sarajevo

geuro (όχι “γκιαούρ”!): μήπως, τελικά, λεφτά υπάρχουν;

Geuro

Σε μια στιγμή που κανείς δεν το περίμενε, ήρθε η κυρία Ραχήλ· σαν μεταγραφή πολυτελείας της Κουμουνδούρου: μπορούμε να τυπώσουμε 100 δισ. ευρώ (για να κάνουμε τη δουλειά μας) είπε, και έπεσε γέλιο και ιδρώτας· ιδρώτας σ’ αυτούς που ανέλαβαν να την μαζέψουν... Η πρώην (;) βουλευτής των ψεκασμένων δεν έχει ειδικότητα τα οικονομικά. Όμως όσο και να σε έχουν ψεκάσει, δεν ξυπνάς ένα πρωί λέγοντας “δεν βάζουμε μπροστά κανά τυπογραφείο;”. Πιο λογικό είναι κάτι να πήρε τ’ αυτί της, και να μην το κατάλαβε...
Ξανά σε μια στιγμή που δεν το περιμέναμε (ή θα έπρεπε;) μάθαμε το δίπλα (αναδημοσίευση απ’ την καθεστωτική “καθημερινή” στις 27 Γενάρη 2015).

Τι πάει να πει: πρέπει ... κυρίως να επιτρέψουμε την εισαγωγή στην ελλάδα παράλληλου νόμισματος, ε; Και μάλιστα, σαν όχι κάτι παράλογο, από ένα γερμανικό καθεστωτικό έντυπο του βεληνεκούς του der spiegel; Γίνεται τέτοια κουβέντα, περί “ελληνικού παράλληλου νομίσματος” και εκεί; Τώρα;
Γιατί αλλού (στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο) γίνεται. Και στην ελλάδα έχει γίνει, αν και με την μέγιστη δυνατή διακριτικότητα. Σας παραπέμπουμε (και καλό θα ήταν να το διαβάσετε ή να το ξανα-διαβάσετε) στο Sarajevo νο 79 (Δεκέμβρης 2013) και στα ιαματικά νομίσματα.

 

 

