Sarajevo
 

   

απ’ την “γενιά των 700 ευρώ”
στην τάξη των 300...

Η G700 έκλεισε τον κύκλο της

Όταν τον Ιανουάριο του 2007 ανεβάσαμε τη G700 στην τότε μικρή, αλλά με ταχύτητα φωτός διογκούμενη ελληνική blogoσφαιρα, επιχειρήσαμε να δώσουμε φωνή σε μια αγνοημένη σιωπηλή πλειοψηφία. Τους νέους ηλικίας 25 με 35 οι οποίοι στα πρώτα τους βήματα στον εργασιακό στίβο έβλεπαν τα όνειρά τους να συνθλίβονται.

Στην τότε Ελλάδα της "δανεικής ευημερίας" και των ισχυρών ρυθμών μεγέθυνσης ελέω ξέφρενης κατανάλωσης και υπερχρέωσης, οι ελπίδες των νέων χάνονταν σε μια αγορά εργασίας υπέρ-ρυθμισμένη, όμως άναρχη, όπου κυριαρχούσαν η απουσία πολλών και καλών θέσεων εργασίας, οι χαμηλές αμοιβές, η πολυαπασχόληση, η υπερεργασία, η ετεροαπασχόληση, η μη τήρηση των εργασιακών κανόνων, η ιδιωτική υπερχρέωση, το έλλειμμα προοπτικής. Οι προσδοκίες της γενιάς μας γκρεμίζονταν εξαιτίας ενός μοντέλου ανάπτυξης, του μεταπολιτευτικού, το οποίο είχε προ πολλού εξαντλήσει τα όριά του, με μια οικονομία αντιπαραγωγική, μια επιχειρηματικότητα ρηχή, ένα κράτος υπερχρεωμένο και αναποτελεσματικό, ένα κοινωνικό σύστημα άδικο, αντινεανικό και γεροντοκρατικό. Ήταν το σύστημα "μεταπολιτευτική Ελλάδα" που θεμελιώθηκε πάνω στη γενεακή αδικία και το οποιό ήδη από το 2008 προβλέψαμε ότι θα καταρρεύσει με κρότο.
...
Στην πορεία της G700, η «γενιά των 700 ευρώ» έγινε διακριτό κοινωνικό φαινόμενο, αντικείμενο δημόσιας συζήτησης και αναλύσεων στα ελληνικά και ξένα Μέσα, πρωτοσέλιδο θέμα των εφημερίδων, έμπνευση για θεατρικά έργα και τηλεοπτικές σειρές, ορατή κοινωνική ομάδα που τα κόμματα επιχείρησαν να εκπροσωπήσουν, να καπελώσουν ή να αντιπαρατεθούν πολιτικά γύρω από τα συμφέροντα της. Μια ομάδα  νέων παιδιών  την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκρινε σκόπιμο να καλέσει στην ημέρα Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2007.

Εισβάλαμε για τα καλά στη δημόσια ατζέντα. Δεν πατήσαμε όμως την μπανανόφλουδα της πολιτικής και μιντιακής δημαγωγίας που αναπτύχθηκε γύρω από το νέο κοινωνικό φαινόμενο. Ευθύς εξαρχής δηλώσαμε αντίπαλοι της κλάψας και της μιζέριας, του αριστερού δήθεν, του λαϊκισμού και της πελατειακής δημοκοπίας, αλλά και των υπερ-απλουστευμένων φιλελεύθερων και συντηρητικών δοξασιών. Στηλιτεύσαμε επίσης νοοτροπίες της γενιάς μας με τις οποίες δεν συμφωνούσαμε, ειδικά τους χλιδάνεργους, αλλά και τη φυσική ροπή στην πολιτική αδιαφορία και την αποχή.
...

Δεν υπάρχει πια γενιά των 700 ευρώ με την έννοια που αυτή υπήρχε το 2007.

Καταρχάς, η γενιά των 700 υπήρξε ένα κοινωνικό ζήτημα εντός μιας κοινωνίας = δανεικής ευημερίας, η οποία τον όποιο πλούτο που παρήγαγε, τον κατένειμε με τρόπο μη βιώσιμο, γενεακά και κοινωνικά άδικο. Σήμερα η φούσκα έσκασε και τη θέση της εικονικής ανάπτυξης έχει πάρει μια πραγματικότητα συνεχιζόμενης οξείας ύφεσης και συρρίκνωσης. Ζούμε σε μια κοινωνία γενικευμένης επισφάλειας, όπου το ζήτημα των νέων είναι μεν κεντρικό, ωστόσο δεν κυριαρχεί πια απόλυτα καθώς μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της μεσαίας και εργατικής τάξης έχουν διολισθήσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Βαδίζουμε σταδιακά απ' τη γενιά των 700 στο πρεκαριάτο. Τα αποτελέσματα των γενεακά άδικων πολιτικών χτύπησαν πια τους θύτες μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
Επιπρόσθετα, έχουν αλλάξει τα ειδοποιά στοιχεία της επισφάλειας που αντιμετωπίζει η γενιά μας. Όταν ανεβάσαμε την G700 στην μπλογκόσφαιρα τον Ιανουάριο του 2007, η ανεργία των νέων ήταν απλά μία ακόμη παράμετρος μιας δύσκολης αγοράς εργασίας. Σήμερα, η ανεργία των νέων αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα κοινωνικό πρόβλημα. Ένας στους δύο πλέον είναι χωρίς δουλειά. Δεκάδες χιλιάδες αναζητούν την τύχη τους στο εξωτερικό.

Παράλληλα, τα τελευταία δυόμιση χρόνια, άλλαξε ριζικά ο χάρτης των νέων μέσων δικτύωσης. Το 2007 τα blogs μπήκαν για τα καλά στη ζωή μας με τον αριθμό τους να τριπλασιάζεται κάθε χρόνο και τα παραδοσιακά Μέσα να εκστασιάζονται με συνεχή αφιερώματα για τη νέα μόδα. Σήμερα αυτό πια δεν ισχύει. Το blogging έχει περιοριστεί σε εμβέλεια με το twitter και το Facebook να έχει κυριαρχήσει κατά κράτος. Υπερτερεί πια οτιδήποτε απαιτεί σύντομα, συνθηματολογικά μηνύματα, χαλαρή επικοινωνία της ατάκας χωρίς ανάλυση και χωρίς να χρειαστεί κάποιος να αφιερώσει πολύ χρόνο για να επικοινωνήσει. Παρότι μπήκαμε δυνατά και σ’ αυτό το πεδίο η αλήθεια είναι ότι παραμένουμε αμετανόητοι bloggers.

Τέλος, στα πεντέμισι χρόνια που μεσολάβησαν άλλαξαν ως ήταν αναμενόμενο και οι ζωές των πρωταγωνιστών της G700. Κάποτε ήμασταν ηλικιακά και εργασιακά στον μέσο όρο. Γεωγραφικά όλοι στην Ελλάδα. Εκπροσωπούσαμε όλοι αυθεντικά τη γενιά μας. Πλέον, ουδείς στην ομάδα είναι κάτω των 30. Εργασιακά, αν και όχι όλοι, έχουμε ξεφύγει από το στενό πλαίσιο κοινωνικής αναφοράς της γενιάς των 700 ευρώ. Κάποιοι έχουν καταφέρει να θεμελιώσουν θέση στην μεσαία τάξη της χώρας και οι επαγγελματικές ενασχολήσεις τους είναι ασύμβατες με τις ανάγκες και το προφίλ της κίνησης. Έχουν προ πολλού αποχωρήσει. Άλλοι πάλι έχουν συνθλιβεί από την κρίση με αποτέλεσμα τα 700 να τους φαίνονται μαγικό νούμερο. Ζητούμενο γι’ αυτούς η προσωπική επιβίωση. Σε ό, τι αφορά τον τόπο διαμονής, επίσης, κάποιοι έχουν εγκαταλείψει από καιρό την Ελλάδα, ορισμένοι πάλι ετοιμάζονται να φύγουν εντός μηνός για να κάνουν μια νέα αρχή.

Μπορεί να σας έχει λείψει, μπορεί και όχι. Καλό είναι ωστόσο να κάνετε ένα, έστω καθυστερημένο, μνημόσυνο: με μια φιλάρεσκη ανακοίνωσή της στα τέλη Ιούλη του 2012, η g700 (σαν blog και σαν “εκπρόσωπος”...) έχει πάψει να υπάρχει... Οι περισσότεροι (“αν και όχι όλοι...”) απ’ τους φλογερούς εκπροσώπους της g700 δηλώνουν ότι αποκατάσταθηκαν (παρά την “γεροντοκρατία” αλλά και την κρίση...). Άλλοι πάλι προσπαθούν απλά να επιβιώσουν· και οι πετυχημένοι εκείνης της παρέας (εκείνης της “γενιάς”;) έχουν γι’ αυτούς ένα κρυφό δάκρυ...

Οι τωρινές ρητορείες, που δεν χαρακτηρίζονται καν και καν απ’ την “γενεαλογική αναίδεια”, μπορεί να είναι κάπως έτσι:

Τρία χρόνια πριν, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, ο ... τελείωσε τις σπουδές του στη βιβλιοθηκονομία. Να βρει δουλειά στο αντικείμενό του υπήρξε αδύνατο και έτσι συμβιβάστηκε με μία εταιρεία ερευνών.
“Μετά από δύο χρόνια που τελείωσα τη σχολή, κατάφερα να βρω εργασία part time, και με ανταμείβει με 250-300 ευρώ το μήνα. Προφανώς και δεν μπορώ να μείνω μόνος μου, μένω με τη μητέρα και την αδερφή μου, με τα χρήματα που βγάζουμε το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καλύψουμε τις ανάγκες του φαγητού, τους λογαριασμούς και την εφορία για το σπίτι” δήλωσε στην κάμερα του euronews, ο ...
...
“Έχω τελειώσει την αρχιτεκτονική εδώ και ένα χρόνο, έχω στείλει πάνω από 100 βιογραφικά, έχω πάει σε ελάχιστες συνεντεύξεις, δύο με τρεις, αυτό που κάνω τώρα είναι ότι ασχολούμαι με τη φωτογραφία, βγάζω φωτογραφίες σε νυχτερινά κέντρα, κλαμπ και μπαρ, και βγάζω 240 ευρώ το μήνα” δήλωσε στην κάμερα του euronews η ...

Απ’ την μεριά του το ελληνικό παλιοκράτος, που απέναντι στην “γενιά των 700 ευρώ” δεν είχε τίποτα να πει ή να κάνει, τώρα έχει σηκώσει τα μανίκια και, με την χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού μισο-ομοσπονδιακού παλιοκράτους, μοιράζει απλόχερα ευκαιρίες, διεξόδους, φιλάκια - και “επιταγές”:

Καλωσορίσατε

 Καλωσορίσατε στo σύστημα επιχορήγησης ωφελουμένων με Επιταγές Κατάρτισης για τη λήψη υπηρεσιών επαγγελματικής κατάρτισης και πιστοποίησης, του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
...
- ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΑΝΕΡΓΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ (ΒΕΛΤΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ).
- ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΝΕΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ - ΝΕΑΡΧΟΣ .
- ΕΠΙΤΑΓΗ ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΑΝΕΡΓΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΕΩΣ 29 ΕΤΩΝ.
- «ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΜΕ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ ΕΠΙΤΑΓΩΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ (TRAINING VOUCHER) ΤΩΝ ΠΡΩΗΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΗΣ “Aldi ΕΛΛΑΣ” ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ».
- ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΜΕ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ (Training Voucher) ΑΝΕΡΓΩΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΤΟΜΕΑ Β΄ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ (TEE) [Κωδ. ΟΠΣ 374743 & 374744].
- ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΕΡΓΩΝ ΜΕ ΕΠΙΤΑΓΕΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ (TRAINING VOUCHER) ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΨΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΠΕ ΠΟΥ ΘΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ ΑΠΟ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΕΝΤΡΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ 

Sarajevo 80 - 1/2014

Ένας παρατηρητής με καθαρό μυαλό θα παρατηρούσε, ξαφνικά, ότι υπάρχουν στην ελλάδα πολλές χιλιάδες δουλειές (“θέσεις εργασίας”) έτοιμες να υποδεχτούν τους ενδιαφερόμενους και τις ενδιαφερόμενες· αρκεί να είναι αρκετά ταπεινωμένοι και “ολιγαρκείς” ώστε κάπως να την κουτσοβγάζουν με ψίχουλα... Γιατί εκτός απ’ τις “επιταγές κατάρτισης” υπάρχουν κι όλα εκείνα τα 5μηνα συμβόλαια που ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί· επιδοτούμενα επίσης απ’ το μισο-ομοσπονδιακό παλιοκράτος της ε.ε. Υπάρχει επίσης το παρόμοιο κόλπο της “κοινωφελούς εργασίας”· βαφτισμένη έτσι για να μην ζητάει πολλά... Θα έκανε αυτήν την παρατήρηση κόντρα στην πλανημένη πεποίθηση ότι “δουλειές δεν υπάρχουν” ή, ακόμα, κόντρα και σ’ εκείνη την μίζερη βεβαιότητα ότι “τα αφεντικά δεν χρειάζονται την εργασία πια”.
Υπάρχει ωστόσο ένα πολύ σοβαρό εννοιολογικό πρόβλημα, που δεν είναι αφηρημένο και φιλοσοφικό αλλά πολιτικό απ’ την αρχή ως το τέλος. Εάν όλα αυτά δεν γίνονται κατανοητά σαν συστηματική, μεθοδική και άγρια υποτίμηση της εργασίας απ’ τα ντόπια αφεντικά και για λογαριασμό τους (με την περιβόητη “τρόικα” στο ρόλο του “κρατάω το φανάρι”...) τότε ζούμε απλά μια version του κατακλυσμού - του - Νώε· και ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Δυστυχώς (για εμάς, σαν αυτόνομους εργάτες) η συντριπτικά πλειοψηφική πρόσληψη είναι η δεύτερη, ή κάτι κοντά σαν αυτήν. Κι αν, λοιπόν, αξίζει να θυμόμαστε την g700 σαν “φαινόμενο”, δηλαδή σα δημόσιες ρητορικές, είναι επειδή “όταν όλα πήγαιναν σχετικά καλά” (ή έτσι έμοιαζε), δηλαδή το 2007 και το 2008, έγινε η πλατφόρμα έκθεσης ζητημάτων εκμετάλλευσης της εργασίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός απο εκείνο που πραγματικά ήταν. Και αυτό επιτεύχθηκε με αξιοσημείωτα επίκαιρο (τότε τουλάχιστον) τρόπο: σαν γκρίνια και διαμαρτυρία των wegonnabe μεσοστρωματικών, απέναντι στο κράτος και τις υποσχέσεις του (κυρίως σε ότι αφορά την κατάκτιση ενός κοινωνικού και μισθολογικού status μέσω υψηλής εκπαίδευσης). Η “δημοσιοσχεσίτικη” επιτυχία (των “πρωταγωνιστών”...) της g700 ήταν ότι παρουσίασε ένα τμήμα της σύγχρονης εργατικής τάξης (τους σπουδαγμένους και πτυχιούχους νέους εργάτες) σαν μεσοαστούς - με - αναστολή· κι αυτό ακριβώς ήταν η γενική μικροαστική νόρμα. Μόνο που εάν κανείς (και στην πραγματικότητα εκατοντάδες χιλιάδες) αντιλαμβάνεται τον εαυτό του / της σαν προσωρινά (;) έκπτωτο - απ’ - το - όνειρο, τότε έχει επιλέξει και το ενδεχόμενο μιας έκπτωσης εφιαλτικής. Στα 300 ευρώ, στα 200 ευρώ, στα καθόλου ευρώ (απλήρωτη επί μήνες δουλειά...). Οι στατιστικές κατανομές, το γεγονός δηλαδή ότι “μερικοί τα καταφέρνουν”, έχουν την ίδια αξία με τον τζόγο. Κι εκεί, όντως, κάποιοι κερδίζουν (συχνά όχι και τόσο τίμια)· αλλά πολλοί περισσότεροι είναι μόνιμα στον κουβά.

