Sarajevo
 

 

 

 

 

Sarajevo 65 - 09/2012

Ένας σύγχρονος “σταυροφόρος” (απ’ τη σουηδία...)
επηρεασμένος (και) απ’ τον αγώνα των σέρβων φασιστών
για την προστασία της ευρωπαϊκής χριστιανοσύνης

 

οργανωμένη παράνοια

Η θρησκεία είναι το όπιο των λαών. Αυτή η κατηγορηματική διαπίστωση προέρχεται απ’ τον Μάρξ, και μας βρίσκει σύμφωνους. Φαίνεται πως αποδίδοντας στη θρησκευτική πίστη την λειτουργία του αναλγητικού / παραισθητικού οπίου (η πιο δυνατή ντρόγκα στον καιρό του) ο εβραϊκής καταγωγής κυρ Κάρολος ήθελε να τονίσει τον χειραγωγικό ρόλο (οποιασδήποτε) θρησκευτικής πίστης, στις συνειδήσεις, στην αντίληψη της πραγματικότητας, και εν τέλει στις κοινωνικές σχέσεις.
Και ενώ η ορθότητα αυτής της σύγκρισης μεταξύ (οποιασδήποτε) θρησκείας και οπίου είναι (κατά την άποψή μας) απόλυτα δικαιωμένη ιστορικά, υπάρχει ένα επιπλέον ζήτημα που μας ενδιαφέρει. Λειτουργούν (έχουν λειτουργήσει) όλες οι θρησκευτικές δοξασίες με τον ίδιο τρόπο πάνω στους πιστούς και στην εννόηση, εκ μέρους τους, της πραγματικότητας; Ή υπάρχουν διαφορές (μεταξύ τους) που αξίζουν την προσοχή της προλεταριακής κριτικής; Ερωτήματα τέτοιου είδους δεν τα θεωρούμε “φιλοσοφικά”, ούτε όμως απ’ την άλλη νομιμοποιούν την αναζήτηση ή την αξιολόγηση του “λιγότερου κακού” μεταξύ των θρησκειών. Οποιοδήποτε θρησκευτικό σύστημα μπορεί και πρέπει να αναλυθεί σαν ιδεολογικό και θεσμικό σύστημα οργάνωσης και χειραγώγησης της ατομικής (στο βαθμό που μπορεί να γίνει κοινωνικά νοητή τέτοια) και της συλλογικής ηθικής, για λογαριασμό κάποιου είδους εξουσίας (πάνω στους πιστούς) και κάποιου είδους συσσώρευσης πλούτου (ή/και δύναμης) σε βάρος τους. Αντίστροφα, διαδικασίες διαμόρφωσης και άσκησης μιας συλλογικής ηθικής που δεν παράγουν δεσποτική και σφετεριστική εξουσία, θα μπορούσαν να εξαιρεθούν απ’ αυτό που εδώ ονομάζουμε “θρησκεία”, ακόμα κι αν έχουν πλήρες μεταφυσικό ρεπερτόριο, τελετουργίες, “ιερά - και - όσια”, κλπ - παρότι, από κάποιες κρίσιμες απόψεις, είναι δυνατό και τέτοιου είδους διαδικασίες να λειτουργούν παραμορφωτικά (πάνω στις συνειδήσεις).
Σε κάθε περίπτωση ο γεωγραφικός και ιστορικός ορίζοντας των συντεταγμένων μας μας έχει φορτώσει με τρεις “μονοθεϊστικές” θρησκείες μεγάλης αντοχής στο χρόνο: τον εβραϊσμό, τον χριστιανισμό (που αυτο-εννοείται σαν ένα είδος φράξιας του εβραϊσμού) και τον μουσουλμανισμό, που είναι η τελευταία ιστορικά θρησκεία, με σαφείς επιρροές απ’ τις δύο προηγούμενες. Τα προηγούμενα ερωτήματα, λοιπόν, μπορούν να εξειδικευτούν στο κατά πόσον αυτές οι τρεις θρησκείες έχουν την ίδια οπιώδη λειτουργία πάνω στους (φανατικότερους ή/και μη) πιστούς της, εάν συγκροτούν με τον ίδιο τρόπο την “εμπειρία της πίστης” (και μέσω αυτής διαμορφώνουν με τα ίδια εργαλεία την συνειδησιακή νάρκωση), ή έχουν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ τους, προϊόντα (πιθανόν) διαφορετικών κοινωνικοπολιτικών διαδικασιών συγκρότησης του “δόγματος” της κάθε μιας απ’ αυτές.
Ούτε κι αυτό το ερώτημα είναι φιλολογικό. Για παράδειγμα η μεγάλη (έως η συντριπτική) πλειοψηφία τόσο των χριστιανών (της ευρώπης και της βόρειας αμερικής) όσο και των (θρησκευτικά) εβραίων, φαίνεται να έχουν πεισθεί ότι ο μουσουλμανισμός είναι “κατώτερο” είδος θρησκείας, και οι μουσουλμάνοι “κατώτερο” είδος πιστών (και ανθρώπων), με “πολιτισμικά” υποτίθεται κριτήρια, που ωστόσο ανάγονται απευθείας στην θρησκεία - σαν - θρησκεία. Εννοείται πως αυτήν την (θρησκευτική / ιδεολογική) “ανωτερότητα” δεν μπορούν να την αποδείξουν· όχι, σίγουρα, με θρησκειολογικούς όρους. Όταν τραυλίζουν τα δήθεν επιχειρήματά τους υπέρ της μουσουλμανικής κατωτερότητας, χριστιανοί και εβραίοι επικαλούνται σχέσεις και καταστάσεις οι οποίες, στο βαθμό που υπήρξαν κάποτε (γιατί δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι εξακολουθούν) στον αυτοχαρακτηριζόμενο “πολιτισμένο” κόσμο, είχαν σαφή αντι-θρησκευτική προέλευση - ενάντια στις δικές τους θρησκείες. Όπως, για παράδειγμα, η δημοκρατία ή η ισότητα των φύλων. Το ότι, τελικά, είναι αδύνατο να αποδειχθεί η θρησκευτική (ή και “θεολογική”) ανωτερότητα του χριστιανισμού ή και του εβραϊσμού έναντι του μουσουλμανισμού, και άρα η οντολογική ανωτερότητα των χριστιανών ή/και των εβραίων έναντι των μουσουλμάνων, δεν είναι όμως πρόβλημα. Αρκεί που αυτή η ανωτερότητα ασκείται - δια της βίας.  Από τους οπαδούς “αγαπητικών” και “συμβιβαστικών” (υποτίθεται) πεποιθήσεων.
Αν και έχουμε κάποιες βασικές ιστορικές και δογματικές γνώσεις τόσο για τον εβραϊσμό όσο και για τον μουσουλμανισμό, παραδεχόμαστε πως δεν κατέχουμε το απαραίτητο υπόβαθρο για να απαντήσουμε σωστά στο ερώτημα των διαφορών στην οπιώδη λειτουργία των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών που είναι απλωμένες (και) στα μέρη μας. Είναι συζητήσιμο εξάλλου το κατά πόσον η πραγματική λειτουργία μιας (οποιασδήποτε) θρησκείας μπορεί να γίνει κατανοητή (και άρα οι όποιες μεταξύ τους συγκρίσεις εφικτές) μόνο διαβάζοντας· χωρίς, δηλαδή, την εμπειρία της δυστυχίας του να είσαι (του να έχεις υπάρξει) πιστός. Μ’ αυτήν την έννοια εκείνο που είναι πιο λογικό να κάνουμε είναι να μιλήσουμε για τον χριστιανισμό. Κάνοντας, όπου είναι δυνατό, λίγες αλλά χρήσιμες συγκρίσεις, σε χαρακτηριστικά άλλων θρησκειών που είναι ευρύτερα γνωστά. Ας το επαναλάβουμε: ο σκοπός δεν είναι να βρούμε το “μικρότερο κακό”. Αλλά η πιθανότητα (για εμάς η βεβαιότητα) ότι ο χριστιανισμός είναι (από διανοητική και συνειδησιακή άποψη) ένα απ’ τα “μεγαλύτερα κακά” - σα να λέμε: ένα υπερεμπλουτισμένο είδος οπίου.

Η πρώτη κτυπητή διαφορά, από την άποψη του δόγματος, ανάμεσα στους τρεις μονοθεϊσμούς είναι πως ο μεν εβραϊσμός και ο μουσουλμανισμός, στην μυθολογική ή και ιστορική αφετηρία τους, μνημονεύουν έναν προφήτη (τον Μωϋσή ο μέν, τον Μωάμεθ ο δεύτερος), ο δε χριστιανισμός τον γυιό του θεού! Όπως και να εννοήσει κανείς τον “προφήτη”, και με όση ιερότητα κι αν επενδύσει την ύπαρξή του, είναι σαφής η 100% ανθρώπινη καταγωγή και υπόστασή του. Με μετρημένο και λογικό τρόπο, χωρίς τον εξοπλισμό πιθανών “θαυμάτων” που του αποδίδονται, ο προφήτης μπορεί να είναι αυτό που θα λέγαμε “σοφός άνθρωπος”: κάποιος, δηλαδή, στον οποίο η κοινότητα αναγνωρίζει πείρα και γνώση άξια σεβασμού. Τα πραγματικά ιστορικά δεδομένα περί τον Μωϋσή δεν τα ξέρουμε (ούτε ξέρουμε αν υπάρχουν), οπότε απομένει γι’ αυτόν η μυθολογία των “συναντήσεών - του - με - τον - θεό” και της παραλαβής των 10 (ή 15) εντολών... Τα πραγματικά ιστορικά δεδομένα περί τον Μωάμεθ είναι όμως γνωστά: όχι μόνο υπήρξε σαν φυσικό πρόσωπο, αλλά ήταν πράγματι εκείνος ο συνδυασμός πολιτικο/κοινωνικού αναμορφωτή και ιδεολογικού καθοδηγητή (αρχίζοντας απ’ την δική του κοινότητα / κλαν) που θα περίμενε κανείς από έναν “σοφό άνθρωπο” που έγινε, τελικά, ιδρυτής μιας τόσο διαδεδομένης θρησκείας.
Αλλά ο γυιός του θεού; Τι σόι κατασκεύασμα είναι αυτό; Είναι εύλογο ότι οι κατασκευαστές του χριστιανισμού, “άνθρωποι” κανονικοί (“σοφοί” ίσως, αλλά σίγουρα αρκετά “επιθετικοί”) δεν ήθελαν να τοποθετήσουν στην αφετηρία και καταγωγή της “διδασκαλίας” τους μια ανθρώπινη προσωπικότητα. Ένα προφήτη, που “δι’ αποκαλύψεως” (τέτοια είναι η περίπτωση τόσο του Μωϋσή όσο και του Μωάμεθ) έγινε μύστης της “αλήθειας του θεού”, την οποία ύστερα αναλαμβάνει να κοινοποιήσει στον κόσμο. Όχι! Οι κατασκευαστές του χριστιανισμού ήθελαν να βάλουν στην αφετηρία και την καταγωγή των διδαχών τους κάτι ανώτερο απ’ τον προφήτη. Και κατέφυγαν σε μια κατασκευή που έπιασε μεν (θα δούμε στη συνέχεια πως και γιατί) αλλά θα ήταν αρκετή από μόνη της για να αποκλείσει τον χριστιανισμό απ’ το υποτιθέμενο ευγενές κλάμπ των μονοθεϊστικών θρησκειών: δημιουργήσαν τον υιό του θεού, ο οποίος αποστέλεται στον γήινο κόσμο απ’ τον “πατέρα θεό”, σε ένα είδος αποστολής - σωτηρίας (του ανθρώπινου είδους, βασικά των πιστών), και ύστερα επιστρέφει (δίπλα στον “πατέρα”). Είναι σαφές ότι ένας “γυιός του θεού” θα περιβαλλόταν με μεγαλύτερο πρεστίζ από οποιονδήποτε απλό, ανθρώπινο “προφήτη”, ακόμα κι αν αυτός ο τελευταίος είχε τα μεγαλύτερα ή τα εντυπωσιακότερα οράματα. Ο “γυιός του θεού” έρχεται κατευθείαν με την “θεϊκή γνώση”, συνεπώς οι “αλήθειες” (και οι “οδηγίες” του...) είναι αληθινότερες κατά πολύ σε σχέση με τις “αλήθειες” οποιουδήποτε (και οσονδήποτε) σοφού γήινου.
Οι κατασκευαστές, λοιπόν, του χριστιανισμού, ξεκίνησαν με την φιλοδοξία να ηγεμονεύσουν (σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον, εκείνων των εποχών, όπου πολλοί προφήτες είναι αλήθεια εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν - είχε γίνει μπίζνα η προφητεία...) μέσω ενός υπερόπλου: ο δικός τους “δάσκαλος” δεν είναι όποιος κι όποιος, αλλά ο ένας και μοναδικός (για να μην υπάρξουν τίποτα μελλοντικές αντιγραφές ή αμφισβητήσεις) “γυιός του θεού”. Φυσικά, ακόμα και στον πιο ταπεινό (διανοητικά...) άνθρωπο να μιλήσει κανείς περί “γυιού”, το πράγμα έχει τις φυσικές του επιπλοκές. Χρειάζεται αφενός μια “μητέρα”, και αφετέρου κάποιου είδους “ζευγάρωμα” - του θεού με την γήινη. Δεν ξέρουμε πόσο καιρό χρειάστηκαν οι κατασκευαστές του χριστιανισμού για να καταλήξουν στην πατέντα - με - τον - κρίνο, πόσοι καυγάδες και πόσα γέλια έπεσαν στις παρέες και στα συμπόσιά τους ψάχνοντας πως να σερβίρουν μια “άμωμο σύλληψη”. Ξέρουμε όμως ότι είχαν να παραμερίσουν πολλές συνταγές παρόμοιας “ερωτικής συνεύρεσης” μεταξύ “θεού” και “γήινης” (συχνά “παρθένας”), που κυκλοφορούσαν στα (θρησκευτικά / θεολογικά) πέριξ εκείνες τις εποχές. Γιατί, πράγματι, ο “θεάνθρωπος” (“υιός”), δηλαδή το γέννημα της διασταύρωσης / σύνθεσης θεϊκού και ανθρώπινου με όρους σώματος, εγκυμοσύνης, γέννας κλπ, δεν ήταν καθόλου πρωτότυπη ιδέα πριν περίπου 2 χιλιάδες χρόνια. Οι κατασκευαστές του χριστιανισμού ψώνισαν απ’ τα έτοιμα· τα έτοιμα εκείνων των θρησκειών που, με περισσευάμενη (αν και απαραίτητη, σαν καινούργιο μαγαζί) αχαριστία, θα χαρακτήριζαν “ειδωλολατρεία”.