Το ζήτημα, που καθόλου δεν το έχουμε ξεχάσει, φαίνεται πως έχει πάντα μια κάποια επικαιρότητα. Θα δούμε πιο κάτω γιατί. Όμως έχει την σημασία του το γεγονός ότι λίγο μετά τις πρώτες εκλογές του 2012, όταν (τουλάχιστον για τους εκτός συνόρων) ήταν ασαφές τι θα αποφάσιζε ο πανέμορφος, πανέξυπνος και κυρίαρχος ελληνικός λαός για την τύχη του, ένας γερμανός ειδικός, επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος της καθόλα σεβαστής deutsche bank, ο Thomas Mayer, περιέγραφε σε μια επι τούτου ανάλυσή του γιατί θα ήταν μια καλή λύση για το ελλαδιστάν (αλλά και τους πιστωτές του) να υιοθετήσει, αποκλειστικά για εσωτερική χρήση, ένα συμπληρωματικό νόμισμα. [1Για όσες / όσες θέλουν να ψάξουν το θέμα στη γενικότητά του, η αγγλική ορολογία είναι alternative currency, ή, ακόμα καλύτερα για το θέμα, complementary currency.]
Σύμφωνα με τον Mayer το geuro (ένα όνομα υβρίδιο για το “συμπληρωματικό νόμισμα”), που στην πραγματικότητα θα ήταν ένα IOU, δηλαδή ένα ομόλογο εσωτερικού δανεισμού που θα κυκλοφορούσε και θα ανταλλασσόταν ελεύθερα σα νόμισμα, απ’ τη μια μεριά θα απάλλασσε τους δανειστές της Αθήνας απ’ το να την δανείζουν για να καλύπτει τα διαρκή καινούργια ελλείματά της, ενώ απ’ την άλλη θα επέτρεπε στην όποια κυβέρνηση να υποτιμήσει έναντι του ευρώ αυτό το geuro / iou, έτσι ώστε να κάνει ακριβότερα τα εισαγόμενα εξασφαλίζοντας απ’ την άλλη μια επαρκή ποσότητα χρήματος σε εσωτερική χρηματική κυκλοφορία (μέσω πληρωμής σ’ αυτό το νόμισμα μισθών και συντάξεων) ώστε να συντηρείται ένα ανεκτό επίπεδο κατανάλωσης. Κατά την ανάλυση, το geuro / iou θα εξασφάλιζε τα περισσότερα πλεονεκτήματα της χρήσης ενός “εθνικού νομίσματος” χωρίς τα μειονεκτήματα της εξόδου απ’ το ευρώ: το ευρώ θα παρέμενε το νόμισμα των διεθνών συναλλαγών του ελλαδιστάν.
Υπήρχε, ωστόσο, ένα τουλάχιστον κρίσιμο ζήτημα, τότε, στις αρχές του 2012, για την επιτυχία ενός τέτοιου νομισματικού δυισμού, που το εντόπιζε η μελέτη του Mayer: η κατάσταση (η χρεωκοπία) των ελληνικών τραπεζών. Δεδομένου πως αυτές αποτελούν έναν στρατηγικής σημασίας αρμό μεταξύ της “εσωτερικής” χρηματικής κυκλοφορίας και της διεθνούς (ευρωπαϊκής), η χρήση του geuro / iou, ενός νομίσματος χωρίς διεθνή αξία, δεν θα έλυνε τα προβλήματα των διεθνών δανείων και χρεών τους, ακόμα κι αν το geuro / iou έπερνε και την μορφή των καταθέσεων. Τι να τα κάνουν τα geuro / iou οι ελληνικές τράπεζες έναντι των διεθνών υποχρεώσεών τους; Γι’ αυτό και το Mayer πρότεινε (τότε) ότι θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή “bad bank”, που να φορτωθεί όλους τους σκελετούς των ελληνικών τραπεζικών ισολογισμών, ώστε στη συνέχεια να δουλέψουν στο διπλό περιβάλλον ευρώ - geuro “καθαρές”. Κατά τον Mayer αυτή η ευρωπαϊκή “bad bank” / νεκροταφείο θα μπορούσε να γίνει η αρχή της τραπεζικής ενοποίησης στην ευρώπη, κάτι που θεωρούσε έτσι κι αλλιώς απαραίτητο.

