Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

Sarajevo 65 - 09/2012

Μιας και οι άγγλοι έκλεψαν φέτος τις ιδέες “μας” είπαμε να σας θυμίσουμε την χλιδή του 2004
(μη βάλετε τα κλάματα!)

 

που πάτε ρε;

Ξεχάστε τα προς στιγμήν όλα. Και τα χρέη, και τα μέτρα, και την τρόικα, και την Μέρκελ, και το ευρώ - όλα. Και δείτε μπροστά σας να ορθώνεται η “πατρίς”! Ρωτήστε την λοιπόν, αν έχετε την οικειότητα: που μας πας ρε;
Ένα που είναι εύκολο να το απαντήσετε: ποιοί είναι οι αληθινοί, αγνοί φιλέλληνες που επισκέπτονται στην Αθήνα εδώ και πολύ καιρό; Μην είναι οι Γιούγκερ; Α πα πα! Μην είναι οι τεχνοκράτες “τροϊκανοί”; Ε, όχι δα!!! Είναι οι ισραηλινοί, ω ρε αστοιχείωτοι mother fuckers - αυτοί είναι!!!! Και ο αμερικάνος πρεσβευτής, αλλά αυτός δεν μετράει. Απο ‘κει έρχονται σήμερα οι αληθινοί φίλοι του “ανάδελφου έθνους” μας: απ’ το Τελ ΑΒίβ. Σκεφτείτε, κι αφήστε την τρίχα σας να σηκωθεί: ο ισραηλινός πρόεδρος Πέρες, που τίμησε με την παρουσία του την ελληνική πρωτεύουσα στα μέσα περίπου του Αυγούστου, το είπε φωναχτά στο mega: ο πατέρας του, αξιωματικός του αγγλικού στρατού, κρυφτηκε σε ελληνικό μοναστήρι για ένα χρόνο! Η αλήθεια είναι ότι αν υπολογίσει κανείς ένα χρόνο κρύψιμο σε ελληνικό μοναστήρι και πέντε χρόνια σε ναζιστική φυλακή, όπως εκμυστηρεύτηκε ο Πέρες, σύνολο 6 δηλαδή, ο Β παγκόσμιος πόλεμος ξεχυλώνει. Δεν πειράζει. Μεγάλος άνθρωπος είναι ο πρόεδρος του ισραήλ, δικαιούται και να τα χάνει με τις αναμνήσεις του.
Αντίθετα, ο εκ των κολοσσών θεωρητικών του πατριωτικού συμφέροντος Χριστόφορος Γιαλλουρίδης, συνεντευξιαζόμενος στο ίδιο mega κανάλι, δεν τα έχει χάσει καθόλου. Τα έχει τετρακόσια, μπορεί και παραπάνω. Κατά τη γνώμη του σοφού πατριώτη η στρατιωτική συνεργασία Αθήνας Τελ Αβίβ είναι πολύ must, διότι εάν η Αθήνα αποφασίσει ότι το Καστελόριζο έχει μια αοζ (“αποκλειστική οικονομική ζώνη” για όσους / όσες δεν ξέρουν) απ’ τα τουρκικά παράλια ως τα ανοικτά της Αλεξάνδρειας, τότε το Τελ Αβίβ θα υποστηρίξει αυτήν τη “δίκαιη οριοθέτηση”, έτσι και πα να κουνηθεί η Άγκυρα. Ε, άμα είναι έτσι, καλύτερα η αοζ του Καστελόριζου να φτάνει έξω απ’ τη Νέα Υόρκη· ή έχεις τσαμπουκάδες σύμμαχους ή δεν έχεις! [1] [2]
Πότε πότε γίνονται και κοινά στρατιωτικά γυμνάσια. Άλλα αναβάλλονται, άλλα διαψεύδονται, άλλα ανακοινώνονται αφού γίνουν, αλλά γίνονται χωρίς να ανακοινωθούν - μια δημιουργική στρατιωτική προπαγάνδα τέλος πάντων, που απ’ την μια πρέπει να προετοιμάζει τον λαό (τον ελληνικό κατά κύριο λόγο), και απ’ την άλλη να μην του δημιουργεί μεγάλες ανησυχίες. Που το πάει η πατρίς;
Το ζήτημα της θέσης και του προασανατολισμού του ελληνικού κράτους / κεφάλαιου στον διεθνή καταμερισμό συσσώρευσης και εξουσίας είναι ΤΟ ζήτημα των καιρών, πίσω (ή, μπορεί, μπροστά) απ’ όλα τα υπόλοιπα. Οι εύκολες απαντήσεις είναι ηλίθιες απαντήσεις· υπάρχουν άφθονες τέτοιες (κάθε έλληνας έχει και από μία, όπως το γνωστό μέρος του σώματός του...), όμως δεν φαίνεται όχι η “επίσημη” απάντηση αλλά ούτε καν οι προϋποθέσεις της - εάν η απάντηση επρόκειτο να είναι σχετικά κόσμια. Εάν (πρόκειται να) είναι brutal, το πράγμα αλλάζει...
