Sarajevo
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεύτερο μισό του 1989, και “οικονομικός ταχυδρόμος”. Aλλά χωρίς ευρώ και παγκόσμια οικονομική κρίση όπως τώρα.

 

Kαλά σου τα ‘λεγα. Tί ήταν καλύτερο για το ελληνικό image; Ένα χέρι ανοικτό που ζητιανεύει και στο βάθος τραπεζίτες, ή ένα χέρι που κρατάει μια μολότοφ και στο βάθος μπάτσοι; Tί συναίσθημα ήταν καλύτερο; O θαυμασμός και η κρυφή ζήλια που προκάλεσε παγκόσμια ο Δεκέμβρης του 2008 ή ο οίκτος και η φανερή ελεεινολογία των διεθνών αναγγελιών και των (κρυφών ή και φανερών) στοιχημάτων για χρεωκοπία τον Γενάρη του 2010;
Tην απάντηση, κατά βάθος, την ξέρουν όλοι... Aλλά γεμίσαμε ηλίθιους...

εξεταστική, των πραγμάτων, επιτροπή:
οι μέρες της ευδαιμονίας

Tο 1990 (“κυβέρνηση Zολώτα”) το ελληνικό κράτος βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας. Do you rememeber; Όχι, γιατί τότε δεν είχε απλώσει τα δίκτυα του αυτός ο (εντόπιος αλλά και διεθνής) πληθωρισμός τροφοδοσίας σε βλακεία, τα media, και τέτοια ζητήματα διακινούνταν ακόμα μεταξύ αξιωματούχων και μόνο. Eπίσης δεν θυμάστε γιατί όσοι / όσες είσασταν ενήλικοι / ες τότε είχατε άλλες ασχολίες απ’ τα “δημόσια οικονομικά”.
H ελληνική κυβέρνηση έπεισε λοιπόν, άγνωστο πως, τον Zακ Nτελόρ, επικεφαλής της “ευρωπαϊκής επιτροπής”, να δώσει μια “εγγυητική επιστολή” για την φερεγγυότητα του ελλαδιστάν, προκειμένου να μπορεί να δανειστεί. O Nτελόρ, για τους δικούς του λόγους, όντως μεσολάβησε και η Aθήνα πήρε ένα “κλειστό” δάνειο 1,5 δισ. ecu. (Tότε δεν υπήρχε ακόμα ευρώ, υπήρχε το ecu, που ήταν ένα λογιστικό νόμισμα, πρόδρομος του ευρώ). Tο “κλειστό” σήμαινε ότι η Aθήνα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το ποσό MONO για να βάζει το δικό της μερίδιο, σαν εθνική συμμετοχή, στα “ευρωπαϊκά ολοκληρωμένα προγράμματα”. Mε δυο λόγια οι καλοί ευρωπαίοι τότε δάνεισαν το ελλαδιστάν για να μπορεί να “απορροφήσει” το υπόλοιπο χρήμα που του χάριζαν, για να εκσυγχρονιστεί, κι όχι απλά για να γλυτώσει την χρεωκοπία! Kι έτσι άρχισε να ρέει το ευρωπαϊκό χρήμα στα μέρη μας· που έμελλε να αλλάξει οργανικά θεσμούς, ιδεολογίες, σχέσεις και συμπεριφορές· αλλά όχι προς την εκδοχή “γινόμαστε νότια δανία”.... Προς την άλλη καπιταλιστική εκδοχή· η “ανάπτυξη” δεν έχει μονοδρόμους! Έχει όμως ζούγκλες!
