Sarajevo
 

 

 

Sarajevo 57 - 12/2011

 

ένας νέος προλετάριος εξομολογείται

Στην εισήγησή τους για τις “νέες εργατικές φιγούρες” τα μητροπολιτικά συμβούλια αυτόνομων, τον περασμένο Μάρτη, και στο 4ο τετράδιο για εργατική χρήση του BLOCK τον περασμένο Σεπτέμβρη, δημοσιεύτηκε η μικρή, προσωπική εξομολόγηση που ακολουθεί. Η προέλευσή της είναι από κάποιο blog ή site από εκείνα που αναδύθηκαν για μια - σύντομη - μονάδα - χρόνου, υπό τον θόρυβο της φλυαρίας περί “g700”, εκεί, το 2008, ως τις αρχές του 2009.
Πρόκειται για λόγια που, γενικά, προκαλούν αμηχανία στους αναγνώστες / τις αναγνώστριες τους· πολύ μεγαλύτερη, σίγουρα, απ’ την “καθαρή θεωρία” ή τα “σχόλια”, εξυπνακίστικα ή μη. Είναι λόγια εξαιρετικά οικεία - χωρίς πόζα, χωρίς “στυλ” - κι αυτό θεωρείται μειονέκτημα! Κι απ’ την άλλη μεριά, επειδή είναι έτσι, μια απλή (και χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις) εκμυστήρευση - στα - τυφλά, θεωρείται ότι δεν έχει πολιτική αξία... Επειδή, από μια κακή, κάκιστη παράδοση εννόησης τι είναι “πολιτικό” και τι όχι (για εμάς τους εργάτες), και εξαιτίας των ισχυρών δόσεων επαρχιωτισμού, συμπλεγμάτων κατωτερότητας, και αντίστροφα “στόμφων” και “παχιών λόγων”, η περιγραφή στιγμών της καθημερινότητας θεωρείται “απολίτικη”.
Δεν είναι έτσι. Ή, πιο σωστά, η δική μας γνώμη είναι απόλυτα αντίθετη. Όχι μόνο σε σχέση με το τι είναι “πολιτικό” (δηλαδή: ανήκει στον πόλεμο, στις μάχες του) μιλώντας γενικά. Αλλά σε σχέση και με κάτι άλλο, πιο συγκεκριμένο. Σε σχέση με το πως είναι δυνατό ο σύγχρονος εργάτης (η σύγχρονη εργάτρια) να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του / της και να μιλάει γι’ αυτόν. Οι κομματικές (ακόμα και οι μικροκομματικές) ιεραρχίες έχουν καθιερώσει εδώ και δεκαετίες μια ορισμένη τυποποίηση του λόγου-για, διανοουμενίστικη ή δήθεν, γεμάτη κλισέ. Συν τω χρόνω αυτός ο τυποποιημένος λόγος-για (στον οποίο περιλαμβάνεται ο λόγος - για - την - εργασία, ο λόγος - για - τους - εργάτες) εκκενώθηκε από οποιαδήποτε αμεσότητα, και έγινε ένα κράμα στερεότυπων, συνθημάτων και γραφειοκρατικών φλυαριών και σκοπιμοτήτων. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τα δόγματα περί ανυπαρξίας της εργατικής τάξης (είτε “απόλυτης” είτε “σχετικής” ανυπαρξίας, όπου το δεύτερο σημαίνει την de facto ανικανότητά της να συγκροτηθεί και να δράσει αυτόνομα) επισημοποίησαν, και απ’ αυτή τη μεριά, την ηγεμονία του μικροαστισμού / μεσοαστισμού· τον ιδεολογικό ιμπεριαλισμό για τον οποίο έχουμε γράψει και ξαναγράψει.
Θα αναδημοσιεύσουμε λοιπόν αυτήν την εξομολόγηση, αυτή τη φορά όμως για να την αναδείξουμε. Για να τονίσουμε μερικές κοινότυπες μεν ανεπίσημες δε αλήθειες της σύγχρονης εργατικής τάξης, στην ελλάδα και όχι μόνο. Και για να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα απ’ τον ανειρήνευτο διπολισμό ανάμεσα στις πραγματικές εμπειρίες της τάξης μας και τις ιδεολογίες που αποπροσανατολίζουν αυτές τις εμπειρίες.
Ο λόγος, πρώτα, στον άγνωστο:

Γειά σας... Δουλεύω από τα 16 μου σε οποιαδήποτε δουλειά έβρισκα και πήγαινα σχολείο και σπούδασα αργότερα. Οι γονείς με βοηθούσανε αλλά όχι πάντα, τη δεύτερη ξένη γλώσσα την πλήρωνα εγώ ή τα νοίκια άλλες φορές εγώ, άλλες οι γονείς μου. Έχω κάνει αρκετές δουλειές σε cafe, delivery, σε μαγαζιά πωλητής, αποθηκάριος, υπάλληλος γραφείου, διαφημιστικά, ό,τι θες, και παράλληλα σπούδαζα.
Όταν τέλειωσα σπουδές γύρισα σπίτι, και έψαχνα πάλι για δουλειά, συνέχιζα να κάνω ό,τι έβρισκα για να παίρνω τουλάχιστον το χαρτζιλίκι μου. Αυτό ήταν το λάθος μου, που γύρισα, αλλά παρόλο που αγωνιζόμουν τόσο, είμαι και λίγο καλοπερασάκιας.
Έχω ακούσει αρκετά βρισίδια στις δουλειές και αλλού έκανα υπομονή, αλλού έφευγα. Προοπτικές ελάχιστες, και λεφτά ίσα ίσα που φτάνανε και αρκετές υπερωρίες, και να σε βρίζουν κιόλας. Αυτά όλα, ξέρετε, επηρεάζουν και άλλους τομείς, όπως σχέσεις, κοινωνικές επαφές. Δε μπορείς εύκολα (γίνεται, αλλά θέλει μεγάλη δύναμη) να ακούς να σε βρίζει άσχημα ο κάθε αγγράμματος που έτυχε να ‘χει τη δουλειά του μπαμπά του, και εσύ μετά να έχεις ήρεμη σχέση με την κοπέλα σου ή τους φίλους σους, κάπου τρελλαίνεσαι κιόλας. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά να σου τελειώνουν σε 4 ημέρες τα 150 ευρώ την βδομάδα που παίρνεις. Απογοητεύεσαι τελείως. Για το δημόσιο δεν το συζητάω, έχω κάνει πάρα πολλές φορές χαρτιοά, μέχρι που βαρέθηκα, και σας πω πλέον δεν μ’ ενδιαφέρει να μπω εκεί, και να βαριέμαι τη ζωή μου. Τα ίδια κάθε μέρα, όσο σίγουρος και ‘ναι ο μισθός, εγώ πάντως θα νιώθω ανία.
Το όνειρό μου επαγγελματικά είναι να δημιουργήσω κάτι στο ελεύθερο επάγγελμα. Αλλά όσες φορές το προσπάθησα, τον ένα μήνα έβγαζα ένα ποσό της τάξης των 700 ευρώ, τον άλλο τίποτα, άρα πάλι τα ίδια. Είπα, είμαι και καλοπερασάκιας, γι αυτό και γύρισα σπίτι, αλλά περνούσα χειρότερα με τους γονείς, καυγάδες κάποιες φορές, ένοιωθα εγκλωβισμένος, άνεργος αρκετές φορές, να με συντηρούν οι γονείς μου. Δηλαδή να είμαι 28, να έχω την ανεργία απ’ την μια και τα 600, 700 ευρώ όποτε είχα δουλειά, και να μένω στο πατρικό απ’ την άλλη, αλλά να μην πληρώνω ενοίκιο και κάποια άλλα έξοδα. ΔΕ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ, αλλά και πού να πήγαινα; Να κάνω 2 δουλειές πάλι, ό,τι να ‘ναι, την μία είσαι - την άλλη δεν είσαι, να μην έχω προσωπική ζωή, ενδιαφέροντα; Και δεν μιλάω για πολυτέλειες ρε παιδιά, αλλά παρόλο που έχω δουλέψει αρκετά, πολλές φορές δεν είχα για ένα φαΐ, ένα καφέ, ένα ρούχο που το είχα ανάγκη να πάρω.
Αυτή τη στιγμή είμαι άνεργος (ΑΠΟ ΜΟΝΙΜΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΝΝΟΩ), έχω φύγει απ’ το σπίτι, και ζω μόνος μου. Πώς τα καταφέρνω; Δουλεύω όπου βρω part time, ασφάλεια δε βάζει κανείς, σταθερό μισθό δεν έχω, και όλα αυτά μέχρι πότε; Είμαστε και άνθρωποι, και έχουμε και άλλες ανάγκες, δεν γίνεται να αναλωνόμαστε όλο στα ίδια και στα ίδια. Όποτε παίρνω εφημερίδα βλέπω ακριβώς τα ίδια που έβλεπα και πέρυσι και πρόπερσι, δηλαδή όσο και όρεξη να’χεις να δουλέψεις, κάπου σε έχει κουράσει όλο αυτό, γιατί ξέρεις τι θα βρεις σε όποια δουλειά μας, και λες ρε γαμώτο, μια ζωή βρισίδια θ’ ακούω, μια ζωή 700 θα παίρνω και θα ζω με το άγχος, μια ζωή θα μου δίνουν οι γονείς μου όταν θα ‘μαι άνεργος;
Δηλαδή ρε παιδιά τι άλλο πρέπει να κάνουμε για να ζήσουμε σα νέοι που είμαστε στη ζωή μας; Να μπούμε στη μαύρη αγορά, να πουλήσουμε το κορμί μας; Να μου πει κάποιος γιατί εγώ όσα πτυχία και αν έχω, όσες δουλειές κι αν έκανα, γιατί να είμαι τώρα 30 και να ζω αυτή την κατάσταση, την ανασφάλεια και την μη οικονομική σταθερότητα;

 

η “ανασφάλεια”

Το πρώτο που καταγράφει αυτό το “βιογραφικό” είναι ο νομαδισμός των σύγχρονων προλετάριων. Ο νομαδισμός, εννοούμε, στην περιβόητη “αγορά εργασίας”. Ορισμένοι (“φίλοι των εργατών” αλλά, κυρίως, οπαδοί των παλιών τρόπων οργάνωσής τους, των συνδικάτων και των κομμάτων δηλαδή) έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν ότι αυτή η “κινητικότητα” είναι βαρύ εργαλείο στα χέρια των αφεντικών. Που το χρησιμοποιούν για να κρατάνε μόνιμα διαλυμένη την εργατική τάξη, στην οποία όμως τελικά δεν έχουν και πολύ θέση όλοι και όλες του εργασιακού νομαδισμού, αφού δεν μπορούν να “οργανωθούν παραδοσιακά”. Η δική μας άποψη ήταν και παραμένει διαφορετική. Ναι μεν η (άλλοτε ηθελημένη και άλλοτε επιβεβλημένη απ’ τ’ αφεντικά) “μη νομιμότητα” σ’ ένα πόστο, σε μια δουλειά, διαλύει εκείνες τις μορφές οργάνωσης που στηρίχτηκαν στο ακριβώς αντίθετο, στη “σταθερότητα”. Αλλά αυτό δεν είναι όλη η ιστορία.
Ο νομαδισμός των εργατών, κατ’ αρχήν, δεν είναι καινούργια κατάσταση. Ειδικά μάλιστα (αν και όχι μόνο αποκλειστικά) εκείνων των πολλών χιλιάδων που λογαριάζονταν σαν “ανειδίκευτοι / ες”. Απο ιστορική άποψη μάλιστα μάλλον το αντίθετο είναι η εξαίρεση: η σταθερότητα σ’ ένα πόστο, σε μια δουλειά, σε έναν εργοδότη, για όλη την “εργασιακή ζωή” ή για πολύ μεγάλα διαστήματα. Αυτή η εξαίρεση είναι σύμπτωμα των φορντικών ρυθμίσεων, τόσο στην οργάνωση (και στην “σταθεροποίηση”) του εργοστάσιου, όσο και στην οργάνωση και την σταθεροποίηση της δημόσιας διοίκησης, του κράτους σαν εργοδότη.
Εν τω μεταξύ, απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 κι όλας, ήταν σημαντικό μέρος των εργατικών αρνήσεων ο νομαδισμός, οι αλλαγές σε δουλειές, και τα ενδιάμεσα διαστήματα αράγματος. Η άρνηση εκείνων και των επόμενων “γενιών” εργατών και εργατριών να “προσδεθούν” σε κάποιο συγκεκριμένο αφεντικό αδυνάτισε μεν συν τω χρόνω τις δυνατότητές τους να διεκδικούν ή ακόμα και να διαπραγματεύονται τις απαιτήσεις τους· βιωνόταν όμως σαν μια πραγματική “ελευθερία” (εντός ή εκτός εισαγωγικών) απ’ τα δεσμά μιας ζωής με ατελείωτα οκτάωρα. Και ενώ αυτή η εργασιακή αλητεία προκάλεσε για κάποια χρόνια πρόβλημα στ’ αφεντικά (όπως είχε προκαλέσει το μαζικό turn over των νέων βιομηχανικών εργατών ήδη απ’ την δεκαετία του ‘60), κατάφεραν να την ενσωματώσουν, και τελικά να επιβάλλουν την “κινητικότητα”, για δικό τους όφελος. Στην αρχή ο νομαδισμός έμοιαζε να μην επηρεάζει το ύψος των μισθών. Αλλά από ένα σημείο και μετά χρησιμοποιήθηκε για την συστηματική υποτίμηση της εργασίας, ειδικά εφόσον τα “διαθέσιμα εργατικά χέρια” αύξαναν με γρηγορότερους ρυθμούς απ’ τις “θέσεις εργασίας”.
Ούτε κι αυτή είναι όμως ολόκληρη η αλήθεια. Εάν η “εργασιακή σταθερότητα” έχει αποτελέσει στο παρελθόν την βάση της εργατικής οργάνωσης στη βάση (σωματείο) και διεκδικήσεων, η “εργασιακή κινητικότητα” έχει άλλα πλεονεκτήματα. Μέσα απ’ το πλήθος των διαφορετικών εμπειριών οι νομάδες προλετάριοι αποκτούν πολύ γρήγορα ευρύτερη γνώση της “αγοράς εργασίας” και της εργοδοτικής “κουλτούρας”, για να το πούμε έτσι. Μη ταυτιζόμενοι, ύστερα, με καμία δουλειά / κανένα αφεντικό, είναι εμπειρικά και ενστικτώδικα δύσπιστοι απέναντι σε τυχόν κολακίες και καλοπιασήματα που τ’ αφεντικά χρησιμοποιούν στην μικρή κλίμακα των επιχειρήσεων για να αδρανοποιήσουν τις εργατικές αρνήσεις. Στην εξομολόγηση του άγνωστου αυτή η διάσταση των πραγμάτων καταγράφεται χαρακτηριστικά: ... έχω ακούσει αρκετά βρισίδια στις δουλειές και αλλού έκανα υπομονή, αλλού έφευγα. Τελικά, υποστηρίζουμε, ο νομαδισμός στην εργασία μπορεί να είναι ένα εμπειρικό σχολείο πρώτης γραμμής για την κατανόηση της ταξικής θέσης. Μπορεί, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο νομάς δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σαν θύμα αλλεπάλληλων ατυχημάτων ή απορρίψεων. Κι όχι μόνο σχολείο μπορεί να είναι ο νομαδισμός, αλλά και ευκαιρία διάχυσης των ανταγωνιστικών αρνήσεων! Γιατί ναι μεν ο κάθε εργοδότης ξεφορτώνεται τους απείθαρχους· αλλά αυτοί οι απείθαρχοι, μετακομίζοντας από εργοδότη σε εργοδότη, μεταλαμπαδεύουν (είναι δυνατόν να μεταλαμπαδεύουν) την απειθαρχία τους σε ευρύτερα τμήματα του κοινωνικού εργοστάσιου.

 

