sarajevo

η διαρκής (;) γοητεία του “πολιτικού”

...
Θεωρούμε αδιέξοδη την “αυταπάτη του κοινωνικού” που υποτιμά το πολιτικό πεδίο γενικά και τις πολιτικές και εκλογικές εκπροσωπήσεις ειδικά, σε μια περίοδο μάλιστα που η συνολική πολιτική διέξοδος, η υπέρβαση του κατακερματισμού και του μερικού και η προτεραιότητα μιας ηγεμονικής, ενοποιητικής δυναμικής προβάλλουν ως αμείλικτη ανάγκη. Άλλωστε, η μη (ή μη πετυχημένη) αναμέτρηση με το πεδίο των πολιτικών και εκλογικών εκπροσωπήσεων δεν αφήνει κενό - η πολιτική όπως και η φύση απεχθάνεται πάντα τα κενά - αλλά καλύπτεται από άλλου τύπου εκπροσωπήσεις με συνέπειες στον προσανατολισμό του κινήματος, όπως έδειξε και η εμπειρία της τελευταίας πενταετίας. Απ’ την άλλη, αδιέξοδη είναι και η “αυταπάτη του πολιτικού” που χωρίς σχέδιο και προσανατολισμό στο κίνημα και τη συγκρότηση του κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου της ανατροπής, χωρίς με άλλα λόγια οργανωμένο λαό στο προσκήνιο, καταντάει όχι πολιτική διαμεσολάβηση της ταξικής πάλης αλλά αναπαραγωγή του φαύλου κύκλου αυτονόμησης - ανάθεσης - διαχείρισης. Η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ είναι διδακτική και σ’ αυτό το σημείο. Μια εκλογική συμμαχία με δυνάμεις που βρίσκονταν μέχρι χθες εντός ΣΥΡΙΖΑ προφανώς δε σηματοδοτεί αυτόματα και την επαφή με τα ευρύτερα κοινωνικά μπλοκ που στήριξαν τη μάχη του ΟΧΙ. Ωστόσο, όπως γίνεται πάντοτε, η διάδραση με τις ευρύτερες κοινωνικές δυναμικές που αναπτύσσονται σε κρίσιμες καμπές δε γίνεται μόνο αδιαμεσολάβητα και χωρίς ευρύτερες πολιτικές πρωτοβουλίες, ιδιαίτερα για ένα χώρο σαν το ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που παρά την κατοχυρωμένη συμβολή και απήχησή σε ευρύτερα ακροατήρια, απέχει πολύ από το να έχει την αναγκαία οργανωτική σχέση με την εργατική τάξη. Το ερώτημα δεν είναι αν είναι προτιμότερες οι εκλογικές συνεργασίες ή η δουλειά στο κίνημα, αλλά το πώς μια ενδεχόμενη επιτυχημένη εκλογική παρέμβαση – και πολύ πιθανά κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ενός μπλοκ της ρήξης - μπορεί να τροφοδοτήσει το μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα για το χτίσιμο της αντίστασης στη νέα μνημονιακή λαίλαπα, την εργατική - λαϊκή αντεπίθεση και την ανατροπή κυβέρνησης, ΕΕ, κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση, σίγουρα δεν τεκμηριώνεται ότι όσα θετικά μετωπικά βήματα έχουν γίνει στο παρελθόν έδρασαν αποτρεπτικά στις κινηματικές αναμετρήσεις ή ότι μια εκλογική περιθωριοποίηση θα φέρει θετικά αποτελέσματα στους εργατικούς αγώνες. [1Απόσπασμα από κείμενο με τίτλο “10 + 1 σημεία για την εκλογική συνεργασία των δυνάμεων του οχι μέχρι τέλους” με την υπογραφή “μελών του ν.α.ρ. και της ν.κ.α.” και ημερομηνία 21 Αυγούστου 2015. Αναδημοσίευση απ’ την ιστοσελίδα “iskra.gr”.]
...

Απ’ την αποφράδα 23 Απριλίου του 2010 (για όσους επιμένουν να μετρούν την κρίση στην ελλάδα απ’ την ανακοίνωση του τότε πρωθ. απ’ το Καστελόριζο) μέχρι την τελευταία ημέρα του Αυγούστου του 2015 πέρασαν 64 μήνες και κάτι· ή 276 βδομάδες· ή κάτι λιγότερο από 2000 ημέρες και νύχτες. Οι εννοήσεις του “τι συμβαίνει” θα μπορούσαν να θεωρηθούν το πιο μονότονο και μακρύ παραμύθι ever· και δεν έχει τελειώσει ακόμα: “χίλιες και χίλιες νύχτες”... Το σχεδόν σίγουρο είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των μυαλών έχει εξαφανιστεί (αν υπήρξε ποτέ) οποιαδήποτε ερώτηση για το τι είναι μια (παγκόσμια) καπιταλιστική κρίση. Μαζί έχουν θαφτεί κυριολεκτικά και μεταφορικά όλες οι κρίσιμες ερωτήσεις και απαντήσεις για τα χαρακτηριστικά της περιόδου που ζούμε, κάτω από αλλεπάλληλα πυκνά στρώματα κοινοτοπιών.
Όμως αυτές οι κοινοτοπίες, επί πέντε και βάλε χρόνια, δεν κατάφεραν να στήσουν ούτε ένα ίσιο ράφι στον τοίχο - απ’ την άποψη της αντίστασης στα διαδοχικά προγράμματα δομικής προσαρμογής. Κανείς δεν έχει το κουράγιο να βάλει το δάκτυλο στην πληγή αυτής της κολοσσιαίας αποτυχίας, της αποτυχίας στην οποία η “πρώτη φορά” είναι ένα επεισόδιο, αλλά καθόλου ο μόνος υπεύθυνος. Κι έτσι, ενώ μεγάλες εκτάσεις του “κοινωνικού” έχουν ισοπεδωθεί, το “πολιτικό” είναι πάντα, ειδικά ενόψει εκλογών, σε μεγάλες φόρμες [2Η ελληνική στατιστική υπηρεσία καταγράφει ότι οι μισθοί μειώθηκαν (κατά μέσο όρο) κατά 28,15% απ’ το 2010 ως το πρώτο τρίμηνο του 2015, ξεπερνώντας “χαλαρά” τον στόχο εσωτερικής υποτίμησης κατά 25%. Τα νούμερα αυτά προκύπτουν (υποθέτουμε) απ’ τις καταγραφές που αφορούν την “λευκή” εργασία - η υποτίμηση στη “μαύρη” είναι αόρατη. Και, αόρατες, είναι οι συνέπειες: η καθημερινή μιζέρια, η κατάθλιψη, η καταστροφή καθημερινών σχέσεων...η συναισθηματική και διανοητική υποτίμηση.]. Αλλά τι είναι αυτά τα ξεκρέμαστα επίθετα “κοινωνικό” και “πολιτικό”; Σε τι αναφέρονται;

Πριν σχεδόν 40 χρόνια, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, παράλληλα με την διάλυση των μαζικών οργανώσεων της “νέας αριστεράς” (άκρας αριστεράς: εκκε, κκε μ-λ, κλπ) άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά και στα μέρη μας, με καθυστέρηση περίπου μιας δεκαετίας σε σχέση με τις υπόλοιπες κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, εκείνο που ονομάστηκε άνθηση των κοινωνικών κινημάτων. Προς μεγάλη απογοήτευση των παραδοσιακών πολιτικών και οργανωτικών αντιλήψεων του συνόλου της αριστεράς, μία απ’ τις σημαντικές τομές των κοινωνικών κινημάτων ήταν η σταθερή αποστασιοποίηση απ’ το περιβόητο “κεντρικό θέμα” κάθε συνεπούς κόμματος ή οργάνωσης, δηλαδή απ’ την κατάληψη της εξουσίας. Όπως συνέβαινε ήδη απ’ τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 στην ευρώπη, στη βόρεια αμερική και στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη της ασίας (ιαπωνία και νότια κορέα) ο κοινωνικός (και συχνά ταξικός / εργατικός) ανταγωνισμός περνούσε σε ένα καινούργιο Παράδειγμα δράσης αφήνοντας πίσω του τις λενινιστικές, τροτσκιστικές ή μαοϊκές θεωρίες περί “πολιτικού”, “κράτους” και κατάκτησής του. Τα κοινωνικά κινήματα (αρχίζοντας απ’ το φεμινιστικό και προχωρώντας σε μια μεγάλη γκάμα “επιμέρους” (;) αντιθέσεων) ήταν ουσιαστικά και οργανωτικά αντι-ηγεμονικά. Τα μέλη εκείνων των κινημάτων, αντί να αποδέχονται την υποτίμηση όλων των αντιθέσεων που παρήγαγε η καπιταλιστική ανάπτυξη στο όνομα ενός “κεντρικού στόχου”, της “κατάληψης της εξουσίας” (νόμιμα πλέον, μέσω εκλογών...) ανίχνευαν, ανέλυαν και συχνά, μέσα απ’ την δράση τους έκαναν εντονότερες αυτές τις υπόγειες πολώσεις. Κάνοντας το αυτό, και αφαιρώντας απ’ τις παραδοσιακές οργανώσεις της αριστεράς το μονοπώλιο του ορισμού για το τι είναι “πολιτικό” και τι όχι (σύμφωνα με εκείνον τον μονόχνωτο ορισμό “πολιτικό” ήταν το κόμμα, οι εκλογές... πολιτικό ήταν δηλαδή αυτό που προσδιόριζε σαν τέτοιο το κράτος και τα αφεντικά) τα κοινωνικά κινήματα, ή, πιο σωστά, οι κοινωνικές κινηματικές διαδικασίες, επαναπροσδιόρισαν την έννοια του “πολιτικού” έξω και μακριά απ’ την παράδοση της Γ ή της Δ διεθνούς. Πολιτική χωρίς εισαγωγικά ήταν πλέον η ανίχνευση, η ανάδειξη και η ανταγωνιστική οργάνωση πάνω σε οποιαδήποτε αντίθεση, εφόσον ο ένας πόλος αυτής της αντίθεσης είχε σχέση με το κράτος, το κεφάλαιο, την πατριαρχία, την εκμετάλλευση και την καταστροφή της φύσης, το εμπόρευμα, το θέαμα, την κατάσταση των κοινωνικών μειονοτήτων, την καταπίεση των σεξουαλικοτήτων, κλπ.

Ουσιαστικά, με την ανάδυση της λογικής των κοινωνικών κινημάτων, διαμορφώθηκε παγκόσμια απ’ την δεκαετία του 1970 και μετά μια δεύτερη και δυναμικότερη άποψη περί πολιτικού, περί οργάνωσης και περί πολιτικής δράσης. Δεν επρόκειτο πια για τον ιεραρχικά οργανωμένο “στρατό” (το κόμμα) που “όταν οι αντικειμενικές συνθήκες ωριμάσουν” (κι αυτό, φυσικά, θα το διαπίστωνε το επιτελείο του στρατού / κόμματος...), την “μεγάλη νύχτα”, θα έκανε την τελική έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα... Το καινούργιο πολιτικό πνεύμα ήταν ένα πλέγμα περιεχομένων και οργανωτικών μορφών (λιγότερο ή περισσότερο συμβουλιακών) που θα μπορούσαν να συγκλίνουν ή να αποκλείνουν σε ένα είδος διαρκούς πολιορκίας και φθοράς των δομών και των σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης. Αυτό που τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα θεωρούνταν ελλειματικό και δευτερεύον, το “κοινωνικό” (ακόμα και η πόλωση ανάμεσα στην τότε εργατική τάξη και τα αφεντικά έφτανε να είναι δευτερεύουσα εάν το κόμμα / στρατηγείο έκρινε ότι “οι συνθήκες δεν είναι ώριμες” για την τελική έφοδο), αναδύθηκε απ’ την δεκαετία του ‘70 και μετά όχι μόνο με καινούργια αυτοπεποίθηση αλλά, κυρίως, σαν ένα καινούργιο Παράδειγμα ανάλυσης και δράσης μέσα και ενάντια στο όλο και πυκνότερο σύμπλεγμα κράτους και κεφάλαιου: μακρυά απ’ την επική “κατάληψη της εξουσίας”, μέσα στη διαρκή δημιουργία (αλλά και απώλεια...) πρακτικής, καθημερινής, μη μεσολημένης και χωρίς αντιπροσώπους φανερούς ή κρυφούς, αντι-ηγεμονίας: σαμποτάζ και συλλογική αυτοαξιοποίηση. Οι ιταλοί αυτόνομοι με τον υψηλό θεωρητικό προσανατολισμό τους ονόμασαν αυτή τη διαδικασία αποδιάρθρωση (της καπιταλιστικής / κρατικής σταθερότητας και εξουσίας).

Η μεγάλη (πολιτική και κοινωνική) επιτυχία των ντόπιων σοσιαλδημοκρατών το 1981, η κατάληψη της εξουσίας εκ μέρους τους (“ο λαός στην εξουσία” ήταν το σχετικό σύνθημα), και το γεγονός ότι πολλά πρώην μέλη και στελέχη των διαλυμένων οργανώσεων της άλλοτε άκρας αριστεράς είχαν προσχωρήσει ήδη ή προσχώρησαν μετά στο πα.σο.κ., έκανε τα πρώτα χρόνια εκείνης της δεκαετίας τις κοινωνικές κινηματικές διαδικασίες τις μόνες πραγματικά και πρακτικά υπαρκτές ανταγωνιστικές πρακτικές. Οι οικολογικές ομαδοποιήσεις, οι επιτροπές για τον στρατό και οι ομαδοποιήσεις ενάντια στα ψυχιατρεία ήταν (ενδεικτικά) μερικές απ’ τις τότε εκδηλώσεις του “κοινωνικού” που είναι αξεδιάλυτα πολιτικό. Θα ακολουθούσαν, τα επόμενα χρόνια και άλλες.
Όμως, κάπου το 1984, τα (ελάχιστα) υπολείματα του παλιού αριστερισμού (διαφόρων ιδεολογικών προελεύσεων), είτε επειδή ένοιωθαν άβολα μ’ αυτό το καινούργιο πολιτικό / ανταγωνιστικό παράδειγμα, είτε επειδή ζούσαν ακόμα με την ξιπασιά του “αληθινού επαναστάτη” (χρεωκοπημένου μεν, αλλά στην ελλάδα “όλα συνεχίζονται”...) προσπάθησαν να αναστήσουν το παλιό παράδειγμα, την ξεπερασμένη (μέσα στο τότε κίνημα) αντίληψη περί “πολιτικού” και περί υπεροχής του έναντι του “κοινωνικού”. 
Πρακτικά το έκαναν σε δύο φάσεις, με δυο προσπάθειες, χρονικά κοντινές, το 1984 - 85. Στην πρώτη περίπτωση προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την επίσκεψη του (ήδη γνωστού φασίστα) Λεπέν στην Αθήνα σαν πολιορκητικό κροιό κατά του πα.σο.κ. φιλοδοξώντας [3Τα σχετικά γραπτά ντοκουμέντα υπάρχουν, αλλά ίσως όχι στο διαδίκτυο. Θα πρέπει όποιος ενδιαφέρεται να ξεφυλίσει τα τεύχη του περιοδικού σχολιαστής εκείνης της περιόδου.] “να μπουν σφήνα στα αριστερά του πα.σο.κ.” ενόψει των επερχόμενων εκλογών... Στη δεύτερη περίπτωση προσπάθησαν να αξιοποιήσουν την “εκτίμησή” τους ότι ο τότε πρωθ. θα ξαναπροτείνει σαν πρόεδρο της δημοκρατίας τον Καραμανλή τον Α (πράγμα που δεν έγινε, προς μεγάλη τους συντριβή...) και πάλι για να εμφανιστούν σαν “σφήνα στα αριστερά του πα.σο.κ.”, πάλι ενόψει των εκλογών (του ‘85).
Και οι δύο “σφήνες” απέτυχαν οικτρά - ήταν έκφραση ενός γελοίου μικρομεγαλισμού, ανόητων εκτιμήσεων, άγνοιας και υπεροπτικής αδιαφορίας για την κοινωνική κίνηση. Το ίδιο έγινε και με την θεωρητική επένδυση αυτής της “αναβίωσης”. Τα θεωρήματα είτε περί “κεντρικότητας του πολιτικού” σε σχέση με τα κοινωνικά ζητήματα, (όπου το “πολιτικό” ήταν το παλιό: οι εκλογές, το κοινοβούλιο, οι θεσμοί αντιπροσώπευσης), είτε, ακόμα και περί “ανεξαρτησίας του πολιτικού” (;;;;;) διατυπώθηκαν με μεγάλο στόμφο τότε. Επρόκειτο για μια χρεωκοπημένη φαντασίωση παλινόρθωσης του “επαναστατικού αριστερού κόμματος”, που τελικά έπαιξε σε διαδοχικές εκλογές, απ’ το 1985 και μετά, μέσα από διάφορες λιγότερο ή περισσότερο ευκαιριακές συγκολλήσεις γκρουπούσκουλων, σε εκλογικούς συνδυασμούς με φαντασμαγορικά ονόματα, και με τον ίδιο πάντα στόχο: (καλοπληρωμένες) καρέκλες στο κοινοβούλιο, το ανάλογο πρεστίζ, και μερικά ακόμα. Πάντα, πριν τις εκλογές, οι οιωνοί έμοιαζαν τέλειοι· οι εκτιμήσεις μιλούσαν για δεκάδες χιλιάδες ψηφουλάκια, και σίγουρο ξεπέρασμα του όποιου εμποδίου των κατά καιρούς εκλογικών νόμων. Μετά τις εκλογές; Συντριβή, γκρίνιες, διαζύγια - ως τις επόμενες... Η αποτυχία επαναλαμβανόταν για έναν απλό λόγο: όσοι / όσες εμπλέκονταν με τις όποιες κοινωνικές κινηματικές διαδικασίες, που κατά περιόδους θα μπορούσαν πράγματι να είναι αρκετές χιλιάδες (ειδικά σε περιόδους φοιτητικών κινητοποιήσεων) αρνούνταν στο μεγαλύτερο μέρος τους να μεσολαβηθούν / εκπροσωπηθούν σ’ αυτό το διαχωρισμένο, ιεραρχικό και γραφειοκρατικό “πολιτικό”, όπως ήθελαν τα φαντάσματα του χρεωκοπημένου αριστερισμού. Το “κοινωνικό”, με τις πολλές αδυναμίες του, παρήγαγε στα ‘80s ανταγωνιστικά γεγονότα φτύνοντας κυριολεκτικά τις μεσολαβήσεις του “πολιτικού”...

Κάναμε αυτή τη σύντομη και αναγκαστικά συνοπτική αναδρομή στο μακρινό παρελθόν για να υποδείξουμε πως το απόσπασμα στην αρχή αυτής της αναφοράς, ολόκληρο, με τα bold του (που είναι απ’ το πρωτότυπο) και τις ακροβασίες του, θα μπορούσε μια χαρά να έχει γραφτεί το 1984 ή το 1985. Με τις ίδιες ακριβώς λέξεις, και μόνη εξαίρεση την αναφορά στον συ.ριζ.α. - δεν υπήρχε τότε. Ενώ στα τέλη των ‘70s και στις αρχές των ‘80s είχαμε την όχι αυθαίρετη αίσθηση ότι η κομματίλα θα τέλειωνε με τους σοσιαλδημοκράτες και τις “λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις”, απ’ τα μέσα των ‘80s ξαναεμφανίστηκε μέσα στο ευρύτερα εννοούμενο κίνημα μια αντίθεση, που ο ένας της πόλος ήταν ζόμπι: οι κομματικοί (μικρές οργανώσεις, γκρουπούσκουλα) απ’ την μια και οι κινηματικοί απ’ την άλλη. Πάντα οι κομματικοί διαφήμιζαν το πόσο “κινηματικοί” ήταν, αν και 101 φορές στις 100 η εμπλοκή τους σε οποιεσδήποτε κινηματικές διαδικασίες συμπυκνωνόταν σε τρικλοποδιές που θα τους απέφεραν ψήφους στις επόμενες (όπου και όποτε...) εκλογές. Πάντα οι κομματικοί προσπαθούσαν να κάνουν τις όποιες κινηματικές διαδικασίες αποθήκες ψήφων, ακόμα κι αν (πράγμα συνηθισμένο) έπρεπε να σκοτωθούν μεταξύ τους για την μοιρασιά. Πάντα οι κομματικοί αυτοδιαφημίζονταν σαν οι ιδιοκτήτες και οι ιερείς του “πολιτικού” αντιμετωπίζοντας τους κινηματικούς περίπου σαν “απολίτικους” μαλάκες που θα έπρεπε να τραβηχτούν απ’ το μανίκι ως την κάλπη. Και πάντα οι κομματικοί είχαν περίεργες και υπόγειες σχέσεις με άλλους κομματικούς, της κεντρικής πολιτικής σκηνής αυτοί οι τελευταίοι [4Διότι θα έπρεπε να κόβονται ψήφοι απ’ το κκε...].
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ιδιοκτησία του “πολιτικού” (που αρχίζει απ’ τον ορισμό του με τέτοιο τρόπο ώστε να ταιριάζει στις γραφειοκρατικές και ιεραρχικές δομές...) ήταν το τελευταίο που είχε απομείνει σ’ ένα όχι απλά γηρασμένο αλλά κλινικά νεκρό πολιτικό ρεύμα, τον αριστερισμό, αφότου ξεπεράστηκε πρακτικά και θεωρητικά στα ‘70s. Αξίζει να σημειώσουμε ωστόσο πως αυτό το “πολιτικό” ήταν ό,τι ταίριαζε στην αποδοχή των “δημοκρατικών διαδικασιών”, της “ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό” και άλλα τέτοια, που ήταν ανάθεμα για τους αριστεριστές των ‘60s και των αρχών των ‘70s, μισή γενιά νωρίτερα δηλαδή. Διεθνώς η νέα αριστερά, στα πρώτα χρόνια της, με μόνιμη αναφορά σε ένοπλα αντιαποικιακά κινήματα στον τρίτο κόσμο, ευνοούσε μεν τη λενινιστική αντίληψη περί κόμματος, “επαγγελματιών επαναστατών” και κομματικής ηγεμονίας, αλλά με σκοπό την ένοπλη ανατροπή. Γι’ αυτό και οι σχετικές οργανώσεις ήταν εχθρικές στα κοινοβούλια και στους αστικούς θεσμούς. Τα θεωρούσαν σαν το “πολιτικό” του κράτους και του κεφάλαιου.
Αυτό το “φούσκωμα”, και στην ελλάδα και σ’ όλον τον πρώτο κόσμο, κράτησε λίγα χρόνια μόνο. Για πολλούς λόγους, που δεν είναι δυνατόν εδώ ούτε καν να αναφέρουμε επιγραμματικά, η προοπτική επανάληψης μπολσεβίκικων επαναστάσεων α λα 1917 στον πρώτο κόσμο, στα ‘60s και στα ‘70s, ηττήθηκε. Δεν ξεπεράστηκε όμως, στα κεφάλια πολλών, η ιδέα για την προτεραιότητα του “πολιτικού”, του “κόμματος” κλπ: έμεινε ζωντανή, περνώντας σ’ έναν ριζικό συμβιβασμό. Στην ειρηνική και νόμιμη δράση, στη συμμετοχή στους θεσμούς, στην αναγνώριση απ’ τους θεσμούς, ακόμα και στη χρηματοδότηση απ’ τα κράτη και τα αφεντικά (π.χ.: επιχορηγήσεις για συμμετοχή σε εκλογές).
M’ άλλα λόγια αυτή η εξέλιξη που περιγράψαμε νωρίτερα σε ότι αφορά την αναβίωση του αριστερισμού στα μέρη μας, ήταν (και παραμένει έκτοτε) όχι “η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού” [5Λίβελος του Λένιν κατά των αριστεριστών της εποχής του.] αλλά το βαλσάμωμά του, η μούμια του. Ένας ακόμα joker της αστικής (ή υποτίθεται αστικής) δημοκρατίας.

Σε κάθε περίπτωση η αντίθεση που σημειώσαμε πριν, απ’ την μια οι κομματικοί και οι μικροκομματικοί και απ’ την άλλη οι κινηματικοί ξεχάστηκε προς τα τέλη των ‘80s. Και στα ‘90s έμοιαζε κάτι χειρότερο από αδιάφορη αρχαιολογία. Οι λόγοι, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου καλοί. Η κινηματική κουλτούρα (τόσο διεθνώς όσο στα μέρη μας) ξέπεσε (γενικά) σε ευκαιριακούς ακτιβισμούς, χάνοντας την κριτική της ικανότητα και βάθος. Αυτό είναι ένα απ’ τα πλεονεκτήματα και, ταυτόχρονα, τα μειονεκτήματα των κοινωνικών κινηματικών διαδικασιών: δεν έχουν αιώνια δεδομένους σκοπούς όπως οι κομματικοί (π.χ. “την είσοδο στο κοινοβούλιο” ή την “διαμόρφωση του τρίτου πόλου της αριστεράς” - για να θυμηθούμε κάποιους τέτοιους) ούτε τις ιεραρχικές δομές που μπορούν να παράγουν και να αναπαράγουν αιώνια το ίδιο. Η δύναμή τους βρίσκεται στην ικανότητα ανάλυσης και ανακάλυψης πραγματικών, ακόμα και κρυφών ρωγμών στο υποτιθέμενο συνεχές της υποτιθέμενης κοινωνικής ειρήνης. Όταν τα δράστες αυτών των διαδικασιών χάνουν την τέτοια ικανότητα, τότε το “κοινωνικό” κινδυνεύει πράγματι να γίνει γηπεδική καρικατούρα ή και μανιοκατάθλιψη. Αντίθετα οι κομματικοί μπορούν να μην κάνουν τίποτα. Μπορούν απλά να υπάρχουν σαν σφραγίδα, σαν κάποια γραφεία, σαν κάποια φυσικά πρόσωπα. Οι κομματικοί, η αριστερά, ο αριστερισμός (όπως και αν αυτοαποκαλείται εδώ και χρόνια...) και η ιδιοκτησία τους επί του “πολιτικού” μπορούν να υπάρχουν αιώνια σαν μια “αίρεση” μέσα στους θεσμούς, σαν απολιθώματα στη νεκρή φύση της “δημοκρατίας”.

