Sarajevo
 

 

 

 

 

Sarajevo 56

Αυτή είναι μεν η “αγία οικογένεια”, αλλά όπως δείχνει και το βάθος όχι και στα πιο συντηρητικά της. Ο Mickelangelo υμνεί την χαρά της ζωής...

 

ενάντια στην οικογένεια

Μπορεί να φαίνεται αναχρονιστικό να στραφεί κανείς σήμερα ενάντια στην οικογένεια - κατηγορώντας την για ένα καινούργιο (;) είδος αλλοτρίωσης. Η μέση μικροαστική ή μεσοαστική οικογένεια δεν είναι (ή δεν φαίνεται) τυρρανική όπως πριν λίγες μονάχα δεκαετίες, την εποχή του ακμαίου πουριτανισμού - έτσι δεν είναι; Το περιβόητο “χάσμα των γενεών”, μια κοινοτυπία των ‘60s και ‘70s, μοιάζει αρχαιολογία: τα απείθαρχα “παιδιά” εκείνων των καιρών μεγάλωσαν, έκαναν οικογένεια και παιδιά, και δεν είναι (σα γονείς) καθόλου τυρρανικοί - έτσι δεν είναι; “Το αντίθετο ακριβώς” θα έλεγε κανείς.... Έτσι ώστε αντί για “χάσμα” να πρέπει να μιλάμε τώρα για “εξάρτηση των γενεών” - των  γυιών και των θυγατέρων απ’ τους γονείς, και των γονιών (με τον δικό τους τρόπο) απ’ τα παιδιά τους.
Δεν είναι γλυκειά αυτή η εξάρτηση; Δεν είναι “καλό πράγμα”; Δεν είναι καλύτερη η εξάρτηση απ’ το “χάσμα”; Πολλά είναι που πρέπει να ανακαλυφθούν και να πολεμηθούν εδώ, μόλις αρχίσει κανείς να αναγνωρίζει ότι το μεν “χάσμα” βοήθησε (όσους και όσες το έζησαν απ’ την μεριά της νέας (τότε) γενιάς) στη συγκρότηση εαυτών· η δε οικογενειακή εξάρτηση δρα ανάποδα, καθηλώνοντας τόσο τους “μεγάλους” όσο και τους “μικρούς” σε ευτελείς, και τελικά αυτοκαταστροφικούς ρόλους. Ιδιαίτερα καταστροφικούς για τους / τις νεώτερους / νεώτερες.

Εντοπίσαμε κάπου (δεν έχει σημασία που, τα λεγόμενα είναι εξαιρετικά ακριβή) τις πιο κάτω παραγράφους. Αν εξαιρέσει κανείς τα ονόματα των οργανισμών, τα υπόλοιπα είναι παράξενα οικεία για την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικογένεια. Κι όμως. Αφορούν κάτι πολύ μακρινό στο χάρτη. Όχι όμως και στην καπιταλιστική “εξέλιξη”.

