Sarajevo
 

   

μια εποχή στην κόλαση

κακόφημη συνοικία

Κάθε λίγο και λιγάκι βγαίνει στο μπαλκόνι της και τινάζει, όλο τινάζει, πότε ένα σελτεδάκι, πότε μια μικρή κουρελού, πότε ένα τραπεζομάντηλο. Της είπαν ότι κάτω από το σπίτι τους συχνάζουν πρόστυχες και ανώμαλοι, κι από τότε την τρώει η περιέργεια. Και δος του και τινάζει, ρίχνοντας και καμιά ματιά. Μα, τι παράξενο, ποτέ της δεν κατάφερε ν’ αντιληφθεί τίποτε. Πολλά φορτηγά σταματούν για λίγο, οι φορτηγατζήδες ελέγχουν τα λάστιχα, παίρνουν νερό από τη βρύση και τα λένε λιγάκι μεταξύ τους. Συχνά περνούν ζευγαράκια, μεθυσμένοι, ή νεαροί με τα μοτοποδήλατα. Μερικοί τύποι κοντοστέκονται για λίγο, μετά χάνονται στο βάθος της αλάνας, σε κάποιο υπαίθριο μηχανουργείο· εκεί, λένε, είναι τα Σόδομα και Γόμορα - μα δε φαίνεται τίποτα, ούτε καβγάδες ακούγονται, ούτε προστυχόλογα. Ή μήπως όλα γίνονται μετά τα μεσάνυχτα, και γι’ αυτό δεν παίρνει χαμπάρι; Πάντως, κάτι συμβαίνει, κάτι πολύ σοβαρό. Η επάνω οικογένεια έφυγε, γιατί είχαν, λέει, παιδιά και δε μπορούσαν να ζουν σε τέτοιο περιβάλλον. Ο απόστρατος του τρίτου πατώματος φωνάζει κάθε λίγο το 100. Ο ιερεύς που μένει στο ρετιρέ έγραψε στις εφημερίδες δια τον βούρκον της ακολασίας και καλεί τους αρμόδιους να λάβουν μέτρα. Ο δήμος βέβαια, έβαλε κάτι φανάρια, μα κι αυτά όλο σβήνουν. Κι αυτή, δος του και βγαίνει κάθε λίγο στο μπαλκόνι, τα χέρια της πιαστήκανε απ’ το πολύ να τινάζει, ούτε ένα μόριο σκόνη δεν έμεινε πια στις κουρελούδες της - μα η κακόφημη συνοικία εξακολουθεί πεισματάρικα να κρατάει κρυφά τα μυστικά της.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νεκρή Πιάτσα

 
       

Sarajevo