ο άλλος χρόνος

Το δεύτερο που καταγράφει ο άγνωστος στην εξομολόγησή του, απλά και χωρίς φιοριτούρες, είναι η συνάφεια (και η επίδραση) της κατάστασης σε κάθε δουλειά με τον όποιο προσωπικό χρόνο και τις προσωπικές σχέσεις! Μια κοινότοπη αλλά και τόσο κρίσιμη εμπειρία για τον καθένα και την καθεμιά στην τάξη μας: η βία (ψυχολογική / συναισθηματική κυρίως, αλλά όχι μόνο τέτοια - ρωτήστε τους μετανάστες και τον ρόλο της αστυνομίας επ’ αυτού) της μισθωτής σκλαβιάς επηρεάζει (ή μπορεί να επηρεάσει) το σύνολο της καθημερινής ζωής.
Όμως τα ανύπαρκτα φράγματα ανάμεσα στον χρόνο και την ένταση στη δουλειά και την “υπόλοιπη ημέρα”, δεν δουλεύουν μόνο για την διασπορά της βίας των αφεντικών - έτσι δεν είναι; Μπορούν θαυμάσια να δουλεύουν για την εισαγωγή της εργατικής αντι-βίας “απ’ έξω προς τα μέσα”· απ’ την “υπόλοιπη ημέρα” και τις εκεί σχέσεις στο μεροκάματο. Αυτό φαίνεται είτε δύσκολο είτε κοινότοπο, έχει όμως μια σημαντική πολιτική συνέπεια. Το γεγονός, δηλαδή, ότι σχέσεις εκτός εργασίας μπορούν να ενισχύσουν τους εργάτες μέσα σ’ αυτήν· το ηθικό τους, την “ψυχολογία” τους, τον τσαμπουκά τους! Κι αυτή η ατέλειωτη δεξαμενή δυνατοτήτων, οι σχέσεις εκτός εργασίας σαν “οπλοστάσιο” (ας μας επιτραπεί η μεταφορά) του ταξικού πολέμου, φωτίζει το γιατί τ’ αφεντικά, ειδικά απ’ την δεκαετία του ‘70 και μετά, φρόντισαν να κυριεύσουν και να ελέγξουν μαζικά αυτόν τον περιβόητο “ελεύθερο χρόνο” των εργατών. Όχι μόνο επειδή σ’ αυτόν γίνονται, μπορεί να γίνονται ή νομίζουν ότι γίνονται καταναλωτές... Αλλά επειδή, κυρίως, σ’ αυτόν τον “ελεύθερο χρόνο” σφυρηλατούνται οι χρυσές αλυσίδες της πειθαρχίας (μας) στον όποιο εργάσιμο χρόνο. Και υπάρχουν διάφορων ειδών τέτοιες χρυσές αλυσίδες, παλιές (π.χ. οι “οικογενειακές υποχρεώσεις”) ή καινούργιες (π.χ. οι πολιτιστικές “ταυτότητες”, οι δήθεν ατσαλάκωτοι εαυτοί).
Όταν λοιπόν ο άγνωστος γράφει: δε μπορείς εύκολα (γίνεται, αλλά θέλει μεγάλη δύναμη) να ακούς να σε βρίζει άσχημα ο κάθε αγγράμματος που έτυχε να ‘χει τη δουλειά του μπαμπά του, και εσύ μετά να έχεις ήρεμη σχέση με την κοπέλα σου ή τους φίλους σους, κάπου τρελλαίνεσαι κιόλας... αποδίδει με ακρίβεια το πρώτο μισό της πραγματικής σχέσης ανάμεσα στη βία της εργασίας και στο σύνολο της καθημερινής ζωής. Υποθέτουμε ότι θα πρέπει να έχει και τις άλλες μισές εμπειρίες, το πως δηλαδή οι φίλοι ή η κοπέλα του τον στήριξαν “για να μη δείξει υπομονή”... Ωστόσο αυτό το δεύτερο μισό του πακέτου “δουλειά - ζωή” γενικά δεν αξιολογείται σαν σημαντικό· και δεν αναφερόμαστε στον συγκεκριμένο άγνωστο· μιλάμε γενικά. Γιατί παρά και ενάντια στα συνδικαλιστικά στερεότυπα περί “οργάνωσης μέσα στην δουλειά - ή θάνατος”, είναι μεγάλη και σημαντική η εμπειρία και η γνώση της τάξης μας για μορφές οργάνωσης ή και την “απλή” κοινωνική συνάφεια και τις σχέσεις εκτός δουλειάς, που έχουν δουλέψει και ξαναδουλέψει για να δυναμιτίσουν, και μάλιστα σε μεγάλη κλίμακα, την πειθαρχία, τις ομαλότητες, τις νόρμες της μισθωτής σκλαβιάς.

 

Sarajevo 57 - 12/2011

 

το άλλο μισό της μέγγενης

Μέσα σ’ αυτόν τον καμβά της καθημερινής ζωής, ο άγνωστος περιγράφει εύστοχα την θέση των σχέσεων με την οικογένεια. Προφανώς η συναισθηματική πλευρά μπορεί να παίζει τον ρόλο της. Όμως για τον άγνωστο (και για δεκάδες χιλιάδες άλλους και άλλες που βρίσκονται στη θέση του), οι σχέσεις με την οικογένεια έχουν μια σκληρή υλική πλευρά. Είτε μπορείς να την βγάλεις μακριά απ’ το οικογενειακό πορτοφόλι, κι έχεις την ησυχία σου· είτε δεν μπορείς κι έχεις μπελάδες - αυτός είναι ένας γενικός κανόνας. Που ενισχύεται όλο και περισσότερο, λόγω “κρίσης”.
Και είναι μεν παράξενο αλλά όχι ανεξήγητο ότι στην περιγραφή (δηλαδή: στην ζωή) αυτού του άγνωστου (εργάτη λέμε), ενώ η υλική πλευρά των οικογενειακών “δεσμών” βαραίνει καθαρά και το βάρος της αναγνωρίζεται (σε ότι αφορά ορισμένα βασικά έξοδα της καθημερινής ζωής - νοίκι, λογαριασμοί - που σχετίζονται άμεσα με τον μισθό) δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο καταστάσεις. Είτε “μένω μόνος μου”, είτε “γυρνάω στο πατρικό”. Λείπει μια τρίτη, το ζω / συγκατοικώ με άλλους, προτιμότερο φίλους, αλλά στην ανάγκη και άγνωστους.
Δεν υποστηρίζουμε ότι το να μοιράζεσαι, συγκατοικώντας, μια κουζίνα ή μια τουαλέτα, είτε με γνωστούς είτε με αγνώστους, είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο.... αν και, από πείρα, ξέρουμε πως όλα μαθαίνονται και όλα βρίσκουν τις λογικές ρυθμίσεις τους. Εκείνο, όμως, που κάνει σχεδόν αδύνατο κάτι τέτοιο στην ελληνική κοινωνία δεν είναι οι υλικές του διαστάσεις (που είναι εξαιρετικά ευνοϊκές, και πάντως ευνοϊκότερες απ’ το “νοικιάζω μόνος” μου) αλλά οι ψυχοϊδεολογικές. Η αδιαπραγμάτευτη ιδέα, δηλαδή, ότι στα ζόρια είναι προτιμότερο να φας ξανά στη μάπα την μάνα σου και τον πατέρα σου, παρά να δοκιμάσεις τα καλά και τα κακά της συγκατοίκησης με 3 ή 4 ή 5 άτομα, πιθανότατα κοντινών ηλικιών, και - στην πιο εύκολη των περιπτώσεων - φίλους / φίλες.
Θα πει κάποιος: μα οι φιλίες είναι πιο εύκολες λίγες ώρες κάθε λίγες μέρες παρά διαρκώς και καθημερινά. Ναι, αυτή είναι η “εύκολη ευκολία”! Ωστόσο η ψυχολογική και συναισθηματική ανελαστικότητα που τόσο καλά περιγράφει ο άγνωστος του “γυρνάω πίσω στους γέρους επειδή δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου” δεν είναι καθόλου δωρεάν. Είναι μια “δύσκολη”, έως εξαιρετικά δύσκολη “ευκολία”! ...Περνούσα χειρότερα με τους γονείς, καυγάδες κάποιες φορές, ένοιωθα εγκλωβισμένος, άνεργος αρκετές φορές, να με συντηρούν οι γονείς μου.... ΔΕ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ, αλλά και πού να πήγαινα;... Ένας νεαρός άντρας ή μια νεαρή γυναίκα που θέλει να κρατάει τις φιλικές και τις ερωτικές του / της σχέσεις μακριά απ’ την οικογενειακή επιτήρηση και ό,τι αυτή συνεπάγεται, ασφαλώς και θα υποφέρει “γυρνώντας στο πατρικό”, ακόμα κι αν εκεί υπάρχει δωρεάν φαγητό και ύπνος.
Θα μπορούσαμε να υμνήσουμε τα υπέρτερα “καλά” των συγκατοικήσεων, από υλική και συναισθηματική άποψη - αλλά δεν είναι αυτό το θέμα εδώ. Το θέμα είναι η καθημερινή ζωή των σύγχρονων εργατών στην ελλάδα βραχυκυκλώνεται όχι μόνο απ’ την βία των αφεντικών αλλά και απ’ την βία ορισμένων ιδεολογικών βεβαιοτήτων με τις οποίες ανατρέφονται, και τις αποδέχονται σαν μοναδικές αλήθειες χωρίς να δοκιμάσουν να τις ελέγξουν (κι ακόμα καλύτερα να τις αμφισβητήσουν) στην πράξη. Μιλάμε για τις μικροαστικές βεβαιότητες - που υποδεικνύουν, για παράδειγμα, πως είναι πολύ χειρότερο να μοιράζεσαι μια τουαλέτα με κάποιους συγκατοίκους (ακόμα κι αν πρέπει να την καθαρίζεις κάθε φορά”...) απ’ το να είσαι 25 ή 28 ή 30 και να μοιράζεσαι ολόκληρο το “κεραμίδι” με τους γονείς σου. Πώς στ’ αλήθεια να βοηθήσεις τον προσωρινά ξεσπιτωμένο φίλο ή φίλη μέσα σ’ αυτό το οικογενειακό κεραμίδι; Και πώς στ’ αλήθεια να ακούσεις μια άλλη, μια διαφορετική κουβέντα, ή ακόμα ακόμα να κάνεις κι έναν διαφορετικό καυγά αντί για “τα ίδια και τα ίδια”, αν έχεις πεισθεί ότι “ή την γκαρσονιέρα μου ή το εφηβικό μου δωμάτιο στο πατρικο”, ε;

 

πόσο πάει η “επαγγελματική ελευθερία”;

Το επόμενο που θίγει, πάλι με απλότητα και καθαρότητα ο άγνωστος, είναι η άνοδος και η πτώση του ονείρου του “ελεύθερου επαγγελματία”. Ήταν τέτοια η δομή και η διαστρωμάτωση του ντόπιου καπιταλισμού ως και τις δεκαετίες της ευδαιμονίας, που το “κάνω δική μου δουλειά” έμοιαζε να είναι η φυσιολογική ροπή των πραγμάτων. Παράδοξο ή όχι, ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι (από άποψη χαρακτήρα) που είδαν και ξαναείδαν αυτό το όνειρο δεν ασχολούνταν ποτέ στα σοβαρά να το ψηλαφίσουν στις πρακτικές του διαστάσεις πριν το υιοθετήσουν. Για παράδειγμα, το “σπρώχνω όσους μπορώ - με σπρώχνουν όσοι μπορούν” του (κανονικού) ελεύθερου επαγγελματία ποτέ δεν βρήκε (και ακόμα δεν βρίσκει) την κανονική του θέση σαν η πίσω όψη του “μια δική μου δουλειά”. Πώς άραγε βγαίνουν - τα - λεφτά (όταν βγαίνουν) σ’ αυτόν τον παράδεισο; Δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους οι “έχω την δική μου δουλειά”; Κι αφού σίγουρα έτσι κάνουν, τι μέσα χρησιμοποιούν; Το “να μη έχω κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μου” βρυκολακιάζει την σκέψη χιλιάδων εργατών (και λιγότερων αλλά όχι αμελητέων εργατριών) οδηγώντας τους να κυνηγούν χίμαιρες· και να υποδουλώνονται σ’ αυτές μόλις καταφέρουν να τις πιάσουν. Και πάλι η μικροαστική δήθεν λάμπα θυέλλης! Είμαι καλύτερος απ’ όλους, άρα θα πετύχω - το λέει και η μαμά.... Είμαι καλύτερος απ’ όλους - θα πιάσω την καλή... Πόσους “καλύτερους απ’ όλους” χωράει άραγε ένας καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός; Πόσα σουβλατζίδικα, πόσα μπαρ, πόσες ελευθεροεπαγγελματικές δουλίτσες; Με πόσο λαχάνιασμα, και με πόσο δέσιμο με την οικονομία του εγκλήματος; Περιτές ερωτήσεις...
Αλλά ακόμα και χωρίς αυτές, το πράγμα δεν δουλεύει. Τα όνειρα και οι φιλοδοξίες είναι τσάμπα (ή έτσι φαίνεται), γι’ αυτό μπορούν να γίνονται κατά βούληση, και να είναι πολλαπλάσια εκείνων που “χωράει η πραγματικότητα” - η καπιταλιστική πραγματικότητα. ...Όσες φορές το προσπάθησα, τον ένα μήνα έβγαζα ένα ποσό της τάξης των 700 ευρώ, τον άλλο τίποτα, άρα πάλι τα ίδια.... λέει ο άγνωστος, και θα μπορούσαν να το πουν χιλιάδες ακόμα στη θέση του. Ειδικά τώρα πια.

 

οι αυταπάτες του τριτογενούς

Είναι μάλλον ασφαλής η υπόθεσή μας: αν αυτός ο άγνωστος (και χιλιάδες άλλοι και άλλες της τάξης μας) δούλευε σαν βιομηχανικός εργάτης, θα μπορούσε ίσως να έχει παρόμοια βιώματα, αλλά δύσκολα θα ονειρευόταν να αποκτήσει το δικό του εργοστάσιο! Θα μπορούσε όμως να ονειρεύεται να ανοίξει ένα ψιλικατζίδικο, για να δουλεύει και η σύζυγος (όταν πια θα υπήρχε τέτοια). Θέλουμε να πούμε: η μικροκλίμακα του καπιταλισμού των υπηρεσιών, απ’ το εμπόριο μέχρι το οτιδήποτε, επιτρέπει την ελπίδα (δηλαδή την φαντασίωση) πως όλοι χωράνε εκεί - όχι όμως σαν εργάτες, αλλά σαν “αυτοαπασχολούμενοι” ή, ακόμα καλύτερα, σαν εργοδότες. Τηρουμένων των αναλογιών, αναπαράχτηκε μέσα στην ελληνική εργατική τάξη σε μεγάλη κλίμακα απ’ την δεκαετία του ‘80 και μετά, εκείνο που ως τότε μπορούσε να συμβαίνει στην οικοδομή. Η ελπίδα ότι μπορεί κανείς να μεταπηδήσει απ’ την θέση του εργάτη σ’ αυτήν του “μικρο”εργολάβου. Φυσικά αυτή η ελπίδα θα έμενε χίμαιρα για τους περισσότερους για όλη τους την ζωή εάν δεν εισήγαγε ο ελληνικός καπιταλισμός μαζικά φτηνούς εργάτες λιγότερο τα ‘80s (απ’ την πολωνία) και πολύ περισσότερο στα ‘90s.
Τα όνειρα τέτοιου είδους γενικεύτηκαν πάντως, προς μαζική υιοθέτηση. Κι ούτε λόγος να προσέξει κανείς ότι ο τίμιος “ελεύθερος επαγγελματίας”, ο μοναχικός δηλαδή free lancer, που δεν εκμεταλλεύεται την εργασία άλλων, ήταν πάντα μια ιδιότροπη και ασταθής κατάσταση. Είτε θα “πετύχαινε” σαν αρχάριος και, κυνηγώντας την επιτυχία του θα γινόταν υποχρεωτικά εργοδότης· είτε θα αποτύγχανε και θα διαπίστωνε ότι ...πάλι τα ίδια... απ’ την άποψη του “εισοδήματός” του. Εκείνο που είναι (και πάντα ήταν) αδύνατο (ή εξαιρετικά σπάνιο και μόνο για συγκεκριμένες ειδικότητες) να συμβεί είναι να παραμένει για καιρό στάσιμος σε μια βαθμίδα εγγυημένης επιτυχίας, χωρίς πάνω και κάτω... Υπάρχουν και οι ανταγωνιστές mister!
Το μεγάλο εργοστάσιο του τριτογενούς τομέα είναι λοιπόν “άμορφο” αν το κρίνει κανείς με παραδοσιακούς όρους, και μοιάζει να έχει απεριόριστη χωρητικότητα όχι εργατών αλλά igonnabe εργοδοτών. Οι ατομικές (επί χιλιάδες...) προσπάθειες να επαληθευτεί η τέτοια απεριόριστη χωρητικότητα δεν έχουν οδηγήσει στην αμφισβήτησή της. Καταλήγουν σε καϋμούς.
Μήπως θα έπρεπε λοιπόν να αναγνωρίσουμε ότι οι ουσιαστικά εργάτες του τριτογενούς, ακόμα περισσότερο απ’ τους εργάτες του δευτερογενούς ή του πρωτογενούς, είναι διαρκώς εκτεθειμένοι σε μια ειδική αναπαράσταση του καπιταλισμού, όπου (υποτίθεται πως) όλοι μπορούν να είναι καπιταλιστές (διαφόρων “μεγεθών”) και όπου, άρα, η θέση εργάτης είναι de facto θέση δειλίας ή προσωπικής αποτυχίας και ανικανότητας; Και μήπως θα έπρεπε επίσης να υποθέσουμε ότι η μαζική (συχνά ακριβοπληρωμένη) χορήγηση “χαρτιών” (πτυχίων του ενός ή του άλλου είδους) ενισχύει αυτήν την αναπαράσταση, προκατασκευάζοντας για κάθε πτυχιούχο την πεποίθηση της (μοναδικής) “αξίας” του/της; Χάρτινης αξίας φυσικά...
Η εκπαίδευση και οι πιστοποιήσεις της είναι πλέον μονόδρομος, ένα είδος κοινωνικής συνήθειας. Φαίνεται όμως όλο και περισσότερο (όλο και δραματικότερα) ποιό είναι το ψυχο-ιδεολογικό αντίτιμο του πράγματος: η εξατομικευμένη και ταυτόχρονα γενική σχιζοφρένεια ανάμεσα στα “είμαι τώρα” και στα “θα μπορούσα να είμαι”. Τελικά είναι οι αναπαραστάσεις του τριτογενούς που δρουν σαν ο παράξενος ελκυστής των σχιζο-ατομικοτήτων. Επειδή ο τριτογενής είναι ταυτόχρονα τόπος κατανάλωσης και τόπος παραγωγής, άρα αναπαράγει και ενσωματώνει διαρκώς έναν διπολισμό εργασίας και σφετερισμού, ακόμα και στην μικροκλίμακα. 

Ωστόσο η φράση ... είμαστε άνθρωποι ... έχουμε και άλλες ανάγκες ... δεν γίνεται να αναλωνόμαστε, μέσα στην απλότητα και στην κοινοτυπία της, θα μπορούσε να είναι ένα είδος εργατικής ανταγωνιστικής αφετηρίας - ακόμα κι αν δεν ονομαζόταν απ’ την αρχή έτσι. Πράγματι, είμαστε άνθρωποι και δεν γίνεται να αναλωνόμαστε... πώς αναλωνόμαστε λοιπόν;  Μήπως προσανατολιζόμενοι και ελκόμενοι από διατάξεις αυτοκαταστροφής, είτε αυτές είναι πράγματα / εμπορεύματα, είτε (ακόμα χειρότερα) είναι ιδέες και ιδεο-λογίες;
Πώς αναλωνόμαστε λοιπόν; Πρέπει να επιμείνουμε εδώ, με τον ιδιαίτερο πραγματισμό των εργατικών εμπειριών. Δεν αναλωνόμαστε μόνο καταναλώνοντας. Συμβαίνει κι αυτό... αλλά: αναλωνόμαστε ψάχνοντας για δουλειά - βρίσκοντας δουλειά - δουλεύοντας - “φορτώνοντας” στη δουλειά - “ξεφορτώνοντας” ή όχι εκτός δουλειάς - μετρώντας τα φράγκα... Τα λόγια του νεαρού άγνωστου είναι παραπάνω από σαφή: ...να κάνω 2 δουλειές πάλι, ό,τι να ‘ναι, την μία είσαι - την άλλη δεν είσαι, να μην έχω προσωπική ζωή, ενδιαφέροντα; ... και δεν μιλάω για πολυτέλειες ρε παιδιά, αλλά παρόλο που έχω δουλέψει αρκετά, πολλές φορές δεν είχα για ένα φαΐ, ένα καφέ, ένα ρούχο που το είχα ανάγκη να πάρω.
Αναλωνόμαστε λοιπόν με τον τρόπο ενός διευρυμένου “φαύλου κύκλου” όπου η δουλειά, η υποτίμησή της, και η οριακή υποτίμησή της (η ανεργία / οι 2 ή περισσότερες δουλειές) διαδέχονται η μία την άλλη, μέσα στον συνολικό χρόνο της ζωής, ρυθμίζοντας βίαια τις σχέσεις. Όχι μόνο τις “σχέσεις εργασίας”, αλλά και τον καφέ, την βόλτα, την παρέα, τον έρωτα...
Συνεπώς (λέμε εμείς) η ταξική εμπειρία δεν είναι απλά και μόνο (πόσο “απλά” και πόσο “μόνο”) μια εμπειρία της εργασίας· αλλά είναι μια συνολική εμπειρία, που μπορεί να διαθλάται σε διαφορετικές σχέσεις, αλλά μόνο για να γίνει τόσο “αφηρημένη” όσο αφηρημένη είναι η εργασία η ίδια! Μόνο άσχετοι (αδιάφορο το πως και γιατί είναι άσχετοι) θα παραξενεύονταν για το πόσο αβίαστα αναδύεται αυτή η θεμελιακή παρατήρηση του Κάρολου, περί “αφηρημένης εργασίας”, περί “εργατικής δύναμης” γενικά, μέσα απ’ τα απλά και καθημερινά λόγια αυτού του άγνωστου που μνημονεύουμε.
Κι ωστόσο έτσι ακριβώς συμβαίνει! Οι ιδεολογικές παραμορφώσεις του τριτογενούς (και του τριτογενισμού) δεν θα έπρεπε (αν και τα καταφέρνουν ως τώρα) να κρύψουν ότι οι υπηρεσίες - και ο νομαδισμός μέσα σ’ αυτές: ... έχω κάνει αρκετές δουλειές σε cafe, delivery, σε μαγαζιά πωλητής, αποθηκάριος, υπάλληλος γραφείου, διαφημιστικά, ό,τι θες, και παράλληλα σπούδαζα - είναι έκφραση εκείνου του σημείου καπιταλιστικής “ανάπτυξης” όπου η εργασία γίνεται περισσότερο “αφηρημένη” από ποτέ, απροσδιόριστη, εναλλάξιμη διακρώς από θέση σε θέση· και όπου η ταξική εμπειρία γίνεται αντίστοιχα καθολική, αφού δεν υπάρχει κάποιο πεδίο κοινωνικών σχέσεων δεδομένα “έξω απ’ τον καπιταλισμό” (έξω απ’ το εμπόρευμα) που να υφίσταται σα σίγουρη νησίδα.
Μ’ αυτή την έννοια ο τραυματικός (όταν ενσωματώνεται ατομικά και συλλογικά) διπολισμός στον οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα αίρεται - και αίρεται υπέρ της εργατικής συνείδησης - μόλις κανείς αντιληφθεί όχι ίσως την γενεαλογία του, αλλά κυρίως την ιστορικότητά του. Ναι, σα να λέμε, αυτά συμβαίνουν (και το “αυτά” συμπεριλαμβάνονται τόσο οι μαγικοί καθρέφτες της στενά εννοημένης κατανάλωσης όσο και οι αφόρητοι πόνοι της αυτο-ανάλωσης) επειδή είμαστε, σαν εργάτες, περισσότερο δημιουργικοί εν δυνάμει από ποτέ.... Και επειδή αυτή η εν δυνάμει δημιουργικότητά μας, μαζί με τις ανάγκες μας, “δεν χωράει” στις καπιταλιστικές νόρμες, που ξανά και ξανά μας ακρωτηριάζουν, τόσο απλά και τόσο βεβαιωμένα όσο καταμαρτυρούν αυτές οι ειλικρινείς κουβέντες: ...και δεν μιλάω για πολυτέλειες ρε παιδιά, αλλά παρόλο που έχω δουλέψει αρκετά, πολλές φορές δεν είχα για ένα φαΐ, ένα καφέ, ένα ρούχο που το είχα ανάγκη να πάρω.

Κάποιος είπε, όχι πολύ παλιά, πως η μοίρα του εργάτη γίνεται η μοίρα της κοινωνίας. Λεγόταν Λούκατς, αλλά ίσως αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία τώρα. Μιλούσε για τους βιομηχανικούς εργάτες. Στο διευρυμένο, καθολικό, “κοινωνικό εργοστάσιο” μπορούμε να αντιστρέψουμε την παρατήρηση και να είμαστε ωστόσο το ίδιο ακριβείς: η μοίρα της κοινωνίας είναι η μοίρα του εργάτη. Όχι επειδή ο “εργάτης” έρχεται δεύτερος, πίσω και κάτω απ’ την μυθική και απροσδιόριστη “κοινωνία”. Αλλά επειδή ο σύγχρονος εργάτης είναι τόσο κοινωνικός (όχι με την έννοια της παρέας, αλλά με την έννοια της κοινωνικά αρθρωμένης εργασίας - και οι υπηρεσίες είναι η πιο γυμνή και κατηγορηματική έκφραση αυτής της συνάρθρωσης κάθε “θέσης εργασίας” με κάθε άλλη· όπως επίσης με την έννοια του υποχρεωτικού “κοινωνισμού” του ίδιου του κεφάλαιου), είναι λοιπόν κοινωνικός προλετάριος, έτσι ώστε ακόμα και στην “μη εργασία” εισπράτει μόνιμα και διαρκώς τις συνέπειες των γενικών, ταξικών συσχετισμών. Μπορεί να μην τους καταλαβαίνει έτσι - όμως τους ΖΕΙ ΕΤΣΙ!
Κι αυτό είναι το τελικό σημείο. Η εξομολόγηση του αγνώστου περικλείει μεγάλα τμήματα της γενικής, ταξικής εμπειρίας, σα να είναι ατομική / προσωπική εμπειρία. Συνεπώς το ερώτημα της ταξικής ανασύνθεσης δεν είναι τόσο η “αποκάλυψη” γεγονότων και καταστάσεων που είναι άγνωστα ή κρυφά. Είναι “μόνο” (τόσο λίγο - τόσο πολύ) η αναγνώριση του ότι αυτό που είναι ατομικό (εργατικό βίωμα) είναι και συλλογικό. Τότε, η φράση ... είμαστε άνθρωποι ... έχουμε και άλλες ανάγκες ... δεν γίνεται να αναλωνόμαστε δεν μιλάει κάποιον πληθυντικό “μεγαλείου” αλλά τον πληθυντικό της τάξης μας. Και εκδηλώνει την άρνηση απέναντι στον Εαυτό - Εμπόρευμα, τον εαυτό που είναι υποχρεωμένος να ζει τυραννικά διαρκώς την διατίμησή του. Και, τελικά, την υποτίμησή του. Όχι μόνο χρηματικά, αλλά και συναισθηματικά, διανοητικά, ηθικά.
Αυτή η αυθεντική και πρωτόλεια προλεταριακή άρνηση είναι που υπόκειται σε δύο διαφορετικές, αντίθετες μεταξύ τους, “εξελίξεις”. Η προτεινόμενη (απ’ τις κυρίαρχες ιδεολογίες) υπέρβασή της είναι η ατομική ενσωμάτωση ολόκληρου του καπιταλιστικού διπολισμού, το “γίνομαι Αφεντικό του Εαυτού μου”. Αντίθετα, η εργατική (δηλαδή δημιουργική) υπέρβαση της άρνησης, είναι η γενίκευσή της! Η αναγνώριση, εν τέλει, ότι το οριστικό ξεπέρασμα του Εαυτού - Εμπόρευμα δεν μπορεί να γίνει αλλιώς παρά μόνο μέσα απ’ την καταστροφή του Αφεντικού. Και ότι ενδιάμεσα, ώσπου να συμβεί αυτό, το ξεπέρασμα του Εαυτού - Εμπόρευμα (η άνθηση της προσωπικότητάς του καθενός και της καθεμιάς σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες του / της) δεν μπορεί να γίνεται παρά μέσα απ’ τις ταξικές εμπόλεμες διατάξεις. Μέσα απ’ την αναμέτρηση με το συνολικό δεσποτισμό της “Σχέσης Κεφάλαιο”.

 
       

Sarajevo