Δυο χρόνια, λοιπόν, μετά την επίσημη καθεστωτική μαζική υποτίμηση του “βασικού μισθού” (12 Φλεβάρη 2011), 3,5 σχεδόν χρόνια μετά την νομοθετική κατοχύρωση του εργασιακού ρατσισμού για τους ντόπιους (με κριτήρια ηλικίας: οι άνω και οι κάτω των 25...), 4 σχεδόν χρόνια μετά την επίσημη παραδοχή της “κρίσης” στην ελλάδα, μπορούμε και πρέπει να πούμε ότι μάθαμε καλά αυτό: πως ακριβώς φτιάχνονται μαζικά οι “εργαζόμενοι φτωχοί” και οι “άνεργοι φουκαράδες”, σ’ όλον τον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο: φτιάχνονται με τα χέρια ψηλά και την συνείδηση πεταγμένη στα σκυλιά.
Η συνείδηση που είναι πεταγμένη στις λάσπες είναι κάτι σχετικό· τα χέρια που είναι ψηλά όχι. Σήμερα (και όχι το 2007 και το 2008) η φτήνεια της εργασίας γίνεται διαισθητικά, εμπειρικά, αντιληπτή σαν αυτό που όντως είναι: εκβιασμός. Στην ατομική σφαίρα το να υποκύπτει κανείς σ’ έναν τέτοιο εκβιασμό (με απεριόριστη ποσότητα ανεργίας...) είναι υποχρεωτικό. Κανείς ψόγος. Όμως είναι η ατομική σφαίρα η μοναδική (η μοναδική σαν ενδεχόμενο - η μοναδική σαν απαίτηση) σ’ αυτήν την αρένα; Εδώ αρχίζει κι εδώ τελειώνει η μικροαστική νόρμα! Εάν είμαστε άτομα και μόνον άτομα, τότε ναι, όχι απλά θα υποκύπτουμε στους εκβιασμούς, αλλά οι εκβιασμοί θα είναι (και στην πράξη είναι!) απεριόριστοι. Εκτός αν έρθει, όπως στα παραμύθια, ο καπετάν Αλέξης και τα παλληκάρια του, πάνω στα άσπρα άλογα, να μας λευτερώσουν... Εάν όμως δεν είμαστε μόνο άτομα αλλά, επίσης (και σε ορισμένες συνθήκες κυρίως) συστατικά κάποιου αόρατου ή ανομολόγητου συνόλου; Εάν είμαστε πρόσωπα, πρόσωπα διαφορετικά και πολυποίκιλα, μιας κάποιας τάξης; Το κυριότερο: αν ο εκβιασμός δεν είναι τόσο προσωπικός όσο βιώνεται αλλά, business as usual, εκβιασμός γενικός, συνολικός, απέναντι σ’ αυτήν την “κάποια τάξη”; Αν, για να το πούμε αλλιώς, ο εκβιασμός της φτήνειας (της δουλειάς που θα παρέχω, του χρόνου που θα παρέχω, της προσπάθειας που θα παρέχω, του αποτελέσματος που θα δημιουργώ) δεν στρέφεται σε “Εμένα” αλλά και σε κάθε “εμένα”, με μικρό γράμμα, δηλαδή και στον δίπλα, και στον παραδίπλα, και στον προηγούμενο, και στον επόμενο· αν είναι έτσι, τότε;

Η γραμμή που χωρίζει τον μικροαστισμό (το ευτελές μεν, μνημείο δε, του “Εγώ”) και την προλεταριακή συνείδηση είναι πολύ λεπτή. Είναι όμως, ταυτόχρονα, ογκώδης, γρανιτένια, συμπαγής, αδιάρρηκτη. Δυστυχώς ξέρουμε πια τοις μετρητοίς το πόσο στοιχίζει η δεύτερη εκδοχή.
- Όχι μόνο η καταραμένη συνέλευση του 30/900 αλλά ακόμα και οι καθεστωτικές στατιστικές επιβεβαιώνουν ότι σε ότι αφορά τις βασικές ανάγκες του είδους μας στον 21ο αιώνα και στα ευρωπαϊκά γεωγραφικά μήκη και πλάτη (πάει να πει: με δοσμένες σχέσεις και συνθήκες της κοινωνικής ζωής) ένας μισθός από 900 μέχρι 1000 ευρώ είναι το ελάχιστο αντάλλαγμα για 40 (το μέγιστο) ώρες εργασίας την βδομάδα. Η κ.σ. (καταραμένη συνέλευση) του 30/900 υποστηρίζει βέβαια ότι τα 900 ευρώ τον μήνα πρέπει να είναι το ελάχιστο για 30 μόνο ώρες, και μάλιστα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν η ρεφορμιστική γενναιοδωρία της τάξης απέναντι στ’ αφεντικά. Πάντως, και με κριτήρια “συστημικά”, οποιοσδήποτε μισθός κάτω απ’ τα 900 - 1000 ευρώ είναι εξαιρετικό κέρδος για τους μεν και μεγάλη μιζέρια για τους δε.
- Πράγμα που σημαίνει πως είτε με τα σκάρτα 500 των “επιταγών κατάρτισης” (πληρωτέα σε κάποιο ασαφές μέλλον) είτε με τα 500 + ή 500 - των επίσημων προσλήψεων, είτε με τις part time υποδιαιρέσεις αυτών των ποσών, είτε με τον ρεφενέ της απεριόριστης και εκβιαστικής πια “μαυρίλας”, όχι “εσύ κι εγώ”, αλλά ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ, εξ αδιαιρέτου σαν τάξη, πληρώνουμε την καλή υγεία των αφεντικών, ατομικά αλλά και εξ αδιαιρέτου σαν τάξης. Μένει στους σχολαστικούς να αποφανθούν αν αυτό είναι απόλυτη ή σχετική υπεραξία. Μπορεί ωστόσο να ονομαστεί φόρος ταξικής υποτέλειας.
- Ο ατομισμός, ο μικροαστισμός, οι αναστολές, οι φοβίες, η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ αλλήλων, η έλλειψη οργανωτικής φαντασίας, αποφασιστικότητας, πείσματος· και αντίθετα η περίσσεια προκαταλήψεων, άλλοθι, συμβιβασμών, συνηθειών, προκαταλήψεων, ψευδαισθήσεων, και οποιουδήποτε άλλου “που δεν φτάνουμε και κάνουμε κρεμαστάρι”, έχουν (επιτέλους!!!) ένα χρηματικό μέγεθος: από 400 έως 900 με 1000 ευρώ τον μήνα. Κάθε μήνα!!! Κάθε μήνα, δώδεκα μήνες τον χρόνο, το τρομερό και φοβερό Εγώ μου - σου - του, πληρώνει (δουλεύοντας, μισοδουλεύοντας, ή απλά ψάχνοντας για δουλειά) από 400 έως 1000 ευρώ άμεσα, cush, την καπιταλιστική συσσώρευση· κι όταν έρθει ο συ.ριζ.α. εν τη βασιλεία του (υπόσχεται ότι) θα κάνει μια καλύτερη τιμή.
- Χαααα! Δεν πληρώνουμε μόνο σε χρήμα! Πληρώνουμε και σε είδος. Δηλαδή σε σχέσεις. Το λέει κάποιος μπροστά στην κάμερα, και χιλιάδες άλλοι το λένε τις νύχτες δαγκώνοντας το μαξιλάρι: ... προφανώς και δεν μπορώ να μείνω μόνος μου, μένω με τη μητέρα και την αδερφή μου... Αξιαγάπητοι (λέμε...) όλοι οι συγγενείς... Αλλά εάν επρόκειτο  να απολαμβάνουμε τα καλά (και τα κακά) της διευρυμένης φατρίας θα έπρεπε να έχουμε μεγαλώσει στα χωριά στήνοντας ξόβεργες για διασκέδαση. Και, φυσικά, θα έπρεπε να παίρνουμε με τις πέτρες οποιονδήποτε μας υποσχόταν voucher, θεωρώντας τον (και σωστά) σαν αγύρτη που θέλει να χαλάσει την ηρεμία του ξημερώματος με τα κοκόρια και του δειλινού με την λάμπα πετρελαίου.
- Αυτό το τίμημα, το τίμημα των σχέσεων δηλαδή, των σχέσεων που δεν είναι καθόλου αμαρτωλές επειδή προϋποθέτουν την ισχύ μιας (παλιάς...) συμφωνίας σύμφωνα με την οποία παρέχουμε τον πολύτιμο χρόνο (και τις ικανότητές) μας στα αφεντικά έναντι μισθού τόσου και τέτοιου ώστε να ικανοποιούνται οι σύγχρονες υλικές μας ανάγκες (καθόλου περιορισμένες σε ένα πιάτο φαΐ, σε ένα ρούχο, σε λογαριασμούς και δόσεις στην εφορία!) αυτό το τίμημα λοιπόν είναι πολύ πολύ βαρύ. Και είναι απορίας άξιο που τόσοι και τόσες αποδέχονται αδιαμαρτύρητα όχι μόνο την (ουσιαστική) αφραγκία σαν τέτοια αλλά επιπλέον την τερατώδη υποτίμηση του σχεσιακού τους δυναμικού και πλούτου (εξαιτίας και της αφραγκίας), υποβιβάζοντάς τα στο τρίγωνο μπαμπάς - μαμά - παιδί· άντε (μερικοί) και “συντροφική κουζίνα” (αλλά όχι, ω του συντηρητισμού!, “συντροφική κρεββατοκάμαρα”!).  Υπό τις τωρινές συνθήκες, δεν είναι ακριβώς ατιμία που μια (όχι, συνήθως, της προκοπής...) σύνταξη χρηματοδοτεί τα τσιγάρα και τους καφέδες τριών και τεσσάρων... Είναι κάτι χειρότερο από ατιμία. Είναι προδοσία. Είναι προδοσία της αξιοπρέπειας του Εαυτού, αυτού του αχαλίνωτα υμνημένου μόλις προχτές Εαυτού που, χωρίς να μπλέκει στους ιστούς των καταναλωτικών μανιών, δημιουργείται και ενηλικιώνεται σαν ικανός - να - τα - φέρει - βόλτα - μόνος - του· και αξιοπρεπώς. Το τίμημα της υποτίμησης της εργασίας δεν τελειώνει στο πορτοφόλι. Προχωράει στα κύτταρα, στα κορμιά, στις καρδιές, στα μυαλά, στις επιθυμίες και στις συνήθειες, στον αέρα που αναπνέει ο καθένας και η καθεμιά. Κι αυτό είναι ένα κόστος ανυπολόγιστο - και φρικαλέο.
Κι όλα αυτά γιατί; Επειδή, μήπως, έχουμε κι άλλες ζωές, σαν τα “κανονάκια” των video games;

Sarajevo 80 - 1/2014

Είναι αλήθεια. Το μεγαλύτερο (ή, ίσως, και το μοναδικό άξιο να χαρακτηριστεί έτσι) πρόβλημά μας ΔΕΝ είναι η αναγκαστική ατομική υποχώρηση και παράδοση στους εκβιασμούς των αφεντικών... Κατά μόνας λίγα περισσότερα θα μπορούσαν να γίνονται (καθόλου ασήμαντα αν προστατεύουν ατομικές αξιοπρέπειες, αδύναμα όμως και αναποτελεσματικά σε ότι αφορά το γενικό μας παρόν και μέλλον). Όχι. Το πρόβλημά μας είναι η αυτοδιάλυση του συλλογικού, ταξικού, εργατικού πνεύματος· δηλαδή η έλλειψη της συνείδησης (της συναίσθησης εάν προτιμάτε) της κοινής θέσης, και μάλιστα η λήθη της ισχύος που έχει αυτή η συνείδηση. Σαν αναπαράσταση του συλλογικού ούτε τα κόμματα ή κομματίδια, ούτε τα συνδικάτα, ούτε οι συμμορίες (γι’ αυτούς που καταφεύγουν σε τέτοια υποκατάστατα) αξίζουν ένα δίφραγκο. Ούτε βέβαια οι δομές “κοινωνικής οικονομίας” και οι υπόλοιπες εξυπνάδες της κυβερνοαριστεράς!!!
Πριν κάτι χρόνια κάποιοι που ένοιωθαν ξεπεσμένοι διάλεξαν να βάλουν μπροστά την ηλικία τους, κι έτσι αυτο-ονομάτηκαν “γενιά”. Γενιά (του - ξεπεσμού) των 700 ευρώ. Επειδή ο καπιταλισμός προσφέρει πάντα αντίδωρα για τους πιστούς της θείας λειτουργίας του, πολλοί απ’ τους “εκπροσώπους” θεμελείωσαν θέση στη μεσαία τάξη της χώρας όπως γράφουν οι ίδιοι. “Όπως ήταν αναμενόμενο”...
Τα (κοινωνικά) αμπορτισέρ κάτω απ’ τις καρέκλες και τους κώλους τους πολλαπλασιάστηκαν εν τω μεταξύ· και είναι διαγενεϊκά. Και ποιός τώρα μιλάει ακόμα για “γενιές” και “generations”;
Όπως θα έλεγαν και οι εξωγήινοι don’t cry for us. Υπάρχει ακόμα περιθώριο να ομο-λογήσουμε την τάξη μας. Πρακτικά.
Αυτό δεν είναι “αναμενόμενο”! Είναι όμως αναγκαίο. Και λυτρωτικό.

 
       

Sarajevo