sarajevo

psyche killers
[3] μικρά κάτεργα

Διαβάστε επίσης:
[1] εισαγωγή στις κλειδωμένες πόρτες
[2] η αποασυλοποίηση που δεν έγινε
[4] οι δολοφόνοι είναι πολλοί

Ειρήνη: Έκανα εξάμηνη πρακτική, σαν κοινωνική λειτουργός, απ’ τα τει Αθήνας, από τον Οκτώβρη του 2009 ως τον Μάρτη του 2010. Δουλεύαμε τζάμπα, όπως συνηθίζεται, και μόνο στο τέλος του εξαμήνου παίρναμε ένα μικρό “βοήθημα” απ’ τον οαεδ. Περίπου 700 ευρώ.
Δούλευα σε έναν ξενώνα, που ήταν δομή αποσυλοποίησης του Θεραπευτηρίου Χρονίων Παθήσεων Παίδων Αθηνών. Το ίδρυμα λεγόταν έτσι πριν από πολλά χρόνια, και για πολλά χρόνια, όταν αυτοί που έμπαιναν στο ίδρυμα ήταν παιδιά. Δεν έμπαιναν παιδιά με ψυχικές παθήσεις· έμπαιναν παιδιά, συνήθως, με σύνθετες αναπηρίες. Για παράδειγμα, μια σπαστικότητα στην κίνηση που συνοδευόταν από βαριά νοητική υστέρηση. Ή κώφωση, και κατ’ επέκταση απουσία λόγου, αλαλία, που δεν μπορούσε να την διαχειριστεί το περιβάλλον του παιδιού τότε, όπου το “τότε” μπορεί να ήταν η δεκαετία του ‘60. Ή του ‘70. Ήταν, λοιπόν, παιδιά των οποίων τα σοβαρά προβλήματα δεν μπορούν να τα διαχειριστούν οι οικογένειές τους, και τα έστελναν στο Θεραπευτήριο.

Sarajevo: Ίδρυμα εγκλεισμού δηλαδή.
Ειρ.: Ναι. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι, μετά απ’ τα πολλά χρόνια εγκλεισμού, εμφάνιζαν τις λεγόμενες “σύνοδες ψυχικές παθήσεις”. Αυτοί οι άνθρωποι, στο ίδρυμα, έμειναν επί πολύ καιρό δεμένοι στα κρεβάτια τους, οπότε όλα αυτά, ο εγκλεισμός, το δέσιμο και τα υπόλοιπα, γεννούσαν αυτές τις ψυχικές παθήσεις, για τις οποίες έπαιρναν πάρα πολλά φάρμακα. Μιλάω γι’ αυτούς που είχαν φύγει απ’ το ίδρυμα και έμεναν στον ξενώνα.
Η δικιά μου άποψη απ’ αυτή την εμπειρία ήταν ότι αν αυτά τα παιδιά δεν είχαν μπει καθόλου στο ίδρυμα θα μπορούσαν να είναι αρκετά λειτουργικά, μέσα στην κοινωνία, και χωρίς να παίρνουν φάρμακα. Εννοώ ψυχοφάρμακα. Μπορεί να έπαιρναν φάρμακα για άλλες παθήσεις που είχαν, αλλά όχι ψυχοφάρμακα.