Μια παρένθεση. Πριν προχωρήσουμε, κάτι αφιερωμένο εξαιρετικά σ’ αυτούς που καταλαβαίνουν και σ’ αυτούς που παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, ένα απόσπασμα [6Αναδημοσίευση απ’ το Χρόνος και Χειραφέτηση, ο Μιχαήλ Μπαχτίν και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στη Ζούγκλα Λακαντόνα, του Sergio Tischler, εκδ. futura, 2011.] από κάτι που απέκτησε πολλούς οπαδούς και στα μέρη μας, για μια σύντομη μονάδα ιστορικού χρόνου. Ακριβώς αυτό το θλιβερό: οπαδούς (οι εξαιρέσεις εννοούνται!):

...
Για να πούμε την ιστορία της Εξουσίας - λέει ο Ντουρίτο - φτάνει να περιγράψουμε τα αγάλματα που υπάρχουν στον κόσμο, στη γεωγραφία του χρόνου και του χώρου.
Επειδή - λέει ο Ντουρίτο - όπου λείπουν λόγοι, περισσεύουν αγάλματα. Όταν η Εξουσία δεν είναι ακόμη Εξουσία αλλλά αγωνίζεται να γίνει, τα δόγματα της μετατρέπονται σε εξαγγελίες αρχών, προγραμμάτων, σχεδίων δράσης, είναι, με λίγα λόγια, προβολές αγαλμάτων. Όταν η Εξουσία καταλαμβάνει τη θέση της Εξουσίας, τα δόγματα της γίνονται νόμοι, συντάγματα, νομοθεσίες, είναι, με λίγα λόγια, χάρτινα και ύστερα πέτρινα αγάλματα.
Κοίτα να δεις όμως που η ιστορία κάνει κύκλους, καμιά φορά μπουρδουκλώνεται, αλλά κάνει κύκλους - λέει ο Ντουρίτο - και ο σημερινός νικητής του αγάλματος λησμονιέται στο αύριο που είμαστε, όσο και αν οι πινακίδες μάταια μας λένε ότι “αυτό είναι το άγαλμα του Μαρκήσιου της Αιώνιας Αλήθειας, κλπ”. Ο έξυπνος κόσμος. Ο έξυπνος κόσμος της Εξουσίας μοιάζει περίπλοκος αλλά είναι αρκετά απλός, αποτελείται από δόγματα και αγάλματα. Και η γενεαλογία της Εξουσίας βασίζεται μόνο στη θεωρητική συζήτηση του τι προηγήθηκε, το δόγμα ή το άγαλμα.
Κάποιοι μετατρέπουν τα λόγια μας σε άγαλμα (ή σε δόγμα, αλλά πρόκειται για το ίδιο πράγμα). Κάποιοι μετατρέπουν τη σκέψη μας σε πέτρα, ώστε αργότερα να την γκρεμίσουν μπροστά σε φώτα, σε στρογγυλά τραπέζια, σε περιοδικά και δημοσιογραφικές στήλες, σε συζητήσεις πάνω στον καφέ. Άλλοι μετατρέπουν την ιδέα μας σε δόγμα, της βάζουν θυμιατό και ύστερα την αλλάζουν με μια άλλη, πιο μοδάτη, πιο στα μέτρα τους, πιο ad hoc.
Λέει ο Ντουρίτο ότι και οι μεν και οι δε παραβλέπουν ότι ο ζαπατισμός δεν είναι ούτε δόγμα ούτε άγαλμα: ως εξέγερση, είναι μόλις ένα πουλί που πετά ανάμεσα σε χίλια άλλα.
Όπως κάθε πουλί, το κίνημα των ζαπατίστας γεννιέται, μεγαλώνει, κελαηδά, αναπαράγεται με άλλο και μέσα σε άλλο, πεθαίνει και, όπως κάνουν κατά κανόνα τα πουλιά, χέζει τα αγάλματα - λέει ο Ντουρίτο - καθώς πετά και προσπαθεί μάταια να υιοθετήσει έναν αέρα μεταξύ τρυφερού και σκληρού, όπως ένα χελιδόνι.
...

EZLN

Το πλεονέκτημα της επ’ αόριστον αγέρωχης ύπαρξης των απολιθωμάτων, φάνηκε σε δύο περιπτώσεις, τα τελευταία χρόνια. Πρώτα με το “φαινόμενο της αντιπαγκοσμιοποίησης”. Παλιότεροι αναγνώστες / αναγνώστριες (προ Sarajevo...), θα θυμούνται πόσο επίμονα αρνηθήκαμε να ονομάσουμε εκείνο το φαινόμενο “κίνημα”, όπως ήταν της μόδας. Κινηματικές διαδικασίες βέβαια υπήρχαν εκεί. Αλλά ήταν τόσο νοθευμένες, χαφιεδομένες έως καθοδηγούμενες από κάθε είδους αόρατους (;;) εγκάθετους, από κράτη, μήντια, υπηρεσίες ασφαλείας και παρακρατικούς, εκκλησίες και επιχειρήσεις, ώστε αν δεχόμασταν αυτήν την μικρή (;) λεκτική παραχώρηση να μιλήσουμε για “κίνημα”, θα ήταν σα να παραδεχόμαστε πως “κίνημα” είναι οτιδήποτε· και μπορεί να υπηρετεί οποιονδήποτε σκοπό - αρκεί να έχει κόσμο. Ωστόσο, το “φαινόμενο της αντιπαγκοσμιοποίησης” στο φόρτε του, στον πρώτο κόσμο, μας άνοιξε τα μάτια: μας έδειξε την δυνατότητα των σύγχρονων κρατών να δρουν όχι μόνο μέσω κομμάτων αλλά, ακόμα, και μέσω “κινημάτων”. “Κινημάτων” που είναι τόσο ρηχά από κάθε άποψη (περιεχομένων, διαδικασιών, οργανωτικών μορφών, αυτο-ελέγχου) ώστε να χειραγωγούνται από την γέννησή τους την ίδια.
Έχει, λοιπόν, τη σημασία του, που δεν είναι μόνο ιστορική: το antiglobal φαινόμενο, όπως αυτό εκδηλώθηκε και διαμορφώθηκε στα μέρη μας, ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας προσπάθεια της αριστερής κομματίλας (του τότε συνασπισμού και των τότε αριστεριστών συμμάχων του, που ύστερα έγιναν “συνιστώσες” - το κκε άργησε πολύ να κουνηθεί, σα γνήσιο “μαρμαρωμένο δάσος” άλλωστε) να ανανεώσει τα μαντριά των ψηφοφόρων (ή και των μελών) της. Ήταν η ιδέα του “βρεθήκαμε στους δρόμους, να βρεθούμε και στις κάλπες”. Από πρώτη ματιά η απόσταση ανάμεσα στις διεθνείς παρελάσεις κατά της παγκοσμιοποίησης και το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα ήταν τεράστια: θα μπορούσε αυτό να σταματήσει την παγκοσμιοποίηση; Πώς; Αν και από λογική άποψη το τρικ “απ’ τους δρόμους στις κάλπες” ήταν για τα σκουπίδια, είχε ένα εντελώς διαφορετικό πλεονέκτημα. Συγκινησιακό. Έλα ρε, αφού είμασταν κι εμείς εκεί μαζί σου (στη Θεσσαλονίκη, στη Γένοβα...), δώσε μας την ψήφο σου... Τι θα σου κοστίσει; ‘Ισως σε κάποιο βαθμό λειτούργησε αυτή η ζητιανιά. Μόνο που λειτούργησε σ’ ένα φόντο ελεεινό.

Το φόντο αφορά το πως άλλαξε, ειδικά σε νεώτερες ηλικίες ψηφοφόρων, η ιδέα περί “πολιτικού” στη δεκαετία του 1990. Πρόκειται για την δεκαετία όπου ο νεοφιλελευθερισμός εδραιώθηκε μαζικά κοινωνικά στα μέρη μας, και όπου το πολιτικά προσοδικό hype “μια θεσούλα στο δημόσιο” αντικαταστάθηκε με άλλα: καριέρα στα μήντια, στις διαφημιστικές ή στη βιομηχανία της διασκέδασης και, στο όχι και πολύ βάθος, “ν’ ανοίξω μια δική μου δουλειά”. Πέρα απ’ τις όποιες υλικές αλλαγές, η “απελευθέρωση” των media, δηλαδή ο πολλαπλασιασμός των ιδιωτικών τέτοιων, μαζί με την δυναμική εξάπλωση της διαφήμισης και της εμπορευματικής κουλτούρας, διαμόρφωσαν με χειροπιαστούς τρόπους αυτό που ονομάζεται γενικευμένο Θέαμα: οι πολιτικές βιτρίνες όλων των κομμάτων μπήκαν στο pay roll των ιδιοκτητών των μήντια, και έγιναν “γλάστρες” στα show διάφορων δημαγωγών / παραγωγών συναίνεσης και αποπροσανατολισμού. Οι πρώτης γραμμής φίρμες της “δημοσιογραφίας” (οι περισσότερες συνεχίζουν ακόμα την καριέρα τους) έγιναν ΟΙ “εκπρόσωποι του λαού”. Που “τους ψηφίζει ο κόσμος κάθε μέρα” (στις σχετικές μετρήσεις θεαματικότητας / ακροαματικότητας).
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το “πολιτικό”, που κινούνταν ακόμα με τις αναμνήσεις και τα δεδομένα των προηγούμενων δεκαετιών, δηλαδή μέσα απ’ το “θέαμα - του - ηγέτη”, πέρασε στα ‘90s μια κάποια κρίση. Όχι δομική κρίση, όχι κρίση που οφειλόταν στην αμφισβήτηση. Μάλλον μείωση της ελκυστικότητάς του, εξαιτίας της ισχυρής έμφασης στον ατομισμό. Οι εγγραφές στα κόμματα άρχισαν να φυλλορρούν, και η “κρίση εκπροσώπησης” έγινε μια συζήτηση της μόδας μεταξύ οργανικών διανοούμενων και δημαγωγών. Η “αναζήτηση του νέου στο πολιτικό” έγινε επίσης συζήτηση της μόδας. Φυσικά η πλειοψηφία των ψηφοφόρων συνέχιζε να πηγαίνει στις κάλπες - από συμφέρον (πάντα προσοδικό) ή από συνήθεια. Αλλά υπήρχαν κι αλλού πορτοκαλιές που έκαναν πορτοκάλια, ή έτσι φαινόταν. Εκείνο που άρχισε να ταΐζει ξανά την ένταση του “πολιτικού”, δηλαδή της συμμετοχής στις εκλογές, ήταν ο κυνισμός της αρνητικής ψήφου. Το 2000 και το 2004 κατά του Σημίτη, το 2007 και το 2009 κατά του Καραμανλή του Β. (Το 2012 εναντίον όλων...)
Για τον “συνασπισμό” η ψευτοεπιρροή - ζητανιά λειτούργησε υπέρ της συντήρησής του: στις εκλογές του ‘96, του ‘07 και του ‘09 πέρασε άνετα στον πήχυ του 3% όπως ήταν ο στόχος του· ενδιάμεσα όμως, το 2000 και το 2004, είδε ξανά τον χάρο (του ‘93...) με τα μάτια του. Για τους υπόλοιπους του “τρίτου πόλου” (“με.ρ.α.”, “αντικαπιταλιστική συμμαχία”, “μέτωπο ριζοσπαστικής αριστεράς”...), που προτίμησαν να βρουν την τύχη τους χώρια απ’ την Κουμουνδούρου, το μοτίβο ήταν το γνωστό, σ’ όλες τις εκλογές των ‘90s και των ‘00s: (έωλες) ελπίδες πριν, (βέβαιες) απογοητεύσεις μετά.... Τζίφος. Το “πολιτικό” δεν έκανε την χάρη στους συγκεκριμένους εραστές του. Οι αριστεριστές [7Ας το πούμε εδώ. Τα ρετάλια της ιστορικής νέας αριστεράς (άκρας αριστεράς), οι “παλιοί” μαζί με τις όποιες καινουργιες στρατολογήσεις της τελευταίας 15ετίας - 20ετίας, απορρίπτουν εδώ και πολλά χρόνια μετά βδελυγμίας τους όρους “άκρα αριστερά”, “αριστερισμός”, κλπ. Αντίθετα βάζουν στα ονόματα των οργανώσεών τους πάντα την λέξη “αριστερά”, μαζί με κάποιον τραχύ, ρωμαλέο, “μυρίζει μπαρούτι” επιθετικό προσδιορισμό: “ριζοσπαστική”, “επαναστατική”, “αντικαπιταλιστική”, “κομμουνιστική”... Ουάου!!! Το παιχνιδάκι αυτό το έπαιξαν και τα επιτελεία του συριζα. Από “συνασπισμός της αριστεράς και της προόδου” και, αργότερα, “συνασπισμός της αριστεράς, της προόδου και της οικολογίας” έγινε “συνασπισμός της ριζοσπαστικής αριστέρας”. Ταμάμ.
Αυτή η μετονομασία, η απόρριψη των όρων “άκρα αριστερά” και “αριστερισμός”, έχει πραγματικούς λόγους. Σχετίζεται όχι μόνο με την οριστική μετακόμιση στη νομιμότητα, αλλά και το μόνιμο αλληθώρισμα στις βουλευτικές καρέκλες. Όπως άλλωστε είναι γνωστό (;) όλα αυτά τα “ριζοσπαστικά”, “επαναστατικά”, “αντικαπιταλιστικά” και “κομμουνιστικά” κόμματα και κομματίδια, όταν συμμετέχουν σε εκλογές, υπογράφουν στον Άρειο Πάγο μια δήλωση (με ονόματα...) ότι σέβονται το σύνταγμα και τους νόμους της χώρας. Αυτό είναι, βασικά, ζήτημα ηθικής τάξης και όχι “επαναστατικής προοπτικής”: όταν θα καταληφθούν τα χειμερινά ανάκτορα, η νομιμότητα θα αλλάξει. Αλλά αυτό αργεί. Και κανένας αριστεριστής των ‘60s και των early ‘70s δεν θα έπεφτε τόσο χαμηλά, πράγματι, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι πέφτει τώρα για να ανέβει αργότερα!!!! Από κει και πέρα: το πως είναι δυνατόν να κοροϊδεύονται ποιοί μ’ αυτήν την “επαναστατικότητα”, αυτόν τον “ριζοσπαστισμό” και αυτόν τον “αντικαπιταλισμό”, είναι ένα ερώτημα του οποίοι οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου ευχάριστες...
] φίλοι του κοινοβουλευτισμού παρέμεναν με το ζόρι εξωκοινοβουλευτικοί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους για το αντίθετο.

Η δεύτερη απόδειξη της αξίας που έχει η κομματίλα μ’ όλα της τα φρου φρου θεωρήματα, ήταν και παραμένει αυτή η εντελώς καταστροφική για την τάξη μας και τα συμφέροντά της περίοδος απ’ το 2010 και μετά. Οποιοσδήποτε τίμιος αντικαπιταλιστής θα έπρεπε ήδη απ’ το 2008 να έχει κάνει το καλύτερό του για να προετοιμαστεί και να προετοιμάσει την σκληρή άμυνα (κατ’ αρχήν) της σύγχρονης εργατικής τάξης· γιατί αυτή ήταν ο στόχος, όχι μόνο της διαχείρισης της κρίσης μετά το 2008 αλλά από πολλά χρόνια νωρίτερα. Παγκόσμια. Αλλά μέσα και γύρω απ’ την “υπεροχή του πολιτικού” δεν μένουν για καιρό έντιμοι άνθρωποι. Ανθούν οι καιροσκόποι, ακόμα κι αν είναι “γλυκομίλητοι”.
Η αλήθεια είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο μορφοποιήθηκε η “λαϊκή αντίδραση” στο “μνημόνιο”, στο “δντ”, στη “Μέρκελ” κλπ, ελάχιστα χρωστάει στις μικρότερες και μεγαλύτερες κομματικές παρέες της αριστεράς και της άκρας αριστεράς. Την μορφοποίηση αυτή, “αυτόματη” και “φυσιολογική”, που έβαλε σαν κεντρικό και μοναδικό της στόχο την τότε κυβέρνηση και άφησε στο απυρόβλητο τα ντόπια αφεντικά, την έχουμε αποδώσει αναλυτικά απ’ αυτές εδώ τις σελίδες αφενός στον γενικευμένο μικροαστισμό και στην κουλτούρα του πολιτικού προσοδισμού, αφετέρου στους σχεδιασμούς και στις μεθοδεύσεις του βαθέος κράτους / κεφάλαιου.
Η κεντρική στοχοποίηση της κυβέρνησης του Παπαντρέου του Γ και η πρακτική / ουσιαστική απαλλαγή των αφεντικών, μικρών και μεγάλων, από κάθε ενοχή και ευθύνη εκμετάλλευσης, “ήπιας” ή άγριας· η κεντρική στοχοποίηση των καταραμένων διεθνών πιστωτών και ο ανανεωμένος “εθνικοαπελευθερωτικός οίστρος” του “λαού”· η “αγανάκτιση” σαν μορφή και περιεχόμενο που είναι βούτυρο στο ψωμί του “πολιτικού”· αυτά, και όλα τα υπόλοιπα, δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας συστηματικής δουλειάς, σε ότι αφορά την κρίση και την διαχείρισή της, της κομματικής αριστεράς και άκρας αριστεράς. Τους ταίριαζε γάντι όμως (ταίριαζε και στα βοθρολύματα, ας το αφήσουμε όμως εδώ...). Υποκειμενικά και αντικειμενικά. Κατά συνέπεια, σε μια συγκεκριμένη ιστορική φάση τόσο κρίσιμη, όπου ο καπιταλισμός και το κράτος έδειξαν ξανά δημόσια τα βρώμικα σωθικά τους· σε μια ιστορική στιγμή όπου τον λόγο και το πρόσταγμα δεν θα έπρεπε να τα έχει άλλος απ’ την οργανωμένη και μαχητική σύγχρονη εργατική τάξη· σε μια ιστορική στιγμή, εν τέλει, όπου το “εργατικό / κοινωνικό” με την αυτοτελή πολιτική του ικανότητα θα έπρεπε να οργανώσει την άμυνα και, ύστερα, την αντεπίθεσή του, το “πολιτικό σχέδιο” (το σχέδιο κεντρικής εξουσίας, το “σχέδιο διακυβέρνησης”...) ξαναέγινε ΤΟ θέμα. Φυσικά, με τον μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να γίνει σε μια μεταμοντέρνα, επαρχιώτικη και συντηρητική κοινωνία, σαν την ελληνική: ουστ... (απ’ τη μια), να γίνει κάτι... (απ’ την άλλη). Και έγινε ΤΟ θέμα με τον μοναδικό στόχο που θα μπορούσε να έχει, στόχο ανομολόγητο αλλά ξεκάθαρο: να κρατηθεί η εγκυρότητα της κοινοβουλευτικής (και συνδικαλιστικής) αντιπροσώπευσης “μέσα”, η σύγχρονη εργατική τάξη “κάτω” και τα αυτόνομα εργατικά συμφέροντα “έξω”.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ, αναγκαστικά με σύντομο τρόπο, ότι η “αναβίωση” του καθεστωτικού “πολιτικού” μέσα στην ελληνική κοινωνία στη διάρκεια αυτών των τελευταίων 5 χρόνων, είχε (και εξακολουθεί να έχει) σύνθετα χαρακτηριστικά. Απ’ την μια εκδηλώθηκε ακαριαία (και καθοδηγούμενη...) μια ισχυρή ξανά “προσωποποίηση του πολιτικού”, πρώτα αρνητική και ύστερα θετική· μια διαδικασία μαζικής διανοητικής οπισθοχώρησης (οπισθοχώρησης των “αναπαραστάσεων” του “πολιτικού”) στις δεκαετίες πριν τα ‘80s, όπου αυτή η προσωποίηση ήταν ο φυσιολογικός κανόνας... Η αρνητική προσωποποίηση ήταν ο Παπαντρέου ο Γ (και ο υπ.οικ. του Γ. Παπακωνσταντίνου), η θετική ήταν ο Τσίπρας (και ο δικός του υπ.οικ. Γ. Βαρουφάκης). Απ’ την άλλη εξελίχθηκε (και συνεχίζει) ένα είδος οργανωτικής αποσάρθρωσης των μέχρι το 2010 γενικά ισχυρών κομματικών δομών· κι αυτό το εξηγούμε, ως ένα σημείο, σε άμεση σχέση με την μείωση (ή την αναζήτηση) πολιτικών προσόδων στα νέα δεδομένα των “μνημονίων”. Μετρήστε πόσα κόμματα έχουν αναγγελθεί, έχουν φτιαχτεί, έχουν μπει στη βουλή ή όχι, έχουν διασπαστεί και ξαναδιασπαστεί, και εν τέλει έχουν διαλυθεί / εξαφανιστεί, μέσα σε 5 χρόνια. Ακόμα και ο γραφικός επί 25 χρόνια Β. Λεβέντης μπορεί να ελπίζει τώρα ότι θα δικαιωθεί! Το (κομματικά) άλλοτε “συγκεντρωμένο πολιτικό” της εξουσίας έγινε ένα νεφέλωμα πολιτευτών και μικροκομμάτων, που δημιουργούνται και διαλύονται, συγχωνεύονται και διασπώνται με την ταχύτητα (από ιστορική άποψη) επιταχυντή αδρονίων...

Κάποιος σοβαρός επικριτής μας θα μπορούσε να πει σ’ αυτό το σημείο: ωραία (στα λόγια...) αυτά που λέτε για την εργατική αυτονομία, και για την πολιτική πληρότητα και επάρκεια του “κοινωνικού / εργατικού” όταν αυτό βγάζει τα ανταγωνιστικά του νύχια... Όμως αφού ΔΕΝ πήραν αυτήν την τροπή τα πράγματα, αυτό δεν είναι αρκετό για να θεωρηθούν τέτοιες απόψεις εκτός πραγματικότητας; Δεν αυτό αρκετό για να δικαιωθεί αυτό που λέτε “κομματίλα”, “υπεροχή του καθεστωτικού πολιτικού” κλπ;
Θα μπορούσαμε να δεχτούμε μια τέτοια κριτική εάν η “υπεροχή του πολιτικού” κατάφερνε να έχει απτά, σοβαρά αποτελέσματα ενάντια στη διαχείριση της κρίσης. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ!!! Όπως το antiglobal κυνήγι των διάφορων διεθνώς συνόδων (τύπου g7, g20 κλπ) ΔΕΝ είχε κανένα αποτέλεσμα υπέρ των πληβείων του πλανήτη, έτσι ακριβώς το κυνήγι των “μνημονίων”, των κυβερνήσεων που τα εφαρμόζουν (μόνο εναντίον της τάξης μας...), των “τροϊκανών” κλπ, ΔΕΝ έχει κανένα αποτέλεσμα υπέρ των θυμάτων της δομικής προσαρμογής και της λιτότητας. Κι όχι μόνο δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, αλλά ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΧΕΙ, παρά τις αντίθετες ψευδαισθήσεις!!! Απ’ την δική μας “περιθωριακή” θέση αυτό μπορούσαμε να το προβλέψουμε με ακρίβεια, να το αναλύσουμε, να το εξηγήσουμε - και τουλάχιστον απ’ αυτές εδώ τις σελίδες αυτή η δουλειά έγινε συστηματικά.
Τελικά, πέρα απ’ τα υπόλοιπα, δεν μπορείς να κτυπάς “ψηλά” εάν δεν έχεις σταθερή, συμπαγή, καλά οργανωμένη κοινωνική βάση, με δουλεμένες τις συλλογικές διανοητικές και συναισθηματικές δυνατότητες, με λειτουργικούς τρόπους άμεσου συλλογικού αυτοελέγχου. Κι αν δεν υπάρχει τέτοια κοινωνική βάση, τότε το μόνο έντιμο που μπορείς να κάνεις (αν ανήκεις στη σύγχρονη εργατική τάξη και μόνο!!!!) είναι να παρατήσεις τον ναρκισσισμό της “υπεροχής του πολιτικού”, και να ασχοληθείς μόνο με την ανασυγκρότηση της τάξης σου - “από μέσα”! Αποκλειστικά και μόνο μ’ αυτό, σ’ όλη την πολυμορφία του. Είναι πολύ δύσκολο, είναι πάρα πολύ δύσκολο, είναι εκατό τόνους δύσκολο, είναι αντιηρωϊκό, και δεν εξασφαλίζει ούτε χειροκροτήματα ούτε ψώνισμα. Αλλά (λέμε - και κάνουμε...) είναι το μόνο που αξίζει τον κόπο και, κυρίως, την ιστορία της τάξης μας. Όταν αυτό αρχίζεις να το καταφέρνεις, τότε θα δεις ακόμα πιο καθαρά ότι τα περί “υπεροχής του πολιτικού” είναι παπαριές, στην καλύτερη περίπτωση.
Συνεπώς, “εκτός πραγματικότητας”, αν με τη λέξη πραγματικότητα εννοεί κανείς τις ανάγκες και τις επιθυμίες της σύγχρονης εργατικής τάξης, είναι αυτό που εμφανίζεται (και υιοθετείται...) σαν “σωσίβιό” της για να αποδειχθεί, ξανά και ξανά, πέτρα στο λαιμό μας! Ψάξε τους αντιμνημονιακούς, σπρώξτους στην κυβέρνηση, δώσε τους εξουσία!! Δεξιούς, αριστερούς, φασίστες, αριστεριστές... Δεν μπορεί!!! Κάπου θα είναι!! Στον πάτο της θάλασσας, σε κάποια σπηλιά, θα ζει ένα εντυπωσιακό θηρίο που τρώει μνημόνια...
Αντίθετα, αν με τη λέξη “πραγματικότητα” εννοεί εντελώς διαφορετικά πράγματα, όπως “πρώτη φορά αριστερά”, “πρώτη φορά αληθινή αριστερά”, “πρώτη φορά αριστερά σε διπλό ταμπλώ”, θεσούλες, προβολή, υψηλές αμοιβές, κύρος, σεξ, κλπ, τότε ναι. Το “πολιτικό” και η προτεραιότητά του είναι θαυμάσια εντός: τόσος κόσμος “φτιάχνεται” με τον ένα ή τον άλλο τρόπο!!!

Σαν ορκισμένοι κινηματικοί ποτέ δεν συμβιβαστήκαμε με το “πολιτικό” της εξουσίας (όπως αυτό περιγράφεται ακριβώς στην πρώτη παράγραφο του αρχικού αποσπάσματος), όπως ποτέ δεν αναγνωρίσαμε ίχνος αλήθειας στο θεώρημα ότι το “κοινωνικό” είναι γενικά “απολίτικο”, και πρέπει να “πολιτικοποιηθεί” σε δεύτερο χρόνο στρατολογώντας μέλη (έστω: ψήφους...) για κάποιο κόμμα ή γκρούπα. Ειδικά όταν μιλάμε για την εργατική / κοινωνική πραγματικότητα. Οι πρωταρχικές εμπειρίες αντιθέσεων ή και συγκρούσεων με τ’ αφεντικά μέσα στις δουλειές μπορεί να ξεκινούν από απλές αφορμές αλλά, όσο κρατούν (αυτές οι αντιθέσεις / συγκρούσεις) γίνονται πολυδιάστατες. Και επαρκώς πολιτικές, κατ’ αρχήν - καθόλου όμως με την έννοια της “κομματικής ένταξης”.
Ωστόσο είναι αλήθεια ότι η κινηματική κοινωνικο-πολιτική αντίληψη, και ειδικά η πεποίθηση ότι ένας αγώνας μπορεί να είναι νικηφόρος ΧΩΡΙΣ καμία μεσολάβηση του “πολιτικού”, ακόμα καλύτερα δε εναντίον κάθε τέτοιας μεσολάβησης, εξαφανίστηκε στα ‘90s και στα ‘00s. Ειδικά σε ότι αφορά τους εργατικούς αγώνες, η αυθεντική κινηματική κουλτούρα έχει μεγάλες ασυνέχειες: απ’ τις άγριες απεργίες των βιομηχανικών εργατών το 1975 και το 1976 περνάμε στη σύντομη περίοδο των αγώνων στις “προβληματικές” με τις καταλήψεις των εργοστασίων το 1990, και λίγο μετά (το ‘92) στον αγώνα της ε.α.σ. - όπου ωστόσο υπήρχε στον αέρα μια αόριστη υπόσχεση του “πολιτικού” (πα.σο.κ.) για “δικαίωση”. Και, πολύ αργότερα, σε πολύ μικρότερης έκτασης σποραδικές κινητοποιήσεις που δεν έχουν συγκροτήσει ένα σταθερό σώμα ανταγωνιστικής μνήμης και εμπειρίας.

Αυτή είναι η αλήθεια: οι προσανατολισμοί της εργατικής αυτονομίας ειδικά σε σχέση με την κρίση, την διαχείρισή της και τα συμφέροντα της σύγχρονης εργατικής τάξης, δημόσια διατυπωμένοι απ’ τις αρχές του 2009 και σταθερά από τότε (πλάνο 30/900...), δεν ήταν και δεν είναι “εκτός πραγματικότητας”. Αποδείχθηκε πως μάλλον είναι κοντά στο “επιδιώκουμε το αδιανόητο”: την ανάκτηση (ή μήπως ξανα-ανακάλυψη;) των ανεκτίμητων δυνατοτήτων της σύγχρονης εργατικής συνείδησης, της σύγχρονης εργατικής αρνητικότητας και θετικότητας. Που σαν τέτοιες (αυτές οι δυνατότητες) ξεπερνούν κατά πολύ τις ακροβασίες και τις ιδιοτέλειες των κομματικών κάθε είδους.
Δεν είμαστε καθόλου της άποψης ότι η πιο πρόσφατη “αποτυχία του πολιτικού” (τα κατορθώματα της φαιορόζ κυβέρνησης...) οδηγεί, αυτόματα, στην κατάρρευση των ψευδαισθήσεων της ανάθεσης, της μεσολάβησης, της αντιπροσώπευσης. Ο μικροαστισμός, ο ατομισμός, ο κομφορμισμός, ο πολιτικός προσοδισμός, έχουν αποδειχθεί πολύ ανθεκτικοί αυτά τα χρόνια· και πάνω τους έχουν προστεθεί καινούργιοι φόβοι, φόβοι, φόβοι. Οι επιτήδειοι που σκοπεύουν να αξιοποιήσουν όλα αυτά δεν έχουν λιγοστέψει. Έχουν πολλαπλασιαστεί. Δυστυχώς οι κάθε είδους κομματικοί έχουν ακόμα περιθώριο να παίζουν στις πλάτες μας. Έχουν περιθώριο όχι επειδή το δημιουργούν, αλλά επειδή τους το αφήνουμε [8Δύο μόνο, ανάμεσα σε πάμπολλα παραδείγματα, που αποδεικνύουν τι είναι ικανό να κάνει το “κοινωνικό”, χωρίς “πολιτικές” μεσολαβήσεις και αντιπροσωπεύσεις και, αντίθετα, τι κάνει το “πολιτικό” (είτε έτσι είτε αλλιώς της εξουσίας) όταν του δοθεί το περιθώριο μεσολάβησης.
Το πρώτο παράδειγμα είναι η μεγάλη διαδήλωση εναντίον του poll tax, στο Λονδίνο, στις 31 Μάρτη του 1990. Ο poll tax ήταν μια φορολογική έμπνευση της κυβέρνησης Θάτσερ, που θα μπορούσε να ονομαστεί και “κεφαλικός φόρος” (φορολογία με το κεφάλι) και μάλιστα με ανάποδη σειρά: όσο φτωχότερος ήταν κάποιος τόσο περισσότερο φόρο θα πλήρωνε.
Η προοπτική καθιέρωσης ενός τέτοιου φόρου εξαγρίωσε (στ’ αλήθεια, όχι προσχηματικά και στα λόγια) τους πληβείους της αγγλικής κοινωνίας. Η συγκέντρωση στην πλατεία Trafaglar εξελίχτηκε, απ’ το μεσημέρι και μετά, σε μια ατελείωτη σειρά οδομαχιών εναντίον της αστυνομίας, στις οποίες συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, και όχι μόνο οι οργανωμένοι (σε αναρχικές ομάδες αλλά και στο “εργατικό σοσιαλιστικό κόμμα” - τροτσκιστές). Πιθανόν η εξέγερση ενάντια στον poll tax να είναι η σημαντικότερη ταξική εξέγερση στην αγγλία μετά τον δίχρονο μαζικό αγώνα των ανθρακωρύχων.
Ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Όχι μόνο ο poll tax αποσύρθηκε, αλλά η παντοδύναμη “σιδηρά κυρία” Θάτσερ παραιτήθηκε στα τέλη του Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς. Η κοινωνική / ταξική οργή ήταν αρκετή για να την γκρεμίσει απ’ το βάθρο της (αν και το κόμμα της συνέχισε να κυβερνά), και δεν χρειαζόταν κανενός είδους κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι ο αγώνας στις Σκουριές. Δίκαιος, μαζικός, αποφασιστικός, διαρκής, προχώρησε το δύσκολο μονοπάτι της συλλογικής αντιβίας, όπως είχε κάθε λόγο και καθήκον να κάνει. Και αν δεν είχε (;) την προοπτική “πολιτικής μεσολάβησης” θα μονιμοποιούσε το ρήγμα που άνοιξε στο συνεχές της νομιμότητας, με συνέπειες ευρύτερης σημασίας.
Τι έγινε όμως με την μεσολάβηση της “πρώτης φοράς”; Καραγκιοζιλίκια. Έτσι κι αλλιώς κανένα νόμιμο “πολιτικό”, είτε βρίσκεται εντός είτε εκτός κοινοβουλίου, δεν μπορεί να υπερασπιστεί δημόσια μη νόμιμες, ανταγωνιστικές, βίαιες κινηματικές πρακτικές, ακόμα κι όταν είναι οι πλέον δικαιολογημένες του κόσμου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τις φρενάρει, να τις εμποδίσει, να τις ξενερώσει• υποσχόμενο ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί κι “αλλιώς”.
Υπερασπίστηκε ποτέ κάποιο διαχωρισμένο “πολιτικό” (οσονδήποτε εξτρεμιστικό κι δήλωνε στα λόγια) τις παράνομες πρακτικές των απεργών της ΕΑΣ, τότε, το 1992; Όχι. Κάτι αδύναμοι κινηματικοί το κάναμε, δημόσια και ανοικτά, χωρίς να επιδιώκουμε (προφανώς!) κάποιο όφελος, κομματικό ή άλλο.
Έτσι έχουν τα πράγματα. Όχι μόνο όταν φτάνει ο κόμπος στο κτένι, αλλά από πολύ νωρίτερα.
].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Απόσπασμα από κείμενο με τίτλο “10 + 1 σημεία για την εκλογική συνεργασία των δυνάμεων του οχι μέχρι τέλους” με την υπογραφή “μελών του ν.α.ρ. και της ν.κ.α.” και ημερομηνία 21 Αυγούστου 2015. Αναδημοσίευση απ’ την ιστοσελίδα “iskra.gr”.
[ επιστροφή ]

