Sarajevo
 
   

τα σουβλάκια καίγονται
στη σχάρα της ανθρωπότητας [*]

Sarajevo 77 - 10/2013

Ήταν σαράντα-κάτι χρονών ο Μπουκόφσκι όταν ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα, τα χαμένα, τα μεθυσμένα, τα βαριά- πήγε στην τουαλέτα για την ανάγκη του. Σαν τέλειωσε κοίταξε τι είχε ποιήσει και αναρωτήθηκε: “Πότε έφαγα παντζάρια;”
Κατάλαβε ότι δεν έφταιγαν αυτά που είχε φάει, αλλά αυτά που είχε πιεί. Πήγε στο νοσοκομείο, όπου του έκαναν εσπευσμένη εισαγωγή. Τα σωθικά του είχαν λιώσει από τα ποτάμια μπύρας και τις θάλασσες κρασιού (οίνωψ πόντος κυριολεκτικά) και τους ωκεανούς ουίσκι. Έπρεπε να εγχειριστεί.
Αφού έμεινε ένα βράδυ νηφάλιος, πράγμα το οποίο δεν συνήθιζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, πήγε ο νοσοκόμος να τον προετοιμάσει για την εγχείρηση. Τον άλειψε με σαπουνάδα και άρχισε να τον ξυρίζει. Πρώτα την κοιλιά και μετά…
Ο Τσαρλς έσκυψε όταν κατάλαβε ότι ο νοσοκόμος του έβαζε αφρό και στα αχαμνά.
“Τι κάνεις, ρε φίλε;” τον ρώτησε. “Αυτά δουλεύουν μια χαρά, αλλού έχω το πρόβλημα.”
Ο νοσοκόμος, βαριεστημένος, ίσα που σήκωσε τα μάτια.
“Είσαι γιατρός;” τον ρώτησε. Και χωρίς να περιμένει απάντηση είπε: “Το περίμενα… Ακούμπα πίσω και απόλαυσε ‘το.” Και συνέχισε το ξύρισμα.
Ο Τσαρλς τον κοιτούσε και σκεφτόταν: “Να μια δουλειά που δεν έχω κάνει!”.
Γιατί ο ποιητής, όπως ο Καραγκιόζης, είχε περάσει από πάμπολλα επαγγέλματα, στο δρόμο προς το μπαρ.

Η εγχείρηση έγινε. Ο γιατρός είπε στον Μπουκόφσκι ότι έτσι και έπινε πάλι, έστω και ένα ποτηράκι, θα πέθαινε. Εκείνος δεν τον πίστευε, δεν εμπιστευόταν και πολύ την κρίση των γιατρών, άσε που η ζωή του φαινόταν χρυσή “μόνο όταν την κοιτούσε μέσα από ένα ποτήρι ρετσίνα”, όπως έγραψε ένας άλλος ποιητής που πνίγηκε οικειοθελώς στην Πρέβεζα.
Έκανε αποτοξίνωση για λίγους μήνες και μετά, σιγά αλλά σταθερά, συνέχισε τις βουτιές στον οίνοπα πόντο - ο Μπουκόφκσι, όχι ο Καρυωτάκης.
Έζησε άλλα τριάντα χρόνια, σε πείσμα των καιρών και των γιατρών.
(Ντον’τ τράι δις ατ χομ, δεν έχουν όλοι συκώτια πυρηνικούς αντιδραστήρες.)

Στα καθ’ ημάς τώρα.

Επιστρέφοντας από το οδοιπορικό στον αρχαίο και ιερό τόπο όπου η μοίρα με γέννησε έπεσα με ορμή στον τοίχο της σκληρής πραγματικότητας που θα μπορούσαμε να την αποκαλούμε και “Στουρνάρας”. Αλλά δεν πρέπει να μπερδευόμαστε και να πιστεύουμε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι κάτι παραπάνω από το μηδέν. Αν δεν ήταν αυτός θα βρισκόταν κάποιος άλλος, αχρείοι πάντα βρίσκονται, ειδικά αν πληρώνονται καλά.

Άλλο είναι το πρόβλημα, διόλου νομιναλιστικό, και νομίζω ότι το ξέρετε (ή τουλάχιστον το ψυχανεμίζεστε).

Η λύση, πάντα προσωρινή, όπως όλες οι λύσεις που βρίσκουμε σε αυτό το μάταιο κόσμο, ήταν μια δουλειά από αυτές που δεν έχω κάνει - αν και δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω κάνει όλες τις δουλειές του κόσμου.
Δεν έχω ξυρίσει τα αχαμνά κάποιου ποιητή, ούτε έχω τη διάθεση να το κάνω, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, όλα πιθανά είναι στη ζωή και η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο.
Στον παράδεισο; Μπορεί στα Ηλύσια Πεδία…

Η δουλειά που βρέθηκε ήταν η εξόχως δημιουργική δουλειά του ψήστη, σε ένα αναψυκτήριο (λεπτομέρειες δεν δίνω, γιατί θα έρχεστε και θα μου ζητάτε αυτόγραφα - ή σουβλάκια).
Δυο μέρες προτού ξεκινήσω τη δουλειά πήγα εκεί όπου θα περάσω τους επόμενους δύο ζεστούς μήνες, για να δω το μέρος και να μάθω τι έπρεπε να κάνω.
Φυσούσε ένα δροσερό καλοκαιρινό αεράκι και τα δέντρα έριχναν αφιλοκερδώς τη σκιά τους. Στην πλατεία, με θέα τη θάλασσα, δεκάδες γέροι απολάμβαναν τις τελευταίες μέρες της ζωής τους, με συντάξεις που μετά βίας φτάνουν για έναν ελληνικό καφέ σε πλαστικό ποτήρι - και τάβλι.
Ο ψήστης που θα αντικαθιστούσα, ο οποίος όλως τυχαίως είχε το ίδιο όνομα με εμένα, και δεν εννοώ Γελωτοποιός, μου έκανε μια γρήγορη ξενάγηση, μου είπε κάποια μυστικά του επαγγέλματος, και μετά μου περιέγραψε με όλες τις λεπτομέρειες που θα έστηνε το αντίσκηνο του, για να απολαύσει το μήνα Αύγουστο, τη θάλασσα και το ελεύθερο κάμπινγκ.
“Ωραία είναι”, σκεφτόμουν, “σχεδόν ειδυλλιακά”. Και οι γέροι έφερναν ντόρτια.

Την πρώτη μέρα της δουλειάς κατάλαβα τρία πράγματα:
Πρώτον: Ότι κάθε σουβλάκι που τρώμε στα γρήγορα είναι ψημένο με τον ιδρώτα ενός ανθρώπου (ναι, εκείνου που κανείς δεν βλέπει, κανείς δεν του δίνει σημασία, κανείς δεν ξέρει το όνομα του).
Δεύτερον: Ότι με τα γηρατειά δεν έρχεται και η σοφία.
Και τρίτον: Ότι η Κόλαση είναι ακριβώς στη μέση του Παραδείσου.

Ενώ έξω φυσούσε εκείνη η καλοκαιρινή αύρα που προανέφερα, ενώ έξω τα δέντρα προσέφεραν τη σκιά τους αφιλοκερδώς, ενώ έξω η θάλασσα λαμπύριζε, μέσα έκαιγαν οι εφτά φωτιές της Κολάσεως, που καμία αύρα και καμία σκιά δεν τις δρόσιζε.
Αν ήμουν θεός - ή έστω διάβολος - θα έστηνα την Κόλαση κάπως έτσι: στο κέντρο του Παραδείσου.
Απέξω οι μακάριοι θα δροσίζονται και θα παίζουν τάβλι. Και μέσα στις φλόγες οι κολασμένοι, που υπέπεσαν στο αμάρτημα να διαβάσουν Νίτσε και Ντόκινς, όχι μόνο θα καίγονται, αλλά θα πρέπει να φτιάχνουν και σουβλάκια για τους μακάριους.

Ιδρώνοντας και αγκομαχώντας όμως, συνδέθηκα, ήδη από τις πρώτες μέρες, με τους υπόλοιπους κολασμένους συνάδελφους. Κάθε ένας και μια ιδιαίτερη περίπτωση, όπως είναι όλοι οι άνθρωποι σε αυτόν τον πλανήτη: όλοι διαφορετικοί και όλοι τόσο ίδιοι.
Ο ένας μου έλεγε για τα ταξίδια του στην Τζαμάικα, με ένα σακίδιο στην πλάτη. Ο άλλος για το πειραματικό όχημα που δουλεύει με συμφοιτητές του, ένα αυτοκίνητο που θα καίει υδρογόνο! Hydrogen-car. Ηλεκτρόλυση νερού, μηδενικοί ρύποι και 10 ευρώ καύσιμα τα 2.500 χιλιόμετρα (αρκεί πρώτα να δώσεις έξι χιλιάρικα για τις ράβδους λευκόχρυσου που θα κάνουν την ηλεκτρόλυση).
Ανάμεσα στους κολασμένους αυτής της Γης επικρατεί πολύ συχνά η ομόνοια, ειδικά όταν καταλαβαίνουν ότι δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν, μόνο πολλά να μοιραστούν.

Το πρόβλημα είναι ότι αυτοί που αληθινά είναι οι μακάριοι (όχι, βεβαίως, οι συνταξιούχοι που περνάνε το καλοκαίρι τους στην πόλη), κάνουν ό,τι μπορούν για να στρέφουν τον έναν κολασμένο ενάντια στον άλλο. Και συνήθως το καταφέρνουν.
Η ιστορία της ανθρωπότητας δείχνει ότι οι κολασμένοι συνήθως ηττούνται, γιατί χάνουν το στόχο, δεν αντιλαμβάνονται ποιος είναι ο εχθρός, ποιος τους πέταξε στην Κόλαση.
Αλλά επειδή δεν έχεις δει ποτέ ένα λευκό κοράκι δε σημαίνει ότι όλα τα κοράκια είναι μαύρα (το έχει πει και ο Πόπερ), επειδή ο ήλιος ξημερώνει κάθε μέρα δε σημαίνει ότι θα βγει και αύριο (το έχει γράψει και ο Βιτγκεστάιν).
Έτσι μπορεί μια μέρα να καταλάβουν οι κολασμένοι ότι δεν ζουν τη ζωή που διάλεξαν, ότι δεν υπάρχουν εχθροί ανάμεσα τους, μόνο από πάνω τους. Ίσως μια μέρα καταλάβουν και αυτοί οι “από πάνω”, ότι βρίσκονται στο ίδιο οίκημα με τους “από κάτω” και ίσως μια μέρα να ζήσουμε όλοι εν ειρήνη.
Ο καιρός είναι εγγύς. Δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για διενέξεις τρίτου τύπου.
Τα σουβλάκια καίγονται στη σχάρα της ανθρωπότητας.

 

* Αναδημοσίευση από το blog γελωτοποιός
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo