Sarajevo
 

 

 

 

 

Sarajevo 62 - 05/2012

 

συμβολή στη δημιουργική μελαγχολία

η (μη) δυνατότητα της κριτικής

Στις 25 Απρίλη η συνέλευση του game over παρουσίασε στην Αθήνα μιαν ανάλυση των τρόπων με τους οποίους ο κόσμος των εικόνων έχει υπονομεύσει (και συνεχίζει να υπονομεύει) τον κόσμο των λέξεων. Η συγκεκριμένη ανάλυση, αποστασιοποιημένη για λόγους τακτικής απ’ το κύριο ενδιαφέρον της συνέλευσης (που σχετίζεται με τις νέες τεχνολογίες και την δική τους συμβολή στην οριστική αποσάρθρωση εκείνου που ξέραμε σαν “εκπαίδευση”) ήταν προσανατολισμένη στην ανάδειξη του γεγονότος ότι η χρεωκοπία αυτού που ξέρουμε σαν εκπαιδευτικό σύστημα, διεθνώς, (που είναι εκπαίδευση στον κόσμο του γραπτού λόγου) έχει προκληθεί συστηματικά και επιταχυνόμενα εδώ και δεκαετίες, σε μεγάλο βαθ,ό απ’ αυτό που έχει ονομαστεί “θεάμα”.
Πριν προχωρήσουμε στο κυρίως θέμα αυτής εδώ της αναφοράς αξίζει να περιγράψουμε περιληπτικά την ανάλυση της συνέλευσης του game over: μια εντελώς διαφορετική διαχείριση των νοημάτων, μέσω των κινούμενων εικόνων και του δικού τους “συντακτικού”, γεννήθηκε αρχικά μέσω του κινηματογράφου και, στη συνέχεια, έγινε καθημερινή κοινοτοπία των αναπτυγμένων καπιταλιστικά κοινωνιών μέσω της τηλεόρασης. Μ’ αυτήν την “καινούργια διαχείριση των νοημάτων” (άσχετα απ’ το “περιεχόμενό” τους) άλλαζαν ριζικά οι θεμελιώδεις αντιληπτικές διαδικασίες, όπως αυτές είχαν καθιερωθεί (και για μερικές δεκαετίες συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο μάθησης) μέσω του γραπτού λόγου, της γραφής και της ανάγνωσης. Τελικά, λίγο πριν την ανατολή της “ψηφιακής εποχής”, είχαν διαμορφωθεί μια ή δυο γενιές με ένα υπόβαθρο εντελώς διαφορετικό από το λεκτικό σύμπαν της γραφής και της ανάγνωσης· ένα υπόβαθρο που έχει την αξίωση να θεωρείται “γνωσιολογικό”, αν και θα έπρεπε κανείς να το ερευνήσει πολύ προσεκτικά για να καταλάβει περί τίνος πρόκειται.
Στην αφετηρία της ανάλυσης του κόσμου των εικόνων, η συνέλευση του game over ανέσυρε την αυθεντική (και μακρόπνοη) προσέγγιση των πρωτοπόρων του κινηματογράφου. Και σαν τέτοιοι πρέπει να αναγνωρίζονται για πάντα οι  κινηματογραφιστές / πειραματιστές της ρώσικης πρωτοπορείας / επανάστασης. Ένα ανάμεσα σ’ έναν μικρό αριθμό ονομάτων, που επέδρασε καθοριστικά στη σύλληψη της ελκυστικότητας και της δυναμικής των κινούμενων εικόνων, είναι το όνομα του Αϊζενστάιν. Το μοντάζ πιθανόν να είχε εφευρεθεί αργότερα από κάποιους άλλους, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου· αλλά ο Αϊζενστάιν δεν το εφηύρε απλά. Το ανέλυσε και το αιτιολόγησε μέσα απ’ το πρίσμα του “επαναστατικού βιομηχανισμού” των πρώτων χρόνων της μπολσεβίκικης εξουσίας. Μ’ άλλα λόγια, χωρίς να μπορεί να προβλέψει το μέλλον είτε του κινηματογράφου είτε του κόσμου των εικόνων και της καθολικότητάς τους, ο Αϊζενστάιν διατύπωσε τις βασικές προδιαγραφές αυτού του γενικού μέλλοντος! Με τα δικά του αυτοβιογραφικά λόγια:

