Sarajevo
 

 

 

 

Sarajevo 56

 

μια διαφορετική προσέγγιση

Μπορεί τα όσα γράφουμε στο “τι έχει η έρμη και δεν πέφτει;” να γεμίζουν το μάτι ή όχι. Υπάρχει πάντως και μια διαφορετική προσέγγιση των “αντικυβερνητικών” παθών, σε συνθήκες κρίσης.
Κανείς δεν θα αρνιόταν ότι όποιοι και να είναι αυτοί που αποφασίζουν, η “διαχείριση της κρίσης” είναι γενική. Με έναν τρόπο είναι αυτή η “γενικότητα” που ομαδοποιεί τους πάντες (απ’ τους θιγόμενους), ως να πρόκειται για καιρικό φαινόμενο και όχι για ταξικό πόλεμο. Για όλους και όλες που δουλεύουμε στον λεγόμενο “ιδιωτικό τομέα”, οποιαδήποτε άμεση ή έστω έμμεση και ανεπεξέργαστη εμπειρία ταξικής αντιπαλότητας δεν περιλαμβάνει το κράτος, παρά μόνο σαν τον “νομοθέτη” και σαν “μπάτσο” που αβαντάρει το αφεντικό. Όμως η “φυσική υπόσταση” του αφεντικού, του κάθε αφεντικού, δεν ταυτίζεται ούτε με το κράτος ούτε, βέβαια, με καμία κυβέρνηση. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που έχει χρειαστεί τόσο εντατική προπαγάνδα, τόσο απ’ τους καθεστωτικούς όσο και από τους δήθεν αντικαθεστωτικούς “φίλους της εργατικής τάξης”, για να εκτραπεί η οποιαδήποτε κατανόηση του “ποιός ωφελείται” απ’ την διαχείριση της κρίσης και την βίαιη υποτίμηση της εργασίας και της ζωής μας, και η στόχευση να πάει “στην κακιά κυβέρνηση” ή στην “ύπουλη τρόικα”, το “άθλιο Βερολίνο”, κλπ.
Με τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα το πράγμα είναι διαφορετικό. Εκεί ο εργοδότης, το αφεντικό σα να λέμε, είναι το κράτος· και με μια μικρή δόση αλλοιθωρισμού μπορεί να ταυτίσει ο καθένας το “κράτος” με την “κυβέρνηση”. Συνεπώς είναι εύλογο σε πρώτο χρόνο, ακόμα και οι πιο στοιχειώδεις και ενστικτώδικες “ταξικές” (μέσα σε εισαγωγικά) αντιδράσεις των δημόσιων υπάλληλων να στοχεύουν, ακριβώς, αυτήν την κυβέρνηση που μοιάζει στα μάτια τους σαν “το αφεντικό”.
Αυτό είναι κατ’ αρχήν εύλογο· δεν είναι όμως καθόλου εύλογος ο στόχος “να πέσει η κυβέρνηση”! Πίσω στον “ιδιωτικό τομέα” οποιαδήποτε ταξική (με συνείδηση του πράγματος ή όχι) εργατική αντίδραση / αντίθεση στο αφεντικό δεν στοχεύει, και δεν μπορεί να στοχεύσει, σε κάτι του είδους “να πέσει το αφεντικό”. Ή “να αλλάξει το αφεντικό”. Για την ακρίβεια, η μόνη έννοια “πτώσης του αφεντικού” που μπορεί (θεωρητικά κατ’ αρχήν) να έχει έρεισμα στον ταξικό ανταγωνισμό στον “ιδιωτικό τομέα” είναι η εκπαραθύρωση του αφεντικού, η εργατική απαλλοτρίωση της κάθε επιχείρησης, και ο έλεγχός της απ’ αυτούς που δουλεύουν. Εάν, λοιπόν, περίμενε κανείς να δει το ανάλογο στον “δημόσιο τομέα”, θα μπορούσε να συνταχτεί μεν με την “αντικυβερνητική στόχευση”, όχι όμως με τον εντυπωσιακό σκοπό να “πέσει” (ή να “αλλάξει”) η χ ή ψ κυβέρνηση, αλλά “μόνο” να αναγκαστεί να συμβιβαστεί με τα κάθε φορά συγκεκριμένα αιτήματα των δημόσιων υπάλληλων / εργατών. Δεν πρόκειται για καθόλου μικρή διαφορά, γιατί συνεπάγεται εντελώς άλλου είδους ενέργειες και πράξεις, και - κυρίως - διαφορετικού τύπου συνείδηση. Όπως στον “ιδιωτικό τομέα” δεν μας ενδιαφέρει και δεν μπορεί να μας ενδιαφέρει “ποιός είναι το αφεντικό”, και ούτε είναι δυνατό να μπει, ακόμα και με στην πιο απλή ή στην πιο προχωρημένη εργατική απαίτηση, ζήτημα “να φύγει αυτό το αφεντικό και να έρθει το άλλο”, έτσι και στον “δημόσιο τομέα” η στοιχειωδώς εργατική συνείδηση θα έλεγε ότι είναι αδιάφορο ποιά κυβέρνηση είναι το αφεντικό. Κλπ κλπ.
Όμως αυτό δεν συμβαίνει! Γιατί; Δεν χρειάζονται κάποιες εξηγήσεις; Το ταπεινό μυαλό μας σκέφτεται δύο πράγματα, διαφορετικά μεν αλλά όχι και ασύνδετα μεταξύ τους.
Το πρώτο είναι η αντίληψη που αποκτάει ο μέσος δημόσιος υπάλληλος στην ελλάδα, μέσα απ’ την εργασιακή εμπειρία του αλλά και την γενική ιδεολογία που περιβάλει εδώ και δεκαετίες το όνειρο “μια θέση στο δημόσιο”. Παρότι είναι μισθωτός, παρότι δηλαδή η εργασιακή του εμπειρία βασίζεται και περιστρέφεται γύρω απ’ τον μισθό και την “πώληση της εργατικής δύναμης”, άλλες πλευρές της σχέσης, απ’ την απρόσωπη και γενικευμένη “μονιμότητα” ως την επίγνωση ότι το “μια θέση στο δημόσιο” αποτελεί μια εξαίρεση, μια “καλή τύχη” μέσα στην αγορά εργασίας, δουλεύουν υπέρ όχι της εργατικής αλλά της μικροαστικής αντίληψης των πραγμάτων. Απ’ το “η δουλειά που κάνω είναι ιδιοκτησία μου”, μέχρι όλες τις παράπλευρες σχέσεις που εξασφαλίζουν την εξέλιξη στην ιεραρχία, και διάφορες άλλες “μικροπαροχές”, σημαντικές για την καθημερινότητα της δουλειάς. Απ’ τα άτυπα “μειωμένα ωράρια” μέχρι τις “άτυπες άδειες”, τις “ευνοϊκές μεταθέσεις / μετατάξεις”, τις επιλεκτικές αργομισθίες, οι πλαστές υπερωρίες, κλπ κλπ.
Ενόσω, λοιπόν, η βασική εργασιακή σχέση είναι η ίδια στον “ιδιωτικό” και στον “δημόσιο” τομέα, εκείνο που στον πρώτο μπορούν να απολαμβάνουν (ή να ελπίζουν ότι θα απολαύσουν) οι τσάτσοι και οι ρουφιάνοι του αφεντικού, δηλαδή η εύνοια και διάφορες μικροπαροχές, στον ελληνικό δημόσιο τομέα διαμορφώθηκε σαν γενικευμένη κατάσταση. Λογική είναι η συνέπεια ότι ο μισθός και οι σχέσεις εργασίας στον “ιδιωτικό” τομέα μπορούν να εννοηθούν (απ’ την μεριά μας) “ωμά”, “γυμνά”, καθαρά σαν συσχετισμός δύναμης στην μικροκλίμακα κάθε δουλειάς. Ενώ στον “δημόσιο” εννοούνταν και συνέβαιναν μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλέγμα “παροχών”, που ξεκινούσαν απ’ τις “άκρες” και τις “γνωριμίες” για την “καλή τύχη” (χωρίς να έχει ματώσει κανείς γι’ αυτήν) που λέγεται μονιμότητα / σιγουριά, και προχωρούσαν σε όλα τα υπόλοιπα.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι διαδοχικές γενιές δημόσιων υπαλλήλων στην ελλάδα έμαθαν η μία απ’ την άλλη, να μην θεωρούν το κράτος / κυβέρνηση μόνο “αφεντικό”, αλλά και “πολιτικό πατέρα”. Το “πολιτικός πατέρας” σημαίνει εδώ μια μορφή εξουσίας που δεν ταυτίζεται καθόλου με το “ξερό” αφεντικό, αλλά είναι επενδεδυμένη με τις δυνατότητες, τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες να “προσέχει τα παιδιά της” (η κυβέρνηση τους ψηφοφόρους της δηλαδή) άλλοτε κάνοντας τα στραβά μάτια, άλλοτε δίνοντας “κάτι”, κλπ κλπ. Σα να λέμε, οι σχέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα δεν εννοούνταν μόνο σαν σχέσεις εργατών προς αφεντικό, αλλά και (συνήθως κυρίως έτσι) σχέσεις πατρονίας: “προστάτης” / “προστατευόμενος”.
Αυτή θεωρούμε ότι είναι η μία αιτία που σε συνθήκες γενικής υποτίμησης της εργασίας και στον δημόσιο τομέα οι θιγόμενοι δεν αντιδρούν σαν εργάτες, αλλά σαν πελάτες. Διατρέχουν αμέσως όλη την προς τα πάνω πυραμίδα μεσολαβήσεων και εξουσιών (πιθανότατα “ενωμένοι”) και σημαδεύουν το “αφεντικό” (την κυβέρνηση) μ’ αυτήν την αυτονόητη (γι’ αυτούς) απαίτηση: να αλλάξει η “διεύθυνση του καταστήματος”, γιατί δεν τους ικανοποιεί...

Η άλλη αιτία έχει να κάνει με τον ιδεολογικό και πολιτικό ρόλο όλων των τάσεων και ομαδοποιήσεων της ελληνικής αριστεράς, αδιάφορο απ’ το μέγεθος ή τον αυτοχαρακτηρισμό τους . Και έχει σημασία αυτός ο ρόλος όχι επειδή “σέρνει τον κόσμο από το μανίκι” η αριστερά, αλλά επειδή προσπαθώντας να “καθοδηγήσει” αυτόν τον “κόσμο”, επιβεβαιώνει εδώ και δεκαετίες τα πιο συντηρητικά και “δεξιόστροφα” χαρακτηριστικά του, πέρα και πίσω απ’ τους βερμπαλισμούς, τα πύρινα συνθήματα, και τα παχιά λόγια.
Η ελληνική αριστερά λοιπόν είναι, στο σύνολό της, (κι αυτό δεν αφορά μόνο τις ηγεσίες αλλά και το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των μελών) εξαιρετικά πρωτόγονη από θεωρητική άποψη. Διάγει τον πολιτικό της βίο στην βάση εξαιρετικά απλών σχημάτων, που αφορούν από μίζερα πράγματα όπως η “στρατολόγηση μελών”, μέχρι τις αποφάσεις των κεντρικών επιτροπών, τους “στόχους της συγκυρίας”, και τα λοιπά. Ουσιαστικά το θεωρητικό, αναλυτικό και οργανωτικό μοντέλο όλων αυτών των τάσεων είναι εκείνο των σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστικών κομμάτων της Β και της Γ διεθνούς, άσχετα απ’ τον βαθμό αυστηρότητας με τον οποίο μπορούν πλέον να εφαρμόζουν εκείνες τις προδιαγραφές. [1] Είτε το λένε δυνατά, είτε το υπονοούν, είτε το ψευτοπαριστάνουν, το μοντέλο που υπηρετεί η ελληνική αριστερά στις όποιες εκδοχές του, έχει σα στόχο την κατάληψη της κεντρικής εξουσίας. Και επειδή η βίαιη / ένοπλη κατάληψη της εξουσίας έχει βγει απ’ τον λογαριασμό, η εναλλακτική είναι μέσω των εκλογών. Διαδοχικών εκλογών, όπου θα “αυξάνονται τα ποσοστά”, μέχρι να... Είναι, λοιπόν, η μόνη “φυσική συνέπεια” αυτού του μοντέλου σκέψης και δράσης το γεγονός πως οτιδήποτε έχει να κάνει με “κυβέρνηση” και “εκλογές” είναι μακράν το νο 1 πολιτικό ενδιαφέρον όλων των τάσεων της αριστεράς. Και, κατά συνέπεια, όπως τους καιρούς της ευδαιμονίας έτσι και χειρότερα σε καιρούς κρίσης, η αριστερά ονομάζει “ύψιστη πολιτική” (της) το “κάτω η κυβέρνηση” και τα παρελκόμενά του.
Αυτό ο θεωρητικός, αναλυτικός, και οργανωτικός πρωτογονισμός της αριστεράς στην ελλάδα έχει όμως μέτρο. Και μάλιστα μέτρο απόλυτα έγκυρο, επειδή είναι ιστορικό. Όλα τα σημαντικά κινήματα από την δεκαετία του 1960 και μετά, ειδικά εκείνα των ‘60s, ‘70s και ‘80s, τόσο διεθνώς στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο όσο και στα μέρη μας (όσα, τέλος πάντων, κατάφεραν να υπάρξουν) ξεπέρασαν, αποδιάρθρωσαν, υπερφαλάγγισαν τόσο την “παραδοσιακή” αντίληψη της αριστεράς για την δομή και την κεντρικότητα της καπιταλιστικής εξουσίας, όσο και την αξία της “κατάληψής” της, είτε ένοπλης είτε άοπλης. Μπορεί αυτά τα κινήματα να αφομοιώθηκαν σε κάποιο βαθμό (και να κτυπήθηκαν βίαια σε έναν άλλον, όχι μόνο με την αστυνομία αλλά και με την πρέζα), όμως οι αναλύσεις που πέτυχαν δίπλα στις πολιτικές τους στοχεύσεις, τις αρνήσεις και τους αγώνες τους, ήταν εξαιρετικά διαυγείς, διεισδυτικές και ιστορικά έγκυρες. Η περιβόητη “κεντρικότητα της εξουσίας” απομυθοποιήθηκε, και η “λύση στα προβλήματα της εξουσίας / εξουσιών” έπαψε πια να είναι η έφοδος - στα - χειμερινά - ανάκτορα, είτε με τα όπλα είτε με τις ψήφους. Ακόμα και οι Ζαπατίστας, που για ένα φεγγάρι έγιναν το αγαπημένο (εκ τους ασφαλούς) παιχνιδάκι διάφορων τάσεων της αριστεράς, αυτό ακριβώς επιβεβαίωσαν, (και) με το όπλο στο χέρι. Ότι, δηλαδή, η “κατάληψη της κεντρικής εξουσίας”, με οποιονδήποτε τρόπο, δεν είναι απλά αδιάφορη αλλά και εχθρική πλέον για τα συμφέροντα των προλετάριων και κάθε είδους πληβείων στον ταξικό ανταγωνισμό! Επιβεβαίωσαν το ακριβώς αντίθετο: πως οτιδήποτε ανταγωνιστικό και απελευθερωτικό πρέπει να μένει μακριά απ’ τις θεσμίσεις και τις κεντρικότητες των εξουσιών - αλλιώς θα αλλοτριωθεί και θα πεθάνει. [2]
Το σύνολο της ελληνικής αριστεράς δεν καταλαβαίνει τέτοια πράγματα. Δεν τα καταλάβει, δεν τα αντέχουν οι δομές της, δεν τα αντέχουν τα εσωτερικά συμφέροντα των κομματικών μηχανισμών της, όποιο μέγεθος και “πειθαρχία” κι αν έχουν. Αν υπάρχουν ή δημιουργούνται “κινήματα” με την συμμετοχή ή την καθοδήγηση αυτής της αριστεράς, αυτά έναν τελικό στόχο μπορούν μονάχα να εξυπηρετούν, και άρα ένα μόνο νόημα και μια μονάχα αξία έχουν. Αυτό που με περισσευάμενη αναίδεια είχε βροντοφωνάξει ο συ.ριζ.α. προσπαθώντας να κεφαλαιοποιήσει για πάρτη του το “φαινόμενο της αντιπαγκοσμιοποίησης”, το “συναντηθήκαμε στους δρόμους, να συναντηθούμε και στις κάλπες”. Και, φυσικά, αυτήν την οικτρή αλήθεια την ανακαλύπτουν διάφοροι καλοπροαίρετοι μεν αλλά αδιάβαστοι και απρόσεκτοι, κάθε φορά κατόπιν εορτής, όταν τα “κινηματικά κατορθώματα” γίνονται ψηφοδέλτια. 

Να ποιές κρίνουμε λοιπόν ότι είναι η ιδεολογική και “πολιτική” / κομματική διαδρομή, που συγκλίνουν εδώ και ενάμισυ τουλάχιστον χρόνο σε μια παγιδευτική (για την εργατική τάξη) κατευθύνση, σ’ έναν σταθερό αποπροσανατολισμό της. Όμως πρέπει να το παραδεχτούμε. Ο συνδυασμός μικροαστισμού και παλαιολιθικής αριστεροσύνης (με επανειλημμένα διαπιστευτήρια εξυπηρέτησης των κρατικών και καπιταλιστικών συμφερόντων αυτή η τελευταία) είναι πράγματι πετυχημένος ως τώρα, τουλάχιστον εφόσον παράγει “γεγονότα μεγάλης κλίμακας”. Η σκέψη / επιλογή ότι σε συνθήκες κρίσης και postmodern αναδιάρθρωσης των εξουσιών τα καθήκοντά μας σαν εργατών και εργατριών ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ να φαντασιώνουμε την αγία Πετρούπολη του 1917 αλλά ΕΙΝΑΙ το να ανασυγκροτήσουμε / ανασυνθέσουμε τις δυνατότητές μας να “διαλύουμε” την βάση της “διαχείρισης της κρίσης”, με πρώτο βασικό στόχο την αντιμετώπιση της υποτίμησής μας, αυτή η ιδέα λοιπόν, μοιάζει “παράλογη”. Δεν είναι βέβαια τέτοια, είναι όμως σίγουρα θεμελιακά αντίθετη στα κουκιά και στα ρεβύθια, στις διαταξικές ενότητες, στις “εθνικές ενότητες”, και σ’ όλα τα επιχειρήματα που δουλεύουν υπέρ αυτών. Γιατί αυτή η σκέψη / κατεύθυνση ανήκει σε μια πολύ πιο πρόσφατη “παράδοση” του παγκόσμιου ταξικού ανταγωνισμού, που δεν κουβαλάει στην πλάτη της ούτε αναβιώσεις, ούτε προσομοιώσεις.
Αλλιώς, τι διαφορετικό από προσομοίωση της προσομοίωσης (ω προσομοίωση!) του παλαιού και μεγαλειώδους “ντου” στα χειμερινά ανάκτορα του τσάρου, είναι οι υποτιθέμενες “απόπειρες εφόδου” στο ελληνικό (και σε οποιοδήποτε άλλο) κοινοβούλιο, με μπάχαλα ή χωρίς;

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Στην πράξη μάλιστα εμφανίζεται στην ελλάδα το εξής τραγελαφικό. Η πιο καθαρή έκφραση του “δημοκρατικού συγκεντρωτισμού” είναι και η πιο κραυγαλέα συντηρητική· αλλά οι λιγότερο καθαρές, απ’ τον συνασπισμό και δώθε, είναι οι πλέον καιροσκοπικές, μόνιμα και φανατικά.
Πάντως, έχει το γούστο το να ακούει κανείς στις μέρες μας την φράση “κόμμα νέου τύπου”, από διάφορους, που σημαίνει τις ιδέες του Λένιν για την προεπαναστατική οργάνωση των μπολσεβίκων!... Τόσο “νέου” δηλαδή!
[ επιστροφή ]

2 - Αλλά η μπογιά των Ζαπατίστας ξέβαψε όταν τα καινούργια είδωλα του ελληνικού αριστερού πρωτογονισμού / μικροαστισμού έγιναν ο Τσάβες, ο Μοράλες, κλπ κλπ...
[ επιστροφή ]
 
       

Sarajevo