Sarajevo
 

   

παλιοί και νέοι ουτοπιστές

“Να έχουμε την δική μας παραγωγή”... “Κολλεκτίβες”... “Να συμφιλιωθούμε με την γη”... “Να καταργήσουμε τους μεσάζοντες” [1]...: Σαν ηχώ από μερικές μακρινές, πολύ μακρινές στο παρελθόν, εκδοχές “σοσιαλισμού”, μέσα στην εξέλιξη της τρέχουσας διαχείρισης της κρίσης, αναβιώνουν ιδέες με άρωμα (και επιχειρήματα) ριζοσπαστισμού. Οι έλληνες δεν είναι φιλικοί με την ιστορία· κι όσο πιο έλληνες είναι, τόσο περισσότερο βολεύονται με τον ιστοριογραφικό εκλεκτικισμό, με επιλεγμένα δηλαδή και κατάλληλα “ερμηνευμένα” (έως μυθοποιημένα) αποσπάσματα του παρελθόντος. Θα μπορούσε, λοιπόν, να μιλήσει κανείς για αναβίωση του εναλλακτισμού θυμίζοντας όχι μόνο ότι “η ιστορία επαναλαμβάνεται μια φορά σαν τραγωδία κι άλλη μια σαν φάρσα” (εξάλλου ένας σωστός εναλλακτικός δεν θα τα πήγαινε καθόλου καλά με τις απόψεις του κυρ Κάρολου) αλλά, κυρίως, που κατέληξαν τα αυτοδιαχειριστικά εγχειρήματα των ‘70s και των ‘80s διεθνώς... Που κατέληξαν και οι ιδέες για “νησίδες” μέσα στον καπιταλισμό... Και μάλιστα σε εποχές πολύ πιο ευνοϊκές για τέτοιες προσπάθειες.
Μέσα στον πολύ στενό κύκλο των συνηγοριών που φτιάχνουν οι θιασώτες τέτοιου είδους εγχειρημάτων σήμερα, όλα μοιάζουν εφικτά. Οι προθέσεις τους, εννιά φορές στις δέκα, είναι κατ’ αρχήν καλές. Γιατί να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει απ’ την καπιταλιστική κρίση κάνοντας δυο βήματα πιο ‘κει, είτε προς τον αγροτικό είτε προς τον αστικό (urban) παραγωγικό (ή καταναλωτικό) συνεταιρισμό; Χωρίς αφεντικά κι εργάτες, με ισότητα, αλληλεγγύη, καλοσύνη και αγάπη; Γιατί να μην πιστέψει κανείς κάτι τέτοιο; Γιατί να μην πάει στο γεροδιάβολο η μισθωτή κατάρα, με κατ’ άτομο γενναίες δηλώσεις αποσκίρτησης, αφού άλλωστε μόνο μιζέρια υπόσχεται; Γιατί να μην φτιαχτούν νησίδες ευημερίας, απαλλαγμένες (στην υπόστασή τους) απ’ τον πάντα αβέβαιο (και συχνά χαμένο) ανταγωνισμό απέναντι στο σύστημα; Γιατί να μην παρακαμφθεί ο απάνθρωπος χαρακτήρας του καπιταλισμού με την γενναιότητα όχι μιας γενικής αναμέτρησης μαζί του αλλά μιας πρωτοβουλιακής και έξυπνης “αλλαγής θέματος”; Γιατί όχι; Μήπως επειδή αυτά έχουν δοκιμαστεί ξανά και ξανά, και έχουν αποτύχει - άσχετα απ’ τον χαρακτήρα όσων τα δοκίμασαν; Όχι - αφήστε την ιστορία να κοιμάται, βάλτε φύλακες ή παπάδες (: ιδεολόγους) να ξορκίζουν τα φαντάσματά της: όλα αρχίζουν τώρα!

 

οι παλιοί...

Αλλά όχι, δεν αρχίζουν τώρα... Η πρώτη (και γι’ αυτό μοναδικά έγκυρη) εμφάνιση των σοσιαλιστικών ουτοπιών ανάγονται στα τέλη του 18ου αιώνα ή στις αρχές του 19ου. Οι πιο αποφασισμένοι να εφαρμόσουν τότε ιδέες εξαιρετικά τολμηρές για την εποχή τους, σε ότι αφορούσε την κοινωνική οργάνωση, την εργασία, τις σχέσεις των φύλων και των ηλικιών, ήταν φωτισμένοι αστοί. Η ιστορία συγκράτησε κυρίως τα ονόματα του γάλλου Charles Fourier και του άγγλου Robert Owen. Και τα συγκράτησε σ’ ένα ρεύμα “εφαρμοσμένης φιλοσοφίας” που ονομάστηκε εκ των υστέρων σοσιαλιστικός ουτοπισμός.
Ο Owen, γεννημένος το 1771 στην Ουαλία, απέκτησε σχετικά νωρίς σοσιαλίζουσες / ανθρωπιστικές πεποιθήσεις, όταν στα 21 του άρχισε να δουλεύει σαν “διευθυντής” σ’ ένα υφαντουργείο στο Μάτζεστερ. Οι διοικητικές του ικανότητες, το αυτοδίδακτο επιχειρηματικό του πνεύμα και οι νεωτερικές του ιδέες τον οδήγησαν λίγο πριν τα 40 να είναι διευθυντής και συνιδιοκτήτης διάφορων υφαντουργείων, στο Νέο Λαμάρκ. Η σχέση του με την εργασία και την εκμετάλλευσή της ήταν άμεση - και έβλεπε πολλά που έκρινε σαν άδικα ή επιβλαβή για την υγεία και την ηθική των εργατών. Βαθμιαία, και χωρίς να χρειαστεί να χάσει τον πλούτο του, αποκτούσε όλο και πιο προοδευτικές απόψεις. Μεταξύ άλλων άρχισε να διαπιστώνει τον καταστροφικό ρόλο της θρησκείας στις πεποιθήσεις και στις πρακτικές του κόσμου.
Με δεδομένο ότι ο οραματισμός ήταν τότε δείγμα καλού πνεύματος και γούστου, ο Owen έγραψε και δημοσιοποίηση το 1813 το πρώτο από μια σειρά τεσσάρων δοκιμίων, με τον εντυπωσιακό τίτλο Μια καινούργια άποψη για την κοινωνία ή δοκίμια για τα βασικά στοιχεία της διαμόρφωσης του ανθρώπινου χαρακτήρα. Στη βάση αυτών των απόψεων, που περιελάμβαναν μέτρα φροντίδας των εργατών (ειδικά της μόρφωσης και της υγείας) αλλά και βελτίωσης των προϊόντων μέσα απ’ αυτό που θα λέγαμε “ομαδική επιβράβευση του προσεκτικού εργάτη”, άρχισε να κάνει πρακτικά βήματα τέτοιου είδους στις επιχειρήσεις του στο Νέο Λαμάρκ, φροντίζοντας να τα προπαγανδίζει. Σιγά σιγά το Νέο Λαμάρκ έγινε τόπος προσκηνύματος διάφορων προοδευτικών της εποχής, που ήθελαν να δουν επι τόπου την εφαρμογή των σοσιαλιστικών ιδεών του Owen.
Κάπου εκεί άρχισε να φαντάζεται ποιο θα ήταν το ιδανικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις και τις ιδέες του, κοινότητες αποτελούμενες από 1200 ανθρώπους και των δύο φύλων (αργότερα βελτίωσε το μέγεθος σε μια γκάμα από 500 έως 3000 άτομα), θα έπρεπε να εγκατασταθούν σε εκτάσεις γης από 1000 έως 1500 στρέμματα. Θα έμεναν όλοι μαζί, σε ένα μεγάλο τετράγωνο κτίριο, με κοινές / δημόσιες κουζίνες. Κάθε οικογένεια θα δικαιούνταν τον δικό της βασικό ιδιωτικό χώρο, και οι γονείς θα είχαν την αποκλειστική φροντίδα των παιδιών τους ως τα 3 χρόνια τους. Στη συνέχεια θα παραδίνονταν για μόρφωση και διαπεδαγώγηση στην κοινότητα, και οι γονείς τους θα τα έβλεπαν μόνο στα γεύματα και σε άλλες επι τούτου θεσμισμένες ώρες. Θα υπήρχε απόλυτη εξίσωση στις αμοιβές για την εργασία, και τα αποτελέσματά της θα έπρεπε να είναι κοινά, και να τα απολαμβάνουν όλοι. Αυτές οι κοινότητες εργασίας θα ήταν κυρίως αγροτικές, αλλά θα μπορούσαν να είναι έχουν και βιοτεχνικές δραστηριότητες, ώστε να προσφέρουν μια γκάμα επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Και θα έπρεπε να είναι κατά το δυνατόν αυτάρκεις. Ο Owen ήλπιζε ότι καθώς αυτό το μοντέλο θα γενικευόταν και οι εξισωτικές κοινότητες θα πολλαπλασιάζονταν, θα μπορούσαν να κάνουν μεταξύ τους συνεταιρισμούς· κι έτσι να αλλάξουν όλον τον κόσμο. Θα ήταν πάντως απαραίτητο το γενικό κουμάντο τέτοιων κοινοτήτων να το έχουν άνθρωποι υψηλού φρονήματος και κύρους.

