sarajevo

γνώση, ύλη, υπηρεσίες, καπιταλισμός· και ιδεολογίες

Sarajevo 85 - 6/2014

Spirit
η επιστροφή των καλών πνευμάτων

Φαίνεται πως είναι (θα είναι) δύσκολο να στήσουμε τον κόσμο ξανά με τα πόδια κάτω και το κεφάλι επάνω. Ακόμα χειρότερα, αυτό το “κεφάλι” γίνεται (και θα γίνεται) σε μεγάλο βαθμό μηχανή• το ίδιο και τα πόδια ή, το πιθανότερο, τα νεύρα των ποδιών. Φαίνεται ότι η ιδεολογική θωράκιση του καινούργιου καπιταλιστικού παραδείγματος είναι τόσο ελκυστική, ώστε να την υιοθετούν ακόμα και διάφοροι που (υποτίθεται) ότι θέλουν να την τρυπήσουν. Αλλά δεν θα τα παρατήσουμε• απ’ την “ταπεινή” (ε;;;;) εργατική θέση μας.

Το απόσπασμα "cognitive capitalism" προέρχεται από ένα κείμενο του ακαδημαϊκού Νίκου Σμυρναίου (του πανεπιστήμιου της Τουλούζης) με τίτλο Πολιτική Οικονομία του Διαδικτυακού Ολιγοπωλίου : από την ψηφιακή επανάσταση στον γνωσιακό καπιταλισμό, απ’ το blog ephemeron (υπότιτλος: παρατηρώντας την βιομηχανία του εφήμερου) και συστήνεται σαν εισήγηση στην εκδήλωση του Digital Liberation Network στο θέατρο Εμπρός, στις 4 Απριλίου 2014. Καλή η ενασχόληση με τέτοιες δύσκολες πλευρές του καπιταλιστικού παρόντος και μέλλοντος• καλύτερο και χρησιμότερο να έχουν αντίλογο κούριερ (ή γραμματίνες, ή καθαριστές τζαμιών...).
Ο τονισμός δικός μας.

το ανιστόρητο παραμύθι της “άυλης” εργασίας

Το ένα απ’ τα δύο πόδια της μεταμοντέρνας (υποτιθέμενης) κριτικής στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι το (υποτιθέμενο) πέρασμα απ’ την “υλική” εργασία στην “άυλη”. Που, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, σχετίζεται με τις “πληροφορίες” και τις “υπηρεσίες”· ως εάν είτε οι πληροφορίες είτε οι υπηρεσίες να ήταν κάτι άγνωστο στον καπιταλιστικό 20ο αιώνα. Μια τέτοια δήθεν μετάβαση απ’ την ύλη στην μη-ύλη σερβίρεται σαν κάτι εντυπωσιακό και καινοφανές. Μόνο που, άσχετα αν το συνειδητοποιούν ή όχι η υποστηρικτές του θεωρήματος περί “άυλης” εργασίας, αυτό το θεώρημα περιέχει αναγκαστικά ένα δηλητηριώδες πολιτικό υπονοούμενο: το ξεπέρασμα του (καπιταλιστικού) υλισμού· άρα το ξεπέρασμα (ή την μεγάλη σχετικοποίηση) της κριτικής ακρίβειας και ευστοχίας του ιστορικού, διαλεκτικού υλισμού.
Έχουμε εκθέσει ήδη την αστοχία (στην καλύτερη των περιπτώσεων...) τέτοιων ισχυρισμών. [1Sarajevo νο 67, Νοέμβρης 2012, “άυλος” καπιταλισμός;] “Άυλη” εργασία δεν υπάρχει· και η διανοητική εργασία, σε όλες τις ιστορικές της μορφές, ήταν πάντα υλική, υλικότατη. Όπως υλικότατες είναι οι αισθήσεις μας, τα εγκεφαλικά μας κύτταρα, οι νευρώνες, κλπ. Ούτε “άυλος” καπιταλισμός υπάρχει, ούτε “άυλος” κόσμος. Υπάρχει άφθονη ύλη (και ενέργεια...) κι εκεί που οι οπτικές (και γενικά αισθητηριακές) δυνατότητες του είδους μας δεν φτάνουν· φτάνει όμως και παραφτάνει η καπιταλιστική τεχνολογία.
Εκείνο, επιπλέον, που έχει υπάρξει είναι μια παράξενη (και από την άποψη της ταξικής διαστρωμάτωσης διαγώνια) εκστρατεία, ήδη απ’ την δεκαετία του 1980, να ονομαστούν “μετα-υλικά” (ή “μετα-υλιστικά”) μια σειρά αιτήματα που δεν αφορούσαν τους μισθούς ή τις σχέσεις εργασίας (άρα την τότε εργατική τάξη) αλλά ζητήματα όπως η ποιότητα ζωής, τα δικαιώματα διάφορων σεξουαλικοτήτων, κλπ. Αιτήματα των οποίων η κοινωνική προέλευση εντοπιζόταν όχι στην εργατική τάξη αλλά στα μεσοστρώματα των πόλεων, μετά τα ‘70s.
Μπορεί να χλευάσει κανείς απεριόριστα την “μετα-υλικότητα” σαν έννοια. Δεν πρέπει όμως να λαθέψουμε στο ότι αυτή η ολοφάνερα χειραγωγημένη ταξινόμηση και ονοματοδοσία (είναι, άραγε, τα σεξουαλικά γούστα και οι ερωτικές πρακτικές “μετα - υλικές”;) είχε έναν συμπληρωματικό μεν αλλά ειδικό σκοπό. Να κατασκευάσει μια διχοτομία μεταξύ “υλικών” και “μετα-υλικών” συμφερόντων, πάνω στο υπονοούμενο δίπολο παλιό - καινούργιο, έτσι ώστε να απαξιώσει (όσο κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν μ’ αυτό το μέσο) όχι μόνο το παγκόσμιο προλεταριάτο και τις απαιτήσεις του σαν τέτοιες, αλλά και - κυρίως - τον εργατικό ανταγωνισμό ακόμα και σαν σκέψη.

Έχουμε τη γνώμη ότι οι σύγχρονες περί “ά-υλικότητας” δοξασίες είναι απόγονοι ή διάδοχοι εκείνης της προηγούμενης φάσης, των ρητοριών περί “μετα-υλικότητας”. Και εκείνο που ονομάζεται “γνώση” είναι πανηγυρική απόδειξη του πόσο λαθεμένες είναι οι δοξασίες της εξαΰλωσης: οι γνώσεις, σε διάφορες μορφές τους, είτε πρόκειται για γνώσεις αποκτημένες μέσω κάποιου είδους διαχωρισμένης εκπαίδευσης είτε πρόκειται για γνώσεις αποκτημένες μέσω της εμπειρίας, είναι θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της έμβιας ζωής σαν τέτοιας· των ανθρώπινων κοινωνιών και σχέσεων σε οποιαδήποτε μορφή τους ακόμα περισσότερο· των τρόπων οργάνωσης της εργασίας (και της εκμετάλλευσής της) σ’ όλη την ιστορία του καπιταλισμού ακόμα - ακόμα πιο πολύ. Είναι ανόητο να συσχετίζεται, με οποιονδήποτε τρόπο, οποιαδήποτε γνώση με τον χαρακτηρισμό “άυλο”· εκτός εάν πρόκειται για την “γνώση του άυλου θεού”!
Είναι διαφορετικό ζήτημα το πως ο καπιταλισμός σαν εξελισσόμενο σύστημα οργανώνει, αναδιοργανώνει και εντείνει την εκμετάλλευση εκείνου που λέγεται διανοητική εργασία. Εδώ πρέπει να τονίσουμε όσο περισσότερο είναι δυνατό μέσα από ένα γραφτό: αυτό που ονομάζεται “γνωσιακή εργασία” σα να είναι κάτι πρωτοφανές, είναι εκείνο που στα σωστά του λέγεται διανοητική εργασία· και δεν είναι καθόλου πρωτοφανές. Το πραγματικά καινούργιο, το όντως καινοτόμο στην ιστορία του καπιταλισμού ΔΕΝ είναι η εκμετάλλευση της διανοητικής εργασίας· είναι η ταιηλορική οργάνωση της εκμετάλλευσης της διανοητικής εργασίας! Όμως, μιλώντας κανείς για “γνωσιακή εργασία” (και μάλιστα “άυλη”...) όχι μόνο δεν συμβάλει καθόλου στην ανάλυση αυτού του καινούργιου ταιηλορισμού (που επεκτείνεται όλο και περισσότερο...), αλλά, αντίθετα, τον μυστικοποιεί.

Ο όρος “γνωσιακός εργάτης”, εν τω μεταξύ, δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο καινούργιος όσο νομίζουν εκείνοι που τον χρησιμοποιούν σαν την μόδα της εποχής. Ο εφευρέτης του λέγεται Peter Drucker, ήταν μάνατζερ, και παρουσίασε αυτή την έννοια το 1969 στο βιβλίο του Η εποχή της ασυνέχειας (the age of discontinuity). Η βασική θέση του Drucker (το 1969, το θυμίζουμε) ήταν ότι οι νέες βιομηχανίες θα απασχολούν [στο μέλλον] περισσότερους “γνωσιακούς εργάτες” παρά “χειρώνακτες εργάτες”. Ή, για να το πούμε χωρίς νεολογισμούς, η πρόβλεψη του Drucker ήταν ότι ο καπιταλισμός θα εκμεταλλεύεται περισσότερα κεφάλια παρά χέρια, περισσότερη διανοητική εργασία παρά χειρωνακτική. Κάνοντας μια τέτοια πρόβλεψη ο Drucker πατούσε πάνω και ανανέωνε μια παλιά αστική / καπιταλιστική ιδέα: ότι η χειρωνακτική εργασία δεν χρειάζεται σκέψη (οπότε είναι κατώτερη), ενώ η διανοητική εργασία (που είναι ανώτερη) δεν χρειάζεται (και δεν κουράζει το) σώμα. Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, να προσέξουμε ότι η έννοια του “γνωσιακού εργάτη” δεν προήλθε καν και καν από κάποια στέρεη εμπειρία αλλαγών στον (καπιταλιστικό) καταμερισμό εργασίας (την οποία ο Drucker δεν μπορούσε να έχει το 1969) αλλά απ’ την ανανέωση του παλιού (και θρησκευτικού!) δυϊσμού μεταξύ “σώματος” και “πνεύματος”, εν μέσω της παγκόσμιας έκρηξης των αρνήσεων, που ονομάστηκε “το παγκόσμιο ‘68”.
Εν τέλει, διαπιστώσεις του είδους “η άυλη εργασία προϋποθέτει διαφορετικές ικανότητες και δεξιότητες από την παραγωγή σε φορντικού τύπου βιομηχανίες” ξεπερνούν την κοινοτοπία και τείνουν να είναι δόλιες, ακόμα κι αν δεν είναι αυτή η συνειδητή πρόθεση. Πρώτον, επειδή (το είπαμε) “άυλη” εργασία δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει. Δεύτερον, επειδή αναγνωρισμένη (σαν τέτοια) διανοητική εργασία υπήρχε άφθονη ΚΑΙ στις φορντικού τύπου βιομηχανίες (απ’ τους εργονόμους και τους σχεδιαστές της παραγωγής, μέχρι την διοίκηση και τους λογιστές, και από τους πωλητές μέχρι τους διαφημιστές). Τρίτον, επειδή οι (υποτιμημένες πολιτικά και οικονομικά) διανοητικές δυνατότητες των χειρωνακτών “ανειδίκευτων” εργατών στις αλυσίδες συναρμολόγησης αποδείχθηκαν ενάντια στο εργοστάσιο, στις ευφάνταστες και αποτελεσματικές μορφές σαμποτάζ! Μάλιστα ήταν τόσο εκρηκτική η απόδειξη αυτών των διανοητικών δυνατοτήτων, ώστε απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και μετά, τα αφεντικά αναγκάστηκαν (ή επέλεξαν) να τις αναγνωρίσουν, με τον τρόπο τους φυσικά: εισάγοντάς τες σαν βασικά στοιχεία της αναδιάρθρωσης (“ομάδες εργασίας”, “κύκλοι ποιότητας”, κλπ: τογιοτισμός). Εν τέλει, η “ευελιξία”, η “κινητικότητα” και η “αυτόνομη εργασία” καθόλου δεν είναι το δήθεν καινοτόμο χαρακτηριστικό του “γνωσιακού καπιταλισμού”. Δοκιμάστηκε απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, ξαναδοκιμάστηκε στη συνέχεια, και άρχισε να καθιερώνεται στα ‘80s σ’ εκείνα τα αναδιαρθρούμενα “φορντικά εργοστάσια” που είχαν υποφέρει περισσότερο απ’ το εργατικό σαμποτάζ (τα εργοστάσια που τώρα εμφανίζονται τάχα σαν άσχετα με το θέμα), σε χειρώνακτες εργάτες, ειδικευμένους και ανειδίκευτους· στους οποίους όμως αναγνωρίστηκε ότι “σκέφτονται” και “ξέρουν”!...

χάθηκε η τσιμινιέρα

Sarajevo 85 - 6/2014

Οι ρητορικές περί “άυλου” και περί “γνωσιακού καπιταλισμού” συνδέονται (και μερικές φορές συγχέονται) με τα ζητήματα του τριτογενούς τομέα, των υπηρεσιών, και της σημαντικής επέκτασης αυτού του τομέα στον postmodern καπιταλισμό.
Τον Σεπτέμβρη του 2011 γράφαμε [2Τέταρτο τετράδιο για εργατική χρήση, Block.]:

Με έναν εξαιρετικά απλοποιητικό (και ιδιαίτερα επικίνδυνο) τρόπο, οι εργάτες έχουν συνδεθεί με την ύπαρξη εργοστασίων. Αυτό είναι ανιστόρητο: έχουν υπάρξει (και υπάρχουν) εργάτες γης· όπως έχουν υπάρξει (και υπάρχουν) εργάτες των υπηρεσιών: απ’ τις καμαριέρες και τις καθαρίστριες ως τους φορτοεκφορτωτές, και από τους ναυτικούς μέχρι τους ταχυδρόμους... Όμως η αφηρημένη αναπαράσταση της εργατικής τάξης, στον 20ο αιώνα, διαμορφώθηκε γύρω απ’ αυτήν την φιγούρα: τους βιομηχανικούς εργάτες. Εάν, λοιπόν, με κάποιον τρόπο “εξαφανίζονταν” (ή μειώνονταν αισθητά, ή μεταμορφώνονταν) τα εργοστάσια, δεν θα ήταν αυτό ισχυρή απόδειξη ότι “εξαφανίστηκαν” και οι εργάτες;
Κάπως έτσι δουλεύτηκε το ζήτημα, διεθνώς (στην ευρώπη και την βόρεια αμερική) απ’ την δεκαετία του 1980 και ύστερα. Το να κατασκευαστεί εξαρχής ένα εργοστάσιο είναι υπόθεση λίγων μηνών· κι έτσι μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής της ευρώπης και των ηπα άρχισε να “μετακομίζει” προς την ασία. Όπου οι εργάτες ζούσαν κάτω από αυταρχικά καθεστώτα, όπου οι εργατικοί αγώνες ήταν εξαιρετικά δύσκολοι, όπου κατά συνέπεια τα μεροκάματα και οι μισθοί ήταν πολύ χαμηλότερα απ’ ότι στον “αναπτυγμένο καπιταλιστικά” κόσμο. Ένα άλλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής μεταμορφώθηκε: καινούργιες μηχανές (ρομπότ, αυτόματα) μπήκαν στην οργάνωση της εργασίας, αναλαμβάνοντας τις πιο βρώμικες και μονότονες δουλειές. Ειδικά στις αυτοκινητοβιομηχανίες, τα ναυπηγεία, τις χημικές βιομηχανίες...
Όμως εάν το βιομηχανικό μέρος των εργατών έμοιαζε έτσι να μειώνεται δραστικά στην ευρώπη και στις ηπα, ένας άλλος καπιταλιστικός τομέας, οι “υπηρεσίες”, άρχισε να επεκτείνεται ακόμα πιο δυναμικά. Εντελώς καινούργιοι κλάδοι (όπως η βιομηχανία της διασκέδασης, των μήντια και του τουρισμού) αναπτύχθηκαν απ’ τα ‘80s εκρηκτικά· τα εκπαιδευτικά συστήματα (με τις κρατικές αλλά και τις ιδιωτικές τους πλευρές) το ίδιο· διάφοροι τομείς της υγείας επίσης. Και φυσικά, ο μεγάλος τομέας που ονομάστηκε “τεταρτογενής”, δηλαδή ο χρηματοπιστωτικός (χρηματιστηριακές εταιρείες κλπ) έκανε την θεαματική του εμφάνιση στην καπιταλιστική καθημερινότητα.

Μ’ αυτήν την εξέλιξη (που αφορά πολλές πλευρές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της εργασίας, πλευρές που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε εδώ) στις ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές κοινωνίες, ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1970, έμοιαζε να συμβαίνει εκείνο που υποστηρίζαν οι “ειδικοί”, τόσο του νεοφιλελευθερισμού όσο και της μεταμοντέρνας αριστεράς: οι βιομηχανικοί εργάτες “εξαφανίζονταν”. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει την “αλλαγή ποσοστών” (επί του συνόλου) των μισθωτών στον πρωτογενή (αγροτικά), δευτερογενή (βιομηχανία / βιοτεχνία / οικοδομές) και τριτογενή (υπηρεσίες) τομέα απ’ το 1975 ως το 2000 σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβανόμενης της ελλάδας:

Sarajevo 85 - 6/2014

Η έντονη και σταθερή μείωση της απασχόλησης στον δευτερογενή (και στον πρωτογενή) και η αύξηση της απασχόλησης στον τριτογενή, μέσα στην 25ετία 1975 - 2000 είναι ξεκάθαρη σ’ αυτά τα 7 ευρωπαϊκά κράτη. Αξίζει όμως να προσέξει κανείς ότι ακόμα και το 1975, που ανήκει στην φάση του “βιομηχανικού παραδείγματος” για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, εκτός απ’ την γερμανία, οι μισθωτοί του τριτογενούς ήταν περισσότεροι απ’ αυτούς του δευτερογενούς.
Απ’ την άλλη μεριά, την ίδια περίοδο που ξεκινάει και προχωράει η “αποβιομηχάνιση” στα ευρωπαϊκά κράτη (και στις ηπα) μια αντίρροπη τάση ξεδιπλώνεται σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, κυρίως (αλλά όχι μόνο) στην ανατολική ασία. Νότια κορέα, σιγκαπούρη, ταϊβάν και χονγκ κονγκ αποκλήθηκαν “τίγρεις της ασίας” ακριβώς χάρη στη ραγδαία ανάπτυξη του δευτερογενούς τους τομέα. Σε άμεση συνάρτηση με την “αποβιομηχάνιση” του “δυτικού καπιταλισμού”. Ειπωμένο απλά: μεταφέρθηκαν (και) εκεί πολύ μεγάλα τμήματα του πρωτοκοσμικού δευτερογενούς τομέα.
Συνεπώς, τα ποσοτικά δεδομένα που αφορούν την ευρώπη ή τις ηπα, έχουν αξία γι’ αυτές τις καπιταλιστικές περιοχές, αλλά ΔΕΝ αφορούν το σύνολο του καπιταλιστικού πλανήτη. Ο τριτογενής τομέας (και οι “γνωσιακοί εργάτες” σαν τμήμα του) δεν αποτελούν από ποσοτική άποψη την πλειοψηφία της εκμετάλλευσης της εργασίας ή/και της απόσπασης της υπεραξίας· όχι ακόμα τουλάχιστον.
Όμως υπάρχει κάτι άλλο που είναι (κατά τη γνώμη μας) σημαντικότερο: οι ποιοτικές αλλαγές (στην οργάνωση και στην εκμετάλλευση της εργασίας) που έχουν γίνει (και βρίσκονται σε εξέλιξη) υπό την τριτογενοποίηση. Τις δεκαετίες που ο βιομηχανισμός ήταν η καρδιά της οργάνωσης, του καταμερισμού και της εκμετάλλευσης της εργασίας (ταιηλορισμός / φορντισμός) απετέλεσε το μοντέλο για την οργάνωση και του πρωτογενούς τομέα (γεωργία / κτηνοτροφία) και του τριτογενούς (υπηρεσίες εν πολλοίς κρατικές: δημόσια εκπαίδευση, δημόσια υγεία, φυλακές, στρατός). Το ίδιο συμβαίνει αργά, σταθερά και όλο πιο καθοριστικά, απ’ την δεκαετία του ‘80, σε ότι αφορά την “τριτογενοποίηση”: άσχετα απ’ την ποσοτική έκταση των υπηρεσιών, αυτές (οι υπηρεσίες) οργανώνονται σαν το γενικό μοντέλο οργάνωσης (και εκμετάλλευσης) του συνόλου της εργασίας, σε όλους τους τομείς. Και τον πρωτογενή, και τον δευτερογενή.
Και έχει σημασία ότι μεγάλο μέρος των “νέων εργασιακών σχέσεων” (μεταξύ των οποίων και η διάχυση του χρόνου εργασίας μέσα στον “ελεύθερο χρόνο” μέσα από τα ελαστικά ωράρια και την μερική απασχόληση) ξεκίνησαν και σε πολλές βιομηχανίες της ευρώπης, των ηπα και της ιαπωνίας, παράλληλα και σε άμεση συσχέτιση με την εννόηση της εργασίας στον δευτερογενή σαν παροχής υπηρεσιών: παροχή υπηρεσιών από τμήμα σε τμήμα, από τομέα σε τομέα, από εργοστασιακή εγκατάσταση σε εργοστασιακή εγκατάσταση.
Στην πραγματικότητα, η άμβλυνση (έως εξαφάνιση) των ορίων μεταξύ “επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής” δεν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των “γνωσιακών εργατών” αλλά η ανανεωμένη και επιλεκτική επιστροφή των αφεντικών σε ένα προ-φορντικό μοντέλο οργάνωσης (και εκμετάλλευσης) της εργασίας, που λέγεται φασόν ή/και εργολαβία· συχνά κατ’ οίκον ή σε οικογενειακή κλίμακα. Στη θέση του φιξαρισμένου ωραρίου σε τόπο ιδιοκτησίας του αφεντικού μπήκε και μπαίνει (όπου κάτι τέτοιο είναι δυνατόν) η ανάθεση / ανάληψη έργου στο τόπο του εργάτη· που δεν πληρώνεται καν, πλέον, σαν μισθωτός αλλά σαν “εργολάβος”. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε περιοχές της διανοητικής εργασίας (π.χ. μεταφράσεις, επιμέλεια κειμένων, επιμέλεια blog, ηλεκτρονικό gaming..) αλλά και σε περιοχές της (θεωρούμενης) χειρωνακτικής εργασίας (μοδίστρες, συναρμολογητές / συναρμολογήτριες παιχνιδιών, ή μικροαντικειμένων). Είναι βέβαια προφανές ότι μεγάλο μέρος των εργασιών που γίνονται ηλεκτρονικά και μπορούν να ελεγχθούν ή/και να παραδοθούν δικτυακά, προσφέρονται για φασόν / εργολαβίες. Όμως υπάρχουν άλλοι (και όχι ασήμαντοι) τομείς της διανοητικής εργασίας που γίνονται υπό την “φυσική” επιτήρηση του εργοδότη. Το πιο γνωστό (αλλά όχι το μοναδικό) παράδειγμα είναι τα τηλεφωνικά κέντρα.
Ας ανακεφαλαιώσουμε τα βασικά αυτού του υπο-κεφαλαίου.
α) Ο “γνωσιακός εργάτης” είναι ο διανοητικός εργάτης, του οποίου η εργασία ταιηλοροποιείται ραγδαία μέσω της πληροφορικής.
β) Η εν πολλοίς μηχανοποιημένη (ηλεκτρονικά) διανοητική εργασία αποτελεί τμήμα της γενικής τριγενοποίησης. Κι αυτή, με τη σειρά της, βασικό στοιχείο της Αλλαγής (καπιταλιστικού) Παραδείγματος.
γ) Οι εργασιακές σχέσεις άρχισαν (πειραματικά) να αλλάζουν στον δευτερογενή τομέα ήδη απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, σαν απάντηση των αφεντικών στις εκρηκτικές εργατικές αρνήσεις της προηγούμενης περιόδου. Αλλά η γενίκευση και η καθιέρωση των “νέων σχέσεων” βρήκε “γόνιμο έδαφος” σε διάφορους τομείς του τριτογενούς, και οπωσδήποτε στους τομείς της διασκέδασης, του εμπορίου και των νέων τεχνολογιών, απ’ τα ‘80s και κυρίως απ’ τα ‘90s και μετά.

υπεραξία

Sarajevo 85 - 6/2014

Εάν η “γνώση” θεωρηθεί “άυλη”, και η “γνωσιακή εργασία” εννοηθεί σαν κάτι εντελώς καινούργιο και άσχετο με την διανοητική εργασία, τότε προκύπτουν μια σειρά θεωρητικές συνέπειες. Μία απ’ αυτές είναι η ιδέα (κατηγορηματική...) ότι “...το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της γνωσιακής εργασίας είναι ότι παράγει μεγαλύτερη υπεραξία από την υλική εργασία...”
Πως, στ’ αλήθεια, μπορεί να μετρηθεί η υπεραξία που αποσπάται απ’ τους μισθωτούς του γραφείου σχεδιασμού ενός εμπορεύματος ή από τους μισθωτούς της διαφημιστικής εταιρείας που έχει αναλάβει την προώθησή του; Και πως μπορεί να συγκριθεί αυτή, σαν μέγεθος, με την υπεραξία που αποσπάται απ’ τους εργάτες του εργοστάσιου κατασκευής του εμπορεύματος ή τους εργάτες της εταιρείας που το μεταφέρει στα μαγαζιά ή τους υπαλλήλους των εμπορικών λιανικής πώλησης; Πως μπορεί να μετρηθεί η υπεραξία που κλέβεται απ’ την καθαρίστρια, την βρεφονηπιοκόμο, την γραμματέα, τη νοσοκόμα; Κι εν τέλει: πως μετριέται η υπεραξία στον τριτογενή, όπου δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο χειροπιαστό τρόπο το παράδειγμα του εργοστάσιου παπουτσιών του κυρ Κάρολου;
Υπάρχει πάντα, και έχει κομβική σημασία, η έννοια του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας, που μπορεί να οριστεί όχι κατά κλάδο και κατά αντικείμενο εργασίας, αλλά συνολικά, σαν μέσος όρος. Πέρα απ’ αυτό, έχουμε υπ’ όψη μια θαυμάσια εξήγηση του George Caffentzis, για το πως μεταφέρεται ένα μέρος απ’ την υπεραξία που κλέβει το αφεντικό ενός μπαρ απ’ την γκαρσόνα, στο μισθό του πυρηνικού φυσικού που δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο (πυρηνικής) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. [3Έχουμε ακούσει, επίσης, ορισμένες μεγαλειωδώς βλακώδεις απόψεις που υποστηρίζουν πως όσο μεγαλύτερος είναι ο μισθός τόσο μεγαλύτερη είναι η αποσπώμενη υπεραξία (!!!!)]
Προκύπτει (τόσο εμπειρικά όσο και απ’ την κατάλληλη θεωρητική ανάλυση) πως όσο πιο σύνθετη και καταμερισμένη είναι η οργάνωση του συνόλου της καπιταλιστικής εργασίας, τόσο περισσότερο η υπεξαίρεση της υπεραξίας είναι μια “αλυσιδωτή” διαδικασία, που διαμορφώνεται σαν αλληλουχία επιμέρους υπεξαιρέσεων, οι οποίες μπορεί να απέχουν πολύ μεταξύ τους στο χώρο και στο χρόνο.

Ο πανεπιστημιακός Ν.Σ. υποστηρίζει ότι έχει την “απάντηση” στο γεγονός ότι η apple έκανε τον απίστευτο τζίρο των 697.000 δολαρίων ανά εργαζόμενο για το 2012: απ’ την γνωσιακή εργασία μπορεί να αποσπαστεί πολύ μεγαλύτερη υπεραξία απ’ την υλική εργασία... Πρόκειται για έναν κυκλικό συλλογισμό, αυθαίρετο και εντελώς λαθεμένο. Η apple (και πάμπολες εταιρείες / brand names όχι μόνο του τριτογενούς αλλά και του πρωτογενούς και του δευτερογενούς[4Οι φίρμες αθλητικών ειδών, για παράδειγμα.]) δεν εκμεταλλεύεται μόνο τους μισθωτούς που έχει στα κιτάπια της δικής της μισθοδοσίας, αλλά συν-εκμεταλλεύεται το σύνολο των εργατών που εμπλέκονται σε κάθε στάδιο της παραγωγής των i-phones (και των υπόλοιπων εμπορευμάτων της): απ’ τους σχεδόν σκλάβους των ορυχείων “σπανίων γαιών”, ως τους εργάτες των εταιρειών μεταφοράς της πρώτης ύλης στα εργοστάσια επεξεργασίας· τους εργάτες στα εργοστάσια συναρμολόγησης· τους εργάτες μεταφοράς των έτοιμων προϊόντων· τους εργάτες των αποθηκών· και τους εργάτες των καταστημάτων λιανικής. [5Αναλυτικότερα στο Sarajevo νο 78, Νοέμβρης 2013, στην άλλη άκρη του i-phone.]
Το παράδοξο (και αποκαλυπτικό κατά κάποιον τρόπο) είναι ότι ο συγκεκριμένος υποστηρικτής της “πολύ μεγαλύτερης υπεραξίας που ... η γνωσιακή εργασία... κλπ” αναφέρει αμέσως μετά τα εργοστάσια της foxconn στην κίνα, και τα υπόλοιπα. Αλλά αυτή η αναφορά είναι τόσο ασύνδετη με τους προηγούμενους ισχυρισμούς (και δεν αναιρεί καθόλου τα περί γνωσιακής εργασίας και υψηλής υπεραξίας) έτσι ώστε αναπαράγεται η συγκεχυμένη και διαχωρισμένη ψευτοκατανόηση του καπιταλισμού, με ανθρωπιστική συσκευασία για τους βιομηχανικούς εργάτες που δουλεύουν για λογαριασμό των brand names των εμπορευμάτων καθημερινής χρήσης.

Υπάρχει ένα σίγουρο (για εμάς) μεθοδολογικό ζήτημα που η αγνόησή του απλά φτιάχνει φτηνές κωμωδίες δήθεν ανάλυσης: εάν διαχωρίσει κανείς μια σκέψη, μια ιδέα, μια έμπνευση απ’ την πρακτική εφαρμογή της και την εμπορική αξιοποίησή της είναι αδύνατο να υπολογίσει, με οποιονδήποτε τρόπο, την “υπεραξία” της. Εάν, αντίθετα, δεν την διαχωρίσει, πράγμα που είναι το σωστό, και πάλι δεν μπορεί να υπολογίσει ποιό μέρος απ’ την συνολική υπεραξία που αποσπάται σ’ όλη την αλληλουχία μεταφορών, επεξεργασιών, συναρμολογήσεων και εμπορίου ανήκει στην ιδέα (: δηλαδή στην “καθαρή” διανοητική εργασία) καθ’ εαυτή, και ποιό μέρος αναλογεί στα υπόλοιπα στάδια της υλικής παραγωγής.
Η “εφεύρεση του ηλεκτρισμού”, για παράδειγμα, αποδίδεται στον Έντισον· αν και, στην πραγματικότητα, ήταν δουλειά (τονίζουμε την λέξη “δουλειά”) του Τέσλα. Η “εφεύρεση του τροχού”, απ’ την άλλη, είναι αγνώστων. Επιπλέον, η “ανακάλυψη της αμερικής” αποδίδεται στον Κολόμβο. Υπάρχει περίπτωση, στα σοβαρά, να υποστηρίξει κανείς ότι η εφεύρεση του ηλεκτρισμού (ή των λαμπτήρων led...), η εφεύρεση του τροχού (ή των φρένων) ή η ανακάλυψη της αμερικής, θα είχαν οποιαδήποτε αξία (κι ούτε λόγος για “υπεραξία”) εάν ποτέ δεν είχε ανάψει εκτός πειραμάτων καμία λάμπα, εάν ποτέ δεν φτιαχτεί ούτε το πιο υποτυπώδες κάρο, κι αν ο Κολόμβος γυρνούσε πίσω στον ισπανό βασιλιά, με τα μούτρα κάτω, λέγοντας απολογητικά “βρήκαμε ένα εμπόδιο και δεν φτάσαμε στις ινδίες - άστο καλύτερα”;

Τα αφεντικά έχουν κάθε λόγο να υμνούν την “γνωσιακή εργασία”, και μάλιστα να πληρώνουν επιλεγμένα κατορθώματά της πολύ ακριβά, την ίδια ώρα που η διανοητική εργασία μηχανοποιείται και υποτιμάται ραγδαία. Ο λόγος είναι εν τέλει πολιτικός: ένα ακόμα καρφί στη γενική υποτίμηση του συνόλου της εργασίας, στο όνομα του ότι “υπάρχει, όμως, και ένα είδος εργασίας που είναι πολύτιμο”. Ποιός όμως μπορεί να είναι ο λόγος μιας τέτοιας μυθοποίησης από την δικιά μας, την εργατική μεριά; Κανένας.
Υπάρχει κάτι ακόμα, που έχει τεράστια σημασία. Διάφορες μορφές εκμετάλλευσης, ακόμα και άγριας, που θεωρούνταν “ξεπερασμένες” απ’ την καπιταλιστική εξέλιξη, είναι εδώ και χαίρουν άκρας υγείας (για τα συμφέροντα των αφεντικών). Η δουλεία, η κανονική δουλεία, είναι εδώ, και μάλιστα όχι στον μακρινό “τρίτο κόσμο” αλλά σε καλά κρυμμένες θέσεις του πρώτου. Η απόσπαση απόλυτης υπεραξίας, με την επιμήκυνση του ωραρίου ακόμα και ως τα όρια της εξόντωσης, είναι εδώ: στην ιαπωνία λέγεται “karosi” (θάνατος από υπερκόπωση), στα πιο high tech ερευνητικά εργαστήρια γίνεται εθελοντικά (και για την εξασφάλιση της καριέρας) ακόμα κι αν καταλήγει στον θάνατο, σε διάφορες δουλειές του πρωτογενούς και του δευτερογενούς γίνεται με ψυχολογική βία, αλλού έχει το όνομα “απλήρωτες υπερωρίες”.
Το να επιλέγει κανείς το αγαπημένο του “εργατικό hype” για να την βγάλει πολιτικά ή/και γνωσιοθεωρητικά, μόνο ολέθρια αποτελέσματα μπορεί να έχει. Το να έχουμε μπροστά μας το σύνολο της κατάστασης του πολυεθνικού προλεταριάτου, και μάλιστα μέσα στο διευρυμένο “πλαίσιο εκμετάλλευσης” που έχει ονομαστεί κοινωνικό εργοστάσιο (όπου πολλά είναι στόχοι εκμετάλλευσης) μπορεί να μην δίνει εύκολες απαντήσεις σε κάθε ένα χωριστό ζήτημα της εργατικής καθημερινότητας (και γι’ αυτό να μην προσφέρεται για θεωρητικές ποζεριές) αλλά αποτρέπει τα τραγικά λάθη.
Πριν κάποια χρόνια είχε γίνει της μόδας σε διάφορους κατά φαντασίαν “επαναστατικούς κύκλους” ο εξ ιταλίας προερχόμενος όρος “πρεκαριάτο”. Τι ήταν το “πρεκαριάτο”; Ήταν οι προσωρινής απασχόλησης εργάτες / μισθωτοί / σύγχρονοι προλετάριοι. Και γιατί αυτή η κατηγορία εργατών ήταν απαραίτητο όχι απλά να έχει το δικό της ειδικο όνομα (αντί του σύγχρονη εργατική τάξη...) αλλά να αναγορευτεί, περίπου, στη θέση του σύγχρονου πρωτοπόρου και εν δυνάμει επαναστάτη; Δεν υπήρχε κανένας τέτοιος πολιτικός λόγος! Επιπλέον, οι υποστηρικτές του δήθεν καινοφανούς χαρακτήρα της προσωρινότητας στον καπιταλισμό (και άρα της εν δυνάμει πρωτοποριακότητας του “πρεκαριάτου”) ξέχασαν να θυμηθούν ότι σε αρκετά μεγάλο βαθμό “προσωρινές” ήταν οι σχέσεις εργασίας ΠΡΙΝ την γενίκευση και καθιέρωση του φορντικού παραδείγματος στον μεταπολεμικό κόσμο. Ξεχνώντας να θυμηθούν αυτή την ιστορική λεπτομέρεια, κατασκευάζαν μια έννοια (του “πρεκάριου”) απόλυτα και δικαιολογημένα (κατά τα γούστα τους) ξεκομμένη από μια βαθιά ιστορική και ματοβαμμένη έννοια: αυτήν του τακτικά μετασχηματιζόμενου προλετάριου. Μ’ άλλα λόγια χόρευαν στις πιο γλυκειές μελωδίες του μεταμοντερνισμού.
Στην ίδια σχολή σκέψης ανήκει και η δήθεν φοβερή αποκάλυψη του “γνωσιακού εργάτη” και της “άυλης εργασίας”. Προσπαθεί να πουλήσει έναν υποτιθέμενο αναλυτικό νεωτερισμό, προσφέροντας όμως μια πολύ βολική (και “υψηλής υπεραξίας!) ιδεολογική εκδούλευση στο σύστημα: το κομματίασμα και την πολιτική διατίμηση της σύγχρονης εργατικής τάξης.
Άυλη εργασία δεν υπάρχει, το είπαμε ήδη. Οι “γνωσιακοί εργάτες” δεν είναι παρά ένα τμήμα των σύγχρονων διανοητικών προλετάριων· και, οπωσδήποτε, μέσα στο παραμύθι “η γνώση είναι κεφάλαιο”, υπάρχει τόσο μια καινούργια μισθωτή αριστοκρατία όσο και ένα διαρκώς επεκτεινόμενο προλεταριάτο. Δεν χρειαζόμαστε καθόλου νεολογισμούς και θεωρητικές ακροβασίες για να καταλάβουμε αυτήν την πραγματικότητα. Χρειαζόμαστε να αναλύουμε τις τωρινές και μελλοντικές καπιταλιστικές τάσεις, ανανεώνοντας και όπου χρειάζεται εφευρίσκοντας επιπλέον εργαλεία. Χρειαζόμαστε να ξέρουμε με ακρίβεια την γενεαλογία αυτών των τάσεων. Και, παράλληλα, με την ίδια οξύτητα, χρειάζεται να θυμόμαστε. Τι; Την ενιαία πραγματικότητα της εργατικής τάξης, σ’ όλη την ιστορία της, όποια τεχνική σύνθεση κι αν είχε / έχει.

Sarajevo 85 - 6/2014

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Sarajevo νο 67, Νοέμβρης 2012, “άυλος” καπιταλισμός;
[ επιστροφή ]

2 - Τέταρτο τετράδιο για εργατική χρήση, Block.
[ επιστροφή ]

3 - Έχουμε ακούσει, επίσης, ορισμένες μεγαλειωδώς βλακώδεις απόψεις που υποστηρίζουν πως όσο μεγαλύτερος είναι ο μισθός τόσο μεγαλύτερη είναι η αποσπώμενη υπεραξία (!!!!)
[ επιστροφή ]

4 - Οι φίρμες αθλητικών ειδών, για παράδειγμα.
[ επιστροφή ]

5 - Αναλυτικότερα στο Sarajevo νο 78, Νοέμβρης 2013, στην άλλη άκρη του i-phone. Για χάρη της τεκμηρίωσης αυτής εδώ της αναφοράς, αντιγράφουμε:

...
Τυπικά, το ποσοστό κέρδους της foxconn έπεσε πιο κάτω απ’ το μισό σε μια πενταετία, από 3,7% στις αρχές του 2007 σε 1,5% προς το τέλος του 2012. Αλλά τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν θεαματικά, επειδή αυξήθηκαν οι παραγγελίες (και η δουλειά με οριακούς μισθούς). Απ’ την μεριά της apple τα πράγματα έγιναν πολύ καλύτερα. Το ποσοστό κέρδους της ήταν 18,7% το 2007, και εκτοξεύτηκε σε 39,3% στις αρχές του 2012. Χρησιμοποιώντας σαν μαστίγιο και καρότο μαζί τον αυξανόμενο όγκο πωλήσεων άρα και παραγγελιών, η αμερικανική εταιρεία είναι το έμμεσο αφεντικό, που συνεργαζόμενο με το άμεσο (την foxconn) επιτάχυνε και επιδείνωσε βίαια την κατασκευαστική δουλειά, δηλαδή την ζωή εκατοντάδων χιλιάδων κινέζων προλετάριων, απαιτώντας 12ώρη καθημερινή δουλειά (με απλήρωτες τις υπερωρίες) έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η just in time πώληση πολλών εκατοντάδων χιλιάδων iphone, ταυτόχρονα, σε πολλά μέρη του κόσμου, την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας κάθε καινούργιου μοντέλου.
Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά στο πως καταγράφουν την επίθεση του κεφάλαιου εναντίον της εργασίας. Η λιανική τιμή πώλησης ενός iphone στις ηπα είναι 549 δολάρια. Απ’ αυτό το ποσό μόνο το 1,8%, δηλαδή λιγότερο από 10 δολάρια, αφορά το “κόστος εργασίας” για την κατασκευή του. Τα 321 δολάρια (το 58,5%) είναι έσοδο της apple. Τα υπόλοιπα 218 δολάρια είναι το κόστος των πρώτων υλών (συμπεριλαμβανόμενου του εξαιρετικά χαμηλού κόστους της εργασίας που χρειάζεται για την εξόρυξη και την επεξεργασία τους - 120 δολάρια), το κόστος των μεταφορών και της αποθήκευσης, και φυσικά τα κέρδη της foxconn.
...

[ επιστροφή ]

κορυφή