2 - Η ελληνική στατιστική υπηρεσία καταγράφει ότι οι μισθοί μειώθηκαν (κατά μέσο όρο) κατά 28,15% απ’ το 2010 ως το πρώτο τρίμηνο του 2015, ξεπερνώντας “χαλαρά” τον στόχο εσωτερικής υποτίμησης κατά 25%. Τα νούμερα αυτά προκύπτουν (υποθέτουμε) απ’ τις καταγραφές που αφορούν την “λευκή” εργασία - η υποτίμηση στη “μαύρη” είναι αόρατη. Και, αόρατες, είναι οι συνέπειες: η καθημερινή μιζέρια, η κατάθλιψη, η καταστροφή καθημερινών σχέσεων...η συναισθηματική και διανοητική υποτίμηση.
[ επιστροφή ]

3 - Τα σχετικά γραπτά ντοκουμέντα υπάρχουν, αλλά ίσως όχι στο διαδίκτυο. Θα πρέπει όποιος ενδιαφέρεται να ξεφυλίσει τα τεύχη του περιοδικού σχολιαστής εκείνης της περιόδου.
[ επιστροφή ]

4 - Διότι θα έπρεπε να κόβονται ψήφοι απ’ το κκε...
[ επιστροφή ]

5 - Λίβελος του Λένιν κατά των αριστεριστών της εποχής του.
[ επιστροφή ]

6 - Αναδημοσίευση απ’ το Χρόνος και Χειραφέτηση, ο Μιχαήλ Μπαχτίν και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στη Ζούγκλα Λακαντόνα, του Sergio Tischler, εκδ. futura, 2011.
[ επιστροφή ]

7 - Ας το πούμε εδώ. Τα ρετάλια της ιστορικής νέας αριστεράς (άκρας αριστεράς), οι “παλιοί” μαζί με τις όποιες καινουργιες στρατολογήσεις της τελευταίας 15ετίας - 20ετίας, απορρίπτουν εδώ και πολλά χρόνια μετά βδελυγμίας τους όρους “άκρα αριστερά”, “αριστερισμός”, κλπ. Αντίθετα βάζουν στα ονόματα των οργανώσεών τους πάντα την λέξη “αριστερά”, μαζί με κάποιον τραχύ, ρωμαλέο, “μυρίζει μπαρούτι” επιθετικό προσδιορισμό: “ριζοσπαστική”, “επαναστατική”, “αντικαπιταλιστική”, “κομμουνιστική”... Ουάου!!! Το παιχνιδάκι αυτό το έπαιξαν και τα επιτελεία του συριζα. Από “συνασπισμός της αριστεράς και της προόδου” και, αργότερα, “συνασπισμός της αριστεράς, της προόδου και της οικολογίας” έγινε “συνασπισμός της ριζοσπαστικής αριστέρας”. Ταμάμ.
Αυτή η μετονομασία, η απόρριψη των όρων “άκρα αριστερά” και “αριστερισμός”, έχει πραγματικούς λόγους. Σχετίζεται όχι μόνο με την οριστική μετακόμιση στη νομιμότητα, αλλά και το μόνιμο αλληθώρισμα στις βουλευτικές καρέκλες. Όπως άλλωστε είναι γνωστό (;) όλα αυτά τα “ριζοσπαστικά”, “επαναστατικά”,  “αντικαπιταλιστικά” και “κομμουνιστικά” κόμματα και κομματίδια, όταν συμμετέχουν σε εκλογές, υπογράφουν στον Άρειο Πάγο μια δήλωση (με ονόματα...) ότι σέβονται το σύνταγμα και τους νόμους της χώρας. Αυτό είναι, βασικά, ζήτημα ηθικής τάξης και όχι “επαναστατικής προοπτικής”: όταν θα καταληφθούν τα χειμερινά ανάκτορα, η νομιμότητα θα αλλάξει. Αλλά αυτό αργεί. Και κανένας αριστεριστής των ‘60s και των early ‘70s δεν θα έπεφτε τόσο χαμηλά, πράγματι, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι πέφτει τώρα για να ανέβει αργότερα!!!! Από κει και πέρα: το πως είναι δυνατόν να κοροϊδεύονται ποιοί μ’ αυτήν την “επαναστατικότητα”, αυτόν τον “ριζοσπαστισμό” και αυτόν τον “αντικαπιταλισμό”, είναι ένα ερώτημα του οποίοι οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου ευχάριστες...
[ επιστροφή ]

8 - Δύο μόνο, ανάμεσα σε πάμπολλα παραδείγματα, που αποδεικνύουν τι είναι ικανό να κάνει το “κοινωνικό”, χωρίς “πολιτικές” μεσολαβήσεις και αντιπροσωπεύσεις και, αντίθετα, τι κάνει το “πολιτικό” (είτε έτσι είτε αλλιώς της εξουσίας) όταν του δοθεί το περιθώριο μεσολάβησης.
Το πρώτο παράδειγμα είναι η μεγάλη διαδήλωση εναντίον του poll tax, στο Λονδίνο, στις 31 Μάρτη του 1990. Ο poll tax ήταν μια φορολογική έμπνευση της κυβέρνησης Θάτσερ, που θα μπορούσε να ονομαστεί και “κεφαλικός φόρος” (φορολογία με το κεφάλι) και μάλιστα με ανάποδη σειρά: όσο φτωχότερος ήταν κάποιος τόσο περισσότερο φόρο θα πλήρωνε.
Η προοπτική καθιέρωσης ενός τέτοιου φόρου εξαγρίωσε (στ’ αλήθεια, όχι προσχηματικά και στα λόγια) τους πληβείους της αγγλικής κοινωνίας. Η συγκέντρωση στην πλατεία Trafaglar εξελίχτηκε, απ’ το μεσημέρι και μετά, σε μια ατελείωτη σειρά οδομαχιών εναντίον της αστυνομίας, στις οποίες συμμετείχαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, και όχι μόνο οι οργανωμένοι (σε αναρχικές ομάδες αλλά και στο “εργατικό σοσιαλιστικό κόμμα” - τροτσκιστές). Πιθανόν η εξέγερση ενάντια στον poll tax να είναι η σημαντικότερη ταξική εξέγερση στην αγγλία μετά τον δίχρονο μαζικό αγώνα των ανθρακωρύχων.
Ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Όχι μόνο ο poll tax αποσύρθηκε, αλλά η παντοδύναμη “σιδηρά κυρία” Θάτσερ παραιτήθηκε στα τέλη του Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς. Η κοινωνική / ταξική οργή ήταν αρκετή για να την γκρεμίσει απ’ το βάθρο της (αν και το κόμμα της συνέχισε να κυβερνά), και δεν χρειαζόταν κανενός είδους κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι ο αγώνας στις Σκουριές. Δίκαιος, μαζικός, αποφασιστικός, διαρκής, προχώρησε το δύσκολο μονοπάτι της συλλογικής αντιβίας, όπως είχε κάθε λόγο και καθήκον να κάνει. Και αν δεν είχε (;) την προοπτική “πολιτικής μεσολάβησης” θα μονιμοποιούσε το ρήγμα που άνοιξε στο συνεχές της νομιμότητας, με συνέπειες ευρύτερης σημασίας.
Τι έγινε όμως με την μεσολάβηση της “πρώτης φοράς”; Καραγκιοζιλίκια. Έτσι κι αλλιώς κανένα νόμιμο “πολιτικό”, είτε βρίσκεται εντός είτε εκτός κοινοβουλίου, δεν μπορεί να υπερασπιστεί δημόσια μη νόμιμες, ανταγωνιστικές, βίαιες κινηματικές πρακτικές, ακόμα κι όταν είναι οι πλέον δικαιολογημένες του κόσμου. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τις φρενάρει, να τις εμποδίσει, να τις ξενερώσει· υποσχόμενο ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί κι “αλλιώς”.
Υπερασπίστηκε ποτέ κάποιο διαχωρισμένο “πολιτικό” (οσονδήποτε εξτρεμιστικό κι δήλωνε στα λόγια) τις παράνομες πρακτικές των απεργών της ΕΑΣ, τότε, το 1992; Όχι. Κάτι αδύναμοι κινηματικοί το κάναμε, δημόσια και ανοικτά, χωρίς να επιδιώκουμε (προφανώς!) κάποιο όφελος, κομματικό ή άλλο.
Έτσι έχουν τα πράγματα. Όχι μόνο όταν φτάνει ο κόμπος στο κτένι, αλλά από πολύ νωρίτερα.
[ επιστροφή ]

κορυφή