Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Sarajevo 57 - 12/2011

Πρόσφυγας απ’ το μπαγκλαντές μαγειρεύει σε καταυλισμό, το 1969. Ζητείται ο σχετικός αλγόριθμος...

 

το άρωμα της ζωής: η μαστόρισσα

Η έννοια του αλγορίθμου γίνεται ευκολότερα αντιληπτή με το παρακάτω παράδειγμα. Αν κάποιος επιθυμεί να γευματίσει θα πρέπει να εκτελέσει κάποια συγκεκριμένα βήματα: να συγκεντρώσει τα υλικά, να προετοιμάσει τα σκεύη μαγειρικής, να παρασκευάσει το φαγητό, να στρώσει το τραπέζι, να ετοιμάσει τη σαλάτα, να γευματίσει, να καθαρίσει το τραπέζι και να πλύνει τα πιάτα. Προφανώς, η προηγούμενη αλληλουχία οδηγεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν είναι όμως η μοναδική για την επίτευξη του σκοπού, αφού μπορεί να αλλάξει η σειρά των βημάτων (π.χ. πρώτα να ετοιμάσει τη σαλάτα και μετά να στρώσει το τραπέζι). Ωστόσο το νόημα είναι πως η κατάτμηση μιας σύνθετης εργασίας σε διακριτά βήματα που εκτελούνται διαδοχικά, είναι ο πιο πρακτικός τρόπος επίλυσης πολλών προβλημάτων.
(από πανεπιστημιακό σύγγραμμα)

Αν και δεν υπάρχει ένας ακριβής, επίσημος και καθολικά αποδεκτός ορισμός του αλγορίθμου οι αλγόριθμοι βρίσκονται παντού. Βρίσκονται μέσα στις ηλεκτρονικές μηχανές καθημερινής χρήσης, ή στα απομακρυσμένα κέντρα ελέγχου. Είναι η κεντρική ιδέα των ηλεκτρονικών εφαρμογών, είτε πρόκειται για παιχνίδια είτε για εκτόξευση, τοποθέτηση και διαχείριση δορυφόρων. Και η αναλογία του αλγόριθμου με την μαγειρική είναι απ’ αυτές που χρησιμοποιούνται περισσότερο· για λόγους εκπαιδευτικούς, και όχι μόνο. Το ιδεολογικό υπονοούμενο είναι περισσότερο από σαφές: ο αλγόριθμος είναι τόσο “απλός” και “φυσικός” όσο το μαγείρεμα. Αλλά το μαγείρεμα τι είναι;
Πρώτα πρώτα, σε πάμπολλες διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνίες και για αιώνες, το καθημερινό, “κοινό” μαγείρεμα, έχει υπάρξει γυναικεία δουλειά. Γυναικεία υποχρέωση και καθήκον - μέρος των οικιακών. Και, ανάλογα με την κοινωνική θέση της νοικοκυράς / μαγείρισσας, το μαγείρεμα ήταν πολύ περισσότερα από ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι. Ειδικά για τις γυναίκες των πληβειακών σπιτιών, το μαγείρεμα ήταν μια τέχνη που ποτέ δεν αναγνωριζόταν επίσημα σαν τέτοια: θα έπρεπε από φτηνά και ενδεχομένως όχι ιδιαίτερα νόστιμα υλικά, να δημιουργούν κάτι που να τρώγεται ευχάριστα. Οι συνδυασμοί, οι πετυχημένοι και οι αποτυχημένοι νεωτερισμοί, η “αίσθηση” του τι ταιριάζει με τι, η γνώση της έντασης της φωτιάς που απαιτείται εδώ ή εκεί, η γνώση του πως καθαρίζεται τι, πως κόβεται ή πως διαλύεται τι, πως διατηρείται τι, κι όλες οι υπόλοιπες λεπτομέρειες του μαγειρέματος, μεταφέρονταν εμπειρικά από γενιά σε γενιά γυναικών σαν μέρος των μυστικών τους και της άσκησης των ικανότητών τους.
Ενώ, λοιπόν, το μαγείρεμα περιλάμβανε (και περιλαμβάνει) επιμέρους ενέργειες, δεν ήταν ποτέ (και δεν είναι) απλά η αλληλουχία ή το άθροισμά τους. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη απ’ τους οδηγούς μαγειρικής. Τους τσελεμεντέδες. Κανένας και καμία που δεν έχει την αίσθηση και την γνώση του μαγειρέματος, κανένας και καμία που δεν έχει ξαναπιάσει τσουκάλι στα χέρια, δεν μπορεί να φτιάξει κάτι που να τρώγεται ανεκτά, ακολουθώντας απλά “πιστά” τις γραμμένες οδηγίες. Όχι μόνο επειδή αυτοί οι οδηγοί θεωρούν πολλά (βασικά και μη) ήδη γνωστά (πως, ας πούμε, σπάνε τ’ αυγά και πως χωρίζει ο κρόκος απ’ το ασπράδι; πως γίνεται η μαρέγκα;)· αλλά και επειδή οποιαδήποτε αναπαράσταση του μαγειρέματος, γραπτή ή εικονική, δεν μπορεί να δείξει την σημασία της μέριμνας και της προσοχής στη διάρκεια του μαγειρέματος.