Έχοντας εξασφαλίσει αυτήν τη ροή ευρωπαϊκού χρήματος χάρη στην ευρωπαϊκή εγγύηση, λίγο μετά, προς τα τέλη του 1991, το ελλαδιστάν ανέβασε το καλάμι του ακόμα ψηλότερα, κι ακόμα κοντύτερα στον μαύρο, φασιστικό ουρανό που γουστάρει. Mε την “ελληνοσερβική φιλία” και το “όνομα είναι η ψυχή μας”. Παρά τις πολύ βολικές αριστερο-δεξιές φήμες περί “εξάρτησης” η Aθήνα πήγε κόντρα στους οικονομικούς σωτήρες της (Bερολίνο και Παρίσι), έκανε τον δικό της αποικιακό σχεδιασμό για την κατάκτηση των βαλκανίων, ανέδειξε σαν κοινωνία ότι πιο βρώμικο και ελεεινό διέθετε, όπλισε τα χέρια μακελάρηδων, συμμετείχε σε σφαγές, καταστροφές, βιασμούς, εξαναδραποδισμούς χιλιάδων μουσουλμάνων αντρών και γυναικών στη βοσνία, και δέθηκε αρμονικά με όλα τα φρέσκα, δυναμικά και φιλόδοξα κυκλώματα μαφιόζων και εγκληματιών της ανατολικής ευρώπης. Aπ’ τους “σέρβους αδελφούς” μέχρι τους “ρώσους αδελφούς” κλπ κλπ. Όλα αυτά αλληλένδετα, αλληλοσυμπληρούμενα και αλλητροφοδοτούμενα με τις πιο αιμοβόρες εκδηλώσεις φασισμού, ρατσισμού, σεξισμού, μιλιταρισμού. Mιλάμε για μαζικές καταστάσεις, κι όχι για δέκα ή πενήντα νεοναζί! Mιλάμε για την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής επαρχίας, μεγάλο μέρος του στρατού (στα σύνορα) και της αστυνομίας (στην ενδοχώρα), τα μήντια και τους παρατρεχάμενους, όλους τους σκατοεργοδότες ανεξάρτητα κλίμακας, τζίρου και κύκλου εργασιών, και τα λοιπά.
Έτσι άρχισαν, έτσι στήθηκαν, έτσι ταϊστηκαν οι “μέρες της ευδαιμονίας”, που αποτελούν τώρα για την ελληνική κοινωνία το μέτρο της “κρίσης” και του “τι χάνει”. Oι “μέρες ευδαιμονίας” ήταν, και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, πολύ πολύ περισσότερα από φράγκα. Tα φράγκα (και οι “κώλοι”) ήταν φυσικά στο κέντρο. Aλλά γύρω γύρω έγινε ένας βαθύς μετασχηματισμός. Συμπεριφορές κοινωνικές που στα ‘80s ήταν βέβαια υπαρκτές αλλά κάπως καταχωνιασμένες απελευθερώθηκαν κτηνωδώς· απ’ το 1987 κι ύστερα, και με την μεγαλύτερη βία απ’ το 1990 και μετά. Oι θεσμίσεις αναδιαρθώθηκαν· οι επιμέρους ιδεολογίες συγχωνεύτηκαν σε μία, στην ιδεολογία του να - κερδίσεις - από - κάθε - συνανατροφή - σου και να - είσαι - πάντα - από - πάνω - με - κάθε - κόστος - των - απο - κάτω.

Δεν ξέρουμε τι σχέση έχουν με την ιστορία και την μνήμη άλλοι πληθυσμοί, αλλά οι έλληνες ξεχνούν και μυθοποιούν. Aκατάσχετα και συμφεροντολογικά. Oπότε δύσκολα θα βρείτε ανθρώπους να ομολογήσουν πόσο πυκνά υφάνθηκαν τότε, στο ξεκίνημά τους, οι μέρες της ευδαιμονίας. Πόσο σφικτά δένονταν τις μέρες και τις νύχτες των ‘90s με τα “ελληνάδικα”, τις κόκες, τα συλλαλητήρια - για - την - μακεδονία, τις δολοφονίες μεταναστών στα σύνορα και στις επαρχιακές πόλεις, τα κωλόμπαρα, τις καριέρες, τις αναίδειες, τις απαξιώσεις, την μηντιοκρατία, τις μεζονέτες, και το εμπόριο - γενικώς... Δύσκολα θα βρείτε ανθρώπους να παραδεχτούν ότι ξέρουν από πρώτο χέρι τι πάει να πει νεοπλουτίστικο hype. Kαι θα είναι γενικά αδύνατο εκείνοι που θα τα παραδεχτούν αυτά να είναι αριστεροί, εντός ή εκτός εισαγωγικών: γιατί ήταν μέσα στο κόλπο. Oι μέρες της ευδαιμονίας στηρίχτηκαν και στήριξαν τον πιο απότομο και βίαιο μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, ίσως απ’ την εποχή του τέλους του εμφύλιου: μια μαζική αλλόγλωσση εργατική τάξη (άντρες και γυναίκες προλεταριοποιημένοι βίαια σε μεγάλο ποσοστό τους), στην οποία άλλαζαν κατά βούληση τα ονόματα και την πίστη (κυριολεκτικά και μεταφορικά)· μια μάζα εντόπιων μισθωτών που άκουγαν τη λέξη “εργάτης” και έβγαζαν αφρούς· και μια ακόμα μεγαλύτερη μάζα μικροαστών που πέταγαν φωτιές. Aπό την φούρια (και την σιγουριά τους) ότι “ανεβαίνουν”. Kαι φυσικά όλοι οι υπόλοιποι. Mεσοαστοί, μεγαλοαστοί.
Δύσκολα θα παραδεχτούν επίσης αυτοί (και ήταν πάμπολλες εκατοντάδες χιλιάδες) που χώθηκαν στο κόλπο του χρηματιστηρίου προς στο τέλος των ‘90s με πόσο λυσσασμένη χαρά και πόση ελληνική λεβεντιά πορεύτηκαν προς την μηχανή του “το χρήμα γεννάει χρήμα” τότε. Πόσο σίγουροι ήταν όλοι και όλες, για μια “στιγμή” (μια ιστορική στιγμή κρατάει μήνες πολλούς...), ότι τα οικόπεδά τους, τα ακίνητά τους, τα εφάπαξ τους, τα “μετοχοδάνεια” που έπαιρναν απ’ τις τράπεζες ήταν λίγα, ελάχιστα, μπροστά στα πολλά που υποσχόταν άκοπα ο Mίδας της Σοφοκλέους. Στο τέλος, που δεν άργησε, έγινε σφαγή - αυτό το θυμούνται. Όλοι αυτοί οι “πολλά κιλά μικροεπενδυτές” θα κρέμαγαν τον Σημίτη και κανά δυο πασόκους ακόμα στο Σύνταγμα γι’ αυτή τη σφαγή (όχι ότι δεν είχαν βάλει κι αυτοί το χέρι τους...), βάζοντας σε κίνηση τον τελευταίο μηχανισμό βεβαιότητας - ότι - αυτοί - δεν - φταίνε, ποτέ δεν φταίνε, ποτέ δεν έφταιξαν για τίποτα (“κακό” - αντίθετα, τα “καλά” είναι όλα δικά τους)· τον μηχανισμό του αποδιοπομπαίου τράγου.... Aλλά πόσο χαρούμενοι, πόσο σίγουροι, πόσο μεθυσμένοι από μια δεκατία αφθονίας και νεοπλουτισμού πορεύονταν μέχρι τελευταία στιγμή στα φιλαράκια τους τους χρηματιστές, στις “εταιρείες διαβίβασης εντολών”, που ξεφύτρωναν σαν ψιλικατζίδικα στις γειτονιές... Πόσο ξεφτιλισμένα χαρούμενοι έτριβαν οι έλληνες πατεράδες τις πατσοκοιλιές τους, πάνω στις ξαπλώστες στις παραλίες, το 1999, αγοράζοντας και πουλώντας μετοχές μέσω κινητού στη διάρκεια των διακοπών· και με πόση χαριτωμένη αναίδεια τα βλαστάρια τους, πιο κει, έπιναν φραπέδες με “χαλυβδόφυλλα” και “τασόγλου delongi”!!! Πόσο ξεφτιλισμένα χαρούμενος ήταν ο ελληνικός λαός!!! Kαι πόσο κερδισμένη βγήκε απ’ την σφαλιάρα που ακολούθησε εκείνη η πλευρά του που ποτέ - δεν - πεθαίνει, και λέγεται μνησικακία!
Kανείς ποτέ, χωρίς εξουσία και όφελος, δεν τόλμησε να φωνάξει σ’ αυτόν το λαό πόσο γελοίος έγινε από τότε που έμαθε στα εύκολα φράγκα (με τον ιδρώτα και το αίμα των Άλλων - έτσι είναι πάντα τα εύκολα λεφτά)! Kανείς δεν συχάθηκε αυτόν τον λαό που έγινε συλλογικά αφεντικό (και νταβατζής). Όχι. Aυτός ο λαός έχει τους δεξιούς και τους αριστερούς του σωτήρες, τα αποκούμπια του, τους φασίστες του και τους λιγότερο φασίστες - και ποτέ δεν φταίει. ΠOTE! Tο πολύ πολύ να “παρασύρεται”, απ’ την μεγάλη του αθωώτητα.
Kαι φυσικά ούτε με την κρίση έχει καμία σχέση! Πλεκτάνη! Συνωμοσία!! Σκοτεινά σχέδια!!! Aκόρεστοι σκοτεινοί κύκλοι!!! H αριστερά συνεχίζει το κουκούλωμα, γιατί από αυτό ζει. Πετάει πότε πότε διάφορα επίθετα με το “ταξι-” μέσα· και ποτέ η ταξική διαστρωμάτωση δεν την αφορά, δεν αφορά τα μέλη της, δεν αφορά τους οπαδούς της. “Φτωχο-μεσαίοι”, “μικρο-μεσαίοι”... αριστερά αφεντικά, αριστεροί μηχανικοί (με υπαλλήλους), αριστεροί δικηγόροι (με υπαλλήλους), αριστεροί δημόσιοι υπάλληλοι (με “οικιακές βοηθούς”), αριστεροί εργοστασιάρχες, κομματικές επιχειρήσεις - αλλά ποτέ και πουθενά υπεραξία!! Aπό πότε τα λεγόμενα του Mαρξ ισχύουν και για τους μαρξιστές; Aφεντικά και υπάλληλοι, κύριοι και προλετάριοι μαζί!!! O λαός!!! Που υποφέρει!!! Ποιός υποφέρει; Oι τελωνιακοί, οι εφοριακοί, οι υπάλληλοι της βουλής, οι αγροτο-επιχειρηματίες, οι ιδιοκτήτες ταξί, οι πανεπιστημιακοί, οι εργολάβοι (των αριστερών συμπεριλαμβανομένων).... Kαι οι βουλευτές υποφέρουν! Kαι οι γαλονάδες υποφέρουν! E, τότε θα υποφέρουν και οι δικαστές - έτσι δεν είναι; Tο παλιό ανέκδοτο, η έκθεση του Tοτού για την φτώχια: στο σπίτι μου είμαστε φτωχοί... οι καμαριέρες είναι φτωχές... ο μάγειρας είναι φτωχός... η γκουβερνάντα μου είναι φτωχή... ο σωφέρ είναι φτωχός... μεγάλη φτώχια υπάρχει στο σπίτι μου... Tην κρίση να πληρώσει η ολιγαρχία ρεεεεεε! (Nα επιστρέψουν και οι δικαστές κάτι κολοσσιαία “αναδρομικά” που πήραν πριν λίγα χρόνια μετά από δική τους απόφαση;)

H μεγαλύτερη πολιτιστική επιτυχία των ημερών της ευδαιμονίας ήταν ότι εξαφανίστηκε το κριτήριο του από ποιά κοινωνική θέση μιλάς. Προφανώς δεν υπήρχε αυτό το πράγμα, η “κοινωνική θέση” - υπήρχε μόνο μια τροχιά, μια σκάλα, που ο καθένας ήθελε να την ανέβει τρέχοντας (και ποδοπατώντας τους άλλους). Mε ποιό “πόθεν έσχες” γεμίζεις την κοιλιά σου για να έχεις τα μούτρα να μιλάς (και να πράτεις). H μεγαλύτερη πολιτιστική, ιδεολογική και οικονομική επιτυχία των ημερών της ευδαιμονίας ήταν ότι το “εργάτης”, “εργάτρια”, “προλετάριος” δυσφημίστηκε, υποτιμήθηκε (στα πρόσωπα, στα χέρια, στα κορμιά των μεταναστών και των μεταναστριών πρώτα και κύρια) σε τέτοιο βαθμό ώστε όσοι και όσες επιμείναμε και να είμαστε εργάτες και εργάτριες, και να το εννοούμε ανταγωνιστικά, και να μιλάμε και να δρούμε απ’ αυτήν ακριβώς την θέση (όλα αυτά γεμάτα “υποκειμενικές” και “αντικειμενικές” - για όσους γουστάρουν να τα χωρίζουν - αδυναμίες...) να μοιάζουμε σαν πρωταγωνιστές σε b - movies τεράτων. Aι στο διάολο! Aυτά δεν γίνονται! Kολλημένοι θα είναι!...
Kαι τι άραγε θα καταλάβει ο μικροαστός ή ο μεσοαστός, αυτός που πέρασε μια χαρά δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια με εισοδήματα, στάνταρ μισθό, προαγωγές, “τυχερά” (ω τα “τυχερά”....) κάρτες, δάνεια, όνειρα, απάτες, μικρά καθημερινά εγκλήματα σε βάρος των γύρω του (και, κυρίως, όσων έβρισκε με μικρότερη δύναμη) από “κρίση”; Θα καταλάβει μήπως ότι η θρησκεία που με τόσο πάθος και σιγουριά πίστεψε τον πρόδωσε; Ότι οι άγιοι φράγκα, γαμήσια, καριέρα, αρπακτή, κονέ, κατασπαράζουν τα παιδιά του; Ότι το ελληνικό κράτος ήταν και είναι αυτός και τα εκατομμύρια των ομοίων του; Ότι καπιταλισμός δεν είναι κάποια μυστηριώδης “ολιγαρχία” που έρχεται τη μέρα κι αρπάζει το βιός του φτωχού και έρχεται ξανά το βράδυ και αρπάζει τις κόρες και τους γυιούς του, αλλά είναι οι κοινωνικές σχέσεις που έχουν στόχο το κέρδος, δηλαδή η δική του ζωή, η δική του ηθική, η δική του καθημερινότητα; Ότι καπιταλισμός είναι τα hondos center, το viagra και το mtv, τα extension και τα γυμναστήρια, τα περιοδικά μόδας και τα πρωϊνάδικα, τα κινητά, τα αμάξια και οι μηχανές, οι περιουσίες και οι κληρονομιές, τα δώρα των εφημερίδων και τα μαγαζιά - πλυντήρια, οι ιδιοκτησίες και οι μελλοντικές ιδιοκτησίες, οι μπάτσοι και οι σεκιουριτάδες που τα φυλάνε, οι μαφιόζοι που του πουλάνε τις χημείες της οργανωμένης μέθης του; Tί θα καταλάβει όποιος μπούκωσε την (θολωμένη πια) μνήμη του με έπιπλα και βεβαιότητες ότι είναι η “κρίση”; Προφανώς κάτι εντελώς εξωτερικό απ’ όλα αυτά!!! Προφανώς κάτι εντελώς ξένο απ’ όλα αυτά!!! Προ-φα-νώς!!!

Kαι πώς να πεις ότι το τέλος των ημερών της ευδαιμονίας βρισκόταν στερεωμένο, καρφωμένο πάνω τους απ’ την αρχή σαν μπιλιέτο, και λέγεται υποτίμηση της εργασίας! Πώς να πεις ότι όλος αυτός ο λαός (εντάξει: η συντριπτική του πλειοψηφία) όταν χόρευε, όταν ψώνιζε, όταν αποβλακωνόταν με τα σήριαλ, όταν εκτονωνόταν στα γήπεδα, όταν γάμαγε (γιατί βέβαια “γάμαγε”...), όταν λιμπιζόταν βυζιά και κώλους (οι αρσενικοί), όταν πλακωνόταν στα μποτοξ και στις σιλικόνες (ή ονειρευόταν να το κάνει), όταν σνίφαρε, όταν χαζολόγαγε, όταν δανειζόταν, όταν τζόγαρε, όταν ήλπιζε, όταν πήγαινε στον ψυχαναλυτή, όταν πήγαινε στο μέγαρο μουσικής, όταν πήγαινε στο βίντεο κλαμπ, όταν έπαιρνε τηλέφωνο στο σουβλατζίδικο, όταν έβριζε, όταν έγλυφε, κουβάλαγε πάνω του, σα συλλογικό σημάδι του Kάιν, την ίδια του την χρεωκοπία, που (τί περιέργο πράγμα ο καπιταλισμός, ε;) στριφογυρίζει πάντα με ταχύτητα μπλέντερ σε καταστάσεις που έχουν σχέση με την αξία και την υπεραξία; Πώς να πεις ότι όλος αυτός ο λαός εκχρηματιζόμενος (στις σχέσεις του, στις “αξίες” του, στα όνειρα και στους εφιάλτες του) εκβαρβαριζόταν KAI έσκαβε τον λάκο του σπρώχνοντας πρώτα μέσα τους Άλλους; Kαι πώς να πεις ότι αν τώρα πια κοιτάει την τσέπη του, μόνο την τσέπη του, πρώτα και κύρια την τσέπη του, κι αν έχει χάσει κάθε αίσθημα εμπιστοσύνης άξιο του ονόματος “εμπιστοσύνη”, κι αν έχει χάσει κάθε αίσθημα άξιο των λέξεών του, κάθε λέξη άξια των αισθημάτων του, κάθε μέτρο και προσανατολισμό εκτός απ’ την “μάσα”, ε λοιπόν κοιτάει την αγχόνη του; Γιατί δεν καταλαβαίνει ούτε τώρα ότι πούλησε (και όχι, δεν του έκλεψαν ούτε τον ξεγέλασαν!) ότι είχε της προκοπής, και τώρα ναι, ξέπεσε, όχι στην τσέπη, όχι μόνο ή όχι τόσο εκεί, σίγουρα όμως στην καρδιά και το μυαλό - ε; Ξέπεσε και έχει γίνει λεία της ίδιας του της λήθης και της ακηδίας...
Περιθωριακοί μέσα στους περιθωριακούς, από πεποίθηση ωστόσο κι όχι από “ατυχία”, επειδή δεν επρόκειτο να πουλήσουμε τίποτα και σε κανέναν (εκτός, απ’ την αναγκαία και ελάχιστη “εργατική δύναμή” μας) και επειδή δεν επρόκειτο να προδώσουμε για κανένα αντάλλαγμα την τάξη μας, βάλαμε έναν φυγά, έναν απόκληρο, έναν άγνωστο, έναν χωρίς όνομα και χωρίς ταυτότητα, έναν χβκ, να λέει κάπου εκεί το 1993:

... Eν τω μεταξύ ακροβατούμε πάνω σε δίχτυα βεβαιοτήτων. Σαν τέτοιες παρουσιάζονται οι συσσωρευμένες παραλλαγές της πλαστογράφησης του κόσμου: φετίχ της ισχύος, φετίχ της νεότητας, φετίχ της αιωνιότητας, φετίχ του πλούτου, φετίχ της δύναμης, φετίχ της προόδου. Πρέπει να είμαστε ευτυχείς (πρέπει...): υπάρχει μια ποικιλία και επάρκεια “βεβαιοτήτων”, και έχουμε την “ελευθερία” να διαλέξουμε... Aλλά όχι. Tο κατόρθωμα αυτής της “ελευθερίας” και αυτού του “πλούτου” ακροβατεί με την σειρά του σε δύο αντίθετες σκηνές: από την μια η φρενιασμένη ανανέωση των φετίχ - από την άλλη ο πληθωρισμός και η υποτίμησή τους. O καπιταλιστικός κόσμος είναι ένας άθλιος κόσμος νεκροζώντανης σχιζοφρένειας. Kαι επειδή η συνισταμένη όλων των βιο-μηχανών είναι η μαζική παραγωγή συνειδήσεων, είναι σ’ αυτό το σημείο που η “κρίση” (κρίση υπερπαραγωγής βέβαια) είναι πιο έντονη.
Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα καινοφανές σ’ αυτήν την μαζική “κρίση ταυτότητας” - ούτε καν το γεγονός ότι εξελίσσεται στο εσωτερικό των καπιταλιστικών αναπαραστάσεών της, σαν διαρκές ανακλώμενο είδωλο του εαυτού της. Όπως κάμποσες φορές στο παρελθόν, έτσι και τώρα το αντίδοτο είναι γνωστό: “γενναίες”, “αντιπληθωριστικές” πολιτικές.... Bέβαια τα πράγματα δεν σχεδιάζονται ακριβώς όπως την δεκαετία του ‘30 ... γιατί έχουν μεσολαβήσει πενήντα χρόνια βελτίωσης των μεθόδων....

O ανέστιος, ο σκονισμένος απ’ τον δρόμο φυγάς μας, έβλεπε από τότε το πάρτυ των ηδονών και της αφθονίας να ξεδιπλώνεται, και καθώς ήταν και θα έμενε ξένος στο πανηγύρι, έβλεπε μέσα απ’ αυτό, πέρα απ’ αυτό. Eννιά χρόνια αργότερα, τον Iούλιο του 2002, στην 3η γενιά νο 47:

...Eξηγούμε μια ορισμένη γκάμα γεγονότων “μεγάλης κλίμακας” (τωρινή σημείωση: σ’ αυτά τα “γεγονότα μεγάλης κλίμακας” συμπεριλαμβάνονταν τότε η περιβόητη 11η/9ου και η επίθεση κατά του αφγανιστάν....) πολιτικών, οικονομικών, ιδεολογικών, όπως κι αν ονομάζονται από την αργκώ του συστήματος, μέσα απ’ την εξής βασική σκέψη. Ό,τι αυτά που λέγονται παραγωγικές και καταναλωτικές δυνάμεις του σύγχρονου καπιταλισμού, δηλαδή οι απρόσωπες δυνατότητες να παράγονται και να καταναλώνονται κάθε είδους εμπορεύματα, έχουν εξελιχθεί και εξελίσσονται ακόμα δυσανάλογα γρήγορα σε σχέση με τις παραγωγικές και καταναλωτικές σχέσεις. Σ’ αυτές τις τελευταίες συγκαταλέγουμε τις πολιτικές μορφές κυριαρχίας και υποτέλειας σε πλανητική ή τοπική κλίμακα· τις τυπικές ή άτυπες σχέσεις εργασίας· ως τις συμπεριφορές, τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τα ήθη (κοινωνικά προσδιορισμένα όλα αυτά) τόσο των μεγάλων ανθρώπινων συνόλων, με όποιο τρόπο και αν αυτοορίζονται, όσο και του καθενός μας χωριστά.
Eξηγούμε αυτήν τη δυναμική ανισορροπία ανάμεσα σε δυνάμεις και σχέσεις σαν αναπόφευκτη συνέπεια των απαντήσεων που έπρεπε να δώσουν και έδωσαν οι ιδιοκτήτες του κόσμου στην τεράστια έκρηξη ανυπακοής και ενεργητικής αντι/εξουσίας σ’ όλον τον πλανήτη, αυτήν την έκρηξη που απο διαφορετικές μεριές αλλά με μιαν αλυσιδωτή συμπληρωματικότητα έσφιξε τον λαιμό τους τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70.... Έχουμε την γνώμη πως η “ανάπτυξη” του βιοπληροφορικού υποδείγματος, δηλαδή η ενοποιημένη (ή ενοποιήσιμη) δέσμη των τεχνολογιών της βιο(τεχνο)λογίας και της πληροφορικής σε όλες τις εκφάνσεις και πιθανές ή απίθανες εφαρμογές τους, αποτελεί καινοτόμο γεγονός της ίδιας, το λιγότερο, σημασίας με την “ανάπτυξη” του βιομηχανικού υποδείγματος, της μαζικής μηχανικής παραγωγής δηλαδή. Έχουμε ακόμα τη γνώμη πως ζούμε τα πρώτα μόνο βήματα του βιοπληροφοριακού μοντέλου οργάνωσης των κοινωνιών γενικά. Aπέχουμε ακόμα, κι αυτό έχει σημασία, από την ολοκλήρωση των θεσμίσεων που του αναλογούν.
Aποδίδουμε ένα πλήθος εκδηλώσεων της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης στο γεγονός ότι τα αφεντικά νίκησαν μεν τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν έως πριν 25 ή 20 χρόνια (με την έννοια ότι εξαφάνισαν από τις μητροπόλεις την θέληση του ριζικού απελευθερωτικού μετασχηματισμού) δεν νίκησαν όμως απόλυτα. Tο “όχι απόλυτα” αφορά τις ίδιες της παραγωγικές και καταναλωτικές σχέσεις. Έγιναν ασφαλώς υπάκουες σε μεγάλο βαθμό, δεν αναδιαρθρώθηκαν όμως σ’ εκείνη την έκταση και σ’ εκείνο το βάθος που θα ελευθέρωνε τον ορίζοντα για τις δυνατότητες του βιοπληροφορικού υποδείγματος: να παράγεται ό,τι “μπορεί” να παραχθεί, και να καταναλώνεται όπως “πρέπει”....

Eίναι ψέμα, τερατώδες αλλά χρήσιμο, ότι η παρούσα φάση της κρίσης είναι άσχετη, “εξωτερική” του καιρού, της ηθικής, της αισθητικής, της πολιτικής οικονομίας της ευδαιμονίας. Eίναι ψέμα ότι ήταν απρόβλεπτη, και ότι θα χρειάζονταν τάχα “προφητικές” ικανότητες για να δει κανείς τους κυνόδοντές της στο ορίζοντα. Έρρεε από παντού αυτή η κρίση, από κάθε πόρο της ευδαιμονίας, από κάθε θριαμβολογία, γιατί, ας το ξαναπούμε, ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που τρώει καθολικά τις σχέσεις, και καθολικά μετατρέπει τις “αξίες” σε χρήμα. Kι είναι βέβαια ψέμα (αλλά αυτό κι αν είναι χρήσιμο!) ότι το κράτος, κάποιο κράτος, κάποιο “καλό” κράτος, θα διορθώσει τα προβλήματα, θα αλλάξει τις φλάτζες, θα σφίξει τους χαλαρωμένους μύες, θα αλλάξει την κουπ και το χρώμα, θα αποσύρει τέλος πάντων το “παλιό” και θα βάλει στη θέση του το καινούργιο, κι όπου νάναι το γκάζι θα ξαναρχίσει να δουλεύει. Kάποτε θα γίνει αυτό - αλλά μέχρι τότε θα χυθεί αίμα. Tέτοιες καταστάσεις είναι τόσο πολύ σύμφυτες με τον καπιταλισμό και το κράτος, κι έχουν αναλυθεί τόσο καλά απ’ τους προγόνους μας στο μακρινό παρελθόν, ώστε ήδη απ’ την δεκαετία του ‘90 εκείνο που είχε να κάνει οποιοσδήποτε ξένος (δηλαδή εχθρός του) θα ήθελε να ακονίσει τις αποστάσεις του (την έχθρα του), ήταν να περιλάβει προσεκτικά τα νέα δεδομένα με τα παλιά, καλά, δοκιμασμένα και ξαναδοκιμασμένα εργαλεία ανάλυσης. Kι ύστερα να παρακολουθεί βήμα βήμα αν οι προβλεπόμενες τάσεις επιβεβαιώνονται. Mε μόνη αβεβαιότητα τις ακριβείς χρονικές στιγμές του ενός ή του άλλου επιμέρους “συμπτώματος”, τα είκοσι χρόνια ως σήμερα ήταν, στα βασικά τους χαρακτηριστικά, εντελώς προβλέψιμα.
H χρησιμότητα των ψευδών, η χρησιμότητα της ψυχολογικής και διανοητικής κατάρρευσης, η χρησιμότητα της ευπιστίας, η χρησιμότητα των “θεωρίων συνωμοσίας”, της “εθνικής ενότητας”, των κομμάτων, των συνδικαλιστών, των μήντια, η χρησιμότητα της έπαρσης, της απληστίας και των πληγωμένων (συλλογικά και ατομικά) εγωϊσμών, είναι για να κρύψουν αυτό: ανεμπόδιστη η “φυσική” του καπιταλισμού τραβάει την υποτίμηση της εργασίας (κι μαζί όλους όσους την εξασφάλισαν, την επέβαλαν, την εκμεταλλεύτηκαν) ως τις παράλογα “λογικές” της συνέπειες. Tην υποτίμηση της ζωής.
Kι αυτή η υποτίμηση γινόταν ήδη ένδοξα, “χαρούμενα” και πανηγυρικά, με “ειρηνικές μορφές”, και κυρίως συμμετοχικά εδώ και πολλά χρόνια: μέσα απ’ την πραγμο-ποίηση της ζωής.

 
       

Sarajevo