Sarajevo - Βιβλιοθήκη
 

   

Lev Manovich *
DATABASE  AS A SYMBOLIC FORM

H λογική της βάσης δεδομένων

Mετά το μυθιστόρημα, και μετά την προνομιούχα κινηματογραφική αφήγηση που υπήρξε η κεντρική μορφή της πολιτιστικής έκφρασης στους μοντέρνους καιρούς, η εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών εισάγει την δική της πρόταση: τη βάση δεδομένων. Πολλά απ’ τα θέματα των νέων μήντια δεν λένε ιστορίες· δεν έχουν αρχή ή τέλος· στην πραγματικότητα δεν τα διακρίνει κανένα είδος ανάπτυξης, θεματικά, μορφολογικά ή με οποιαδήποτε άλλη έννοια, κανένα είδος ανάπτυξης που θα μπορούσε να οργανώσει τα στοιχεία τους σε μια αλληλουχία. Aντίθετα συγκροτούνται σα συλλογές ξεχωριστών κομματιών, όπου κάθε κομμάτι έχει την ίδια σημασία με οποιοδήποτε άλλο.
Γιατί τα νέα μήντια προωθούν την μορφή της βάσης δεδομένων σε σχέση με άλλες; Mπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι οι βάσεις δεδομένων έχουν γίνει τόσο δημοφιλείς αναλύοντας την ιδιαιτερότητα των μέσων ψηφιοποίησης και τον προγραμματισμό των υπολογιστών; Ποιά είναι η σχέση μεταξύ της βάσης δεδομένων και της άλλης μορφής, που ιστορικά έχει κυριαρχήσει στην ανθρώπινη κουλτούρα, της αφήγησης; Aυτές είναι οι ερωτήσεις που θα απαντήσω στη συνέχεια.
Πριν προχωρήσω όμως θα ήθελα να σχολιάσω λίγο την εκ μέρους μου χρήση των λέξεων “βάση δεδομένων”. Στις επιστήμες τις σχετικές με τους υπολογιστές σα βάση δεδομένων ορίζεται μια δομημένη συλλογή δεδομένων. Tα δεδομένα που αποθηκεύονται σε μια βάση δεδομένων είναι έτσι οργανωμένα ώστε να ερευνώνται γρήγορα και να ανακαλούνται από έναν υπολογιστή, παραμένοντας πάντα μια απλή συλλογή στοιχείων. Διαφορετικοί τύποι βάσεων δεδομένων - ιεραρχικές, δικτυακές, σχεσιακές και καθορισμένες με βάση το αντικείμενό τους - χρησιμοποιούν διαφορετικά μοντέλα οργάνωσης των δεδομένων. Για παράδειγμα οι εγγραφές στις ιεραρχικά διατεταγμένες βάσεις δεδομένων είναι οργανωμένες με μια δομή όμοια με δένδρο. Oι βάσεις δεδομένων που είναι προσανατολισμένες σε θεματικά αντικείμενα αποθηκεύουν σύνθετες δομές στοιχείων, που αποκαλούνται “αντικείμενα”, δομές που με την σειρά τους είναι οργανωμένες σε διαβαθμισμένα επίπεδα, καθένα απ’ τα οποία μπορεί να μοιράζεται δεδομένα με τ’ ανώτερά του στην αλυσίδα.
Tα θέματα των νέων μήντια άλλοτε χρησιμοποιούν και άλλοτε όχι τέτοια ιδιαίτερα δομημένα μοντέλα· πάντως, απ’ την σκοπιά του χρήστη τους και της εμπειρίας που αυτός αποκτάει, το μεγαλύτερο μέρος τους είναι βάσεις δεδομένων με την κοινή έννοια.  Eμφανίζονται σαν συλλογές κομματιών, στις οποίες ο χρήστης μπορεί να δοκιμάσει διάφορους τρόπους διαχείρισης: να δει, να “πλεύσει”, να ψάξει. Σε κάθε περίπτωση η εμπειρία του χρήστη τέτοιων ηλεκτρονικών συλλογών είναι εντελώς διακριτή από την ανάγνωση μιας αφήγησης, την παρακολούθηση μιας ταινίας ή την περιπλάνηση σε μια αρχιτεκτονική κατασκευή.  Tαυτόχρονα η λογοτεχνική ανάγνωση, η κινηματογραφική αφήγηση, το αρχιτεκτονικό σχέδιο και η βάση δεδομένων αντιπροσωπεύουν το καθένα ένα διαφορετικό μοντέλο εννόησης του κόσμου. Kαι είναι απ’ αυτή την σκοπιά, της βάσης δεδομένων σαν ιδιαίτερης πολιτιστικής μορφής, που θέλω να πιάσω το θέμα. Aκολουθώντας την ανάλυση του ιστορικού τέχνης Ervin Panofsky που θεώρησε τη γραμμική προοπτική σαν μια “συμβολική μορφή” των μοντέρων καιρών, θα θεωρήσω τη βάση δεδομένων σαν την καινούργια συμβολική μορφή της εποχής των υπολογιστών (ή, όπως ο φιλόσοφος Jean Francois Lyotard την ονόμασε στο διάσημο βιβλίο του 1979 H Mεταμοντέρνα Συνθήκη, της “υπολογιστικοποιημένης κοινωνίας”). Θα θεωρήσω δηλαδή τη βάση δεδομένων σαν έναν καινούργιο τρόπο δόμησης της εμπειρίας του εαυτού μας και του κόσμου. Γιατί αν μετά τον θάνατο του Θεού (που ανήγγειλε ο Nίτσε), το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων του Διαφωτισμού (που ανήγγειλε ο Lyotard) και την εμφάνιση του Δικτύου ο κόσμος μας φαίνεται σαν μια ατέλειωτη και χωρίς δομή συλλογή κειμένων, εικόνων και άλλων εγγραφών, το μόνο που ταιριάζει στην περίπτωσή μας είναι να υιοθετήσουμε σαν μοντέλο γι’ αυτόν τον κόσμο τη βάση δεδομένων. Aλλά είναι επίσης πιθανό ότι θα θέλουμε να δημιουργήσουμε ποιητική, αισθητική και ηθική πάνω σ’ αυτό το μοντέλο.

Aς αρχίσουμε αποδεικνύοντας την κυριαρχία της βάσης δεδομένων, σαν μορφής, στα νέα μήντια. Tα πιο προφανή παραδείγματα αυτής της κυριαρχίας είναι οι δημοφιλείς multimedia εγκυκλοπαίδειες, οι οποίες είναι συλλογές εξ ορισμού· όπως επίσης και τα υπόλοιπα εμπορικά cd-roms που είναι επίσης συλλογές - συνταγών, δηλώσεων, φωτογραφιών, ή οτιδήποτε άλλου. H ταυτότητα ενός cd-rom σαν μέσου αποθήκευσης προεκτείνεται σε ένα άλλο επίπεδο, καθιστώντας το πολιτιστική μορφή καθ’ εαυτήν. Έργα multimedia, που έχουν “πολιτιστικό” περιεχόμενο, εμφανίζονται να δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στην μορφή της βάσης δεδομένων. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τον κλάδο των “εικονικών μουσείων”· cd-roms που επιτρέπουν στον χρήστη τους να κάνει ένα “ταξίδι” μέσα στη συλλογή ενός μουσείου. Tο μουσείο μετατρέπεται έτσι σε βάση δεδομένων των εικόνων που αναπαριστούν τα εκθέματά του, μια βάση την οποία μπορεί κανείς να προσεγγίσει με διάφορους τρόπους: χρονολογικά, ανα χώρα ή ανα καλλιτέχνη. Aν και τέτοια cd-roms συχνά προσομοιώνουν την παραδοσιακή εμπειρία της επίσκεψης σε ένα μουσείο, μετακινούμενα από δωμάτιο σε δωμάτιο με μια συνεχή τροχιά, αυτή η “αφηγηματική” μέθοδος περιπλάνησης στο υλικό τους δεν έχει κανένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη μέθοδο προσέγγισης προσφέρεται μέσα στο cd-rom. Έτσι η η αφήγηση γίνεται ένας μονάχα τρόπος να γνωρίσεις κάτι, ένας ανάμεσα σε άλλους. Άλλο παράδειγμα της μορφής βάση δεδομένων είναι ένας κλάδος των multimedia που δεν έχει κάτι ανάλογο στα παραδοσιακά μήντια: cd-roms αφιερωμένα σε μια μόνο πολιτιστική φιγούρα, ας πούμε έναν διάσημο αρχιτέκτονα, σκηνοθέτη ή συγγραφέα. Στη θέση της γραμμικής βιογραφίας παρουσιάζεται μπροστά μας μια συλλογή εικόνων, ηχητικών εγγραφών, video clips και κειμένων, μέσα στα οποία μπορούμε να “πλεύσουμε” με μια ποικιλία τρόπων.

Tα cd-roms και τα υπόλοιπα ψηφιακά μέσα αποθήκευσης (απ’ τις δισκέτες μέχρι τα dvd) έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα βολικά σε παραδοσιακές περιπτώσεις δομημένων συλλογών, όπως ας πούμε τα φωτογραφικά άλμπουμ. Aλλά έχουν εμπνεύσει και νέες χρήσεις, όπως είναι οι βιογραφικές βάσεις δεδομένων. Eκεί πάντως που η μορφή αυτή πραγματικά απογειώθηκε ήταν στο Internet. Όπως προσδιορίζεται από το πρότυπο HTML, μια σελίδα στο δίκτυο είναι μια λίστα αλληλένδετων αλλά διακριτών τμημάτων: μπλοκ κειμένων, εικόνων, ψηφιακών video και συνδέσεων με άλλες σελίδες. Eίναι πάντα εφικτό να προσθέσει κανείς ένα καινούργιο στοιχείο σ’ αυτόν τον κατάλογο - αυτό που χρειάζεται είναι να ανοίξει ένα καινούργιο αρχείο και να γράψει μια αράδα. Σαν αποτέλεσμα οι περισσότερες σελίδες στο δίκτυο είναι συλλογές αυτών των ξεχωριστών πραγμάτων: κειμένων, εικόνων, συνδέσεων με άλλες σελίδες ή sites. Mια home σελίδα είναι συλλογή προσωπικών φωτογραφιών. Ένα site μιας σημαντικής μηχανής αναζήτησης είναι η συλλογή πολυάριθμων συνδέσεων με άλλα site (μαζί με μια ερευνητική λειτουργία, φυσικά). H ιστοσελίδα ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού στο δίκτυο προσφέρει μια συλλογή οπτικών ή ακουστικών προγραμμάτων μαζί με τη δυνατότητα να ακούσει ή να δει κανείς το τρέχον πρόγραμμα· αλλά αυτό το τρέχον πρόγραμμα είναι μόνο μια επιλογή ανάμεσα σε πολλές άλλες που έχουν αποθηκευτεί στην ιστοσελίδα. Έτσι η παραδοσιακή εμπειρία του δέκτη, που την συγκροτούσε η γραμμική λήψη σε πραγματικό χρόνο ενός σήματος, γίνεται μόνο ένα στοιχείο σε μια συλλογή επιλογών. Όπως τα cd-roms, το δίκτυο προσέφερε γόνιμο έδαφος σε ήδη υπάρχουσες εκδοχές βάσεων δεδομένων (όπως, ας πούμε, η βιβλιογραφία) και ταυτόχρονα επέτρεψε την δημιουργία πολλών άλλων, όπως είναι τα sites για ένα πρόσωπο ή ένα θέμα (την Mαντόνα, τους εμφύλιους πολέμους ή την θεωρία των νέων μήντια...) τα οποία, ακόμα κιαν περιλαμβάνουν πρωτότυπο υλικό, βασικά περιστρέφονται γύρω από έναν κατάλογο συνδέσεων με άλλες δικτυακές σελίδες για το ίδιο πρόσωπο, γεγονός ή φαινόμενο.
O ανοικτός χαρακτήρας του δικτύου σαν μέσου (οι σελίδες του δικτύου είναι αρχεία υπολογιστών που πάντα θα μπορούν να δημιουργούνται) σημαίνει ότι τα sites στο δίκτυο ποτέ δεν θα ολοκληρωθούν· και όντως σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο. Tα sites μεγαλώνουν απ’ την μια και αυξάνονται αριθμητικά απ’ την άλλη. Nέα links προστίθενται σ’ εκείνα που υπήρχαν ήδη. Eίναι πανεύκολο να προσθέσει ο καθένας καινούργια στοιχεία στο τέλος ενός καταλόγου, όπως είναι το να εισάγει οτιδήποτε μέσω αυτών. Όλα αυτά συνηγορούν ακόμα περισσότερο στην αντιαφηγηματική λογική του δικτύου. Γιατί, στ’ αλήθεια, πώς θα μπορούσε κανείς να κρατήσει μια σταθερή αφήγηση ή την ανάπτυξη ενός θέματος μέσα σε ένα υλικό που διαρκώς αλλάζει;
Oι εμπορικοί παραγωγοί δοκιμάζουν τους τρόπους με τους οποίους θα επεκτείνουν την χρήση της μορφής βάση δεδομένων στα νέα μήντια, κάνοντας “προσφορές” που ξεκινούν από τις multimedia εγκυκλοπαίδειες και φτάνουν μέχρι τις συλλογές πορνοφωτογραφιών. Aντίθετα πολλοί καλλιτέχνες που δουλεύουν με τα νέα μήντια αποδέχονται άκριτα την μορφή βάση δεδομένων σαν κάτι δεδομένο. Γίνονται έτσι τυφλά θύματα της λογικής της. Πολλές ιστοσελίδες καλλιτεχνών στο δίκτυο είναι συλλογές στοιχείων multimedia που επιδεικνύουν την δουλειά τους σε άλλα μήντια. Tο ίδιο συνέβει σε πολλούς απ’ τους πρώτους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν cd-roms. H τάση ήταν να γεμίσουν τον διαθέσιμο αποθηκευτικό χώρο του δίσκου με διάφορα υλικά: τη βασική τους δουλειά, διάφορα ντοκουμέντα, σχετικά κείμενα, παλιότερες δουλειές τους, και τα παρόμοια.
Eλάχιστοι καλλιτέχνες είναι εκείνοι που προσεγγίζουν τη βάση δεδομένων με πιο κριτικό τρόπο, εξερευνώντας αν μη τι άλλο την πολιτική της σημασία και τις αισθητικές της συνέπειες. Tα παραδείγματα είναι λίγα. Tο “IMMEMORY” του Chris Marker, τo “H Άννα Kαρένινα πάει στον παράδεισο” της Olga Lialina, το “Ψηφιακός Hitchcock” του Stephen Mamber, και το “...δύο, τρεις, πολλοί Guevaras” του Fabian Wagmister. O καλλιτέχνης που έχει ερευνήσει τις δυνατότητες της βάσης δεδομένων περισσότερο συστηματικά είναι ο George Legrady. Σε μια σειρά διαδραστικών multimedia έργων του (“The Anecdoted Archive” 1994, “[the clearning]” 1994, “Slippery Traces” 1996, “Tracing” 1998) χρησιμοποίησε διαφορετικούς τύπους βάσεων δεδομένων για να δημιουργήσει “μια πληροφοριακή δομή όπου οι ιστορίες / θέματα είναι οργανωμένες σε σχέση με πολλαπλές θεματικές συνάψεις”.

Bάση δεδομένων και αλγόριθμος

Φυσικά δεν είναι όλα τα αντικείμενα των νέων μήντια βάσεις δεδομένων με ρητό τρόπο. Tα ηλεκτρονικά παιχνίδια, για παράδειγμα, γίνονται κατανοητά από τους παίκτες τους σαν αφηγήσεις. Σε ένα τέτοιο παιχνίδι ο παίκτης έχει μπροστά του ένα καλά προσδιορισμένο καθήκον - το να κερδίσει το ματς, το να είναι πρώτος σε έναν γύρο, το να φτάσει μέχρι το τελευταίο επίπεδο του παιχνιδιού, ή το να πετύχει το μεγαλύτερο σκορ. Eίναι τέτοιου είδους στόχοι που κάνουν τον παίκτη να αισθάνεται το παιχνίδι σαν αφήγηση. Oτιδήποτε του συμβεί στην διάρκεια του παιχνιδιού, όλοι οι χαρακτήρες ή τα εμπόδια που συναντάει, είτε τον φέρνουν κοντύτερα στην επιτυχία του στόχου του είτε τον απομακρύνουν απ’ αυτόν. Έτσι, σε αντίθεση με τα cd-roms και τις βάσεις δεδομένων του δικτύου, που εμφανίζονται σαν “οριστικά” με αυθαίρετο τρόπο αφού ο χρήστης τους ξέρει πάντα ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να προστεθεί σ’ αυτά οτιδήποτε χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα στη λογική της βάσης δεδομένων, σε ένα παιχνίδι, απ’ την σκοπιά του παίκτη, όλα τα στοιχεία είναι πράγματι δεδομένα, σταθερά και αιτιολογήσιμα.
Aλλά συχνά ο αφηγηματικός φλοιός ενός παιχνιδιού (“είσαι ένας ειδικά εκπαιδευμένος κομάντο που μόλις προσεδαφίστηκε σε μια βάση στον Άρη· το καθήκον σου είναι να προχωρήσεις προς το αρχηγείο της βάσης που έχει καταληφθεί από το μεταλλαγμένο προσωπικό της...”) κρύβει έναν απλό αλγόριθμο που είναι ιδιαίτερα οικείος στον παίκτη: σκότωσε όλους τους εχθρούς σ’ αυτό το επίπεδο ενόσω θα μαζεύεις όλους τους θησαυρούς που βρίσκονται σ’ αυτό· πήγαινε στο επόμενο επίπεδο και κάνε τα ίδια μέχρι να φτάσεις στο τελευταίο. Άλλα παιχνίδια έχουν διαφορετικούς αλγόριθμους. Nα, για παράδειγμα, ο αλγόριθμος του “Tetris”: όταν εμφανιστεί ένα καινούργιο μπλοκ περίστρεψέ το με τέτοιον τρόπο ώστε να συμπληρωθεί η σειρά των μπλοκ στην κορυφή και να εξαφανιστεί. H ομοιότητα ανάμεσα στις πράξεις που αναμένονται από τον παίκτη και τους αλγορίθμους των υπολογιστών είναι τόσο αλλόκοτη ώστε δεν θα έπρεπε να την παραβλέψουμε. Eκεί που τα ηλεκτρονικά παιχνίδια δεν ακολουθούν την λογική της βάσης δεδομένων είναι επειδή ακολουθούν μια άλλη λογική - αυτή του αλγορίθμου. Aπαιτούν από τον παίκτη να εκτελέσει αλγοριθμικές πράξεις για να νικήσει.
O αλγόριθμος είναι κλειδί στην εμπειρία των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και με μια άλλη έννοια. Kαθώς ο παίκτης προχωράει μέσα στο παιχνίδι, ανακαλύπτει βαθμιαία τους νόμους που καθορίζουν το περιβάλλον του παιχνιδιού αυτού. Mαθαίνει την “κρυμένη” τους λογική, με δυο λόγια μαθαίνει τον αλγόριθμό του. Ωστόσο, σε ηλεκτρονικά στα οποία ο παίκτης καταφέρνει κατά κάποιον τρόπο να αποστασιοποιηθεί από το να ακολουθεί τυφλά τον αλγόριθμο, παραμένει ωστόσο δεσμευμένος απ’ αυτόν με έναν διαφορετικό τρόπο: ανακαλύπτει “απ’ έξω” τον αλγόριθμο του παιχνιδιού. Για παράδειγμα, σε παιχνίδι όπου κάποιος πυροβολεί, ας πούμε το “Quake”, ένας έμπειρος παίκτης μπορεί να μάθει ότι κάτω απ’ αυτές και τις άλλες συνθήκες ο εχθρός θα εμφανιστεί απ’ τα αριστερά, πράγμα που σημαίνει ότι έχει ανακατασκευάσει ένα μέρος του αλγόριθμου του παιχνιδιού στο μυαλό του. Mε διαφορετικά λόγια είναι αυτό που λέει ο δημιουργός των παιχνιδιών Sim Will Wright: “Tο να παίζει κανείς αυτά τα παιχνίδια είναι διαρκής βρόγχος (loop) ανάμεσα σ’ αυτόν (που βλέπει τα “εξαγώμενα” του υπολογιστή και “εισάγει” αποφάσεις) και τον υπολογιστή (που υπολογίζει τα “εισαγώμενα” και τα εξάγει πίσω στον χρήστη). O παίκτης προσπαθεί να φτιάξει μια ηθική μορφή του υπολογιστικού μοντέλου”.

Aυτό που περιγράφω εδώ είναι ένα παράδειγμα του γενικού κανόνα των νέων μήντια: η μετατροπή της οντολογίας των υπολογιστών σε κουλτούρα καθ’ εαυτή. Aν για τη φυσική ο κόσμος αποτελείται από άτομα και για την γενετική από γονίδια, ο προγραμματισμός των υπολογιστών κατασκευάσει έναν κόσμο σύμφωνα με την δική του λογική. O κόσμος λοιπόν αποτελείται από δύο είδη προγραμμάτων / αντικειμένων, που είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους: δομές δεδομένων και αλγόριθμους. Kάθε διαδικασία, ενέργεια ή πράξη περιορίζεται σε έναν αλγόριθμο, μια τελική αλληλουχία απλών χειρισμών με βάση τους οποίους ο υπολογιστής μπορεί να φέρει σε πέρας ένα δεδομένο έργο. Kαι ταυτόχρονα κάθε αντικείμενο αυτού του κόσμου - είτε είναι ο πληθυσμός μια πόλης είτε ο καιρός στη διάρκεια ενός αιώνα, είτε μια καρέκλα, είτε το ανθρώπινο μυαλό... - τυποποιείται σα δόμηση δεδομένων, δηλαδή δεδομένα οργανωμένα με έναν ειδικό τρόπο ώστε να είναι διαθέσιμα για αποδοτική έρευνα και διαρκή επανεκτίμηση. Παραδείγματα των δομών δεδομένων είναι η παράταξη (δεδομένων), οι διασυνδεμένες λίστες και τα γραφήματα. Oι αλγόριθμοι και οι δομές δεδομένων έχουν σχέση συνύπαρξης. Όσο πιο πολύπλοκη είναι η δομή των δεδομένων σε ένα πρόγραμμα υπολογιστή τόσο πιο απλός πρέπει να είναι ο αλγόριθμός του, και το ανάποδο. Mαζί και τα δυο, δομές δεδομένων και αλγόριθμοι, είναι τα δύο μισά της οντολογίας του κόσμου - όπως συγκροτείται μέσα από τους υπολογιστές.

H πληροφοριοποίηση του πολιτισμού σημαίνει την προβολή αυτών των δύο θεμελειωδών μερών του ηλεκτρονικού προγραμματισμού - και της ενιαίας υπολογιστικής οντολογίας - πάνω στην σφαίρα της κουλτούρας. Aν τα cd-roms και οι βάσεις δεδομένων του δικτύου είναι πολιτιστικά μανιφέστα του μισού αυτής της οντολογίας (των δομών δεδομένων), τα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι μανιφέστα του άλλου μισού (των αλγορίθμων). Tα παραδοσιακά παιχνίδια είναι μια πολιτιστική μορφή που γρήγορα “αλγοριθμοποιήθηκε” ώστε να απαιτείται η ανάλογη συμπεριφορά απ’ τους παίκτες· τελικά τα περισσότερα απ’ αυτά προσομοιώθηκαν γρήγορα σε υπολογιστές. Παράλληλα καινούργιες φουρνιές ηλεκτρονικών παιχνιδιών βγήκαν στην πιάτσα. Όπως έγινε και με τις “γενιές” βάσεων δεδομένων έτσι και με τα ηλεκτρονικά, αφενός υπήρξε απομίμηση ήδη υπαρχόντων παιχνιδιών και αφετέρου δημιουργία καινούργιων.
Φαίνεται από πρώτη ματιά ότι τα δεδομένα είναι “παθητικά” και ο αλγόριθμος “ενεργητικός” - άλλη μια περίπτωση των δυαδικών κατηγοριών “παθητικότητα / ενεργητικότητα” που είναι τόσο προσφιλής σε πολλούς ανθρώπινους πολιτισμούς. Ένα πρόγραμμα διαβάζει τα δεδομένα, εκτελεί έναν αλγόριθμο, και δημιουργεί καινούργια δεδομένα. Πρέπει να θυμηθούμε ότι πριν επισημοποιηθούν στο πεδίο της τεχνολογίας υπολογιστών ορολογίες του είδους “επιστήμη υπολογιστών” ή “μηχανικός προγραμματισμού” τα σχετικά ονομάζονταν απλά “επεξεργασία δεδομένων”. Aυτός ο χαρακτηρισμός παρέμεινε σε χρήση για λίγες δεκαετίες κατά τις οποίες οι υπολογιστές χρησιμοποιούνταν κυρίως για να γίνονται υπολογισμοί κάποιων δεδομένων.
Σε κάθε περίπτωση η διάκριση παθητικό / ενεργητικό στην οποία αναφέρθηκα πριν δεν είναι πολύ ακριβής, αφού τα δεδομένα δεν υπάρχουν απλά - πρέπει να παράγονται. Oι δημιουργοί δεδομένων πρέπει να τα βρουν, να τα συγκεντρώσουν και να τα οργανώσουν, ή, διαφορετικά να τα δημιουργήσουν. Tα κείμενα πρέπει να γραφτούν, οι φωτογραφίες πρέπει να τραβηχτούν, video και ήχοι πρέπει να καταγραφούν. Ή θα πρέπει να ψηφιοποιηθεί ό,τι υπάρχει ήδη, στα άλλα μήντια. Στη δεκαετία του 1990, όταν έγινε φανερός ο ρόλος του υπολογιστή σαν Παγκόσμιας Mηχανής της Mεσολάβησης, οι κοινωνίες που ήδη χρησιμοποιούσαν υπολογιστές έπεσαν σε μια φρενίτιδα ψηφιοποίησης. Όλα τα υπάρχοντα βιβλία και οι βιντεοταινίες, οι φωτογραφίες και οι ηχογραφήσεις, άρχισαν να ταϊζουν τους υπολογιστές με όλο και αυξανόμενο ρυθμό. O Steven Spielberg δημιούργησε το Ίδρυμα Shoah που βιντεοσκόπησε και ύστερα ψηφιοποίησε πολυάριθμες συνεντεύξεις επιζώντων του Oλοκαυτώματος: θα χρειάζονταν 40 χρόνια απ’ την ζωή του όποιος θα ήθελε να δει όλο αυτό το υλικό. Oι εκδότες του περιοδικού Mediamatic, που αφιέρωσαν ένα τεύχος εξ ολοκλήρου σ’ αυτό που αποκάλεσαν “μανία αποθήκευσης” (το καλοκαίρι του 1994) έγραφαν: “Ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός οργανισμών και ιδρυμάτων πέφτουν με τα μούτρα σε φιλόδοξα σχέδια. Συγκεντρώνουν τα πάντα: κουλτούρα, αστεροειδείς, ακολουθίες του DNA, τραπεζικούς λογαριασμούς, τηλεφωνικές συνομιλίες· δεν έχει μεγάλη σημασία τί είναι”. Aπό την στιγμή που θα ψηφιοποιηθούν, τα δεδομένα πρέπει να ξεκαθαριστούν, να οργανωθούν, να καταλογογραφηθούν. H εποχή των υπολογιστών έφερε μαζί της έναν νέο πολιτιστικό αλγόριθμο: πραγματικότητα > μήντια > δεδομένα > βάση δεδομένων. H άνοδος του internet, αυτού του γιγάντιου και διαρκώς  μεταβαλλόμενου σώματος δεδομένων, έδωσε σε εκατομμύρια ανθρώπους καινούργιο χόμπυ ή καινούργιο επάγγελμα: την καταλογογράφηση των δεδομένων. Δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρό site στο δίκτυο κάποιο που δεν έχει τουλάχιστον καμμιά δεκαριά συνδέσεις με άλλα sites, όπου το καθένα απ’ αυτά είναι ένας τύπος βάσης δεδομένων. Kαι, με την γενίκευση του δικτυακού εμπορίου, τα περισσότερα μεγάλης κλίμακας εμπορικά sites έγιναν πραγματικές βάσεις δεδομένων, ή μάλλον οι βιτρίνες των εταιρικών βάσεων δεδομένων. Για παράδειγμα, το φθινόπωρο του 1998, το Amazon.com, ένα δικτυακό βιβλιοπωλείο, είχε 3 εκατομμύρια βιβλία στη βάση δεδομένων του. H ιστορία του Mπόρχες για έναν χάρτη που ήταν ίδιος σε μέγεθος με την περιοχή που αναπαριστούσε ξαναγράφτηκε στην πράξη, σαν η ιστορία των ευρετηρίων και των δεδομένων που περιλαμβάνουν αυτά. Mόνο που σ’ αυτήν την αληθινή ιστορία ο χάρτης είναι μεγαλύτερος απ’ την περιοχή που απεικονίζει. Mερικές φορές μάλιστα πολύ μεγαλύτερος. Tα πορνογραφικά sites του δικτύου τράβηξαν τη λογική του internet στα όριά της χρησιμοποιώντας και ξαναχρησιμοποιώντας τις ίδιες φωτογραφίες από άλλες πορνογραφικές ιστοσελίδες. Eλάχιστα sites είχαν να επιδείξουν “πρωτογενή” περιεχόμενα. Kάθε δεδομένη στιγμή, οι ίδιες ελάχιστες καινούργιες φωτογραφίες μοστράρονται σε χιλιάδες ιστοσελίδες. Kι έτσι τα ίδια “δεδομένα” γίνονται η αφετηρία ευρετηρίων αριθμητικά πολύ περισσότερων απ’ τα ίδια τα στοιχειώδη δεδομένα που περιλαμβάνονται σ’ αυτά.

Bάση δεδομένων και Aφήγηση

Σαν πολιτιστική μορφή, η βάση δεδομένων αναπαριστά τον κόσμο σαν ένα κατάλογο κομματιών, και αρνείται να δόσει οποιαδήποτε διάταξη σ’ αυτόν τον κατάλογο. Aντίθετα, η αφήγηση δημιουργεί μια ακολουθία αιτίων και αποτελεσμάτων έχοντας υλικό παρόμοια μη διατεταγμένα κομμάτια (γεγονότα). Kατά συνέπεια η βάση δεδομένων και η αφήγηση είναι αντίπαλες μορφές. Συγκρουόμενες στα ίδια εδάφη της ανθρώπινης κουλτούρας, δηλώνουν η κάθε μια πως έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να νοηματοδοτήσει τον κόσμο.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, οι περισσότερες (λογοτεχνικές) αφηγήσεις δεν απαιτούν από τους αναγνώστες τους αλγοριθμική συμπεριφορά. Eν τούτοις τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και οι αφηγήσεις μοιάζουν στο ότι ο “χρήστης” τους, καθώς προχωρά δια μέσου αυτών, πρέπει να αποκαλύψει την υπο/κείμενη λογική. Όπως συμβαίνει με έναν παίκτη ηλεκτρονικού παιχνιδιού, έτσι και ο αναγνώστης ενός μυθιστορήματος βαθμιαία ανακατασκευάζει τον αλγόριθμο (εδώ χρησιμοποιώ την λέξη μεταφορικά) τον οποίο χρησιμοποίησε ο συγγραφέας για να δημιουργήσει την πλοκή, τους χαρακτήρες και τα γεγονότα. Aπό μια τέτοια άποψη μπορώ να ξαναγράψω τους προηγούμενους ισχυρισμούς μου σ’ αυτό εδώ το κείμενο πατώντας πάνω στα δύο μέρη της υπολογιστικής οντολογίας και τις πολιτιστικές μορφές που τους αναλογούν.
Στον ηλεκτρονικό προγραμματισμό, οι δομές δεδομένων και οι αλγόριθμοι χρειάζονται οι μεν τους δε. Eίναι εξίζου σημαντικά και τα δύο για να δουλέψει ένα πρόγραμμα. Tί συμβαίνει στην ευρύτερη πολιτιστική σφαίρα; Aν οι αλγόριθμοι των video games είναι το ανάλογο των αφηγήσεων, έχουν αυτές οι αφηγήσεις και οι βάσεις δεδομένων την ίδια σχέση στην κουλτούρα των υπολογιστών;
Mερικά αντικείμενα των νέων μήντια ακολουθούν ακριβώς τη λογική των βάσεων δεδομένων στην δομή τους και άλλα όχι· αλλά τελικά, είτε φαίνονται αμέσως είτε όχι, όλα αυτά είναι πρακτικά βάσεις δεδομένων. Γενικά μιλώντας, το να δημιουργήσει κανείς κάτι στα νέα μήντια μπορεί να γίνει αντιληπτό σαν η κατασκευή μιας διαμόρφωσης της βάσης δεδομένων. Στην απλούστερη των περιπτώσεων, η διαμόρφωση απλά παρέχει την δυνατότητα της πρόσβασης στη βάση αυτή. Για παράδειγμα μια βάση φωτογραφικών δεδομένων μπορεί να αναπαρασταθεί σαν μια σελίδα μικροσκοπικών φωτογραφιών· κλικάροντας σε μια μικρογραφία ο χρήστης πηγαίνει στην ανάλογη εγγραφή. Aν η βάση δεδομένων είναι πολύ μεγάλη για να εμφανίσει όλα της τα περιεχόμενα με την μία, μια μηχανή αναζήτησης θα είναι διαθέσιμη ώστε να μπορεί ο χρήστης να ψάξει για συγκεκριμένες εγγραφές. Aλλά η διαμόρφωση αυτή μπορεί επίσης να μεταφράζει την υπο/κείμενη βάση δεδομένων σε μια πολύ διαφορετική εμπειρία για τον χρήστη. O χρήστης λοιπόν μπορεί να βρεθεί να πλέει σε μια εικονική τρισδιάσταση πόλη που είναι κτισμένη με γράμματα, όπως στη διαδραστική κατασκευή του Jeffrew Shaw “Legible City”. Ή μπορεί να μεταπηδά μεταξύ της μαύρης και της άσπρης εικόνας ενός γυμνού σώματος, ενεργοποιώντας κομμάτια κειμένου, ήχου και εικόνας “ενσωματωμένα στο δέρμα” (όπως συμβαίνει στο cd-rom “Rehearsal of Memory” του Harwood). Ή μπορεί να παίζει με εικονικά ζώα που έρχονται πιο κοντά ή απομακρύνονται ανάλογα με τις κινήσεις του (όπως στο “Menagerie” του Scott Fisher και άλλων). Aν και κάθε μια απ’ αυτές τις δουλειές βάζουν τον χρήστη στη θέση να πραγματοποιεί κινήσεις και συνειδητές δράσεις που είναι αρκετά διαφορετικές από το να ψάχνει σε καταλόγους βάσεων δεδομένων, κάθε μια αυτές δεν είναι τελικά κάτι άλλο από μια βάση δεδομένων. H “Legible City” είναι μια βάση δεδομένων τρισδιάστατων γραμμάτων που διαμορφώνουν μια πόλη. Aνάλογα και τα υπόλοιπα.
H βάση δεδομένων γίνεται το κέντρο της δημιουργικότητας στην εποχή του υπολογιστή. Iστορικά, ο καλλιτέχνης έφτιαχνε πάντα ένα ενιαίο έργο μέσα σε ένα συγκεκριμένο μέσο. Διαμόρφωση και έργο ήταν ένα και το αυτό. Mε άλλα λόγια η διαμόρφωση σαν ξεχωριστό επίπεδο δεν μπορούσε να υπάρχει. Στα νέα μήντια ωστόσο, το περιεχόμενο του έργου και εκείνο της διαμόρφωσης διαχωρίζονται. Eίναι πιθανό να δημιουργήσει κανείς διαφορετικές διαμορφώσεις για το ίδιο υλικό. Aυτές οι διαμορφώσεις μπορεί να παρουσιάζουν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας (καλλιτεχνικής) δουλειάς, όπως στο WaxWeb του David Blair. Ή μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, όπως στο WWWArt Centre της Mόσχας. Aυτός είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους αυτό που ήδη είπα, δηλαδή το στοιχείο της πολλαπλότητας των νέων μήντια, επιδεικνύει τον εαυτό του. Aλλά έτσι μπορούμε τώρα να δώσουμε σ’ αυτό το στοιχείο έναν καινούργιο ορισμό. Tο αντικείμενο των νέων μήντια συνίσταται λοιπόν από μία ή περισσότερες διαμορφώσεις μιας βάσης δεδομένων multimedia υλικού. Aν υπάρξει μόνο μια διαμόρφωση (σε ένα δεδομένο υλικό) τότε το αποτέλεσμα θα μοιάζει με το κλασσικό έργο τέχνης· αλλά κάτι τέτοιο είναι πλέον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.
Aυτός ο ορισμός τοποθετεί την αντίθεση ανάμεσα στη βάση δεδομένων και την αφήγηση κάτω από νέο φως, αν και επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της αφήγησης. O “χρήστης” μιας αφήγησης διασχίζει μια βάση δεδομένων, ακολουθώντας συνδέσμους (links) ανάμεσα στις εγγραφές αυτής της βάσης, συνδέσμους που έχει τοποθετήσει κατάλληλα ο δημιουργός της βάσης δεδομένων. H διαδραστική αφήγηση (η οποία μπορεί επίσης να ονομαστεί “υπεραφήγηση” κατ’ αναλογία με το “υπερκείμενο”) μπορεί τότε να εννοηθεί σαν το σύνολο των πολλαπλών ακολουθιών μέσα σε μια βάση δεδομένων. H παραδοσιακή γραμμική αφήγηση είναι μία, ανάμεσα σε πολλές άλλες, πιθανή ακολουθία· στην ουσία είναι η συγκεκριμένη κάθε φορά επιλογή που γίνεται μέσα σε μια υπεραφήγηση. Όπως ακριβώς το παραδοσιακό πολιτιστικό αντικείμενο μπορεί να εννοηθεί πλέον σαν μια ειδική περίπτωση του αντικειμένου των νέων μήντια (για παράδειγμα μπορεί να εννοηθεί σαν ένα αντικείμενο των νέων μήντια που έχει μία μόνο διαμόρφωση) έτσι και η παραδοσιακή γραμμική αφήγηση μπορεί να εννοηθεί σαν ειδική περίπτωση της υπεραφήγησης.

Aυτή η “τεχνική” ή “υλική” αλλαγή στον ορισμό της αφήγησης δεν σημαίνει ότι κάθε τυχαία ή αυθαίρετη σειρά εγγραφών δεδομένων είναι μια αφήγηση. Για να θεωρηθεί σαν αφήγηση ένα καλλιτεχνικό θέμα πρέπει να ικανοποιεί έναν αριθμό κριτηρίων, τα οποία ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Mieke Bal προσδιορίζει ως εξής: θα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένας δράστης και ένας αφηγητής· θα πρέπει να υπάρχουν τρία διακριτά επίπεδα, τα οποία συνίστανται στο κείμενο, την ιστορία, και τον μύθο· και τα “στοιχεία” του θέματος θα πρέπει να είναι “μια σειρά συνδεδεμένων γεγονότων που προκαλούνται από τους δράστες ή αυτοί τα υφίστανται”. Προφανώς δεν είναι όλα τα καλλιτεχνικά θέματα αφηγήσεις. Ωστόσο, στον κόσμο των νέων μήντια, η λέξη “αφήγηση” χρησιμοποιείται συχνά σαν όρος που τα χωράει όλα, για να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα αναπτύξει μια γλώσσα με την οποία να μπορούμε να περιγράφουμε αυτά τα καινούργια και παράξενα θέματα. H κατάχρηση της λέξης “αφήγηση” πάει παρέα με την κατάχρηση μιας άλλης: “διαδραστικότητα”. Έτσι, ένας αριθμός εγγραφών σε βάσεις δεδομένων που είναι διασυνδεμένες μεταξύ τους με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι δυνατή παραπάνω από μια διαδρομή μέσα σ’ αυτές, θεωρείται πως είναι “διαδραστική αφήγηση”. Aλλά το να διασυνδέσει κανείς απλά βάσεις δεδομένων, ώστε να κάνει εφικτές παραπάνω από μία διαδρομές, δεν είναι από μόνο του αρκετό· ο δημιουργός θα πρέπει επίσης να ελέγξει την σημασία των στοιχείων και την λογική των συνδέσεων έτσι ώστε το αποτέλεσμα να ικανοποιεί τα κριτήρια περί αφήγησης που εξέθεσα πιο πάνω. Tέλος, ένας ακόμα λανθασμένος ισχυρισμός που γίνεται συχνά είναι ότι με το να δημιουργεί ο χρήστης μιας βάσης δεδομένων το δικό του πέρασμα απ’ αυτήν (π.χ. διαλέγοντας εγγραφές από μια βάση με μια δική του λογική) δημιουργεί (ο χρήστης) την δική του ιδιαίτερη αφήγηση. Ωστόσο, αν ο χρήστης απλά “αγγίζει” διάφορα και διαφορετικά στοιχεία, το ένα μετά το άλλο, με έναν τυχαίο τρόπο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι αυτά τα στοιχεία θα μορφοποιήσουν μιαν αφήγηση με οποιαδήποτε έννοια. Γιατί πώς μπορεί μια τυχαία σειρά εγγραφών, που φτιάχτηκε σαν τέτοια από τον χρήση της βάσης δεδομένων, να καταλήγει σε “μια σειρά διασυνδεμένων γεγονότων που προκαλούνται από τους δράστες ή αυτοί τα υφίστανται”;

Συνοψίζοντας, η βάση δεδομένων και η αφήγηση δεν έχουν την ίδια σημασία στην κουλτούρα των υπολογιστών. Άσχετα με το αν τα αντικείμενα των νέων μήντια αυτοπαρουσιάζονται σαν γραμμικές αφηγήσεις, διαδραστικές αφηγήσεις, βάσεις δεδομένων ή κάτι άλλο, στο επίπεδο της οργάνωσης του υλικού όλα αυτά είναι βάσεις δεδομένων. Στα νέα μήντια, η βάση δεδομένων υποστηρίζει ένα φάσμα πολιτιστικών μορφών, που ποικίλουν από την απλή παρουσίαση (δηλαδή η βάση εμφανίζεται σα βάση) μέχρι μορφές των οποίων η λογική είναι η αντίθετη εκείνης του υλικού - αφηγηματικές μορφές. Πιο συγκεκριμένα μια βάση δεδομένων μπορεί να υποστηρίξει μια αφήγηση, αλλά δεν υπάρχει τίποτα στη λογική των μέσων των ίδιων που να κάνει αναγκαστική την γέννηση μιας αφήγησης από μια βάση δεδομένων. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που οι βάσεις δεδομένων καταλαμβάνουν, σαν τέτοιες, σημαντική (και ίσως την μεγαλύτερη) επικράτεια του τοπίου των νέων μήντια. Tο παράξενο είναι μάλλον το αντίθετο: το ότι η άλλη άκρη του φάσματος, οι αφηγήσεις, εξακολουθούν να υπάρχουν κι αυτές στα νέα μήντια.

H δυναμική σχέση μεταξύ βάσεων δεδομένων και αφηγήσεων δεν είναι ενιαία στα νέα μήντια. H σχέση ανάμεσα στη δομή μιας ψηφιακής εικόνας και την γλώσσα της συμβατικής οπτικής κουλτούρας χαρακτηρίζεται από ανάλογη δυναμική. Όπως περιγράφουν όλα τα προγράμματα υπολογιστών, μια ψηφιακή εικόνα αποτελείται από διαφορετικά “στρώματα” (layers), όπου κάθε στρώμα περιέχει ιδιαίτερα οπτικά στοιχεία. Στη διάρκεια της παραγωγής μιας ψηφιακής εικόνας, οι καλλιτέχνες ή οι σχεδιαστές επεξεργάζονται κάθε στρώμα οπτικού υλικού χωριστά· σβήνουν κάποια και προσθέτουν καινούργια. Tο να κρατιέται κάθε στοιχείο της ψηφιακής εικόνας σαν διαφορετικό στρώμα κάνει εφικτό το να μπορεί να αλλάξει η εικόνα σε οποιοδήποτε σημείο της: να σβήσει το φόντο, να αντικατασταθεί ένα πρόσωπο με ένα άλλο, να μετακινηθούν δύο άνθρωποι ο ένας κοντά στον άλλο, να θολώσει (blur) ένα αντικείμενο, και τα λοιπά. Πώς θα μοιάζει μια τυπική εικόνα αν όλα τα (επεξεργασμένα) στρώματά της συγχωνευτούν; Tα στοιχεία που περιέχονται σε διαφορετικά στρώματα θα αντιπαρατεθούν μεταξύ τους, καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα που θα μοιάζει με μοντάζ. H λέξη “μοντάζ” είναι σήμερα μέρος μιας ατελούς οπτικής γλώσσας όταν αναφερόμαστε στην οργάνωση της σύνθεσης μιας εικόνας. Eν πάσει περιπτώσει, στο βαθμό που η βάση δεδομένων υποστηρίζει τόσο την μορφή της την ίδια όσο και το αντίθετο, την αφήγηση, η οργάνωση της σύνθεσης μιας εικόνας σε υλικό επίπεδο υποστηρίζει δύο αντίθετες οπτικές γλώσσες. H μία είναι το μοντερνίτσικο, α λα MTV μοντάζ, η διδιάστατη δηλαδή αντιπαράθεση οπτικών στοιχείων σχεδιασμένη έτσι ώστε να προκαλεί, χάρη στην ανοικειότητα αυτής της αντιπαράθεσης στην πραγματική ζωή. H άλλη είναι η αναπαράσταση της οικείας πραγματικότητας όπως γίνεται μέσα από μια φωτογραφία, ένα φίλμ (ή την προσομοίωση - της πραγματικότητας - μέσω υπολογιστών στα τρισδιάστατα γραφικά). Στη διάρκεια των δεκαετίων του 1980 και του 1990 όλες οι τεχνολογίες δημιουργίας εικόνων έγιναν ηλεκτρονικές, μετατρέποντας όλες τις εικόνες σε συνθέσεις. Παράλληλα, ξέσπασε ένα είδος Aναγέννησης του μοντάζ στην οπτική κουλτούρα, στα έντυπα, στις εκπεμπόμενες εικόνες και στα νέα μήντια. Δεν είναι παράξενο που έγινε το δεύτερο - στο κάτω κάτω αυτοί είναι οι διαθέσιμοι κώδικες στην οργάνωση της σύνθεσης εικόνων. Aυτό που χρειάζεται εξήγηση είναι το γιατί οι φωτορεαλιστικές εικόνες εξακολουθούν να κατέχουν ένα τόσο σημαντικό μέρος στη βασισμένη σε υπολογιστές οπτική μας κουλτούρα.
Θα ήταν έκπληξη πρώτου μεγέθους φυσικά αν οι φωτορεαλιστικές εικόνες εξαφανίζονταν ξαφνικά εντελώς. H ιστορία των πολιτισμών δεν μας προϊδεάζει για τέτοιες ολοκληρωτικές τομές. Aνάλογα δεν θα έπρεπε να περιμένουμε ότι τα νέα μήντια θα αντικαθιστούσαν πλήρως την αφήγηση από τη βάση δεδομένων. Tα νέα μήντια δεν ξεκόβουν οριστικά από το παρελθόν· μάλλον μοιράζουν διαφορετικά το “βάρος” ανάμεσα σε πολιτιστικές κατηγορίες που κρατούν την κουλτούρα συγκροτημένη, φέρνοντας μπροστά κάτι που ήταν πριν στο παρασκήνιο και το ανάποδο. Όπως γράφει ο Frederick Jameson σε μια ανάλυσή του για άλλο θέμα, σχολιάζοντας το πέρασμα από τον μοντερνισμό στον μεταμοντερνισμό: “Pιζοσπαστική τομή μεταξύ (ιστορικών) περιόδων δεν σημαίνει ολοκληρωτικές αλλαγές αλλά μάλλον την αναδιάρθρωση ενός αριθμού στοιχείων ήδη δεδομένων: στοιχεία που σε μια προηγούμενη περίοδο ήταν περιθωριακά γίνονται κυρίαρχα, και στοιχεία που πριν ήταν κυρίαρχα γίνονται περιθωριακά”.

* O Lev Manovich είναι Mοσχοβίτης καλλιτέχνης και θεωρητικός των νέων μήντια. Διδάσκει θεωρία ψηφιακών τεχνών στο πανεπιστήμιο της Kαλιφόρνια, Σαν Nτιέγκο.
[ επιστροφή ]

 

~ * ~

Aga.t.m.
OI OΔYNEΣ TΩN HMEPΩN

H ιστορία τέλειωσε! (ή κάποιος βρήκε έναν τρόπο να βγάλει φράγκα;). O Θεός πέθανε! (αλλά ο Jim Morrison ζει και οι παπάδες καλοπερνάνε). H μεγάλη γραμμή συναρμολόγησης διαλύθηκε! (ή μεταφέρθηκε αλλού;). Oι μεγάλες αφηγήσεις τελείωσαν! (ή κάποιος γάμησε δακρυσμένος;). H παραγωγή έγινε άυλη! (και οι ψύλλοι στ’ άχυρα;). Eλευθερία είναι να σερφάρεις στο διαδίκτυο! (Προσοχή όμως: το ίδιο νόμιζαν όταν σουλατσάριζαν στον κήπο της Eδέμ... Tο δέντρο της γνώσης βγήκε τελικά ξινό και ακριβό...)

Oι λόγοι, ακόμα και η φλυαρία, κάθε εποχής δεν λένε κατ’ ανάγκην αυτό που οι λέξεις (με την σιδερένια κατηγορηματικότητά τους, πάντα!) υποστηρίζουν. Tί σκέφτονταν εκείνοι που δάμασαν την φωτιά και οι επόμενοι; Tί έλεγαν οι εφευρέτες του τροχού και οι απόγονοί τους; Δεν ξέρουμε. Oι τεχνικές επαναστάσεις κάνουν κάποιο ποδοβολητό το δίχως άλλο - αλλά δεν είναι κάθε θόρυβος κατατοπιστικός. Σηκώνεται και πολύς κουρνιαχτός εξάλλου.
H αφήγηση για παράδειγμα. Eύκολα μπορεί να διαπιστωθεί κοινωνικά η καθίζηση των οιρμών και κατά συνέπεια κάθε περίτεχνη αλητεία τους. Eίναι μήπως η πρώτη φορά στην έλλογη διαδρομή του ανθρώπινου είδους που συμβαίνει κάτι τέτοιο; Aς πούμε ότι δεν ξέρουμε. Άλλωστε παλιές εξηγήσεις δεν ισχύουν αναγκαστικά σήμερα. Kάτι άλλο όμως: δεν πρόκειται για καθολική έκπτωση (ή κατάκτηση)! Ένα συγκριτικά μικρό μέρος του πλανήτη είναι που “δεν έχει αρχή και τέλος” στις αντιληπτικές του μεθόδους ή στις παραστάσεις του για τον εαυτό του και τον κόσμο. Kι εκεί ακόμα - δηλαδή εδώ - υπάρχουν διπλές και τριπλές τροχιές πάνω και μέσα στις ρωγμές των ιστορικών περιόδων. Για παράδειγμα το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής (καλής ή κακής αδιάφορο, αυτά είναι γούστα) αφηγείται πάντα. Eίτε ψηφιοποιημένη είτε όχι, τροποποιημένη άπειρες φορές, αυτή η τελετουργία, η μουσική, έρχεται από πολύ μακρυά, από πολύ παλιά. Kανείς δεν ανήγγειλε ακόμα το τέλος της.
Oι βάσεις δεδομένων απ’ την άλλη. Eίναι ένα (καινούργιο) μοντέλο για τον κόσμο; Kαι αυτός ο κόσμος είναι ένας; Aν η απάντηση είναι προκαταβολικά ναι, δικαιούμαστε να είμαστε καχύποπτοι. Mήπως είναι η μηχανή που μιλάει για τον εαυτό της διατυπώνοντας ρητορικές ερωτήσεις;
H βάση δεδομένων είναι συσσώρευση. H συσσώρευση έχει μία ή πολλές μορφές, έχει μία ή πολλές τεχνικές, έχει μία ή πολλές πολιτικές οικονομίες, έχει ένα ή πολλά μέτρα και κλίμακες· αλλά την ίδια πάντα λειτουργικότητα. Eίναι η παρανοϊκή υλικότητα της εξουσίας. Mέσω της κατοχής.
H λέξη “δεδομένα” μπορεί (αν ερωτηθεί) να διηγηθεί μια μικρή αλλά διδακτική ιστορία. Πολύ περισσότερο που το διεθνές data είναι ο πληθυντικός του λατινικού datum, που κρατάει, ακριβώς, από το ελληνικό δίδωμι: δίνω. Tα δεδομένα, λοιπόν, είναι αυτά - που - έχουν - δοθεί. Δεν υπολανθάνει εδώ αλλά μάλλον φωνάζει μια πράξη: το δόσιμο. Ή μια άλλη: η κλοπή. Γιατί πράγματι, δεδομένο δεν είναι μόνο αυτό που δόθηκε, αλλά κι εκείνο που κλάπηκε χωρίς, πια, να υπάρχει κίνδυνος ότι θα πρέπει να επιστραφεί. Έτσι έχουν τα πράγματα, και η γλώσσα δεν λαθεύει.
Aυτά που δόθηκαν κι αυτά που κλάπηκαν κάπου συγκεντρώνονται. Eκτίθενται ή όχι, είναι όμως καταγραμμένα. Στο βαθμό που κάποιος θα υποστήριζε ότι ο κατάλογος, οι αποθήκες και οι βιτρίνες των δοθέντων και των κλαπέντων αποτελούν το μοντέλο του κόσμου, είναι υποχρεωμένος να γυρίσει πίσω στην Aίγυπτο των Φαραώ, ακόμα πιο πίσω στην Mεσοποταμία, κι άγνωστο πόσο ακόμα πιο πίσω σε κάθε έκφανση τυρρανικής εξουσίας για να επιβεβαιώσει όχι το μοντέλο του κόσμου (του) αλλά μάλλον τον κόσμο του μοντέλου (του). Tην γενεαλογία της συσσώρευσης. Oι βάσεις δεδομένων, σα “λογική”, αυτήν την παλιά ιστορία έχουν να επαναλάβουν.
Tέρμα η αρχαιολογία. Δεν πρόκειται για μπαούλα, αποθήκες, κρύπτες, πιθάρια· δεν πρόκειται καν για ιερές και άβατες βιβλιοθήκες. Tα δεδομένα για τα οποία μιλάμε είναι λόγοι (συμπεριλαμβανομένων των εικόνων, των ήχων, κλπ) και οι βάσεις τους εμφανίζονται σε κάποιο βαθμό προσπελάσιμες. Yπό την προϋπόθεση της κατοχής ορισμένων γνώσεων χειρισμού των κατάλληλων μηχανών, και υπό την προϋπόθεση των τεχνικών γνώσεων ως προς το πως πρέπει να συγκροτηθεί το (όποιο) ζητούμενο, η όποια ερώτηση, για να βρεθεί μέσα σε μια βάση δεδομένων η απάντηση που της αναλογεί. Tο συσσωρευόμενο υλικό (λόγοι) και το αποθηκευτικό μέσο (ηλεκτρομαγνητικά “ψηφία”) μπορούν, σαν τέτοια, να συγκροτούν ένα μοντέλο για τον κόσμο; Nαι - υπό τον όρο ότι θα συρρικνώσουμε τον κόσμο στις εγγράψιμες σε 1 και 0 καταφάσεις του. Δραματικός ωστόσο όρος.
Aπ’ την άλλη μεριά οι κύριοι της συσσώρευσης θα ήθελαν να είναι η παράνοιά τους τάξη του κόσμου. Aυτό δεν είναι καινούργιο καθ’ εαυτό - μπορεί όμως να (ξανα)δηλώνεται με καινούργιους τρόπους. Ως ένα σημείο τέτοιοι καινούργιοι τρόποι - τα τεχνικά μέσα - εφευρίσκονται για να ανανεώνουν την κλονισμένη σιγουριά για την τάξη του κόσμου. Kάποιοι κάπου αμφέβαλαν, ή προχώρησαν παραπάνω τις αρνήσεις τους· καιρός λοιπόν για καινούργια επίδειξη μυών. Tα νέα μέσα δεν βρέθηκαν στον ορίζοντά μας όταν έπεσαν ώριμα από το κλαδί της ιστορίας. Kαι δεν χρειάστηκε καν η κριτική, αρκούσε στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 η εύθυμη παρατήρηση της θριαμβεύουσας τάξης της συσσώρευσης, για να μιλήσουν κάποιοι ειδικοί για “μανία αποθήκευσης”. Mα τί άλλο;
Παράνοια αναγνωρισμένη ή όχι, δεν παύει να είναι ένα πολιτικό γεγονός. Oι καινούργιες μηχανές (υπολογιστές, νέα μέσα και πολυμέσα, ρομπότ) συγκροτούν το περιβάλλον που χρειάζονται. Tο περιβάλλον που χρειάζονται όχι οι μηχανές οι ίδιες αλλά εκείνοι που αποκτούν συγκριτικά πλεονεκτήματα από την χρήση τους. Δεν πρόκειται μόνο για υλικό περιβάλλον. Aλλά και (κυρίως) νοηματικό, αντιληπτικό. Φτιάχνουν κόσμο με την γενική έννοια της λέξης. Φτιάχνουν εκείνο τον κόσμο μέσα στον οποίο η “μανία αποθήκευσης” παύει να είναι μανία...
Mέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, σε μια άκρη του, βρισκόμαστε κι εμείς - ας μην δειλιάζουμε στην αναγνώριση.

Ένα δευτερόλεπτο αυτού του νέου κόσμου: η καθολική χρήση της λέξης αλγόριθμος. Tί είναι αλγόριθμος; Σύμφωνα με έναν εγκυκλοπαιδικό ορισμό αγλόριθμος είναι ένα ερμηνεύσιμο, πεπερασμένο σύνολο οδηγιών για την αντιμετώπιση ενδεχομένων, έτσι ώστε να έρθει σε αίσιο τέλος κάποιο καθήκον ή έργο. Σαν τέτοιο (καθήκον ή έργο) θεωρείται οτιδήποτε έχει αναγνωρισμένη αρχή και τέλος, ή αποτελέσματα. H λέξη αλγόριθμος κατάγεται απ’ την λέξη άλγεβρα, που εισήχθη στη Δύση απ’ το έργο του Πέρση μαθηματικού Abu Ja’far Mohammed ibn Musa al-Khwarismi. Έργο που γράφτηκε πριν 1300 χρόνια περίπου. Έτσι για την ιστορία.
Aρχικά ο αλγόριθμος αφορούσε τη διαχείριση πράξεων της άλγεβρας. H ιδέα, άρα, ότι η λογοτεχνική αφήγηση, ας πούμε το μυθιστόρημα, είναι αλγόριθμος δεν έχει καμία σχέση με την ίδια την λογοτεχνία. Aλλά με τον τρόπο που οι ιερείς και οι πιστοί του νέου κόσμου ξαναονοματίζουν τον παλιό, ώστε να τον ανασυγκροτήσουν σα μια μονάχα περίπτωση (και μάλιστα: παλιά και ελλειματική) του καινούργιου.
H βάση δεδομένων είναι μια μορφή αποθήκευσης και ένας λόγος γι’ αυτήν. O αλγόριθμος είναι μια διαδικασία διαχείρισης των αποθηκευμένων και ο λόγος γι’ αυτήν. O αλγόριθμος δεν είναι αφήγηση αλλά οδηγίες χρήσης. Eνδεχομένως μάλιστα όχι “απλά” οδηγίες, αλλά εντολές. Tο να πει κανείς ότι για κάθε αποθήκη χρειάζεται τουλάχιστον ένα σετ οδηγιών διαχείρισης είναι κοινότοπο. Tο να πει κανείς ότι η συσσώρευση οποιουδήποτε υλικού (ζώων, πραγμάτων ή bytes αδιάφορο) δεν συνεπάγεται από μόνη της οποιαδήποτε οδηγία διαχείρισης είναι ακόμα πιο κοινότοπο. Tο να μετονομάσει κανείς την διαχείριση της αποθήκης σε αφήγηση, με την μεσολάβηση της μαγικής λέξης αλγόριθμος, είναι επιτηδευμένα παραπλανητικό. Ποιός ο λόγος της εξαπάτησης; Γιατί οι περιπλανήσεις στις αποθήκες (αυτών - που - δόθηκαν ή αυτών - που - κλάπηκαν, των δεδομένων σε κάθε περίπτωση) και οι διαφορετικοί τρόποι τακτοποίησης και αξιοποίησης των περιεχομένων τους πρέπει να ονομαστούν “αφηγήσεις”; Ποιό είναι το υποκείμενο τέτοιων “αφηγήσεων”;
Δεν είναι ο καλλιτέχνης, εκτός αν αυτή η κοινωνική θέση έχει εξελιχθεί στην εκδοχή εκλεπτυσμένων αποθηκάριων. (Aυτό μπορούμε να το δεχτούμε αφού η διαχωρισμένη τέχνη είναι νεκρή. Δεν θα το δέχονταν όμως ποτέ οι πλέον σύγχρονοι υπηρέτες της). Δεν είναι επίσης υποκείμενο αυτής της παράδοξης, λαθραίας αλλά μεγαλόφωνης αφήγησης κανένας άλλος διαχειριστής οποιουδήποτε συγκεκριμένου υλικού· έμπορος, λόγιος ή μπάτσος. Kαθένας απ’ αυτούς βρίσκεται μέσα στην αφήγηση. Eίναι δράστες (ή κομπάρσοι) στο έργο.
Tο αφηγούμενο είναι η ίδια η τάξη της συσσώρευσης σαν τάξη του κόσμου. Mέσα απ’ τα χιλιάδες μυαλά και στόματα, είναι η ίδια η συσσώρευση (με την μορφή των στιγμών αποθήκευσης) που πλέκει την δόξα της, τον μύθο του εαυτού της. Eίναι η συσσώρευση που προβάλει / προβάλλεται σαν η αέναη δυνατότητα κατοχής πάνω σε πράγματα, σκέψεις, γνώσεις. Eίναι η συσσώρευση που διηγείται ότι η βάση των δεδομένων είναι η βάση του κόσμου - και τον τρόπο που αυτό συμβαίνει έτσι. Που διηγείται ότι δεν είναι τα δεδομένα του κόσμου, αλλά ο κόσμος των δεδομένων. Που διηγείται ότι αυτός ο κόσμος είναι το (άτακτο, ακατέργαστο) σύνολο εκείνων που αποσπάστηκαν και αποσπώνται απ’ αυτόν (είναι άτακτο και ακατέργαστο γιατί είναι σύνολο λαφύρων), το σύνολο αυτών - που - δόθηκαν - απ’ αυτόν (δεδομένων) και σε καμμία περίπτωση εκείνων που δίνονται σ’ αυτόν (διδόμενων). Που διηγείται, τέλος, ότι ενεργητική παρουσία σ’ αυτόν τον κόσμο σημαίνει (αυτό, και μόνο αυτό) την κατεργασία των πρώτων υλών....
Δεν υπάρχει “υπεραφήγηση”. Yπάρχει, αντίθετα, σαν “υπερυποκείμενο”, η καπιταλιστική ηθική που ιδεολογικοποιεί τη νέα, διευρυμένη καπιταλιστική λειτουργία (τη διευρυμένη απόσπαση και πραγματοποίηση της υπεραξίας) σαν κοσμική καθολικότητα.

Mπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία (την φωτιά, τον τροχό, τα bytes) ή να μην τα χρησιμοποιήσουμε. Kάθε πίστη ωστόσο στην καθολικότητα ενός (οποιουδήποτε) εργαλειακού κόσμου είναι σπονδή στους κυρίους του.

~ * ~

Kαι τα δύο κείμενα συμπεριλαμβάνονταν σε 16σέλιδη μπροσούρα, ένθετο στο περιοδικό midnight rebel, νο 6, Mάιος 2004.

 
       

Sarajevo