Οι μαγείρισσες λοιπόν, οι “γυναίκες του σπιτιού”, οι μανάδες ή/και οι γιαγιάδες, έχουν υπάρξει μαστόρισσες και σ’ αυτήν τους την καθημερινή δραστηριότητα. Μπορεί να ήταν καλύτερες ή χειρότερες, με την έννοια της ποικιλίας και των γνώσεων· αλλά ήταν πάντα αρκετά καλές εφόσον το καθημερινό φαγητό τρωγόταν ευχάριστα. Η μαστοριά του μαγειρέματος, φυσικά, δεν τους αναγνωριζόταν ποτέ. Αν υπήρχε τέτοια αναγνώριση, αυτή συνέβαινε στις εξεζητημένες συνταγές, στα γεύματα και στα δείπνα των παλατιών ή των μεγάρων της αστικής τάξης. Αλλά ήταν η “υψηλού γούστου” γαστρονομία των πλουσίων που έκανε την χάρη να αναγνωρίζει την τέχνη στο μαγείρεμα· ένα είδος εύνοιας σα να λέμε. Και όχι το γεγονός ότι συνήθως αυτοί οι πλούσιοι ήταν παντελώς ανίκανοι να καθαρίσουν έστω μία πατάτα. Ταπεινές δουλειές, δουλειές για ταπεινούς χειρώνακτες - αυτό έχει υπάρξει γενικά μιλώντας η μαστοριά του μαγειρέματος.
Έχει το ενδιαφέρον του που αυτή η μαστοριά, την οποία αγνοούν όσοι απλά τρώνε, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού πια, έρχεται να σερβιριστεί σαν μια “απλή” πράξη, στην παρομοίωση μιας μαθηματικού τύπου αλληλουχίας, του αλγόριθμου, μαζί της. Οποιαδήποτε / οποιοσδήποτε γνώστρια / γνώστης ακόμα και των βασικών της μαγειρικής μαστοριάς θα ήξερε ότι η κατάτμιση μιας σύνθετης εργασίας σε διακριτά βήματα που εκτελούνται διαδοχικά είναι καρικατούρα. Ναι - αλλά όχι οποιαδήποτε καρικατούρα! Είναι η επανάληψη και η εξέλιξη της δουλειάς που έκανε κάποτε ένας κάποιος Ταίηλορ, παρατηρώντας, καταγράφοντας, χρονομετρώντας και διαμελίζοντας πάνω σε χαρτιά την “σύνθετη δουλειά” άλλων μαστόρων.
Να όμως που μια “οικιακή”, γυναικεία μαστοριά, τραβιέται απ’ τις ανώνυμες κουζίνες για να γίνει, με έναν υποτίθεται εύληπτο τρόπο, το ανάλογο της ταιηλοροποίησης όχι μόνο των “φυσικών κινήσεων” αλλά και των τρόπων της σκέψης - αυτό που είναι ο αλγόριθμος. Δεν είναι τώρα υποχρεωτικά στόχος κατασκοπείας και καταμέτρησης η μαγείρισσα / μαστόρισσα· αν και διάφοροι ψάχνουν να φτιάξουν ρομπότ που να μπορούν να κινούνται (και να “δουλεύουν”) στις τυπικές οικιακές κουζίνες... Γίνεται μάλλον ένα είδος γενικού ισοδύναμου “φυσικότητας” των αλγορίθμων - που κάθε άλλο από “φυσικοί” είναι.

Να το πάμε λίγο μακρύτερα. Το μαγείρεμα είναι επίσης μια δημιουργική ακαταστασία στην κουζίνα. Αυτό είναι ο μάστορας - εν προκειμένω η μαστόρισσα! Ξέρει που είναι ανά πάσα στιγμή τα εργαλεία της, κι ενώ στο μάτι ενός τρίτου επικρατεί χάος στην κουζίνα στη διάρκεια του μαγειρέματος, για την μαστόρισσα υπάρχει απόλυτη τάξη. Η δική της τάξη. Η τάξη όπου μόνο αυτή ξέρει τι είναι που και τι πρόκειται να κάνει με τι.
Η λογική του αλγόριθμου απεχθάνεται, απορρίπτει, διαγράφει κάθε τέτοια δημιουργική ακαταστασία, που είναι όμως συστατικό κάθε δημιουργικής πράξης. Παρουσιάζει, λοιπόν, το μαγείρεμα σαν μια αλληλλουχία “βήμα - βήμα” - ενώ πρόκειται για έναν μόνιμο αυτοσχεδιασμό, αν δει κανείς το πράγμα στο σύνολό του: το μαγείρεμα ακόμα και του πιο απλού φαγητού ποτέ δεν είναι η ακριβής επανάληψη των προηγούμενων μαγειρεμάτων του!! Η παρομοίωση του αλγορίθμου με μαγειρική (και το ανάποδο) είναι κάτι σαν διανοητική “αποστέωση”: βλέπουμε τα “κόκκαλα” παριστάνοντας ότι πιστεύουμε ότι κινούνται μόνα τους, χωρίς την σάρκα (την ακαταστασία, την έμπνευση, την τυχαιότητα, το λάθος, την διαίσθηση, την τέχνη)... Κι αυτό το κάνουμε για να υποστηρίξουμε πως κάθε διανοητική πράξη είναι “οστεώδης”. Είναι ο “σκελετός” της.
Μ’ αυτήν την έννοια, φυσικά, μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει όντως αναλογία μεταξύ αλγοριθμικού κατακερματισμού, καταμερισμού, τυποποίησης, και “μαγειρέματος”. Μόνο που αυτό το τελευταίο πρέπει να υποβιβαστεί στο μοντέλο της αλυσίδας παραγωγής, δηλαδή στα τάδε-burger των εταιρειών μαζικής εστίασης. Μόνο που έτσι, σ’ αυτήν την πιο πραγματική αναλογία, ο αλγόριθμος απλά επαναλαμβάνει τον εαυτό του.

Μια μαγείρισσα, μια μαστόρισσα της κουζίνας, αν της επιτρεπόταν να μιλήσει, θα έλεγε ότι δεν ταΐζεται ο ουρανίσκος και το στομάχι με παραμύθια. Θα έλεγε ακόμα ότι η τέχνη του μαγειρέματος, του “απλού” κι όχι του εξεζητημένου φαγητού, είναι μέρος της τέχνης της ζωής. Θα μπορούσε να πει ακόμα ότι όπως στη γεύση και στην πέψη έτσι και στη σκέψη η σαβούρα συνοδεύεται πάντα από “οδηγίες χρήσης”. Ακόμα και στο τροφοσυλλεκτικό στάδιο αν γυρίζαμε, ο αλγόριθμος, σαν αναπαράσταση, θα ήταν μια φτωχή αντιγραφή της πραγματικότητας.
Τέτοια θα έλεγε η μαστόρισσα - και θα κούναγε το κεφάλι της σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της.

 
       

Sarajevo