Το πρώτο τέτοιο πείραμα ξεκίνησε υπό την διεύθυνση ενός οπαδού του Owen, κοντά στην Γλασκώβη, το 1825. Το 1826 ο Owen αγόρασε την απαραίτητη έκταση στη Ινδιάνα των ηπα, και ξεκίνησε ένα δεύτερο πείραμα. Οι κοινότητες ονομάστηκαν Νέα Αρμονία - και μετά από δύο χρόνια απέτυχαν εντελώς. Σύμφωνα με τον γυιό του Owen αιτία της αποτυχίας ήταν “η ετερόκλητη συγκέντρωση ριζοσπαστών, ενθουσιωδών υποστηρικτών της φύσης, έντιμων εχθρών της θρησκείας και τεμπέληδων θεωρητικών” που ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν μεταξύ τους ύστερα από την φάση της αρχικής αισιοδοξίας.
Έχοντας χάσει πολλά λεφτά απ’ την αποτυχία της Νέας Αρμονίας στις ηπα, ο Owen επέστρεψε στην αγγλία και έκανε το Λονδίνο βάση των δραστηριοτήτων του. Δεν ήταν πια ένας πλούσιος καπιταλιστής, αλλά παρέμενε αρκετά δραστήριος προπαγνδιστής σοσιαλιστικών ιδέων. Η πιο αξιοπρόσεκτη ιδέα του το 1832 ήταν η δημιουργία ενός συστήματος “εθνικής ανταλλαγής εργασίας”, βασισμένης σ’ ένα νόμισμα “ωρών εργασίας”, σύμφωνα με το οποίο η (χρηματική) ανταλλαγή αφορούσε ανταλλαγή χρόνου εργασίας. Στη δεκαετία του 1830 άλλοι οπαδοί του προσπάθησαν να ξαναπειραματιστούν φτιάχνοντες “Νέες Αρμονίες” στην αγγλία. Η μία προσπάθεια απέτυχε σχεδόν αμέσως· η δευτερη κράτησε 3,5 χρόνια· κι ήταν η πιο μακρόβια. Σε ότι αφορά την εφαρμογή των ιδεών του Owen το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σπουδαίο. Οι ιδέες του επέζησαν πάντως, για μερικές δεκαετίες (επηρεάζοντας κυρίως αναρχικούς στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα), με τον τρόπο που αντέχουν στο χρόνο ιδέες και σχέδια για το καλό των ανθρώπων όταν δεν εφαρμόζονται.

Ο Charles Fourier, συνομήλικος του Owen, γεννήθηκε στο Besancon της γαλλίας το 1772. Κληρονόμος μιας κάποιας πατρικής περιουσίας ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της ευρώπης· μια ευχαρίστηση που προσπάθησε να την κρατήσει μεγαλώνοντας, και δουλεύοντας σε διάφορες δουλειές (κυρίως εμπορικός αντιπρόσωπος και πωλητής) που του επέτρεπαν να μετακινείται εντός κι εκτός γαλλίας.
Για τον Fourier το κύριο πρόβλημα των κοινωνιών της εποχής του δεν ήταν η ανισότητα αλλά η φτώχια. Στην ιδανική κοινότητα που φαντάστηκε (και ονόμασε Φαλανιστέριο) σε ένα μεγάλο τετραόροφο κτίριο θα έπρεπε να μένουν 1600 άτομα, πλούσιοι (στον τέταρτο όροφο), λιγότερο πλούσιοι στους ενδιάμεσους ορόφους, και φτωχοί στο ισόγειο. Ο πλούτος θα μοιραζόταν ανάλογα με το είδος της δουλειάς, και θα διάλεγε κανείς δουλειά ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του. Όποιος, όμως, έκανε δουλειά που δεν του άρεσε, θα πληρωνόταν περισσότερο.
Οι σημαντικότερες προοδευτικές ιδέες του Fourier είχαν να κάνουν πάντως με την σεξουαλική απόρριψη (στην εποχή του). Ο Fourier θεωρούσε ότι αυτοί κι αυτές που δεν βρίσκουν ερωτικό / ή σύντροφο πρέπει να αποτελούν αντικείμενο φροντίδας απ’ την κοινότητα του Φαλανιστέριου, ενώ υπερασπιζόταν την ομοφυλοφιλία σαν προσωπικό δικαίωμα. Ήταν επίσης ένθερμος υποστηρικτής των γυναικείων δικαιωμάτων: δεν έβλεπε τις γυναίκες σαν μέρος του οικογενειακού ζευγαριού αλλά σαν ξεχωριστές προσωπικότητες, και θεωρούσε ότι η παραδοσιακή αντίληψη για τον γάμο στερούσε απ’ τις γυναίκες τα δικαιώματά τους. Πρότεινε γι’ αυτό, στις γυναίκες, να μην παντρεύονται.
Ο ίδιος ο Fourier δεν δοκίμασε να συγκροτήσει ένα Φαλανιστέριο. Το έκαναν όμως οπαδοί του, κυρίως στην “απέραντη χώρα των ευκαιριών”, την αμερική. Η ιδεολογική του επίδραση σε μεταγενέστερους είχε περισσότερο να κάνει με τις καινοτόμες απόψεις του για την ερωτική ελευθερία μέσα σε δομημένες στη βάση της ανοχής κοινότητες, με την ιδέα του ότι το σωστό είναι να κάνει κανείς μόνο τις δουλειές που του αρέσουν, πέρα από εξαναγκασμούς, και με την ιδέα του για την αρμονική κοινωνία που θα βασίζεται στη συνεργασία.

 

η επίδρασή τους...

Παρότι η επιρροή ορισμένων απ’ τις ιδέες των ουτοπιστών υπήρξε αξιοσημείωτη σε μεταγενέστερους διανοούμενους ή/και “κοινωνικούς αναμορφωτές” (ακόμα και στον 20ο αιώνα), ή και σε εξεγερτικά γεγονότα του 19ου αιώνα, είναι βέβαιο ότι οι σχετικοί πειραματισμοί, όσο και όπου δοκιμάστηκαν, έπασχαν υπερβολικά απ’ την πεποίθηση μιας ποιοτικής προσωπικής ανωτερότητας (όσων συμμετείχαν) άκοπης και άμαχης. Παρότι οι σοσιαλιστές ουτοπιστές έκριναν σωστά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ότι η προσωπικότητα του καθενός διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό απ’ το περιβάλλον του, η κατασκευή αυτού του Άλλου περιβάλλοντος εδώ και τώρα, χωρίς την φωτιά αντιθέσων και μαχών, επαφιόταν σε χαρακτήρες και πρόσωπα διαμορφωμένα στο προηγούμενο περιβάλλον. Η αόρατη επιρροή πίσω απ’ τους σχεδιασμούς και τις προτάσεις τους για έναν διαφορετικό κόσμο ήταν ο μοναστικός αναχωρητισμός: η ιδέα ότι αρκεί να αναχωρήσει κανείς απ’ τις υπάρχουσες κάθε φορά κοινωνικές σχέσεις και δομές εξουσίας, για να είναι έτοιμος και ικανός να δημιουργήσει τις ακριβώς αντίθετες. Οι εφαρμογές των ιδεών του Owen και του Fourier ονομάστηκαν όχι άδικα Ου-τοπίες, δηλαδή μη τόποι, επειδή έχοντας σαν προϋπόθεση αυτό που κανονικά θα έπρεπε να είναι το μακρόχρονο και κοπιαστικό αποτέλεσμά της, δεν μπορούσαν να σταθούν μέσα στις κοινωνίες που ήθελαν να διορθώσουν· έπρεπε οι “πιστοί” να φύγουν κάπου μακριά. Όμως το “μακρυά” ήταν ιδεατό: τις σχέσεις τις κουβαλούσαν μέσα τους.
Ο Μαρξ και ο Έγκελς, στο κομμουνιστικό μανιφέστο (1848), θεώρησαν αναγκαίο να αφιερώσουν μερικές σελίδες στον “κριτικο-ουτοπικό σοσιαλισμό και κομμουνισμό”:

... Τα κυρίως σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά συστήματα, σαν τα συστήματα του Σαιν Σιμόν, του Φουριέ, του Όουεν κλπ εμφανίζονται στην πρώτη όχι αναπτυγμένη φάση του ανταγωνισμού ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη.... [Αλλά] Επειδή η ανάπτυξη του ταξικού ανταγωνισμού πηγαίνει παράλληλα με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, έτσι όπως αντιλαμβάνονται αυτή την οικονομική κατάσταση δεν προσφέρει τους υλικούς όρους για την απελευθέρωση του προλεταριάτου. Γι’ αυτό ψάχνουν καινούργια κοινωνική επιστήμη, καινούργιους κοινωνικούς νόμους, που να δημιουργήσουν αυτούς τους όρους.
Στη θέση της κοινωνικής δράσης τοποθετούν την προσωπική τους εφευρετικότητα. Στη θέση των ιστορικών προϋποθέσεων της προλεταριακής απελευθέρωσης βάζουν τους δικούς τους φανταστικούς όρους. Και στη θέση της σταδιακής οργάνωσης των εργατών, βάζουν μια ιδέα κοινωνικής οργάνωσης που την έχουν κατεβάσει οι ίδιοι οι εφευρέτες της. Κατά συνέπεια η μελλοντική παγκόσμια ιστορία δεν είναι, στα μάτια τους, τίποτα άλλο εκτός από προπαγάνδα και η πρακτική εφαρμογή των κοινωνικών τους σχεδίων.
... Γι’ αυτό απορρίπτουν κάθε πολιτική, και ειδικά κάθε επαναστατική δράση· θέλουν να πετύχουν τους σκοπούς τους με ειρηνικά μέσα και μικρά πειράματα, που είναι καταδικασμένα να αποτυγχάνουν. Με την δύναμη του παραδείγματος θέλουν να ανοίξουν τον δρόμο για το νέο κοινωνικό Ευαγγέλιο.
Αυτές οι φανταστικές αναπαραστάσεις της μελλοντικής κοινωνίας, φτιαγμένες σε μια ιστορική φάση που το προλεταριάτο δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα και έχει το ίδιο μια φανταστική ιδέα για την θέση του, αντιστοιχούν στην πρώτη ενστικτώδη λαχτάρα της τάξης αυτής για την γενική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Όμως αυτές οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές εκδόσεις [εννοούνται οι ιδέες των ουτοπιστών] περιέχουν επίσης και στοιχεία κριτικής. Κι αυτά τα στοιχεία έχουν συμβάλει στη διαφώτιση της εργατικής τάξης. Οι πρακτικές προτάσεις που περιέχονται - η κατάργηση της αντίθεσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου, η κατάργηση της οικογένειας, η κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των εργοστασίων, η κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας, η διακήρυξη της κοινωνικής αρμονίας, η υποβάθμιση των λειτουργιών του κράτους σε απλά διαχειριστικές - όλες αυτές οι προτάσεις τους συγκλίνουν στο ξεπέρασμα του ταξικού ανταγωνισμού μέσα απ’ την προλεταριακή επανάσταση. Αυτό το ξεπέρασμα μόλις είχε αρχίσει να αναπτύσσεται τότε, και στα κείμενά τους το αναγνώριζαν στις πρώιμες, άμορφες και απροσδιόριστες μορφές του. Γι’ αυτό και οι προτάσεις τους είχαν έναν απλά ουτοπικό χαρακτήρα.
...

 

οι νέοι ουτοπιστές: το θεώρημα της ντομάτας

Είναι αλήθεια ότι οι “νέοι ουτοπιστές” δεν έχουν καθόλου τις φιλοδοξίες των μακρινών πρωτεργατών αυτής της παράδοσης. Είναι πολύ πιο πραγματιστές και πεζοί. Να παράγουμε αυτά που τρώμε... λένε συνήθως. ... Τις ντομάτες μας, τις πατάτες μας, τα μαρούλια μας...
Εάν το πράγμα ήταν σκέτα αυτό, τότε δεν θα χρειαζόταν καμία προβολή και καμία ιδιαίτερη νοηματόδοτηση. Πολλές χιλιάδες νοικοκυριών σ’ αυτό εδώ το μέρος του πλανήτη έχουν εδώ και γενιές (ή έφτιαξαν πέρυσι ή πρόπερσι) στις αυλές τους τα μποστάνια τους (: λαχανόκηπους) όπου καλλιεργούν ανάλογα με την εποχή τα ζαρζαβατικά της καθημερινής τους κουζίνας. Δεν είναι σε ποσότητες που να τα πουλάνε· το πολύ πολύ να τα ανταλλάσσουν οι γείτονες μεταξύ τους. Σου δίνω ντομάτες, μου δίνεις κολοκύθια, κ.ο.κ. Ή να τα χαρίζουν, καθώς σαν εποχιακά είδη δεν μπορούν πάντα να φαγωθούν σε όλη τους την ποσότητα απ’ τους καλλιεργητές τους. Κι αν πέσει και καμιά αρρώστια (γιατί συμβαίνουν και τέτοια...), κανά ζιζάνιο, κανά σκουλήκι, λυπούνται βέβαια τον κόπο τους, αλλά κάνουν αυτό που ξέρουν: ψωνίζουν απ’ τον μανάβη.
Αυτή η φυσιολογική δραστηριότητα της ζωής στην επαρχία είναι άγνωστη στις λεπτομέρειές της στους περισσότερους των μεγάλων πόλεων. Και ως πρόσφατα ήταν και εντελώς υποτιμημένη, καθώς τα έτσι παραγόμενα λαχανικά δεν έχουν την “ομορφιά” των συστηματικών (εμπορικής σκοπιμότητας) καλλιεργειών. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να περιμένει ότι το οικονομικό σφίξιμο λόγω κρίσης, ανεργίας, κλπ, θα έφτανε ως το σημείο της αναθεώρησης κάποιων παλιών (πολιτιστικών) βεβαιοτήτων και συνηθειών. Αλλά δεν μένει εκεί - και δεν θα μπορούσε να μείνει. Η ντομάτα και η πατάτα, απ’ την ταπεινότητα του χώματος, ανεβαίνουν στον ουρανό μιας υποτιθέμενης “ριζικής μεταστροφής” στην καθημερινή ζωή - λες και η σύγχρονη καθημερινότητα απαρτίζεται από ντομάτες + πατάτες + κολοκύθια + αυγά, κι ως εκεί. Πρόκειται, βέβαια, για ιδεολογία. Η νεοεναλλακτική “επιτροφή στη φύση” (και στο gardening όπου υπάρχει χώμα) εμφανίζεται όχι σαν μπάλωμα και κάλυψη κάποιων πολύ βασικών αναγκών σε φαΐ, αλλά σαν η αναγκαία και ικανή “απάντηση στην κρίση”. Που ξεπερνάει και αφήνει πίσω της λαχανιασμένες (ή στα συντρίμια τους) τις οξυμένες ταξικές αντιθέσεις, αφού στη συλλογική κηπουρική (ή, ακόμα, στην συνεταιριστική αγροτική παραγωγή με σκοπό το εμπόριο - το δίκαιο εμπόριο ίσως)  δεν υπάρχουν ούτε αφεντικά ούτε εργάτες, αλλά βασιλεύει η ισότητα και η αλληλεγγύη, η συντροφικότητα και η απεριόριστη κατανόηση...
Με άλλα λόγια ο νέος ουτοπισμός είναι πολύ λιγότερο φιλόδοξος σε σχέση με τον παλιό, είναι όμως αντίστροφα περισσότερο φορτωμένος με ιδεολογικές κατηγορηματικότητες. Αν όχι τίποτα άλλο, οι παλιοί ουτοπιστές, στις αρχές του 19ου αιώνα, προσπαθούσαν να φανταστούν μορφές οργάνωσης για το σύνολο της κοινωνικής ζωής, αφού η ζωή (ειδικά των πληβείων) ήταν πράγματι πολύ “φτωχή” σε μεσολαβήσεις. Τώρα δεν ισχύει καθόλου αυτό: εκτός από ντομάτες + πατάτες + κολοκύθια, στις σύγχρονες βασικές ανάγκες περιλαμβάνονται παντελόνια, κάλτσες και παπούτσια, cds και dvds, οχήματα μετακινήσεων (ιδιωτικά ή δημόσια), ψυγεία και πλυντήρια, και αρκετός ηλεκτρισμός - για να πούμε μερικά εύκολα και απλά πράγματα. Ούτε καν στο τομέα “φαγητό” δεν είναι η παραγωγή του μποστανιού το μεγαλύτερο, έστω, μέρος του σύγχρονου διαιτολογίου. Το ότι δεν έχουμε ακούσει ως τώρα για κολλεκτίβες (νεο)τσοπάνηδων ή (νεο)ψαράδων ίσως να οφείλεται στην κακή πληροφόρησή μας ή στη γενικευμένη χορτοφαγία· μπορεί όμως να οφείλεται και στο γεγονός ότι ένα μέρος του φαγητού μας προέρχεται από εντελώς αντιηρωϊκές και εξαιρετικά κουραστικές δουλειές. Τουλάχιστον ο λαχανόκηπος φαίνεται ήρεμος, ακίνδυνος και σχετικά βατή ενασχόληση - για ανθρώπους της πόλης...
Στα λόγια είναι εύκολο να αποσπάσει κανείς οποιοδήποτε κομματάκι καθημερινότητας, να το αναμορφώσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και ύστερα να κάνει την αναμόρφωση σημαία γενικής “απελευθέρωσης”. Όμως, ακόμα κι αν όλα τα υπόλοιπα πήγαιναν καλά, κανείς δεν είναι μόνο στομάχι, έστω στομάχι χορτοφαγικό. Αυτό σημαίνει ότι οι πραγματικές ανάγκες (μας) είναι πολύ περισσότερες. Και δεν υπάρχει κανένας λόγος για να ντρεπόμαστε γι’ αυτό!

 

Sarajevo 68 - 12/2012

 

να μάθουμε να την βγάζουμε με λίγα...

Υπάρχει ωστόσο, μέσα στον γενικό φυσιολατρισμό των ημερών, κι αυτή η τάση: να μειώσουμε τις ανάγκες μας, ίσως ως το σημείο να ικανοποιούνται μόνο με ό,τι έχει ρίζες και φύλλα. Αυτός ο (δήθεν;) ασκητισμός λανσάρεται σαν “αντικαταλωτισμός”, λες και το να έχεις βιβλία ή το να ακούς μουσική, το να πηγαίνεις σινεμά ή το να κάνεις (με οικονομία...) ταξίδια, το να κάνεις δώρα στα αγαπημένα σου πρόσωπα ή το να φτιάχνεις τα δόντια σου, είναι πολυτέλειες στις οποίες παρασυρθήκαμε με αφροσύνη τους καλούς καιρούς. Θα μειώσουν άραγε τις ερωτικές τους ανάγκες έως τον μηδενισμό τους οι οπαδοί αυτού του μινιμαλισμού, εφόσον οι εγκυμοσύνες έχουν σαν συνέπεια είτε ακριβές εκτρώσεις είτε ακόμα ακριβότερες γέννες και όλα τα επόμενα; Θα μειώσουν άραγε και τις αισθητικές τους ανάγκες στο αγνάντεμα ηλιοβασιλεμάτων και στο θρόισμα των φύλλων; Θα μειώσουν τις ανάγκες τους σε ιατρική περίθαλψη ως το σημείο του χειροποίητου νάρθηκα με ταβλίτσες σε κάθε κάταγμα· κι ό,τι δεν επιδιορθώνεται έτσι δεν θα το φροντίζουν καθόλου; Θα μειώσουν τις γνωσιολογικές τους ανάγκες στο επίπεδο της ανταλλαγής προφορικών ιστοριών, που μπορεί να είναι ενδιαφέρουσες, μπορεί να είναι βαρετές, αλλά πάει κανάς αιώνας που δεν είναι μόνον αυτές πηγή γνώσεων - ε;
Τίποτα απ’ αυτά δεν θα συμβεί - φυσικά. Υπάρχει όμως κάτι δηλητηριώδες στην ιδεολογικοποίηση απλών πραγμάτων που μπορεί να κάνει (ή να μην κάνει, επειδή δεν γουστάρει) ο καθένας: απ’ το σπιτικό μαγείρεμα και την ζαχαροπλαστική, ως την επισκευή απλών ζημιών σε ρούχα ή το βάψιμο του σπιτιού του ή το μαστόρεμα. Το δηλητηριώδες είναι ότι δραστηριότητες τέτοιας τάξης λανσάρονται σαν η γενική λύση στα ζόρια της κρίσης· ενώ δεν είναι ούτε γενική ούτε λύση. Συνεπώς, ενώ στην πράξη τα πράγματα είναι τόσο απλά ώστε να μην χρειάζονται καμία επείδειξη και καμία προβολή σαν δήθεν “αντιπαραδείγματα”, η τέτοια επίδειξη και η τέτοια προβολή τους αποτελεί (απεγνωσμένη; πετυχημένη;) προσπάθεια απόκρυψης ενός βασικού συμβιβασμού. Που θα μπορούσε να ονομαστεί ε, δεν θα τα βάλουμε τώρα και με τον καπιταλισμό· ας παραστήσουμε ότι τον ξεχάσαμε...
Κι εδώ είναι που βρίσκουμε τον δύσθυμο, συντηρητικό και συμβιβασμένο ου-τοπισμό: αν κλείσεις τα μάτια σου (αν κρυφτείς ανάμεσα στις ντοματιές...) ο καπιταλισμός και το κράτος βγήκαν απ’ τον λογαριασμό! Απ’ τον λογαριασμό σου ίσως· αλλά γι’ αυτό δεν χρειάζονται καν ντοματιές. Ο μέσος μικροαστός το κάνει με οποιονδήποτε τρόπο.

Μια τελευταία ιστορία λοιπόν, που μπορεί να είναι χρήσιμη. Το 1986 ο εναλλακτισμός ήταν στα φόρτε του στην ευρώπη. Τότε συνέβη κάτι πολύ κακό: έσκασε ένα πυρηνικό εργοστάσιο, στο ουκρανικό Τσέρνομπιλ. Η ουκρανία είναι μακριά, όμως οι αέρηδες μετέφεραν το σύννεφο της ραδιενέργειας που εκλήθηκε προς τα δυτικά. Στην κεντρική και στη νότια ευρώπη. Ο πανικός και η απώθηση (για το ραδιενεργό καίσιο και τα λαχανικά πάνω στα οποία θα έπεφτε με τις βροχές) πήγαν κι ήρθαν σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες (συμπεριλαμβανόμενης της ελληνικής). Τότε κάποιος (που αργότερα αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του σαν επαγγελματίας του πατριωτισμού) είπε σχολιάζοντας το “πυρηνικό ατύχημα”: αυτό είναι το τέλος του εναλλακτισμού. Τι εννοούσε ο άνθρωπος σ’ εκείνη την σπάνια στιγμή ειλικρίνειας και ευθυκρισίας; Εννοούσε ότι μπορεί ο καθένας να προσπαθήσει να αγνοήσει τον καπιταλισμό “επιστρέφοντας στη φύση” - με την πεποίθηση ότι εκεί μπορεί να κάνει, με το χώμα, τα φυτά ή τα ζώα, ό,τι αντι-καπιταλιστικό ή μη-καπιταλιστικό τραβάει η ψυχή του. Και μπορεί να φτιάξει το μικρότερο ή μεγαλύτερο “οικολογικό” βασίλειό του. Αλλά ο καπιταλισμός είναι παντού, σε πάμπολλες μορφές. Μια τέτοια, ιδιαίτερα συμπαγής, συμπυκνωμένη, εκρηκτική, είναι ένα πυρηνικό εργοστάσιο. Κι όταν αυτή η μορφή “σκάσει”, απλώνει οπουδήποτε την δηλητηριώδη (όχι μόνο με όρους “ραδιενέργειας” αλλά, κυρίως, με όρους καπιταλιστικής καταστροφικότητας) ηγεμονία της. Δεν υπάρχουν νησίδες, δεν υπάρχουν οάσεις...
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τις καπιταλιστικές κρίσεις. Δεν υπάρχουν νησίδες... Κι ούτε είναι δυνατόν να παραστήσουμε τους εμιγκρέδες αυτοεξόριστους εποίκους ανύπαρκτων μικρών παραδείσων - σαν συνταξιούχοι... Μέτωπα μαχών ναι, τέτοια υπάρχουν πολλά. Αν τώρα θέλει κάποιος να κλείσει την δική του, προσωπική ή παρεΐστικη “συμφωνία ειρήνης” με το κράτος και το κεφάλαιο, ε... Ας μην το διαφημίζει σαν πράξη αντίστασης - τουλάχιστον...

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1 - Από τα πρώτα χρόνια του κυβερνητικού πασοκ, πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘80, όλοι οι καλοί άθρωποι κυνηγούν τους “μεσάζοντες” στο εμπόριο αγροτικών και κτηνοτροφικών... Αλλά αυτοί είναι πολύ γρήγοροι, και δεν τους φτάνουν...
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo