sarajevo

σημειώσεις για τη μνήμη: ψηφιακός Magritte

Sarajevo 89 - 11/2014

Δεν ξεσηκώνομαι, δεν ψάχνω, δεν ξεσπάω / δεν προχωράω πίσω ή μπροστά / και όλα αυτά που θέλω να αγαπάω / δεν μ' ανατριχιάζουν πια.
Γύρω μου οι σκιές έχουν παγώσει / κι εγώ έχω μείνει με το χέρι απλωμένο / τι ήθελα να κάνω έχω ξεχάσει / θα περιμένω... θα περιμένω... θα περιμένω / ώσπου να θυμηθώ θα περιμένω.

Λιώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης / με νανουρίζει μια στριμμένη μελωδία / όσοι περνάν τη χώρα της απόγνωσης / παθαίνουν αμνησία.

Δεν απορώ, ούτε καταλαβαίνω / πως συνεχίζω να υπάρχω μ' όλα αυτά / θέλω να βγω από εδώ μέσα κι όμως μένω / σε μια ομίχλη που ναρκώνει την καρδιά.
Γύρω μου το τζάμι έχει σπάσει / κι εγώ έχω μείνει με το βλέμμα καρφωμένο / τι ήθελα να δω έχω ξεχάσει / θα περιμένω... θα περιμένω... θα περιμένω / ώσπου να θυμηθώ, θα περιμένω.

[Λιώνουν τα μάτια μου στο φως της cyberανάδρασης / με νανουρίζει μια στριμμένη μελωδία / όσοι περνάν τη χώρα της απόγνωσης / παθαίνουν αμνησία.] [1Τρύπες, αμνησία, στο πρώτο τους άλμπουμ “τρύπες”, το 1985.]

Τέτοια γράφτηκαν και τραγουδήθηκαν πριν σχεδόν 30 χρόνια. Εκτός απ’ την τελευταία επανάληψη / προσαγμογή του στίχου στους ώριμους ηλεκτρονικούς καιρούς. Όλα τα υπόλοιπα ισχύουν.
Πριν ακόμα περισσότερα χρόνια, πάνω από μισό αιώνα, κάποιος έγραψε μεταξύ άλλων:

... Το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας στο παρελθόν έχει εκείνος μόνο ο ιστορικός που είναι απόλυτα πεισμένος ότι ούτε ακόμη και οι νεκροί δεν θα ‘ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει. Και ο εχθρός αυτός δεν έχει πάψει να νικά. [2Walter Benjamin, θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, 1940.]

Ισχύει πάντα πως ούτε οι νεκροί δεν είναι ασφαλείς. Ακόμα περισσότερο αν είναι ξεχασμένοι απ’ τους ζωντανούς. Τους ζωντανούς, που έχουν ξεχάσει ακόμα και τι ήθελαν να πουν.

Ο (παρελθόν) χρόνος και η μνήμη (του) πρέπει να έγινε βάσανο για τους ανθρώπους κάποιου κύρους, τους ανθρώπους της εξουσίας σα να λέμε, από πολύ νωρίς στην ιστορία των πολιτισμών· όπως τουλάχιστον δείχνουν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα σχετικά με τις τεχνικές βελτίωσης της μνήμης. Γιατί; Ίσως επειδή αυτοί, άνθρωποι της δύναμης και της άσκησής της από μια ηλικία και μετά διαπίστωναν, όχι χωρίς τρόμο, ότι η ζωή και η ισχύς τους είναι μια ασήμαντη διάρκεια μέσα στον απέραντο χρόνο. Ίσως, ακόμα, επειδή άρχιζαν να ξεχνούν· φυσιολογικό εάν αναγνωρίσουμε την φθορά σα μέρος της ζωής. Αλλά το να αντιλαμβάνεσαι πως είσαι προσωρινός και το να ξεχνάς, μια επίγνωση και μια κατάσταση προχωρημένης ηλικίας, θα πρέπει να ήταν μια αφόρητη αλήθεια. Έτσι ώστε αυτοί οι σημαίνοντες άνθρωποι, οι άρχοντες κάθε είδους (βασιλιάδες, ευγενείς, αξιωματούχοι των αυλών) θα έκαναν τα πάντα για να γατζωθούν ταυτόχρονα στο μέλλον και στο παρελθόν. Να γατζωθούν στο μέλλον επιστρατεύοντας εργασία και πληρώνοντας ειδικούς για να φτιάξουν μνημεία με το δικό τους όνομα. Να γατζωθούν στο παρελθόν επιστρατεύοντας εργασία και πληρώνοντας ειδικούς για να τους θυμίζουν οτιδήποτε θα έπρεπε, θα ήθελαν (αλλά δεν μπορούσαν οι ίδιοι) να θυμηθούν.
Στον αντίποδα οι πληβείοι θα είχαν ασφαλώς τις προσωπικές, ατομικές τους μνήμες. Αλλά ακόμα περισσότερο εκείνες της κοινότητας. Η δύναμη των αδυνάτων ήταν (ειδικά στους πάμπολλους αιώνες όπου αυτοί κατείχαν ελάχιστα τεχνικά μέσα, τα απόλυτα αναγκαία για την επιβίωσή τους) η συλλογική μνήμη. Και οι δικές τους “μνημο-τεχνικές”, απαλλαγμένες απ’ το κυνήγι της ισχύος, ήταν (θα πρέπει να ήταν) τόσο απλές όσο τα τραγούδια, τα παραμύθια, οι εξιστορήσεις κατορθωμάτων, γεγονότων και χαρακτήρων· ακόμα ακόμα και οι τόποι, τα απ’ τους ίδιους κατασκευασμένα πράγματα της καθημερινής ζωής, τα εργαλεία, τα δώρα...
Μπορούμε να φανταστούμε, με μικρή υποθέτουμε αυθαιρεσία, ότι η μνήμη της εξουσίας (με την διπλή έννοια, την μνήμη των αρχόντων αλλά και την κατά τον δυνατόν διαρκή θύμησή τους απ’ τις επόμενες γενιές) συγκροτήθηκε από νωρίς σε μεγάλο βαθμό σαν ασώματη, μεσολαβημένη (από τεχνικές και ειδικούς επαγγελματίες), επιδεικτική και δεσπόζουσα· ενόσω η μνήμη των υποτελών ήταν πολύ περισσότερο ενσωματωμένη στις κοινωνικές τους σχέσεις, στα καθημερινά τους ήθη, στα σημάδια (ουλές, κτυπήματα, φθορές) πάνω στα κορμιά τους, σταθερή ή ασταθής όσο αυτές οι σχέσεις κι αυτά τα κορμιά. Αυτό ίσως εξηγεί το γιατί η μνήμη της εξουσίας ήταν υποχρεωμένη να ψάχνει και να εφευρίσκει τρόπους επέκτασης και στερέωσής της στο χώρο και στο χρόνο· εγγραφές, σημάδια, αποδείξεις του “κάποτε υπήρξε...” και του “είχε αρκετή δύναμη και πλούτο ώστε...”. Εξηγεί επίσης γιατί το μεγαλείο της εξουσίας (το μεγαλείο της συσσώρευσης πλούτου και δύναμης) έχει υπάρξει τόσο συνυφασμένο με μνημεία. Μνημεία αξιοθαύμαστα στον καιρό τους αλλά και μετά. Ακόμα και οι τάφοι των αρχόντων έπρεπε να θυμίζουν το “κάποτε υπήρξε...” και το “είχε αρκετή δυναμη και πλούτο ώστε...”: έστω και νεκρός ο ηγεμόνας, ο βασιλιάς, ο στρατηγός ή ο απλά πλούσιος, θα έπρεπε να στέκεται πάνω απ’ τον χρόνο των θνητών και να ηγεμονεύει στο παρελθόν τους. Θα έπρεπε να τον θυμούνται με τον κατηγορηματικό τρόπο της μόνιμης υπενθύμισης μέσα στο οπτικό τους πεδίο: ένα άγαλμα, μια επινίκεια αψίδα, ένας τύμβος... Αυτοί οι σπουδαίοι νεκροί θα μπορούσαν να κινδυνεύουν απ’ τους τυμβωρύχους, έκαναν ωστόσο ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους για να μην κινδυνεύουν απ’ τη λησμονιά. Ο Debord το περιέγραψε με τις λιγότερες κατά το δυνατόν λέξεις: οι σφετεριστές θέλουν να δείχνουν ότι είναι αιώνιοι. Ακόμα κι αν αυτήν την αιωνιότητα, θα προσθέταμε, δεν μπορούσαν και δεν μπορούν να την νιώσουν άμεσα οι ίδιοι, την απολαμβάνουν μεσολαβημένα, σημαδεύοντας τους χωροχρόνους της μνήμης των άλλων.

Συνεπώς, στις οργανωμένες ιεραρχικά κοινωνίες, υποθέτουμε ότι διαμορφώθηκε (άγνωστο από πόσο παλιά) μια ορισμένη πόλωση των μνημών. Μια πόλωση που δεν ήταν ωστόσο ανοικτή σύγκρουση: η μνήμη της εξουσίας και οι μνήμες των πληβείων είναι δύο κόσμοι χωριστά. Κι ήταν η πρώτη που θα αναζητήσει, θα αναπτύξει και θα μονοπωλήσει για πάμπολλλους αιώνες τις τεχνικές των εγ-γραφών. Ενόσω η δεύτερη θα μείνει “τεχνικά” στάσιμη, στα όρια και στις δυνατότητες των σωμάτων και των άλλοτε ακμαίων και άλλοτε παρακμιακών κοινωνικών σχέσεων· που ωστόσο μπορούσαν να κρατούν αθόρυβα τις συνέχειες και τις διακυμάνσεις τους από γενιά σε γενιά, από στόμα σ’ αυτί και από χέρι σε χέρι. [3] Συνεπώς, εάν υπάρχει μια ιστορία - της - μνήμης, αυτή είναι η εξιστόρηση της εξέλιξης (ή ανάποδα: της γενεαλογίας) των τεχνικών εγ-γραφών (πάνω στην πέτρα, στον πάπυρο, στο χαρτί, μέσα στις πόλεις ή στις εξοχές, στις διασταυρώσεις των μεγάλων δρόμων και στις εισόδους των λιμανιών, στα οικόσημα των παλατιών και στις επίμονα συντηρούμενες μακρόχρονες οικογενειακές γενεαλογίες) και όχι η εξιστόρηση της στασιμότητας, της αστάθειας, της ανεπισημότητας, της δυνατής αδυναμίας, του συναισθηματισμού και της μεταδοτικότητας της νοερής / σωματικής μνήμης.

Ονομάζουμε τη νοερή / σωματική μνήμη ζωντανή· ενώ την οποιαδήποτε καταγραφή νεκρή μνήμη. [4Αυτή η προσέγγιση παρουσιάστηκε στο festibal του game over 2014, την τρίτη ημέρα, σε εισήγηση με θέμα memory plugged in - η μνήμη σαν παραγωγή της λήθης. Η εισήγηση αυτή, μαζί μ’ εκείνες των προηγούμενων ημερών (γλώσσα και νέες μηχανές στις 17/10 και αλγόριθμος: η μηχανοποίηση της σκέψης στις 18/10) θα περιλαμβάνεται στην after-fest έκδοση του game over, αναμενόμενη ως το τέλος αυτής της χρονιάς.] Οι χαρακτηρισμοί “ζωντανή” και “νεκρή” δεν είναι αξιολογικοί, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς από πρώτο άκουσμα. Είναι σύστοιχοι με τους όρους ζωντανή εργασία (η ανθρώπινη δυνατότητα) και νεκρή εργασία (οι μηχανές), τους οποίους εισηγήθηκε κάποτε ο κυρ Κάρολος. Και δεν είναι αυθαίρετη η αναλογία που κάνουμε μεταξύ μνήμης και εργασίας. Η ζωντανή μνήμη είναι, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ενεργητική διαδικασία ή ικανότητα του ζωντανού. Είναι ενεργητική με διάφορες έννοιες. Πρώτον, επειδή συμμετέχει στην αλληλουχία της ενεργητικότητας των αισθήσεων, των πράξεων και των παθών. [5Απορρίπτουμε σαν αστεία την πολύ κοινή (και επιστημονικά τεκμηριωμένη...) άποψη ότι οι αισθήσεις, οι 5 επώνυμες και οποιεσδήποτε άλλες “ανώνυμες”, είναι παθητικές και ότι τα “αισθητηριακά όργανα” είναι παθητικοί δέκτες ερεθισμάτων. Ξέρουμε ότι οι αισθήσεις είναι ενεργητικότατες: βλέπει κανείς ή δεν βλέπει, ακούει ή δεν ακούει, αισθάνεται ή δεν αισθάνεται κατά το πως θέλει• εκτός, φυσικά, εάν έχει χάσει οργανικά τη δυνατότητα... Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη και, κυρίως, διαφορετική συζήτηση, που δεν της αξίζει να γίνει σα σημείωση στο τωρινό μας θέμα.] Δεύτερον επειδή (η ζωντανή μνήμη) εμφανίζεται συχνά “απροειδοποίητα” (αυτό σημαίνει ότι δεν είναι υποχρεωτικά “διατεταγμένη ανάκληση πληροφοριών”). Τρίτον, επειδή είναι εγγενώς ασταθής. Τέταρτον, επειδή είναι βουτηγμένη στα συναισθήματα.
Απ’ την άλλη μεριά η νεκρή μνήμη, οι εγ-γραφές και οι αποτυπώσεις, οποιουδήποτε είδους και μορφής, απ’ το μνημείο και τις χαρακιές σε βράχους ως τα ψηφιακά φλασάκια και τις μεγα-αποθήκες της google, θα μπορούσε να θεωρηθεί machina: μηχανή, εργαλείο· με μια διευρυμένη εννόηση της μηχανής / εργαλείου. Και, εν τέλει, η σχέση ανάμεσα στη ζωντανή μνήμη και στη νεκρή μνήμη είναι δυναμική: η νεκρή μνήμη από “μόνη της” δεν θυμάται τίποτα (ή, τουλάχιστον, αυτό ήταν ξεκάθαρο ως την τωρινή ψηφιακή εποχή)· πρέπει πάντα η ζωντανή μνήμη να την αξιοποιήσει, να την “αναστήσει”.

Όμως αυτή η διαλεκτική σχέση, αν μπορούμε να την πούμε έτσι, ανάμεσα στη ζωντανή μνήμη και τη νεκρή μνήμη είναι τουλάχιστον τριπλή.

Η μία διάσταση είναι, ας το θέσουμε έτσι, οντολογική. Η ζωντανή μνήμη αφορά αποκλειστικά τα ζωντανά (κι όχι μόνο του είδους μας), υπάρχει μόνο όσο, όπως και αν υπάρχουν αυτά· υπάρχει λοιπόν με όλες τις αβεβαιότητες και τις ασάφειες της ζωής και των σχέσεων ζωής. Αντίθετα η νεκρή μνήμη είναι εμπράγματη, είναι αντικειμενικοποιημένη, και υπάρχει (προς αξιοποίηση) όσο αντέχουν τα υλικά της.
Η δεύτερη διάσταση είναι ταξική. Άλλη η τακτοποίηση της μνήμης της (όποιας) εξουσίας και των αρχόντων της, άλλη η τακτοποίηση της μνήμης των (όποιων) υποτελών: δεν αναφερόμαστε μόνο στα “περιεχόμενα” αλλά και στις μορφές, τις σχέσεις. Μάλιστα, μέχρις εκείνη την ιστορική φάση της διαμόρφωσης της αστικής τάξης οπότε η μηχανική εγγραφή / τυπογραφία, δηλαδή η γραφή και η ανάγνωση, έγιναν κάπως (το “κάπως” αφορά πρώτα τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές προσπάθειες και δομές εκπαίδευσης των προλετάριων και αργότερα το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα) προσιτές στην υποτελή (εργατική) τάξη, η νεκρή μνήμη ήταν πολυτέλεια μόνο των αρχόντων. Αυτοί είχαν και ζωντανή και νεκρή μνήμη· οι υποτελείς μόνο ζωντανή, μόνο νοερή / σωματική.
Η τρίτη διάσταση αφορά, τέλος, την σχέση (την εκτίμηση, την αξιολόγηση, την επένδυση, την μυθοποίηση) του παρελθόντος χρόνου. Ήταν, και πάλι, ορισμένοι ριζοσπάστες διανοούμενοι της ανερχόμενης αστικής τάξης (Διαφωτισμός) που ανέτρεψαν την ως τότε γενική πεποίθηση ότι το παρελθόν (και άρα η μνήμη) έχει αυτονόητη αξία για το κάθε παρόν, υποστηρίζοντας ότι το “παλιό” είναι εμπόδιο, φρένο, για την ανακάλυψη του “καινούργιου”· και πως άρα η μνήμη, στραμμένη υποχρεωτικά πάντα προς τα πίσω, σαν τον Angelo Novus του Klee (όπως τον εννόησε ο W. Benjamin), είναι βαρίδι στην πρόοδο και στην εξέλιξη της ανθρωπότητας. Άσχετα απ’ την διάρκεια ισχύος αυτής της τολμηρής θέσης, [6Κάπως περισότερα επ’ αυτού στη μελλοντική έκδοση του game over.] υπό την αστική ιδεολογία η τριπλή αλληλουχία του χρόνου (παρελθόν - παρόν - μέλλον) έπαψε για πάντα να είναι “φυσική” και τέθηκε υπό τον έλεγχο της όποιας (κάθε φορά) ιδεολογικής σκοπιμότητας. Το ίδιο υποχρεωτικά συνέβη για την σκοπιμότητα της μνήμης. [7]

Η τριπλή, “τρισδιάστατη” διαλεκτική σχέση ζωντανής και νεκρής μνήμης δεν έχει υπάρξει, βέβαια, σταθερή στο χρόνο· σε ότι αφορά τα περιεχόμενά της, αλλά και τις μορφές της. Ειδικά η ταξική διαφοροποίηση σε ότι αφορά τόσο τη ζωντανή όσο και τη νεκρή μνήμη του προλεταριάτου απ’ την μια και της αστικής τάξης απ’ την άλλη, άρχισε να γίνεται ανοικτή σύγκρουση όσο η εργατική τάξη έπαυε να είναι μια τεράστια μάζα φοβισμένων φουκαράδων και άρχισε να γίνεται μια οργανωμένη κοινωνική τάξη με τους δικούς της, αυτόνομους προσανατολισμούς μέσα στην ιστορία. Κι ίσως επειδή η αυτοοργανωμένη εργατική τάξη ήδη απ’ τον 19ο αιώνα ήταν ικανή να συνεχίζει, από γενιά σε γενιά, όλο και πιο δυναμικά, τον απελευθερωτικό πόλεμό της παρά τις αιματηρές ήττες της, ίσως γι’ αυτό η δική της ζωντανή μνήμη (κυρίως, και σε δεύτερο χρόνο η νεκρή της μνήμη, οι δικές της μαχητικές εγ-γραφές) έγινε γρήγορα (στις αρχές του 20ου αιώνα) ένας γιγάντιος αντίπαλος. Για τους κυρίους του κόσμου.
Ο Walter Benjamin ήταν έξοχα ακριβής στη 12η θέση του για την φιλοσοφία της ιστορίας:

Υποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η ίδια η μαχόμενη, καταπιεσμένη τάξη. Στον Marx εμφανίζεται σαν η τελευταία υποδουλωμένη, σαν η εκδικήτρια τάξη, που ολοκληρώνει το έργο της απελευθέρωσης στο όνομα γενεών ηττημένων. Αυτή η συνείδηση, που είχε μια σύντομη αναβίωση στον “Σπάρτακο”, ήταν ανέκαθεν απορριπτέα από τους σοσιαλδημοκράτες. Κατόρθωσαν αυτοί μέσα σε τρεις δεκαετίες να εξαλείψουν σχεδόν το όνομα ενός Blanqui, που είχε συγκλονίσει με το μεταλλικό ήχο του τον περασμένο αιώνα. Κολάκευαν τον εαυτό τους αποδίδοντας στην εργατική τάξη τον ρόλου ενός λυτρωτή των μελλουσών γενεών, ακρωτηριάζοντας έτσι τα νεύρα της πιο πολύτιμης δύναμής της. Με τέτοια διδασκαλία η τάξη ξέχασε τόσο το μίσος όσο και το πνεύμα αυτοθυσίας. Γιατί τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών.

Η υπόδειξη ενός φωτεινού μέλλοντος και η μετατροπή του σε κύριο σημείο αναφοράς και “έμπνευσης”, είτε εκ μέρους της καπιταλιστικής διαλεκτικής είτε εκ μέρους των ιερέων της (εργατικής) απελευθέρωσης, ήταν και παραμένει επανάληψη (συχνά καριτούρα) της “‘στρατηγικής αισιοδοξίας” που είχε στο μακρινό παρελθόν η επαναστατική αστική τάξη, όταν οι διανοούμενοί της θεωρούσαν την μνήμη εμπόδιο και βαρίδι στην εξέλιξη. Αντί η τάξη μας να θυμάται πάσχοντας και μισώντας [8Τονίζουμε το “πάσχοντας και μισώντας”. Ενάντια στον χαζοχαρούμενο, βαρετό και γραφειοκρατικό ιστορικισμό που χαρακτηρίζει διάφορα απελευθερωτικά ιερατεία απ’ τα τέλη του 20ου αιώνα και μετά.] είναι καλύτερο (για τους σφετεριστές) να αυτοακρωτηριάζεται προσδοκώντας αφηρημένα “ένα καλύτερο μέλλον - για τα παιδιά της”.

Μπορούμε, υπό το φως αυτής της τριπλής διαλεκτικής, να αντιληφθούμε σε ποιό σημείο “στέκεται” η μαζική ψηφιοποίηση της μνήμης. Παρά την ευκολία διαχείρισης της ψηφιακής μνήμης σε όλες τις (συγγενικές μεταξύ τους) μορφές, το interface μεταξύ ζωντανής και νεκρής μνήμης σα να λέμε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μνήμη του υπολογιστή είναι μηχανική. Και ότι, επιπλέον, η διαρκής και χωρίς όρια διόγκωσή της, συνιστά ένα ιστορικό δεδομένο της επίθεσης των σύγχρονων μηχανών (των πραγματικών ιδιοκτητών τους είναι το σωστό) εναντίον του οτιδήποτε έχει απομείνει σαν ζωντανό: η ζωντανή μνήμη, στο υπό διαμόρφωση βιο-πληροφορικό καπιταλιστικό παράδειγμα, γίνεται όλο και περισσότερο απλή χειρίστρια της νεκρής μνήμης. Ακόμα και (ή κυρίως) η “προσωπική” ζωντανή μνήμη γίνεται χειρίστρια της “προσωπικής” νεκρής μνήμης. Σα να λέμε: προοδευτικά, το μόνο που πρέπει να θυμάται κανείς είναι οι εντολές αποθήκευσης ή/και ανάκλησης των μνημονικών εγγραφών του στη μηχανή.
Από την άποψη της (άλλοτε;) ταξικής αντίθεσης, η ψηφιοποίηση συνθέτει ιδανικά δύο διαφορετικές γραμμές εξέλιξης. Απ’ την μια μεριά την ιδιωτικοποίηση της μνήμης, την διακράτιση των ατομικών “στιγμιοτύπων” μέσω των πανεύκολων ψηφιακών εγγραφών. Και απ’ την άλλη την επανα-κεφαλαιοποίηση αυτών των τρισεκατομμυρίων “ατομικών μνημών” μέσα στις τεράστιας χωρητικότητας “αποθήκες” των εταιρειών παροχής δικτυακών υπηρεσιών. Εταιρείες του είδους της google αποκτούν για πρώτη φορά ένα είδος καθολικής κυριότητας πάνω όχι μόνο στην (ψηφιακή) νεκρή μνήμη της εξουσίας, αλλά πάνω σε κάθε νεκρή μνήμη μεσολαβημένη από bytes.
Από την άποψη, τέλος, της σημασιοδότησης του χρόνου, θα υποστηρίξουμε ότι η μαζική, διαρκής, σχεδόν μανιακή ψηφιοποίηση της μνήμης, φέρνει την δυστοπική ιδέα του Orwell (την τρύπα μνήμης - memory hole) σε ένα “ανώτερο επίπεδο”: σε τρύπες ιστορίας. Εδώ οι “τρύπες” δεν είναι “κομμάτια που λείπουν” (που δια-γράφηκαν ή μετα-γράφηκαν) αλλά διάρκειες που διαστέλλονται και συστέλλονται διαρκώς απ’ την άποψη της ατομικής (ή και της συλλογικής) νοηματοδότησής τους: το οποιοδήποτε παρελθόν μπορεί να είναι “σχεδόν τώρα” (για όσο χρειάζεται) αλλά και το οποιοδήποτε μέλλον μπορεί επίσης να είναι “σχεδόν τώρα”. Κι ύστερα να ξορκιστούν, κι ύστερα να ξανα-ανακληθούν, κ.ο.κ. Το “τώρα” δεν φαίνεται αλλά γίνεται απεριόριστης διάρκειας, τρώγοντας, χωνεύοντας και αφοδεύοντας κατά βούληση “παρελθόν” και “μέλλον”. Αντίστροφα, τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον δεν είναι (και δεν μπορεί να είναι) τίποτα περισσότερο από γαρνιρίσματα στο μάλλον άνοστο μενού του διαρκούς παρόντος.

Ο τελικός ισχυρισμός του memory plugged in... ήταν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο παράγεται (δυναμικά και μαζικά) η λήθη. Αυτή η λήθη δεν πρέπει να ταυτίζεται με την “αμνησία”, με την δυσκολία δηλαδή ή και την αδυναμία να θυμηθούμε με τον “παλιό”, ζωντανό, νοερό / σωματικό τρόπο. Όχι. Αυτή η λήθη είναι, με τον τρόπο της, δυναμική. Είναι η επιδίωξη της όχι-ζωντανής μνήμης. Η θέληση της νεκρής μνήμης, σαν προσομοίωση μιας ορισμένης μικροφυσικής της εξουσίας. Μοιάζει σαν “απελευθέρωση” απ’ το βάρος (τα απρόοπτα και τα δυσάρεστα) της ζωντανής μνήμης. Μοιάζει σαν παραίτηση (και) απ’ αυτήν. Όπως συμβαίνει με διάφορα cyber-κάτι, έτσι και η μετάθεση του κόπου (και της χαράς) της ζωντανής μνήμης στις σύγχρονες μηχανές είναι επίμονα και μελετημένα εμπρόθετη· αν και καθόλου “εν γνώσει των συνεπειών”.
Αν αυτό δεν αλλάξει το γρηγορότερο, τότε η γνωστή (;) παλιά κουβέντα του λογοτέχνη Μίλαν Κούντερα περί εξουσίας, μνήμης και λήθης, θα ακούγεται το ίδιο αλλόκοτη όσο και οι απόψεις του Walter Benjamin.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Τρύπες, αμνησία, στο πρώτο τους άλμπουμ “τρύπες”, το 1985.
[ επιστροφή ]

2 - Walter Benjamin, θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, 1940.
[ επιστροφή ]

3 - Στον Πλατωνικό διάλογο Φαίδρος βρίσκει κανείς μια ορισμένη αντανάκλαση αυτής της αντίθεσης. Λένε πως ο Σωκράτης δεν έγραφε, από άποψη, μιας και ήταν οπαδός της προφορικότητας και της μνήμης που ασκείται αμιγώς νοερά. Τα σχετικά με τον Σωκράτη τα κατα-γράφει ο Πλάτωνας. Στον Πλατωνικό Φαίδρο λοιπόν ο Σωκράτης φέρεται να λέει στο νεαρό συνομιλητή του:

...
Λοιπόν άκουσα πως κάπου στη Ναύκρατι της Αιγύπτου υπάρχει ένας από τους αρχαίους τοπικούς θεούς, εκείνος του οποίου το ιερό πουλί το ονομάζουν ίβι. Το όνομα του ίδιου του θεού είναι Θεύθ. Αυτός είναι που βρήκε πρώτος τους αριθμούς και το μαθηματικό λογισμό και τη γεωμετρία και την αστρονομία, και ακόμα τα παιχνίδια με τους πεσσούς και τους κύβους, και τέλος τους χαρακτήρες των γραμμάτων. Και εκείνη την εποχή βασιλιάς όλης της Αιγύπτου ήταν ο Θαμούς, που έμενε στη μεγάλη πόλη της επάνω περιοχής, την οποία οι Έλληνες ονομάζουν Αιγυπτιακές Θήβες· και το θεό της τον ονομάζουν Άμμωνα.
Ήρθε σε αυτόν ο Θεύθ και του έδειξε τις τέχνες του, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να διαδοθούν και στους άλλους Αιγυπτίους. Και ο Θαμούς ρώτησε ποια είναι η χρησιμότητα της καθεμίας· και ενόσω ο Θεύθ τις εξηγούσε μία προς μία, ο βασιλιάς επαινούσε ό,τι έκρινε πως λεγόταν καλά και κατέκρινε ό,τι έκρινε πως δεν ήταν καλό. Λέγεται πως ο Θαμούς είπε στον Θεύθ πολλά υπέρ και εναντίον κάθε τέχνης, πράγματα, που αν τα εξετάσουμε αναλυτικά, θα μακρηγορούσαμε.
Πάντως, όταν έφθασαν στα γράμματα, ο Θεύθ είπε: “Βασιλιά μου, η γνώση αυτών των πραγμάτων θα κάνει τους Αιγυπτίους πιο σοφούς και δυνατότερους στη μνήμη, γιατί βρέθηκε το φάρμακο της σοφίας και την μνήμης”. Όμως ο Θαμούς απάντησε: “Θεύθ, που κατέχεις τόσες τέχνες, να ξέρεις πως άλλος έχει την ικανότητα να δημιουργεί τις τέχνες, και άλλος εκείνη που θα του επιτρέπει να κρίνει πόσο πρόκειται να ωφελήσουν και πόσο να βλάψουν όποιους πρόκειται να τις χρησιμοποιήσουν. Και τώρα εσύ, ως πατέρας της τέχνης των γραμμάτων, από ευμενή διάθεση προς το έργο σου, απέδωσες τα αντίθετα από αυτά που μπορεί πραγματικά τούτη η τέχνη. Γιατί τα γράμματα θα προκαλέσουν λήθη στις ψυχές όσων θα τα μάθουν, εφόσον οι ίδιοι δε θα φροντίζουν για την άσκηση της μνήμης τους, μιας και, αποκτώντας εμπιστοσύνη στη γραφή, θα φέρνουν τα πράγματα στη μνήμη τους όχι από μόνοι τους, από μέσα τους, αλλά από έξω, διαμέσου ξένων σημείων· δε βρήκες, λοιπόν, το φάρμακο της μνήμης, αλλά της υπενθύμισης. Και έτσι παρέχεις στους μαθητές σου μια φαινομενική σοφία, όχι την αλήθεια. Γιατί, με την τέχνη που προσφέρεις, θα ακούσουν πολλά χωρίς να τα διδαχθούν και, συνακόλουθα, θα πιστέψουν ότι ξέρουν πολλά, ενώ στην πραγματικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις στερούνται της γνώσης, και θα είναι βαρετοί όταν τους συναναστρέφεται κανείς, αφού, αντί σοφοί, θα έχουν γίνει δοκησίσοφοι”.

Με τα δεδομένα εκείνης της εποχής ο Θαμούς (ή ο Σωκράτης εάν αυτή τη διήγηση την έπλασε ο ίδιος...) ήταν ...τεχνοφοβικός! Κι αν τέτοιες ήταν οι ιδέες του αιγύπτιου βασιλιά, ας πούμε “παραξενιές”. Όσο για τον Σωκράτη; Τι θα περίμενε κανείς από κάποιον που, όπως λένε, ήπιε το δηλητήριο ενώ μπορούσε, πολύ απλά, να δραπετεύσει... Ε;
[ επιστροφή ]

4 - Αυτή η προσέγγιση παρουσιάστηκε στο festival του game over 2014, την τρίτη ημέρα, σε εισήγηση με θέμα memory plugged in - η μνήμη σαν παραγωγή της λήθης. Η εισήγηση αυτή, μαζί μ’ εκείνες των προηγούμενων ημερών (γλώσσα και νέες μηχανές στις 17/10 και αλγόριθμος: η μηχανοποίηση της σκέψης στις 18/10) θα περιλαμβάνεται στην after-fest έκδοση του game over, αναμενόμενη ως το τέλος αυτής της χρονιάς.
[ επιστροφή ]

5 - Απορρίπτουμε σαν αστεία την πολύ κοινή (και επιστημονικά τεκμηριωμένη...) άποψη ότι οι αισθήσεις, οι 5 επώνυμες και οποιεσδήποτε άλλες “ανώνυμες”, είναι παθητικές και ότι τα “αισθητηριακά όργανα” είναι παθητικοί δέκτες ερεθισμάτων. Ξέρουμε ότι οι αισθήσεις είναι ενεργητικότατες: βλέπει κανείς ή δεν βλέπει, ακούει ή δεν ακούει, αισθάνεται ή δεν αισθάνεται κατά το πως θέλει· εκτός, φυσικά, εάν έχει χάσει οργανικά τη δυνατότητα... Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη και, κυρίως, διαφορετική συζήτηση, που δεν της αξίζει να γίνει σα σημείωση στο τωρινό μας θέμα.
[ επιστροφή ]

6 - Κάπως περισότερα επ’ αυτού στη μελλοντική έκδοση του game over.
[ επιστροφή ]

7 - Υπάρχουν πολλές αποδείξεις για την άσκηση του “ελέγχου σκοπιμότητας” της συλλογικής μνήμης των υποτελών ήδη απ’ τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα - παραπέμπουμε ξανά στην εισήγηση memory plugged in... Εδώ θα σταθούμε σε ένα σύμπτωμα του βιο-πληροφοριακού καπιταλιστικού κόσμου, και των σχέσεων που ευνοεί: τις προσωπικές οδυνηρές αναθυμίσεις.
Η νοερή / σωματική μνήμη μοιάζει συχνά με την καρδιά: εργάζεται αδέσποτη, χωρίς να υποκύπτει σε εντολές του “συνειδητού” εαυτού μας. Συνεπώς συμβαίνει να θυμόμαστε, και μάλιστα απροειδοποίητα, καταστάσεις στενάχωρες, οδυνηρές. Η σχέση με τον πόνο, ατομική και συλλογική, συνιστά από μόνη της ένα τεράστιο (και ευτυχώς “άγραφο”) κεφάλαιο των σχέσεων, των επιγνώσεων, των χαρακτήρων και των συμπεριφορών μας. Και αυτό το κεφάλαιο περιλαμβάνει, προφανώς, και τις οδυνηρές αναμνήσεις.
Το ποια είναι η ποικιλία των σχέσεων με τέτοιες μνήμες δεν θα το πούμε εδώ· δεν το ξέρουμε άλλωστε σε κάθε του σημείο. Όμως στο σύγχρονο κόσμο κάθε πόνος, του κορμιού ή/και των συναισθημάτων, θεωρείται “άχρηστος” και άρα απορριπτέος de facto. Άχρηστος και ανυπόφορος, ακόμα κι αν δεν είναι τόσο οξύς όσο περιγράφεται. Ο πόνος δεν είναι κάτι που πρέπει να μαθαίνουμε να αντέχουμε όσο το δυνατόν περισσότερο και καλύτερα. Συνεπώς, μαζί με κάθε άλλο αναλγητικό, βελτιώνονται γρήγορα και τα αναλγητικά έναντι των οδυνηρών αναθυμίσεων.
Φυσικά το “πίνω για να ξεχάσω” είναι παλιό - όσο και μάταιο! Αλλά τώρα τη δουλειά την έχουν αναλάβει διάφοροι τεχνικοί κλάδοι των βιοτεχνολογιών και των νευροεπιστημών. Που υπόσχονται ότι σύντομα θα μπορούν να “διαγράψουν” οριστικά και αμετάκλητα απ’ τη νοερή / σωματική μνήμη κάθε τι που πονάει. Κατά παραγγελία, όχι αυθαίρετα και με το ζόρι... Και υπάρχει ήδη πελατεία, που μόνο να αυξηθεί αναμένεται...
[ επιστροφή ]

8 - Τονίζουμε το “πάσχοντας και μισώντας”. Ενάντια στον χαζοχαρούμενο, βαρετό και γραφειοκρατικό ιστορικισμό που χαρακτηρίζει διάφορα απελευθερωτικά ιερατεία απ’ τα τέλη του 20ου αιώνα και μετά.
[ επιστροφή ]
κορυφή