... Μέλη της διοίκησης των πανεπιστημίων παραπονούνται για το εντεινόμενο πρόβλημα των γονέων που έχουν βαλθεί να ελέγξουν τη ζωή των παιδιών τους - συμπληρώνοντας τις αιτήσεις τους για να εισαχθούν στις σχολές, ενοχλώντας τηλεφωνικά την υπηρεσία εγκρίσεων, βοηθώντας τα να γράψουν εργασίες, παραμένοντας τη νύχτα στους φοιτητικούς ξενώνες. Ορισμένοι γονείς μάλιστα τηλεφωνούν σε πανεπιστημιακούς υπεύθυνους ζητώντας τους να φροντίσουν για το πρωϊνό ξύπνημα των παιδιών τους. “Οι γονείς των σπουδαστών είναι εκτός ελέγχου” λέει η Μάιριλι Τζόουνς, επικεφαλής εγκρίσεων του ΜΙΤ, η οποία έχει αναλάβει την αποστολή να προτρέπει τους αγχωμένους γονείς να αποσυρθούν.
...
“Το δικαίωμα που αισθάνονται ότι έχουν ως καταναλωτές, μαζί με την αδυναμία να αποκολληθούν από τα παιδιά τους, κάνει ορισμένους γονείς να θέλουν να διαχειριστούν κάθε πλευρά της φοιτητικής ζωής των παιδιών τους - από την επιδίωξη εισαγωγής μέχρι την επιλογή κορμού μαθημάτων. Τέτοιοι γονείς, αν και αποτελούν εξαίρεση, δεν παύουν να είναι μια όλο και πιο αισθητή πραγματικότητα για διδάσκοντες, κοσμήτορες και προέδρους”.
Η μανία των γονέων να διαπλάσουν και να κατευθύνουν την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία των παιδιών τους έχει ενταθεί την τελευταία δεκαετία, καθώς οι εκπρόσωποι της πρώτης μεταπολεμικής γενικάς (baby boomers), συνηθισμένοι να έχουν τον έλεγχο, ετοιμάζονται να στείλουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο. Μια γενιά πριν από την σημερινή, λίγοι μαθητές λυκείου έμπαιναν στον κόπο να προετοιμαστούν για το τεστ μαθητικών δυνατοτήτων SAT (Scholastic Aptitude Test). Σήμερα οι γονείς ξοδεύουν μεγάλα ποσά σε φροντιστήρια προετοιμασίας για το SAT, δασκάλους, βιβλία και λογισμικό για τα παιδιά τους που προορίζονται για το πανεπιστήμιο, κάνοντας έτσι την προετοιμασία για τις εξετάσεις μια βιομηχανία των 2,5 δισ. δολαρίων. Από το 1992 μέχρι το 2001, η Kaplan, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον τομέα της προετοιμασίας για εξετάσεις, είδε τα ακαθάριστα έσοδά της να αυξάνονται κατά 225%.
...
Τα φροντιστήρια προετοιμασίας για το SAT δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι αγχωμένοι εύποροι προσπαθούν να λουστράρουν και να πακετάρουν τους προοριζόμενους για πανεπιστήμιο γόνους τους. Ψυχολόγοι της εκπαίδευσης αναφέρουν ότι όλο και περισσότεροι γονείς επιδιώκουν να διαγνωστεί ότι τα γυμνασιόπαιδά τους έχουν “μαθησιακές δυσικολίες”, με μόνο σκοπό να τους δοθεί επιπλέον χρόνος κατά τις εξετάσεις. Αυτή η “αγορά διαγνώσεων” πυροδοτήθηκε, καθώς φαίνεται, από την ανακοίνωση των Εξεταστικών Συμβουλίων (College Board) το 2002 ότι θα έπαυαν να βάζουν αστερίσκο δίπλα στη βαθμολογία των μαθητών λόγω μαθησιακής δυσκολίας. Οι γονείς σκάνε μέχρι και 2.400 δολάρια για μια αξιολόγηση και 250 δολάρια την ώρα για έναν ψυχολόγο που θα καταθέσει για λογαριασμό του μαθητή στο γυμνάσιο ή στην Υπηρεσία Εκαπιδευτικών Εξετάσεων (Educational Testing Service), η οποία διεξάγει το SAT. Αν ένας ψυχολόγος δεν προβεί στην επιθυμητή διάγνωση, πηγαίνουν την υπόθεσή τους σε άλλον.
...
Ο ξέφρενος ανταγωνισμός ακόμα και για την προσχολική ένταξη συγκέντρωσε το φως των προβολέων πριν από λίγα χρόνια, με την ιστορία του Τζακ Γκρούμπμαν, αναλυτή μετοχών στη Wall Street. Αυτός ισχυρίστηκε σ’ ένα mail ότι έδωσε υψηλότερη εκτίμηση για την μετοχή της ΑΤ&Τ προκειμένου να κερδίσει την εύνοια του αφεντικού του, ο οποίος θα μεσολαβούσε για να γίνουν δεκτές οι δύο ετών δίδυμες κόρες του Γκρούμπμαν σ’ ένα νηπιαγωγείο περιωπής στην 92η οδό της Ν. Υόρκης...

Οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν το ζήτημα της οικογενειακής εξάρτησης με το φως να πέφτει στους (αμερικάνους) γονείς. Δεν πρέπει να αμφιβάλλει όμως κανείς ότι οι αποβάσεις τους στην καθημερινότητα των παιδιών τους όταν αυτά έχουν κλείσει ήδη τα 18 διευκολύνεται τα μέγιστα απ’ την ανάποδη εξάρτηση, των “μικρών” απ’ τους “μεγάλους”. Κι ας μην βιαστούμε να αποδώσουμε αυτά τα συμμετρικά κεφαλοκλειδώματα σε οικονομικούς παράγοντες, στο γεγονός δηλαδή ότι η οικογένεια χρηματοδοτεί στις σπουδές. Συμβαίνει κι αυτό· αλλά όχι μόνο αυτό. Η “υπερπροστασία των παιδιών” που για τις συντηρητικές οικογένειες των πρώτων δεκαετιών μετά τον Β παγκόσμιο σήμαινε μια μεγάλη λίστα απαγορεύσεων, άλλαξε μετά τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 περιεχόμενο· όχι όμως και αποτελεσματικότητα. Κάτω απ’ τις φτερούγες των οικογενειακών παροχών (ανάμικτων με έναν αέρα “φιλελευθερισμού”), κάτω απ’ τις οδηγίες διαφορετικού τύπου επενδύσεων των “μεγάλων” πάνω στους “μικρούς”, διαμορφώνονται και πάλι προσωπικότητες ελλειματικές, συναισθηματικά ασταθείς και με σταθερή ροπή στην εξάρτηση.
Μία απ’ τις μεγαλύτερες επενδύσεις που κάνει η γενιά που πρωτοστάτησε στο “χάσμα των γενεών” μόλις αναλάβει την ευθύνη των παιδιών της, είναι η αποφυγή του πόνου. Οποιουδήποτε πόνου - σωματικού ή συναισθηματικού: το σύγχρονο δόγμα του “σωστού γονιού” περιλαμβάνει οπωσδήποτε στην πρώτη θέση το καθήκον να “μην στεναχωριούνται” και να “μην υποφέρουν” τα παιδιά. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την απεριόριστη ευτυχία που οφείλει μια “σωστή οικογένεια” στα νεότερα μέλη της· και δεν θα ήταν δύσκολο να βρει ύστερα τις αναλογίες αυτής της προτροπής με τα σύγχρονα καπιταλιστικά προτάγματα, και τους φετιχισμούς του εμπορεύματος. Ίσως όμως τα πράγματα να είναι λίγο πιο σύνθετα. Εάν, για παράδειγμα, μέσα στη λίστα των αντιθέσεων που αφορούσαν το “χάσμα των γενεών” περιλαμβανόταν και η άσκηση διάφορων μορφών βίας, σωματικής ή/και ψυχοσυναισθηματικής, για πειθαρχικούς, απαγορευτικούς και τιμωρητικούς λόγους, απ’ τους (παλιούς) μεγάλους στους (τότε) μικρούς, είναι εύλογο το γιατί όταν εκείνοι οι “μικροί” άρχισαν να γίνονται “μεγάλοι” εκτοξεύτηκαν στην ακριβώς αντίθετη θέση σε ότι αφορά τα γονεϊκά τους καθήκοντα. Η καινούργια υπερπροστασία πήρε λοιπόν την μορφή μιας μόνιμης άλλοτε ορατής και άλλοτε αόρατης θερμοκοιτίδας, έτσι ώστε να μην υπάρχει καμία “στεναχώρια”, κανένας πόνος. Το καθαρά φετιχιστικό του ζητήματος είναι η επιπλοποιία αυτής της θερμοκοιτίδας: κάθε δυνατή γονική παροχή, εμπράγματη, απ’ την ηλικία των μηδέν μηνών, έτσι ώστε να διατηρηθεί ο “ψυχικός κόσμος” των παιδιών ατσαλάκωτος... Εν τέλει, η χαρτογράφηση της ενδο-οικογενειακής βίας και ο κατάλογος των ανάλογων νομικών απαγορεύσεων (μαζί με τα “δικαιώματα των παιδιών”) έγινε (ειδικά στις καπιταλιστικές κοινωνίες όπου υπήρξαν σημαντικά κινήματα) εξαιρετικά λεπτομερής. Για να θυμίζει ότι το κράτος είναι φίλος της “ελευθερίας” και της “ολοκληρωμένης προσωπικότητας”.

Ενόσω η κριτική απ’ τα μέσα τόσο την ενδο-οικογενειακή βία όσο και στους τιμωρητικούς, απαγορευτικούς και κατακτητικούς προσανατολισμούς μόνο σαν κοινωνική κατάκτηση μπορεί να θεωρηθεί, υπήρξαν άλλα παρεμφερή ζητήματα εξίσου μεγάλης σημασίας που έμειναν στην άκρη. Για παράδειγμα, από που προκύπτει το ιδεώδες ότι η ανθρώπινη ζωή και οι ανθρώπινες σχέσεις είναι, μπορεί να είναι, ή πρέπει να είναι μια μόνιμη και ατελειώτη παράσταση / αφήγηση “ευτυχίας”; Κι ακόμα περισσότερο: από που προκύπτει η βεβαιότητα ότι η ζωή χωρίς πόνο και στεναχώριες είναι πράγματι ζωή που αξίζει να την ζει κανείς; Από πουθενά. Η χριστιανική προβολή (και παγίδα) της “μετα θάνατον ζωής χαρισάμενης” (για τους αναμάρτητους) κατέβηκε όμορφα και γλυκά στα εγκόσμια - εφόσον οι χαρές της ζωής μπορούσαν (και μπορούν) να αγοραστούν. Αλλά στο manual της καθημερινής “ζωής χαρισάμενης”, είτε αυτή είναι γονεϊκό καθήκον και παροχές είτε είναι, αργότερα, ωμός ενήλικος εγωκεντρισμός, οι περισσότερες ιδέες και προτροπές είναι σκέτα ψέματα. Δεν μπορείς να μάθεις την χαρά άμα δεν μάθεις την λύπη (και το αντίστροφο). Και δεν μπορείς να απολαύσεις την εξαιρετικότητα της χαράς εάν δεν υποστείς την κοινοτοπία της λύπης.
Αυτές οι αλήθειες εξορίστηκαν απ’ τον καπιταλιστικό κόσμο, ειδικά απ’ την φάση της ουσιαστικής υπαγωγής των κοινωνικών σχέσεων στο κεφάλαιο και μετά - δηλαδή τα τελευταία 40 χρόνια. Η συμβολή της γενιάς “του χάσματος” έχει σχετική αξία επ’ αυτού. Στην πραγματικότητα εξυπηρέτησε κι αυτή, ατομικά και σα σύνολο, και μέσα απ’ τις “νέες οικογενειακές σχέσεις” που έστησε στον αντίποδα (όπως νόμιζε) των “παλιών οικογενειακών σχέσεων”, το ίδιο είδωλο αιώνιας ευτυχίας που υπηρετούσε γενικά. Το είδωλο που κυριάρχησε μέσω της γενίκευσης των εμπορευματικών φετιχισμών.
Φυσικά η οικογενειακή υπερπροστασία και η γενική μεσολάβηση των παροχών και των εγγυήσεων δεν παρήγαγε καμία “ευτυχία”. Παρήγαγε άλλα πράγματα. Πρώτον, την συναισθηματική καθήλωση των “μικρών” (ακόμα και όταν δεν ήταν / είναι πια καθόλου “μικροί”) σ’ ένα είδος νηπιακότητας. Δεύτερον, την θωράκιση “μεγάλων” και “μικρών” μ’ αυτό το είδος αδιαφορίας / ακηδίας που βρίσκει πολύ βολικότερη την φιλοζωΐα απ’ την διανθρώπινη αλληλεγγύη, ειδικά μεταξύ αγνώστων. Τρίτον, την μόνιμη ροπή στις εμπράγματες μεσολαβήσεις οποιουδήποτε είδους. Απ’ τα τρέχοντα εμπορεύματα μαζικής χρήσης μέχρι τις ντρόγκες. Και, τέταρτο αλλά όχι ασήμαντο, την γενίκευση των ψυχολογικών προβλημάτων. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτών των τελευταίων (που έχουν δημιουργήσει μια εξαιρετικά ανθηρή αγορά “ειδικών”, “διαγνώσεων” και “θεραπειών”) δεν είναι τίποτα περισσότερο από εκδηλώσεις του εντελώς ακατέργαστου, ανώριμου και γενικά άγνωστου ψυχισμού και συναισθηματισμού ανθρώπων που έχουν μεγαλώσει σε κλουβιά. Δεν εννοούμε τα διαμερίσματα αλλά τις συναισθηματικές / διανοητικές θερμοκοιτίδες κάθε οικογένειας που “προσέχει” (δηλαδή: επενδύει) στα παιδιά της.