Από τότε ως τώρα έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι: η τραπεζική ενοποίηση, με την μορφή της κεντρικής επιτήρησης των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης, έχει ξεκινήσει και προχωράει. Και παρότι οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι καθόλου στα καλύτερά τους, η διαχείρηση των “προβλημάτων” τους κεντρικά (με την άμεση ή έμμεση χρέωση του ελληνικού κράτους) είναι σήμερα πολύ καλύτερα οργανωμένη απ’ ότι ήταν την άνοιξη του 2012. Συνεπώς φαίνεται ότι αυτός (τουλάχιστον) ο όρος για την κυκλοφορία ενός ελληνικού / εσωτερικού συμπληρωματικού νομίσματος έχει εκληρωθεί (ή είναι κοντά στο σημείο να εκπληρωθεί) και μάλιστα χωρίς να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή “bad bank”.
Εν τω μεταξύ έχουν δημοσιοποιηθεί περισσότερες μελέτες για τα πλεονεκτήματα της χρήσης συμπληρωματικών νομισμάτων. Έχουν μελετηθεί καλύτερα οι περιπτώσεις (όχι λίγες) της χρήσης διάφορων τέτοιων νομισμάτων, λογιστικών ή και ψηφιακών / εικονικών, σε τοπική κλίμακα σε διάφορες περιοχές της ευρώπης, και αλλού. Διάφοροι αξιοσέβαστοι οικονομολόγοι φαίνεται πως έχουν πεισθεί για την χρησιμότητά τους.
Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία αναφέρονται διάφορα παραδείγματα χρήσης συμπληρωματικών νομισμάτων, ακόμα και εντός ε.ε.· αλλά δεν υπάρχει ως τώρα περίπτωση χρήσης του σε εθνοκρατική κλίμακα. Έχει διαμορφωθεί ωστόσο μια ορισμένη θεωρητική προσέγγιση με πολιτικο-διοικητικές προεκτάσεις. Όροι όπως ομοσπονδιοποίηση του νομίσματος χρησιμοποιούνται για να υποδείξουν μια ευέλικτη νομισματική κατανομή μεταξύ περιοχών (της ε.ε.) που έχουν “άνιση ανάπτυξη”, μέσω της χρήσης παράλληλων (συμπληρωματικών) νομισμάτων κάτω απ’ τη γενική χρήση του ευρώ. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι με την ίδια λογική διαφοροποίησης / κατακερματισμού που δημιουργήθηκε η ιδέα των “ειδικών οικονομικών ζωνών” (με χαμηλότερη φορολόγηση των επιχείρησεων ή/και ακόμα φτηνότερη εργασία), πάντα για “αναπτυξιακούς λόγους”, μπορεί να υπάρξουν και “ειδικές νομισματικές ζώνες”, προσδιορισμένες όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και λειτουργικά.
Ύστερα, και η ε.ε. αρχίζει να βάζει σε εφαρμογή τον μηχανισμό “αύξησης της ποσότητας και της κυκλοφορίας του χρήματος”, τυπώνοντας ευρώ· αυτό που ονομάζεται “ποσοτική χαλάρωση”. Αυτά τα επιπλέον ευρώ θα μοιραστούν στην επικράτεια της ευρωζώνης με αυστηρούς όρους· και δεν είναι σίγουρο εάν το ελλαδιστάν θα έχει τις προϋποθέσεις να πάρει μερίδιο. Θα ήταν δυνατόν να ζητηθεί τότε το “δικαίωμα για ένα συμπληρωματικό νόμισμα” απ’ την Αθήνα; Δεν το ξέρουμε. Όπως δεν ξέρουμε τι είδους άλλες θεσμικές διευθετήσεις, σε επίπεδο ε.ε., θα ήταν απαραίτητες προκειμένου ένα κράτος / μέλος θα θεωρηθεί “ειδική περίπτωση” απ’ την άποψη της νομισματικής κυκλοφορίας, και να έχει ένα δεύτερο, συμπληρωματικό νόμισμα.
Ισχύει, όμως, πάντα, αυτό που αναφέρει κάπου ο αμερικανός κεϋνσιανός John K. Galbraith (ο τονισμός δικός μας):

... Το τελευταίο μεγάλο βήμα στη διαδικασία που θα προσέδιδε στο χρήμα την ξεχωριστή και διακριτή προσωπικότητά του ήταν το γεγονός ότι οι βασιλιάδες, οι πρίγκιπες και τα κοινοβούλια συνειδητοποίησαν ότι η δημιουργία χρήματος μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν υποκατάστατο για φόρους ή σαν εναλλακτική λύση αντί για το δανεισμό από αδικαιολόγητα δύστροπους ή απρόθυμους χρηματιστές. Υπήρχαν στοιχεία αυτής της ανακάλυψης, όταν το ρωμαϊκό νόμισμα υποτιμήθηκε για να δώσει τη δυνατότητα να γίνει ένας μεγαλύτερος όγκος πληρωμών από μια δεδομένη ποσότητα ευγενούς μετάλλου, και αυτό ως εναλλακτική λύση προς τους φόρους που επιβάλλονταν για να καλυφθούν οι ανάγκες των αυτοκρατόρων και της αυτοκρατορίας. Όμως, για τους σύγχρονους σκοπούς, η ανακάλυψη ήρθε με τη γενική χρήση των χαρτονομισμάτων (τραπεζογραμματίων)...

Ας φανταστούμε τώρα, σαν άσχετοι, πως θα μπορούσε να δουλέψει αυτό το κόλπο. Μια ελληνική κυβέρνηση εξασφαλίζει ύστερα από “σκληρές διαπραγματεύσεις” την ευρωπαϊκή άδεια να εκδόσει, σαν κράτος, ένα ορισμένο πόσο (ας πούμε όχι 100 δισ. αλλά 10 δισ.) σε geuro / iou. Εμφανισιακά το πράγμα μοιάζει με χαρτονομίσματα (παρακαλούμε: όχι κέρματα!), υπάρχει μια ισοτιμία 1 geuro προς 1 ευρώ, και το ελληνικό κράτος τα χρησιμοποιεί α) για να δώσει μια κάποια μικρή αύξηση τους χαμηλότερους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων, πληρώνοντας (ας πούμε) το 20% των μισθών σε geuro (και το υπόλοιπο 80% σε ευρώ· αλλά, συνολικά, πληρώνοντας λιγότερα ευρώ...), το 20% των συντάξεων επίσης σε geuro, το 20% των ποσών προς τους ντόπιους προμηθευτές το ίδιο, κ.ο.κ. Οι τραπεζικές καταθέσεις παραμένουν ανέγγικτες, και όποιος τραβάει λεφτά απ’ τον λογαριασμό του, παίρνει ευρώ.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το geuro / iou μπαίνει σε κυκλοφορία. Τι είναι αυτό το παράξενο χαρτί, και γιατί έχει αξία μεγαλύτερη από χαρτοπετσέτα; Επειδή το ελληνικό κράτος δεσμεύεται πως μετά από 5 χρόνια (απ’ την έκδοση αυτών των “κουπονιών” - έχουν ημερομηνία έκδοσης επάνω τους διάολε!) είναι πλήρως μετατρέψιμα σε κανονικά ευρώ, στην ονομαστική τους τιμή: 1 ευρώ για κάθε 1 geuro. Αυτή η δεύσμευση (και μόνον αυτή!) δίνει αξία στα geuros, τα οποία μπαίνουν σε καθημερινή χρήση: για αγορές κάθε είδους, για πληρωμές μισθών στον ιδιωτικό τομέα, για πληρωμές λογαριασμών (όχι, όμως, για αποπληρωμή δανείων προς τις τράπεζες, είπαμε ότι αυτές είναι “εκτός”), για πληρωμές εισφορών στα ταμεία, για πληρωμές χρεών προς την εφορία, κλπ.
Ως εδώ το πράγμα φαίνεται να λειτουργεί ικανοποιητικά. Μέσω της εκτύπωσης / διανομής geuro / iou αυξάνεται η η ποσότητα του χρήματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία σε μια περιοχή / χώρα (αυτό θα λεγόταν “εθνική ποσοτική χαλάρωση” χωρίς, όμως, την εθνική εκτύπωση ευρώ, που είναι αδύνατη)· και η αύξηση της διαθέσιμης ποσότητας χρήματος (υποτίθεται πως) αυξάνει τις συναλλαγές (το εμπόριο) και, άρα, ενισχύει αυτό που λέγεται “εθνική ανάπτυξη”. Δεδομένου ότι η “ένεση ρευστότητας” είναι μικρό μέρος, ας πούμε της τάξης του 3% ή 5% του κυκλοφορούντος χρήματος (το ευρώ παραμένει το κυρίαρχο νόμισμα ακόμα και σε κάθε ατομικό πορτοφόλι), το κράτος θα εξακολουθήσει να εισπράτει (απ’ την φορολογία) κυρίως (αν και όχι αποκλειστικά) ευρώ (ώστε να καλύπτει τις διεθνείς υποχρεώσεις του - δηλαδή τα χρέη του), ενώ οι τράπεζες, που θα δέχονται για καταθέσεις αποκλειστικά ευρώ, αφενός δεν θα έχουν πρόβλημα “εισροών - εκροών”, αφετέρου θα επιβάλλουν ότι το geuro / iou ΔΕΝ είναι “αποθεματικό νόμισμα”, και η αξία του έγκειται στην διαρκή κυκλοφορία του. Οι τουρίστες απ’ την άλλη, θα λαμβάνουν σαν “ρέστα” απ’ τις συναλλαγές τους στην ελλάδα αποκλειστικά (όσο είναι δυνατόν ανά μαγαζί) geuro / iou, ένα νόμισμα δηλαδή που θα έχει αξία μόνο εάν το χρησιμοποιήσουν εντός ελλάδας.

Υπάρχουν κι άλλες πλευρές του θέματος· μερικές τις ξέρουμε και τις παρακάμπτουμε, άλλες τις αγνοούμε. Εκείνο, όμως, που ξέρουμε είναι το “ένοχο, πικρό μυστικό” σε ότι αφορά την “αξία” οποιουδήποτε νομίσματος· ένα μυστικό που οι μελέτες για τα συμπληρωματικά νομίσματα προσπερνούν, επειδή βολεύει τους ερευνητές να το θεωρούν δεδομένο. Κι αυτό το “ένοχο, μικρό μυστικό” λέγεται εμπιστοσύνη.
Η αξία ενός νομίσματος, που στην πραγματικότητα είναι χαρτί και μελάνι ελάχιστου κόστους, είναι μια αόρατη σύμβαση, μεταξύ εκείνων που το “εκδίδουν” και εκείνων που το χρησιμοποιούν. Η σύμβαση αφορά την διαβεβαίωση πως το Χ “χαρτάκι” θα έχει την σημερινή ανταλλακτική αξία (ή, έστω, σχεδόν αυτήν) και την επόμενη βδομάδα, και τον επόμενο μήνα, και το επόμενο εξάμηνο. Αυτή η σύμβαση πουθενά δεν αναφέρεται ρητά, σε οποιοδήποτε νόμισμα. Εξυπονοείται όμως, απ’ την μεριά κάθε “απλού” χρήστη του νομίσματος, με βάση το όνομα, το κύρος, και άρα την αξιοπιστία του εκδότη του νομίσματος. Που είναι μια κεντρική τράπεζα, δίπλα σε κάποιο κράτος. Αυτή είναι η γενική ιδέα, που σημαίνει ότι εάν αύριο το Sarajevo αρχίσει να μοιράζει ροζ φωτοτυπίες που γράφουν επάνω “50 sara” ή “100 sara” κανείς, όση εκτίμηση κι αν έχει σ’ αυτές τις σελίδες, δεν θα χρησιμοποιήσει το “100saro” στο super market, απλά επειδή καταλαβαίνει ότι εκεί δεν υπάρχει η ίδια εκτίμηση. Και δεν θα το χρησιμοποιήσει πουθενά αλλού.
Αυτή είναι η βασική ιδέα της νομισματικής εμπιστοσύνης: η ύπαρξη ενός κεντρικού θεσμού / μηχανισμού που εγγυάται (κατ’ ουσίαν φαντασιακά, πλην όμως με πειθώ) ότι το Χ ή το Ψ νόμισμα είναι όντως “αξιόπιστο” στις συναλλαγές, και με μια σταθερή (ή σχετικά σταθερή) αξία μεσοπρόθεσμα. Υπάρχουν και εναλλακτικές μορφές εμπιστοσύνης: εάν δέκα ή εκατό άτομα συμφωνήσουν ότι μια γραμμή σ’ ένα χαρτί, που αντιπροσωπεύει μια ώρα δουλειάς, είναι ένα κοινά αποδεκτό μέγεθος / μέσο για τις μεταξύ τους συναλλαγές, μπορούν να δουλεύουν (μεταξύ τους) ο ένας για τον άλλο, ή να αγοράζουν και να πουλάνε οτιδήποτε (μεταξύ τους), αφού πρώτα συμφωνήσουν σε σταθερές τιμές, πληρώνοντας και πληρωνόμενοι σε γραμμές στο χαρτί / ώρες εργασίας.

alternative currency / complementary currency

Το σίγουρο είναι ότι κανένα μέσο ανταλλαγής δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σα νόμισμα εάν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη (για την διαρκή αξία του) μεταξύ αυτών που το χρησιμοποιούν. Και εδώ θα μπορούσε να δημιουργηθεί σοβαρό θέμα εάν, πράγματι, το geuro / iou έμπαινε σε χρήση. Ο ελληνικός πληθυσμός είναι εξαιρετικά επιρρεπής σε φοβίες, φήμες και συνωμοσιολογίες. Η εμφάνιση, λοιπόν, ενός συμπληρωματικού νομίσματος θα μπορούσε να θεωρηθεί εύκολα και από πολλούς σαν βήμα εξόδου απ’ το ευρώ. Στον κυβερνοχώρο θα ανακυκλώνονταν τέτοιου είδους φήμες / “εκτιμήσεις”, και διάφοροι (εντός ή εκτός συνόρων) θα ξιφουλκούσαν υπέρ του ότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται: έξοδο...
Υπό τέτοιες συνθήκες, η χρήση του geuro / iou δεν θα επέκτεινε τη γενική νομισματική κυκλοφορία, αλλά θα υποκαθιστούσε την χρήση του ευρώ. Με άλλα λόγια δεν θα αύξανε την κατανάλωση: το μεν geuro / iou θα χρησιμοποιούνταν όντως, αλλά θα άρχιζε ο ιδιωτικός αποθησαυρισμός σε ευρώ (σε στρώματα, γλάστες ή οπουδήποτε αλλού), εφόσον θα προεξοφλούνταν η τελική επιστροφή σε ένα αδύνατο εθνικό νόμισμα. Υπάρχει ένα motto επ’ αυτού, το οποίο στα οικονομολογικά εγχειρίδια εμφανίζεται σαν κανόνας: το κακό νόμισμα διώχνει το καλό. Με την έννοια πως το όποιο “καλό” παύει να κυκλοφοράει, και “αποθηκεύεται”, in case of emergency.

Όλα τα πιο πάνω δεν είναι παρά ασκήσεις σκέψεις. Μόνο ένα μικρό (;) στοιχείο θα μπορούσε να προσθέσει (σ’ αυτές τις σκέψεις μας) κάποιο βάρος: η επιλογή του κυρ Γιάνη (Βαρουφάκη) σαν υπ.οικ. Απ’ όσο έχουμε καταλάβει (απ’ την αγγλική αρθρογραφία του) δεν έχει τίποτα περισσότερο από άλλα στελέχη της Κουμουνδούρου· ο υπερτροφικός εγωϊσμός του και η ματαιοδοξία του, όπως και το γεγονός ότι ουσιαστικά είναι απολίτικος, συνιστούν μειονεκτήματα. Όμως απέκτησε (μέσω επαγγελματικής ενασχόλησης) μια ορισμένη εξοικείωση με τα εικονικά νομίσματα, που λειτουργούν παγκόσμια de facto σαν “συμπληρωματικά”. Αυτή η συγκεκριμένη εξειδίκευσή του θα μπορούσε να είναι το προσόν του. [2]
Ωστόσο και πάλι κάνουμε υποθέσεις...

ΣΗΜΕΙΩΣEIΣ

1 - Για όσες / όσες θέλουν να ψάξουν το θέμα στη γενικότητά του, η αγγλική ορολογία είναι alternative currency, ή, ακόμα καλύτερα για το θέμα, complementary currency.
[ επιστροφή ]

2 - Τον Μάρτη του 2012 ο κυρ Γιάνης έπιασε δουλειά σαν σύμβουλος στην εταιρεία video games και software Valve corporation. Σκοπός της ενασχόλησής του ήταν η μελέτη των οικονομικών διαδικασιών στο εικονικό περιβάλλον του κυβερνοχώρου και των video games. Εκείνο που τράβηξε τον κυρ Γιάνη, σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα, ήταν ότι σε αντίθεση με τον πραγματικό (καπιταλιστικό) κόσμο, όπου δεν μπορεί κανείς να κάνει (και μάλιστα αναδρομικά) μακροοικονομικά πειράματα αλλάζοντας κάποιες παραμέτρους ώστε να παρατηρήσει / μετρήσει τις διαφορές στην εξέλιξη ενός οικονομικού μοντέλου, στον ψηφιακό / εικονικό κόσμο (;) αυτό είναι δυνατόν. Όπως έγραψε στο blog του:

... Σε έντονη αντίθεση με την αδυναμία μας να κάνουμε αληθινά επιστομονικά τεστ στις “κανονικές” οικονομικές προδιαγραφές, η ψηφιακή οικονομία της Valve είναι ένα εξαιρετικό “τραπέζι” για σημαντικούς πειραματισμούς. Όχι μόνο έχουμε ένα πλήρες σετ πληροφοριών... αλλά, ακόμα πιο σημαντικό, μπορούμε να αλλάξουμε τους υποκείμενους νόμους, τις αξίες και τις προδιαγραφές της οικονομίας, και ύστερα να κάτσουμε και να παρατηρούμε το πως αντιδρά η κοινότητα, πως αλλάζουν οι σχετικές τιμές, πως δημιουργούνται καινούργια μοτίβα συμπεριφοράς. Πρόκειται για έναν αληθινό παράδεισο για έναν οικονομολόγο...

Συμπεραίνουμε ότι ο κυρ Γιάνης ανακάλυψε αργά, ίσως πολύ αργά, αυτά που ήξεραν εκατοντάδες “μηχανικοί οικονομικών” που μεγαλούργησαν και μεγαλουργούν με διάφορα ηλεκτρονικά προγράμματα στις σοβαρές χρηματιστηριακές εταιρείες του πλανήτη.
Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Σίγουρα ο κυρ Γιάνης είναι ο πρώτος έλληνας υπ.οικ. που έχει ασχοληθεί (και μαγευτεί) απ’ την “εικονική οικονομία”. Παρεπιπτόντως πρόκειται για ένα περιβάλλον όπου οποιαδήποτε “τριβή” (ας πούμε: ταξική) λύνεται με μια μικρή επέμβαση σε κάποιον αλγόριθμο. Και ταυτόχρονα, αν κρίνουμε από διάφορα άλλα πονήματά του (στα αγγλικά, απευθυνόμενα δηλαδή σε ένα διεθνές ακροατήριο), είναι πιθανότητα ένας απ’ τους πιο άσχετους πολιτικά σύγχρονους οικονομολόγους. Εννοούμε πως είτε αγνοεί είτε αποστρέφεται τα “πραγματικά σκατά” που συνιστούν τον ελληνικό καπιταλισμό.
Εν πάσει περιπτώσει η ικανότητα ή η ανικανότητά του θα κριθούν πρώτα και κύρια απ’ αυτούς που τον ψήφισαν. Γιατί, κι αυτό έχει την σημασία του, ο κυρ Γιάνης έγινε μηντιακή περσόνα στα μέρη μας μέσα στο κύμα της ανάδυσης των οικονομολόγων - σωτήρων το 2010 και το 2011. Οπότε, αφού βρέθηκε στο ψηφοδέλτιο του συ.ριζ.α., ήταν λογικό να μαζέψει τους καρπούς της απελπισίας και της ασχετοσύνης των θαυμαστών του. Άλλοι δεν τα πήγαν το ίδιο καλά, δεν πήγαν όμως και χαμένοι. Ο Καζάκης έφτιαξε κόμμα, δεν είχε σπουδαία πορεία (σίγουρα όχι ανάλογη των φιλοδοξιών του), αλλά δεν πρέπει να έχει περάσει άσχημα· μιλώντας γενικά... Ο άλλος εθνοσωτήρας, ο αγαπημένος μας Λαπαβίτσας, ο κήρυκας του “την Παρασκευή οι τράπεζες κλείνουν με ευρώ και την Δευτέρα ανοίγουν με δραχμή, σε ισοτιμία 1 προς 1, τόσο απλά!”, βρήκε αποκούμπι στην “αριστερή πλατφόρμα” του συ.ριζ.α. (ε, πού αλλού;), εκλέχτηκε πρώτος σε σταυρούς βουλευτής του συ.ριζ.α. στην Ημαθία, και μάνι μάνι πρόσθεσε στο income του τον γερό βουλευτικό μισθό, plus τα “τυχερά”.

Μέσα σ’ αυτό το κύμα ο κυρ Γιάνης δεν ήταν ούτε ο καλύτερος ούτε ο χειρότερος. Ήταν σίγουρα ο πιο ποζεράς. Το κατά πόσον θα κερδίσει τον σεβασμό των άλλων ευρωπαϊκών πολιτικών βιτρινών, ανάμεσα στις οποίες είναι και διάφορα ενεργά τσακάλια του πραγματικού καπιταλισμού θα φανεί. Αν, πάντως, πρόκειται η λύση - στα - προβλήματα να είναι virtual, θα ζυγίσουμε το πράγμα, μήπως είναι καλύτερο το τσιγάρο και το ρούμι... Αυτό το παλιό: πιες για να ξεχάσεις...
[ επιστροφή ]
κορυφή