Sarajevo
 

 

 

 

 

 

Sarajevo 60 - 03/2012

 

η σκληρή, σκληρότατη επικύρωση
μιας ήττας μακρόχρονης

 

οι μάχες που δεν δόθηκαν

Η επίσημη, θεσμισμένη, με όλες τις σφραγίδες και τις υπογραφές που θα μπορούσε να έχει, δρακόντεια υποτίμηση της εργασίας είναι γεγονός. Το “κατώτατο όριο” του βασικού μισθού (που έτσι κι αλλιώς ήταν κατακρεουργημένος στην “μαύρη” εργασία, αλλά και για καιρό τώρα κλαδευόταν στην “άσπρη”) έπεσε· και έπεσε αμαχητί. Κανείς δεν θα το πει με το όνομά του, αλλά έτσι ακριβώς είναι: η κοινοβουλευτική αδεία μείωση του επίσημου βασικού μισθού κατά 22% έως 32%, αποτελεί ένα είδος πανηγυριού (των αφεντικών) πάνω στην συντριβή της τάξης μας. Ήττα με το “η” κεφαλαίο. [1]
Ποιοί είναι που πρέπει να κατηγορήσουμε γι’ αυτό το χάλι, και κυρίως για το χωρίς μάχη του πράγματος; Αρκετοί, εκτός απ’ τα αφεντικά τα ίδια! Όμως το μεγαλύτερο μέρος των ευθυνών βαραίνει εμάς - είτε σαν τάξη θεωρήσουμε τους εαυτούς μας, είτε σαν “άτομα”. Γιατί το μόνο που δεν μπορούμε να επικαλεστούμε σαν δικαιολογία είναι ότι αιφνδιαστήκαμε. Το αντίθετο. Τα αφεντικά είχαν ανοίξει τα χαρτιά τους από καιρό, και τα ανέμιζαν συνέχεια.

Θα μπορούσαμε (και θα έπρεπε) να πάμε κάμποσο πίσω στο χρόνο. Αλλά θα σταθούμε, κυρίως, στα τελευταία σχεδόν 2 χρόνια. Όταν η πρώτη φάση της βίαιης υποτίμησης της εργασίας εστίασε στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα.
Δεν είναι μυστικό: καθώς εξελισσόταν η αποκαθήλωση των περιβόητων “επιδομάτων” στο δημόσιο τομέα, η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών του ιδιωτικού εκδήλωνε αγαλλίαση! Το πράγμα λέγεται “η κατσίκα του γείτονα”, αλλά η ανεκδοτολογία δεν βοηθάει την συνειδητοποίηση του πόσο μεγάλη ώθηση έδωσε στους χειρισμούς των αφεντικών αυτή η μαζική και χωρίς προσχήματα μνησικακία. Όχι επειδή οι δημόσιοι υπάλληλοι άξιζαν, στο σύνολό τους, κάποιο είδος προλεταριακό σεβασμό. Αλλά επειδή όσοι / όσες “κακοπερνούσαν” το 2007, και το 2008, και το 2009 στα γρανάζια του ιδιωτικού καπιταλισμού, θα έπρεπε να έχουν αποκτήσει πολύ μεγαλύτερη επίγνωση του πως δουλεύει στο σύνολό της η καπιταλιστική και κρατική μηχανή. Και τι συνέχεια θα είχε αυτό που τους φαινόταν μεσολαβημένη αλλά γλυκειά “εκδίκηση”, η δραστική μείωση δηλαδή των μισθών στον δημόσιο τομέα. Τρώει το ελληνικό κράτος τα “παιδιά” του για να δώσει χαρά στα “αποπαίδια” της εργατικής τάξης; Αν θα ήταν ποτέ δυνατό!!!
Στη ρίζα αυτής της μνησικακίας βρίσκεται, βέβαια, μια χρόνια ζηλο-φθονία. Για την άνεση (για να το πούμε όσο κομψότερα γίνεται) των σχέσεων εργασίας και των μισθών στον δημόσιο τομέα, και την “ασφάλεια” της “μονιμότητας” και της διαρκούς ανέλιξης, σε σχέση με τις αβεβαιότητες και την βία της επιδεινούμενης ζούγκλας της “αγοράς”. Αν σ’ αυτήν την ζήλεια προσθέσει κανείς την εν γένει αδιάφορη έως επιθετική συμπεριφορά μεγάλου μέρους των δημόσιων υπαλλήλων προς την υπόλοιπη τάξη (τριτογενής / υπηρεσίες γαρ...) μπορεί να θεωρήσει κατ’ αρχήν βάσιμη την χρόνια εχθρότητα των εργατών του “ιδιωτικού” προς τους εργάτες / μισθωτούς του “δημόσιου”.
Η κουλτούρα του “εργασιακού μικροαστισμού” έκανε για δεκαετίες το θαύμα της, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μαζικότερη πηγή της ήταν οι ιδιαίτερα βολικές συνθήκες εργασίας στο “δημόσιο”. Το να θεωρεί κανείς την θέση εργασίας σαν ιδιοκτησία του είναι (ήταν) ένα δηλητήριο προσοδικής έπαρσης και αναίδειας που πότισε για γενιές το μεγαλύτερο μέρος της ντόπιας εργατικής τάξης· ακόμα κι εκείνων των τμημάτων της που αν και ήθελαν δεν τα κατάφερναν να “βολευτούν”.
Ανάλογου βάρους και καταστροφικότητας (παρ’ ότι μόνο έτσι δεν βιωνόταν...) ήταν η “συνδικαλιστικοποίηση” αυτού του εργασιακού μικροαστισμού: η συντεχνία. Αυτά τα δύο, το “βόλεμα” και ο κορπορατιβισμός, αναπτύχθηκαν σαν σιαμαία τέρατα μέσα στις προσοδικές εγγυήσεις του ελληνικού κράτους σαν εργοδότη. Ακόμα και στις τυπικά πιο ριζοσπαστικές εκδηλώσεις “αγώνων στο δημόσιο” εδώ και πάνω από 30 χρόνια, η πεποίθηση της απόλυτης προτεραιότητας του “κλαδικού συμφέροντος” (αδιάφορο ποιός θα ήταν ο τρόπος ικανοποίησής του) δεν ράγισε ούτε για μια στιγμή. Δεν ράγισε ποτέ, ούτε όταν γινόταν κατανοητό ακόμα και σε παιδιά, το πόσο εύκολα οι ιδεολογικοί χειρισμοί του κράτους / εργοδότη μπορούσαν να αξιοποιήσουν την πελατειακή δομή του τριτογενούς τομέα, σπρώχνοντας τους “πελάτες” των δημόσιων υπηρεσιών (απ’ τα νοσοκομεία ως τις συγκοινωνίες, και απ’ το μάζεμα των σκουπιδιών ως τη δεη και τα σχολεία) εναντίον των αντίστοιχων απεργών.