Οι ιστορικοί των θρησκειών αναρωτιούνται αν η κατασκευή του χριστιανικού “υιού του θεού” απ’ την “άμωμο” συνεύρευση του θεού με την γήινη παρθένο γυναίκα, αποτελεί αντιγραφή της μυθολογίας της γέννησης του Διονύσου. Πράγματι, ο Δίας βρέθηκε ερωτικά με την Σεμέλη, γινόμενος καταιγίδα. Απ’ αυτήν την ερωτική συνάντηση γεννήθηκε ο Διόνυσος, μισός θεός / μισός άνθρωπος, με διάφορα χαρακτηριστικά (και λατρείες) ανά περιόδους και ανά κοινότητες. Επίσης ο Δίας άφησε έγκυο την Δανάη, με την μορφή χρυσής βροχής - το παιδί που γεννήθηκε ήταν ο Περσέας, επίσης μισός άνθρωπος / μισός θεός, απαραίτητο μπαστάρδεμα για να σκοτώσει την Μέδουσα και να σώσει την Ανδρομέδα. Σαν κύκνος, πάλι, ο ίδιος μπερμπάντης θεός άφησε έγκυο την Λύδα...
Όμως οι μυθολογίες των “θεών του Ολύμπου” (της συγκεκριμένης, κατά τους χριστιανούς, ειδωλολατρείας) δεν ήταν το μοναδικό έτοιμο παράδειγμα την εποχή που οι κατασκευαστές του χριστιανισμού έξυναν τα κεφάλια τους για το πως θα σερβίρουν τι. Η Ντεβάκι, η ακτινοβολούσα παρθένα της ινδικής θεολογίας / μυθολογίας, έγινε η γυναίκα του θεού Βισνού, και απ’ την συνάντησή τους γεννήθηκε ο Κρίσνα, αγαπημένος “θεάνθρωπος” του ινδουϊσμού, και προγενέστερος του Χριστού. Οι γυμνοσοφιστές στην ινδία υποστηρίζουν (και υποστήριζαν και τότε) ότι ο Βούδας, ιδρυτής μιας άλλης θρησκείας, γεννήθηκε απ’ το πλευρό μιας παρθένας. Η Ίσις των αιγυπτίων (πολύ παλιότερη του εβραϊσμού), με τον γυιό της τον Ώρο στα γόνατα, λατρευόταν με τα ονόματα “Δέσποινα”, “Βασίλισσα των Ουρανών”, “Μητέρα του Θεού” κλπ. Πριν απ’ αυτήν, η “Παρθένος του Κόσμου” Νηίθ, ουράνια προστάτης της γης και των παιδιών των ανθρώπων, θεωρούνταν μητέρα του ηγεμονικού θεού Όσιρι. Ακόμα περισσότερο ο Μίθρας (του οποίου η λατρεία ήταν ιδιαίτερα εξαπλωμένη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία την εποχή που οι κατασκευαστές του χριστιανισμού έφτιαχναν τα δικά τους κόλπα) ήταν επίσης γυιός παρθένου - και δεν τέλειωναν εκεί οι ομοιότητες με τον χριστιανικό “υιό του θεού”: για παράδειγμα, στις ιερές (ειδωλολατρικές, ε;) απεικονίσεις της λατρείας του Μίθρα υπήρχε κι εκείνη της βρεφοκρατούσας και θηλάζουσας μητέρας του...
Έχουν υπάρξει πολλά ακόμα παρόμοια, από θρησκευτική / θεολογική / θεογονική άποψη. Η αρχαία θεότητα των τευτόνων Χέρθα (η Γη) ήταν επίσης παρθένος, αλλά έμεινε έγκυος απ’ το επουράνιο πνεύμα (τον Ουρανό). Η μορφή της βρεφοκρατούσας “μητέρας - του - θεού” υπήρχε σε πολλά ιερά άλση στην προχριστιανική Γερμανία. Η Φρίγκα (των βίκινγκς) πιάστηκε στα δίχτυα του Όντεν, και απ’ την συνεύρεσή τους γεννήθηκε ο ημίθεος Μπάλντερ, σωτήρας της ανθρωπότητας. Ο Κετζαλκοάτλ, σωτήρας των Αζτέκων (που, παρεπιπτόνως, σταυρώθηκε γι’ αυτούς...) ήταν γυιός της Κλουλαμνάν, της παρθένου βασίλισσας των ουρανών. Ακόμα και η κινεζική μυθολογία / θεολογία / θεογονία διέθετε μια παρθένο μητέρα θεού, ή θεά η ίδια. Το ίδιο και η ετρουσκική.

Έχει υπάρξει τόσο διαδεδομένο το μοτίβο της “έμμεσης” ερωτικής συνεύρεσης ενός (αρσενικού) θεού και μιας γήινης γυναίκας, συνήθως παρθένας, και η γέννηση ενός “σωτήρα”, σε τόσες πολλές θρησκείες ανά τον κόσμο, ώστε οι κατασκευαστές του χριστιανισμού απλά έφτιαξαν κάτι κοινότοπο για τα δεδομένα της εποχής· για να σταθούν στο ύψος μερικών απ’ τους ανταγωνιστές τους, και πάνω από άλλους (τους προφήτες). Θα έλεγε κανείς ότι διέσωσαν ένα κλασσικό ειδωλολατρικό μοτίβο και το κράτησαν ζωντανό μέσα στο περιτύλιγμα της υποτιθέμενης αντι-ειδωλολατρείας, μέχρι σήμερα. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό το ειδωλολατρικό μοτίβο που υιοθέτησαν οι (κατά τα άλλα “μονοθεϊστές” ;) κατασκευαστές του χριστιανισμού. Να μερικές ακόμα ομοιότητες, που βγάζουν μάτι.
- Ο Όσιρις, ένας απ’ τους μεγαλύτερους θεούς των αιγυπτίων, που λατρευόταν ακόμα πριν 2.000 χρόνια, γεννήθηκε (κατά τον Πλούταρχο) την 361η μέρα του χρόνου, δηλαδή γύρω στις 27 του τωρινού Δεκέμβρη. Σαν βασιλιάς / θεός της αιγύπτου ταξίδεψε πολύ, και δίδαξε τους ανθρώπους την πολιτική τέχνη. “Τους εξημέρωσε μέσα απ’ την μουσική και την πειθώ και όχι την δύναμη των όπλων” καταγράφει ο Πλούταρχος. Ανακάλυψε τα σιτηρά και το κρασί. Τον πρόδωσε όμως ο Τυφών (ή Σηθ), η δύναμη του σκότους, που τον σκότωσε και τον διαμέλισε. “Αυτό” περιγράφει ο Πλούταρχος “έγινε την 17η του μηνός Αθύρ, όταν ο ήλιος μπαίνει στον Σκορπιό” - δηλαδή στην αρχή του χειμώνα. Το σώμα του Όσιρι τοποθετήθηκε σε μια κάσα, όμως μετά από δύο ημέρες, αναστήθηκε. Μέρος, λοιπόν, της λατρείας του Όσιρι ήταν η περιφορά μιας εικόνας του τοποθετημένης σε φέρετρο, την οποία οι πιστοί προσκυνούσαν και χαιρέτιζαν αναφωνώντας με χαρά “Όσιρις ανέστη!” Αναπαράσταση των παθών, του θανάτου και της ανάστασης του Όσιρι γινόταν κάθε χρόνο σε μια μεγάλη θεατρική παράσταση / μυστήριο στην Άβυδο.
- Ο περσικός Μίθρας, του οποίου η λατρεία ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη την εποχή της κατασκευής του χριστιανισμού, και είχε μεγάλο ιερό στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Ρώμη, γεννήθηκε σύμφωνα με την δική του μυθολογία στις 25 Δεκεμβρίου, σε μια σπηλιά, από παρθένο μητέρα. Ταξίδεψε πολύ κι αυτός, και είχε δώδεκα συντρόφους - αποστόλους (κατά τους δώδεκα μήνες). Ενταφιάστηκε αλλά αναστήθηκε, και η ανάστασή του γιορταζόταν κάθε χρόνο με μεγάλη λαμπρότητα και χαρά. Οι δύο μεγαλύτερες γιορτές προς τιμήν του ήταν το χειμερινό ηλιοστάσιο (η “επέτειος της γέννησής” του, τα τωρινά χριστούγεννα) και η εαρινή ισημερία (η ανάστασή του, την άνοιξη, το τωρινό πάσχα). Επονομαζόταν “Σωτήρας” και “Μεσολαβητής”, και κάποτε απεικονιζόταν σαν πρόβατο (“αμνός”). Η λατρεία του περιλάμβανε και την άσκηση “ιερών μυστηρίων”.
Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε άλλα παρόμοια ειδωλολατρικά παραδείγματα, ζωντανά πριν 2000 χρόνια στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου κι ακόμα μακρύτερα, όμως τα δυο πιο πάνω μας φαίνονται αρκετά. Στην πραγματικότητα το μοτίβο της γέννησης ενός “ημίθεου / σωτήρα” σε “σπηλιά”, την χρονική στιγμή που οι αστρολόγοι ιερείς (και όλοι ήταν τέτοιοι τότε) υπολόγιζαν ότι σταματάει να μικραίνει η μέρα (και αντίστοιχα να μεγαλώνει η νύχτα - δηλαδή περί το τέλος του Δεκέμβρη ή όποιου αντίστοιχου μήνα είχαν τα τότε ημερολόγια), και το μοτίβο του θάνατου και της ανάστασης ενός “θνητού / αθάνατου ημίθεου” την άνοιξη, ήταν πολύ διαδομένα σε όλες τις προχριστιανικές (ειδωλατρικές) θρησκείες μιας πολύ μεγάλης ζώνης του πλανήτη. Αυτές οι θεότητες και αυτές οι λατρείες σχετίζονται με τον ετήσιο φυσικό κύκλο της φυτικής / ζωϊκής / αγροτικής παραγωγής. Είτε τις εννοήσει κανείς σαν εκδηλώσεις “πίστης” (δηλαδή συνειδησιακής καθήλωσης), είτε τις εννοήσει σαν ευκαιρίες για τελετουργικές μαζικές γιορτές, το γεγονός είναι πως υπάγονται στην παγανιστική φάση της ανθρωπότητας. Την οποία υποτίθεται “ξεπέρασαν” οι μονοθεϊστικές θρησκείες, και σίγουρα ο χριστιανισμός.
Αλλά “δεν”!!! Αν και ο χριστιανισμός (υποτίθεται τουλάχιστον ότι) ξεκίνησε σαν φονταμενταλιστική φράξια του εβραϊσμού (σαν “επιτροφή στις ρίζες” και καταγγελία των παρεκκλίσεων και των παρεκτροπών του εβραϊκού ιερατείου), ανακατασκευάστηκε για να “πιάσει” (να προσηλυτίσει δηλαδή) τους λεγόμενους “κοσμικούς”: τους “χλιαρούς” οπαδούς άλλων (ειδωλολατρικών) θρησκειών. Για να πετύχουν αυτόν τον προπαγανδιστικό σκοπό οι κατασκευαστές του δεν επέλεξαν την ριζοσπαστική γραμμή της “κατά μέτωπον” επίθεσης σε βάρος των ειδωλολατρικών λατρειών, τουλάχιστον όχι μέχρις ότου αποκτήσουν αρκετές χιλιάδες οπαδούς, και εξουσία. Ακολούθησαν την πιο ευέλικτη γραμμή της αφομοίωσης της ειδωλολατρείας, της εικονολατρείας, του παγανισμού, μέσα απ’ την τροποποίηση και προσαρμογή στη φρεσκαρισμένη ιδέα του “υιού του θεού” που.... Και, φυσικά, μέσα απ’ την διαρκή υπεράσπιση  ενός “κοινοτικού πουριτανισμού” (των πιστών του Χριστού), που υμνούσε την λιτότητα (και τα βάσανα) της καθημερινής ζωής, τουλάχιστον για την “βάση”.

Οι αιώνες πέρασαν, ο χριστιανισμός έγινε εξουσία (και αποκλειστική κρατικά εγγυημένη θρησκεία) στη φάση της παρακμής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατέστρεψε ό,τι θεωρούσε αντίπαλο, κομματιάστηκε εν μέρει από εσωτερικές έριδες του ιερατείου του, επέζησε από κάμποσες αιρέσεις και αμφισβητήσεις, έπνιξε πάμπολες φορές τον κόσμο στο αίμα (“για του Χριστού την πίστη την αγία”) [1], έγινε συμπαγής εξουσιαστική δομή (ιδεολογική και οικονομική) και έφτασε ως τις μέρες μας όπως τον ξέρουμε. Όμως πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα (και δεν είναι λίγα) για το συγκεκριμένο όπιο, βρίσκουμε ενδιαφέρουσα (και πάντα επίκαιρη) την εξής ερώτηση: τι ψυχοσυναισθηματική και διανοητική συγκρότηση προσφέρει (ή επιβάλλει) στους πιστούς του, άσχετα αν είναι “φανατικοί” ή όχι, ένα θρησκευτικό δόγμα που είναι το αντίθετο απ’ αυτό που υποστηρίζει πως είναι; Τι ανθρώπους (τι μυαλά, τι συνειδήσεις) φτιάχνει το δομικό ψέμα μιας θρησκείας που υποστηρίζει ότι είναι “μονοθεϊστική” ενώ είναι απόλυτα ειδωλολατρική; Δεν είναι πιθανό ή εύλογο ότι αυτή η δομική αντινομία, χαρακτηριστική σε ένταση και έκταση μόνο για τον χριστιανισμό (και όχι για τον εβραϊσμό ή τον μουσουλμανισμό) προεκτείνεται, σα συνέπειες, πολύ πιο πέρα απ’ αυτήν καθ’ εαυτήν την άσκηση της “πίστης” και της λατρείας;
Ο κυρ Κάρολος, κάνοντας κάπου κριτική στον εμπορευματικό φετιχισμό (τι διαύγεια τότε!!!) τον παρομοιάζει και τον συγκρίνει με τον θρησκευτικό φετιχισμό: την απόδοση, δηλαδή, είτε σε “ιερά πλάσματα” (θεούς, αγίους, αγγέλους) είτε σε “ιερά πράγματα” (εικόνες, σύμβολα, φυλακτά) αυτοτελών ιδιοτήτων, ιδιοτήτων “όντος” - ενώ πρόκειται για ανθρώπινες επινοήσεις. Ο παγανισμός και οι μαγικές λατρείες είναι πράγματι φετιχιστικές, όμως ο Μαρξ δεν είναι αυτές κατά νου όταν έκανε την σύγκριση με το εμπόρευμα. Γύρω του ανθούσε ο χριστιανικός φετιχισμός.
Ως ένα σημείο και οι τρεις μονοθεϊσμοί που ξέρουμε στην περιοχή είναι φετιχιστικοί. [2] Είναι βάσιμο όμως ότι ο χριστιανισμός, και στις τρεις βασικές φράξιές του (“ορθόδοξος”, καθολικισμός, προτεσταντισμός), είναι υπερ-φετιχιστικός, αν μπορούμε να το θέσουμε έτσι: αγιοποιεί την δήθεν “ιερή σχέση με το πράγμα”, συντηρεί και προωθεί την “ιερότητα του πράγματος”, αποπροσωποιεί και απανθρωποποιεί το “μη χριστιανικό” (χάρη στην αποκλειστική πατέντα του “υιού του θεού”) έχοντας παράξει μαζικά και τον αντι-εβραϊκό και τον αντι-μουσουλμανικό καννιβαλισμό [3].... Κατά την γνώμη μας, και πίσω από διάφορες “χριστιανικές διδασκαλίες” περί “αγάπης” (σαν καθήκοντος - που - προέρχεται - απ’ έξω, με την απειλή της τιμωρίας της θεϊκής εξουσίας...), αυτή η δομική αντινομία που αναφέραμε, το εσωτερικευμένο βασικό ψέμα του χριστιανισμού, η πεποίθηση δηλαδή ότι είναι η αληθινότερη από κάθε άλλη θρησκεία ενώ πρόκειται για μια (προβληματική εν πολλοίς) ειδωλολατρεία, που αν δεν είχε εξοντώσει τους ειδωλολάτρες αντιπαλούς της θα φαινόταν του συρμού, θολώνουν την αντίληψη του Άλλου συνθλίβοντάς τον ανάμεσα στο “ανίερο πράγμα” και στο “ξεπεσμένο πλάσμα”. Η εμπράγματη λατρεία (και ο χριστιανισμός είναι τέτοια περίπτωση, και μάλιστα πληθωρική) δεν μπορεί παρά να παράγει και να συντηρεί ένα μόνιμο σχίσμα, όχι μόνο ανάμεσα στον Εαυτό και τον Κόσμο, αλλά και εντός της καθημερινότητας του Εαυτού. Καλές πράξεις - κακές πράξεις: αυτός ο δυϊσμός είναι δομικός για τις μονοθεϊστικές θρησκείες, με μία όμως διαφορά: όσο περισσότερο εμπράγματη είναι η λατρεία, τόσο πιο “εμπράγματο” μπορεί να θεωρηθεί (ή και να γίνει) το “κακό”. Πράγμα που σημαίνει ότι ο “κακός εαυτός” μπορεί να είναι διαρκώς παρών και, ταυτόχρονα, διαρκώς “εξαγόμενος” και “συγχωρούμενος”. Όμως αυτή η διαδικασία δείχνει την μόνιμη κυριαρχία ενός εσωτερικευμένου και νομιμοποιημένου ηθικού διπολισμού.
Το ότι ο “ιδανικός χριστιανός” όπως μπορούμε να τον δούμε ως σήμερα, είναι ένα μίζερο και υπάκουο πρόσωπο, που δεν χαίρεται (οφείλει να μην χαίρεται) τίποτα εν όψει μιας μετα θάνατον ανταπόδοσης, επειδή τέτοια είναι η “ενσωμάτωση - της - χριστιανικής - καλοσύνης”, σημαίνει ένα μόνιμο σχίσμα ανάμεσα στο Καθήκον και στη Χαρά. Οι όχι φανατικοί χριστιανοί, που είναι οι συντριπτικά περισσότεροι, δεν είναι υποχρεωμένοι να κουβαλάνε αυτό το σχίσμα· αρκεί να λατρεύουν τη νομιμότητα της ηθικής διπολικότητας (και της προσχηματικής, τεχνικής “συγγνώμης”) που τους επιτρέπει να κάνουν και χαρά και καθήκον έως και την καταστροφή του Άλλου. Ίσως ο σαδισμός να μην είναι καθόλου ξένος με τον χριστιανισμό: στην κεντρική πύλη του Αγίου Πέτρου, στο Βατικανό, στην κύρια είσοδο δηλαδή της εκκλησίας που θεωρείται η κεντρικότερη του παγκόσμιου χριστιανισμού (άσχετα από επιμέρους δόγμα), είναι - σαν διακόσμηση - σφυρηλατημένα πάνω στην μεταλλική επένδυσή της όλα τα βασανιστήρια που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Την δημιουργικότητα του βασανισμού έτσι όπως απεικονίζεται εκεί Θα την ζήλευαν οι πιστοί όλων των ανοικτά ανθρωποφαγικών θρησκειών της μακρινής ιστορίας. Ο πόνος και ο θάνατος, σαν θρησκευτικό κόμικς, στην πόρτα του “ναού της θρησκείας της αγάπης” - πόσες αποδείξεις της αξίας και του νοήματος της χριστιανικής ειδωλολατρείας χρειάζονται ακόμα άραγε; [4]

Ωστόσο το πιο επίκαιρο πολιτικά ερώτημα είναι το εξής: θα ήταν δυνατόν οι σύγχρονοι (χριστιανοί) υπήκοοι να αντιληφθούν ρεαλιστικά την πραγματικότητα της κρίσης χωρίς να έχουν νωρίτερα απαλλαγεί απ’ την μεταφυσική και την μαγεία της θρησκείας τους; Είναι γεγονός ότι στα χρόνια της ευδαιμονίας αυτή καθ’ εαυτή η χριστιανική λατρεία δεν ήταν στα φόρτε της· όμως είναι επίσης γεγονός ότι ο καταναλωτικός φετιχισμός είναι παραλλαγή του θρησκευτικού φετιχισμού. Κι όταν ο καταναλωτισμός υποχωρεί (από υλική άποψη), η κοινωνική ψυχοπαθολογία του δεν εξατμίζεται. Αυτή η αλήθεια παρουσιάστηκε πεντακάθαρη στο φαινόμενο των αγανακτισμένων, και από τότε είναι εύκολο να την ανακαλύπτει κανείς παντού. “Να γίνει κάτι” ήλπιζαν χιλιάδες υποτελείς, εννοώντας κάποιο είδος “θαύματος”. “Να γίνει κάτι” εξακολουθούν να ελπίζουν, όλο και πιο παράλυτοι, ενόσω εκείνο που - πραγματικά - γίνεται είναι (και πάλι) η φετιχιστική ενοχοποίηση των μεταναστών.

 

Sarajevo 65 - 09/2012
Πώς λέγεται αυτό στα ελληνο-ορθόδοξα;

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Ενδιαφέρουσα για το θέμα μας είναι η αιματηρή σύγκρουση εικονομάχων και εικονολατρών, για περισσότερο από έναν αιώνα (από το 726 ως το 843) στην “ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία”, γνωστή σαν Βυζάντιο. Η απόρριψη της λατρείας των εικόνων (και ό,τι αυτή συνεπαγόταν) τέθηκε δυναμικά απ’ τους χριστιανούς των ανατολικών επαρχιών (σημερινή τουρκία) όπου υπήρχε σημαντικός αριθμός μονοφυσιτών αλλά και παυλικιακών - δύο αιρέσεων δογματικού εξορθολογισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η επιρροή του ανερχόμενου (και αν-εικονικού) μουσουλμανισμού στους γειτονικούς αραβικούς πληθυσμούς έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο.
Αφού αυτή η αιματηρή (μετά σφαγών) διένεξη διάτρεξε από κάτω ως την κορυφή της εξουσίας (τους αυτοκράτορες) το χριστιανικό βυζάντιο, τέλειωσε με νίκη των εικονολατρών. Η νίκη τους γιορτάζεται επίσημα από τότε σαν “Κυριακή της ορθοδοξίας”, η χασάπισσα εικονολάτρης αυτοκράτειρα Θεοδώρα έχει ανακηρυχθεί αγία... και την (επίσημη) ιστορία την γράφουν οι νικητές!
[ επιστροφή ]

2 - Και οι τρεις μονοθεϊσμοί στους οποίους αναφερόμαστε έχουν στη βάση τους το ιερό κείμενο. Πρόκειται για (καταγραφές του) “Λόγου του θεού”. Για τον εβραϊσμό είναι η Τορά και το Ταλμούδ (το τελευταίο είναι μεταγενέστερες ερμηνείες και εξειδικεύσεις του Τορά), για τον χριστιανισμό η Καινή Διαθήκη και τα Ευαγγέλια, για τον μουσουλμανισμό το Κοράνι.
Η ιερότητα του κειμένου (του “Λόγου”) δεν συναντιέται μόνο σ’ αυτές τις τρεις θρησκείες, και έχει την προϊστορία της. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να αποδοθεί στην αυτοπεποίθηση μιας κάστας ειδικών (ιερέων) που όχι απλώς ήταν εγγράμματοι (με τα δεδομένα της κάθε εποχής) αλλά εκτιμούσαν ότι μπορούν να “πουλήσουν” την εγγραμματοσύνη τους, σα νομιμοποίηση της ανωτερότητάς τους και της ιερότητάς τους, σαν ειδικής σχέσης τους με το θεό / ιερό, στο αγράμματο πόπολο. Επιπλέον, από τυπική άποψη, η ιερότητα του κειμένου διαφοροποιείται τόσο απ’ την ιερότητα του παραδείγματος όσο και από την ιερότητα του πράγματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι τέτοιες διαφορετικές “ιερές τάξεις” δεν μπορούν να συνυπάρχουν, σε διάφορες αναλογίες μεταξύ τους, κι ανάλογα με το κάθε φορά target group. Προφανώς η ιερότητα του κειμένου λειτουργεί καλύτερα μεταξύ διανοούμενων, και η ιερότητα του πράγματος μέσα στη μάζα των πιστών.
[ επιστροφή ]

3 - Παρότι σε πολέμους ή σε επιχειρήσεις “δημόσιας τάξης” η κατηγορία του “άπιστου” έχει χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε είχε το πάνω χέρι, από δογματική άποψη ισχύουν τα εξής:
- ο εβραϊκός μονοθεϊσμός είναι (αυτο)προικισμένος με την μοναδικότητα του “εκλεκτού λαού” (απ’ τον Θεό). Περιττεύουν υποθέτουμε τα σχόλια για το τι είναι όλοι οι υπόλοιποι...
- ο χριστιανικός μονοθεϊσμός αντέγραψε / κληρονόμησε την “εκλεκτικότητα” του εβραϊσμού χάρη στο μονοπώλιο του “υιού του θεού”. Αν και επίσημα δεν τίθεται ζήτημα κατά των εβραίων, είναι γνωστός ο επι αιώνας αντιεβραϊσμός των χριστιανών, όπως και το που κατέληξε.
- ο μουσουλμανικός μονοθεϊσμός, τρίτος στη σειρά, είναι ο περισσότερο πολιτικός εξ αρχής. Ο Μωάμεθ αποσκοπούσε στον άμεσο τερματισμό των μόμιμων πολέμων μεταξύ των φυλών / κλαν της αραβικής χερσονήσου, και θεώρησε πως η καθιέρωση ενός και μόνο θεού και μιας μόνο λατρείας ήταν ο καλύτερος τρόπος γι’ αυτό - πράγμα που αποδείχθηκε γρήγορα σωστό. Ο μουσουλμανισμός αναγνωρίζει επίσημα σαν ισότιμους (με τον προφήτη Μωάμεθ) τον προφήτη Μωϋσή και τον προφήτη (και όχι γυιό του αφεντικού) Χριστό, άρα και τις αντίστοιχες θρησκείες.
Έχει ενδιαφέρον και κάτι ακόμα. Σ’ ότι αφορά την ιστορική προέλευση του εβραϊκού μονοθεϊσμού, που εξελίχθηκε σε μήτρα τόσο του χριστιανισμού όσο και του μουσουλμανισμού, θα πρέπει κανείς να πάει “πιο πίσω και πιο μέσα” στην αιγυπτιακή αυτοκρατορία, και στο σύντομο μονοθεϊστικό / εκσυγχρονιστικό “διάλειμμα” του Ακενατόν και της Νεφερτίτης. Παρότι εκείνος ο μονοθεϊσμός του θεού / ήλιου ηττήθηκε τελικά, είναι λογικό ότι πιστοί του (και όχι μόνο πλέμπα) κατάφεραν να επιβιώσουν επι μακρόν, φανερά ή κρυφά.
Το σίγουρο είναι ότι για πολύ καιρό ο “ένας και μοναδικός θεός” των εβραίων δεν είναι το “απόμακρο και βλοσυρό” αφεντικό που ξέρουμε, αλλά ένας θεός ιδιαίτερα προσιτός, που α) δεν τα ξέρει όλα, β) κάνει λάθη, γ) βρίσκεται σε ανοικτές διαπραγματεύσεις / παζάρια / δοσοληψίες με τους πιστούς του. Ο αρχικός θεός των εβραίων έμοιαζε (ως προς την εγγύτητά του στους πιστούς) με όλους τους υπόλοιπους “πολλούς θεούς”, και οι πιστοί του είχαν απαιτήσεις για χειροπιαστά οφέλη απ’ την πίστη τους. Αποδείξεις αυτής της “άμεσης συναλλαγής” πιστών / θεού υπάρχουν πολλές, θα θυμίσουμε όμως μόνο δύο, που είναι γνωστές απ’ την “παλαιά διαθήκη” (την κουτσουρεμένη και τροποποιημένη εδώ κι εκεί μυθολογία του εβραϊσμού): α) ο θεός ζητάει απ’ τον Αβραάμ την θυσία του γυιού του Ισαάκ, πράγμα που όχι μόνο παραπέμπει σε λατρευτικές ανθρωποθυσίες, αλλά είναι και επανάληψη του (γνωστού)  μοτίβου της “θυσίας της Ιφιγένειας”· β) μετά τον “κατακλυσμό” που καταστρέφει τον κόσμο ο θεός απολογείται, ζητάει συγγνώμη απ’ τον Νώε, και υπόσχεται να μην το ξανακάνει. Για να επισφραγίσει την δέσμευσή του (στους επιζήσαντες ανθρώπους) φτιάχνει το ουράνιο τόξο...
Η απομάκρυνση / αποστασιοποίηση του “ενός και μοναδικού θεού” απ’ τους πιστούς του είναι ευθέως ανάλογη της ανάπτυξης και της διόγκωσης του σώματος των ειδικών ενδιάμεσων (ιερέων) που αναλαμβάνουν να μεσολαβήσουν αφ’ ενός το “θέλημα του θεού” προς τους πιστούς, αφετέρου την “πιστότητα” των τελευταίων προς το αφεντικό. Η ανάπτυξη / διόγκωση αυτού του ιεραρχικού στρώματος τροποποιεί την “ιδέα του θεού”, και διαμορφώνει την θρησκεία σα σύστημα διοίκησης / επιτήρησης, μέσα από διάφορες τελετουργίες.
[ επιστροφή ]

4 - Η περιβόητη “θεία κοινωνία” των χριστιανών, κεντρική στα μυστήρια της συγκεκριμένης θρησκείας, είναι η βρώση και η πόση του θεϊκού σώματος: πρόκειται για λατρευτική πρακτική που προέρχεται κατευθείαν απ’ τις παγανιστικές, μαγικές δοξασίες και τις κοινωνίες των τοτέμ. Τα τοτέμ (κάθε φυλή ή κλαν είχε το δικό του) ήταν “ιερά ζώα”, τα οποία δεν επιτρεπόταν να κυνηγήσει και να φάει (αν τρώγονταν) κανένα μέλος της φυλής ή του κλαν, εκτός απ’ τις περιπτώσεις ειδικών τελετών, όπου η σάρκα και το αίμα του ιερού ζώου τρώγονταν τελετουργικά, σαν μέθεξη με τις θεϊκές δυνάμεις και ιδιότητες. Το ενδιαφέρον είναι ότι την ίδια ακριβώς τελετή, την βρώση του ψωμιού / σώματος του θεού και την πόση του κρασιού / αίματός του, την έκαναν και οι πιστοί του Μίθρα - απ’ όπου την ξεσήκωσαν (όπως φαίνεται) αυτούσια οι κατασκευαστές του χριστιανισμού.
Τα “ιερά λείψανα” των “αγίων” (ακόμα και σε κομματάκια...) και η λατρεία τους (η πίστη στις θαυματουργές δυνατότητες των ιερών πτωμάτων...) είναι άλλη μια εκτεταμένη εκδήλωση ειδωλολατρείας, στα όρια της καθαρής παράνοιας με κριτήρια στοιχειώδους ορθολογισμού. Όμως εκείνο που θεωρούμε το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα, είναι και το πλέον προφανές αλλά και ασχολίαστο: ο χριστιανισμός είναι η μοναδική θρησκεία απ’ όσες ξέρουμε, έστω και επιφανειακά, που έχει σαν κεντρικό ιερό της σύμβολο ένα όργανο βασανιστηρίων και θανάτωσης: τον σταυρό! Μπορεί κανείς να συλλάβει με καθαρό μυαλό τι σημαίνει “θρησκεία και πίστη και λατρεία ενός όργανου βασανιστηρίων”; Πως θα φαινόταν, άραγε, σήμερα, μια θρησκευτική σέχτα που θα ξεκινούσε την καριέρα της στην ιστορία έχοντας σαν κορυφαίο ιερό σύμβολό της την ηλεκτρική καρέκλα ή την αγχόνη, επειδή “έτσι τερμάτισε τον επί γης βίο του” ο μεσσίας της; Δεν θα προκαλούσε τουλάχιστον απέχθεια; Ε, αυτό είναι (και) ο χριστιανισμός.
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo