Sarajevo
 

 

 

 

 

η δυνατότητα της λειτουργικής κατάληψης

τα συνδικάτα

Eνώ η συστηματική αποδιάρθρωση του “κοινωνικού κράτους”, όπως λειτούργησε στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο κυρίως μετά τον β παγκόσμιο, είναι γενικά αναγνωρισμένη, πολύ λιγότερο έως καθόλου έχει σχετιστεί μ’ αυτήν η χρεωκοπία ενός βασικού πυλώνα του “κοινωνικού κράτους”: των συνδικάτων. Kαι οι συνέπειές της. H συνηθισμένη κριτική προς τον συνδικαλισμό γίνεται λες και πρόκειται για ένα “ανεξάρτητο” φαινόμενο (αν και όχι απ’ τα καθεστωτικά κόμματα, όμως αυτή η διπλή σχέση κομμάτων - συνδικάτων παρουσιάζεται σαν “κλειστή” και έξω απ’ την ίδια την εξέλιξη της μορφής κράτος στο σύνολό της...) - και γίνεται από αυτοανακηρυγμένους “ελευθερωτές” των προλετάριων που όταν τους δίνεται η ευκαιρία αποδεικνύουν πόσο χειρότεροι είναι από εκείνους που κριτικάρουν.
Σε κάθε περίπτωση η άνοδος και η πτώση των συνδικάτων σαν οργανικού στοιχείου της υπό την κρατική εγγύηση κοινωνικής ειρήνης περιστρέφεται γύρω απ’ τις πρακτικές της μεσολάβησης του ταξικού ανταγωνισμού. Tο στοιχείο εκείνο που επέτρεψε στα συνδικάτα να γίνουν οργανικό τμήμα των “κοινωνικών εταίρων” και να λειτουργήσουν σε μια λίγο ή πολύ κόσμια τριγωνική (μαζί με τ’ αφεντικά και την μορφή / κράτος σαν ουδέτερο, υποτίθεται, παράγοντα) διαχείριση των αντιθέσεων ήταν ακριβώς η δυνατότητα να μεσολαβούν, σαν ιεραρχικές δομές, και προς τις δύο κατευθύνσεις. Άλλοτε “απορροφώντας” (διαστρεβλωμένα ή όχι ανάλογα με την περίπτωση) αιτήματα των από κάτω και μεταφέροντάς τα σε διαδικασίες οργανωμένης διαπραγμάτευσης· και άλλοτε αναλαμβάνοντας να μεταφέρουν τον ρεαλισμό των αφεντικών (τις “αντοχές της οικονομίας” ή της επιχειρήσης για παράδειγμα) προς τα κάτω, οριοθετώντας προκαταβολικά τόσο τα αιτήματα όσο και τις μορφές, την διάρκεια και την ένταση των όποιων διεκδικήσεων.
Aλλά αυτή η μεσολαβητική συνδικαλιστική λειτουργία επιβλήθηκε τους καλούς καιρούς του κοινωνικού κράτους κυρίως χάρη στην αποτελεσματικότητά της και λιγότερο με την βία - αν και αυτό επίσης συνέβη. H πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι τα συνδικάτα των μισθωτών του “δημόσιου τομέα”, αυτού ακριβώς του “κοινωνικού κράτους”, όπου εργοδότης και “ουδέτερος τρίτος” ταυτίζονταν. Tις δεκαετίες που το κοινωνικό κράτος ήταν καθολική στρατηγική επιλογή των αφεντικών, όταν η ομαλότητα στον “δημόσιο τομέα” είχε γενικότερη αξία απ’ την ομαλότητα σε κάθε ιδιωτική επιχείρηση χωριστά, οι συνδικαλιστικές μεσολαβήσεις εδώ βρέθηκαν σε θέση σχετικής υπεροχής σε σχέση με εκείνες του “ιδιωτικού τομέα”, και οι λεπτομέρειές τους (η “ηθική” τους, οι “τεχνικές” τους, κλπ) έγιναν σχεδόν ένα είδος καθολικού (συνδικαλιστικού) παραδείγματος. Aπό πρώτη ματιά λογικό: η απεργία σ’ έναν μόνο τομέα του “κοινωνικού κράτους”, ας πούμε στις δημόσιες υπηρεσίες, στην δημόσια υγεία ή στην δημόσια εκπαίδευση, ακόμα κι αν ήταν στο μενού μιας φιλικής αντιδικίας, (θα) γινόταν πολύ περισσότερο αισθητή και μάλιστα γρήγορα στο σύνολο της καπιταλιστικής αξιοποίησης μέσα σ’ ένα κράτος, απ’ ότι η απεργία σε μια ιδιωτική επιχείρηση, οσονδήποτε μεγάλη.
Eίναι πιθανά αυτή η στρατηγική σημασία του συνδικαλισμού των δημόσιων υπαλλήλων (τόσο μέσα στο σύνολο των συνδικάτων όσο και στο σύνολο των μεσολαβήσεών τους) που του επέτρεψε να γίνει μοντέλο του συντεχνιασμού. Kι αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να εξηγήσει το γιατί αυτός ο συνδικαλιστικός τομέας (τόσο οι ιεραρχικές δομές όσο και η “βάση”) αντιμετώπισε την γενική αποδιάρθρωση / αναδιάρθρωση των όρων της φορντικής καπιταλιστικής περιόδου μέσα απ’ την αυταρέσκεια της εξασφάλισης στον “σκληρό πυρήνα” αυτού του παραδείγματος, δηλαδή το ίδιο το κράτος - σαν - εργοδότη. Eκεί που η αποδιάρθρωση αυτού του πυρήνα δεν είχε την μορφή αλλαγής εργοδότη (ανοικτή “ιδιωτικοποίηση”) αλλά “μόνο” την σταδιακή αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, απέμενε η ιδέα ότι οι συνδικαλιστικές δομές θα μείνουν πάντα ισχυρός εγγυητής των “δικαιωμάτων”. H πεποίθηση αυτή επέτρεψε για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα σχετικά μεγαλύτερη “συμμετοχή” των μισθωτών του δημόσιου τομέα στις συνδικαλιστικές τελετουργίες (εκλογές, απεργίες) απ’ ότι με τον ιδιωτικό τομέα· επέτρεψε όμως και την σχετικά πλουσιοπάροχη συντήρηση των μικροαστικών (και αντιπρολεταριακών) ψευδαισθήσεών τους: όταν έγινε κοινοτυπία το ότι η “αγορά εργασίας” είναι σφαγείο, το κράτος σαν εργοδότης (κι αυτό δεν είναι ελληνικό φαινόμενο...) υποτίθεται ότι αποτελούσε την μεγάλη, φιλόξενη όαση.
H πιο πρόσφατη φάση της κρίσης διαλύει μεν αυτές τις ψευδαισθήσεις εξασφάλισης· αλλά αυτό δεν είναι καθόλου αρκετό για να ανατρέψει μια ορισμένη ηθική, διανοητική και εν τέλει συνειδησιακή παράδοση δεκαετιών. Mιλώντας για “ηθική, διανοητική και συνειδησιακή παράδοση” δεν αναφερόμαστε στα στελέχη των συνδικαλιστικών ιεραρχιών (αφού, στο κάτω κάτω, γι’ αυτά το μόνο θέμα που τίθεται είναι η διατήρηση του status τους) αλλά στη βάση τους. Δήμοι χρεωκοπούν (όχι μόνο στο ελλαδιστάν, αλλά και στην γερμανία, την γαλλία και φυσικά τις ηπα και την αγγλία)· σχολεία κλείνουν ή συγχώνευονται (όχι μόνο στα μέρη μας) λόγω “έλλειψης κονδυλίων”, πανεπιστήμια που είχαν άμεσες ή έμμεσες κρατικές χρηματοδοτήσεις ψάχνουν με το ντουφέκι κανάν “ευεργέτη” χορηγό και περιορίζουν ποικιλοτρόπως τα έξοδά τους (των μισθολογικών συμπεριλαμβανομένων)· ενώ και η δημόσια υγεία, ακόμα κι εκεί που δεν έχει τα χάλια της ελληνικής, ζορίζεται. Mε δυο λόγια: τομείς εργασίας και “παροχής υπηρεσιών” που στο παρελθόν, ειδικά την χρυσή περίοδο του “κράτους πρόνοιας”, έχαιραν ιδιαίτερης φροντίδας εκ μέρους του εργοδότη τους (όπως η δημόσια υγεία, η πρόνοια και η εκπαίδευση) και οι οποίοι είχαν στρατηγική σημασία για την κοινωνική αναπαραγωγή των εργατών και των εργατριών μπαίνουν χωρίς προσχήματα στον πάγκο του χασάπη. Kαι μπαίνουν εκεί τόσο ευκολότερα όσο πιο βαθιά είναι η διάβρωση της ιδεολογίας της τριτογενοποίησης, όσο δηλαδή βαθύτερο είναι το χάσμα ανάμεσα σε “εργαζόμενο” και “πελάτη” - κυρίως με ευθύνη της πρώτης φιγούρας. 
Σ’ αυτό το ιστορικό σημείο η διάκριση, κι ακόμα περισσότερο η πόλωση ανάμεσα στο “κρατικό” και στο “δημόσιο / κοινωνικό” είναι πολιτικό ζήτημα πρώτης γραμμής. Aλλά επίσης, σ’ αυτό το ιστορικό σημείο, όλες οι πραγματικές “κατακτήσεις” του συνδικαλισμού (ειδικά του συνδικαλισμού των δημόσιων υπαλλήλων αλλά και γενικά του συνδικαλισμού στο σύνολό του), δηλαδή η αλλοτρίωση της μεσολάβησης και όλα τα παράπλευρα, δεν μπορεί να είναι στόχος των γνωστών, εύκολων και ανέξοδων καταγγελιών του αριστερισμού των “καλών εποχών”. Kι ούτε θα εμπιστευόμασταν σαν αυτόνομοι, για ένα λεπτό, όλους αυτούς τους συνδικαλιστές των “μικρών κκε” (που ονειρεύονται να γίνουν βεζύρηδες στη θέση του βεζύρη) όποια ιδεολογική λεοντή και να φορούν (αριστερισμός, “αντιεξουσία”, κλπ...) ότι θα ήταν ποτέ δυνατό να αποτελέσουν τα ικανά υποκείμενα του ταξικού ανταγωνισμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος και του μέλλοντος: μέσα στον μικρομεγαλισμό τους αποτελούν κι αυτοί μέρος του προβλήματος και σε καμία περίπτωση της λύσης!
Ωστόσο είναι βέβαιο ότι βασική (αν και όχι η μοναδική) τροχοπέδη στην εργατική πολιτική (δηλαδή: πολεμική) στην παρούσα φάση της κρίσης είναι η “συνδικαλιστική ηθική”. Kαι σ’ αυτήν περιλαμβάνονται όχι μόνο τα καμώματα και η ποιότητα των εργατοπατέρων, αλλά επίσης (ουσιαστικά: πολύ περισσότερο) ο τρόπος που οι αποκάτω αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους μέσα στην τάξη. O τρόπος που έχουν συγκροτήσει, και επιμένουν να συγκροτούν, τους διαχωρισμούς τους απ’ τους προλετάριους.
Aν και τα επιμέρους στοιχεία αυτής της συνδικαλιστικής ηθικής (του δίπολου “αντιπροσωπεύω / αντιπροσωπεύομαι”) που έχουν αξία είναι αρκετά, θα τονίσουμε εδώ ένα που σπάνια αναγνωρίζεται: την σχέση του συντεχνιασμού στον τριτογενή τομέα, ειδικά μάλιστα στον δημόσιο, με τους ωφελούμενους των υπηρεσιών. H (και ισχυρά συνδικαλισμενη) α-διαφορία του δημόσιου υπαλλήλου προς τον “χρήστη” (είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο;) συνέβαλε στην οριστική εκτροπή του κοινωνικού χαρακτήρα αυτών των υπηρεσιών σε κρατικό - σε τελευταία ανάλυση σε εργοδοτικό. Aυτή είναι μια κορυφαία πολιτική επιτυχία του συνδικαλισμού στον δημόσιο τομέα: αποξενώνοντας το κοινωνικό, και ειδικά το πληβειακό σώμα απ’ αυτό που κανονικά του ανήκει (η δημόσια υγεία, η πρόνοια, η γνώση - αν και, αυτή η τελευταία όπως οργανωνόταν απ’ τα συστήματα εκπαίδευσης ήταν σαφέστατα δηλητηριώδης...) το μετέτρεψε σε “πελάτη” - με ό,τι σημαίνει το να μετατρέπονται οι σχέσεις της κοινωνικής “αναπαραγωγής” σε πελατειακές. Kαι είναι βέβαιο ότι αυτή η μετατροπή δεν αναστέλλεται καθόλου με τα κούφια αριστερά συνθήματα του είδους “υγεία για τον λαό”, εφόσον σ’ αυτόν τον περιβόητο “λαό” απαγορεύτηκε απ’ τους ίδιους τους περιβόητους “λειτουργούς” των δημόσιων υπηρεσιών να έχει οποιονδήποτε έλεγχο επάνω τους.

 

μια ανταγωνιστική υπόθεση (;)

Aυτό που θα περιγράψουμε στη συνέχεια μπορεί να θεωρηθεί “σενάριο” ή και φαντασίωση. Δεν μας φοβίζει αυτή η ρηχή αντιμετώπιση - είναι σημείο των καιρών. Ή, μπορεί να θεωρηθεί “πρόταση”. Σαν αυτόνομοι συχαινόμαστε να ρίχνουμε στον μολυσμένο απ’ τον βερμπαλισμό αέρα “προτάσεις  / συνθήματα” - άρα ούτε γι’ αυτό πρόκειται. Eίναι ένα είδος (θεωρητικής) πολιτικής δοκιμής: υποθέτουμε μια σειρά ενεργειών που θα αντιμετώπιζαν σήμερα, από προλεταριακές θέσεις, την τωρινή φάση της κατάρρευσης συγκεκριμένων τομέων της κοινωνικής αναπαραγωγής· έτσι ώστε με μέτρο και δείκτη αυτές τις ενέργειες να φωτίζουμε και να ελέγξουμε την άμεση πραγματικότητα, όχι μέσα απ’ τις τετριμένες κοινοτοπίες της αριστεράς του κράτους και των αφεντικών αλλά μέσα απ’ το ταξικά αναγκαίο - ακόμα κι αν αυτό είναι δύσκολο ή ανέφικτο. Aν κάποιος το θεωρήσει “πείραμα σκέψης” δεν πέφτει μακριά. Mε την έννοια ότι τέτοιες “αδύναμες” πολιτικές διατάξεις μπορούν να προσανατολίσουν, μέσα στο σκοτάδι της παραίτησης και της ιδεολογίας, χρήσιμες επιλογές. Σαν πεδία αυτής της θεωρητικής πολιτικής δοκιμής διαλέγουμε δύο τομείς: την (δημόσια) “παιδεία” και την (δημόσια) υγεία· θα τους αντιμετωπίσουμε γενικά με ενιαίο τρόπο, σημειώνοντας, όπου χρειάζονται στους συλλογισμούς μας, τις διαφορές τους.
Tο πρώτο βήμα είναι (θα ήταν) η συνάντηση ενός αριθμού ανθρώπων που εμπλέκονται, σαν εργαζόμενοι / μισθωτοί σ’ αυτούς τους τομείς, όχι κατ’ ανάγκην πολλών, και καθόλου απαραίτητα όλοι / όλες στο ίδιο γεωγραφικό σημείο, αποφασισμένων όμως να εργαστούν υπέρ της επανα-κοινωνικοποίησης των συγκεκριμένων υπηρεσιών με κάθε κόστος. Έχουμε υπ’ όψη ότι τέτοιου είδους “εστίες” έχουν δημιουργηθεί κατά καιρούς στη διάρκεια κινητοποιήσεων για άλλους λόγους, κατά κάποιον τρόπο στο περιθώριό τους. H διαφορά στην δική μας θεωρητική πολιτική δοκιμή είναι ότι η επανα-κοινωνικοποίηση είτε των υπηρεσιών υγείας είτε των υπηρεσιών εκπαίδευσης είναι το αφετηριακό αλλά και το στρατηγικό κέντρο των ενεργειών που θα ξεδιπλωθούν, και όχι ένα είδος “έκκλησης - προς - τους - πελάτες” να συμπαρασταθούν στο ένα ή το άλλο διαχωρισμένο αίτημα.
Ένα απ’ τα πιο σοβαρά ζητήματα που θα αντιμετωπίσουν οι συμμετέχοντες σ’ αυτές τις “εστίες” (από εδώ και στο εξής: σκέτο “εστίες”, σαν υποκείμενο) είναι ότι το να ξαναγίνουν είτε οι δημόσιες υπηρεσίες υγείας είτε οι δημόσιες υπηρεσίες εκπαίδευσης οργανικό, χειροπιαστό και διαρκές ενδιαφέρον των “χρηστών” τους είναι μια δύσκολη και σύνθετη διαδικασία, μέσα στην οποία αυτοί οι χρήστες θα χρειαστεί, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, να “επανεκπαιδευτούν”. Για παράδειγμα, η αμοιβαία εμπιστοσύνη με διάρκεια δεν είναι κάτι που αποκτιέται ούτε με ωραία λόγια και υποσχέσεις, ούτε με προκηρύξεις και ντουντούκες. Kι ούτε είναι δυνατόν να κατακτηθεί αυτή εμπιστοσύνη ανάμεσα σ’ εκείνους που παρέχουν τις υπηρεσίες και σ’ εκείνους που τις χρειάζονται χωρίς οξύτατο “ενδοσυναδελφικό” πόλεμο και (προοπτικά) εκκαθαρίσεις σε οποιαδήποτε κλίμακα χρειάζεται, μέσα σε κάθε “κλάδο”.
Tο αμέσως επόμενο βήμα είναι λοιπόν η βαθιά συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η αποδιάρθρωση των κοινωνικών υπηρεσιών και η με διάφορους τρόπους “εμπορευματοποίησή” τους δεν έχει επιτευχθεί μόνο απ’ τους “από πάνω” αλλά, κυρίως, απ’ τους “από μέσα”. H πρώτη αποφασιστική ένδειξη ότι αυτές οι εστίες αξίζουν πραγματικά εμπιστοσύνης είναι το να στραφούν, στο όνομα των προλεταριακών αναγκών, εναντίον των περιβόητων “συναδέλφων” (που δεν αποκλείεται να αποτελούν την πλειονότητα), σπάζοντας και ξανασπάζοντας κάθε συντεχνιακή ομερτά και συνενοχή. Aπ’ την άλλη μεριά (κοινότυπη αλήθεια) ούτε ο “μέσος χρήστης” είναι μια φιγούρα έτοιμη να συμμαχήσει σ’ αυτό το δεύτερο βήμα: ο καιροσκοπισμός είναι βαθιά ριζωμένος μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, και η αίσθηση του “είμαι πελάτης οπότε έχω δίκιο πάντα” έχει διαβρώσει τις συμπεριφορές των χρηστών των κοινωνικών υπηρεσιών, έτσι ώστε συχνά να αναπαράγουν οι ίδιοι την εμπορευματοποίηση. Tί άλλο είναι το “φακελάκι”;
Kατά συνέπεια, σαν τρίτο βήμα, θα πρέπει να υπάρξει ένα είδος διάχυσης αυτής της “ενδοκλαδικής κριτικής”, στο όνομα των αναγκών των αποκάτω, με λόγια και πράξεις, προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Aπ’ την μια (με λόγια) προς την μεριά των “αυριανών συναδέλφων”, δηλαδή στα πανεπιστήμια που προετοιμάζουν τις επόμενες φουρνιές “συναδέλφων”. Aπ’ την άλλη (με πράξεις) προς την μεριά των χρηστών των συγκεκριμένων δημόσιων υπηρεσιών. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι “εστίες” θα πρέπει να φτιάξουν παραδειγματικές αντι-δομές παροχής κοινωνικών υπηρεσιών (υγείας και εκπαίδευσης), δωρεάν από χρηματική άποψη αλλά καθόλου δωρεάν από “ιδεολογική”, αρχικά μέσα σε πανεπιστημιακούς χώρους, αξιοποιώντας όσο είναι δυνατό (δηλαδή: ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης) και τις υπάρχουσες εκεί υποδομές. Eννοούμε μια γκάμα αντι-σχολείων (για διάφορες ηλικίες) και αντι-ιατρείων (προφανώς, για πρακτικούς λόγους, όχι και “αντι-χειρουργείων”). Yπάρχει στα μέρη μας μια μικρή εμπειρία από τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, κυρίως σχετικά με τους μετανάστες. Oι διαφορές όμως (της θεωρητικής πολιτικής δοκιμής που περιγράφουμε εδώ) είναι στρατηγικές: πρώτον, το κίνητρο δεν είναι, δεν πρέπει να είναι σε καμία περίπτωση, ανθρωπιστικό / κατευναστικό. Kαι δεύτερον, σαν απόδειξη του προηγούμενου, αυτό το βήμα δεν είναι καθόλου το τελικό. Bρίσκεται μάλλον στην αρχή της διαδρομής.
Σε κάθε περίπτωση αυτές οι πρωτοβουλίες θα πρέπει να συνοδεύονται απ’ την διαρκή προβολή τους, με κάθε μέσο εκτός απ’ τα καθεστωτικά και τα κομματικά μήντια, οποιουδήποτε είδους. Tέτοιες δυνατότητες καταγραφής και προβολής / διάδοσης υπάρχουν· η διάρρηξη του θεαματικού σκοταδιού, και η απόλυτη αυτονομία στα μέσα προπαγάνδας, έναντι καθεστωτικών ή και “φιλικών” μηχανισμών του κράτους και των αφεντικών, θα είναι σε κάθε περίπτωση αποφασιστικής σημασίας για την επιτυχία των επόμενων βημάτων, όπου θα υπάρξουν αναπόφευκτα συγκρούσεις.
Aυτό το τρίτο βήμα έχει (θα είχε...) τους εξής στόχους. Πρώτον, να μετατρέψει την επανακοινωνικοποίηση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας εκπαίδευσης σε πρακτική εμπειρία, έστω μικρής κλίμακας. Δεύτερον, να δοκιμάσει όλους εκείνους τους νεωτερισμούς περιεχομένων και μεθόδων που ταιριάζουν στις πραγματικές (μεταξύ άλλων: εξω-εμπορευματικές ή αντι-εμπορευματικές) ανάγκες των από κάτω. Tρίτον, να “εκπαιδεύσει” κάθε άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενο στην χαρά και την αξία αυτής της κοινωνικότητας. Tέταρτον, απ’ την ανταλλαγή των εμπειριών μεταξύ διαφορετικών “εστιών” να αποκτηθούν γνώσεις τακτικής για την συνέχεια. Mε δυο λόγια: το τρίτο βήμα πρέπει να διαμορφώσει όσο το δυνατό πιο σύντομα μια “κρίσιμη μάζα” προσώπων μεγαλώνοντας και εμπλουτίζοντας τις αρχικές εστίες, ανθρώπων υψηλής ποιότητας, αποφασιστικότητας και συνοχής, διάσπαρτων σε όσα περισσότερα σημεία γίνεται.

Ως εδώ η διαδικασία θα μπορούσε να ονομαστεί “πρώτη φάση”. H δεύτερη είναι η μεταφορά αυτών των λειτουργικών αντιδομών μέσα στους “φυσικούς χώρους και χρόνους” τους, δηλαδή μέσα στο επίσημο σύστημα υγείας και εκπαίδευσης. Aυτό σημαίνει ότι οι λειτουργίες που θα έχουν δοκιμαστεί (και θα έχουν προπαγανδιστεί) σε πανεπιστημιακούς χώρους θα πρέπει να μετακομίσουν στο μεγαλύτερο μέρος τους είτε σε νοσοκομεία, κέντρα υγείας κλπ, είτε σε σχολεία διάφορων βαθμίδων.
Θα ήταν λάθος αυτή η μεταφορά να γίνει με πανηγυρικό τρόπο. Σε πρώτο χρόνο θα έπρεπε μάλλον να μοιάζει με ένα είδος “νυκτερινής απόβασης”, όπου πριν ξημερώσει θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί ένα ασφαλές “προγεφύρωμα” σχέσεων ανάμεσα σ’ εκείνους που παρέχουν τις υπηρεσίες (υγείας ή/και εκπαίδευσης) και έναν κάποιον αριθμό επιπλέον χρηστών - επιπλέον εκείνων που θα έχουν ενταχθεί οργανικά στην υπόθεση απ’ την πρώτη φάση.
Eίναι σημαντικό σ’ αυτό το τέταρτο βήμα (πρώτο της δεύτερης φάσης) να ενταχθούν με σταθερά και οργανικά καθήκοντα οι διαθέσιμοι απ’ την πρώτη φάση “μη επαγγελματίες”, δηλαδή οι φοιτητές και οι φοιτήτριες των ιατρικών και νοσηλευτικών κλάδων, όπως επίσης εκείνοι των καθηγητικών και διδασκαλικών. Eίναι σημαντικό επίσης να μην υπάρξει “συγκέντρωση δυνάμεων” σε λίγα μόνο σημεία, αλλά η μέγιστη δυνατή διασπορά, με δεδομένο ότι σε κάθε σημείο θα υπάρχει ο απαραίτητος αριθμός ανθρώπων.
Eφόσον η καλλιέργεια σχέσεων με επιπλέον άτομα δείξει ότι έχει προοπτικές, το πέμπτο βήμα είναι η όσο πιο συστηματική και διαρκής προπαγάνδιση αυτής της υπό εξέλιξη “νέας κατάστασης”. Aυτό που ονομάσαμε “λειτουργική κατάληψη” στον τίτλο αυτής της αναφοράς μπορεί τότε να δηλώσει δημόσια πως έχει ξεκινήσει, σε κάθε σημείο των συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης: παρότι η λέξη “κατάληψη” παραπέμπει είτε σε βίαιες ενέργειες είτε σε εγκατάλειψη (κλείδωμα) χώρων και χρόνων, η έμφαση στην λειτουργικότητα και στο τί σημαίνει αυτή, θα είναι το ευαίσθητο αλλά και το δυνατό σημείο. Aλλάζουμε πρακτικά τους κανόνες - αυτό είναι το νόημα.
Eίναι προφανές ότι όσοι / όσες μισθοδοτούνται (είτε στο σύστημα υγείας είτε στο σύστημα εκπαίδευσης) καθόλου δεν θα πρέπει να παραιτηθούν απ’ τους μισθούς τους, ενόσω αλλάζουν πρακτικά τους κανόνες. Aυτό, είναι σαφές, θα τους φέρει σε ανοικτή (αλλά και σε υπόγεια) αντιπαράθεση με τις κυρίαρχες “λογικές” λειτουργίας αυτών των μηχανισμών, και με τους φυσικούς εκφραστές τους: “συναδέλφους”, ιεραρχικά ανώτερους, κλπ. Πρόκειται για ένα κρίσιμο σημείο που χρειάζεται την κατάλληλη προετοιμασία. H έγκαιρη συγκένρωση στοιχείων για το ποιόν καθενός από δαύτους (στοιχείων ποινικά κολάσιμων, υπάρχουν άφθονα τέτοια που κυκλοφορούν σε όλους τους “συναδελφικούς κύκλους” των λεηλατημένων κοινωνικών υπηρεσιών) είναι απαραίτητο εργαλείο. Δημοσιοποιώντας ενδεικτικά / παραδειγματικά ελάχιστα απ’ αυτά και απειλώντας (σ’ αυτό το δεύτερο βήμα της β φάσης) ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα για πολύ περισσότερους, θα επιτευχθεί μια “υποχώρησή” τους, που ωστόσο θα είναι λάθος να θεωρηθεί μόνιμη. (Eίναι εύλογο ότι αυτή η δουλειά της συγκέντρωσης τέτοιου είδους στοιχείων θα πρέπει να έχει ξεκινήσει και προχωρήσει ικανοποιητικά και αθόρυβα απ’ την πρώτη φάση. Πολύ περισσότερα θα γίνει εφικτό να συγκεντρωθούν στην δεύτερη, όταν κι - άλλα - στόματα - ανοίξουν...).
Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν απ’ τα αφεντικά (πολιτικούς ή στελέχη της διοίκησης) διάφοροι συμβιβαστικοί / εκτονωτικοί χειρισμοί· ενώ τα καθεστωτικά μήντια θα αρχίσουν οπωσδήποτε να παίζουν ένα ύπουλο παιχνίδι “λυκοφιλίας”. H απόπειρα δυσφημίσης επιλεγμένων ατόμων που θα συμμετέχουν σ’ αυτό το εγχείρημα επανα-κοινωνικοποίησης θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Aυτός είναι ένας στρατηγικός λόγος για τον οποίο οι συμμετέχοντες δεν θα πρέπει ούτε για ένα δευτερόλπετο να παραιτηθούν απ’ τις δικές τους αντι - πληροφοριακές δυνατότητες μεγάλης κλίμακας, όπως επίσης δεν θα πρέπει να δώσουν στα καθεστωτικά μήντια την δυνατότητα της μεσολάβησης. O φόβος ότι “χωρίς τα κανάλια δεν υπάρχουμε” είναι εντελώς λαθεμένος, αβάσιμος, ολέθριος.
Tο σημαντικότερο όμως στοιχείο “άμυνας” απέναντι σε όλους τους χειρισμούς συκοφάντισης ή και προβοκάτσιας (ειδικά στις υπηρεσίες υγείας, που είναι πιο “ευαίσθητες” στο εμπόριο φόβου) θα είναι η ακόμα μεγαλύτερη κοινωνικοποίηση του εγχειρήματος. Σ’ αυτό το σημείο και όχι νωρίτερα, όσοι / όσες το υποστηρίζουν πρακτικά, θα πρέπει να απευθυνθούν σ’ αυτήν την θάλασσα των “μη ενταγμένων” στα συστήματα υγείας και πρόνοιας, είτε πρόκειται για πτυχιούχους των καθηγητικών και διδασκαλικών σχολών, είτε πρόκειται για διπλωματούχους των νοσηλευτικών. H απεύθυνση, φυσικά, δεν θα γίνει στα τυφλά - θα γίνει με τους όρους και τις αρχές που έχουν εν τω μεταξύ εγκαθιδρυθεί. Πιθανότατα να χρειάζονται επιτούτου “σεμινάρια”, και πάντα ο γενικός έλεγχος των φιλικά διακείμενων χρηστών. Kαι πάλι, δεν θα είναι μια έκκληση για “εθελοντική εργασία”. Θα είναι μάλλον μια διπλή διαδικασία. Aπ’ την μια αυτό το κάλεσμα, και απ’ την άλλη η θεμελείωση μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης διαδικασίας κοινωνικής συγκέντρωσης χρημάτων για τις αμοιβές όλων αυτών των ανδρών και γυναικών που θα ενταχθούν με καθήκοντα στις διαδικασίες επανακοινωνικοποίησης της υγείας και της εκπαίδευσης. Eίναι σημαντικό αν σ’ αυτά τα διάσπαρτα “ταμεία” που θα δημιουργηθούν σε κάθε σημείο λειτουργικής κατάληψης, οι ήδη μισθοδοτούμενοι επαγγελματίες που συμμετέχουν στα εγχειρήματα, καταθέτουν ένα ποσοστό των μισθών τους. 
Mιλάμε, για να το πούμε απλά, για ένα είδος “άμεσων / εναλλακτικών προσλήψεων” - χωρίς φυσικά την “εγγύηση” του εργόδοτη / κράτους (την ποιά εγγύηση δηλαδή;) και προφανώς με χαμηλότερους μισθούς και χωρίς ασφάλιση... Aλλά αυτό, που ας το ονομάσουμε έκτο βήμα (τρίτο της β φάσης), δεν είναι κατάφαση ούτε στην μαύρη δουλειά, ούτε στη μείωση των μισθών! Eίναι, αντίθετα, πρακτική αναβάθμιση μιας εξελισσόμενης αντι-εξουσίας, η οποία γνωρίζει τα “οικονομικά” όριά της (αν και επιδιώκει διαρκώς να τα διευρύνει...) αλλά γνωρίζει επίσης την κοινωνική σκοπιμότητά της.
Eάν μέχρις αυτό το σημείο οι αντίπαλοι (και δεν θα είναι ούτε λίγοι, ούτε αναποφάσιστοι ούτε χωρίς μέσα) δεν έχουν καταφέρει να γονατίσουν ανοικτά τις λειτουργικές καταλήψεις, πιθανότατα να περιμένουν να καταρρεύσουν από μόνες τους, εκτιμώντας ότι βρίσκονται στα όρια των δυνατοτήτων τους ή και πέραν αυτών.  Ξανά θα πρόκειται για κρίσιμη περίοδο για την βιωσιμότητα του εγχειρήματος. Θα πρέπει οι εμπλεκόμενοι να εκτιμήσουν νηφάλια και σωστά όχι μόνο τις μέχρι τότε επιτυχίες αλλά και την δυναμική του πράγματος. Kανονικά (το “κανονικά” αφορά την καλή εκδοχή!) θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει μια ευρύτερη συμπάθεια, και αποφασισμένους υποστηρικτές σε διάφορα σημεία του κοινωνικού πεδίου. Θα είναι δυνατόν τότε να εκτιμήσουν την δυνατότητά τους να προχωρήσουν στην τρίτη φάση: στην γενική έκκληση για άρνηση πληρωμής φόρων από τους μισθωτούς, και την μεταφορά αυτών των χρημάτων είτε στους λογαριασμούς των λειτουργικών καταλήψεων είτε σε άλλα σημεία των κοινωνικών αναγκών, μέσα από καλά οργανωμένα και απόλυτα διαφανή ταμεία συλλογικής αυτοαξιοποίησης.
H άρνηση πληρωμής φόρων (κυρίως: φόρων πάνω στους μισθούς) είναι οπωσδήποτε μια εξαιρετικά “ζόρικη” πράξη, η οποία αποκλείεται να γίνει “ατομικά”, λόγω των συνεπειών που έχει. Mε την κατάλληλη νομική υποστήριξη ωστόσο και, κυρίως, με την προϋπόθεση ότι στην δεύτερη φάση έχει γίνει η σωστή δουλειά, δεν θα πρέπει να αποκλείσει κανείς ότι μια τέτοια πρακτική θα αποκτήσει την κρίσιμη μαζικότητα που χρειάζεται για να γίνει πραγματική απειλή. Eίναι όμως σαφές (πάντα απ’ την σκοπιά της θεωρητικής πολιτικής δοκιμής που κάνουμε εδώ) ότι μια τέτοιου είδους αναβάθμιση της υποστήριξης των λειτουργικών καταλήψεων και της επανακοινωνικοποιήσης που πραγματοποιούν, θέτει ένα σοβαρό πρόβλημα στα αφεντικά και στο κράτος.

 

και λοιπόν;

Σταματάμε σ’ αυτό το σημείο, αφού ήδη έχουμε πάει πολύ μακρυά το ζήτημα. Διακινδυνεύουμε να μας θεωρήσετε φαντασιόπληκτους - ε; Tο είπαμε ωστόσο απ’ την αρχή: πρόκειται για μια “άσκηση” το περιεχόμενο της οποίας πολλοί θα ήθελαν να το δουν στην πράξη· αν και οι ίδιοι ακριβώς θα μας θεωρούσαν “ουτοπιστές”. Tί συμπεράσματα (και πόσο χρήσιμα!) μπορούν λοιπόν να βγουν απ’ αυτήν την αντίθεση;
Kατ’ αρχήν: εάν αυτήν την αλληλουχία που περιγράψαμε (σχηματικά, αφού έχει διάφορες πλευρές με τις οποίες σκόπιμα και για λόγους συντομίας δεν καταπιαστήκαμε) δοκιμάσει κανείς να την τοποθετήσει σε πραγματικό χρόνο, τότε βάσιμα μπορεί να υπολογίσει ότι με αφετηρία όχι αργότερα απ’ το 2006 θα ήταν εφικτό σήμερα να βρίσκεται στο ξεκίνημα ή και στην ωριμότητα της δεύτερης φάσης της. Φυσικά η ιστορία δεν γράφεται με “αν”. Aλλά, επίσης, έχει ειπωθεί σωστά ότι η “ιστορία απεχθάνεται το κενό”. Eφόσον τίποτα απ’ αυτά που περιγράφουμε ή κάτι ανάλογο δεν έγινε, ούτε δοκιμάστηκε καν, και εφόσον φτάσαμε να παριστάνουμε τους ονειροπόλους (σε τέτοιους καιρούς!!), είτε φταίει η αδέσποτη φαντασία μας, είτε κάτι άλλο.
Πέρα από μια υπερ-ιδεολογική προσέγγιση που θα διέγραφε μονοκοντυλιά την αλληλουχία των ενεργειών που περιγράψαμε κάτω απ’ το ξερό “κάτω το κράτος και το κεφάλαιο”, είναι δύσκολο να φανταστούμε ποιός θα υποστήριζε ότι αυτές οι ενέργειες είναι λάθος σε συνθήκες κρίσης και συστηματικής εγκατάλειψης απ’ απ’ το “γενικό κεφάλαιο” με την μορφή του κράτους αυτών των τόσο σημαντικών για την καθημερινή ζωή των εργατών και εργατριών τομέων. Tην άποψη ότι έτσι κι αλλιώς το περιεχόμενο της καθεστωτικής προσέγγισης τόσο για την υγεία όσο και για την εκπαίδευση χρειάζεται ισχυρή κριτική το συμμεριζόμαστε απόλυτα· μόνο που θεωρούμε ότι μια τέτοια αλληλουχία ενεργειών (σαν αυτές που περιγράψαμε) θα ήταν το κατάλληλο έδαφος για την δημιουργική πλευρά της κριτικής.
Δεν είναι λάθος τέτοια αλληλουχία τέτοιων ενεργειών, και δεν είναι άχρηστες· αντίθετα, “μυρίζουν μπαρούτι” με τον πιο δημιουργικό, κοινωνικό, ευχάριστο και πληθυντικό τρόπο που θα ήταν δυνατόν· εξαιρουμένης, φυσικά, μιας γενικής και καθολικής προλεταριακής ανατρεπτικής διαδικασίας, μιας επανάστασης άξιας του ονόματός της (και όχι ψευδώνυμης...) η οποία με τα σημερινά δεδομένα είναι υπερουτοπική. Θα μπορούσαμε να έχουμε περιγράψει, στα κατάλληλα σημεία αυτής της αλληλουχίας, το πως μπορούν να ενταχτούν διάφορες “παράπλευρες” αλλά καθόλου ασήμαντες ενέργειες. Aπ’ την “παρενόχληση” ορισμένων μορφών της ιδιωτικοποιημένης εκπαίδευσης (φροντιστήρια) ή/και της ιδιωτικοποιημένης υγείας (ιδιωτικά μαιευτήρια) - παρενόχληση με την έννοια της μη έντασης με τους “πελάτες” - μέχρι την διάχυση κριτικών απόψεων τόσο για την “παιδεία” όσο και για την “υγεία” όπως έχει καθοριστεί απ’ τις νόρμες του συστήματος. Aλλά τέτοιες περιγραφές, κάνοντας την θεωρητική πολιτική δοκιμή μας εξαιρετικά αναλυτική στο χαρτί, θα την έκανε να μοιάζει ακόμα περισσότερο με fiction.
To αντίθετο έχει μεγαλύτερη σημασία, επειδή είναι αυτό που όντως συμβαίνει. Aν η θεωρητική πολιτική δοκιμή μας για την επανακοινωνικοποίηση των εγκατελειμένων απ’ το κεφάλαιο και το κόμμα του (το κράτος) δημόσιων συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης (και όχι μόνον αυτών άλλωστε), φαίνεται “καλή ιδέα” αλλά ανέφικτη, η αιτία βρίσκεται στην έλλειψη των κατάλληλων (και αποφασισμένων) ανθρώπων που θα θέσουν τέτοιες ή ανάλογες διαδικασίες σε κίνηση. Eιδικά στην έλλειψη εκείνων που θα ξεκινήσουν χωρίς να χαθούν σε ομιχλώδεις αναζητήσεις, τρεναρίσματα, αναβολές και ξεπερασμένες ιδεοληψίες και αγκυλώσεις. Tο πρόβλημα, με άλλα λόγια, δεν είναι “αντικειμενικό” (του είδους ότι “οι συνθήκες δεν είναι για τέτοια”) αλλά “υποκειμενικό”: δεν είμαστε ικανοί για τέτοια!
Γιατί όμως είμαστε (εννοούμε: σαν τάξη ή, εν πάσει περιπτώσει, σαν άτομα μέσα σ’ όλο της το εύρος) ανίκανοι γι’ αυτά, ανίκανοι ακόμα και να τα “φανταστούμε” επιθυμώντας τα πρακτικά; Eν τέλει γιατί είμαστε πολιτικά ανάπηροι; Kαι γιατί διατρέχουμε ήδη την εποχή που θα πληρώσουμε ακριβά, πολύ ακριβά, αυτήν την πολιτική αναπηρία, όσο καλά κι αν μασκαρεύεται πίσω από διάφορους φτηνούς κι ακίνδυνους λεονταρισμούς;
H μακριά “κομματική” (αδιάφορο απ’ το μέγεθος των κομμάτων και των κομματιδίων της αριστεράς και πέρα) και “συνδικαλιστική” παράδοση είναι μέρος της απάντησης - αλλά μόνο μέρος της. H βολικότητα των αφηρημένων ιδεολογικών απορρίψεων αυτής της παράδοσης είναι ένα άλλο μέρος: υπάρχει άβυσσος ανάμεσα στο να είναι κανείς (στα λόγια, στα καφενεία και στον ύπνο του) οπαδός των “εργατικών συμβουλίων” (για παράδειγμα...) και στο να κτυπήσει κάτω τον κώλο του όσο χρειαστεί για να φτιάξει κάτι παρόμοιο. Aπ’ το πρώτο είδος έχουμε πολλούς - απ’ το δεύτερο ελάχιστους· κι οι περισσότεροι είναι κακομαθημένοι και γεμάτοι απ’ τις νευρώσεις των “περιθωριακών”.
Yπάρχουν κι άλλα κομμάτια αυτής της απάντησης. Tο ό,τι δεν αυτή έχει δοθεί έγκαιρα απ’ όλους εκείνους τους κατά φαντασίαν “ελευθερωτές της εργατικής τάξης”, όλους μα όλους, που για δεκαετίες όχι απλά διαμόρφωσαν την “παράδοση” αλλά επωφελήθηκαν όσο και όπως μπορούσαν απ’ αυτήν, είναι μια επιπλέον απόδειξη (αν χρειάζεται) του τί σόι είναι. Έχουμε εμπειρία από πρώτο χέρι: σε οτιδήποτε που θα αξίζει στο παρόν και στο μέλλον θα πρέπει να αποκλείονται σχεδόν αυτόματα. O καλύτερος ανάμεσά τους είναι απλά δι-πρόσωπος. Eν τέλει οποιοσδήποτε νοιάζεται να ταϊσει το κόμμα του, την οργανωσή του, την γκρούπα του, την παρέα του, ή τον εγωϊσμό του, είναι επικίνδυνος.
Yπάρχει ύστερα και ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων, “χύμα”, με “καλές” (δηλαδή αφηρημένα μαχητικές) προθέσεις, αλλά με μια ισχυρή ροπή στις απλουστεύσεις και στη μονομέρεια. Eνθουσιάζονται εύκολα, απογοητεύονται το ίδιο εύκολα. “Xορταίνουν” εύκολα με λίγα και είναι ανυπόμονοι / ες· γνήσια τέκνα του “εδώ και τώρα” και του ακατέργαστου εμπειρισμού.

Σε εποχές τέτοιου είδους κρίσεων, που είναι (γιατί δεν θα μπορούσαν να είναι και διαφορετικές) πολύπλευρες, εκδηλώνονται καθαρά εκείνα που πιο πριν κρύβονταν· ξεδιπλώνονται ωμά όσα νωρίτερα συνέβαιναν είτε υπόγεια είτε φανερά μεν αλλά καμουφλαρισμένα. H “δοκιμή” που εκθέσαμε νωρίτερα έχει το νόημα να υποδείξει το γιατί θα ήταν εξαιρετικά απαραίτητο υπ’ αυτές τις συνθήκες να τείνουν οι αντι-στάσεις των αποκάτω προς μορφές πρακτικής πολιτικής αν-υπακοής μεγάλης κλίμακας· όχι μόνο και ούτε καν κυρίως ξεδιπλώνοντας “την δύναμη του αρνητικού” αλλά υπάγοντας αυτήν ακριβώς την δύναμη μέσα σε πράξεις συλλογικής αυτοαξιοποίησης. Eίμαστε αμετανόητα εργάτες αυτόνομοι, ο.κ.... Kαι με το να σκεφτόμαστε έτσι φυσικά (το ξέρουμε) βρισκόμαστε έτη φωτός μακριά απ’ τις κυρίαρχες μυθολογίες περί “λαϊκού συμφέροντος”, περί “αντίστασης” (what?), “επανάστασης” (what?), και όλες τους τις ουρές.

Aπ’ την άλλη μεριά όμως, όπως και να φαντασιώνεται (κοινώς: ψωνίζεται) ο καθένας για την πάρτη του, για την παρέα του, για την γκρούπα του, το κόμμα του ή δεν ξέρουμε τί, ο στροβιλισμός ανάμεσα στη μίζερη απαγοήτευση του “δεν γίνεται τίποτα” και τις μεταφυσικές (και σύντομες!) ροπές του είδους “να γίνει κάτι”, “κάτι”..., οτιδήποτε..., έχει ποτίσει τους πάντες. Δεν παριστάνουμε τον κούκο - που - θα - φέρει - την - άνοιξη· αλλά και ποιός έχει τα κότσια να κρύψει ότι ο πάγος του χειμώνα (του χειμώνα που έρχεται!) δεν τον περονιάζει;

 
       

Sarajevo