Αξίζει να θυμηθούμε ποιός είναι αυτός που θα απαντήσει τελικά στο θέμα των “προοπτικών του έθνους”. “Ποιός” σημαίνει κράτος, σημαίνει μηχανισμοί (κρατικοί και παρακρατικοί), σημαίνει υποτελής μάζα. Και αξίζει να θυμηθούμε επειδή δεν έχει αλλάξει τίποτα τα τελευταία 20 - 25 χρόνια, σε κάνεναν απ’ τους επιμέρους “θα σας απαντήσω τώρα”. Τα ίδια σκατά είναι, όπως στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 - μάλιστα τώρα είναι χειρότερα, επειδή είναι χεσμένα σκατά.
Όταν ο ένας μετά τον άλλο οι “βόρειοι γείτονες” άρχισαν να βουλιάζουν στην κατάρρευση των γραφειοκρατικών καπιταλισμών τους, ο ελληνικός καπιταλισμός είχε την μοναδική ευκαιρία (από συστάσεως ελληνικού κράτους) να το παίξει “υπεράνω”· να μαζέψει (με “καλοσύνη” και “ανθρωπιά”) τον ανθό της όχι ασήμαντης “κοινωνικής εργασίας” που είχαν πετύχει τα ανατολικά καθεστώτα· να γίνει αντικείμενο σταθερού θαυμασμού, γινόμενος ένας “μεγάλος, σοβαρός, πετυχημένος, αξιοκράτης και γενναιόδωρος αδελφός”. Είχε επίσης την ευκαιρία να διαβάσει αλλιώς την συγκυρία και να τραβηχτεί κάπως (όχι εντελώς βεβαια, τι να λέμε) από στρατιωτικές διενέξεις που είχαν, εκ των πραγμάτων, ασαφή έκβαση.
Υπήρχε, βέβαια, και δεύτερος δρόμος γεωπολιτικής αναβάθμισης για το ελλαδιστάν: φωτιά και τσεκούρι! Έξω απ’ τα σύνορα, μέσα στα σύνορα. Προφανώς υπάρχει πλήθος παραγόντων που τελικά επιλέγεται (και νομιμοποιείται κοινωνικά) ο ένας καπιταλιστικός δρόμος ή ο άλλος. Το σίγουρο είναι ότι απ’ το 1991 ως το 1995 οι έλληνες (απ’ τους απλούς μικροαστούς μαλάκες ως το παπαδαριό, τις μυστικές υπηρεσίες, τους καραβανάδες και τους περισσότερους επιχειρηματίες) έσπρωχναν σε πόλεμο. Είτε με το αλβανικό κράτος (για την απελευθέρωση της κουκλίτσας αδελφής) είτε με το μακεδονικό κράτος (που δεν είχε καλά καλά ούτε αστυνομία), είτε και με τους δύο. Για όποιον επιμέρους λόγο κι αν έγινε δημοφιλής αυτή η εκδοχή (και όλοι είναι σιχαμένοι), ήταν η επιλογή που ταίριαζε στο “ιστορικό πεπρωμένο της φυλής” - κάτι που πρέπει κανείς να το θυμάται όταν αναρωτιέται “που σκατά το πάτε ρε” σήμερα. Και αυτό το “ιστορικό πεπρωμένο της φυλής” δεν ήταν ποτέ η διαμόρφωση ενός συνεκτικού στις λειτουργίες και στους θεσμούς του καπιταλιστικού μοντέλου, σύμφωνα με τις βασικές διεθνείς οδηγίες. Ήταν, αντίθετα, το “γεωπροσοδικό” καπιταλιστικό παράδειγμα, σύμφωνα με το οποίο κατακτώντας εδάφη πλουτίζεις. (Και λύνεις τα προβλήματα του εσωτερικού ταξικού ανταγωνισμού, μέχρι να ξαναδημιουργηθούν).
Αν δεν έκαναν έναν λαοπρόβλητο πόλεμο οι έλληνες μεταξύ 1991 και 1995 δεν ήταν επειδή ΔΕΝ τον ήθελαν. Ήταν επειδή περίμεναν το νεύμα των βασικών συμμάχων τους, δηλαδή της Ουάσιγκτον. Το νεύμα δεν ήρθε (το αντίθετο, το 1995 ήρθε ένα χαστούκι) αλλά, εν τω μεταξύ, στο εσωτερικό της επικράτειας ο πόλεμος διεξήχθη κανονικά. Οι μεν αλβανοί ήταν “για τα αρχίδια μας”, οι δε βουλγάρες “για τον πούτσο μας”. Και όχι μόνον αυτές, άλλωστε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως καπιταλιστική ανάπτυξη επιτυγχάνεται και έτσι. Ωστόσο τα χαρακτηριστικά και οι δυνατότητές της δεν είναι all weather.
Μόλις στράβωσε το όνειρο της εδαφικής επέκτασης στα βαλκάνια (“παλιοΧόλμπουργκ”!) υψώθηκε το όνειρο της επέκτασης προς τα ανατολικά. Το τουρκικό κράτος θα διαλυόταν όπου νάναι (το ανεπίσημο κουρδικό κοινοβούλιο είχε αναγνώριση επίσημου θεσμού στας ευρώπας, στας ρωσίας και στας αμερικάς - από κοντά και το αρμενικό κοινοβούλιο των κατακτημένων απ’ την τουρκία εδαφών· κι ύστερα ξεσηκώθηκαν οι αλεβίτες...) και - τι ωραία τι καλά - το μικρασιατικό του τμήμα θα γινόταν ελληνική επιρροή. Και πάλι ο προσανατολισμός και η διεθνής γεωπολιτική αναβάθμιση του ελλαδιστάν βρώμαγε αίμα. Τελικά το αίμα ήταν ελάχιστο και το αποτέλεσμα μηδενικό. Μετά την παγκόσμια κρίση του 1997 - 1998 τα πλάνα των μεγάλων δυνάμεων (και σε ότι αφορούσε την διάλυση του τουρκικού κράτους) άλλαξαν, οπότε θέλοντας και μη η ΑΘήνα προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα. Όχι τανκς· banks.

Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι ΠΟΤΕ η πλειοψηφία των υπηκόων ή των στελεχών του συστήματος δεν είδε το project europe σαν κάτι διαφορετικό από σημαία ευκαιρίας. Φταίει η κουλτούρα του εφοπλισμού; Φταίει η κουλτούρα της αρπαχτής; Πάντως είτε πριν είτε μετά την υιοθέτηση του ευρώ ήταν μετρημένα εκείνα τα κρατικά στελέχη που εννοούσαν στα σοβαρά ότι “πρέπει να γίνουμε ευρώπη”, εννοώντας όχι μόνο την διοικητική ανασυγκρότηση αλλά και το ιμπεριαλιστικό στυλ - αν μπορούμε να μιλήσουμε με όρους “στυλ” για τον ιμπεριαλισμό. Ήταν πάντα μια αισχρή μειοψηφία αυτοί. Εξάλλου, το έχουμε τονίσει ξανά και ξανά (και οι ιστορικοί του μέλλοντος θα μας δικαιώσουν απόλυτα - αν μας ανακαλύψουν φυσικά!) ότι τα χρόνια της ελληνοσερβικής φιλίας και της ελληνοκουρδικής φιλίας ενίσχυσαν τους παρακρατικούς και τους μαφιόζικους μηχανισμούς, εντάσσοντας το ελλαδιστάν “ομαλά” και “φυσιολογικά” σε κάτι που κανείς δεν είχε σχεδιάσει έτσι, αλλά και κανείς δεν ήθελε (ή δεν μπορούσε) να εμποδίσει: στη διεθνή του οργανωμένου εγκλήματος. Τα στοιχεία αυτής της ένταξης υπάρχουν· και υπόγεια υπάρχουν πολύ περισσότερα. Εκείνο που δεν υπάρχει είναι ο πολιτικός απολογισμός αυτής της συγκεκριμένης “διεθνοποίησης”. Πώς λειτουργεί; Τι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες έχει; Ποιούς φανερούς ή/και υπόγειους μετασχηματισμούς προκαλεί σε μηχανισμούς και κυκλώματα;
Όπως και να ‘χει οι έλληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία το project europe, από τότε που ουσιαστικά το νομιμοποίησε το νεαρό (και “αντι-εοκ”) κυβερνητικό πασοκ, με δύο τρόπους το έβλεπαν: σαν μεγάλο πορτοφόλι, και σαν αβάντα απέναντι στον προαιώνιο εχθρό - την Άγκυρα. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο οι ευρωπαίοι ήταν πάντα υποχρεωμένοι (κατά τους έλληνες) να πληρώνουν: επειδή “τους κάνουμε τη χάρη να...”· για να μην ξεχυθεί παντού ο γνήσιος και αντιϊμπεριαλιστικός αντιευρωπαϊσμός των ελλήνων· επειδή είμαστε καπάτσοι κι αυτοί κουτόφραγκοι. Αυτά ίσχυαν στα ‘80s, αλλά ακόμα περισσότερο απ’ τα ‘90s και μετά. Πριν οι έλληνες αποδειχθούν υπερχρεωμένοι, υπερχρεωμένοι και καταϋποχρεωμένοι απέναντί τους ήταν όλοι οι άλλοι. “Άντε μην αρχίσω τώρα!...”

Επειδή στη δεκαετία του ‘90 το κόλπο ήταν “τρώμε τις σάρκες του πρώην ανατολικού μπλοκ” και των διεθνών συμμάχων του, όπου γης, ήταν σχετικά εύκολο να παίρνει κανείς (σαν το ελλαδιστάν) υψηλή θέση στον διεθνή καταμερισμό σαν τσαμπουκάς, “με μεγάλα αρχίδια”, συν κάμποση δημιουργική τραπεζική λογιστική - δηλαδή ξέπλυμα χρήματος και χρηματιστηριακά παιχνίδια, Μην υποτιμάει κανείς ότι οι πλέον λούμπεν διακινητές πίνουν αυτό που πουλάνε: το χρηματιστηριακό θαύμα της Αθήνας ήταν ένα μεγάλο πάρτυ και, στο τέλος, ένα μεγάλο hangover, στο οποίο (πάρτυ) οι μάζες (συμπεριλαμβανομένων των “αριστερών”) προσχώρησαν οικειοθελώς, και απ’ το οποίο (hangover) οι περισότεροι έφυγαν κλαίγοντας. Οι περισσότεροι - όχι όλοι! Η πίκρα πίκρα, αλλά και ο κοινωνικός ιμπεριαλισμός κοινωνικός ιμπεριαλισμός: οι αξίες της “μεσαίας τάξης” είχαν γίνει πια καθολικές στα ‘90s, και το χρήμα ήταν το μέτρο των πάντων. Οι ωραίοι έχουν χρέη έλεγε ο αοιδός, κι όλα τα μαστιγωμένα στην πίστα....
Σαν αργκώ και σαν υποκουλτούρα “η πούτσα του τσολιά” είναι απεριόριστα μεγάλη. Σαν διεθνική πολιτική και οικονομική καπιταλιστική πραγματικότητα το πράγμα πάει εντελώς διαφορετικά, και καθόλου φαντασιωτικά. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ή στις αρχές του ‘90, για παράδειγμα, κάποιοι που έξυναν τις κεφάλες τους για το πως το ελλαδιστάν θα ανέβει γρήγορα τις σκάλες της διεθνούς ιεραρχίας, κατέβασαν την ιδέα του "επαναπατρισμού των ολυμπιακών αγώνων στην πατρίδα τους”. Το κόλπο προοριζόταν για το 1996, στα εκατοντάχρονα του θεσμού. Το 1996 το ελλαδιστάν έκανε ήδη κωλοδάκτυλο ένα γύρο, οπότε οι ολυμπιακοί αγώνες θα πρόσθεταν στην άσεμνη χειρονομία πέντε κύκλους και διάφορα άλλα, επιχειρηματικά. Σωστό timing σα σύλληψη... Αλλά τους ολυμπιακούς του 1996 τους κέρδισε η Ατλάντα των ηπα (“γαμημένη coca cola” είπαν με μια φωνή οι πατριώτες, καθόσον η coca cola έχει εκεί την έδρα της, και οι έλληνες σκέφτονται σαν χωριάτες, με όρους πατρικής εστίας). Όταν, με θεμιτά ή και όχι και τόσο θεμιτά μέσα ήρθε η σειρά της Αθήνας ήταν πια 2004. Το κόλπο είχε αλλάξει. Στον αιώνιο εχθρό είχε ισλαμοδημοκράτες και Ερντογάν, στον πλανήτη είχε “ισλαμική τρομοκρατία”, στα βαλκάνια είχε αμερικάνους και γερμανούς και αυστριακούς και ιταλούς και κινέζους - και το ελληνικό κωλοδάκτυλο είχε αρχίσει να μαραίνεται για τα καλά, με γεωπολιτικούς όρους. Φυσικά το euro 2004 προσέφερε μια ψυχωσική ανάταση· την σύντομη “κάβλα” κάποιου που έχει αρχίσει να κατηφορίζει, και ξαφνικά νομίζει ότι του χαμογέλασε η Μόνικα Μπελούτσι. Όμως το 2004 ήταν αργά για γεωπολιτική ηγεμονία μέσω (και) ολυμπιακών - εκτός, φυσικά, απ’ το εμπόριο ντόπας, στο οποίο το ελλαδιστάν είχε γίνει ήδη ένα διεθνές hab, και δεν χρειαζόταν τόσα έξοδα. Οι ολυμπιακοί, με τους οποίους οι έλληνες (νομίσαν ότι) “έγιναν μάγκες”, στοίχισαν γύρω στα 12 δισεκατομμύρια ευρώ, που σημαίνει ότι ο λαός ήταν χουβαρντάς και ότι κάποιοι (εργολάβοι) έφαγαν καλά. Μετά από μόλις 8 χρόνια τα 12 δισεκατομμύρια είναι ένα ποσό για να γίνουμε ζητιάνοι.
Αν η ιστορία, και μάλιστα η πρόσφατη, δείχνει κάτι για το πως παίρνει (και πως χάνει) το ελλαδιστάν υψηλές θέσεις στο διεθνή καταμερισμό, τότε πρέπει να κρατήσουμε το συμπέρασμα: σπρώχνοντας, φτύνοντας, γρυλίζοντας, δέρνοντας (όπου είναι εφικτό), γλείφοντας, δωροδοκώντας. Σύμφωνοι, κι αυτό καπιταλισμός είναι (άγριος αν είσαι “χωρίς χαρτιά”...)· όμως τι μέλλον επιφυλάσσει μια τέτοια ιστορική κουλτούρα;
Ο τελευταίος χλωμός προφήτης μιας καλούτσικης θέσης στο καπιταλιστικό μέλλον, για το ελλαδιστάν, ήταν ο τρισκατάρατος Παπαντρέου ο Γ: πράσινη ανάπτυξη είπε, όπως είπε opengov και διάφορα άλλα, που τα είχε στο μυαλό του από παιδί. Αυτό ήταν στα 2009, άντε στις αρχές του 2010. Έκτοτε η “εθνική αφήγηση” (που θα έλεγε και ο κυρ Βαγγέλης ο Βενιζέλος) κινείται μεταξύ καταστροφής και ζόφου. Λογικό, αφού το “εθνικό σχέδιο” είναι α) γλυτώνουμε τον κώλο μας και β) γλυτώνουμε τον κώλο μας - κι όλα παίζονται στο τίνος πεπτικού συστήματος το ευαίσθητο άκρο θα σωθεί. Υπάρχει, όμως, δυνατότητα ενός κάποιου σχεδίου, οπότε απλά πρέπει να αναλάβει ο μικρός Μάο για να το μάθουμε;
Η καπιταλιστική ανάπτυξη των ‘90s και ‘00s, πέρα απ’ τα (σημαντικά σε όγκο) ευρωπαϊκά κονδύλια και τα (εξίσου σημαντικά) έσοδα του οργανωμένου εγκλήματος, στηρίχτηκε στη φτηνή εργασία. Η εργασία στην ελλάδα δεν ήταν ομοιόμορφα τιμολογημένη. Υπήρχε μια μεγάλη θάλασσα εργασίας μεταναστών, όπου... Λίγο πιο πάνω υπήρχε μια εξίσου μεγάλη θάλασσα μαύρης δουλειάς των ντόπιων, που σιγά σιγά - με κριτήρια κόστους - άρχισαν να γίνονται φτηνότεροι ακόμα και από τους μετανάστες. Στη μέση υπήρχε μια γκάμα μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα καλά αμοιβόμενοι (σε σχέση με το εργατικό underground). Και στην κορυφή υπήρχαν όλοι εκείνοι κι εκείνες (στις επιχειρήσεις, στο δημόσιο, στα μήντια, στη διαφήμιση, στο εμπόριο) που πάνω και κάτω απ’ το τραπέζι έτρωγαν, έπιναν και σκότωναν. Αλλά η φτηνή εργασία, η άγρια υποτιμημένη εργασία, ήταν η βάση της απόσπασης υπεραξίας· την οποία υπεραξία νεμόταν εν μέρει (με διαδικασίες και μηχανισμούς που δεν μπορούμε να εκθέσουμε εδώ) και η μισθωτή αριστοκρατία.
Η (άγρια) εκμετάλλευση φτηνής (έως δωρεάν...) εργασίας σχετίζεται διαλεκτικά με συγκεκριμένα καπιταλιστικά μοντέλα. Έντασης εργασίας λέγονται, και διακρίνονται απ’ τα έντασης κεφαλαίου. Όσοι και όποιοι τεχνολογικοί εκσυγχρονισμοί κι αν έγιναν στον ελληνικό καπιταλισμό, στον πρωτογενή, στον δευτερογενή ή στον τριτογενή τομέα, ήταν σε γενικές γραμμές αναπόφευκτα συμπληρώματα της εκμετάλλευσης φτηνής εργασίας. Σε κάθε περίπτωση ο ελληνικός καπιταλισμός δεν έγινε αξιόλογος εξαγωγέας καινοτομιών και καινοτόμων εμπορευμάτων ή υπηρεσιών (οι ελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα)· αλλά παραγωγός φτηνών (και συχνά κακής ποιότητας) εμπορευμάτων και υπηρεσιών.
Λέει η δημαγωγία της ντόπιας συσσώρευσης ότι το σπάταλο κράτος, δηλαδή οι ακριβοί δημόσιοι υπάλληλοι εμπόδισαν την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στην ελλάδα... Βλακείες με περικεφαλαία! Οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορεί να ήταν ή να μην ήταν ακριβοί, το σίγουρο είναι πάντως ότι το “εργασιακό κόστος” τους ΔΕΝ επιβάρυνε την “επιχειρηματικότητα”. Απόδειξη η τεράστια φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή, κλπ κλπ. Αντίθετα, λοιπόν, με τις κατηγορίες, οι τέτοιοι δημόσιοι υπάλληλοι (σε εφορίες, ικα, και άλλα πόστα) διευκόλυναν παρά εμπόδιζαν την επιθετική συσσώρευση με όρους φτηνής εργασίας.
Λέει ακόμα η ίδια δημαγωγία ότι η φτηνή εργασία θα κάνει τον ελληνικό καπιταλισμό “ανταγωνιστικό” στη διεθνή αγορά. Όμως αυτό ήταν το μοντέλο και πριν - λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι οι “ακριβοί” δημόσιοι υπάλληλοι δεν παρήγαγαν επίσημα εμπορεύσιμα (και εξαγώγιμα) προϊόντα. Γιατί λοιπόν με 1 εκατομμύριο “ξένους” (; ή 2; ή 3;), δηλαδή με το 20% ή το 40% ή το 60% της εργατικής τάξης πάμφηνο, ο ντόπιος καπιταλισμός δεν έγινε ποτέ “ανταγωνιστικός”; Η αλήθεια είναι απλή, και μπορεί κανείς να την βρει ακόμα και σε εκθέσεις του “ινστιτούτου εργασίας” της γσεε, στη δεκαετία του ‘90: η φτηνή εργασία αυξάνει φυσικά την αποσπώμενη υπεραξία (άρα τα κέρδη του αφεντικού), όμως ακριβώς γι’ αυτό τον απαλλάσσει απ’ τις “επενδύσεις κεφαλαίου” - δηλαδή μηχανημάτων. Η “ανταγωνιστικότητα” με όρους (μόνο ή κυρίως) φτηνής εργασίας είναι, κοιτώντας την καπιταλιστική ιστορία, οπισθοδρομική.  
Η αλήθεια είναι πως αν τα ελληνικά αφεντικά πουλάνε την ιδέα ότι με φτηνή εργασία θα ξαναπιάσουν (και θα ξαναπιάσουμε, σαν “έθνος”) υψηλές θέσεις στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και κεφαλαίου, απλά κοροϊδεύουν. Υπάρχουν εκατοντάδες εκατομμύρια φτηνότεροι εργάτες και εργάτριες, στο κόσμο (και στα πέριξ), για την παραγωγή εμπορεύσιμων (και μετακινήσιμων) πραγμάτων και υπηρεσιών. Η φτηνή εργασία διευκολύνει (κι αυτό δεν είναι καθόλου ασήμαντο) την ένταση της εσωτερικής, “εθνικής” συσσώρευσης. Όμως ακόμα και μια δουλική εργατική τάξη, ένα καπιταλιστικό κράτος απόσπασης απόλυτης υπεραξίας σα να λέμε, δεν συνεπάγεται ότι βρίσκεται ψηλά στην παγκόσμια ιεραρχία. Αν ήταν έτσι διάφορες περιοχές και κράτη της αφρικής θα αποτελούσαν μόνα τους τους g 20. Για να μην πούμε τι σπουδαία θέση θα είχαν οι ερειπωμένες κοινωνίες του πρώην ανατολικού μπλοκ... Εν τέλει η θηριώδης υποτίμηση (μεγάλου μέρους) της μισθωτής εργασίας και η εγκληματοποίηση ενός άλλου μέρους της, στην ελλάδα, απλά μεγενθύνει και ενισχύει το “αναπτυξιακό μοντέλο” των ‘90s. Κιαν τότε εμείς οι περιθωριακοί, και κάτι άλλοι σαν εμάς, φωνάζαμε “είμαστε όλοι αλβανοί...” εννοώντας την πολιτική μας αλληλεγγύη στους μετανάστες εργάτες και εργάτριες, το μοντέλο της όσο πιο φτηνής εργασίας είναι το μόνο που ξέρουν τα ντόπια αφεντικά και για χθες, και για αύριο. Αλλά δεν είναι μόνοι τους στον κόσμο. Έχουν ανταγωνιστές (του δικού τους φυράματος, αφεντικά δηλαδή) που μπορούν να παίξουν πάνω στον συνδυασμό και φτηνής εργασίας και αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών.

Παρά την βεβαιότητα πως ο καπιταλιστικός σχεδιασμός είναι προϊόν ορθολογισμού, η αλήθεια είναι πως κάμποσοι σοβαροί παράγοντες, όπως η “παράδοση”, η “ιδεολογία”, οι συσχετισμοί, ακόμα και το περιεχόμενο και η ένταση του ταξικού ανταγωνισμού, παίζουν σημαντικό ρόλο. Σ’ αυτό που μπορεί να ονομαστεί “σχεδιασμός” ή περίπου σχεδιασμός, για τα αφεντικά.
Εάν δει κανείς την ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού (επί ελληνικού εδάφους) τότε θα βρει ότι οι περίοδοι της σχετικής άνθησής του ήταν συνδυασμός βίαιης εκμετάλλευσης ενός ικανού μέρους της εργατικής τάξης αφ’ ενός· και επεκτατικών πολέμων απ’ την άλλη. Η παράμετρος της γεωπολιτικής προσόδου, δηλαδή ωφελημάτων (και οικονομικών) λόγω γεωγραφικής θέσης στον παγκόσμιο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, του τύπου “σχέδιο Μάρσαλ”, “ενοίκια για τις αμερικανικές βάσεις” ή “ευρωπαϊκά προγράμματα” είναι επίσης σταθερά παρούσα, τουλάχιστον απ’ τη μέση του 20ου αιώνα και μετά. Απ’ την δεκαετία του ‘90 και ύστερα προστέθηκαν δύο ακόμα “δρόμοι ανάπτυξης”. Ο ένας ήταν ο χρηματοπιστωτισμός, εντός και εκτός συνόρων· ο άλλος η οικονομία του εγκλήματος.
Αυτά είναι τα υλικά των ελληνικών “θαυμάτων” και των ελληνικών “τραγωδιών”. Αυτά είναι τα υλικά του χθες και τα υλικά του αύριο - εκτός εάν συνέβαινε (συμβεί) κάποια ισχυρή και βαθιά ριζοσπαστική επανάσταση (“πολιτιστική” σίγουρα!), για την οποία όμως δεν υπάρχει κανένα σημάδι στον ορίζοντα. Και το θέμα είναι ότι με τέτοια υλικά μπορεί κανείς πράγματι να “κτίσει” καπιταλιστικά· όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα βρίσκεται στην “α κατηγορία”. Ακόμα κι όταν οι έλληνες νόμιζαν (και τυπικά ανήκαν) σ’ αυτήν την “α κατηγορία”, αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στα δεινά των άλλων (στα πέριξ). Κατά τα άλλα, αν και “μέλος της ε.ε.”, το ελλαδιστάν ενίσχυε τις προσοδικές (και με γεωπολιτικούς όρους: τις “βαλκανικές”) δομές του. Και υπάρχουν πολλά υποείδη προσόδων: η γεωπρόσοδος (τα νοίκια), η πολιτική πρόσοδος (τα οφέλη, χρηματικά και άλλα, απ’ την πρόσδεση σ’ έναν ή περισσότερους μηχανισμούς και κυκλώματα εξουσίας), η πολιτική γεωπρόσοδος (τα οφέλη απ’ την γεωγραφική θέση του κράτους / κοινωνικού σχηματισμού μέσα στον παγκόσμιο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό), η χρηματοπιστωτική πρόσοδος (ο τόκος), η εγκληματική πρόσοδος (τι να πούμε;), η σεξουαλική πρόσοδος.

Με αυτά τα δεδομένα, κι αφού η μία απ’ τις δύο πιο σύγχρονες παραμέτρους “ανάπτυξης” (ο χρηματοπιστωτισμός) έχει μισοκαταρρεύσει διεθνώς, για το ελλαδιστάν μένει η υπόλοιπη ιστορική του προίκα. Όμως ένα σπουδαίο κομμάτι απ’ αυτήν μπορεί να κρίνει και τα υπόλοιπα: η πολιτική γαιοπρόσοδος. Το έχουμε ξαναπεί: εάν αυτή (έχει ήδη;) μειωθεί σημαντικά - για λόγους που έχουν να κάνουν με τα μέτωπα του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού παγκόσμια - τότε συμπαρασύρονται και άλλες παράμετροι. Κι αυτό σημαίνει: μεσοπρόθεσμο συμφέρον του ελληνικού καπιταλισμού και κράτους είναι η γεωπολιτική ένταση· τουλάχιστον στην ευρύτερη περιοχή. Μόνο μέσω γεωπολιτικής έντασης “ανατιμώνται” οι μετοχές του.
Με τα τωρινά δεδομένα ίσως να μην την ξεκινούσε μόνο του το ελλαδιστάν μια τέτοια ένταση. Όμως θα έσπευδε τάχιστα να επωφεληθεί. Συνεπώς, επιτρέπεται να ρωτήσουμε: είναι μεσοπρόθεσμο καπιταλιστικό συμφέρον του ελλαδιστάν η διατήρηση ή η διάλυση της ευρωζώνης (ή και της ευρωπαϊκής ένωσης); Πριν μπείτε στον πειρασμό να σκεφτείτε κάποια απάντηση (γιατί εμείς βολευόμαστε με το να κάνουμε την ερώτηση!) θα το θυμίσουμε: ήταν το συμφέρον “φιλοευρωπαϊκό” όταν το δυνατότερο άλογο της “καπιταλιστικής ανάπτυξης” (και στην ελλάδα) ήταν ο χρηματοπιστωτισμός (banks και λοιπά). Με ψόφιο αυτό το άλογο;
Σκεφτείτε το - προσεκτικά, και χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις...

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1 - Σαν απόδειξη του ισραηλινού τσαμπουκά ο φλογερός πατριώτης σημείωσε ότι “δεν επανήλθαν στη Γάζα οι τούρκοι - δεν επανήλθαν”. Εννοούσε την σφαγή στο Mavi Marmara, και το πόσο αποτελεσματική ήταν (νομίζει)...
[ επιστροφή ]

2 - Πάντως οι έλληνες έχουν έναν αποτελεσματικό τρόπο να θεμελειώνουν τις συμμαχίες τους: αγοράζουν όπλα (απ’ τους συμμάχους τους, παλιούς ή νέους). Συνεπώς όταν ο έλληνας υπ.αμ. Μπεγλίτης πάει στο τελ Αβίβ τον Σεπτέμβρη, θα κρατάει και μερικά εκτομμύρια ευρώ μαζί του, για να αγοράσει “αριθμό ισραηλινών κατευθυνόμενων βλημάτων spice”. Η φτώχια θέλει καλοπέραση που λέει και η παροιμία.
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo