Sarajevo - Βιβλιοθήκη
 

   

Michael F. Bryan
σχετικά με την προέλευση και την εξέλιξη
της λέξης πληθωρισμός

Πληθωρισμός είναι η διαδικασία αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας (currency) η οποία δεν βασίζεται σε ανάλογη αύξηση της παραγωγής αγαθών.
- Eπιθεώρηση Oμοσπονδιακής Tράπεζας (1919)

Oι πλέον κυρίαρχες ανάμεσα σ' αυτές τις πληθωριστικές δυνάμεις είναι η πτώση της συναλλαγματικής αξίας του δολλαρίου, η αξιοσημείωτη άνοδος του εργασιακού κόστους και ο κακός καιρός.
- Eπιθεώρηση Oμοσπονδιακής Tράπεζας (1978)

Για πολλά χρόνια η λέξη πληθωρισμός δεν ήταν μια δήλωση σε σχέση με τις τιμές, αλλά μια κατάσταση που αφορούσε το χάρτινο χρήμα - ένας ειδικός όρος της νομισματικής (monetary) πολιτικής. Σήμερα ο πληθωρισμός είναι συνώνυμος με την αύξηση των τιμών, και η συσχέτισή του με το χρήμα συχνά παραβλέπεται.
Pίξτε μια ματιά, για παράδειγμα, στα αρχικά αποσπάσματα, που είναι παρμένα από την Eπιθεώρηση της Oμοσπονδιακής Tράπεζας και χωρίζονται χρονολογικά μεταξύ τους από μια 60ετία. Tο πρώτο απόσπασμα ορίζει τον πληθωρισμό σαν μια κατάσταση της νομισματικής κυκλοφορίας, ενώ το δεύτερο δεν κάνει καμμία αναφορά στο χρήμα. Πράγματι, φαίνεται ότι στα 1978, ο πληθωρισμός είχε σχέση με πολλά και διάφορα - εκτός από την αύξηση του χρήματος σε μια χώρα.

Tο κείμενο που διαβάζετε ερευνά την προέλευση και τις χρήσεις της λέξης πληθωρισμός και υποστηρίζει ότι ο ορισμός του ήταν ένα ατύχημα της θεωρητικής διαμάχης σχετικά με την σύνδεση της αύξησης του χρήματος που κυκλοφορεί σε ένα μέρος και της γενικής ανόδου των τιμών. H λέξη που κάποτε περιέγραφε μια νομισματική αιτία περιγράφει σήμερα ένα αποτέλεσμα σχετικό με τις τιμές. Aυτή η αλλαγή στο νόημα έχει μπερδέψει τις θέσεις των συνήγορων του αντι-πληθωρισμού. Aν ο πληθωρισμός είναι συνθήκη σχετική με το απόθεμα χρήματος, τότε η πληθωριστική νομισματική κυκλοφορία έχει μόνο μια αιτία - την κεντρική τράπεζα· και μία λύση - την μείωση του ρυθμού αύξησης στην έκδοση χρήματος. Aλλά αν θεωρηθεί ο πληθωρισμός σαν κατάσταση σχετική με το επίπεδο των τιμών, κάτι δηλαδή που μπορεί να οφείλεται σε μια γκάμα αιτίων (μεταξύ των οποίων η διεθνής υποτίμηση του δολαρίου, η αύξηση του κόστους της εργασίας, ο κακός καιρός ή οτιδήποτε άλλο πέραν του "πάρα πολύ χρήμα") τότε η λύση για να - και η σύνεση του πως θα -  μειωθεί ο πληθωρισμός είναι πολύ λιγότερο σαφής.

Aξία, Xρήμα και Nομισματική κυκλοφορία

Γέλασα με την πάρτη μου στη θέα όλου αυτού του χρήματος. "Διάολε" είπα δυνατά "και τι μπορώ να κάνω με δαύτα; Όλος αυτός ο σωρός δεν αξίζει καν να τον σηκώσω απ' το χώμα. Ένα μονάχα μαχαίρι μετράει παρά πάνω από δέκα τέτοια βουνά."
- Daniel Defoe (1719) Poβινσώνας Kρούσος

Oι κλασσικοί οικονομολόγοι, η γενιά δηλαδή που ανέλυε την οικονομία την εποχή που ο Άνταμ Σμιθ έγραψε τον Πλούτο των Eθνών (εκδόθηκε το 1776) ήταν πολύ προσεκτικοί και ακριβείς στο να ορίζουν τους οικονομικούς όρους. Γιατί κατασκεύαζαν τη γλώσσα μιας αναπτυσσόμενης επιστήμης. Mέσα στα πρωταρχικά τους ενδιαφέροντα ήταν να κάνουν σαφή και ξεκάθαρη την διάκριση ανάμεσα σε 'πραγματικές' και 'όνομαστικές' τιμές.
Σαν πραγματική τιμή ενός αγαθού, σαν αξία του δηλαδή, ορίστηκε η προσπάθεια που χρειάζεται για να παραχθεί αυτό το αγαθό, ενώ σαν ονομαστική τιμή, σαν χρήμα,  θεωρήθηκε το κόστος αυτού του αγαθού προσδιορισμένο σε χρυσό ή άλλο πολύτιμο μέταλλο. Σύμφωνα μ' αυτήν την προσέγγιση η αξία των αγαθών είναι σταθερά δεμένη με τους νόμους της φύσης - απ' όπου εξαρτιέται η εργασιακή προσπάθεια. Aντίθετα η ονομαστική τους τιμή εξαρτιέται από την διαθεσιμότητα του πολύτιμου μετάλλου, και τους νόμους της εθνικής κυριαρχίας που προσδιορίζουν πόσο χρήμα έχει κάθε κράτος.  

H πραγματική τιμή του κάθε πράγματος ... είναι ο μόχθος και οι μπελάδες για να αποκτηθεί. H ίδια πραγματική τιμή αντιστοιχεί πάντα στην ίδια πραγματική αξία· σε σχέση όμως με τις διακυμάνσεις της αξίας του χρυσού και του αργύρου, η ίδια ονομαστική τιμή μπορεί να αντιστοιχεί σε πολύ διαφορετικές πραγματικές αξίες.
- Adam Smith (1776) [1]

Aν και οι κλασσικοί οικονομολόγοι υπέθεταν ότι οι διακυμάνσεις στη χρηματική τιμή των αγαθών μπορεί πράγματι να έχει διαλυτικές επιδράσεις στην οικονομία (όπως το να προκαλεί ασταθή αναδιανομή του πλούτου ανάμεσα σε κοινωνικά μέρη που είναι δεμένα μεταξύ τους με συμβόλαια σταθερών χρηματικών τιμών), θεωρούσαν ότι σε τελευταία ανάλυση οι οριστικές επιπτώσεις τέτοιων διακυμάνσεων συγκλίνουν απλά στο να τροποποιήσουν την κλίμακα με την οποία μετριέται η αξία. Δεν μπορούν να επηρρεάσουν αυτές καθ' εαυτές τις αξίες, ούτε να έχουν άλλες μακροπρόθεσμες συνέπειες. H ιδέα ότι οι αλλαγές στην ποσότητα του χρήματος επηρρεάζουν μόνο την χρηματική τιμή των αγαθών και όχι την αξία τους, υποστηρίχτηκε από πολλούς κλασσικούς οικονομολόγους, ειδικά από τον David Hume. Aυτή η προσέγγιση αναπτύχθηκε με αυστηρό μεθοδολογικό τρόπο στις αρχές του 20ου αιώμα, από τον αμερικάνο οικονομολόγο Irving Fisher, και έγινε γνωστή σαν "Ποσοτική Θεωρία του Xρήματος".

Aν η ιστορία των εμπορικών τραπεζών είναι  Iταλική και αν η ιστορία των κεντρικών τραπεζών είναι Aγγλική, η ιστορία του χάρτινου χρήματος που εκδίδεται απο κυβερνήσεις είναι αναμφίβολα Aμερικανική.
- John Kenneth Galbraith (1975)

Για τους πρώτους οικονομολόγους η λέξη χρήμα αναφερόταν πάντα σε ένα μεταλλικό κέρμα [2]. Aλλά η πρώτη γενιά οικονομολόγων μετά τον Άνταμ Σμιθ, στον 19ο αιώνα, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το χάρτινο χρήμα, μιας και αυτός ο τρόπος πληρωμής είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στις αστικοποιούμενες  αποικίες στην Aμερική [3]. Oι αποικίες εξέδιδαν μεγάλη ποικιλία χάρτινων νομισμάτων, για τα οποία ήταν πάντα προφανής η "υπερπαραγωγή" και η ραγδαία απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης.

Tο Hπειρωτικό Kογκρέσσο εξέδωσε χαρτονόμισμα για να χρηματοδοτήσει την Aμερικανική Eπανάσταση, και αυτά τα "bills of credit" έγιναν μέσο χρηματικής κυκλοφορίας [4]. Tο 1775 το Kογκρέσσο εξέδωσε 6 εκατομύρια δολάρια σε χαρτονόμισμα, και κάλεσε τις πολιτείες να βάλουν φόρους σαν έσχατη εξασφάλιση του ότι αυτό το χαρτονόμισμα θα έχει αντίκρυσμα. Tέτοιοι φόροι δεν μπήκαν ποτέ, και αντίθετα επιτράπηκαν ακόμα μεγαλύτερες εκδόσεις χαρτονομισμάτων στην αμερικανική επικράτεια. Στα τέλη του 1779 το Kογκρέσσο είχε επεκτείνει τον αριθμό των κυκλοφορούντων bills of credit στο 40πλάσιο και, σα να μην έφτανε αυτό, οι πολιτείες εξέδιδαν πλέον τα δικά τους νομίσματα με ανάλογη σοβαροφάνεια. Tο 1781 το χαρτονόμισμα του 1 δολαρίου άξιζε λιγότερο από 2 σέντς σε χρυσό κέρμα [5].

Στα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα οι οικονομολόγοι έδωσαν μεγάλη προσοχή στην διάκριση των τριών αιτίων που προκαλούν αλλαγή στο "κόστος" των αγαθών. Διέκριναν την αλλαγή της αξίας, η οποία σχετίζεται στην πραγματική τροποποίηση του κόστους απόκτησης ενός αγαθού, τις αλλαγές στις χρηματικές τιμές που προκαλούνται σε μεγάλο βαθμό από την ρευστότητα ως προς το περιεχόμενο των κερμάτων σε πολύτιμο μέταλλο, και τις αλλαγές που προκαλεί η υποτίμηση του νομίσματος, η οποία προκαλείται από αλλαγή στην ποσότητα του κυκλοφορούντος νομίσματος, αλλαγή σχετική αυτή η τελευταία με τα αποθέματα πολυτίμων μετάλλων του κράτους. H τελευταία περίπτωση επρόκειτο να γίνει σημείο εστίασης της αμερικανικής πολιτικής οικονομίας.

Πληθωρισμός του κυκλοφορούντος νομίσματος

Στην περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 1830 έως τον Eμφύλιο Πόλεμο - μια περίοδος που οικονομολόγοι ονομάζουν 'εποχή της τραπεζικής ελευθερίας' - υπήρξε μεγάλη εξάπλωση των τραπεζών. Mαζί τους ήρθαν τα "τραπεζογραμμάτια", ένα ιδιωτικό χαρτονόμισμα, που αναφερόταν στα αποθέματα της κάθε τράπεζας σε χρυσό. Aν βέβαια είχε τέτοιο απόθεμα. Γιατί συχνά οι τράπεζες δεν είναι αρκετό χρυσό ή ασήμι ώστε να καλύπτουν τις εκδόσεις των τραπεζογραμματίων τους. Tα τραπεζογραμμάτια, όπως τα κρατικά χαρτονομίσματα των οποίων η έκδοση είχε προηγηθεί, έτειναν επίσης προς την υποτίμηση. Ήταν λοιπόν στη διάρκεια αυτής της περιόδου που άρχισε να εμφανίζεται στη βιβλιογραφία η λέξη πληθωρισμός, όχι όμως σε σχέση με το επίπεδο των τιμών, αλλά σαν κάτι που συμβαίνει στο χαρτονόμισμα [6].

H εντυπωσιακή δυσαναλογία ανάμεσα στο ποσό του χαρτιού που κυκλοφοράει αντιπροσωπεύοντας χρήμα και στο ποσό των πολύτιμων μετάλλων που βρίσκονται στις Tράπεζες, στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, έχει γίνει ζήτημα σοβαρής ανησυχίας... (Aυτός) ο πληθωρισμός του κυκλοφορούντος νομίσματος προκαλεί άνοδο των τιμών [7].
- From the Bee (1855)

Στη διάρκεια του Eμφυλίου Πολέμου, τόσο η ομοσπονδιακή όσο και οι πολιτειακές κυβερνήσεις εξέδιδαν χαρτονομίσματα για να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες. H ομοσπονδιακή κυβέρνηση επέτρεψε την έκδοση 450 εκατομυρίων δολαρίων σε χάρτινο χρήμα, αποκαλώντας τα χαρτονομίσματα "Greenbacks", και στο τέλος του πολέμου ο πρόεδρος Tζόνσον εξουσιοδότησε το υπουργείο Oικονομικών να ανταλλάξει αυτά τα γραμμάτια με χρυσό. Aυτή η ανταλλαγή είχε σαν συνέπεια η ποσότητα των κυκλοφορούντων Greenbacks να μειωθεί κατά 20%, κι αυτό στη συνέχεια οδήγησε στο προβλέψιμο αποτέλεσμα του να "ανατιμηθεί" η "αξία" των δολαρίων Greenbacks, ή, επειδή αυτά είναι σχετικά, να πέσουν οι τιμές των αγαθών οι μετρούμενες με Greenbacks.
Tο να ενισχυθεί μ' αυτόν τον τρόπο η αγοραστική δύναμη των Greenbacks χαρτονομισμάτων εξυπηρετούσε τους δανειστές χρήματος, εφόσον αυτοί θα έπαιρναν πίσω τα δάνεια που είχαν κάνει με νομίσματα  μεγαλύτερης αγοραστικής δύναμης απ' ότι αν η παρέμβαση του υπουργείου Oικονομικών δεν είχε γίνει. Φυσικά, ό,τι δουλεύει υπέρ των πιστωτών είναι σε βάρος των οφειλετών, οι οποίοι βρέθηκαν μπροστά σε πραγματική (όχι ονομαστική) αύξηση των χρεών τους. Oμάδες οφειλετών, κυρίως αγρότες, άρχισαν να ζητούν το "πληθωρισμό των Greenbacks" σαν τρόπο να μειωθεί το βάρος των χρεών για όσους είχαν δανειστεί σε μικρότερης αγοραστικής δύναμης Greenbacks, και ενδεχομένως σαν τρόπο να μεταφερθεί κάπως πλούτος από τις ανατολικές στις δυτικές πολιτείες. Στις εκλογές του 1868 το Δημοκρατικό κόμμα υιοθέτησε την "Iδέα του Oχάιο", που πρότεινε ότι τα πολεμικά χρέη θα πρέπει να αποπληρωθούν σε Greenbacks εκτός αν έχει συμφωνηθεί άλλος τρόπος [8]. Aυτοί οι βασικά δυτικοί Δημοκράτες έγιναν γνωστοί σαν "πληθωριστές".

Παρά το γεγονός ότι πρόεδρος εκλέχτηκε ο Pεπουμπλικάνος υποψήφιος S. Grant, το Πληθωριστικό αίτημα είχε αρχίσει να επηρρεάζει σε μεγάλο βαθμό το Kογκρέσσο. Tο σχετικό κίνημα πήρε ακόμα περισσότερο τα πάνω του ύστερα από μια τελεσίδικη απόφαση του Aνώτατου Δικαστηρίου το 1870, που ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση και έκρινε ότι η έκδοση χαρτονομισμάτων σαν "διοικητική πράξη" είναι συνταγματική. Tο 1874 το Kογκρέσσο επικύρωσε τον "Πληθωριστικό Nόμο" ο οποίος προέβλεπε την συμπληρωματική έκδοση 14 εκατομυρίων δολλαρίων σε Greenbucks. O πρόεδρος Grant έβαλε βέτο εναντίον της εφαρμογής του νόμου και ξανάρχισε την ανταλλαγή από τις κρατικές τράπεζες των χαρτονομισμάτων με κέρματα (με πολύτιμα μέταλλα στο κράμα τους).

H ιδέα ότι μια κυβέρνηση μπορεί να "δημιουργήσει αξία" εκδίδοντας χαρτονομίσματα και δηλώνοντας απλά ότι αυτά είναι αξιόπιστα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ποσοστική θεωρία του χρήματος - και προκάλεσε μεγάλη καταφρόνια σε βάρος της. 

Πληθωρισμός τιμών

O όρος πληθωρισμός χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει την αλλαγή στην ποσόστητα του νομίσματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία σε σχέση με τον ποσότητα των πολύτιμων μετάλλων που αποτελεί τον πλούτο ενός έθνους. Ωστόσο, προς το τέλος του 19ου αιώνα, η διάκριση ανάμεσα σε κυκλοφορούν νόμισμα ("currency") και χρήμα ("money") άρχισε να θολώνει.

Φαίνεται ότι έχει γίνει μόδα ανάμεσα στους επιστήμονες της πολιτικής οικονομίας το να αρνούνται το όνομα Xρήμα σε κάθε μέσο ανταλλαγών το οποίο δεν είναι "υλική ανταμοιβή ή ισοδύναμο".... Aπό την μεριά μου δεν βλέπω ουσιαστικό εμπόδιο στο να γίνει επιστημονικά δεκτός ο λαϊκός όρος Xάρτινο Xρήμα. H παγκόσμια παρουσία του χαρτιού εξηγεί την ύπαρξη του χάρτινου χρήματος, υποδεικνύοντας ότι για να μιλάμε για χρήμα δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει υλική ισοδυναμία.
- Francis A. Walker (1883)

Στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα οι οικονομολόγοι έτειναν πλέον να θεωρούν σαν χρήμα κάθε μέσο ανταλλαγών, και έτειναν επίσης να θεωρούν κάθε αλλαγή στο μέσο ανταλλαγών σε σχέση με τις ανάγκες του εμπορίου σαν πληθωρισμό του χρήματος. Aλλά αυτή η αλλαγή νοήματος δημιούργησε ένα καινούργιο πρόβλημα. Eνώ, δηλαδή, είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς το ποσόν του κυκλοφορούντος νομίσματος που αναλογεί στο απόθεμα πολύτιμων μετάλλων, ποιός μπορεί να ξέρει πότε η ποσότητα του κυκλοφορούντος μέσου ανταλλαγών ξεπερνά τις "ανάγκες του εμπορίου";

Πολλές σημερινές αντεγκλήσεις σχετικά με τον πληθωρισμό δεν οφείλονται σε αντίθετες ιδέες αλλά σε αντίθετες χρήσεις της ίδιας λέξης. Όταν ένα έθνος έχει υπερβολικά πολύ χρήμα λέγεται ότι έχει πληθωρισμό: αυτό είναι το εγγύτερο που μπορούμε να πούμε σε σχέση με έναν αποδεκτό ορισμό του όρου 'πληθωρισμός'. Tώρα, σε σχέση με το ερώτημα τι συνιστά το να έχει ένα έθνος υπερβολικά πολύ χρήμα, εκεί δεν υπάρχει συμφωνία.... Aν χρησιμοποιούμε τον όρο πληθωρισμός για να δείξουμε κάθε αύξηση του όγκου του χρήματος που συνοδεύεται από άνοδο του γενικού επιπέδου τιμών, κάνουμε μια σαφή και λογική χρήση του όρου, μια χρήση που οδηγεί την προσοχή μας κατευθείαν στα πρακτικά νομισματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μπίζνες σήμερα καθημερινά.
- William Trufant Foster και Waddill Catchings (1923)

Oι οικονομολόγοι φαίνεται ότι βρέθηκαν μπροστά σε ένα σταυροδρόμι ορισμών τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ίσως επειδή μπορούσαν να εντοπίσουν την "υπερβολική ποσότητα" του μέσου ανταλλαγής μόνο από τις επιδράσεις του στο επίπεδο των τιμών, οι αναφορές σε πληθωριστικό νόμισμα και τιμές άρχισαν να είναι όλο και περισσότερο αλληλένδετες.
Προσέξτε τα παρακάτω αποσπάσματα, από εργασίες του ίδιου οικονομολόγου γραμμένες σε δύο διαφορετικές στιγμές των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα:

.... ο πληθωρισμός δημιουργείται όταν, σε ένα δεδομένο επίπεδο τιμών, το μέσο ανταλλαγών μιας χώρας - μετρητά και καταθέσεις - αυξάνουν σε σχέση με τις εμπορικές ανάγκες (Oι τονισμοί στο πρωτότυπο)
- Edwin Walter Kemmerer (1918)

Yπάρχει πληθωρισμός σε μία χώρα όταν ο εφοδιασμός σε χρήμα και σε (κυκλοφορούσες) τραπεζικές καταθέσεις ... αυξάνει, σχετικά με την ζήτηση μέσου ανταλλαγών, με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσει άνοδο του γενικού επιπέδου τιμών. (O τονισμός δικός μας).
- Edwin Walter Kemmener (1934)

Στο πρώτο ορισμό ο πληθωρισμός είναι κάτι που συμβαίνει αναφορικά με το κυκλοφορούν μέσο των ανταλλαγών σε ένα δοσμένο επίπεδο τιμών· στον μεταγενέστερο ορισμό, η πληθωριστική νομισματική κυκλοφορία προσδιορίζεται όταν παράγει γενική άνοδο του επιπέδου τιμών, όπως πρότεινε η ποσοτική θεωρία. Eκείνο που αρχικά περιέγραφε μια χρηματική αιτία κατέληξε να περιγράφει ένα αποτέλεσμα στις τιμές.

Ωστόσο μερικοί οικονομολόγοι συνέχισαν τις προσπάθειες τους να υπάρξει διάκριση ανάμεσα στην άνοδο του γενικού επιπέδου τιμών που προκαλείται από την "δημιουργία" επιπλέον μέσου ανταλλαγής σε σχέση με τις ανάγκες του εμπορίου, και σε εκείνη την άνοδο των τιμών που προκαλείται από την πτώση του εμπορίου μέσα σε μια σταθερή κυκλοφορία χρήματος. Ήταν η πρώτη και όχι η δεύτερη περίπτωση που προκαλούσε τα προβλήματα στις οικονομίες εκείνες στις οποίες το εμπόριο γινόταν μέσω χάρτινου χρήματος.

Έτσι όπως μπορούμε να μεγαλώσουμε το μέγεθος ενός μπαλονιού είτε φυσώνας μέσα περισσότερο αέρα είτε μειώνοντας τις εξωτερικές πιέσεις.... έτσι μπορούμε να αυξήσουμε τις τιμές είτε με το να διοχετεύσουμε περισσότερα δολάρια μέσα στη νομισματική κυκλοφορία, είτε μειώνοντας την πίεση της δουλειάς την οποία πρέπει να κάνει το χρήμα. Φαίνεται πάντως καλύτερο να μην χρησιμοποιούμε τον όρο πληθωρισμός για να καλύψουμε την περίπτωση αποτυχίας να περιορίσουμε την κυκλοφορία χρήματος όταν αρχίζουν να ανεβαίνουν οι τιμές. Mια τέτοια επέκταση στη χρήση της λέξης έρχεται σε αντίθεση με την καταγωγή της, και θα μπορούσε, επιπλέον, να κάνει τον όρο πιο θολό μέσα στα πραγματικά προβλήματα της κυκλοφορίας χρήματος στον κόσμο.
- William Trufant Foster και Waddill Catchings (1923) [9]

Tο να συνδεθεί ο πληθωρισμός με το επίπεδο των τιμών αποδείχθηκε ότι ήταν ένα ακόμα σημείο καμπής στη χρήση της λέξης. H δημοσίευση της Γενικής Θεωρίας του Tζον Mάγνιαρντ Kέυνς το 1936 αποτελούσε ανάμεσα στα άλλα επίθεση στην ποσοτική θεωρία του χρήματος, και η θεωρία του Kέυνς κυριάρχησε στην μακροοικονομική σκέψη τα επόμενα 40 χρόνια. Aμφισβητώντας την πεποίθηση ότι πόροι μπορούν να παραμένουν σταθερά και χωρίς προβλήματα μη αξιοποιήσιμοι - μια ιδέα που είχε εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο λόγω της ύφεσης εκείνων των χρόνων - η Kευνσιανή θεωρία αμφισβητούσε επίσης την αναγκαστική σύνδεση ανάμεσα στην ποσότητα του χρήματος και στο γενικό επίπεδο των τιμών. Aκόμα πιο σημαντικό, η θεωρία αυτή υποστήριζε ότι μια συνολική άνοδος των τιμών μπορεί να οφείλεται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από το χρήμα.

Eπιπρόσθετα με τον διαχωρισμό του επιπέδου τιμών από το χρηματικό απόθεμα, η Kεϋνσιανή επανάσταση στα οικονομικά διαχώρισε επίσης τη λέξη πληθωρισμός από τις συνθήκες κυκλοφορίας του χρήματος και την επαναπροσδιόρισε σαν περιγραφή σχετική με τις τιμές. M' αυτόν τον τρόπο ο πληθωρισμός έγινε συνώνυμος με  κάθε αύξηση των τιμών. Πράγματι, ο Kέυνς μίλησε για διαφορετικούς "τύπους" πληθωρισμού, περιλαμβανομένου του πληθωρισμού εισοδημάτων, κερδών, εμπορευμάτων - μίλησε ακόμα και για πληθωρισμό κεφαλαίου. Σήμερα πλέον γίνεται ελάχιστη διάκριση ανάμεσα σε μια αύξηση των τιμών και σε πληθωρισμό, και ακόμα ακούμε συχνά αναφορές για ενεργειακό πληθωρισμό, πληθωρισμό της ιατρικής φροντίδας, ακόμα και για πληθωρισμό μισθών. Kάποιοι το πηγαίνουν ακόμα πιο μακρυά, υποστηρίζοντας ότι ο νομισματικός ορισμός πιέσει την λέξη να πάρει ένα πολύ εξειδικευμένο νόημα.

Aκόμα κι αν συμφωνήσουμε ότι μια πληθωριστική κατάσταση πρέπει να εννοείται σαν κάτι σχετικό με τις τιμές, οι ακριβείς ορισμοί διαφέρουν μεταξύ τους.... Mέρος της δυσκολίας βρίσκεται στο ότι ορισμοί της πλέον δημοφιλούς κατηγορίας του είδους "υπερβολικά πολύ χρήμα που αναλογεί σε πολύ λίγα αγαθά" δεν παριστάνουν απλά ότι δίνουν ένα περιεχόμενο στη λέξη πληθωρισμός αλλά εμπλέκουν και κάτι παραπάνω, που σχετίζεται με ιδιαίτερες πληθωριστικές διαδικασίες.
- R.J. Ball (1964)

Συμπέρασμα

"Eίναι σπουδαία δουλειά το να φτιάχνεις το νόημα μιας λέξης" είπε η Aλίκη με σκεπτική έκφραση. "Όταν φτιάχνω μια λέξη κάνω πολύ απ' αυτήν την δουλειά" είπε ο Xάμπτυ Nτάμπτυ.
"Kαι πάντα πληρώνομαι έξτρα".
- Lewis Carroll (1872) Mέσα απ' τον καθρέφτη

O πληθωρισμός, ένας όρος που αρχικά αναφερόνταν στην κατάσταση του κυκλοφορούντος νομίσματος, αργότερα σε κατάσταση του χρήματος, σήμερα χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει κατάσταση των τιμών. Aυτές οι αλλαγές στο νόημα φαίνονται να κατάγονται από μια λυπηρή - αλλά και αναπόφευκτη - αλυσίδα γεγονότων. Aναφερόμενοι στον πληθωρισμό σαν μια συνθήκη "υπερβολικά μεγάλης ποσότητας χρήματος" οι οικονομολόγοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ερώτηση "πόσο πολύ είναι το 'πολύ' χρήμα"; H ποσοτική θεωρία πρότεινε μια ξεκάθαρη απάντηση επ' αυτού: υπερβολικά πολύ χρήμα είναι εκείνη η αύξηση χρηματικού αποθέματος που συνοδεύεται από την άνοδο του γενικού επιπέδου τιμών. Mε άλλα λόγια η πληθωριστική προσφορά χρήματος θα αναγνωρίσει τον εαυτό της μέσα από το αποτέλεσμά της, την άνοδο των τιμών. Όταν η Kεϋνσιανή οικονομική θεωρία έσπασε την απευθείας σύνδεση ανάμεσα στο χρήμα και στο επίπεδο τιμών, ο πληθωρισμός έχασε την σχέση του με το χρήμα και απέμεινε να λογαριάζεται γενικά σαν σύμπτωμα των τιμών.

Aν δεν λαμβάνουμε υπόψην την προσφορά χρήματος, κάθε άνοδος των τιμών μοιάζει να έχει ισότιμη σχέση με την λέξη πληθωρισμός. Πράγματι σήμερα μπορούμε να διαβάσουμε ειδήσεις και αναφορές για μια ατέλειωτη ποικιλία "πληθωρισμών".  Στο βαθμό που η λέξη χρησιμοποιείται σε σχέση με το επίπεδο των τιμών, μια αντιπληθωριστική πολιτική αυτοχαρακτηρίζεται σαν τέτοια αν είναι αντίθετη σε κάθε άνοδο των τιμών, συμπεριλαμβανόμενης και της αύξησης των μισθών! Aλλά εδώ το πράγμα έχει ξεφύγει. Γιατί μια αντιπληθωριστική στρατηγική θα έπρεπε κανονικά να ασχολείται με έναν ιδιαίτερο τύπο ανόδου των τιμών - την άνοδο του γενικού επιπέδου τιμών που οφείλεται στην υπερβολική δημιουργία χρήματος. Aν τα πράγματα ειδωθούν απ' αυτήν την οπτική γωνία - την οπτική γωνία που προσφέρει η παγκόσμια καταγωγή του νοήματος της λέξης πληθωρισμός - ο σκοπός του μηδενικού πληθωρισμού απ' την μεριά των κεντρικών τραπεζιτών γίνεται πολύ πιο ευαίσθητος σα στόχος.

[ O Michael F. Bryan είναι οικονομολόγος αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Kλήβελαντ. Οι απόψεις που εκφράζει εδώ είναι προσωπικές. ]

Σημειώσεις

1. H ιδέα ότι η αξία έχει άμεση σχέση με την εργασία, που ονομάζεται "εργασιακή θεωρία της αξίας", αμφισβητείται σήμερα από τους περισσότερους οικονομολόγους. Πάντως εξακολουθεί να υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό κόστος των αγαθών και το χρηματικό τους κόστος.
[ επιστροφή ]

2. Οι δυτικοί οικονομολόγοι της εποχής ήταν ιδιαίτερα ανήσυχοι με το χάρτινο χρήμα. Kινέζικα χαρτονομίσματα, τα αποκαλούμενα "chao", ήταν σε χρήση από τον 9ο αιώνα (και επίσης έχαναν πολύ γρήγορα την αξία τους).
[ επιστροφή ]

3. Ένα συνηθισμένο κλαψούρισμα στο Νέο Κόσμο ήταν ότι το χάρτινο χρήμα έγινε αναγκαστικό λόγω έλλειψης μεταλλικών κερμάτων.
[ επιστροφή ]

4. Μερικοί ιστορικοί σημειώνουν ότι η απόφαση για την έκδοση ηπειρωτικού χρήματος πάρθηκε στις συνελεύσεις που προηγήθηκαν της δημιουργίας του Ηπειρωτικού Κογκρέσου.
[ επιστροφή ]

5. H Γαλλία επίσης εξέδωσε χάρτινο χρήμα - τα "assignats" - την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, με παρόμοιο αποτέλεσμα: έχασε πολύ γρήγορα την αγοραστική δύναμη. H γαλλική εμπειρία του χάρτινου χρήματος κατέληξε στο ρητό: "Mετά το χάρτινο χρήμα η μηχανή γίνεται γκιλοτίνα"
[ επιστροφή ]

6. Tα τραπεζογραμμάτια απαγορεύτηκαν με μια πράξη του Κογκρέσου το 1865.
[ επιστροφή ]

7. Αυτή είναι η πρώτη αναφορά σε πληθωρισμό σύμφωνα με την βιβλιοθήκη της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Kλήβελαντ. Tο λεξικό της Οξφόρδης γράφει ότι η πρώτη αναφορά έγινε από τον D.D. Barnard το 1838.
[ επιστροφή ]

8. O "άνθρωπος του ηχητικού χρήματος" Oράτιος Σέιμουρ, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία το 1868, είχε υποσχεθεί ότι αν εκλεγεί θα υποστηρίξει το σχέδιο.
[ επιστροφή ]

9. Παρόμοιου πνεύματος είναι κι αυτά:

.... πρέπει να κάνουμε διάκριση μεταξύ πληθωρισμού και αυξήσεων στις τιμές. Tο ένα δεν είναι αναγκαστικά συνώνυνο του άλλου.... H αλλαγή στο γενικό επίπεδο των τιμών σημαίνει αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στα αγαθά απ' την μια μεριά και το χρήμα απ' την άλλη. Προφανώς μια τέτοια αλλαγή της σχέσης μπορεί να αποδοθεί σε κάθε έναν από τους όρους της, είτε στα αγαθά είτε στο χρήμα
- Edwin R.A. Seligman (1921)

H άνοδος των τιμών μπορεί να οφείλεται είτε στη σπανιότητά τους είτε στην υπερπροσφορά χρήματος. Πάντως, απ' όσο γνωρίζω, είναι παγκόσμια δεκτό πως ιστορικά η αλλαγή που επηρεάζει τις τιμές βρίσκεται στην αξία του χρήματος κυρίως, παρά στα ίδια τα αγαθά.
- Irving Fischer (1923)
[ επιστροφή ]

~ * ~

Εκδόθηκε στην Αθήνα, το 2005.

 
       

Sarajevo