Αυτά όλα είναι λίγο πολύ γνωστά. Όμως δεν είναι όλη η αλήθεια για την χρόνια “ψυχοσυναισθηματική” εχθρότητα των εργατών του ιδιωτικού τομέα προς τους δημόσιους υπαλλήλους. Δεν γνωρίζουμε ούτε μισό παράδειγμα απ’ το 1981 και μετά (όταν ο προσοδισμός έγινε “δημοκρατικός”, υπό την αιγίδα δηλαδή όχι ενός μονάχα κόμματος του κράτους, αλλά απ’ το σύνολό τους) που αυτή η εχθρότητα να βγήκε απ’ τους βάλτους της ζήλειας και του φθόνου, και να έγινε συνεκτική προλεταριακή κριτική και αντιπαλότητα. Στην πραγματικότητα το πρότυπο του έλληνα δημόσιου υπαλλήλου λειτούργησε σαν το μόνο αποδεκτό στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης, ακόμα και εκείνης που δεν απολάμβανε “μονιμότητα” και “τρελά επιδόματα”. Λειτούργησε σαν πρότυπο κατανάλωσης και Συγκρότησης Εαυτού μέσα στο εμπόρευμα· λειτούργησε σαν επικύρωση του ατομισμού μέσα κι έξω απ’ τα ωράρια της δουλειάς· λειτούργησε σαν φάρος επιθετικής μικροαστικοποίησης· λειτούργησε σαν υπόδειγμα αντι-εργατικών συμπεριφορών μέσα στο σύνολο της τάξης μας. Και η απόδειξη είναι τόσο ακλόνητη ώστε κανείς δεν μπορεί να την ξεφορτωθεί: πως στάθηκαν οι ντόπιοι εργάτες του ιδιωτικού τομέα απέναντι στις εκατοντάδες χιλιάδων των μεταναστών και των μεταναστριών προλετάριων, με τους οποίους / οποίες βρέθηκαν συχνά δίπλα δίπλα στη ζούγκλα της αγοράς εργασίας. 
Εν τέλει, το να ελεεινολογεί κανείς τους δημόσιους υπαλλήλους αποδεχόμενος όμως το βασικό κλισέ της αντι-προλεταριακής αλλοτρίωσής τους, δηλαδή την (μισθολογική / εργασιακή) “επιτυχία” χωρίς ουσιαστικό πόλεμο, ήταν το δικό μας (μιλώντας γενικά) μερίδιο στο γλυκό δηλητήριο του εργασιακού μικροαστισμού. Αυτό είχε δυο ολέθριες συνέπειες, ακόμα και τους “καλούς καιρούς”. Η πρώτη και η σημαντικότερη ήταν η νο 2, και πολιτικά πολύ πιο καταστροφική, ενδοεργατική ρήξη: η αδιαφορία ή και εχθρότητα προς την πολιτική ανατίμηση των μεταναστών. Η δεύτερη συνέπεια ότι κανείς δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία όταν η περίμετρος των σχέσεων εργασίας (και των μισθών...) στο δημόσιο τομέα άρχισε να διαλύεται, δημιουργώντας μια ενιαία (με τον ιδιωτικό τομέα) γκρίζα περιοχή, ένα κράμα προσοδικού πατερναλισμού και ιδιωτικής βίας. Αναφερόμαστε σ’ αυτήν την ζώνη που περιλάμβανε απ’ τους διαφόρων ειδών ωρομίσθιους ή οκταμηνίτες συμβασιούχους, ως τους “εργολάβους” (σε περιοχές πρώην δημόσιου έργου) ή και την πατέντα των stage.

Πρόκειται για την πρώτη, μεγάλης διάρκειας περίοδο, όπου ίσχυσε το ότι ο εχθρός (μας), δηλαδή το κράτος και τ’ αφεντικά, δεν αιφνιδιάζει - αντίθετα δοκιμάζει, τεστάρει την εργατική συνείδηση, προχωρώντας προσεκτικά βήμα βήμα. Πρόκειται επίσης για την πρώτη, μεγάλης διάρκειας περίοδο, όπου οι μικρές ήττες της τάξης μας έπεφταν σαν το χαλάζι - μόνο που δεν υπήρχε στη θέση της η αναγκαία (προλεταριακή) συνείδηση, αν όχι να τις εμποδίσει σίγουρα να τις χρεωθεί αναδιοργανώνοντας τις δικές της δυνατότητες. Ούτε κι εδώ υπάρχει κάτι καινούργιο να πούμε, ή κάποιο μυστικό να αποκαλύψουμε. Απ’ τα ελτα ως τον οτε, και απ’ τα σχολεία ως τα νοσοκομεία, οπουδήποτε άρχισαν να φυτρώνουν αυτές οι παράξενες νέες σχέσεις εργασίας, η αντίδραση της συνδικαλιστικοποιημένης και (θεωρούσε πως είναι) εξασφαλισμένης “δημοσιοϋπαλληλικής φιγούρας” ήταν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αυτή του στρατού, των “παλιών” απέναντι στους “καινούργιους”: καλώς τους ψάρακες! [2] Η αντίδραση των ίδιων των θιγόμενων δεν ήταν, σε γενικές γραμμές, πολύ προλεταριοκότερη: αποδοχή ενός “σταυρού του μαρτυρίου” που πρέπει κανείς να σηκώσει, για να φτάσει όχι στην κορυφή του Γολγοθά αλλά στον κήπο της Εδέμ... Ούτε όμως σ’ όλην αυτήν την γρήγορα εξαπλούμενη γκρίζα ζώνη “εξασφαλίσεων” το στραβωμένο και ζοχαδιασμένο κατά των δημοσίων υπαλλήλων μέρος της ντόπιας εργατικής τάξης είδε κάτι που να το αφορά. Πάλι δημόσιους υπαλλήλους έβλεπε. Κάπως ξεπεσμένους μεν, αλλά...
Γιατί μιλάμε για βροχή από μικρές ήττες που πέρασαν απαρατήρητες; Γιατί από δύο μεριές, συγκλίνουσες, ήταν ξεκάθαρο (αλλά μόνο σε όσους / όσες είχαν το κουράγιο να το καταλάβουν) ότι το κράτος και τα αφεντικά αναδιοργανώνουν συστηματικά την εκμετάλλευση της εργασίας, άλλοτε με επίσημο, θεσμισμένο τρόπο κι άλλοτε με ωμή βία, πάνω σε ένα απλό και μονολεκτικό πρόγραμμα: υποτίμηση. Απ’ την μια μεριά η βίαιη υποτίμηση έως εξόντωση των μεταναστών και των μεταναστριών· δηλαδή ίσως και του 1/4 της εδώ εργατικής τάξης... Απ’ την άλλη η πιο ήπια μεν αλλά επίμονα σταθερή περιμετρική κατεδάφιση των “προνομίων” και των εξασφαλίσεων των άμεσα οφελημένων απ’ την πολιτική πρόσοδο τμημάτων των μισθωτών... Τίποτα απ’ τα δύο δεν έγινε κρυφά, τίποτα απ’ τα δύο δεν έγινε μέσα σε μια νύχτα. Παρέμενε βέβαια, στις σιγουριές του, ένας κεντρικός πυρήνας του εργασιακού μικροαστισμού, αρκετές χιλιάδες δημόσιων υπαλλήλων της παλιάς καλής σειράς, όπως και πολλά μεσαία στελέχη του ιδιωτικού τομέα - όμως ήταν όλο και μικρότερη “όαση” μέσα στην επεκτεινόμενη έρημο. Το κυριότερο είναι ότι παρέμενε ακλόνητη στη θέση της η ιδεολογική ηγεμονία αυτού του εργασιακού μικροαστισμού.
Η βροχή από ήττες ήταν, λοιπόν, η όλο και πιο αποπροσανατολιστική υπεροχή της ιδεολογίας σε βάρος της υλικής, της απτής πραγματικότητας. Λογικά είναι αδύνατο να σε υποτιμούν και ταυτόχρονα να νοιώθεις υπέροχα· όμως τέτοιος ήταν ο στρωμένος με σοκολάτα δρόμος προς την κόλαση ήδη απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘00. Κανείς και καμία που σήμερα είναι από 28 χρονών και πάνω δεν δικαιούται να πει δεν είχα προσέξει τίποτα ανησυχητικό. Στοιχειώδης ειλικρίνεια, έστω και εκ των υστέρων, θα επέβαλε αυτήν την πικρή ομολογία: ναι, είχα καταλάβει χοντρικά τι γίνεται· αλλά ήλπιζα ότι προσωπικά θα την γλύτωνα.

 

η μάχη που δεν δόθηκε

Δεν κατέχουμε κάποιον “έγκυρο”, “επιστημονικό” τρόπο για να μετράμε την νοημοσύνη των σύγχρονων υπηκόων. Αλλά μας φαίνεται απόλυτα λογικό ότι, απ’ την στιγμή που αναγνωρίστηκε επίσημα ότι και με τον ελληνικό καπιταλισμό κάτι του είδους “κρίση” συμβαίνει, ας πούμε χοντρικά απ’ την άνοιξη του 2010, οποιοσδήποτε απόφοιτος γυμνασίου παρακολουθούσε ψυχρά τα μέτρα που ανακοίνωναν ή παρίσταναν ότι αποφασίζουν οι ομιλούσες κεφαλές του συστήματος, θα καταλάβαινε ότι αφορούν κατά 80% τουλάχιστον την διαχείριση της εργασίας. Βδομάδα την βδομάδα και μήνα τον μήνα, όλα τα υπόλοιπα ήταν σκέτος θόρυβος· και, ας το πούμε εδώ για να μην γίνει παρεξήγηση, υπήρχαν και κάποια μέτρα “οριζόντιας” αύξησης της φορολογίας (φ.π.α., ακίνητα). Αλλά, επιμένουμε, όποιος δεν είχε βάλει το κεφάλι στην άμμο (ελπίζοντας ότι θα την γλυτώσει) την άνοιξη του 2011, θα κατέληγε ακόμα και εμπειρικά, σ’ αυτό το συμπέρασμα: όλη αυτή η χορωδία περί δημόσιου χρέους, δντ, τρόικας, ευρώ κλπ, είναι για να κρύψει τους κρότους των μπαλτάδων που ρίχνουν τα τελευταία και πιο δυνατά χτυπήματα στις βασικές παραμέτρους της εργασίας· υπέρ της ακόμα πιο βίαιης εκμετάλλευσής της, από τώρα και στο μέλλον. Μισθοί, ωράρια, διαπραγματεύσεις, συντάξεις, παροχές υγείας και εκπαίδευσης, “κόστος εργασίας” και “κόστος κοινωνικής αναπαραγωγής”, όλα στον πάγκο του χασάπη, αδιάφορο με το αν είναι στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Ακόμα κι αν κάποιες σχετικές διαβαθμίσεις και διαστρωματώσεις παρέμεναν, όλοι μαζί, και οπωσδήποτε το μεγαλύτερο μέρος των ντόπιων εργατών / μισθωτών, κατέβαιναν προς τα εκεί που πάντα θεωρούσαν υπόγειο. Αυτό, επαναλαμβάνουμε, ήταν λογικά έγκυρο σαν διαπίστωση, το αργότερο την άνοιξη του 2011.
Γιατί, τότε, η (τυπικά) προλεταριακή βάση των μισθωτών, ας πούμε οι των “700ευρώ” ή οι των “600ευρώ” ή των “800 ευρώ”, ή οι άνεργοι / άνεργες, εξακολουθούσαν να χασκογελούν με τα παθήματα των ψαλιδισμένων επιδομάτων των δημόσιων υπαλλήλων εκείνη την ιστορική στιγμή; Γιατί - υποστηρίζουμε - είχαν κληρονομήσει και κρατούσαν σφικτά, απ’ την φιγούρα που τους άρεσε να μισούν, εκείνη του δημόσιου υπάλληλου δηλαδή, μερικά απ’ τα βασικότερα συστατικά της· κι ας μην ήταν κατά άλλα δημόσιοι υπάλληλοι με την τυπική έννοια. Κρατούσαν σφικτά την ιδέα του βρίσκομαι στο απυρόβλητο· και μάλιστα όχι σαν “κλάδος” ή “κατηγορία”, αλλά (πια) ατομικά. Όποιος κουβέντιαζε στην πιάτσα ερευνητικά και με καθαρό μυαλό τότε θα ανακάλυπτε πως:
α) Η ιδέα ότι και τα “μικρο”αφεντικά υποφέρουν (απ’ την κρίση) και ότι αναγκάζονται με πόνο ψυχής να κάνουν απολύσεις, μειώσεις μισθών (ακόμα και κάτω απ’ το τραπέζι) ή και να μην πληρώνουν καθόλου, ήταν η αποδεκτή αλήθεια στον ιδιωτικό τομέα... Και πάντως δεν εκδηλώνονταν εναντίον της δημόσιες και ισχυρές λογικές αρνήσεις...
β) Η γενική και αφηρημένη θυματοποίηση, και ατομική αλλά και του “λαού” σα σύνολο, δρούσε σα γενικός παροχέας εξηγήσεων για το συμβαίνει και για το τι μπορεί να συμβεί στο κοντινό μέλλον...
γ) Το κύριο έως μοναδικό ενδιαφέρον διάφορων συντεχνιών και υποσυντεχνιών περί και μέσα στον δημόσιο τομέα ήταν να αποδείξουν ότι δεν ανήκουν σ’ αυτόν, με την έννοια ότι δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα κρατικά έξοδα (άρα στους ισολογισμούς του δημόσιου χρέους)· καθότι
δ) Εάν κανείς αποδείκνυε ότι ανήκει στον ιδιωτικό τομέα του ντόπιου καπιταλισμού θα απαλλασσόταν (νόμιζε) απ’ αυτά που προβάλλονταν (ή εννοούνταν) βολικά σαν οι “αμαρτίες” του δημόσιου.

Εάν το μεγάλο κύμα του εργασιακού μικροαστισμού, έχοντας διασχίσει την απόσταση τριών τουλάχιστον δεκαετιών, επρόκειτο να συναντήσει το άλλο μεγάλο κύμα, των ιδεολογικών, μηντιακών και κομματικών αντιπερισπασμών απ’ το 2009 και μετά, θα φτιαχνόταν μια τεράστια δίνη. Κι έτσι ακριβώς έγινε. Ή μήπως όχι; Η αναπαράσταση των συσχετισμών και της διαμόρφωσης του ταξικού ανταγωνισμού με ορολογία φυσικής καταστροφής απαλλάσσει από ευθύνες, συλλογικές και ατομικές· μόνο λογοτεχνική θεωρήστε, λοιπόν, την παρομοίωση με την συμβολή των κυμάτων.
Η άνοιξη και η αρχή του καλοκαιριού του 2011 ήταν, από αυστηρά αναλυτικο-ιστορική άποψη, κρίσιμη περίοδος. Για το αν θα αρχίσουν να πέφτουν σε ικανό βαθμό, σε ικανή έκταση και με ένταση, τα λέπια απ’ τα μάτια και τα μυαλά των εργατών / μισθωτών ή όχι. Και ήταν τέτοια, κρίσιμη ιστορικά περίοδος, επειδή τότε πια υπήρχαν όλα όσα θα ήθελε κανείς να έχει στη διάθεσή του για να βγάλει (καθυστερημένα, πολύ καθυστερημένα, στο όριο του χρόνου) τα λογικά συμπεράσματά του. Υπήρχε ήδη ένα γεμάτο έτος “διαχείρισης της κρίσης”, και μάλιστα όχι μόνο στην ελλάδα. Υπήρχε ήδη αναγνωρισμένο (ή αναγνωρίσιμο) το συμπέρασμα ότι “επειδή τα πράγματα δεν πάνε καλά” θα χρειαστούν τα ίδια φάρμακα (η υποτίμηση της εργασίας δηλαδή) σε ακόμα πιο γενναίες δόσεις. Υπήρχε ήδη ξεδιπλωμένη όλη η γκάμα των τακτικών ψυχολογικού πολέμου και αντιπερισπασμών των αφεντικών, απ’ τα μήντια ως τα κόμματα και απ’ το οργανωμένο έγκλημα ως την εκκλησία. Είχε υπάρξει, τέλος, ικανός χρόνος για να συνέλθει ο καθένας απ’ το σοκ - αν η έκπληξη ήταν που τον εμπόδιζε να καταλάβει νωρίτερα τι και γιατί η “κρίση”...
Δεν ερχόμαστε εκ των υστέρων να κάνουμε τους πονηρούς! Στο μέτρο των πραγματικών δυνατοτήτων μας (στην πραγματικότητα μάλιστα τραβώντας τες όσο περισσότερο γινόταν), σαν οργανωμένη αυτονομία, δείχναμε και ξαναδείχναμε την κρισιμότητα της περιόδου, την κρισιμότητα όπου αν δεν ξεκινήσουμε ούτε τώρα σαν εργάτες να κάνουμε το σωστό σε λίγο... Ενδεικτικά εντελώς, απ’ το Sarajevo νο 49, Μάρτης του 2011, κάτω απ’ τον τίτλο οι τραπεζίτες, οι κυνόδοντες κι εμείς, αντιγράφουμε:

... Παρά τον κίνδυνο να γίνουμε περίγελως στα κλαμπ του “κομμουνισμού” - και - της - “επανάστασης - προ - των πυλών” ... το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουμε (σαν εργάτες πάντα) είναι να βγάλουμε τα κεφάλια μας απ’ τα πόδια των τραπεζιτών, των αφεντικών γενικά (και των βουλευτών, και των παπάδων, και των στρατηγών και των μαφιόζων)... Βγάζοντας απο κει κάτω τα κεφάλια μας, και στήνοντάς τα πάλι στο κανονικό τους ύψος, παύουμε να ασχολούμαστε και με το ποιά είναι η πιο σωστή λύση για το “πρόβλημα του κρατικού χρέους”... Δε λέμε, λοιπόν, “δεν έχουμε λύση στο πρόβλημα του κρατικού χρέους”. Δεν λέμε μόνο ότι αυτή η μορφοποίηση της κρίσης, που λέγεται “τα κράτη χρωστάνε”, είναι σκληρός πολιτικός και ιδεολογικός εκβιασμός κατά της τάξης μας, έτσι ώστε και φτηνότερη να γίνει, και “εθνική”. Δεν λέμε “δεν μας νοιάζουν οι λύσεις σας”. Λέμε κάτι πολύ χειρότερο. Ότι το σωστό για εμάς, σαν εργάτες, είναι να φτάσουμε σ’ εκείνο το (οργανωτικό, γνωσιακό, κλπ) σηκμείο το συντομότερο δυνατόν, ώστε να πολεμάμε γερά εναντίον των σε βάρος μας συνεπειών οποιασδήποτε “λύσης”...

Εντάξει, δεν έχουμε μια καμιά σπουδαία επιρροή! Αλλά μήπως κι όσοι (μας) λένε καλά τα λέτε κουνάνε όπως θα έπρεπε το χέρι τους;
Το βέβαιο είναι ότι σ’ εκείνη την ιδιαίτερα σημαντική χρονική στιγμή εκδηλώθηκε ό,τι πιο αντι-εργατικό, αντι-προλεταριακό, και υποτιμητικό μπορούσε να παράξει η ελληνική κοινωνία. Ο μικροαστισμός (μ’ όλα του σκατά, δεξιά κι αριστερά) σαν πολιτικό γεγονός: οι αγανακτισμένοι!! Κι αν, σαν οργανωμένη αυτονομία, είμασταν οι μοναδικοί που ανοικτά, δημόσια (όχι στους λαβυρίνθους της blogόσφαιρας, στους δρόμους!)  κατηγορήσαμε απ’ την αρχή τον χυλό των “αγανακτισμένων”, δεν ήταν επειδή ψάχνουμε αιτίες για καυγά. Ήταν επειδή αντιλαμβανόμασταν πεντακάθαρα τα ιδεολογικά και ταξικά συστατικά του. Και ενσικτώδικα καταλαβαίναμε ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα του βρασμού των “αγανακτισμένων”.
Δεν αποδίδουμε την εμφάνιση των “αγανακτισμένων” σε κάποια συνωμοσία του συστήματος. Με τον καιρό καταλήγουμε άλλωστε στο συμπέρασμα ότι μια βαθιά συνωμοσιολογική αγκύλωση της μικροαστικής σκέψης είναι τα θεωρήματα περί “αυθορμητισμού”. Επειδή αυτά τα θεωρήματα προσπαθούν να πετάξουν στα σκουπίδια τα ιστορικά, ιδεολογικά ή/ και κοινωνικά δεδομένα του καθενός χωριστά και πολλών μαζί· επειδή εμφανίζουν τον “άνθρωπο” σαν “ελεύθερο - να - αυτο-ορμήξει” στο ιστορικό προσκήνιο, έτσι, επειδή “τα πήρε στο κρανίο”· επειδή κατασκευάζουν αγγελικές αθώωτητες και διαβολικές ενοχές· και επειδή τα περί αυθορμητισμού θεωρήματα και οι σχετικές πεποιθήσεις είναι ένας περιαυτολογικός μονόλογος, όπου ο “εχθρός” είναι όχι μόνο έξω από εμάς (απ’ τα μυαλά, τις συνήθειες, τα ήθη μας) αλλά, επιπλέον, και εντελώς ανίκανος να (μας) χειραγωγεί προληπτικά. Δεν ήταν, λοιπόν, συνωμοσία κατά της εργατικής τάξης και υπέρ της ακόμα χειρότερης υποτίμησής μας οι “αγανακτισμένοι”... Αλλά ισχύει ακόμα περισσότερο ότι το κράτος και τ’ αφεντικά, σ’ όλες τις εκφάνσεις τους, δεν είναι οι κουλοί και μαλάκες που βολεύει πολλούς να νομίζουν. Και κοινωνιολόγους διαθέτουν αρκετούς, και ψυχολόγους, και ψυχολόγους του πλήθους, και διαχειριστές του πλήθους, και πράκτορες, και απ’ όλα... Οι “αγανακτισμένοι”, με το διαταξικό τους φούσκωμα, το πατριωτικό τους χρώμα και άρωμα, τον αντικοινοβουλευτικό τους προσανατολισμό, και την εγκάρδια α-νοησία που τους χαρακτήριζε βόλευαν, βόλευαν πάρα πολύ τ’ αφεντικά. Απ’ την πρώτη τους στιγμή ως την τελευταία. Δεν είναι σπάνιο άλλωστε στην ιστορία: οι χρήσιμοι ηλίθιοι μπορεί να είναι και χιλιάδες. Μπορεί να είναι χαμογελαστοί, ελκυστικοί, ακόμα ακόμα και εναλλακτικοί. Μπορεί, ακόμα, να τα ξύνουν με τις ώρες περί “άμεσης δημοκρατίας”... Μόνο που αυτά είναι δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του ρόλου που παίζουν, συχνά αγνοώντας τον.

Σε κάθε περίπτωση, το έτος νο 2 της ελληνικής διαχείρισης της κρίσης, απ’ την άνοιξη του 2011 και μετά, άνοιγε με ακόμα χειρότερες από εργατική σκοπιά συνθήκες απ’ ότι το έτος νο 1. Κι όχι μόνο ή τόσο από υλική άποψη. Αλλά από διανοητική, συναισθηματική και - εν τέλει - πολιτική. Προετοιμασία για σκληρές εργατικές και διευρυμένες στο μέγιστο δυνατό βαθμό μάχες διαρκείας, έστω και “μάχες οπισθοφυλακής”; Σιγά! Ορισμένα θεαματικά τρικ του φθινόπωρου, ένα δημοψήφισμα που κανείς δεν ήθελε να γίνει και μια αλλαγή πρωθυπουργού, παρά και πίσω απ’ τον θόρυβο και την δραματουργία της δημαγωγίας (και της κατανάλωσής της) έδειχναν τις μεγάλες εφεδρείες των αφεντικών. Περί υποτίμησης της εργασίας; Περί μισθού; Περί χρόνου εργασίας; Περί αμιγώς εργατικής απάντησης στην κρίση; Ούτε υποψία - με την εξαίρεση της επιμονής των γνωστών περιθωριακών... Που στο τέλος θα θεωρηθούν και γραφικοί.
Και να τώρα η ερώτηση. Εσείς, δηλαδή, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, αν είσασταν αφεντικά, και είχατε επί πάνω από 1,5 χρόνο συνεχείς και ισχυρές αποδείξεις ότι η εργατική σας τάξη έχει χάσει όχι μόνο την μπάλα αλλά και κάθε αίσθηση του γηπέδου (χάρη στην αλλοτρίωσή της και χάρη στην βοήθεια όλων των ιδεολογικών και κομματικών μηχανισμών σας), τι θα κάνατε; Δεν θα την κτυπάγατε ακόμα πιο αλύπητα; Τι θα σας φρέναρε; Η καλή σας η καρδιά;
Έτσι έγινε. Ακριβώς έτσι. Ούτε κρυφά, ούτε νύχτα, ούτε συνωμοτικά. Στο φως της ημέρας, ανοικτά, με την σιγουριά εκείνων που δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν. Ούτε πλήθη, ούτε στίφη, ούτε αυθορμητισμούς, ούτε αγανακτήσεις, ούτε διασαλεύσεις της δημόσιας τάξης, ούτε τίποτα. Αρχές Γενάρη άρχισαν να μιλούν γι’ αυτό. Το είπαν. Το μουρμούρισαν, το φώναξαν. Ήρθε η ώρα του βασικού μισθού! Ήρθε η ώρα, σα να λέμε, αντί για “κουρέματα” του “κόστους εργασίας” εδώ κι εκεί, να ρίξουν μια γερή κλωτσιά στον πάτο, να πέσει αρκετά παρακάτω, κατεβάζοντας όσο περισσότερους μαζί και ταυτόχρονα. Το είπαν, και το είπαν έγκαιρα. Έριξαν το γάντι...

Όσοι ψάχνουν κουτοπόνηρα άλλοθι (και δεν είναι λίγοι) για την αδράνεια, την δειλία ή την σύγχυση, θα πουν: σιγά μωρέ, γιατί; Πριν το πουν, δηλαδή, τι γινόταν στην πράξη; Κόλαση γινόταν ήδη στην πραγματική αγορά εργασίας, άσπρη και μαύρη - δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αλλά αν η πραγματική κατάσταση της εργατικής τάξης είναι, σε ικανό βαθμό, τόσο άθλια, από άποψη μισθών, ωρών εργασίας, έντασης εργασίας ή “εργασίας μηδέν”/ανεργίας (πράγμα πέρα ως πέρα αληθινό), γιατί θα έπρεπε να επιδεινωθεί ραγδαία και η τυπική, η θεσμισμένη κατάσταση; Ε; Για ένα απλό και μαζί κρίσιμο λόγο: για να γίνει η πραγματική ακόμα πιο άθλια! Το ότι, για παράδειγμα, το επίδομα ανεργίας ήταν στην ελλάδα τόσο χαμηλό ώστε να “σπρώχνει” στην μαύρη εργασία, είναι γνωστό... Ε... Ρίχνοντας τον επίσημο βασικό μισθό από 22% έως 32% χαμηλότερο, ρίχνουν άλλο τόσο και το επίδομα ανεργίας, με μια κίνηση απλή, κομψή, αποτελεσματική - υπέρ της ακόμα πιο αγωνιώδους αναζήτησης μαύρης δουλειάς, φυσικά!!! Ποιός είναι, λοιπόν, ο κουτοπόνηρος που παριστάνει ότι αγνοεί ότι “πραγματικό” και “τυπικό” σύνταγμα των ταξικών σχέσεων είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία;
Δεν υπάρχει καμιά μα καμιά δικαιολογία που δεν σηκώθηκε το γάντι του “βασικού” απ’ την πρώτη στιγμή! Καμία!!! Ακόμα κι αν, μέσα στον κύκλο της τωρινής διαχείρισης της κρίσης, που είναι τμήμα του ευρύτερου κύκλου της καπιταλιστικής ηγεμονίας εδώ και 30 ή 40 χρόνια, θεωρούνταν μάχη πολύ καθυστερημένη, μάχη οπισθοφυλακής, αυτή η μάχη, δοσμένη σωστά, δεν θα ήταν “η τελευταία και ένδοξη”. Θα ήταν επίσης η πρώτη ενός (υποχρεωτικά υπό κατασκευή) καινούργιου κύκλου εργατικής ανασύνθεσης και αρνητικότητας. Γιατί αυτή η μάχη, για τον βασικό μισθό, θα ήταν παρακαταθήκη αναγνώρισης κοινών ταξικών συμφερόντων απ’ την μια άκρη της τάξης μας ως την άλλη· θα έκανε το πρώτο σοβαρό και μαχητικό ράγισμα τους “κλαδικούς” ή “συνδικαλιστικούς” διαχωρισμούς και μεσολαβήσεις, κι ανάμεσά τους σ’ αυτόν τον τόσο ύπουλο ανάμεσα σε “δημόσιους” και “ιδιωτικούς”.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία δικαιολογία για κανέναν μας που είναι ενήλικος και σοβαρός για το ότι δεν θόθηκε / δεν δώσαμε αυτή την μάχη· κι ας ήταν όσο βίαιη χρειαζόταν. Αρκεί να ήταν ξεκάθαρα αυτή!!! Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει καμία δικαιολογία από εργατική σκοπιά, υπάρχει μια εξήγηση αντι-προλεταριακή που μια τέτοια μάχη όχι μόνο δεν έπρεπε να δοθεί αλλά ούτε καν να υπονοηθεί ότι αξίζει να δοθεί. Ακόμα και την ύστατη στιγμή του τωρινού κύκλου σύνθλιψης, ακόμα και τώρα, θα έπρεπε να εμποδιστεί οποιαδήποτε εκδήλωση της εργατικής αυτονομίας.
Την δουλειά την έκαναν σωστά (δεν ήταν άλλωστε και δύσκολο) οι επιφορτισμένοι μ’ αυτήν την αρμοδιότητα μηχανισμοί. Συνδικάτα, κόμματα της αριστεράς, μικροαστοί αυθόρμητοι, μήντια και οργανωμένο έγκλημα.

Sarajevo 60 - 03/2012

 

τα αριστερά βιολιά: στην κηδεία μας ή στο άρθρο 99;

Δεν έχουμε καμία αμφιβολία για τον ρόλο των κομμάτων και των συνδικάτων της αριστέρας· κι εδώ αναφερόμαστε τόσο στο κ(ορ)κ(ον)ε όσο και στα μικρότερα αντίγραφα / κακέκτυπά του, δηλαδή τον συν/συ.ριζ.α και τα συστατικά του, την αντ.αρ.συ.α. και τα συστατικά της, κι όσους άλλους. Όταν χρειάζονται εργατικές πολιτοφυλακές αυτοί κάνουν φτηνές καταγγελίες· όταν χρειάζονται εργατικά οδοφράγματα αυτοί κάνουν φτηνές καταγγελίες· κι όταν χρειάζεται να επιτεθούν (π.χ.) στον σ.ε.β. αυτοί παρκάρουν μπροστά στο κοινοβούλιο... Δεν ξέρουμε, και δεν θα μάθουμε ποτέ, τι χρειάζεται να έχεις και να είσαι για να μην μπορείς να χειραφετηθείς (σαν μέλος, σαν οπαδός, σαν ...) άμεσα, πρακτικά και επιθετικά απ’ αυτήν την σαπίλα, ακόμα κι όταν οι υλικές συνθήκες σε σκίζουν και σε πετάνε στα σκουπίδια. Ξέρουμε ωστόσο, και μαθαίνουμε, σε τι ύψη εφαρμοσμένου σουρρεαλισμού και κυνισμού μπορεί να φτάσει η τέχνη του να υπηρετείς το κράτος και τ’ αφεντικά παριστάνοντας το αντίθετο. Για παράδειγμα, στις παρελάσεις του υποτιθέμενα απεργιακού διημέρου 10 - 11 Φλεβάρη, το μπλοκ των εμπόρων και βιοτεχνών του πα.με., φώναζε γερά και με πάθος το σύνθημα χωρίς εσένα γρανάζι δεν γυρνά - εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά! Το επαναλαμβάνουμε για να το εμπεδώσετε: τα “μικρο”αφεντικά του κκε φωνάζουν “εργάτη μπορείς...”!!! Μετά απ’ αυτό, το μόνο που απομένει για να ολοκληρωθούμε σαν punks, είναι να ακούσουμε κανά μπλοκ απόστρατων να φωνάζει “κεφάλαιο και κράτος γεννά τον φασισμό”!!! Κι άλλο παράδειγμα: στην απεργιακή (χάλια μαύρα...) συγκέντρωση της 10ης Φλεβάρη, στο Σύνταγμα, η μόνη έγνοια των επανασταστών της αντ.αρ.συ.α. ήταν να μοστράρουν τα πανό τους μπροστά απ’ το κοινοβούλιο, δυο τρία άτομα ανά πανό, αραιά αραιά, για να καπαρώσουν τον δρόμο. Μάλιστα. Photo-opportunity λέγεται αυτό... Και γεμίζει υπερηφάνεια κάθε σωστό αντικαπιταλιστή άμα το καταφέρει... Η ταξική πάλη στα καλύτερά της!!!
Για να έχει και δράμα η προδοσία / υπηρεσία, κατέφυγαν όλοι αυτοί οι φίλοι και απελευθερωτές σε δοκιμασμένα κόλπα. Δεν το είπαν βέβαια “περικύκλωση της βουλής”, μην ανεβάσουν τον πήχυ, αλλά ήταν η επανάληψη των εκτονωτικών χειρισμών του “μεσοπρόθεσμου”. Ραντεβού στις 12 και 5, έξω απ’ την βουλή, την ώρα της ψηφοφορίας, να “πιέσουμε”... “Ή αυτοί ή εμείς”, “ξεσηκωμός”... Πρακτικά; Σκασμός! Αυτό ήταν όλο κι όλο που αξίζει στην εργατική τάξη - μας την πέταξαν την πατσαβούρα στα μούτρα, και τέλος. “Είχε κόσμο”; Αμεεεέ!! Όλες οι “φάσεις” έχουν κόσμο!! Όλες οι εκτονώσεις έχουν πελατεία! Δε γαμείς και δεν βαριέσαι: αυτός είναι ο κοινωνικά ενσωματωμένος κυνισμός, αυτοκαταστροφή ως το μεδούλι.

Λοιπόν. Αφού υπενθυμίσουμε ότι εμείς εδώ, σα Sarajevo και σαν αυτόνομοι, δεν είμαστε ούτε επαγγελματίες ούτε ερασιτέχνες ελευθερωτές κανενός· και ότι, αντίθετα, ισχυριζόμαστε ότι είναι (κατ’ αρχήν ατομική / προσωπική και αμέσως μετά συλλογική) ευθύνη η διαυγής και κριτική κατανόηση της πραγματικότητας, σημειώστε τα εξής. Δύο, μόνο δύο, πέτυχε ουσιαστικά η αριστερά του κράτους και του κεφάλαιου και ο όλος “κόσμος” (της), οικειοθελής και μοιραίος, την Κυριακή 12 Φλεβάρη. Πρώτον, έξω απ’ το παλιό παλάτι, το μόνο πρακτικό και απτό κατόρθωμα ήταν πως όλοι αυτοί έβαλαν (παρά τη θέλησή ή την γνώση των περισσότερων απ’ τους συγκεντρωμένους) πλάτη σε ορισμένες φράξιες του εξαγριωμένου καπιταλισμού, είτε πρόκειται για προστασία και νταβάδες, είτε πρόκειται για χρεωκοπημένες επιχειρήσεις, ασφάλιστρα πυρός και ασφαλιστικές. Αυτό το πρακτικό και απτό αφορά την εκτός κ(ορ)κ(ον)ε αριστερά, κατά κύριο λόγο. Και δεν έχουν κανένα περιθώριο, ειδικά τα στελέχη αυτού του αριστερού εσμού, να πουν “δεν ξέραμε”. Ξέρουν και παραξέρουν - ή, αν δεν ξέρουν, ας πάνε σε κανά μοναστήρι να νηστεύουν και να προσεύχονται υπέρ της θείας φώτισής τους.
Δεύτερον, μέσα στο παλιό παλάτι, αναγνώρισαν απερίφραστα την αρμοδιότητα των κοινοβουλευτικών συσχετισμών (κι αυτό είναι απλά μια μεταβατική φάση) να αποφασίζουν για την τιμή του εμπορεύματος εργασία. Πρόκειται, σχεδόν, για απόφαση / με / διαταγή. Αυτό, υποτίθεται, είναι αντισυνταγματικό, αφού εκεί (στο σύνταγμα) αναφέρεται ρητά ότι η βασική τιμή αυτού του εμπορεύματος ορίζεται μόνο απ’ τις διαπραγματεύσεις των θεσμισμένων (και υποτιθέμενα αντίπαλων) μεσολαβητών / αντιπροσώπων των αφεντικών και των εργατών. Αλλά δεν έχει καμία σημασία το τυπικό σύνταγμα όταν στο κοινοβούλιο, στις 12 / 2, αναγνωρίζεται (αδιάφορα τα “ναι” και τα “όχι” - αντίθετα, τα “όχι” είναι μέρος της αναγνώρισης) ότι οι γενικοί κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί (κι αύριο κάποιο προεδρικό διάταγμα) επιτρέπεται να αποφασίζουν άσχετα και πέρα απ’ τους συσχετισμούς στο πεζοδρόμιο.
Αυτό το απτό, πραγματικό κατόρθωμα, που συνέβη στις 12 / 2, χρεώνεται κυρίως στο κ(ορ)κ(ον)ε, σαν υποτιθέμενο “κόμμα της εργατικής τάξης”... Θεωρητικά - αλλά μόνο θεωρητικά - ο Περισσός δεν θα είχε κανένα συμφέρον να νομιμοποιήσει αυτήν την καίρια μετατόπιση της απόφασης για την τιμή της εργασίας απ’ το επίπεδο των έστω χιλιομεσολαβημένων / θεσμικών ταξικών συσχετισμών στο επίπεδο του “γενικού πολιτικού”, αφού δεν πρόκειται να κυβερνήσει ποτέ. Κι αφού διατείνεται ότι “οι αγώνες...” κλπ. Όμως το κ(ορ)κ(ον)ε συμφώνησε απόλυτα - και δια της παρουσίας του - σ’ αυτήν την σημαντική πράξη “έκτακτης ανάγκης”, γιατί σαν καθεστωτικό κόμμα κάνει τους κρυφούς λογαριασμούς του. Προφανώς και συμφέρει τελικά τον Περισσό να έχει ένα φράγμα τέτοιου είδους (συσχετισμών στο κοινοβούλιο) “στους αγώνες...” και στους συσχετισμούς στο πεζοδρόμιο. Προφανώς έχει κάθε συμφέρον, για δικό του όφελος και για το καλό της δημόσιας τάξης, να μετατοπίζει την όποια ταξική ένταση σε κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς· παρότι αυτό, σε γενικά ζητήματα της εργατικής τάξης, θα είναι, απ’ την άποψη των αποτελεσμάτων του, εντελώς ήττα.
Το πρώτο κατόρθωμα δείχνει την ισχύ της οικονομίας του εγκλήματος. Σήμερα. Το δεύτερο κατόρθωμα δείχνει την δική μας, την εργατική αποσάρθρωση. Σήμερα. Και την δυνατότητα των αριστερών ψαλτών να κινούνται ακόμα, “έξυπνα”, στο σκοτάδι της προλεταριακής συνείδησης.
Σίγουρα δεν διαβάσετε ούτε ακούσατε αλλού κουβέντα γι’ αυτά. Ελπίζουμε να μην τα ξεχάσετε.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Στην ελλάδα κανείς δεν έχει ηττηθεί ποτέ!!! Ούτε στην αρένα του ταξικού ανταγωνισμού. Όχι!!! Μόνο νίκες υπάρχουν.... Ή, οτιδήποτε άλλο που δεν μοιάζει με “νίκη”, είναι προϊόν σατανικών σκευωριών, υποχθόνιων σχεδίων, συνωμοσιών, κλπ κλπ. Συχαθείτε οριστικά και αμετάκλητα όλους αυτούς που είναι “αήττητοι” και που το μόνο που ξέρουν είναι η χοντροκομμένη τέχνη του κουκουλώματος!! Συχαθείτε τους - γιατί προσπαθούν να σας (μας) αφαιρέσουν το μόνο που μπορεί να σας (μας) σηκώνει όρθιους μετά τις ήττες, το μόνο που μπορεί να σας (μας) κρατάει όρθιους παντού. Και στον έρωτα, και στον ταξικό πόλεμο: τις ευθύνες μας.
[ επιστροφή ]

2 - Η συνδικαλιστικοποίηση των εξασφαλισμένων (λόγω μονιμότητας στο δημόσιο) μισθωτών πήγε ακόμα μακρύτερα, γινόμενη οργανικό μέρος της υποτίμησης. Αναφερόμαστε σε εκείνες τις (άγνωστος ο αριθμός τους...) περιπτώσεις όπου συνδικαλιστές βρέθηκαν να είναι άμεσα ή έμμεσα εργολάβοι του δημόσιου, μέσα από διάφορες εταιρείες (καθαρισμού, μεταφορών, “απασχόλησης”, φύλαξης, κλπ) όταν άρχισε η “περιμετρική” ιδιωτικοποίηση διάφορων δημόσιων υπηρεσιών. Έγιναν, δηλαδή, αφεντικά σε νέες σχέσεις εργασίας, παραμένοντας ταυτόχρονα εκπρόσωποι μισθωτών των παλιών σχέσεων εργασίας.
Αυτή η εξέλιξη, σε γενικές γραμμές, δεν ήταν ούτε είναι άγνωστη σ’ αυτούς τους εκπροσωπούμενους. Και είναι δική τους επιλογή το γεγονός ότι θεώρησαν και θεωρούν ότι τους ενώνουν πολύ περισσότερα με τους συνδικαλιστές τους παρά με εργάτες και εργάτριες που δουλεύουν δίπλα τους σε πολύ χειρότερες συνθήκες.
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo