Sarajevo
 

   

μια εποχή στην κόλαση

...
Εργάζεται εδώ και δέκα μήνες σ’ ένα πρατήριο της Texaco, κάπου στην Ιερά Οδό... Κάθε πρωί στις 6 παρά τέταρτο, το γιαπωνέζικο ξυπνητήρι τον πέταγε αλαφιασμένο απ’ το κρεβάτι. Στεκόταν λίγο ζαλισμένος και το κοίταζε. Μετά τ’ άρπαζε, το’ φερνε κοντά του και το περιεργαζόταν κι έπειτα το κοπανούσε με δύναμη κάτω.
- Να χέσω την τεχνολογία σας, μουρμούριζε.
Κι αν το μαραφέτι συνέχιζε να χτυπάει, τούριχνε και μια κλωτσιά.
Αυτό γινόταν κάθε πρωΐ.

Μέσα στην αγουροξυπνημένη κουζινίτσα η μάνα του τον σέρβιρε μια κούπα αχνιστό τσάι και χοντρά παξιμάδια. Έφαγε σιωπηλά κι έφυγε γρήγορα με μπουκωμένο στόμα.
Τρέχοντας με την Machules περνούσε τις αφετηρίες και τις στάσεις των λεωφορείων. Μέσα στην πρωϊνή πάχνη, οι ουρές των εργατών, καθώς περίμεναν υπομονετικά, φάνταζαν απόκοσμες.
- Για ποιόν κερατά δουλεύουμε, αναρωτιόταν καθώς κατέβαινε φουλαριστός την τεράστια κατηφόρα της Πετρούπολης.
Αυτό κάθε πρωΐ.

Το αφεντικό του ήταν ήσυχος άνθρωπος. Τον είχε πάρει είδηση από νωρίς πως ήταν λιγάκι βαρεμένος και δεν του κόλλαγε. Έπειτα ο Φάνης ήταν γρήγορος στη δουλειά του, τραβούσε και διπλή βάρδια, άμα λάχαινε, και δεν είχε λόγια περισσευούμενα. Καλός ήταν.
Έφτασε στο πρατήριο. Ξεπέζεψε και παρκάρησε τη Machules. Μετά άναψε ένα τσιγάρο και βάλθηκε να χαζεύει τη λεωφόρο. Σε λίγο τον πλησίασε τ’ αφεντικό.
- Γειά χαρά του ‘πε.
Ο Φάνης κούνησε το κεφάλι του.
- Τι νέα, τον ρώτησε.
... Και περνούσαν από μπροστά του τ’ αυτοκίνητα και φεύγαν ασταμάτητα για Κόρινθο, Κόρινθο - Πάτρα, Πάτρα - Πρίντεζι, Αγκόνα κι έπειτα... Τι σημασία έχει έπειτα. Μεγάλα, γρήγορα, αστραφτερά αυτοκίνητα με παχιές καρό κουβέρτες στα καθίσματά τους.
- Τι νέα, ξαναρώτησε τ’ αφεντικό.
Ο Φάνης γύρισε και τον κοίταξε, ένα χαμόγελο πήγε να σκάσει στα χείλια του.
- Κουράδες, του απάντησε κι έπνιξε το τσιγάρο του γιατί μπροστά στις αντλίες σταμάτησε ένα αυτοκίνητο.
Θα περάσει κι αυτή η Δευτέρα,όπως όλες...

Νίκου Νικολαΐδη, Ο οργισμένος Βαλκάνιος

 
       

Sarajevo