Sarajevo
 
   

το άρωμα της ζωής: ένας λυγμός και μια ρυτίδα

Sarajevo 59 - 02/2012

Δεν είναι καθόλου εύκολο να παρακολουθεί κανείς επί ώρα στο πανί γυναίκες να διηγούνται τα βασανιστήρια που υπέστησαν. Στη διάρκεια της χούντας. Τα κορίτσια της βροχής, το τελευταίο της τριλογίας των ντοκυμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου για τις γυναίκες στις μεγάλες ανταγωνιστικές περιόδους του 20ου αιώνα στην ελλάδα, ξύνει πληγές. Και καλά κάνει. Και κάνει ακόμα καλύτερα που, για την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας, της οποίας οι “στόχοι” είναι ακόμα ζωντανοί / ζωντανές, δίνει το λόγο σε γυναίκες. Φυσικά τέτοια ήταν η γενική φιλοσοφία της τριλογίας - αλλά αυτές οι συγκεκριμένες, ακόμα και για λόγους ηλικίας, είναι άμεσες. Απτές. Και - εφόσον αποφάσισαν να μιλήσουν μετά από τόσα χρόνια - αναβλύζουν την σωματική αμεσότητα που θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να εκδηλώσουν οι συνομιληκοί τους αρσενικοί.
Αυτό που μόνο πρέπει να κάνει όποιος / όποια δει τα κορίτσια της βροχής είναι να κάτσει υπομονετικά και χωρίς άμυνες να φάει τις γροθιές που ρίχνει η εξιστόρησή τους. Η μυθολογία της “γενιάς του Πολυτεχνείου”, και η με πολλούς τρόπους αποκατάσταση εκείνων που αποδείχθηκαν κατάλληλοι για “αστέρες”, έφτιαξε με τον καιρό μια ιλλουστρατιόν και τελικά απωθητική “εικόνα” για εκείνους κι εκείνες που διέτρεξαν την εφταετία απ’ την ανταγωνιστική και μαζί σκοτεινή της πλευρά. Στην Μπουμπουλίνας ή στα στρατιωτικά μπουντρούμια, στις ανακρίσεις και στα βασανιστήρια. Τα κορίτσια της βροχής είναι το αντίθετο απ’ το αγωνιστικό γκλάμουρ. Το καλειδοσκόπιο του ντοκυμαντέρ δεν ανασυνθέτει την πολιτική και την ιδεολογία τους, παρότι κι αυτές οι πλευρές είναι παρούσες. Ανασυνθέτει κάτι πολύ βαθύτερο: την αναίδεια στο φόβο. Ανασυνθέτει και κάτι πιο ανατριχιαστικό: την αντοχή στον πόνο. Όχι μόνο στον πόνο τότε. Αλλά και στον πόνο από τότε.
Ο καιρός της πολιτικής υπεραξίας για τους αντιχουντικούς αγώνες έχει περάσει προ πολλού - και, επιπλέον, οι καλεσμένες της Δημητρίου δεν ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία. Κανείς δεν μπορεί να αξιοποιήσει για λογαριασμό του αυτές τις γυναικείες αναμνήσεις έτσι που ξεδιπλώνονται κομματιαστά και παραστατικά. Αλλά και κανείς δεν μπορεί να τις κληρονομήσει εύκολα και ελαφριά. Το μάθημα είναι βαρύ όσο και ιερό: δεν μας γειώνει το λαμπερό ιδεώδες κάποιου μεσσιανικού μέλλοντος αλλά η πικρή, σκοτεινή μνήμη εκείνων που πόνεσαν πριν από εμάς για τους ευγενέστερους των σκοπών.
Αυτές οι γυναίκες, και πολλές άλλες και άλλοι, υπήρξαν η νεότητα του κόσμου. Και παραμένουν έτσι: η νεότητα του κόσμου. Επειδή μας θυμίζουν ότι αυτή η νεότητα δεν είναι γυαλιστερή αλλά χώμα και νερό, τσαλακώνεται κι αναδιπλώνεται, λάμπει και υποφέρει, κι εκτείνεται ως τα όρια. Ως τους λυγμούς και τις ρυτίδες.
Κάποτε ίσως αξιωθούμε να βρούμε τα λόγια να τους πούμε ευχαριστώ γι’ αυτό το μάθημα.

 
       

Sarajevo