...
Μην ξεχνάτε πως αυτός πούχε στρωθεί στη δουλειά προσπαθώντας να βρει έναν επιστημονικό τρόπο για να πλησιάσει τα μυστικά και τα μυστήρια της τέχνης ήταν ένας νεαρός πολιτικός μηχανικός. Τα τόσα χρόνια στο θρανίο τούχαν μάθει ένα πράγμα: σε κάθε επιστημονική έρευνα πρέπει να υπάρχει και μια μονάδα μέτρησης. Ξεκίνησε λοιπόν να βρει τη μονάδα που θα μετρούσε την εντύπωση που παράγεται απ’ την τέχνη! Η επιστήμη έχει τα ιόντα, τα ηλεκτρόνια και τα ουδετερόνια. Η τέχνη ας έχει την “ατραξιόν”.
Η καθημερινή γλώσσα έχει δανειστεί απ’ τη βιομηχανία μια λέξη, που σημαίνει τη συναρμολόγηση μηχανών, σωλήνων, μηχανικών εργαλείων. Αυτή η εκπληκτική λέξη είναι “μοντάζ”· σημαίνει συναρμολόγηση, και παρ’ όλο που δεν είναι ακόμα της μόδας, έχει όλα τα προσόντα να γίνει. Θαυμάσια! Ας ενωθούν λοιπόν οι μονάδες μέτρησης της εντύπωσης σ’ ένα σύνολο που θα το βαφτίσουμε μ’ αυτές τις δύο λέξεις, απ’ τις οποίες η μιά προέρχεται απ’ τη βιομηχανία κι η άλλη απ’ το Μιούζικ Χωλλ. Έτσι γεννήθηκε ο όρος “μοντάζ των ατραξιόν”.
...
Η επιστήμη των συγκινησιακών συγκρούσεων και το “μοντάζ” τους θα πρέπει να προσδιορίζει τη μορφή τους σε σχέση με τις γενεσιουργιές αιτίες τους. Το περιεχόμενο έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι μια σειρά από συνδεδεμένες συγκρούσεις βαλμένες σε μια ορισμένη ακολουθία, κατευθυνόμενες προς το θεατή... Όλο αυτό το υλικό θα πρέπει να μπει στη σειρά βάσει κανόνων που θα μπορέσουν να οδηγήσουν την επιθυμητή αντίδραση στη σωστή αναλογία.
...

Θα πρέπει να είμαστε απεριόριστα ευγνώμονες στον Αϊζενστάιν (κι όχι μόνον σ’ αυτόν άλλωστε· o Βερντόφ είναι ένας άλλος σπουδαίος πρωτοπόρος του σινεμά, και υπάρχουν κάμποσοι ακόμα...) όχι μόνο ή τόσο επειδή σκηνοθέτησε ταινίες που έχουν μια τόσο δυναμική νεωτερικότητα ώστε να εντυπωσιάζουν ακόμα και σήμερα, σε καιρούς χρόνιου πληθωρισμού εκείνων των τεχνικών που o ίδιος συνέλαβε· αλλά κυρίως επειδή μίλησε γι’ αυτές! Έτσι ώστε εκείνο που σήμερα είναι η αυτόματη κοινοτοπία και του τελευταίου διαφημιστή ή τηλεοπτικού σκηνοθέτη ή κατασκευαστή video games ή .... αναδύεται απ’ το παρελθόν και την σύλληψη των τότε πρωτοπόρων (εδώ, συγκεκριμένα, του Αϊζενστάιν) στην καθαρή, ατόφια εξηγήσή του. Συναρμολόγηση των εντυπώσεων, συναρμολόγηση των συναισθηματικών αντιδράσεων - αυτή ήταν η γενέθλια λειτουργία του κόσμου των κινούμενων εικόνων. Κι αυτή παραμένει η raison d’ etre τους ως σήμερα· και για πάντα.
Σε ότι αφορά την επεξεργασία της συνέλευσης του game over, πάνω σ’ αυτή την κεντρική ιδέα του “κόσμου των κινούμενων εικόνων”, την πρόκληση και την συναρμολόγηση εντυπώσεων και εξαρτημένων συναισθηματικών αντιδράσεων, αναλύθηκαν μια σειρά βασικές αντιληπτικές συντεταγμένες, σε σύγκριση με τον “κόσμο των γραπτών λέξεων”: η “τύχη” των λογικών αλληλουχιών και των σχέσεων αιτίας και αποτελέσματος· η αναπαράσταση του χρόνου και η διαμόρφωση μιας εικονικής οικονομίας του· η εθελοντική πειθάρχηση των σωμάτων· και, βέβαια, η μέσω αυτών υπονόμευση της εγκύκλιας, εγγράμματης εκπαίδευσης.

 

Sarajevo 62 - 05/2012
Αφίσα της ταινίας του 1929 “Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή” του Τζίγκα βερτόφ - απ’ την εισήγηση του game over.

 

Σ’ ότι αφορά εμάς εδώ τώρα, το θέμα είναι κάπου στο πλάι. Αυτό που ιστορικά ονομάστηκε κριτική σκέψη (και που στις μέρες μας είτε αγνοείται είτε παρανοείται, σαν “κριτικάρισμα”) είναι συνυφασμένο με τον κόσμο της γραφής και της ανάγνωσης (παρότι, με άλλα χαρακτηριστικά, εμφανίστηκε κάποτε και στον προφορικό λόγο). Δεν είναι απευθείας, “αυτονόητη” συνέπεια του γραπτού λόγου η κριτική σκέψη· είναι, όμως, ένα καίριο εν δυνάμει του. Στην πράξη, όλες οι κοινωνικές επαναστάσεις που αξίζουν αυτό το όνομα απ’ την γαλλική και μετά, είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις δυνατότητες της κριτικής σκέψης· κι αυτές, με τη σειρά τους, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, με τον κόσμο των (γραπτών) λέξεων. Και έχει συμβεί έτσι επειδή η κριτική σκέψη ήταν που “εξιχνίαζε” λογικά τις ανθρώπινες σχέσεις, αναδεικνύοντας συγκεκριμένα αποτελέσματα στη συνάρτησή τους με συγκεκριμένες αιτίες. Αναδεικνύοντας, επιπλέον, την έλλογη (ατομική και συλλογική) δυνατότητα ανατροπής αποτελεσμάτων και ριζικής υπέρβασης αιτίων μέσα απ’ την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων.
Αντίθετα ο εικονικός κόσμος (που επί αιώνες έχει υπάρξει ο κόσμος των θρησκειών, των αναπαραστάσεών τους και του κάθε είδους θρησκευτικού φετιχισμού) ποτέ δεν ήταν έστω και ελάχιστα συμβατός με την κριτική σκέψη. Και στο βαθμό που οι υπηρέτες των θρησκειών ασχολούνταν με την γραφή και την ανάγνωση, υπήρχε πάντα το όριο μιας υπερβατικής (και έξω απ’ την λογική) “ιερότητας”: ο λόγος του θεού. Είναι γνωστό ότι στον εικονικό, θρησκευτικό κόσμο, δεν εξαφανιζόταν οριστικά η ύπαρξη “αιτίων” και “αποτελεσμάτων”. Απλά τα αίτια συμπυκνώνονταν σε μια μικρή λίστα, στην κορυφή της οποίας ήταν “η θέληση του θεού” (σαν η μητέρα / αιτία).
Πριν, λοιπόν, και κατά την διάρκεια των κοινωνικών επαναστάσεων, η κριτική σκέψη, σαν ριζοσπαστική δυνατότητα του κόσμου των (γραπτών) λέξεων, και η εικονικότητα, σαν το βασικότερο εργαλείο της (θρησκευτικής) μεταφυσικής, βρίσκονταν σε απόλυτη - και συχνά βίαιη - αντίθεση. Η ζωή του ενός συνεπαγόταν τον θάνατο του άλλου· συχνά και των “φυσικών” εκφραστών του.

Το ερώτημα είναι, λοιπόν, κατ’ αρχήν λιτό. Εάν υπάρχει (πως και γιατί) η πρακτική δυνατότητα κριτικής σκέψης σ’ έναν κόσμο γενικευμένης (μη παραδοσιακά θρησκευτικής) εικονικότητας· και, κατά συνέπεια, εάν υπάρχει η δυνατότητα κοινωνικών επαναστάσεων χωρίς κριτική σκέψη μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Δεν πρόκειται για ερώτημα “φιλοσοφικό” ή “φιλολογικό”. Εκτός απ’ τις ριζοσπαστικές καινοτομίες του ίδιου του καπιταλισμού, η λέξη “επαναστάση” πιάνεται εύκολα στο στόμα, η ίδια ή διάφορες παρεμφερείς (“ανατροπή”, κλπ), χωρίς καμία απ’ τις βασικές της προϋποθέσεις: αυτή είναι μια κοινοτοπία ειδικά σε εποχές υλικής και συμβολικής αναστάτωσης σαν τις τωρινές. Η επανάσταση χωρίς αιτίες· η επανάσταση, δηλαδή, χωρίς αυστηρά και εξονυχιστικά κριτική λογική συσχέτιση αιτίων με αποτελέσματα· η επανάσταση, εν τέλει, είτε σαν “αυτόματο ανακλαστικό” είτε “για την κάβλα της”... Αυτού του είδους η “επανάσταση”, είναι ένα λογοτεχνικό παραπροϊόν των ‘60s, που έκτοτε έγινε ιδεολογικό σημείο μέσα σε πολλά παρόμοια μιας γενικευμένης σύγχισης. Και είναι γι’ αυτό ακριβώς τόσο εύκολο να ευαγγελίζεται πια οποιοσδήποτε την “επανάσταση”, αφού πρόκειται απλά για κάτι εικονικό. Με την διπλή έννοια: είναι έργο φαντασίωσεων / οραμάτων κατά βούληση, αλλά είναι επίσης και επίδειξη πλαστο-γραφίας.
Η μέχρι τώρα άμεση και έμμεση εμπειρία (μας) δείχνει ότι είναι αδύνατο μέσω του κόσμου των εικόνων και της γενικευμένης εικονικότητας να μαστορευτεί κριτική σκέψη. Αντίθετα είναι δυνατόν η πρόκληση, η διατροφή και η αφόδευση εντυπώσεων (και συναισθηματικών αντιδράσεων), το κατεξοχήν δηλαδή ζητούμενο της παλιάς και της νέας εικονολατρείας, να βαφτιστούν “επαναστατικά” ή “ανατρεπτικά” ή ό,τι παρόμοιο· με προφανή στόχο. Και χωρίς την κριτική σκέψη, τις λογικές αλληλουχίες, και τις ελεγμένες σχέσεις αιτίων με αποτελέσματα, είναι - μέχρι, τουλάχιστον, να αποδειχθεί το αντίθετο· αν αποδειχθεί ποτέ... - αδύνατη όχι μόνο οποιαδήποτε κοινωνική επανάσταση αλλά και οτιδήποτε που να την πλησιάζει με αξιώσεις.

Για να το κάνουμε λιανά, η συντριπτική πλειονότητα των “εξηγήσεων” για την τρέχουσα “κρίση”, είναι κομμένες και ραμένες σ’ αυτό που κάποιοι παλιοί πρωτοπόροι του κινηματογράφου εννοούσαν σαν τέχνη, αλλά με το πέρασμα του (καπιταλιστικού) καιρού έγινε τρόπος διεύθυνσης και κυριαρχίας. Είναι κομμένες και ραμένες πάνω στη συναρμολόγηση εντυπώσεων και στην πρόκληση (ή την δικαιολόγηση) εξαρτημένων συναισθηματικών αντιδράσεων. Δεν πρόκειται για κάτι που παράχθηκε μόνο απ’ τα (εικονικά) media, παλιά και καινούργια - παρότι, φυσικά, κι αυτά σαν εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται κατάλληλα. Πρόκειται για μια νοσηρή γκαλερί “εξηγήσεων” που παράχθηκε και συντηρείται απ’ την (ατομικά και συλλογικά) ενσωματωμένη ωριμότητα της εικονικότητας, του θεάματος, στην καθημερινή ζωή των υπηκόων. Μπορεί, με κριτήρια τέχνης, αυτή η παραγωγή εξηγήσεων να είναι της ποιότητας φτηνής σαπουνόπερας. Από την άποψη της κοινωνικής ετοιμότητας να γίνουν αποδεκτές ωστόσο, αυτή η παραγωγή εξηγήσεων υπήρξε just in time and place. Σαν κολλώδης “ουσία” της “πραγματικότητας” προσπάθησε (και σε κάποιο βαθμό κατάφερε) να φράξει οποιαδήποτε ρωγμή θα προκαλούσε η κατάρρευση της ευδαιμονικής, καταναλωτικής παραλλαγής του θεάματος. Και, βέβαια, αυτή η παρέλαση “αυτοματισμών” και μεταφυσικών, στο εσωτερικό της, κατανέμεται σε “δεξιές” και “αριστερές” εκδοχές· ενώ πρόκειται συνολικά για την ίδια αντι-κριτική, αποβλακωτική εκστρατεία.
Πως θα ήταν, λοιπόν, δυνατόν να διαπραχθεί το αποδιαρθρωτικό έργο της (αντικαπιταλιστικής και αντικρατικής) κριτικής σήμερα χωρίς να στήριζεται (και να στηρίζει) ένα μακρόπνοο (και μ’ αυτήν την έννοια στρατηγικό) έργο επανακτάκτησης της λογικής, ενάντια στα καλά και τα κακά μεθύσια της εικονικότητας και του θεάματος, εκ μέρους ενός ικανού τμήματος της σύγχρονης εργατικής τάξης; Ειπωμένο διαφορετικά: ιστορικά οι επαναστάσεις έγιναν εφικτές όχι μόνο επειδή υπήρχαν υλικές αιτίες (τέτοιες υπάρχουν πάντα!!!) αλλά επειδή, επίσης, υπήρχαν (για ένα όχι ασήμαντο μέρος όσων επαναστατούσαν) οι διανοητικές προϋποθέσεις. Πράγμα που σήμαινε πως πριν από κάθε τέτοια, άξια του ονομάτός της, επανάσταση υπήρχε μια μακριά περίοδος αναμέτρησης της κριτικής με τον αποπροσανατολισμό, τον κατευνασμό, την εθελοδουλεία. Δεν ήταν μάχη μιας “επαναστατικής” ιδεολογίας εναντίον μιας άλλης... Ή, για να είμαστε ακριβείς, η “αλλαγή πίστης”, η “αλλαγή θρησκείας”, η υιοθέτηση ενός καινούργιου “επαναστατικού” δόγματος ζωής στη θέση ενός προηγούμενου, συνέβαινε πράγματι πριν και κατά την διάρκεια των επαναστάσεων σε πολλούς, που στη συνέχεια αποδεικνύονταν είτε σκέτοι καιροσκόποι είτε γνήσιοι αντεπαναστάτες. Πως θα ήταν, λοιπόν, σήμερα και αύριο δυνατό να δημιουργηθεί η δυνατότητα αντικαπιταλιστικών και αντικρατικών επαναστάσεων που να αξίζουν τ’ όνομά τους χωρίς μια ανάλογη (και, φυσικά, εντελώς σύγχρονη) αναμέτρηση διαρκείας της κριτικής με την εικονική σύγχιση και την εθελοδουλεία στο θέαμα;

Η γνώμη μας; Το θεωρούμε αδύνατο να παρακαμφθεί αυτή η αναμέτρηση! Μπορείτε να σχηματίζετε κι εσείς την δικιά σας γνώμη· και, επιπλέον, το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Ίσα ίσα που αρχίζει (και) έτσι...

 
       

Sarajevo