S.:  Αυτό λεγόταν “ξενώνας”, αλλά πως δούλευε;
Ειρ.: Κοίτα. Κανονικά το Θεραπευτήριο, σαν ίδρυμα / άσυλο προς κατάργηση, έπρεπε να έχει φτιάξει ήδη οικοτροφεία, ξενώνες και αυτόνομα διαμερίσματα. Αυτές ήταν οι τρεις διαβαθμίσεις της αποασυλοποίησης, της εξωϊδρυματικής φροντίδας.
Τι είχε γίνει λοιπόν; Πριν πάω να κάνω εκεί την πρακτική, και επί 10 χρόνια, είχαν δημιουργηθεί κάποιες τέτοιες δομές. Υπήρχαν τρία οικοτροφεία, δύο ξενώνες και τρία αυτόνομα διαμερίσματα. Απ’ το 1999. Αυτά τα έμαθα δουλεύοντας εκεί, σαν ιστορία. Γιατί το φθινόπωρο που πήγα εγώ είχαν κλείσει όλα αυτά. Οπότε όλα τα περιστατικά που “βόλευε” να κρατηθούν εκτός ασύλου τα είχαν συγκεντρώσει σ’ αυτόν τον ένα και μοναδικό ξενώνα. Που σημαίνει ότι εκεί ήρθαν άνθρωποι που πριν είχαν ζήσει σε αυτόνομο διαμέρισμα, πριν κλείσει, και ήταν σε καλύτερη κατάσταση από άλλους, ήταν αναγκασμένοι να ζουν στον ξενώνα. Υπήρχαν επίσης ανθρωποι που είχαν ζήσει σε οικοτροφείο, και ήταν σε χειρότερη κατάσταση.
Οπότε στην πραγματικότητα ήταν έγκλειστοι, αλλά χωρίς αυτό να χρειάζεται. Κάποιοι, για παράδειγμα, ήταν αρκετά λειτουργικοί ώστε να μπορούν να βγαίνουν έξω μόνοι τους, στη γειτονιά. Αλλά αυτό δεν συνέβαινε.
Αυτό ήταν πρόβλημα. Υπήρχαν άτομα που είχαν ζήσει χρόνια σε αυτόνομα διαμερίσματα, κλείσανε, και γύρισαν πίσω στο ίδρυμα. Υπήρχαν άνθρωποι που ήταν στα οικοτροφεία, κλείσανε, γύρισαν πίσω στο ίδρυμα. Στην ερώτηση “γιατί έκλεισαν” αυτές οι δομές οι απαντήσεις ήταν πάντα οικονομικού είδους. Ή “δεν είχαμε λεφτά να τα συντηρήσουμε”, ή “δεν υπήρχε το κατάλληλο προσωπικό”, δηλαδή δεν γίνονταν οι κατάλληλες προσλήψεις.
Όταν πήγαμε εμείς, σαν σπουδάστριες να κάνουμε την πρακτική, αυτός ο συγκεκριμένος ξενώνας ήταν ακόμα ανοικτός μόνο και μόνο επειδή το κτίριο ήταν δωρεά. Οπότε δεν πλήρωναν νοίκι. Στον παρακάτω δρόμο υπήρχε ένα διαμέρισμα, το οποίο το συντηρούσαν, πλήρωναν το νοίκι, πλήρωναν και μαστόρους για να το φτιάχνουν όπου χρειαζόταν, έτυχε να πάω εκεί και είχε ένα συνεργείο, το οποίο διαμέρισμα όσο ήμουν εγώ εκεί, εκείνους τους 6 μήνες, κι από όσο έμαθα και μετά, αφότου έφυγα, δεν κατοικήθηκε ποτέ. Εννοώ ότι δεν χρησιμοποιήθηκε σαν αυτόνομο διαμέρισμα αποασυλοποίησης, δεν ξέρω αν το χρησιμοποιούσαν για τίποτα άλλο... Το σίγουρο είναι ότι υπήρχαν χρήματα που τα σπαταλούσαν εκεί, σ’ αυτό το διαμέρισμα, αυτό το ήξερα, αλλά δεν έγινε αυτό που έπρεπε να γίνει. Και ήταν μεγάλο, οροφοδιαμέρισμα, πολύ καλό.
Δυόμισυ χρόνια αφού είχα φύγει, αυτός ο ξενώνας έκλεισε. Αλλά το ότι πάει για κλείσιμο φαινόταν από τότε που δούλευα εκεί. Γιατί είχαν αρχίσει να γίνονται διάφορες περικοπές, κατ’ αρχήν στο προσωπικό. Βγήκε στη σύνταξη ο μάγειρας, δεν πήραν άλλον. Έπεσε το βάρος του μαγειρέματος στις νοσηλεύτριες. Οι νοσηλεύτριες ήταν ήδη λίγες. Κάποιες ήταν μόνιμες, και κάποιες είχαν σύμβαση. Και σε διάφορους ψιθύρους μεταξύ των εργαζομένων λεγόταν αυτό: “θα κλείσει”. Και “θα πρέπει να πάμε πίσω στο θεραπευτήριο”, οι μόνιμοι εργαζόμενοι τουλάχιστον. Ο ξενώνας ήταν στην Καλιθέα, και το θεραπευτήριο / ίδρυμα ήταν στο Σκαραμαγκά.
Ήταν τόσο λίγο το προσωπικό ώστε στη βραδινή βάρδια ήταν μόνο μία νοσηλεύτρια. Για εννιά άτομα. Που σημαίνει ότι η βραδινή βάρδια, που είναι δύσκολη, γιατί ο άλλος μπορεί να φωνάζει, να φοβάται, ή κοιμάται με άτομα που μπορεί να τσακωθεί, όλα αυτά λοιπόν έπρεπε να τα κουμαντάρει μια νοσοκόμα όλη κι όλη.
Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε η σωστή παρακολούθηση από ψυχιάτρους, και τα φάρμακα δεν άλλαζαν όπως θα έπρεπε. Έμεναν πολύ καιρό σε ένα φάρμακο, και μπορεί να το συνήθιζαν, και ύστερα τα ξεσπάσματα ήταν χειρότερα.
Οπότε οι νοσηλεύτριες που έκαναν αυτή τη βάρδια, μόνες τους, πάθαιναν διάφορα με τον καιρό. Φαντάσου ότι μια νοσηλεύτρια μπορεί να δούλευε μια βδομάδα σερί νύχτα, κι ύστερα από λίγο καιρό πάλι το ίδιο, και να είναι μόνη της πάντα.

Sarajevo 88 - 10/2014

S.: Εσείς, σαν φοιτήριες τι κάνατε;
Ειρ.: Ο δικός μας ο ρόλος ήταν εντελώς επικουρικός. Είμαστε κάμποσες κοπέλλες, βασικά το πρωί. Και μια φορά την βδομάδα το απόγευμα. Κι αυτό που ήταν το καθεστώς ήταν ότι αν ήθελες να κάνεις πρακτική, έκανες. Αν ήθελες να κάθεσαι τρεις ώρες στο γραφείο και να μην ασχολείσαι με τίποτα και με κανέναν, πάλι μπορούσες να το κάνεις.
Κάναμε διάφορες απλές δραστηριότητες με τους νοσηλευόμενους, αλλά τα περισσότερα άτομα ήταν σε τέτοια κατάσταση που εάν έκαναν μια βδομάδα να σε δουν μετά δεν σε θυμούνταν. Οπότε, για παράδειγμα, τους συνοδεύαμε να πάμε έξω για καφέ - μόνο έτσι έβγαιναν, με συνοδεία, ακόμα κι αν κάποιοι μπορούσαν να το κάνουν και μόνοι τους. Η κοινωνική λειτουργός που ήταν μόνιμη εκεί ήταν πολύ ευσυνείδηση, και ήταν δίκαιη σ’ αυτό: έπρεπε να βγαίνουν όλοι μια βόλτα. Ακόμα και οι πιο βαριές περιπτώσεις.
Υπήρχαν κάποια συγκεκριμένα μαγαζιά, τσεκαρισμένα, και φιλικά. Και κάπως έτσι γινόταν η βόλτα. Υπήρχαν και κάποιες κυρίες, που έρχονταν το απόγευμα, από τον ερυθρό σταυρό, που δεν ήταν επαγγελματίες, ήταν εθελόντριες, και είχαν το στυλ το παρηγορητικό. Αλλά κι αυτές, με την άδεια της κοινωνικής λειτουργού, μπορούσαν να συνοδεύσουν κάποιους σε εξόδους.

S.: Τι ηλικίας ήταν αυτοί οι άνθρωποι;
Ειρ.: Από 28 μέχρι σχεδόν 60. Η χωρητικότητα του ξενώνα ήταν για 10 άτομα, αλλά ένας είχε κτυπήσει πάρα πολύ άσχημα, μέσα στον ξενώνα, είχε σπάσει τη λεκάνη του, οπότε είχε πάει στους γονείς του για να αναρρώσει. Οι γονείς του, μετά από κάποιον καιρό, τον έστειλαν πίσω στο ιδρύμα, οπότε αυτός που είχε ζήσει καλύτερα στον ξενώνα και βρέθηκε πάλι στο ίδρυμα “έπεσε” πολύ, και ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Και έμαθα αργότερα ότι πέθανε.
Οπότε οι νοσηλευόμενοι ήταν 9. Που είχε ο καθένας κάτι διαφορετικό, με μεγάλο εύρος παθήσεων. Σε εισαγωγικά “παθήσεων” πρέπει να πω, γιατί είχα την εντύπωση ότι αυτό που πραγματικά είχαν “πάθει” ήταν η πολύχρονη κλεισούρα στο ίδρυμα / θεραπευτήριο. Έβλεπα ότι αυτά που είχαν περάσει εκεί, στο θεραπευτήριο, αναπαράγονταν φορές φορές πολύ έντονα. Ήταν 10 χρόνια στον ξενώνα, και δεν ξεχνούσαν διάφορα που τους είχαν συμβεί πριν στο ίδρυμα / άσυλο. Κι αυτές οι αναμνήσεις, αν μπορώ να τις πω έτσι, τους έβγαιναν με διάφορους τρόπους. Κτυπιόντουσαν, ή επαναλάμβαναν διάφορες φράσεις που τους έλεγαν οι νοσηλευτές στο άσυλο... Για παράδειγμα, σε μία της έλεγαν οι νοσηλευτές “κάτσε κάτω μωρή χοντρή”. Ε, αυτό μετά το επαναλάμβανε μόνη της, στον ξενώνα, όταν ένοιωθε ότι κάποιος μπορεί να της μιλήσει άσχημα. Ή ένας άλλος έλεγε “είμαι καλό παιδί, είμαι καλό παιδί, μη με κτυπήσεις”... Γιατί ήταν πράγματα που τα είχαν ζήσει ήδη, κάποιοι μπορεί να το ζούσαν επί 30 χρόνια στο άσυλο, οπότε...
Έμοιαζε ότι για αρκετές περιπτώσεις δεν υπήρχε καμία πρόοδος.

S.: Αυτοί που δούλευαν στον ξενώνα είχαν μέθοδο που να βοηθήσει στην πρόοδο της κατάστασης αυτών των ανθρώπων;
Ειρ.: Υπήρχαν κάποιοι που είχαν και κάποιοι που δεν είχαν. Κάποιοι ήταν απλοί φύλακες. Και κάποιοι είχαν μέθοδο, που την εφάρμοζαν όμως χωρίς να έχουν οδηγίες από κάποιον άλλον, ή κάποια επίβλεψη του είδους “ναι, αλλά αυτό δεν το κάνεις σωστά”. Σε καμία περίπτωση. Ό,τι είχαν μάθει εμπειρικά ή από σπουδές... αυτό. Αλλά κι αυτοί ήταν αφημένοι, στη διάθεσή τους. Δεν υπήρχε κάτι οργανωμένο, που να μπορεί να παρακολουθεί συστηματικά την εξέλιξη αυτών των ανθρώπων, για να τους βοηθήσει. Αφού σου είπα κιόλας, τους άφηναν στα ίδια φάρμακα για πολύ καιρό.
Όσο καιρό ήμουν, έπεσε στην αντίληψή μου και βίαιη συμπεριφορά, συγκεκριμένα μια νοσηλεύτρια κτύπησε μία τρόφιμο, προφανώς είχαν σπάσει τα νέυρα της, αλλά δεν επιτρέπεται αυτό, και φυσικά το γεγονός θάφτηκε. Είχε και η νοσηλεύτρια δικά της προβλήματα, προσωπικά, έπινε, ε, και την κτύπησε. Κι απ’ ότι κατάλαβα δεν ήταν και η πρώτη φορά. Αλλά ακόμα και μια σφαλιάρα είναι σοβαρό θέμα σε τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά θάφτηκε, ίσως για να μην την απολύσουν.

S.: Ωραία, θάφτηκε, αλλά ασχολήθηκε κανείς με τη νοσηλεύτρια, να την βοηθήσει, να την ηρεμήσει, εν πάσει περιπτώσει να ελέγχει τα νεύρα της;
Ειρ.: Μπα, δε νομίζω. Κοίτα, όλο αυτό φαινόταν να δουλεύει με ελληνικό τρόπο. Δηλαδή μια διοικητική πυραμίδα, που κοιτάει να κάνει όσα λιγότερα μπορεί και να ωφελείται όσο περισσότερο γίνεται. Και δεν ασχολείται, είτε επειδή δεν θέλει είτε επειδή δεν μπορεί, με την ουσία των καταστάσεων, είτε των νοσηλευόμενων είτε, αν θες, και των νοσηλευτών.
Το εξάμηνο που ήμουν εκεί, δούλευαν νομίζω 8 νοσηλεύτριες συνολικά. Κανονικά θα έπρεπε να είναι δύο ανά βάρδια, αλλά πολλές φορές ήταν μία. Το πρωί τα πράγματα ήταν καλύτερα, γιατί ήταν εκεί και η κοινωνική λειτουργός. Είμασταν κι εμείς, 3 ή 4 κάθε μέρα. Απ’ αυτές τις 8, ώσπου να φύγω, η μία πήρε σύνταξη, και άλλη μία ήταν συμβασιούχος και τελείωσε η σύμβασή της. Και δεν κάλυψαν τα κενά. Οπότε έμειναν 6.
Είχαν πολύ μεγάλο φόβο, στον ξενώνα, μην γίνει κάποιο ατύχημα σε νοσηλευόμενο. Γιατί στο μητρικό θεραπευτήριο / άσυλο είχαν γίνει αρκετά ατυχήματα, και είχαν πεθάνει κάμποσοι τρόφιμοι. Είχαν σκοτωθεί. Είχαν πηδήξει από παράθυρα... Κι αυτή η κακή φήμη ακολουθούσε και τον ξενώνα, οπότε φοβούνταν όλοι μην πάθει κανείς τίποτα σοβαρό, οπότε ήταν πολύ προσεκτικοί με τη σωματική ακεραιότητα των νοσηλευόμενων. Κι όταν πηγαίναμε τα απογεύματα, που δεν ήταν εκεί η κοινωνική λειτουργός, μπορεί και να μην μας άφηναν να κάνουμε διάφορες δραστηριότητες που κανονικά θα κάναμε μαζί τους, όπως κηπουρικές, ή άλλα που ξαλάφρωναν την καθημερινότητά τους. Λοιπόν μπορεί να μην άφηναν να κάνουμε τίποτα. Απλά τους έβαζαν την τηλεόραση, και κάθονταν και χάζευαν την τηλεόραση.

S.: Να σου πω την αλήθεια, έτσι όπως το λες, δεν ξέρω αν ήταν από φόβο μην πάθουν τίποτα ή από την άποψη “δεν τα χρειάζονται μωρέ, ας τους καλύτερα μαζεμένους μπροστά στην τηλεόραση”.
Ειρ.: Δεν ξέρω. Πάντως το 2012 αν δεν κάνω λάθος, ο ξενώνας αυτός έκλεισε. Είχα μάθει ότι η κοινωνική λειτουργός έκανε προσπάθειες, έψαχνε που να στείλει αυτά τα 9 άτομα, έτσι ώστε να μην γυρίσουν πίσω στο ίδρυμα. Έμαθα ότι μια κοπέλλα γύρισε στο νησί απ’ όπου καταγόταν, για να είναι κοντά στην οικογένειά της, αλλά την έκλεισαν σ’ ένα ίδρυμα εκεί, σε κλειστή περίθαλψη. Δυο μεγάλοι πήγαν στο Ασκληπείο της Βούλας, που έχει ένα ψυχογηριατρικό ίδρυμα· έγκλειστοι πάλι.
Αλλά έτσι όπως το είχαν πάει το πράγμα, δεν εννοώ οι νοσηλευόμενοι, ο στόχος είτε της επιστροφής στην οικογένεια είτε της αυτόνομης διαβίωσης μέσα σε κάποιο κοινωνικό περιβάλλον, δεν θα γινόταν ποτέ. Αυτό το πράγμα είχε εξαφανιστεί απ’ τον ορίζοντα, όπως το καταλάβαινα όσο δούλεψα εκεί. Κανονικά στην αποασυλοποίηση υπάρχει και ένα ζήτημα εκπαίδευσης των οικογενειών. Για αυτούς τους ανθρώπους, για τις οικογένειές τους, αυτό δεν υπήρχε. Προφανώς δεν ήθελαν οι οικογένειες, αλλά ούτε και κανένας ασχολιόταν μ’ αυτό το θέμα. Τύχαινε καμιά φορά να πάρουμε τηλέφωνο κάποια οικογένεια, για να τους πούμε “αρρώστησε” ή “είναι καλά”, και δεν... Η στάση τους ήταν  “εμείς παίρνουμε το επίδομα που του αντιστοιχεί, σας δίνουμε εσάς κάτι, σαν δωρεά, και δεν μας νοιάζει”. Γιατί το επίδομα ενός παιδιού που είχε αναπηρία το παίρνανε προφανώς.
Σε ότι αφορά το μητρικό ίδρυμα, αυτό μετονομάστηκε αργότερα σε “κέντρο αποθεραπείας αποκατάστασης παιδιών με αναπηρία Βούλας, παράρτημα 1”, και είναι ακόμη εκεί, στο Σκαραμαγκά. Αλλά νομίζω ότι αυτό το καινούργιο όνομα είναι μια όμορφη ταμπέλα για να συνεχίσει αυτό που συνέβαινε και πριν...

S.: Είπες νωρίτερα ότι μέσα σ’ αυτούς τους 9 υπήρχαν και άνθρωποι που είχαν ζήσει αρκετό καιρό σε αυτόνομο διαμέρισμα. Εσύ, με την δική σου ελάχιστη εμπειρία, την καταλάβαινες την αίσθησή τους ότι “εδώ είναι χειρότερα” απ’ το διαμέρισμα;
Ειρ.: Ναι, ήταν σαφές. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν απ’ αυτές τις περιπτώσεις που αν αντί για άσυλο είχαν πάει σε ειδικό σχολείο θα ήταν εντελώς λειτουργικοί. Θα μπορούσαν να μένουν μόνοι τους, να δουλεύουν... Οπότε, αυτοί οι άνθρωποι έκαναν τα “οικιακά” που τους αντιστοιχούσαν στον ξενώνα πολύ πιο εύκολα από άλλους, και αγανακτούσαν με τους άλλους που δεν έκαναν τις δουλειές το ίδιο εύκολα. Κι έτσι τους έπιαναν τα νεύρα τους με διάφορα τέτοια, καθημερινά, και είχαν κατά συνέπεια φοβερά ξεσπάσματα για τα οποία τους έδιναν ψυχοφάρμακα. Είναι σαν μαρτύριο. Βρίσκεσαι κάπου που δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι, θυμώνεις γι’ αυτό, και καταλήγεις να σε θεωρήσουν άρρωστο, οπότε “σωστά βρίσκεσαι εδώ”.
Θα σου πω ένα παράδειγμα. Υπήρχε εκεί μέσα ένας άνθρωπος που ακούγοντας οποιοδήποτε αυτοκίνητο, χωρίς να το δει, σου έλεγε τι μάρκα είναι, τι μοντέλο είναι, φοβερός! Ήταν φοβερός!! Επίσης μπορούσε να σου διηγηθεί πως πέρασε την ημέρα του, όχι με πλούσιο λεξιλόγιο, αλλά με οιρμό. Και κάποια στιγμή σταματούσε και σε ρωτούσε “μήπως είμαι χαζός”; Ε, αυτός ο άνθρωπος σίγουρα δεν έπρεπε να είναι εκεί μέσα. Γιατί είχε συνείδηση ότι βρίσκεται σε άλλη θέση από εμένα, ή τις νοσηλεύτριες, ή την κοινωνική λειτουργό, και γι’ αυτό ρωτούσε “μήπως είμαι χαζός;”. Σα να έψαχνε τον λόγο που ήταν εκεί.
Υπήρχαν άλλες περιπτώσεις, αντίθετα, που δεν μιλούσαν. Δεν έλεγαν τίποτα. Για να σου δείξει την αγάπη του μπορεί να ερχόταν και να σου έπιανε το στήθος. Οπότε αυτή η διαφορά φαινόταν, και την καταλάβαιναν και οι ίδιοι οι νοσηλευόμενοι. Αυτοί που είχαν ζήσει πριν σε διαμέρισμα ήταν μια γυναίκα και ένας άντρας, 30 χρονών και 31. Η γυναίκα ήταν πολύ νοικοκυρά, ρομά απ’ το Αιγάλεω, με καταγωγή απ’ τη Θράκη, ήταν αρκετά θρήσκα, και είχε την έγνοια πότε θα παντρευτεί. Κι όταν βγαίναμε έξω, για βόλτα, έβλεπε διάφορους άντρες, και έλεγε “α, αυτός μου αρέσει”. Είχε πολύ κανονική συμπεριφορά, απλά είχε ελαφριά νοητική υστέρηση, αρκετά γνωστή κατάσταση, που αντιμετωπίζεται στα ειδικά σχολεία κάθε μέρα, κι ούτε λόγος για άσυλα και τέτοια.

S.: Αυτοί που ήταν οι πιο βαριές περιπτώσεις ήταν 30ρηδες ή 50ρηδες και πάνω; Θέλω να πω είχαν συσσωρεύσει επάνω τους και την εμπειρία του εγκλεισμού;
Ειρ.: Εκτός από μία περίπτωση, αυτοί που ήταν οι πιο βαριές περιπτώσεις ήταν οι πιο μεγάλοι. Και ναι, ο ιδρυματισμός τους είχε κάνει σίγουρα πολύ κακό. Και φαίνονταν να έχουν παραιτηθεί από οποιαδήποτε αντίσταση. Αντίθετα, οι νεώτεροι, που είχαν ζήσει κι αυτοί στο ίδρυμα / άσυλο, φαίνονταν να το βιώνουν πολύ πιο άσχημα, σαν εφιάλτη. Οι νοσηλεύτριες, πολλές φορές, μέσα στη δική τους αδυναμία ή άγνοια ή δεν ξέρω τι, τους έλεγαν “κάτσε καλά γιατί θα σε γυρίσω πίσω”, εννοώντας το ίδρυμα. Αυτό, φυσικά, δεν ήταν σωστό εκ μέρους τους... Οι νεώτεροι νοσηλευόμενοι απ’ τη μεριά τους φαίνονταν να το βιώνουν πολύ πιο εφιαλτικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ενώ οι πιο βαριές περιπτώσεις έμοιαζαν να έχουν παραιτηθεί, σα να μην τους ένοιαζε τίποτα.
Σκέψου πάντως ότι στο ίδρυμα, το οποίο λειτουργούσε παράλληλα με τον ξενώνα, και όταν κάναμε εμείς την πρακτική αυτό υπήρχε, είχε ένα νοσηλευτή ανά 30 άτομα! Που σημαίνει καθήλωση, δέσιμο στο κρεβάτι για τους πάσχοντες. Δηλαδή το άσυλο, ο εγκλεισμός, και όσα σήμαινε, συνέχιζε να υπάρχει ενόσω υποτίθεται ότι ξεδιπλώνονταν οι δομές αποασυλοποίησης. Το 2009, το 2010.

S.: Και τα λεφτά που δεν υπήρχαν και δεν έφταναν;
Ειρ.: Γι’ αυτό δεν είχα ακούσει κάτι. Υπήρχε μια δυσαρέσκεια απ’ την κοινωνική λειτουργό, που είχε και την ευθύνη της λειτουργίας του ξενώνα, αυτό φαινόταν.
Τώρα ποιά ήταν τα έξοδα του ξενώνα; Νοίκι δεν πλήρωνε, κι ούτε ήθελε τακτικά επισκευές, το κτίριο ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση. Έπρεπε λοιπόν να πληρώνει τους λογαριασμούς και τα έξοδα λειτουργίας, δηλαδή τα φαγητά που μαγειρεύονταν εκεί, και τους καφέδες που πίναμε όλοι, μαζί με τους νοσηλευόμενους, την μία φορά την εβδομάδα που θα βγαίναμε έξω. Οι μισθοί ήταν χώρια, γιατί το μητρικό ίδρυμα ήταν κρατικό, και αυτοί που δούλευαν στον ξενώνα δούλευαν πριν στο ίδρυμα. Και πληρώνονταν απ’ αυτό.
Ε, αυτά τα λεφτά άρχισαν να κόβονται. Κάποιες ημέρες μας έλεγε η κοινωνική λειτουργός “δεν έχουμε λεφτά να πάμε στο σούμερ μάρκετ - τι θα φάνε σήμερα;” Αλλά για το άδειο διαμέρισμα το νοίκι πληρωνόταν κανονικά..

S.: Και τι γινόταν τότε;
Ειρ.: Νομίζω ότι τα έβαζε απ’ την τσέπη της. Ή ο ξενώνας ζητούσε διάφορα απ’ την εκκλησία, και έτσι υπήρχε ένα φαγητό στο τραπέζι...
Φυτοζωούσε. Έφερναν κανα κρουασάν οι κυρίες οι απογευματινές...

S.: Στα όρια της ελεημοσύνης δηλαδή.
Ειρ.: Ναι. Κάποιες φορές ελεημοσύνη ξεκάθαρη. Κι έτσι, τελικά, δεν εκπλήρωσε ούτε το 10% της αποστολής που είχε αναλάβει. Και σκέψουν ότι υπήρξαν και άνθρωποι που πήγαν πίσω. Αυτοί που είχαν ζήσει μόνοι τους, σε διαμέρισμα. Εκεί που ήταν μια χαρά λειτουργικοί, έκαναν βόλτα, φρόντιζαν την καθημερινότητά τους, έκαναν τις δουλειές του σπιτιού τους, γύρισαν ουσιαστικά σε καταστάσεις ιδρυματισμού.
Τώρα δεν ξέρω τι γίνονταν τα λεφτά. Πάντως, επειδή είχε τύχει κάμποσες φορές να παίρνει η κοινωνική λειτουργός στο μητρικό ίδρυμα, για να ζητήσει κάτι, λεφτά ή κάτι άλλο, έμοιαζε σαν απο εκεί να αντιμετώπιζαν τον ξενώνα σα να είναι κάτι άσχετο, κάτι που δεν τους αφορά. Τσακωνόταν η γυναίκα.
Κι εγώ σχημάτισα την εντύπωση, δεν έχω στοιχεία, αλλά αυτό καταλάβαινα, ήταν ότι αυτός ο ξενώνας δημιουργήθηκε επειδή θα έκλειναν οι υπόλοιπες δομές που είχαν ανοίξει νωρίτερα, δεν ξέρω αν είχαν φάει τα λεφτά ή τι, οπότε “α, έχουμε αυτόν τον χώρο που είναι δωρεάν, ας το κάνουμε ξενώνα”, κάπως για να καλυφθούν σε σχέση με τα προηγούμενα. Να φαίνεται ότι κάτι κάνουν. Αυτήν την αίσθηση είχα.

S.: Είπες κάτι πριν για “δωρεά”. Οι οικογένειες, οι όσες και όποιες, πλήρωναν κάτι;
Ειρ.: Επίσημα όχι. Ήταν δωρεάν, γιατί ήταν δημόσιο. Τώρα υπήρχαν νοσηλευόμενοι που δεν είχαν οικογένειες ή οι οικογένειες δεν τους στήριζαν. Απ’ τις υπόλοιπες λίγες, γίνονταν, απ’ ότι άκουγα, κάποιες “δωρεές”. Χωρίς να ξέρω τι και πως.
Όμως αυτό για το οποίο είχα απορία, το ρώτησα και απάντηση δεν πήρα, ήταν τι γίνονταν τα επιδόματα που δικαιούνταν αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί, σαν άτομα με αναπηρία, δικαιούνται κάποια επιδόματα απ’ την πρόνοια. Μπορεί να είναι 200, μπορεί να είναι 400, μπορεί να είναι 600 ευρώ το μήνα. Από τα μισόλογα κατάλαβα ότι αυτά τα επιδόματα τα παίρνουν οι οικογένειες. Κι αν θέλανε οι οικογένειες, έδιναν κάτι, αλλά όχι στον ξενώνα. Στο θεραπευτήριο. Ή μπορεί να έφερναν κάτι στον ξενώνα. 

κορυφή