Αν η χειραφέτηση απ’ την παλιά πουριτανική και κατασταλτική (των επιθυμητικών ροών) οικογένεια ήταν μια δύσκολη υπόθεση, με αρκετή συναισθηματική ένταση, είχε τουλάχιστον αυτό το πλεονέκτημα: μπορούσε να εξελιχθεί, σαν χειραφέτηση, σαν φυγή ακόμα καλύτερα, με τρόπους συγκεκριμένους, απέναντι σε εμπόδια και απαγορεύσεις επίσης συγκεκριμένες. Η χειραφέτηση απ’ την καινούργια (με την έννοια της τρέχουσας) υπερπροστασία / καθήλωση είναι δυσκολότερη απ’ αυτήν την άποψη. Οι καθόλου απαγορεύσεις, οι διευκολύνσεις, οι παροχές, το οικογενειακό “ενδιαφέρον”, έχουν μετασχηματίσει τον αντίπαλο. Στη θέση του δεσποτικού πατέρα / αφέντη (και στη θέση της τυρρανικής / τυρρανισμένης μάνας) έχει μπει το γονεϊκό οικονομικό και ψυχοσυνασθηματικό ATM, απ’ όπου οι διαρκείς αναλήψεις δεν φαίνεται να δημιουργούν κανένα πρόβλημα. Η παρατήρηση, για παράδειγμα, ότι τα κινητά τηλέφωνα έγιναν ο μακρύτερος ομφάλιος λώρος στην ιστορία του είδους μας, είναι εξαιρετικά ακριβής... Αλλά ποιός / ποιά απ’ τις νεώτερες ηλικίες αντιμετωπίζει αυτό (και αυτό!) σαν εχθρό;
Κι ωστόσο τα προβλήματα δημιουργούνται - ακόμα κι αν οι ενδιαφερόμενοι επιμένουν να μην τα εννοούν έτσι. Μπορεί να έχουν την γραφικότητα του αμερικάνικου αποσπάσματος που αντιγράψαμε στην αρχή, μπορεί να έχουν όμως και μεγαλύτερη, αν και υπόγεια, δραματικότητα. Οι μικροί πρίγκηπες και οι μικρές πριγκήπισσες των οικογενειών, οι γυιοί και οι κόρες δηλαδή, παραείναι ατσαλάκωτοι όχι μόνο για να “αντιμετωπίσουν” αλλά συχνά ακόμα και να εννοήσουν τον κόσμο έξω απ’ τις θερμοκοιτίδες. Ειδικά εάν δεν τους μοιάζει. Η αδιαφορία και η υπόγεια (ή όχι και τόσο υπόγεια) απόρριψη / άρνηση απέναντι στα δύσκολα (άλλοτε συναισθηματικής και άλλοτε ηθικής υφής) είναι η πιο συνηθισμένη μορφή αυτο-θωράκισης. Και αντίστροφα, η ευκολία του “παραμυθιάσματος”, που συνήθως καταλήγει σε γκρεμοτσακίσματα, είναι η πιο συνηθισμένη εκδήλωση της κακά εννοούμενης ευπιστίας. Της ευπιστίας που οφείλεται στην άγνοια, όχι μόνο του Άλλου αλλά και του πολυχαϊδεμένου Εαυτού. Το τίμημα αυτών (που δεν αναγνωρίζονται σαν σοβαρά προβλήματα) είναι η καλπάζουσα ψυχρότητα και η εξαπλούμενη μοναξιά.

