Sarajevo - Βιβλιοθήκη
 

   

Middle East Research and Information Project
Paul Silverstein - Chantal Tetreault

ΒΙΑ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ

Από τώρα ο δρόμος δεν θα συγχωρεί πλέον
Δεν έχουμε τίποτε να χάσουμε,
γιατί τίποτε δεν μας ανήκει

Στον δικό σας τόπο δεν μπορώ να ξεκουραστώ
Οι αστοί θα πρέπει να τρέμουν,
τα αποβράσματα είναι στην πόλη

Όχι για να διασκεδάσουν,
αλλά για να κάψουν συθέμελα αυτό το μέρος

...
Που είναι οι ρίζες μας; Ποια είναι τα πρότυπά μας;
Κάψατε τα φτερά μιας ολόκληρης γενιάς
Τα θρυμματισμένα όνειρα έχουν χαλάσει
τον σπόρο της ελπίδας.
Όσο το σκέφτομαι...

Ήρθε η ώρα να σκεφτούμε. Ήρθε η ώρα που η Γαλλία
θα δώσει επιτέλους λογαριασμό για τα εγκλήματά της
...
Η ιστορία διδάσκει ότι οι ευκαιρίες μας είναι μηδενικές
Γι’ αυτό σταματήστε πριν όλα ξεφύγουν απ’ τον έλεγχο
Ή γεννήσουν κι άλλο μίσος
Ας ενωθούμε κι ας κατακάψουμε το σύστημα
Αλλά γιατί, γιατί περιμένουμε να βάλουμε φωτιά;

SuprêmeNTM

Όποιος είχε ακούσει τους Suprême NTM δέκα χρόνια πριν, δεν θα έπεφτε απ’ τα σύννεφα με τη βία που χτύπησε την Γαλλία τις πρώτες βδομάδες του Νοέμβρη 2005. Το ραπ γκρουπ που ξεκίνησε από τον Σεν Ντενί, στα βορειοανατολικά του Παρισιού, ήξερε πολύ καλά την καθημερινή αστυνομική επιθετικότητα που ορίζει τη ζωή στα παρακμασμένα οικιστικά συγκροτήματα που κυκλώνουν τις γαλλικές πόλεις. Όπως οι NTM, πολλοί νεαροί κάτοικοι των cités, όπως λέγονται αυτά τα οικιστικά συγκροτήματα στα γαλλικά, απλά ρωτούσαν τους εαυτούς τους “γιατί περιμένουμε;”

Όπως συμβαίνει πάντα, η βία ξεκίνησε με αφορμή ένα περιστατικό που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν καν πρωτοσέλιδο σε ένα μητροπολιτικό κέντρο όπως το Παρίσι. Στις 27 Οκτώβρη ο Μουιτίν Αλτούν, 17 χρονών, ο Ζιέντ Μπένα, 17 χρονών, και ο Μπούνα Ταορέ, 15 χρονών, καθώς γύριζαν στο σπίτι μετά από έναν αγώνα ποδοσφαίρου σ’ ένα γήπεδο στο Κλισύ Σου Μπουά, άκουσαν τη σειρήνα ενός περιπολικού. Ο Μπούνα φώναξε στους υπόλοιπους να τρέξουν. Ένας σεκιουριτάς από κοντινό κτίριο είχε φωνάξει την αστυνομία, πιστεύοντας ότι τα παιδιά είχαν παραβιάσει και καταπατούσαν τον χώρο. Ο Μουιτίν, Ο Ζιέντ και ο Μπούνα πήδηξαν τον φράχτη ενός ηλεκτρικού υποσταθμού που βρισκόταν εκεί κοντά για να γλιτώσουν από τους μπάτσους, αλλά μόνο ο Μουιτίν επέζησε. Ο Ζιέντ και ο Μπούνα πέθαναν από ηλεκτροπληξία. Οι μπάτσοι αρνήθηκαν ότι είδαν τους τρεις έφηβους να μπαίνουν στον υποσταθμό.

Όταν διαδόθηκαν τα νέα για τον θάνατο του Ζιέντ και του Μπούνα, οι νέοι από τα γύρω οικιστικά συγκροτήματα συγκεντρώθηκαν για να διαμαρτυρηθούν. Σε μια μικρής κλίμακας σύγκρουση με την αστυνομία, εκείνο το βράδυ κάηκαν 15 αυτοκίνητα. Το επόμενο βράδυ η σύγκρουση επεκτάθηκε και 300 αστυνομικοί κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τους περίπου 400 νέους που μαζεύτηκαν από την περιοχή. Την επόμενη μέρα οι κάτοικοι της γειτονιάς έκαναν μια ειρηνική πορεία, ζητώντας τόσο να αποδοθεί δικαιοσύνη για το θάνατο των δύο παιδιών, όσο και να επικρατήσει ηρεμία. Οι επιθέσεις σε οχήματα συνεχίστηκαν. Τα βίαια επεισόδια συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση, όταν στις 30 Οκτώβρη ο υπουργός εσωτερικών Νικολά Σαρκοζί βγήκε στην τηλεόραση και υποσχέθηκε “μηδενική ανοχή απέναντι σ’ αυτά τα αποβράσματα (racaille)”, ενώ την ίδια μέρα ένα δακρυγόνο, ίδιου τύπου μ’ αυτά που χρησιμοποιεί η αστυνομία, έπεσε σ’ ένα τζαμί στο Κλισύ. Μέσα σε λίγες μέρες οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν σε οικιστικά συγκροτήματα στα γύρω προάστια, και τα φλεγόμενα αυτοκίνητα έγιναν καθημερινό θέαμα.

Στις 7 Νοέμβρη, μετά από δύο εβδομάδες συγκρούσεων στα προάστια γύρω από το Παρίσι και άλλες πόλεις, ο γάλλος πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν κήρυξε πάνω από το ένα τέταρτο της επικράτειας του γαλλικού κράτους σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το μέτρο αυτό, που για μια αρχική περίοδο δώδεκα ημερών έδινε το δικαίωμα στις τοπικές αρχές να επιβάλλουν απαγόρευση κυκλοφορίας στις περιοχές τους, εξουσιοδοτούσε τον υπουργό εσωτερικών να κλείνει δημόσιους χώρους, να διατάζει έρευνες και συλλήψεις, εισβολές σε σπίτια και λογοκρισία του τύπου, προβλέπεται από έναν νόμο του 1955, που ψηφίστηκε για να αποδυναμώσει την υποστήριξη στον αντιαποικιακό αγώνα των αλγερινών. Αρχικά εφαρμόστηκε για έξι μήνες στην Αλγερία, και εκ των υστέρων τρεις φορές ακόμα: δύο φορές στη μητροπολιτική Γαλλία κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας, και μία φορά στη γαλλική αποικία της Νέας Καληδονίας την περίοδο 1984-95, για να κατασταλεί το τοπικό κίνημα ανεξαρτησίας. Στις 15 Νοέμβρη η γαλλική εθνοσυνέλευση -με ισχυρή υποστήριξη από τον Βιλπέν, τον Σαρκοζί, τον πρόεδρο Σιράκ και ένα μεγάλο ποσοστό του σώματος- υπερψήφισε με πλειοψηφία δύο τρίτων την επέκταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης κατά τρεις μήνες ακόμα.

Αποικιακή λογική

Η εφαρμογή ενός αποικιακού νόμου απέναντι στην παρούσα κρίση είναι η απόδειξη ότι η αποικιακή λογική κυριαρχεί στη μετα-αποικιακή Γαλλία. Ακριβώς όπως οι πόλεις των εποίκων της αποικιακής περιόδου, έτσι και τα σύγχρονα αστικά κέντρα της Γαλλίας συνυπάρχουν με τις εξαθλιωμένες περιφέρειές τους, που μέσα από τον λόγο των μήντια, της κρατικής πολιτικής και της λαϊκής δημαγωγίας παρουσιάζονται ως πολιτιστικά, ή ακόμα και φυλετικά, διαφορετικές από την επίσημη Γαλλία. Οι γάλλοι χρησιμοποιούν αυτό το εργαλείο της αποικιακής διοίκησης γιατί η μεταποικιακή “αποστολή αφομοίωσης”, που διαδέχτηκε την αποικιακή “αποστολή εκπολιτισμού”, έχει αποτύχει παντελώς. Τα τελευταία 50 χρόνια το γαλλικό κράτος προσπαθεί να μεταμορφώσει τα παιδιά των μεταναστών σε παραγωγικούς και προσαρμοσμένους γάλλους, και ταυτόχρονα γκρινιάζει και θρηνεί επειδή αρνούνται να μεταμορφωθούν σε κάτι τέτοιο. Την ίδια στιγμή το κράτος φωνάζει, απευθυνόμενο σ’ ένα κοινό πωρωμένο με την ασφάλεια, ότι οι μετανάστες είναι ασταθείς και έχουν μια ροπή προς τη βία.

Η ιστορία των συγκρούσεων ανάμεσα στην αστυνομία και τους κατοίκους των προαστίων ξεκινά από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Παρόλ’ αυτά, η έκταση και η ένταση της συγκεκριμένης σύγκρουσης –που κατέληξε σε 8.400 καμένα αυτοκίνητα και σε πάνω από 2.600 συλλήψεις σε περίπου 100 πόλεις σε όλη τη Γαλλία, καθώς και σε έναν θάνατο– έπιασε τους περισσότερους απροετοίμαστους. Οι πρώτες αναλύσεις προσπαθούσαν να συνδέσουν την εξέγερση με μια ευρύτερη “σύγκρουση των πολιτισμών”, ερμηνεύοντας τα γεγονότα μέσα από το πρίσμα της παλαιστινιακής ιντιφάντα ή της ιρακινής αντίστασης, και ψάχνοντας τα αποτυπώματα κάποιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Κι όμως, αυτό που χαρακτηρίζει την κοινωνική ζωή στα οικιστικά συγκροτήματα των προαστίων είναι ακριβώς η έλλειψη αποτελεσματικών οργανωτικών δομών ή ενοποιημένων θρησκευτικών ή εθνικών ιδεολογιών. Η οργή που εκφράστηκε από τους νέους των προαστίων δεν προκύπτει ούτε από τον αντι-ιμπεριαλιστικό αραβικό εθνικισμό, ούτε από κάποιου είδους αντιδυτικό τζιχαντισμό, όπως θέλουν να πιστεύουν διάφοροι αρθρογράφοι. Προκύπτει από μια ολόκληρη ζωή γεμάτη με αποτυχίες στο σχολείο και στις δουλειές, από την αστυνομική βία και τον καθημερινό ρατσισμό που μεταχειρίζεται αυτούς τους ανθρώπους σαν να είναι τα αποβράσματα της προσβολής του Σαρκοζί – ανεξάρτητα από τη φυλή, την εθνικότητα ή τη θρησκεία τους.

Οι συνθήκες αυτές βρίσκονται σε έξαρση μετά τις πρόσφατες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που πετσόκοψαν τον προϋπολογισμό του κράτους πρόνοιας και τα κονδύλια για τους συλλόγους γειτονιάς, τα προγράμματα εκπαίδευσης, την κοινοτική αστυνόμευση και την περίθαλψη. Επιπλέον, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η πολιτική του υπουργείου εσωτερικών απέναντι στην εγκληματικότητα των προαστίων έχει προκαλέσει μια de facto στρατιωτικοποίηση των οικιστικών συγκροτημάτων, κατάσταση που επιδεινώθηκε μετά το 2001 και τον “πόλεμο στην τρομοκρατία”. Στα μυαλά πολλών κατοίκων των cités, το γαλλικό κράτος έχει εξισωθεί με την καταπίεση, μια εξίσωση που μεγεθύνει το “μίσος” τους (lahaine) για το σύστημα. Οι ρίζες αυτού του προβλήματος δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν όσο η κυβέρνηση το θεωρεί ένα πρόβλημα ασφάλειας κι όχι αποτέλεσμα της κοινωνικής περιθωριοποίησης και οργής για την αστυνομία.

Δυαδικές πόλεις

Τα cités είναι πολυφυλετικά, και η αλληλεγγύη ανάμεσα στους κατοίκους δεν απορρέει από κάποια εθνική ή θρησκευτική κοινότητα, αλλά από την κοινή ταξική τους θέση. Η κατασκευή των οικιστικών συγκροτημάτων ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’50, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας, σύμφωνα με τις επιταγές για κοινωνική άνοδο και δημόσια ασφάλεια, για κοινωνική κινητικότητα και περιστολή της εγκληματικότητας. Τα οικιστικά συγκροτήματα ήταν από τη μια μεριά ένας τρόπος να απομακρυνθεί η φτώχια των λευκών από το κέντρο των πόλεων, δίνοντας στους φτωχούς λευκούς γάλλους την ψευδαίσθηση μιας αναβάθμισης της ποιότητας ζωής, οδηγώντας στην δημιουργία μιας χαμηλότερης στάθμης μικροαστών. Αποτελούνταν από τουλάχιστον 500 κτίρια το καθένα, έναν συνδυασμό πολυώροφων μπλοκ και χαμηλών πανομοιότυπων σπιτιών, και κατασκευάστηκαν ως ουτοπικά μοντερνιστικά πειράματα, αφού ολόκληρη η κοινωνική ζωή των κατοίκων, τα σπίτια, η αγορά, οι χώροι εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας, ήταν συγκεντρωμένη δίπλα στα εργοστάσια στα οποία οι κάτοικοι υποτίθεται ότι θα εργάζονταν. Από την άλλη μεριά τα cités ήταν μια λύση στα προβλήματα ασφάλειας που αντιμετώπιζε τότε το γαλλικό κράτος, αφού εγκαταστάθηκαν εκεί οι μετανάστες από τη Νότια Αφρική με τις οικογένειές τους, και απομακρύνθηκαν από τις παραγκουπόλεις που είχαν γίνει κέντρα οργάνωσης του Αλγερινού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (FLN). Τα επόμενα χρόνια οι νεοαφιχθέντες μετανάστες από την Αφρική, την Καραϊβική και τη Νοτιανατολική Ασία προστέθηκαν στο φυλετικό και πολιτιστικό αυτό μίγμα. Στα προάστια λοιπόν υπάρχουν περισσότερες “εθνικές” και “φυλετικές” μειονότητες απ’ ότι οπουδήποτε αλλού, αλλά και πολλοί λευκοί γάλλοι ζουν επίσης εκεί.

Μετά την ύφεση της δεκαετίας του ’70, το όνειρο της κοινωνικής ανέλιξης για τους κατοίκους των οικιστικών συγκροτημάτων έγινε ένας εφιάλτης κοινωνικής και οικονομικής καθήλωσης. Το ποσοστό των θέσεων απασχόλησης στη βιομηχανία έχει πέσει κατά 50% από το 1954, καλύπτοντας πλέον μόνο το 20% των συνολικών θέσεων, με τη συντριπτική πλειοψηφία των θέσεων να προσφέρεται στον τομέα των υπηρεσιών και να απαιτεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η ανεργία στους νέους βρισκόταν στο 20% σε εθνικό επίπεδο, διπλάσια από ό,τι ίσχυε για τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Σε κάποια cités τα νούμερα έφταναν ακόμα ψηλότερα, φτάνοντας κατά μέσο όρο το 30% και αγγίζοντας μέχρι και το 85%.

Σήμερα τα cités είναι ερειπωμένα, θλιβερά, με μια ατμόσφαιρα κοινωνικής εξορίας. Τα περισσότερα εμπορικά κέντρα που είχαν κτιστεί στο μέσον των οικιστικών συγκροτημάτων έχουν πλέον κλείσει, λόγω της έλλειψης κεφαλαίων και της περιστασιακής μικρο-εγκληματικότητας, ενώ τα μικρότερα καταστήματα βάζουν όλο και συχνότερα λουκέτο. Το μπετόν και τα άλλα προκατασκευασμένα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των κτιρίων έχουν προ καιρού σαπίσει. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, περίπου το 80% των κτιρίων ήταν σε άσχημη κατάσταση από ένα συνδυασμό προβλημάτων υγρασίας, μόνωσης, κατεστραμμένων ανελκυστήρων ή άλλων χειρότερων. Πολλά κτίρια γκρεμίστηκαν, από το 1989 περίπου 300.000 σπίτια εγκαταλείφθηκαν σταδιακά από τους κατοίκους τους και ποτέ δεν χτίστηκαν καινούρια, με αποτέλεσμα στα εναπομείναντα κτίρια να μένουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους μπορούν να χωρέσουν. Η έλλειψη αυτή έχει αποδειχτεί θανατηφόρα: από τον Απρίλιο του 2005 μέχρι σήμερα, 48 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε τρεις διαφορετικές πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν σε αυτοσχέδια οικήματα και σε εγκαταλειμμένα κτίρια στο Παρίσι.

Τα cités είναι επίσης απομονωμένα, εξαιτίας της αποτυχίας των αστικών συγκοινωνιών να ακολουθήσουν την αύξηση του πληθυσμού των προαστίων. Για παράδειγμα, υπάρχουν μόνο 120 στάσεις του μετρό και των λεωφορείων για να εξυπηρετήσουν μερικές χιλιάδες κοινότητες κοντά στο κέντρο του Παρισιού, ενώ τα πιο μακρινά προάστια εξυπηρετούνται μόνο από τον τοπικό σιδηρόδρομο. Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικής Έρευνας, το 1990 το 60% των δήμων στα cités δεν είχαν σταθμό τρένου. Λίγα πράγματα άλλαξαν τα τελευταία 15 χρόνια. Η ακτινωτή συγκοινωνία συνδέει άμεσα τα προάστια με το Παρίσι, αφήνοντας κάποια λίγα λεωφορεία και το περιστασιακό τραμ για την μεταξύ τους σύνδεση. Κι αυτές οι γραμμές που συνδέουν τα προάστια με το Παρίσι βρίσκονται διαρκώς υπό επιτήρηση, με κάμερες και αστυνομικά περίπολα, με την στρατοχωροφυλακή και σώματα ελεγκτών που έχουν το δικαίωμα να κάνουν συλλήψεις. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ο φυσικός και συμβολικός διαχωρισμός των cités από το Παρίσι και μεταξύ τους. Το στίγμα της απομόνωσης, μαζί με την οικτρή κατάσταση και κακή συντήρηση των οικιστικών συγκροτημάτων, έχει κάνει αδύνατο για τους κατοίκους κάποιων cites να προσληφθούν σε μια δουλειά, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την ανεργία.

Δεν είναι περίεργο λοιπόν που τα γαλλικά οικιστικά συγκροτήματα έχουν αναπτύξει τη δική τους ανεπίσημη οικονομία – που περιλαμβάνει μαύρες αγορές γύρω από το εμπόριο ναρκωτικών και την διακίνηση κλεμμένων εμπορευμάτων. Καθημερινά λειτουργούν ανοιχτές αγορές στη σκιά των μεγάλων εμπορικών κέντρων, όπου βρίσκει κανείς όλα τα απαραίτητα για τη διατροφή, την ένδυση ή τις σχολικές προμήθειες. Όσοι έχουν δικά τους οχήματα τα δουλεύουν ως ανεπίσημα ταξί, για να εξυπηρετούν τους υπόλοιπους στις μετακινήσεις προς τους σταθμούς του μετρό, τη δουλειά ή τη διασκέδαση. Μέσα από προγράμματα απασχόλησης μετά το σχολείο, διάφορες πολιτιστικές και θρησκευτικές οργανώσεις των cités συνιστούν ένα παράλληλο, αν και υποχρηματοδοτούμενο, εκπαιδευτικό σύστημα, που προσπαθεί να καλύψει τα κενά που δημιουργεί η απαράδεκτη κατάσταση στα γαλλικά σχολεία: άθλιες εγκαταστάσεις, υπερβολικά πολλοί μαθητές σε κάθε τάξη, δάσκαλοι χωρίς γνώσεις ή αδιάφοροι απέναντι στις πολυπολιτισμικές ανάγκες των μαθητών. Οι ίδιες οργανώσεις παρέχουν υπηρεσίες για τη φύλαξη των παιδιών που οι μητέρες τους εργάζονται και νομικές συμβουλές, κυρίως για θέματα νομιμοποίησης των μεταναστών. Είναι γεγονός ότι τέτοιες παράλληλες δομές λειτουργούν υπό την ανοχή και με την ελάχιστη χρηματοδότηση του γαλλικού κράτους που έχει εκχωρήσει πολλές κοινωνικές, εκπαιδευτικές και νομικές υπηρεσίες σε τέτοιες τοπικές οργανώσεις.

Μια κολασμένη σπειροειδής πτώση

Είναι φυσικό οι μαύρες αγορές των cités να προκαλούν συνεχείς εισβολές της αστυνομίας. Η αυξημένη αστυνομική παρουσία ήταν πάντα πηγή έντασης, η οποία έχει κλιμακωθεί σημαντικά από το 1980 και μετά, φτάνοντας πολλές φορές σε εκρήξεις μεγάλης κοινωνικής βίας -που ονομάζονται émeutes (ταραχές) από τα εθνικά μήντια- ιδίως όταν οι δυνάμεις ασφαλείας συλλαμβάνουν ή δολοφονούν νεαρούς. Η οργή των κατοίκων έχει συνήθως στόχο αστυνομικά τμήματα, εμπορικά κέντρα, δημοτικά κέντρα και άλλα κρατικά κτήρια, που οι κάτοικοι τα έχουν συνδέσει συμβολικά με την δική τους “απόρριψη”. Το καλοκαίρι του 1981, μετά από εισβολή της αστυνομίας στο Σιτέ ντε λα Καγιόλ στη Μασσαλία, κατά την οποία τραυματίστηκαν αρκετές γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, οι νεαροί κάτοικοι έβαλαν φωτιά σε εμπορικά κέντρα και αστυνομικά τμήματα σε ολόκληρη την περιοχή. Την ίδια περίοδο, στο προάστιο Λε Μινιέτ της Λυών ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στους κατοίκους και την αστυνομία. Πάνω από 250 περιστατικά καταγράφηκαν όπου ομάδες νεαρών έκλεβαν ένα αυτοκίνητο, προκειμένου να εμπλέξουν την αστυνομία σε κυνηγητό, και μετά του έβαζαν φωτιά – μέθοδος που οι συμμετέχοντες ονομάζουν “ροντέο”.

Αν και οι περισσότερες καταστροφές κατά τις πρόσφατες ταραχές έχουν συμβεί σε γειτονιές με χαμηλά εισοδήματα, οι νεαροί έχουν επίσης επιτεθεί και σε ιδιοκτησίες σε μεσοαστικές γειτονιές. Τα οικιστικά συγκροτήματα είναι δίπλα σε κατοικίες οικογενειών που οι ιδιοκτήτες τους επιζητούν την ικανοποίηση του ονείρου για αξιοπρεπή κατοικία σε ημι-εξοχικές συνθήκες. Για πολλούς νεαρούς το κάψιμο ενός αυτοκινήτου είναι μια ανδρική τελετουργία ενηλικίωσης και κοινωνικής ένταξης στις παρέες, σύμβολο σύνδεσης με τα cités και αντίθεσης με το αστικό κέντρο και τις δυνάμεις ασφαλείας. Αν και τα αμερικάνικα μήντια έχουν αναφερθεί λανθασμένα σε “συμμορίες”, οι παρέες των cites δεν είναι οργανωμένες με τέτοιο τρόπο. Περισσότερο μια χαλαρή και πλασματική συγγένεια μεταξύ “μεγάλων και μικρών αδελφών” (les grands et les petits frères) συνδέει τους νεαρούς της κοινότητας. Πολλές φορές είναι οι grands frères που περιορίζουν τη βία στα cites, αποδοκιμάζοντας και αποτρέποντας τους βανδαλισμούς και τα γκράφιτι.

Κάποιες φορές τα “ροντέο” γίνονται ως αντίποινα στην αστυνομική βία. Ένας ντόπιος ακτιβιστής, σχολιάζοντας τα γεγονότα του 1981 στο Λε Μινιέτ, είπε ότι “ήταν από τη στιγμή της αστυνομικής πρόκλησης που οι νεαροί έγιναν επιθετικοί... Τα ροντέο ήταν η απάντηση σε όσα είχαν τραβήξει, αυτοί και οι γονείς τους... Η οργή που είχαν μέσα τους ξέσπασε στα αυτοκίνητα”. Δύο χρόνια αργότερα αντίστοιχα επεισόδια συνέβησαν στο γειτονικό Βενισιέ και οδήγησαν στην κατοχή επί μία εβδομάδα του οικιστικού συγκροτήματος από ένα σύνταγμα 4.000 αστυνομικών. Την ίδια χρονιά, νεαροί από τη γειτονιά Μονμουσό του Λε Μινιέτ συγκρούστηκαν βίαια με την αστυνομία αφότου η τελευταία εισέβαλλε σε διαμέρισμα που υποτίθεται ότι υπήρχαν κλοπιμαία.

Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 οι αντιπαραθέσεις είχαν καταλήξει να είναι η ρουτίνα. Ενδεικτικά, αναφέρουμε κάποια περιστατικά: ομάδες νεαρών και ματ συγκρούστηκαν τον Νοέμβρη του 1990 στο Μας ντι Τωρό της Λυών μετά τον θάνατο του Τόμας Κλώντιο, 21 χρονών, σε καταδίωξη με μηχανές από την αστυνομία· συγκρούστηκαν το 1991 στο παρισινό Σαρτρουβίλ μετά τη δολοφονία του Τζαμέλ Γκετού, 18 χρονών, από τον σεκιουριτά ενός σούπερ μάρκετ· συγκρούστηκαν ξανά τον Μάη 1991 στο Βαλ Φουρέ μετά το θάνατο της Αϊσσά Ιχίτς, 18 χρονών, εξαιτίας ασφυξίας αφού οι αστυνομικοί αρνήθηκαν να της δώσουν το απαραίτητο φάρμακο ενώ ήταν υπό κράτηση· οι δύο πλευρές αναμετρήθηκαν επίσης τον Ιούνη 1995 στο παρισινό προάστιο Νοϊζύ λε Γκραντ, όταν η αστυνομία δολοφόνησε τον νεαρό Κασέμ Μπελχαμπίμπ σε καταδίωξη με μηχανές. Αυτές οι συγκρούσεις συνήθως περιλαμβάνουν καταστροφές αυτοκινήτων, σχολείων και εμπορικών κέντρων. Αυτή η βία και οι φθορές ιδιοκτησίας, όταν προβάλλονται από τα μήντια ως “καταστροφική μανία”, έχουν προκαλέσει αρνητικά στερεότυπα για τα οικιστικά συγκροτήματα και συμβάλλουν στην όξυνση της κρίσης.

Ο πλήρης κύκλος

Τα γεγονότα του περασμένου Νοεμβρίου, που χαρακτηρίστηκαν “χωρίς προηγούμενο” από τον Βιλπέν, έχουν να κάνουν τόσο με τη μακρά αυτή ιστορία αντιπαραθέσεων όσο και με τα πρόσφατα ρατσιστικά σχόλια του Σαρκοζί μετά τα πρώτα επεισόδια. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο οι συγκρούσεις είναι μια αντίδραση στη συμβολική βία που ασκούν οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί, οι οποίοι όταν αναφέρονται στους γάλλους πολίτες των cités μιλούν κατ’ επανάληψη και λανθασμένα για “ξένους” (étrangeres) που δεν έχουν καμία διάθεση να “ενσωματωθούν” στη γαλλική κοινωνία. Δυστυχώς αυτή η “ενσωμάτωση” για τη νεολαία των cités σημαίνει απώλεια της κουλτούρας τους –της μητρικής γλώσσας, της θρησκευτικής πίστης και των πολιτιστικών παραδόσεων των γονιών τους- και σημαίνει επίσης την παράλογη προσδοκία να πετύχουν στο σχολείο και τη δουλεία, ενάντια σε όλες τις συνθήκες. Η απαγόρευση της μουσουλμανικής μαντίλας στα σχολεία τον Μάρτιο του 2005, η άρνηση του γαλλικού κράτους να αναγνωρίσει το Εΐντ αλ-Αντά (τη γιορτή που σηματοδοτεί το τέλος του προσκυνήματος στη Μέκκα) ως εθνική γιορτή σε αντίθεση με τις καθολικές γιορτές που είναι εθνικές αργίες, το ιστορικό του Σιράκ που έχει δημόσια δικαιολογήσει τον ρατσισμό ως αντίδραση στο “θόρυβο και τη βρώμα” των μεταναστών – όλα αυτά είναι απόδειξη της απόρριψης της θρησκευτικής και πολιτισμικής διαφορετικότητας από τη γαλλική κοινωνία, και της υποκρισίας μιας δημοκρατίας που υποτίθεται ότι αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους πολίτες της. Η απαγόρευση της μαντίλας ήταν επίσης μια ξεκάθαρη ένδειξη της υπεροπτικής περιφρόνησης που επιδεικνύουν οι πολιτικοί, ιδιαίτερα οι συντηρητικοί που είναι τώρα στην εξουσία, στα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που βασανίζουν τις αραβικές και μουσουλμανικές κοινότητες της Γαλλίας. Αντί να ασχοληθεί με τις πραγματικές αιτίες της περιθωριοποίησης των μειονοτήτων, το κράτος έχει εμπλακεί σε μια εκστρατεία κινδυνολογίας γύρω από ένα σύμβολο κουλτούρας.

Μαζί με τη φτώχια, την ανεργία και τον αποκλεισμό, αυτές οι συνεχείς υπενθυμίσεις ότι είναι παρείσακτοι στη Γαλλία έχουν οδηγήσει τη νεολαία των cités στη δημιουργία μιας δυναμικής υποκουλτούρας που ενώνει τα φτωχά οικιστικά συγκροτήματα όλης της Γαλλίας μέσα από ένα νέο στυλ ομιλίας, ντυσίματος και μουσικής. Ο όρος racaille, που χρησιμοποίησε ο Σαρκοζί και σημαίνει “αποβράσματα”, χρησιμοποιείται εδώ και καιρό στα cités με τον ίδιο τρόπο που στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν τον όρο “gangsta”. Όπως συμβαίνει με τον αντίστοιχο όρο στην αμερικάνικη αστική αργκό, όταν οι περιθωριοποιημένοι νέοι τον απευθύνουν ο ένας στον άλλο θέλουν να δείξουν εξίσου πώς τους στιγματίζει η “καλή κοινωνία” και πως αυτο-προσδιορίζονται ως αντι-ήρωες της υποκουλτούρας των cités. Το γαλλικό χιπ-χοπ, όπως το αμερικάνικο ανάλογο του, παίζει με τις λέξεις, κι έτσι στον στίχο των ΝΤΜ “les cailleras sont dans la ville” (τα αποβράσματα είναι στην πόλη) ο racaille γίνεται caillera. Στο εσωτερικό των cités, όποιος έχει χαρακτηριστεί ως racaille αντιμετωπίζεται μ’ ένα μείγμα σεβασμού και ηθικής αμφιθυμίας. Για πολλούς νεαρούς που μεγαλώνουν στα cités, οι επιχειρηματικές δεξιότητες των racailles είναι αντικείμενο θαυμασμού γιατί κατορθώνουν να οργανώνουν το άτυπο και παράνομο εμπόριο (“le business” όπως το αποκαλούν) σε περιοχές όπου απουσιάζει κάθε άλλη εμπορική δραστηριότητα. Έτσι η υποτίμηση των cités, ως περιοχών που είναι έξω από την γαλλική αστική κοινωνία, κάνει έναν ολοκληρωμένο κύκλο καθώς τα μέσα και τα κριτήρια για την κοινωνική και οικονομική καταξίωση των απόκληρων των cités απομακρύνονται όλο και περισσότερο από το απλησίαστο ιδεώδες του ανήκειν στην αστική Γαλλία μέσω των ισότιμων (και νόμιμων) ευκαιριών.

Κράτος χωροφύλακας

Η αντίδραση της κυβέρνησης στην κατάσταση που άρχισε να διαμορφώνεται στα cités είναι διπλής φύσης: από τη μία νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, από την άλλη στρατιωτικοποίηση. Αρχικά καταστρώθηκαν μια σειρά από πολεοδομικά σχέδια που σκοπό είχαν να ενσωματώσουν ξανά τα οικιστικά συγκροτήματα στην εθνική και παγκόσμια οικονομία, και να μεταμορφώσουν τους κατοίκους τους σε παραγωγικούς πολίτες. Τα σχέδια αυτά έφτασαν στο αποκορύφωμά τους την περίοδο 1995-96 με το “σχέδιο Μάρσαλ” του γκωλικού πρωθυπουργού Αλέν Ζιπέ (το οποίο περιλάμβανε το “εθνικό σχέδιο ενσωμάτωσης αστικών περιοχών” και το “σύμφωνο για την αστική ανάκαμψη”). Με στόχο την μετακίνηση των νεαρών κατοίκων των cités από την οικονομία του δρόμου στην επίσημη οικονομία, το σχέδιο όρισε 744 “ευαίσθητες αστικές ζώνες” στις οποίες τοπικοί οργανισμοί θα έπαιρναν κρατικές επιδοτήσεις για να προσλάβουν νέους σε θέσεις βοηθητικού προσωπικού. Ταυτόχρονα το σχέδιο όριζε 44 “επιχειρηματικές ζώνες”, ειδικά στις “καυτές περιοχές”, στις οποίες θα ενθαρρύνονταν με φορολογικές ελαφρύνσεις η επιστροφή των επιχειρήσεων που είχαν φύγει εξαιτίας του φόβου της αυξανόμενης βίας. Όπως το πρωτότυπο σχέδιο Μάρσαλ που είχε στόχο την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ευρώπης, το σχέδιο του Ζιπέ εξαρτιόνταν από την εισαγωγή κεφαλαίων σε περιοχές που είχαν απαξιωθεί, αυτή τη φορά μ’ ένα νεο-φιλελεύθερο πνεύμα και με τους τοπικούς οργανισμούς και τις πολυεθνικές να έχουν τον πρώτο λόγο.

Όλο τον προηγούμενο καιρό, ιδίως κάτω από τη διαχείριση του υπουργού πολεοδομίας Ζαν Λουί Μπορλού, ο επιχειρηματικός χαρακτήρας αυτών των αλλαγών διογκώθηκε, ενώ η χρηματοδότηση των τοπικών οργανισμών και των κοινωνικών υπηρεσιών περικόπηκε ως αποτέλεσμα της γενικότερης λιτότητας που επέβαλλε η είσοδος της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Ενώ οι προσπάθειες να επιβληθούν μέτρα λιτότητας σε άλλους τομείς του δημόσιου τομέα (όπως το ασφαλιστικό) ήρθαν αντιμέτωπες με γενικές απεργίες που προκάλεσαν το πάγωμα των δραστηριοτήτων σ’ όλη τη χώρα, το πετσόκομμα της χρηματοδότησης των cités συνάντησε πολύ μικρή αντίσταση, μέχρι το τωρινό ξέσπασμα της βίας. Με τον σχεδόν μηδενισμό του μισθού των τοπικών κοινωνικών διαμεσολαβητών, οι δημοτικές αρχές απομακρύνθηκαν ακόμη περισσότερο από την τοπική νεολαία. Ο περιορισμός των εκπαιδευτικών προγραμμάτων μετά το σχολείο το μόνο που πέτυχε ήταν να αυξήσει την αναποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος που ιστορικά ρέπει στο να κατευθύνει τους κατοίκους των cités (και ειδικά τα παιδιά των μεταναστών) στην απόκτηση άχρηστων επαγγελματικών διπλωμάτων. Ακόμη περισσότερο, η χαμηλότερη μεσαία τάξη αυτών των περιοχών στέλνει τα παιδιά της σε ιδιωτικά σχολεία, αφήνοντας τα δημόσια σαν αποθήκες γι’ αυτούς που πραγματικά δεν έχουν ευκαιρίες. Οι άσχημες σχέσεις των τοπικών οργανισμών με την νεαρότερη γενιά, που αντιμετωπίζει τους επικεφαλής αυτών των οργανισμών σαν “πουλημένους στο κράτος”, γίνονται ακόμη χειρότερες. Παρόλο που υπάρχει μια αύξηση των θρησκευτικών οργανώσεων (κυρίως ισλαμικών) στα cités, ακόμη κι αυτές έχουν αποδειχτεί αναποτελεσματικές στην οργάνωση της τοπικής νεολαίας. Πράγματι, οι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις για ηρεμία αυτών των οργανώσεων και των τζαμιών κατά τη διάρκεια των πρόσφατων ταραχών πήγαν χαμένες, περιλαμβανομένης και της φετβά της ένωσης ισλαμικών οργανώσεων της Γαλλίας, που απαγόρευε “σε όσους επιζητούν τη θεία χάρη, να πάρουν μέρος σε οποιαδήποτε πράξη εναντίον της ιδιωτικής ή δημόσιας περιουσίας ή εναντίον άλλων προσώπων”.

Παράλληλα με την νεο-φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, μετά το 1990 η γαλλική κυβέρνηση απάντησε στην “κρίση” των cités με αυξανόμενη αστυνομική παρεμβατικότητα. Η περιγραφή των cités ως τόπων διαρκούς βίας, συνοδεύτηκε από τον αυξανόμενο φόβο ότι τα οικιστικά συγκροτήματα έχουν γίνει σημεία στρατολόγησης πολεμιστών της τζιχάντ, ένας φόβος που η δεξιά και η ακροδεξιά έχουν συχνά οξύνει για να κερδίσουν εκλογικά οφέλη και για να στηρίξουν σκληρά μέτρα ασφαλείας, αν όχι την ίδια την απέλαση των μουσουλμάνων μεταναστών. Τα ρεπορτάζ των εφημερίδων μιλούν για εμφάνιση “ισλαμικών στρατοπέδων εκπαίδευσης” και περιγράφουν τα προάστια ως τμήμα ενός παγκόσμιου τρομοκρατικού δικτύου που εκτείνεται από το Παρίσι ως το Αλγέρι, την Τσετσενία κι ακόμη πιο πέρα. Η αστυνομία επιβεβαίωσε αυτούς τους φόβους με τη δολοφονία του Τσαλέντ Κελκάλ, ενός αλγερινού γεννημένου στην Γαλλία, στο Βολξ εν Βελίν, κατηγορώντας τον ότι έπαιξε ρόλο στην βομβιστική επίθεση του καλοκαιριού του 1995 στο παρισινό μετρό, η οποία αποδόθηκε στην Ένοπλη Αλγερινή Ισλαμική Ομάδα. Τέτοιες εικασίες απλά μεγεθύνθηκαν από τις επιθέσεις της 11ης/9ου, την σύλληψη του γεννημένου στη Γαλλία μαροκινού Ζακάρια Μασάουι ως τον “δωδέκατο αεροπειρατή” και την ανακάλυψη γάλλων υπηκόων μεταξύ των ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Έτσι, μια μέρα μόλις πριν η βία ξεσπάσει στο Κλισύ Σου Μπουά, ο Σιράκ προειδοποίησε για τον “πραγματικό κίνδυνο της τρομοκρατίας”, προκειμένου να δικαιολογήσει την επιτήρηση με κάμερες, αλλά και στο internet.

Τα μέτρα επιτήρησης ενισχύονται με την απευθείας αστυνόμευση στους δρόμους. Αντιδρώντας στην υποτιθέμενη αύξηση “των άνομων περιοχών στις οποίες οι νόμοι της Δημοκρατίας απουσιάζουν παντελώς”, το 1995-96 προστέθηκαν επιπλέον 200 ασφαλίτες με πολιτικά στις ήδη αυξημένες δυνάμεις ασφαλείας, για να περιορίσουν τις περιοχές που ήταν πρακτικά απροσπέλαστες για την δημοτική αστυνομία. Το 1999 ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν πήγε αυτά τα μέτρα ένα βήμα πιο πέρα, στέλνοντας 13.000 ματ και 17.000 στρατοχωροφύλακες να περιπολούν στις “ευαίσθητες αστικές ζώνες”. Το 2003 ο Σαρκοζί αύξησε κι άλλο ακόμη αυτά τα νούμερα, στα πλαίσια του ευρύτερου πολέμου του ενάντια στην τρομοκρατία. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν την αστυνομία στη διάλυση νεολαιίστικων συγκεντρώσεων στις εισόδους ή τα υπόγεια των δημοσίων οικιστικών συγκροτημάτων όπου είχαν φτιαχτεί χώροι προσευχής, τη σύλληψη αμέτρητων υπόπτων “τρομοκρατίας”, την απέλαση εκατοντάδων μεταναστών χωρίς χαρτιά και την καθημερινή παρενόχληση των νεαρών κατοίκων των cités. Η αστυνομία έχει γίνει ο μοναδικός αντιπρόσωπος του γαλλικού κράτους με τον οποίο οι κάτοικοι των οικιστικών συγκροτημάτων έχουν την οποιαδήποτε επαφή. Με τον τρόπο αυτό γίνεται φανερό γιατί ο ιστορικός ανταγωνισμός ανάμεσα στη νεολαία των cités και την αστυνομία, μετατρέπεται σε ένα άγριο μίσος για το γαλλικό “σύστημα” ως σύνολο.

Υπάρχει μια επιπλέον ειρωνεία σ’ αυτή την γαλλική χωροφυλακίστικη προσέγγιση των cités. Σχεδόν κάθε ευρώ που το κράτος εξοικονόμησε “σφίγγοντας τα λουριά” στις δημόσιες υπηρεσίες στα cités, έχει κατευθυνθεί στις δυνάμεις ασφαλείας. Κάθε προσπάθεια για “ενσωμάτωση” (ή “εκπολιτισμό”) των κατώτατων τάξεων των cités με βάση τις εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές νόρμες περιορίζεται από την αντιμετώπιση αυτού του πληθυσμού ως “μη γαλλικού” εξαιτίας του τρόπου που φαίνεται ή ζει. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι αποικιακές δυαδικές πόλεις της Βορείου Αφρικής (στις οποίες οι αυτόχθονες μεντίνας κρατήθηκαν απομονωμένες από τις γειτονιές των ευρωπαίων εποίκων εξαιτίας μιας ανταγωνιστικής θεώρησης των δεύτερων για πολιτιστική επικράτηση) έχουν αναδημιουργηθεί στο μετα-αποικιακό παρόν, με την σύγχρονη πολεοδομική πολιτική και αστυνόμευση να κρατάει καθηλωμένα τα cités και τους κατοίκους τους σε ένα καθεστώς απαρτχάιντ, μακριά από τα πολεοδομικά, αστικά κέντρα.

Ύποπτοι πολίτες

Η λειτουργικότητα αυτού του ντε φάκτο απαρτχάιντ έσπασε με το ξέσπασμα της βίας, καθώς οι χειρότεροι εφιάλτες του γαλλικού κράτους -και το επαναστατικό κάλεσμα των NTM- για μια ολόκληρη γενιά των cités εξεγερμένη, έγινε πραγματικότητα. Τέτοιους εφιάλτες προέβλεπε η φαντασία των ξενοφοβικών πολιτικών όπως ο Ζαν Μαρί Λεπέν, που αντιπαρατέθηκε στο βίαιο ξέσπασμα σε μία προεκλογική του συγκέντρωση στις 15/11 στο Παρίσι: “Για χρόνια, αν όχι για δεκαετίες, έχουμε επανειλημμένα προειδοποιήσει για την μαζική μετανάστευση μη ευρωπαίων μεταναστών που θα οδηγήσει στην συρρίκνωση και καταστροφή της Γαλλίας”. Ενώ οι προηγούμενες αντιπαραθέσεις είχαν συνήθως περιοριστεί μέσα σε συγκεκριμένα οικιστικά συγκροτήματα, η βία που ξεκίνησε απ’ το Κλισύ σου Μπουά εξαπλώθηκε μέσα σε λίγες μέρες στους γειτονικούς δήμους του παρισινού προαστίου Σεν Σεντ Ντενί, αμέσως μετά έφτασε παντού στην περιοχή και μέχρι το τέλος της εβδομάδας σε όλη την Γαλλία, ακόμη και σε γειτονικές χώρες. Η μίμηση των τρόπων της αντιπαράθεσης και των επιθέσεων εναντίον της ιδιοκτησίας δεν φανερώνουν τόσο ένα υπόστρωμα οργανωτικής δομής όσο μια κοινή ζωή κάτω από κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που μετά από χρόνια περικοπών και υπερβολικής αστυνόμευσης στα cités, έφτασε σε ένα σημείο καμπής. Παρόλο που δεν θα έπρεπε να υποτιμούμε το ρόλο των νέων μέσων επικοινωνίας -από βίντεο με συγκρούσεις νεολαίων με την αστυνομία, μέχρι τα weblogs και τα sms μέσω κινητών- τα μέσα αυτά δεν ήταν αρκετά να κινητοποιήσουν τη νεολαία.

Κατά μία έννοια, το γεγονός του θανάτου από ηλεκτροπληξία των δύο παιδιών και οι μετέπειτα εμπρηστικές υποσχέσεις του Σαρκοζί ότι θα “ξεπλύνει τα οικιστικά συγκροτήματα από τα αποβράσματα”, μέτρησαν λιγότερο από τις δομικές συνθήκες που επέβαλλαν οι περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες στα cités και ο παρατεταμένος “πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία” σε βάρος ενός πληθυσμού που διαρκώς αντιμετωπίζει επιθέσεις, εξαθλίωση και χρόνιες ρατσιστικές διακρίσεις. Η ενεργοποίηση ενός αποικιακού νόμου, οι απελάσεις μόνιμων κατοίκων και η γενική παραβίαση των πολιτικών ελευθεριών των κατοίκων των προαστίων, το μόνο που πετύχουν είναι να ενισχύσουν αυτές τις τάσεις σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, έστω κι αν το διακηρυγμένο από τον Σαρκοζί “σθένος” έβαλε ένα τέρμα σ’ αυτό που ονομάστηκε “η οξύτερη και πλέον περίπλοκη αστική κρίση”. Τελικά, η παρατεταμένη αντιμετώπιση από το γαλλικό κράτος ενός τμήματος των ίδιων του των υπηκόων ως φυλετικά υπόπτων και με εγγενή ροπή προς τη βία -ως υποψήφιων εσωτερικών εχθρών- έχει αποδειχτεί ότι είναι μια αυτο-εκπληρούμενη προφητεία.

 
       

Sarajevo