Sarajevo
 

 

 

Sarajevo 83 - 4/2014

 

ο υπαρκτός “απλός άνθρωπος”

Έγραψαν κάποιοι (εδώ δεν έχει σημασία ποιοί...) κάποτε, ανάμεσα σε άλλα:

...
Η ανάλυση του μητροπολιτικού κοινωνικού σχηματισμού απαιτεί ... ένα σύνθετο λογικό μοντέλο, που δεν θα περιέχει, πέρα από ένα ορισμένο όριο, απλουστεύσεις.
...
Για να αναλύσουμε τον “άνθρωπο”, για να εντοπίσουμε τους νόμους της ανάπτυξής του, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το απλουστευτικό μοντέλο του “σκουληκιού”. Και, βέβαια, σε τίποτα δεν θα ωφελούσε αν για να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες προσθέταμε σ’ αυτό το μοντέλο κάθε φορά και “κάτι τις”... μια μύτη, δυο αυτιά, κλπ. Έτσι, το μόνο που θα πετυχαίναμε θα ‘ταν να δημιουργήσουμε ένα σκουλήκι “τραβεστί”!
Για να κατανοήσουμε τον “άνθρωπο” έχουμε ανάγκη ένα ποιοτικά διαφορετικό μοντέλο απ’ αυτό του σκουληκιού. Το σημείο εκκίνησης της ανάλυσής μας πρέπει να βρίσκεται ήδη σ’ ένα ορισμένο επίπεδο εννοιολογικής συνθετότητας, ανάλογα με την πραγματική συνθετότητα του αντικειμένου της.
...

Θα μπορούσαν αυτές οι κουβέντες να είναι αδιάφορες· ή, αντίθετα, παράξενα ελκυστικές. Εκείνο που μας προκαλεί εδώ είναι η διπλή παρατήρηση: η πραγματική συνθετότητα (θα προσθέταμε: η ιστορική συνθετότητα) του “σύγχρονου ανθρώπου”, εντός του λεγόμενου “αναπτυγμένου καπιταλισμού”· και η υποχρεωτική συνθετότητα (θα προσθέταμε ξανά: η ιστορική συνθετότητα) της ανάλυσης... Όχι γενικά κι αόριστα. Της “εχθρικής” ανάλυσης τόσο του σύγχρονου καπιταλισμού όσο και του σύγχρονου κράτους, κι όλων των θεσμίσων εξουσίας και εκμετάλλευσης. Είναι, άραγε, όντως υποχρεωτική η αναλυτική / κριτική συνθετότητα ή μήπως είναι προτιμότερες (και πολύ πιο άκοπες) οι απλουστεύσεις; Κι αν είναι υποχρεωτική, για ποιούς και με ποιό σκοπό;
Πριν ψάξουμε λίγο το θέμα κρίνουμε απαραίτητη μια σύντομη ιστορική αναδρομή.

Υπήρξε κάποτε μια εποχή σ’ αυτό εδώ το κωλομέρος, μια σκάρτη δεκαετία, που διάφοροι και διάφορες εχθροί του καθεστώτος είχαν (ή έδειχναν να έχουν) μια εξοικείωση με σύνθετες αναλυτικές / κριτικές έννοιες και μεθόδους. Δεν ήταν δέκα και είκοσι, ήταν (στον ένα ή τον άλλο βαθμό) κάμποσες εκατοντάδες, ή λίγες χιλιάδες. Οι πολιτικές πεποιθήσεις και πρακτικές τους εκτείνονταν απ’ την εκτός κκε (και άλλων μ-λ οργανώσεων) αριστερά και έφταναν ως τους αναρχικούς. Ήταν άντρες και γυναίκες που μπορούσαν να αναλύουν την τότε συγκυρία, κυρίως τις κοινωνικές της διαστάσεις, με διεισδυτικό τρόπο.
Εκείνη η σκάρτη δεκαετία μπορεί να προσδιοριστεί χοντρικά απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ως λίγο πριν τα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Κι ό,τι αξιόλογο άφησε είναι “αποθηκευμένο” σε χαρτιά. Εν τω μεταξύ, στα μέσα των ‘80s, εισέβαλλε δυναμικά στο κέντρο της δημόσιας προσοχής μια καινούργια (νεολαιίστικη) φιγούρα της οποίας οι συμπεριφορές, οι πρακτικές, τα “ήθη και τα έθιμα” και η κατανόηση - του - κόσμου προκάλεσαν για καιρό ισχυρή αμηχανία. Επρόκειτο ένα υποκείμενο που είχε εμφανιστεί λίγο νωρίτερα σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, για το οποίο κατάλληλα ονόματα (θα) ήταν άγρια νεολαία· ή μητροπολιτική νεολαία.
Δεν θα αναλύσουμε εδώ τα χαρακτηριστικά εκείνου του κύματος, που πήρε τον κωδικό “εξάρχεια”. Σημασία για το θέμα μας έχει το γεγονός ότι για μια σύντομη περίοδο ιστορικού χρόνου βρέθηκαν ταυτόχρονα “κοντά” αλλά και “απέναντι” δύο διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα, χωρίς κανένα απ’ τα δύο να μπορεί (ή ακόμα και να θέλει) να κατανοήσει (δηλαδή, μεταξύ άλλων: να εξηγήσει) το άλλο. Απ’ την μια μεριά οι κάτοχοι μιας ορισμένης κριτικής ικανότητας, καταγόμενης απ’ την μεγάλη διεθνή κρίση της “νέας αριστεράς” γύρω στο 1977 - 1978 και τα επιμέρους κοινωνικά κινήματα που άνθησαν τα επόμενα (λίγα) χρόνια· κι απ’ την άλλη μεριά ένα υποκείμενο εκρηκτικό (ειδικά στην αντιμπάτσικη βία του στο πεζοδρόμιο), επιρρεπές στην απόλαυση της αυτοκαταστροφής (drugs), μανιχαϊστικό στις προσλήψεις του για τον κόσμο. Η πιο κοντινή περιγραφή γι’ αυτήν την καινούργια φιγούρα (τηρουμένων των ελληνικών αναλογιών...) ήρθε “απ’ έξω”:

...
Φετίχ αλλά και εξεγερμένος, εμπόρευμα αλλά και καταστροφέας του εμπορεύματος, εν δυνάμει αυτόχειρας αλλά και φονιάς - να λοιπόν που “εμφανίζεται ένας νέος στρατιώτης”: ο σχιζομητροπολιτικός προλετάριος.
Στρατιώτης που εκρήγνυται στη μαζική βία και τις φωτιές είτε του νεοϋρκέζικου black out, είτε στο Brixton ή τη Νάπολη, αλλά που παρ’ όλα αυτά παραμένει δούλος της αγοράς.
...
“Σχίζο - σχίζο!” ουρλιάζει ο Joe Squillo σ’ ένα τραγούδι του που έγινε επιτυχία, και ο July Rosso απαντά “εγώ διαχωρίζομαι ... με τον εαυτό μου”.
Εν τω μεταξύ η μηχανή του θεάματος, σαν ένας τεράστιος παραμορφωτικός καθρέφτης, συγκεντρώνει κέρδη επιστρέφοντας στους διάχυτους σχιζοειδείς τα ίδια τους τα σήματα αναγνώρισης”.
...

Όσο κι αν μοιάζει περίεργο έχει τις εξηγήσεις του (αλλά δεν είναι εδώ το μέρος γι’ αυτές). Ύστερα από μια περίοδο αμηχανίας, η πλευρά που είχε την παράδοση της κριτικής ανάλυσης (έχοντας την οδηγήσει όμως ήδη σε εκλεκτικιστές λεπτολογίες, φιλοσοφικές κενολογίες και αδιέξοδα...) δεν αναγνώρισε στη δίπλα / απέναντι πλευρά την συνθετότητά της. Αλλά την απλότητα του “ευγενούς άγριου”. Επρόκειτο για μια νεορομαντική (διανοητική και ιδεολογική οπισθοχώρηση) που είχε πολύ σοβαρές συνέπειες: αντί η (πάντα!) τεθλασμένη γραμμή της κριτικής να εμπλουτιστεί ή και να αναμορφωθεί απ’ τα καινούργια (και πρωτοφανή για την ελληνική κοινωνία και ταξική σύνθεση) δεδομένα, σχόλασε, κι άρχισε να καλοβλέπει χωρίς ενοχές την επιχειρηματική ή/και ακαδημαϊκή αξιοποίησή της.
Ωστόσο ο απλουστευτισμός (νεολογισμός, απολογούμαστε!) ήρθε και έμεινε. Σαν αντίβαρο του διανοουμενισμού.  Εξάλλου τα ‘90s έφεραν στην πρώτη γραμμή των κοινωνικών σχέσεων (και στην ελλάδα) τελείως διαφορετικές απαιτήσεις “αναγνώρισης” και “κύρους”, αμιγώς αλλά και ανομολόγητα νεοφιλελεύθερες. Απτές όσο το χρήμα. Συνεπώς η γοητεία και η μυθοποίηση του “ευγενούς άγριου”, που ξεκίνησε απ’ την αμηχανία των mid80s απέναντι σε ένα δυναμικό, μαζικό, αντάρτικο και “περιθωριακό” φαινόμενο, εξελίχθηκε στο αντίθετό της: στη μυθοποίηση του “απλού ανθρώπου” (έντεκα φορές στις δέκα του απλού μικρο- ή μεσοαστισμού...). Δεν χρειαζόταν πια να πολυψάχνει κανείς το ένα ή το άλλο· “δεν είχε νόημα” και, κυρίως, δεν είχε πρακτικό αντίκρυσμα. Ή, εν πάσει περιπτώσει, μπορούσε κανείς να κρατήσει για τον εαυτό του ή την παρέα του διάφορα χόμπυ “διανοουμενισμού” - που ξέπεσαν γρήγορα σε εξυπνακισμό προς χρήση σε μπαρ.
Κρίνοντας αναδρομικά το θέμα δεν είναι καθόλου πρωτότυπο. Οι απλουστεύσεις που αγαπάει η ελληνική κοινωνία σ’ όλη τη διανοητική ιστορία της δεν είναι προϊόν επίπονης επεξεργασίας της κάθε φορά πραγματικής συνθετότητας, αλλά συνδυασμός αυθαιρεσίας, μανιχαϊσμού και ανομολόγητων συμφερόντων. Το μεγαλύτερο μέρος των αναγνωρισμένων “οργανικών διανοούμενων” έγιναν τέτοιοι σπουδάζοντας σε ιδρύματα εκτός ελληνικών συνόρων· εντός, το πιο εύκολο και πιο πιθανόν ήταν (και παραμένει) το να μετατραπούν σε υψηλόμισθους υπαλλήλους ή ακόμα και “γλάστρες”. Η τάξη μας απ’ την μεριά της, ενώ στις καλύτερες στιγμές της αποδείχθηκε ικανή να καταλαβαίνει πρακτικά την συνθετότητα των κάθε φορά περιστάσεων και να δρα μέσα σ’ αυτήν, δεν έχει δική της ανεξάρτητη ιστορία και διανοητική αυτοπεποίθηση. Και αναπαράγει τον “αντι-διανουμενισμό” προτιμώντας να κόβει το κεφάλι της - αν μ’ αυτόν τον τρόπο απολαμβάνει την δηλητηριώδη θερμότητα της “απλότητας”.

Η απλότητα θεωρείται αρετή. Eίναι τέτοια, αρκεί να υπάρχει όντως σαν τέτοια. Διαφορετικά πρόκειται για προσποίηση. Στις καταστάσεις της καθημερινής ζωής δεν είναι ωστόσο “όλα απλά”· χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χρειάζονται διδακτορικά για να κατανοήσει κανείς την πραγματικότητα. Όπως συνέβη και στον ιστορικό ρομαντισμό στα τέλη του 18ου αιώνα και τις επόμενες δεκαετίες του 19ου, έτσι και στις μεταγενέστερες νεορομαντικές εκδοχές, ο “απλός άνθρωπος” είναι συνήθως μια ιδεολογική κατασκευή κάποιων, υπάρχει μόνο στο μυαλό τους, έτοιμος να τους απογοητεύσει στην πράξη. Κι αφού δεν πρόκειται για γνώση και κατάφαση στον Άλλο αλλά μόνο για αφαίρεση των χαρακτηριστικών του, είτε μιλάμε για “άνθρωπο” γενικά κι αόριστα είτε μιλάμε για σύγχρονη εργατική τάξη, ο ύμνος στην “απλότητα” εξυπηρετεί τους χειραγωγούς.
Η πιο πρόσφατη και καραμπινάτη επίδειξη του τι σημαίνει χειραγώγηση - μέσω - απλουστεύσεων αφορά τις κυρίαρχες περιγραφές και ερμηνείες της τελευταίας φάσης της κρίσης και της διαχείρισής της, δεξιές κι αριστερές. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι στα συρτάρια των διάφορων κομματικών (μεγάλων ή μικρών) επιτελείων υπάρχουν και πιο σύνθετες αναλύσεις. Είτε διαφωνούμε είτε συμφωνούμε υποθέτουμε πως υπάρχουν τέτοιες. Όμως η καθημερινή πολιτική (ή και μηντιακή) συνθηματολογία, οι “τακτικές” και όλα όσα αποτελούν το βαρύ οπλοστάσιο των πρακτικών που - απευθύνεται - στον - κόσμο, δεν επιδεικνύει την όποια συνθετότητα. Συχνά, μάλιστα, η συνθηματολογία για “λαϊκή χρήση” καταλήγει στην παραγωγή και την αναπαραγωγή σύγχισης. Βασική αφετηρία του λαϊκισμού είναι η απεύθυνση στον απλό άνθρωπο. Κι αφού τέτοιος δεν υπάρχει, γίνεται διαρκώς η κατασκευή του.
Το αξίωμα μοιάζει ακλόνητο: “δεν καταλαβαίνουν αλλιώς”. Προφανώς, μυαλά σακατεμένα από δυο δεκαετίες ευδαιμονίας και τηλεοψίας θα δυσκολεύονταν να καταλάβουν ακόμα και πως δουλεύει ένα χρηματιστήριο. Αλλά αυτό δεν επιβάλλει καμία τακτική. Κι ούτε ο πρακτικός έπαινος στην κοινωνική βλακεία, στο βαθμό και στην έκταση που αυτή υπάρχει, ομολογημένη ή (κυρίως) αναμολόγητη, θα μπορούσε ποτέ να έχει έστω και ένα ψείγμα απελευθερωτικών δυνατοτήτων.

Ακούμε ήδη τον αντίλογο - τον έχουμε φάει στη μάπα για πολλά πολλά χρόνια. Οτιδήποτε δεν συμβιβάζεται με απλουστεύσεις και ρηχές συνθηματολογίες είναι “ελιτισμός”. Η απάντησή μας είναι πολιτική και ιστορική: καμία επανάσταση που να άξιζε το όνομά της δεν έγινε “κατά λάθος” ή για συναισθηματικούς λόγους. Ασφαλώς υπήρχαν τέτοιοι, υπάρχουν πάντα. Ωστόσο εκείνο που γίνεται απειλητικό ουσιαστικά δεν είναι ο θυμός. Είναι η εναργής επίγνωση της πραγματικότητας, και οπωσδήποτε του είδους και των ενεργειών του (ταξικού) αντιπάλου.
Για μια ορισμένη πολιτικοϊδεολογική παράδοση αυτή η επίγνωση είναι προνόμιο του “στρατηγείου” - δηλαδή του κόμματος, και μάλιστα όχι ολόκληρου αλλά κυρίως της κορυφής της ιεραρχίας του. Πρόκειται για τους επαγγελματίες επαναστάτες.  Όσο κατεβαίνει κανείς προς τα κάτω χρειάζονται “απλουστεύσεις”. Επιπλέον διαταγές και κομματικά μυστικά.
Είναι συζητήσιμη η αξία αυτής της ιδέας ακόμα και τότε που πρωτοεμφανίστηκε, στις αρχές του 20ου αιώνα. Το “κόμμα νέου τύπου” εξαφάνισε τα εργατικά συμβούλια· κι έτσι έσωσε πράγματι την σοβιετική ένωση αλλά όχι τον κομμουνισμό. Όμως σε κάθε περίπτωση αναφερόμαστε σε ιστορικές περιόδους όπου οι “απλοί άνθρωποι” (δηλαδή η τάξη μας...) δεν περνούσε από κάποιο μαζικό εκπαιδευτικό σύστημα, είχε ελάχιστες ή καθόλου δυνατότητες μετακινήσεων (άρα διανοητικών ερεθισμάτων και ανταλλαγών), και είχε άγνοια άλλων, διαφορετικών γλωσσών. Κι ωστόσο, με τέτοιους περιορισμούς, εκατοντάδες και χιλιάδες “απλοί άνθρωποι”, με επίγνωση της πραγματικής τους συνθετότητας, είχαν δημιουργήσει ήδη πολύ νωρίτερα την Κομμούνα του Παρισιού, εκείνο το (ακόμα και σημερινά δεδομένα) απίστευτο έργο, που φώτιζε δυνατά τον κόσμο ως και τις αρχές του 20ου αιώνα.

Πώς μπορεί να επιμένει κανείς σε ανάλογες βεβαιότητες όταν έχουν μεσολαβήσει περίοδοι σκληρού εργατικού ανταγωνισμού χωρίς την ανάγκη κανενός κομματικού ιερατείου, χωρίς καμία “απλούστευση”, χωρίς προμασημένες μπουκιές, στο πέρασμα του 20ου αιώνα; Αυτό δεν είναι ρομαντισμός. Είναι δολιότητα.
Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει τον σύγχρονο προλετάριο θεωρώντας τον έναν προλετάριο των αρχών του 20ου αιώνα plus κινητό... plus internet...  Μπορεί όμως να προσπαθήσει να του βγάλει τα μάτια, τα αυτιά, τις διανοητικές δυνατότητές του. Συνεπώς η διατήρηση των αναλυτικών / κριτικών δυνατότητων της τάξης μας στο υψηλότερο δυνατό σημείο δεν είναι “ελιτισμός”. Είναι βασικό εργατικό καθήκον. Το αντίθετο είναι λουμπενισμός.

Αυτοί που κάνουν σπονδές στη διανοητική και συναισθηματική “απλότητα” με μεγάλη τους χαρά αντιλαμβάνονται αυτούς που υποτίθεται ότι σκοπεύουν να “απελευθερώσουν” σαν κρέας. Το ότι συνήθως κερδίζουν οι πιο καλοφτιαγμένες κρεατομηχανές, είτε πρόκειται για το θέαμα είτε για τον (νέο) ολοκληρωτισμό είναι άμεση συνέπεια της μεθοδικής κατασκευής “απλών ανθρώπων”... 
 
       

Sarajevo