sarajevo

μια εποχή στην κόλαση

Δεν έχει τόκο το όνειρο
που αποταμιεύσαμε σε χρονοτράπεζες.

Θα ξυπνήσω μια μέρα μουδιασμένη.
Το ξύλο νωπό από τον ιδρώτα
ενός εφιαλτικού ύπνου.

Στα φέρετρα των ημέρων
γαληνεύουν σαπισμένες επιθυμίες
ταράζοντας την αιωνιότητα.

Είδα πρόσωπα / όλα μάτια / ζευγάρια μάτια
τεράστια / χωρίς εικόνες / να ρουφάνε
μπερδεμένα κουβάρια / ύλης / και
δάκρυα παγωμένα σε μάτια μεταναστών
γεμάτα μάτια δρόμους / απλωμένη μπουγάδα
να στεγνώσουν τις μνήμες /
διευρυμένο άνοιγμα
σε έγκλειστο χώρο.

Είδα ζωγραφισμένο πρόσωπο
σε χαρακωμένο καμβά /
να ψάχνει για ένα βράδυ ακόμα /
κόκκινο και αρωματισμένο / σώματα /
ψέμματα /
επιθυμίες / αρνήσεις / δύο και δύο
ή άλλοι συνδυασμοί των τεσσάρων.

Γυρίζω πάλι σε υγρό σώμα /
ύπνο κουβάρι / κουρασμένο
και κουλουριασμένο μυαλό
στα χέρια σου.

Φτιάχνω τις μέρες.
Εύγευστο πιάτο
στο τραπέζι της ήττας.

Θα βρεθούμε στον έσχατο χτύπο
των ρολογιών.

Μου χρωστάς ένα γέλιο
στο μπαλκόνι των εγκλεισμών.

(Κάποια, κάπου, κάπως, κάποτε)

κορυφή