Δεν το αναφέρουμε σαν παράδειγμα, αλλά σαν μια διαφορετική “οικο-νομία” του πόνου, της στεναχώριας, της θλίψης - αυτών των δυσάρεστων πλην αναπόσπαστων πλευρών της ζωής. Άλλες κοινωνίες (που η δυτική “πατρική” ονόμασε καταχρηστικά και υποτιμητικά κοινωνίες της σκληρότητας) είχαν βαθιά επίγνωση της σημασίας που έχει για την ωριμότητα και την συναισθηματική και ηθική ισορροπία των μελών της η συνάφεια και η αυτοεκπαίδευση στα μεγάλα ζόρια. Τοποθετούσαν γι’ αυτό, σε επιλεγμένη χρονική στιγμή μέσα στη γραμμική εξέλιξη του μεγαλώματος αγοριών και κοριτσιών, διαστήματα σοβαρών πρακτικών δυσκολιών - “δοκιμασιών”. Συχνά αυτές οι πρακτικές περιστρέφονταν γύρω απ’ το υποχρεωτικό διώξιμο απ’ την κοινότητα (και τις εγγύησεις της), όχι ατομικό αλλά συλλογικό διώξιμο· μια διαχείριση του είδους βγάλτε τα πέρα μόνοι σας, “έξω και μακριά” απ’ αυτά που μάθατε ως τώρα, χωρίς καμία βοήθεια απ’ τους “μεγάλους”. Το σοφό του πράγματος ήταν ότι αντί να εξορίσουν (αυτές οι κοινωνίες) τις δυσκολίες και τους κινδύνους της ζωής, εξόριζαν τα νεαρά τους μέλη για αρκετό διάστημα (ένα ή δύο χρόνια) σ’ αυτές τις δυσκολίες κι αυτούς τους κινδύνους, έτσι ώστε να κατακτήσουν στην πράξη τα εφόδια της ενηλικίωσής τους. Γιατί έτσι πήγαινε το πράγμα: ενήλικοι κρίνονταν εκείνοι που επέστρεφαν απ’ τις κακουχίες.
Θα πει κάποιος ότι αυτά συνέβαιναν σε κοινωνίες αγροτικές ή πολεμικές. Όχι ακριβώς - συνέβαιναν και σε αστικές (με την έννοια του “άστεος”), αλλά δεν έχει σημασία να επιμείνουμε. Στις τωρινές καπιταλιστικές κοινωνίες η “παιδικότητα” θεωρείται υψηλή αξία. Και, με την εξαίρεση ενός κοντέρ που γράφει αδυσώπητα (και, τελικά, καταθλιπτικά) χρόνια ζωής που μετριούνται από κάποια ληξιαρχική πράξη γέννησης, η παιδικότητα (κι άρα η αίγλη της οικογενειακής θερμοκοιτίδας) προεκτείνεται επ’ αόριστον. Το εκπαιδευτικό σύστημα παίζει κρίσιμο ρόλο σ’ αυτήν την προέκταση, αφού η διαφορά της Γ λυκείου απ’ την Α πανεπιστημίου είναι συμβολική - και πάντως δεν αφορά με τίποτα εξάσκηση σε οποιοδήποτε άλλο ζόρι πέρα από εκείνο που βαραίνει τις γενιές απ’ τα έξι τους χρόνια: διάβασμα / εξέταση / απόδοση. Μ’ αυτή τη μέθοδο, όπου το μέτρο της ενηλικίωσης είναι, τελικά, το ίδιο μέτρο των πάντων, δηλαδή το χρήμα, κατασκευάζεται διαρκώς ένα εσωτερικευμένο (και εξωτερικεύσιμο) δίπολο στην καθημερινή ζωή. Απ’ την μια η ανώριμη δειλία, η δειλία του ρηχού συναισθηματισμού, των φανερών ή λανθανουσών φοβιών· και απ’ την άλλη το εξίσου ανώριμο θράσος, το θράσος του τραμπουκισμού, της επιθετικότητας που νομιμοποιείται σαν αυτο-δικαίωση.

Θα χρειαζόταν ένα καινούργιο χάσμα. Όχι των ηλικιών αυτή τη φορά, όχι κατ’ αρχήν τέτοιο. Θα χρειαζόταν η βαθιά αντιπαλότητα απέναντι στα ροζ συννεφάκια της μόνιμης και διαρκούς “ευτυχίας”, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Την οικογένεια ή οτιδήποτε άλλο. Με ή χωρίς καπιταλιστικούς φετιχισμούς, αλλά ακόμα περισσότερο υπό την ηγεμονία τους, η ζωή, οι σχέσεις των ζωντανών, μπορούν να είναι εύκολες μόνο επειδή μπορούν να είναι και εξαιρετικά δύσκολες. Μπορούν να είναι τρυφερές μόνο επειδή μπορούν να είναι (και συμβαίνει να είναι) σκληρές. Δεν είναι η ζωή ένα μεσημεριανό τραπέζι όπου ο καθένας διαλέγει να φάει μόνο ό,τι τον συμβουλεύει το γούστο του. Το πρώτο πράγμα που παθαίνει όποιος νομίζει ότι προορίζεται ή δικαιούται μόνο τα “καλά”, είναι ότι αυτά χάνουν την όποια αξία τους. Το προηγούμενο και το επόμενο που παθαίνει είναι ότι χάνει οποιαδήποτε αίσθηση της πραγματικότητας. Και δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολο (και πάντως δεν είναι τελικά χωρίς πόνο) το δόγμα ότι άμα η πραγματικότητα είναι ζόρικη αλλάζουμε πραγματικότητα.
Όπως η σπορτίβ έτσι και η τουριστική αντίληψη για την ζωή έχει κάποια στιγμή πανάκριβο εισιτήριο.

 
       

Sarajevo