Sarajevo
 

 

 

Sarajevo 64 - 07/2012

 

και ο εργατικός ανταγωνισμός;

Πώς έχει επηρεαστεί, απ’ την τεθλασμένη διαδρομή της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”, οτιδήποτε μπορεί να ονομαστεί ταξικός ανταγωνισμός (στην ευρώπη) το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα; Πώς επηρέασε την ως τώρα πορεία; Και γιατί το σύγχρονο προλεταριάτο στην ευρώπη είναι τόσο αδύναμο (κατά την ταπεινή μας άποψη: απόν) στην τωρινή φάση της κρίσης και της διαχείρισής της, που στρέφεται τόσο γερά (αν και όχι ομοιόμορφα) εναντίον του;
Σημαντικές ερωτήσεις. Για να τις απαντήσει κανείς σωστά και σοβαρά θα έπρεπε να ξέρει με ακρίβεια, τόσο την ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όσο και την ιστορία των κοινωνικών και ταξικών αγώνων και αρνήσεων στο ευρωπαϊκό έδαφος. Δεν τα ξέρουμε, οπότε δεν μπορούμε να δώσουμε ολοκληρωμένες απαντήσεις.
Υπάρχει όμως ένα υπο-ερώτημα, που μπορεί να διερευνηθεί με βάση την πολύ πρόσφατη εμπειρία, από το 2009 και μετά. Οι πιθανές απαντήσεις θα μπορούσαν να φωτίσουν αναδρομικά την ιστορία ως το 2009. Και το υποερώτημα είναι: συμφέρει ή όχι τα αφεντικά (οποιαδήποτε αφεντικά) η διαίρεση των εργατών και των εργατριών, με κάθε δυνατό τρόπο (τοπικιστικό, φύλου, φυλής, ηλικίας, ειδικότητας, κλπ) - άρα και στη βάση εθνικών γραμμών; Η απάντηση είναι τεκμηριωμένα απλή: ναι, τα συμφέρει! Συνεπώς, η διαδικασία της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”, έστω και οικονομικής μόνο ή κυρίως, ειδικά απ’ την στιγμή που απέκτησε ορισμένες χειροπιαστές για την καθημερινή ζωή των εργατών διαστάσεις (όπως η ελευθερία μετακίνησης εντός της “ζώνης σέγκεν”, η εναρμόνιση διάφορων νομοθεσιών ή το κοινό νόμισμα) θα πρέπει κατ’ αρχήν να ελεγχθεί σαν “αντιφατική” (για τα συμφέροντα των αφεντικών). Απ’ την μεριά σκόπευε (και σκοπεύει) στη διαμόρφωση ενός ισχυρού μπλοκ μέσα στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό. Απ’ την άλλη όμως διευκόλυνε την αμοιβαία όσμωση και σύνθεση μεταξύ εργατικών τάξεων (ή και κινημάτων) εθνοτικά διαχωρισμένων. Γιατί αυτό το τελευταίο τα αφεντικά δεν το είδαν σαν κίνδυνο;
Η ερώτηση θα μπορούσε να διατυπωθεί κι ανάποδα. Γιατί τα οργανωτικά σχήματα των εργατικών τάξεων (ή και διάφορων άλλων κοινωνικών αρνήσεων) δεν απέκτησαν σταθερές και μόνιμες  διεθνικές δομές, τέτοιες που να επιτρέπουν, απ’ το 2009 και μετά, την κοινή δράση στη βάση κοινών στόχων και αιτημάτων; Και γιατί, αντίθετα, η διαχείριση της κρίσης παράγει όλο και πιο έντονα ένα είδος “εθνικής αναδίπλωσης” ακόμα και σε κοινωνικά υποκείμενα (με πρώτους τους σύγχρονους εργάτες) που θα είχαν το ακριβώς αντίθετο συμφέρον;

Μια πρώτη απάντηση, ότι τέτοιες σταθερές, μόνιμες και (κυρίως) λειτουργικές διεθνικές / πανευρωπαϊκές δομές οργάνωσης είναι (ήταν) τεχνικά δύσκολες, θα πρέπει να απορριφθεί αμέσως. Τα τεχνικά μέσα (απ’ τις μεταφορές ως τις τηλεπικοινωνίες και, τελικά, το διαδίκτυο) ήταν και είναι περισσότερο πρόσφορες από ποτέ στην ιστορία της εργατικής τάξης. Δεν θα έπρεπε να ξεχνάει ή να υποτιμάει κανείς ότι οι “Διεθνείς”, αρχίζοντας απ’ την Α, δημιουργήθηκαν και εργάστηκαν αποτελεσματικά (δεν πιάνουμε ζητήματα ιδεολογικής κριτικής...) στην ευρώπη σε συνθήκες που, από τεχνική άποψη, θα θεωρούνταν αδιανόητες σήμερα. To 1864, όταν δημιουργήθηκε στο Λονδίνο η “Διεθνής Ομοσπονδία Εργατών” στο Λονδίνο, ούτε τηλεπικοινωνίες υπήρχαν, ούτε τα ταξίδια ήταν “παιχνιδάκι”. Κι ούτε, σε γενικές γραμμές, αναγνωριζόταν επίσημα οποιαδήποτε “ελευθερία διακίνησης ιδεών” σαν εκείνες που ενέπνεαν τα μέλη της διεθνούς τότε...
Μια δεύτερη απάντηση, ότι τέτοιου είδους ευρωπαϊκές οργανωτικές δομές είναι (ήταν) μη αποδεκτές (λόγω μεγέθους, γραφειοκρατικής συγκέντρωσης, κλπ) την θεωρούμε υπεκφυγή. Οι επίσημες συνδικαλιστικές δομές στην ευρώπη είναι αρκετά γραφειοκρατικές ώστε δεν θα ανησυχούσαν καθόλου για “δυσλειτουργίες” εάν είχαν καθιερώσει μια, για παράδειγμα,  συνάντηση όλων των ευρωπαϊκών τριτοβάθμιων οργανώσεων, κάθε έξι μήνες, ήδη απ’ την δεκαετία του ‘90, ώστε να υπάρχει (τουλάχιστον) μια αλληλοενημέρωση για το τι συμβαίνει σε κάθε καπιταλιστικό κράτος. Το αντίθετο μάλιστα: θα ήταν μια ευκαιρία για ταξίδια, και τα υπόλοιπα ωραία. Ούτε οι όποιες “πρωτοβουλίες βάσης”, όπου έχουν υπάρξει τέτοιες, θα γραφειοκρατικοποιούνταν αν έφτιαχναν ένα διαρκές ευρωπαϊκό εργατικό “συνέδριο”.
Μια τρίτη απάντηση, για τις δυσκολίες που προκαλεί η διαφορά γλώσσας, κουλτούρας ή παράδοσης, από μέρος σε μέρος στην ευρώπη, δεν αξίζει καν συζήτηση.

Επειδή δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος εξαιτίας του οποίου μια ορισμένη αλληλοενημέρωση + συντονισμός μεταξύ των επίσημων (ή και των όχι - και - τόσο - επίσημων) ευρωπαϊκών συνδικάτων δεν πήραν σταθερές μορφές εδώ και δεκαετίες, τείνουμε να υποθέσουμε ότι αυτή η “έλλειψη” ήταν σκόπιμη: οι όποιες διαδικασίες ενοποίησης ή συντονισμού ή συμμαχιών των αφεντικών στην ευρώπη ΔΕΝ έπρεπε να συνοδευτούν από αντίστοιχες (και, φυσιολογικά, πιο προωθημένες) κινήσεις έστω των γραφειοκρατικών και ενταγμένων στο κράτος, συνδικάτων. Η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση, στο γιατί δηλαδή τα αφεντικά στην ευρώπη δεν είδαν σαν κίνδυνο την αμοιβαία όσμωση μεταξύ των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων, είναι τελικά οφθαλμοφανής: επειδή την εμπόδισαν διακριτικά μεν, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικά! Ούτε καν οι όποιες (κατά δήλωσή του) αντικαπιταλιστικές ή/και αντικρατικές μειοψηφίες μέσα σ’ αυτές τις εργατικές τάξεις δεν ασχολήθηκαν με το ζήτημα...
Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να θυμηθούμε τις “ευρωπορείες”. Αντιγράφουμε γι’ αυτές ένα απόσπασμα από μια διθυραμβική αναφορά (περιοδικό κόκκινο), έτσι ώστε να μην θεωρηθούμε προκατειλημένοι:

Την άνοιξη του 1996, μπροστά στη παρατεταμένη μαζική και μεγάλης διάρκειας ανεργία (εκείνη την εποχή υπήρχαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση 20 εκατομμύρια άνεργοι και 50 εκατομμύρια φτωχοί), κινήματα και συνδικάτα συναντιούνται τον Ιούνιο στη Φλωρεντία και αποφασίζουν κάτι πρωτόγνωρο: να οργανώσουν τον Ιούνιο του 1997 με την ευκαιρία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, μαζί με όλες τις οργανώσεις που το θέλουν και χωρίς κανέναν αποκλεισμό, ευρωπαϊκές πορείες ενάντια στην ανεργία, την επισφαλή απασχόληση και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Ξεκινώντας από διάφορα σημεία όπως τη Φινλανδία, το μαρτυρικό Σαράγεβο, την Ταγγέρη του Μαρόκου κ.λπ., οι πορείες διασχίζουν επί δύο μήνες όλες τις χώρες της Ε.Ε. πριν συγκλίνουν στους δρόμους του Άμστερνταμ μαζί με άλλους 50.000 διαδηλωτές και διαδηλώτριες. (Ένα φιλμ του Πατρίς Σπαντονί και του Canal Marches περιγράφει αυτή την “εποποιία”).
Γύρω από μια κοινή πρωτοβουλία είχαν συσπειρωθεί, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, οργανώσεις τόσο διαφορετικές όσο η DGB (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών της Γερμανίας) της Θουριγγίας, η FIOM (Ομοσπονδία Εργατών Μετάλλου) και τα Sin.Cobas (ανεξάρτητα ριζοσπαστικά συνδικάτα) της Ιταλίας, τα SUD (ανεξάρτητα ριζοσπαστικά συνδικάτα) και τα κινήματα ανέργων της Γαλλίας, η αναρχική CGT της Ισπανίας, γεγονός που θα ήταν αδιανόητο σε εθνικά πλαίσια και εγκαινίαζε τη συσπειρωτική διαδικασία των Κοινωνικών Φόρουμ. Είναι ακριβώς μέσα από αυτή την κινητοποίηση που δημιουργήθηκε το ευρωπαϊκό δίκτυο των Ευρωπαϊκών Πορειών /Ευρωπορειών.
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα πανευρωπαϊκό ευέλικτο, οριζόντιο και προσαρμοζόμενο στις ανάγκες κέντρο πρωτοβουλιών και συντονισμού μαχόμενων κινημάτων και συνδικαλιστικών δομών ενάντια στην ανεργία και την επισφαλή απασχόληση. Αυτό το συντονιστικό επιτρέπει να ανταλλάσσονται οι πληροφορίες μεταξύ των χωρών, να παρακολουθούνται εκ του σύνεγγυς οι πολιτικές της Ε.Ε. και να προετοιμάζονται από όλους μαζί κοινές πρωτοβουλίες και καμπάνιες. Ριζωμένο βασικά στη δύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δίκτυο των Ευρωπορειών επεκτάθηκε πρόσφατα και στην ανατολή της με την ένταξη αγωνιστικών συλλογικοτήτων (κινήματα ανέργων, συνδικάτων…) της Πολωνίας.
Επιτέλους, το πρόβλημα της ανεργίας και ακόμα περισσότερο των ίδιων των ανέργων είχε εισβάλει στο προσκήνιο με τον πιο μαχητικό τρόπο.

Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει (το 1996 και το 1997) τις “ευρωπορείες” σαν πρόπλασμα ενός εργατικού συντονισμού, έστω και μειοψηφικού, σε ευρωπαϊκή κλίμακα; Ίσως. Αλλά για λόγους που ποτέ δεν θα μάθουμε καθαρά (και μόνο να υποθέσουμε μπορούμε) ακόμα κι αυτή η εξαιρετικά διστακτική και οπωσδήποτε εξαιρετικά περιορισμένων στοχεύσεων κίνηση, κατέληξε να “εξατμιστεί” γρήγορα μέσα στους ελιγμούς, τα συμφέροντα και τις μεταμορφώσεις διαφόρων κομματικών σχηματισμών. Ακόμα και η διθυραμβική αναφορά απ’ την οποία πήραμε το πιο πάνω απόσπασμα κάνει γαργάρα την γρήγορη “εξαφάνιση” του αρχικού ενθουσιασμού περί “ευρωπορειών” και κοινών δράσεων, και με ένα αριστοτεχνικό άλμα στο χρόνο (και στο κενό) προσγειώνεται σε κάτι γεμάτο “αντιπαγκοσμιοποίηση” και άλλα ωραία. Προσγειώνεται στο πάρτυ του “ευρωπαϊκού κοινωνικού φόρουμ” της Αθήνας, το 2006:

...Είναι πράγματι επείγον να επεξεργαστούμε προτάσεις που συγκεκριμενοποιούν την “άλλη Ευρώπη” που θέλουμε. Και αυτό είναι το νόημα της ενεργού συμμετοχής των Ευρωπορειών στα Κοινωνικά Φόρουμ. Από αυτή την άποψη, το επόμενο ΕΚΦ της Αθήνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Μετά από την απόρριψη της ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης, επείγει να προτείνουμε στους λαούς της Ευρώπης εναλλακτικές λύσεις στο νεοφιλελευθερισμό που εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε όλο τον κόσμο. Για εμάς, αυτή είναι η διακύβευση του ΕΚΦ της Αθήνας...

Η αλήθεια είναι πως όταν η αφετηρία είναι η ανεργία και το πράγμα φτάνει να εκτοξευτεί στο ψάξιμο “να επεξεργαστείς προτάσεις για μια ‘άλλη ευρώπη’”, τότε διάφοροι επιτήδειοι έχουν βάλει το χεράκι τους για εκτροχιασμό! Και τον έχουν πετύχει. Η γραφειοκρατικοποίηση φυτρώνει παντού, και πανεύκολα - ακόμα και με χρώματα κι αρώματα.

Η  συντήρηση των εργατικών τάξεων στην ευρώπη σε light (ή και όχι τόσο light...) νηπιακή “εθνική κατάσταση”, σε άμεση συνάρτηση μάλιστα με την βίαια υποτίμηση / εκμετάλλευση των μεταναστών (που, για πολλά χρόνια, ήταν επίσης “ευρωπαίοι” - αλλά “ανατολικοί”...) έπρεπε να είναι μείζον πολιτικός αντίπαλος, και οπωσδήποτε θέμα πρώτης γραμμής, εδώ και πολλές δεκαετίες. Είναι πανεύκολο και ανέξοδο να μιλάει κανείς είτε εναντίον της ε.ε. (και του ευρώ) είτε υπέρ μιας “άλλης ε.ε.”. Το δύσκολο, αλλά και το ολοφάνερα (πια...) αναγκαίο ήταν και είναι να οργανωθούν τα υποκείμενα (και πριν απ’ όλα οι εργάτες και οι εργάτριες) σ’ εκείνο το “επίπεδο” που αντιστοιχεί στις κινήσεις των αφεντικών· και ακόμα περισσότερο με τέτοιους τρόπους και περιεχόμενα ώστε η εργατική οργάνωση να προηγείται αυτών των κινήσεων. Υποτίθεται (στα λόγια και στα συνθήματα αυτά είναι πανεύκολα...) ότι ο διεθνισμός των εργατικών τάξεων δεν είναι μια ιδεολογική παράμετρος αλλά οργανικό στοιχείο της ίδιας μας της ύπαρξης. Υποτίθεται επίσης ότι το προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε δεν ήταν μια κουβέντα που ειπώθηκε στη διάρκεια ενός debate για τα καλά και τα κακά της “εθνικής οικονομίας” ή τα υπέρ και τα κατά του “εθνικού νομίσματος”, ή την τακτική του Λένιν για τις εθνότητες στην μετεπαναστατική ρωσία, αλλά η πολεμική κραυγή του μαχόμενου προλεταριάτου, παντού και πάντα στον καπιταλιστικό πλανήτη. Στο βαθμό που η εξέλιξη στην καπιταλιστική ευρώπη ήταν το τα αφεντικά ενώνονται (με πισωγυρίσματα και ασυνέχειες, σύμφωνοι) το και οι εργατικές τάξεις ενώνονται δεν (θα) ήταν καν προοίμιο της επερχόμενης επανάστασης. Αλλά ένα στοιχειώδες μέτρο εργατικής αυτοπροστασίας.
Αυτά δεν είναι θεωρητικά. Ούτε εξυπναδούλες εκ των υστέρων. Εκτός απ’ την μισοαρχινισμένη, δειλή, και τελικά εύκολο να βραχυκυκλωθεί ιστορία των “ευρωπορειών”, θα ήταν χρήσιμο να θυμηθεί κανείς κάτι απ’ την απέναντι μεριά. Η “Ατζέντα 2010”, η δέσμη δηλαδή των αποφάσεων σχετικά με την αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας και του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας στη γερμανία, που πέρασε ο κυβερνητικός συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών και πράσινων το 2003 και το 2004, θα μπορούσε να είναι το τελευταίο στη σειρά “προμήνυμα κινδύνου” για τις εργατικές τάξεις σ’ όλη την ευρώπη. Εάν, φυσικά, δεν ζούσαν μέσα στις εθνικές τους ψευδαισθήσεις.... Σε διαδοχικές κινήσεις (Hartz Ι, το 2003, έως Hartz IV, το 2005), το γερμανικό κράτος / κεφάλαιο πέτυχε μεγάλη εξοικονόμηση τόσο του “έμμεσου εργατικού κόστους” (με γερές περικοπές στα συστήματα υγείας και κοινωνικής πρόνοιας) όσο και του “άμεσου εργατικού κόστους”. Πατώντας γερά πάνω σ’ αυτούς τους νόμους, και με την απειλή ότι αν δεν γίνουν δεκτές οι απαιτήσεις τους θα μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους αλλού, τα γερμανικά αφεντικά εκβίασαν και πέτυχαν “παγώματα” μισθών με ταυτόχρονη αύξηση των ωραρίων (υποτίμηση της εργασίας δηλαδή) σε διάφορους νευραλγικούς τομείς της “εθνικής” γερμανικής καπιταλιστικής παραγωγής (βιομηχανίες)· ενώ στον τριτογενή, χάρη στην δρακόντια περικοπή των κοινωνικών επιδομάτων, άρχισαν να διαμορφώνονται μαζικά συνθήκες "εργαζόμενων φτωχών”. Οι “κάτω απ’ το όριο φτώχιας γερμανοί” (κάτι που έμοιαζε σαν κρύο ανέκδοτο αλλού στην ευρώπη, επειδή τα δυσάρεστα κρύβονται αν δεν θέλεις να τα δεις) από το 11% του πληθυσμού το 2001 πολλαπλασιάστηκαν σε 18% το 2007.
Αντιδράσεις υπήρξαν κατά της Ατζέντας 2010. Διαδηλώσεις έγιναν. Έγιναν και αποχωρήσεις απ’ το spd, αν αυτό θεωρείται κάτι σημαντικό.... Αλλά τα μέτρα έμειναν, μαζί με ένα είδος χαιρεκακίας αλλού στην ευρώπη, αφού για πολλά χρόνια υπήρχε η πεποίθηση ότι οι γερμανοί (οι γερμανοί - όχι οι έλληνες!!!) δεν δουλεύουν, αλλά περνάνε φίνα χάρη στα πλουσιοπάροχα επιδόματα... Τελικά οι γερμανοί δουλεύουν, όπως δουλεύουν και οι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες εργάτες απ’ την υπόλοιπη ευρώπη, την ασία ή αλλού· δουλεύουν φτηνά (ή ακόμα φτηνότερα αν είναι “ξένοι” σε “ανειδίκευτες” θέσεις) σε σχέση με την παραγωγικότητά τους· έφτιαξαν έναν ακόμα γύρο “γερμανικού θαύματος” μέσα στην κρίση (ως τώρα)· και είναι εύκολα επιρρεπής στο επιχείρημα: εμείς δεχτήκαμε την φτήνια μας (για το εθνικό καπιταλιστικό καλό) πριν χρόνια· δεχτείτε τώρα κι εσείς την δικιά σας, και σταματήστε την γκρίνια...

Ο light (ή όχι και τόσο light) εθνικισμός των εργατικών τάξεων στην ευρώπη και οι ανάλογες διαιρέσεις, άρχισαν λοιπόν να γεννούν κέρδη για τα αφεντικά όχι σε κάποια σκοτεινή τρύπα, αλλά στο φως της ημέρας, και στην καρδιά των διαδικασιών ενοποίησης της ευρώπης: στη γερμανία. Το 2003, το 2004, το 2005. Για τον σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό Σρέντερ η διακύβευση ήταν η βελτίωση της θέσης του γερμανικού καπιταλισμού στον παγκόσμιο καταμερισμό / ανταγωνισμό. Ποιός, λοιπόν, θα κατηγορούσε το γερμανικό κράτος και κεφάλαιο ότι δεν είναι διορατικά και αποτελεσματικά;
Απ’ την δική μας μεριά ωστόσο, την εργατική, το ότι ο “διεθνισμός” έμεινε μια κούφια, βαρετή, άνοστη και άχρηστη λέξη, μικρότερης αξίας απ’ το “τουρισμός” (ή και “επαναστατικός τουρισμός”, ελέω “αντιπαγκοσμιοποίησης”...) έμελλε να έχει συντριπτικές συνέπειες. Το 2005 δεν μας πολυενδιέφερε “τι σκατά γίνεται στη γερμανία”, αφού “εντάξει μωρέ, δεν έχουν ανάγκη αυτοί...”. Το 2012 αντίστοιχα δεν πολυενδιαφέρει τους εργάτες στη γερμανία, ή την αυστρία, ή την δανία “τι σκατά γίνεται στην ισπανία” (ή στην ιταλία, ή στην ελλάδα) αφού “εμείς θα τους πληρώνουμε;" Ο νεοκρατισμός και ο εθνικισμός ωριμάζουν στα κράτη μέλη της ε.ε. και της ζώνης του ευρώ (με την βοήθεια και των κατάλληλων ενέσεων, από πολλές και διάφορες μεριές) την ώρα που τ’ αφεντικά μαστορεύουν τον δικό τους “διεθνισμό”, δηλαδή την θέση τους στον παγκόσμιο καταμερισμό / ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό. Το όποιο ενδιαφέρον (του ηλίθιου είδους “είμαστε όλοι έλληνες”!!!) είναι “ανθρωπιστικό”, και είναι απλά αδιανόητο ότι τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα των εργατών στην ευρώπη, εργάτες ευρωπαίοι, αφρικάνοι, ασιάτες ή οτιδήποτε άλλο, θα μπορούσαν δρώντας μαζί να αναποδογυρίσουν το τραπέζι της διαχείρισης της κρίσης προστατεύοντας δυναμικά την εργασία (μας), τους εαυτούς (μας), την τάξη (μας) - και μόνο. Ναι, αυτό που θα ήταν η ελάχιστη αντι-πραξή μας, αυτό μοιάζει αδιανόητο.

Τα “φιλο ε.ε.” και τα “αντι ε.ε.” φάρμακα δίνουν και παίρνουν στον κατακτημένο απ’ τα αφεντικά και την δημαγωγία τους ορίζοντα των ημερών μας. Και τα μεν είναι πικρά, και τα δε - αλλά κάθε σωτήρας ισχυρίζεται ότι είναι “για το καλό” μας. Αυτό που θέλουν (από κοινού οι μεν με τους δε) είναι, ακριβώς, να απασχολούμαστε μ’ αυτά. Όμως κανένας λακές δεν εξήγησε ποτέ, ούτε θα μπορέσει να εξηγήσει, γιατί ο καθένας και η καθεμιά από εσάς που διαβάζετε αυτές εδώ τις σελίδες (και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι παρόμοιοι εργάτες και εργάτριες...) θα έπρεπε να έχει καούρα και το να κάνει έγνοια και άποψή του / της, το αν (τον) “συμφέρει” ο εργοδότης του να συνεταιριστεί με άλλους εργοδότες ή να διαλύσει τον συνεταιρισμό που έχει! Γιατί θα έπρεπε να νοιαζόμαστε γι’ αυτό σαν εργάτες; Γιατί θα έπρεπε να ποντάρουμε τη ζωή και τα συμφέροντά μας είτε στην “ένωση” και την “ολοκλήρωση” των χ εργοδοτών είτε στην “εθνική ανεξαρτησία” τους; Δεν θα έπρεπε!!! Όταν το πράγμα γίνεται κοντινό και απτό, τότε ο καθένας καταλαβαίνει ότι οι φιλίες και οι καυγάδες των αφεντικών πρέπει να τον αφήνουν παγερά αδιάφορο· και πως όποιος έρχεται να τον συμβουλέψει ότι το συμφέρον του είναι υπέρ του “συνεταιρισμού” ή υπέρ της “διάλυσής” του, είναι τσατσορούφιανος.
Όταν όμως το πράγμα εκτοξεύεται στην κλίμακα της ευρώπης, “υπέρ της ε.ε.” ή “κατά της ε.ε.”, τότε πάει δήθεν αλλιώς. Ξερή μεταφυσική της εξουσίας. Κάποιος απ’ το υπερπέραν θα μπορούσε να παρακολουθεί, παραμονές της επίσημης κήρυξης του Β παγκόσμιου, τον “ελληνικό λαό” να χωλοσκάει αν θα πρέπει να δώσει την ψυχή του και να συμμαχήσει με τους άγγλους ή τους γερμανούς... Θα κούναγε το κεφάλι του, και θα αναρωτιόταν “μα δεν καταλαβαίνουν οτι είναι χαμένοι; δεν καταλαβαίνουν ότι είναι γαμημένα καταδικασμένοι έτσι κι αλλιώς;”
Αυτή είναι θλιβερή κατάσταση και τώρα.

 
       

Sarajevo