειδικό αλφάβητο, του οποίου τα σύμβολα δεν θα αναπαριστούσαν ήχους αλλά έννοιες. Μια γλώσσα βασισμένη σε ένα τέτοιο αλφάβητο θα καθιστούσε δυνατό να αποφασίσει κανείς, με συμβολικό υπολογισμό, ποιές προτάσεις (γραμμένες σε αυτή τη γλώσσα) είναι αληθείς, καθώς και ποιοί λογικοί συσχετισμοί υπάρχουν ανάμεσά τους.
...
O Leibniz αναφερόταν σε ένα τέτοιο σύστημα χαρακτήρων με τον όρο χαρακτηριστική. Αντίθετα με τα αλφαβητικά σύμβολα που δεν είχαν κανένα νόημα, [ο Leibniz σκόπευε σε] μια πραγματική χαρακτηριστική, στην οποία κάθε σύμβολο αντιπροσώπευε κάποια σαφή ιδέα με έναν φυσικό και κατάλληλο τρόπο. Αυτό που χρειαζόταν, συνέχιζε ο Leibniz, ήταν μια καθολική χαρακτηριστική, ένα σύστημα συμβόλων που δεν θα ήταν μόνο πραγματικό, αλλά που θα κάλυπτε και όλη την εμβέλεια της ανθρώπινης σκέψης.
...
Ο Leibniz θεωρούσε πως το μεγαλειώδες σχέδιό του αποτελείτο από τρία κύρια συστατικά στοιχεία. Πρώτον, προτού γίνει η επιλογή των κατάλληλων συμβόλων, θα ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί μια επιτομή ή εγκυκλοπαίδεια που θα εμπεριείχε την ανθρώπινη γνώση σε όλη της έκταση. Διατεινόταν ότι άπαξ και γινόταν αυτό, θα ήταν εφικτό να επιλεγούν οι θεμελιώδεις έννοιες - κλειδιά και να βρεθούν κατάλληλα σύμβολα για καθένα από αυτά.
Τέλος, οι συμπερασματικοί κανόνες θα μπορούσαν τότε να περιοριστούν σε απλούς χειρισμούς των συμβόλων αυτών, δηλαδή σε αυτό που ο Leibniz αποκάλεσε calculus ratiocinator (λογικός λογισμός).
...

Martin Davis, μηχανές της λογικής: ο δρόμος από τον Leibniz ως τον Turing,
εκδ. “εκκρεμές”, 2000 - 2001.[4Απ’ το Sarajevo νο 82, ο.π.]

Η δεύτερη ημέρα του Νοέμβρη έχει τεράστια σημασία για την σύγχρονη εποχή της τεχνολογίας και των υπολογιστών καθώς είναι η ημέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος ο οποίος “γέννησε” την... λογική τους.
Ο λόγος για τον σπουδαίο μαθηματικό και φιλόσοφο της λογικής, George Boole. Ο Άγγλος επιστήμονας, που γεννήθηκε ακριβώς πριν από 200 χρόνια, άφησε πίσω του ένα έργο που σήμερα αποτελεί θεμέλιο λίθο στον τομέα της πληροφορικής και του προγραμματισμού. Η Google μάλιστα, δεν ξέχασε να τιμήσει τον άνθρωπο που της... έδωσε ζωή, μέσω του νέου της doodle που είναι αφιερωμένο σε αυτόν.
...
Το 1847 με την δημοσίευση της “Μαθηματικής Ανάλυσης της Λογικής”, ο Boole εισχώρησε σε έναν σχετικά ανεξερεύνητο, τότε, τομέα. Έναν τομέα που δεν άνηκε τόσο στα μαθηματικά, όσο στην φιλοσοφία. Ο Boole προσπάθησε να “μαθηματικοποιήσει” το σύστημα λογικής που ανέπτυξε ο Αριστοτέλης. Την λογική του “είναι” ή “δεν είναι”. Ή αλλιώς του “1” ή “0”. Πιο συγκεκριμένα, την λογική που μετά από χρόνια ανέπτυξε τον προγραμματισμό, εφοδίασε κάθε ηλεκτρονική συσκευή και δημιούργησε πανίσχυρες υπολογιστικές μηχανές.
...
Το δημιούργημα του Άγγλου μαθηματικού έχει στηριχθεί πάνω στις αρχές της ευρύτερης άλγεβρας, έχοντας όμως μια πολύ ιδιαίτερη δομή. Σε αντίθεση με την στοιχειώδη άλγεβρα όπου οι τιμές των μεταβλητών είναι αριθμοί και οι κύριες πράξεις είναι η πρόσθεση και ο πολλαπλασιασμός, η άλγεβρα Boole εμφανίζει μόνο τις τιμές 1 και 0. Παράλληλα έχει τρεις κύριες πράξεις, τη σύζευξη ∧, τη διάζευξη ∨ και την άρνηση ¬.
...
Αν μια μεταβλητή πάρει την τιμή “1”, τότε αυτό σημαίνει ότι είναι αληθής. Από την άλλη, το “0” αντιστοιχεί στις ψευδείς προτάσεις.
...
Η σύζευξη ουσιαστικά συνοψίζει δύο προτάσεις σε μία. Το “∧” ουσιαστικά αντιστοιχεί στην λέξη “και”. Για να είναι αληθής μια σύζευξη, θα πρέπει και οι δύο προτάσεις που περιέχει να είναι αληθείς. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η σύζευξη παίρνει τιμή “0”. Συμβολικά είναι x∧y = 1, αν x = y = 1, και x∧ y = 0 διαφορετικά.
Από την άλλη, η διάζευξη συνθέτει δύο προτάσεις με την λέξη “ή”. Αν ισχύει μία από τις δύο, τότε και η διάζευξη είναι αληθής. Συμβολικά είναι x∨ y = 0, αν x = y = 0, και x ∨ y = 1 διαφορετικά.
...
Οι υπολογιστικές μηχανές δημιουργήθηκαν με βάση αυτήν την λογική. Μια λυχνία είτε άναβε, είτε παρέμενε σβηστή, ανάλογα με την αλήθεια της αντίστοιχης πρότασης που εισαγόταν στον υπολογιστή. Μεταγενέστερα, οι λυχνίες έγιναν τρανζίστορς αλλά η λογική έμεινε ίδια. Κάθε μηχανή υπολογισμού ανεξαιρέτως, χρησιμοποιεί το δυαδικό σύστημα, εφαρμόζοντας τους νόμους της άλγεβρας Boole. Ακόμα και η τεχνητή νοημοσύνη, βασίζεται σε αυτό το ιδιοφυές σύστημα που εισήγαγε ο σπουδαίος Αγγλος μαθηματικός.

Από επετειακή αναφορά στον  George Boole
στις 2 Νοέμβρη 2015

Είναι σίγουρο ότι ο George Boole, αξιοσέβαστος στην ιστορία των μαθηματικών και όχι μόνο (τα βασικά στοιχεία της άλγεβράς του συμπεριλαμβάνονται στη διδακτέα και εξεταστέα ύλη της Γ λυκείου) δεν είναι θρύλος όσο (και όπως) ο Frederick Winslow Taylor. Κατά συνέπεια ούτε το The Mathematical Analysis of Logic του 1847, ούτε το An Investigation of the Laws of Thought του 1853 έχουν την εμβληματική θέση του The Principles of Scientific Management.
Λάθος!!! Ο Taylor θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαιρετικά μετριοπαθής στους φιλόδοξους στόχους του μπροστά στο έργο που ανέθεσε ο Boole στον εαυτό του στα μέσα του 19ου αιώνα (σε μια εποχή που κι άλλοι έψαχναν το ίδια μ’ αυτόν...), όπως το περιγράφει συνοπτικά στην εισαγωγή του An Investigation of the Laws of Thought:

Ο στόχος της μελέτης που ακολουθεί είναι να ερευνήσει τους θεμελιώδεις νόμους εκείνων των διαδικασιών της σκέψης που διαμορφώνουν την αιτιοκρατία· να δώσει έκφραση σ’αυτούς τους νόμους με την συμβολική γλώσσα του Λογισμού, και πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο να οικοδομήσει την επιστήμη της Λογικής και να κατασκευάσει την μέθοδό της· να κάνει αυτή τη μέθοδο καθ’ εαυτή την βάση μιας γενικής μεθόδου για την εφαρμογή του μαθηματικού θεωρήματος των Πιθανοτήτων· και, τελικά, να συγκεντρώσει απ’ τα διάφορα στοιχεία της αλήθειας που εμφανίζεται μέσα απ’ αυτήν την έρευνα μερικές πιθανές νύξεις για την φύση και την σύνθεση του ανθρώπινου μυαλού.
...

Μετριοπαθή έναν τέτοιο στόχο δεν θα το έλεγε κανείς! Στη σκιά του, σιωπηλός αλλά πανίσχυρος, στέκεται ο Αριστοτέλης και η Λογική του. Στον καιρό της αυτή η Λογική ήταν μια φιλοσοφική θέση· μια συστηματική θεωρία για την σκέψη, οργανωμένη μέσω της τυποποίησης της γλώσσας. Δεν επρόκειτο για επιστήμη, παρότι ο Αριστοτέλης διαμόρφωσε αυστηρές κατηγοριοποιήσεις και διατύπωσε ισχυρούς κανόνες για τα “βασικά στοιχεία της γλώσσας” στη Λογική του. Και, βέβαια, ο Αριστοτέλης έκανε μια παραδοχή αναπόδεικτη αλλά ελκυστική: η γλώσσα και η πραγματικότητα έχουν στενή σχέση...
Έτσι ώστε μετά από αιώνες, κάτω από εντελώς διαφορετικά κοινωνικά, ηθικά, πολιτικά δεδομένα, και για λογαριασμό εντελώς διαφορετικών αναγκών, εφόσον η επιστήμη οφείλει να είναι λογική, θα έπρεπε οπωσδήποτε η λογική να “μαθηματικοποιηθεί”. Ο Αριστοτέλης έψαχνε μια φιλοσοφία της ορθής σκέψης. Ο Leibniz ονειρεύτηκε τα μαθηματικά της ορθής σκέψης. Και ο Boole έκανε ένα ιδιαίτερα αποφασιστικό βήμα για να φτιάξει αυτά ακριβώς τα μαθηματικά του σκέπτεσθαι: [5Απ’ το μηχανές της λογικής... του Martin Davis.]

...
Ως ένα τελικό παράδειγμα των μεθόδων του Boole, θα στραφούμε στην απόδειξη της ύπαρξης του Θεού του Samuel Clarke, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή του κεφαλαίου. Είναι τουλάχιστον διασκεδαστικό να δούμε πώς προχωρεί ο Boole, χωρίς να έχουμε την πρόθεση να ακολουθήσουμε τη μακροσκελή, πολύπλοκη αποδεικτική διαδικασία του Clarke. Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα:

Οι υποθέσεις είναι:
1ον: Κάτι είναι.
2ον: Αν κάτι είναι, τότε είτε κάτι πάντοτε ήταν είτε τα πράγματα που τώρα είναι προήλθαν από το τίποτα.
3ον: Αν κάτι είναι, τότε είτε υπάρχει ως ανάγκη της ίδιας της φύσης του είτε υπάρχει ως αποτέλεμα της βούλησης κάποιου άλλου όντος.
4ον: Αν υπάρχει ως ανάγκη της ίδιας της φύσης του, τότε κάτι ανέκαθεν ήταν.
5ον: Αν υπάρχει εξαιτίας της βούλησης κάποιου άλλου όντος, τότε η υπόθεση ότι τα πράγματα που τώρα είναι προήλθαν από το τίποτα, είναι ψευδής.

Πρέπει τώρα να εκφράσουμε συμβολικά τις παρακάτω προτάσεις.
Έστω
χ = Κάτι είναι.
y = Κάτι πάντα ήταν.
z = Τα πράγματα που τώρα είναι προήλθαν από το τίποτα.
p = Υπάρχει ως ανάγκη της ίδιας της φύσης του (δηλαδή ‘το κάτι’ το οποίο αναφέρθηκε παραπάνω)
q = Υπάρχει εξαιτίας της βούλησης ενός άλλου όντος.

Στη συνέχεια, ο Boole εξάγει τις ακόλουθες εξισώσεις από τις υποθέσεις:
1 - x = 0.
χ{yz + (1 - y)(1 - z)} = 0
x{pq + (1 - p)(1 - q)} = 0
p(1 - y) = 0
qz = 0

Ο Spinoza, για λιγότερα απ’ αυτά, είχε αφοριστεί απ’ όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες της εποχής του. Αλλά ο καιρός πέρασε. Οπότε η διάταξη του Boole και της άλγεβράς του είναι, πράγματι, εντυπωσιακή: ορισμένες σχέσεις διανοητικού είδους (και μεταφυσικού περιεχομένου!) μετατρέπονται σε μαθηματικές εξισώσεις!!!
Όμως για να γίνει αυτό υπάρχουν αυστηρές προϋποθέσεις:
α) το μεταφυσικό / φιλοσοφικό ερώτημα περί της ύπαρξης ή μη του θεού (και, κατά αναλογία, οποιοδήποτε άλλο ερώτημα ή και συνειρμός) θα πρέπει να αναλυθεί σε σύνολο διαδοχικών προτάσεων, με το πιο απλό / μονοσήμαντο κατά το δυνατόν περιεχόμενο·
β) αυτές οι προτάσεις να μεταγλωτιστούν - δηλαδή να αναπαρασταθούν μ’ ένα ρεπερτόριο συμβόλων γενικής και αδιαφοροποίητης χρήσης - άρα να συμβολιστούν με τρόπο άσχετο με το περιεχόμενό τους·
γ) οι έτσι δημιουργημένες συμβολο/σειρές να διαταχθούν σε μια αλληλουχία στη βάση μαθηματικών κανόνων.

Δεν είναι αυτό ταιηλορισμός (πριν τον Taylor), λέτε; Ας το δούμε κάπως διαγώνια. Για τον Taylor, που είχε σαν αντικείμενο / στόχο τις χειρωνακτικές δουλειές, έπρεπε:
α) μια (οποιαδήποτε) δουλειά, που ως τότε είχε την δική της εσωτερική συνοχή (την τέχνη της...), να αναλυθεί σ’ ένα πεπερασμένο σύνολο διαδοχικών κινήσεων, με το πιο απλό κατά το δυνατόν περιεχόμενο η κάθε μια·
β) αυτές οι κινήσεις να χρονομετρηθούν - δηλαδή να αναπαρασταθούν συμβολικά με ένα “μέτρο” άσχετο μ’ αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενό τους·
γ) οι έτσι διαμορφωμένοι χρόνοι/πράξεις να επανασυναρμολογηθούν σε μια αλληλουχία στη βάση μηχανικών κανόνων.
Υπάρχουν διαφορές, και είναι δύο ειδών. Πρώτον, στον Boole το συμβολικό ρεπερτόριο ανήκει στην τάξη της γλώσσας· ενώ στον Taylor στην τάξη του χρόνου και της μέτρησής του. Δεύτερον, στον Taylor το “αντικείμενο ανάλυσης” είναι το σώμα, το εργαζόμενο σώμα· ενώ στον Boole είναι η σκέψη, η εκφραζόμενη σκέψη.
Όμως οι ομοιότητες είναι περισσότερες, και θα τολμούσαμε να πούμε: στρατηγικές. Δεν αφορούν μόνο την μέθοδο αλλά και τις βασικές “συλλήψεις” της, τις προϋποθέσεις της. Ακόμα κι αν δεν είχαν πλήρη συνείδηση του τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό και πόσο μακρυά θα μπορούσε να πάει, πρωτοπόροι σαν τον Boole (και ενορατικά τον Leibniz) άνοιγαν την διαδικασία ταιηλοροποίησης της σκέψης προσεγγίζοντάς τις διανοητικές διεργασίες σαν γραμμικές λεκτικές / γλωσσικές διαδικασίες που μπορούν να κατατμηθούν και να ανασυντεθούν σε ένα “ανώτερο επίπεδο” (αφαίρεσης και συμβολισμού). Αν για τον Taylor το αντικείμενο μελέτης  / ανάλυσης / εποπτείας / μέτρησης / αναδιάταξης ήταν το εργαζόμενο σώμα, πολλές δεκαετίες νωρίτερα, η διαδικασία “μαθηματικοποίησης της λογικής” (της σκέψης δηλαδή) προσπαθούσε να αντικειμενοποιήσει τις συμβολικές αναπαραστάσεις της (γραφής της) σκέψης. Εδώ το “σώμα”, με την μεταφορική αλλά ακριβή έννοια, ήταν (και παραμένει) η γλώσσα: ο υπο-λογισμός (θεμελιώδης και για τον Taylor) πριν ορίσει την αποδοτικότητα της χειρωνακτικής εργασίας είχε γίνει “συνώνυμος” του (εκφρασμένου) συλ-λογισμού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Ας το σημειώσουμε εδώ κατ’ αρχήν, και ίσως σε μελλοντική συνέχεια να αναφερθούμε εκτενέστερα: μια σειρά εργασιών διανοητικού χαρακτήρα, σχετιζόμενων κυρίως με υπολογισμούς (σε γραφεία) είχε αρχίσει να καταμερίζεται και να μηχανοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, πριν ο Taylor καταθέσει το the principles of scientific management.
[ επιστροφή ]

2 - Όπως είναι γενικά γνωστό αλλά, επίσης, γενικότερα ανομολόγητο, όχι μόνον τον Αριστοτέλη αλλά το σύνολο της γραμματείας των “ειδωλολατρών” διέσωσαν οι άραβες (μουσουλμάνοι) διανοούμενοι και βασιλιάδες. Κι όχι μόνο “διέσωσαν” αλλά επεξεργάστηκαν· συμβάλλοντας, σε πολλές περιπτώσεις καίρια, σ’ αυτό που αργότερα, πολύ αργότερα, άρχισε να συγκροτείται σαν “επιστήμη - στον - δυτικό - κόσμο”. Αυτά έγιναν εκείνους τους μίζερους και σκοτεινούς καιρούς που έχουν ονομαστεί “μεσαίωνας”, όταν την ευρώπη την πλάκωναν οι αλήθειες (και οι εξουσίες) του χριστιανισμού. Ας το επαναλάβουμε για εμπέδωση: οι μουσουλμάνοι διανοούμενοι καλλιεργούσαν το “κοσμικό φως” όταν ο χριστιανικός κόσμος ζούσε στα θρησκευτικά του σκοτάδια. Ή, αν το προτιμάει κανείς στο γνωστό ελληνομάγκικο στυλ, οι μουσουλμάνοι είχαν πολιτισμό όταν οι ευρωπαίοι ήταν ... στις φάτνες.
Γιατί πρέπει να το τονίζουμε αυτό (και καλό θα ήταν να το θυμόμαστε, και να το έχουμε πάντα διαθέσιμο στην άκρη της γλώσσας μας); Επειδή όχι απλά έχουμε βαρεθεί αλλά συχαινόμαστε όλες αυτές τις ρητορικές περί “κατωτερότητας των μουσουλμάνων” και “βαθιάς ασυμβατότητάς” τους (λόγω θρησκείας...) με τις “δυτικές αξίες” και τον “δυτικό λαμπρό πολιτισμό”.
Κι ας μην αναφερθούμε στις επιρροές της κινεζικής φιλοσοφίας / επιστήμης τα ίδια σκοτεινά για την ευρώπη χρόνια. Περισσότερα στο Sarajevo νο 82, spirit: το όνειρο του Leibniz / μια υπέροχη ιδέα (ο Leibniz και οι υπολογιστές).
[ επιστροφή ]

3 - Από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις κρήτης, 2009.
[ επιστροφή ]

4 - Απ’ το Sarajevo νο 82, ο.π.
[ επιστροφή ]

5 - Απ’ το μηχανές της λογικής... του Martin Davis.
[ επιστροφή ]
κορυφή