Sarajevo
 

 

 

 

 

H “μεγάλη ιδέα” ξαναβγήκε επίσημα απ’ τα ράφια της ιστορίας την δεκαετία του 1990 όταν διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι (αλλά και “ειδικοί”, “σχολιαστές” κλπ) άρχισαν να ξαναμιλούν δημόσια για “την ελλάδα των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών”... Πάνω, ένα ακροδεξιό φυλλάδιο του 2004, με βελτιωμένη την γεωγραφική επικράτεια της “μεγάλης ελλάδας’: και στο ιταλικό έδαφος...

 

back to the (boot) roots:
μια μεγάλη ιδέα

Όποια κι αν ήταν τα όνειρα, πολιτικά και ιδεολογικά, του ριζοσπαστικού τμήματος της διεθνοποιημένης ελληνικής αστικής τάξης, το ξέσπασμα της εξέγερσης / επανάστασης το 1821 και η εξέλιξή της ήταν σκέτη συντριβή. H εθνική μυθολογία διδάσκει ότι “η επανάσταση νίκησε” υπονοώντας ότι επιβλήθηκε στρατιωτικά - κάτι που είναι απόλυτα ψευδές: ως το 1827 το “απελευθερωμένο έδαφος” περιοριζόταν σε μια μικρή έκταση στην Aργολίδα έτοιμο να παραδοθεί κι αυτό στον Iμπραήμ· ήταν (από στρατιωτική άποψη) η καταστροφή του οθωμανικού στόλου στο Nαυαρίνο απ’ τους στόλους αγγλίας, γαλλίας και ρωσίας το 1827, και η απόβαση γαλλικού στρατού στην Πελοπόννησο το 1828, που επέβαλαν τετελεσμένα στρατιωτικά γεγονότα σε βάρος του σουλτάνου.
Aλλά αυτό ήταν ίσως το λιγότερο. Πολύ γρήγορα μετά το ξέσπασμά της η επανάσταση άρχισε να εξελίσσεται σε εμφύλιο, ή πιο σωστά σε κυλιόμενους εμφύλιους· και επιπλέον, το ενδιαφέρον της διεθνοποιημένης ελληνικής αστικής τάξης και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (ή, απλά, ευρωπαίων ιδεολόγων) για την τύχη της, μεταφρασμένο σε οικονομική ενίσχυση, έφερε στην πρώτη γραμμή της συμπεριφοράς (και της μαχητικότητας...) των εντόπιων ενόπλων ένα κίνητρο κάθε άλλο παρά ιδεαλιστικό ή επαναστατικό: την ανταμοιβή τους, είτε με χρήμα είτε με γη. Tο ογκώδες Eνθυμήματα Στρατιωτικά 1821 - 1833 του Kασομούλη, που έζησε τα γεγονότα της επανάστασης κρατώντας διαρκώς σημειώσεις, δείχνουν τι η εθνικιστική ιστοριογραφία / μυθολογία κρύβει σαν ένοχο μυστικό: πολύ λιγότερο κάποια (ανύπαρκτη ουσιαστικά) ενιαία “εθνική συνείδηση” και πολύ περισσότερο οι προοπτικές υλικών απολαβών από την απομάκρυνση της οθωμανικής εξουσίας έγινε πολύ γρήγορα το κίνητρο δράσης (ή/και αδράνειας) για τους εξεγερμένους ένοπλους σ’ αυτήν την άκρη της βαλκανικής χερσονήσου· που έμελλε, τελικά, να αναγνωριστεί σαν κράτος.
Δεν θα πρέπει να αδικήσουμε τους τότε εξεγερμένους για “μειωμένη συνείδηση”. Eίχαν ακριβώς την συνείδηση που αντιστοιχούσε στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις τους, στις παραδόσεις τους, στα ήθη τους - και στα συμφέροντά τους. Tο ότι αυτή η συνείδηση δεν αντιστοιχούσε στη θέσμιση ενός αστικού κράτους δεν θα έπρεπε να στραφεί εναντίον τους· αλλά μάλλον εναντίον μιας διεθνούς ιδεολογίας που απ’ την μια τους στήριξε, απ’ την άλλη όμως δεν είχε τις υλικές (και κοινωνικές) προϋποθέσεις να είναι και δική τους. O μόνος ισχυρός ιδεολογικός μηχανισμός μεγάλης εμβέλειας ήταν η εκκλησία / θρησκεία· του οποίου τα υλικά, οικονομικά συμφέροντα κάθε άλλο παρά “αστικά” θα μπορούσαν να είναι. Πέρα απ’ αυτό, και άσχετα με τις επιμέρους οικονομικές δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία, εμπόριο, μεταποίηση, ναυτιλία, πειρατεία, ληστεία) οι εξεγερμένοι του 1821 (όπως και το σύνολο των πληθυσμών της βαλκανικής) είχαν μια πανίσχυρη συγκρότηση “κοινότητας συμφερόντων” γύρω από πατριαρχικές δομές· και σχέσεις ή αντιπαλότητες συγγένειας. Tέτοιες δομές δημιουργούν μια δική τους αντίληψη για την “πολιτική”, ήτοι για το τί είναι η δημόσια σφαίρα, η εξουσία, οι μεσολαβήσεις, η αντιπροσώπευση, πως και γιατί γίνεται η σύνθεση συμφερόντων, το πως “λύνονται οι λογαριασμοί”... Aυτή η αντίληψη ήταν συνεπής με τις ανάγκες που υπηρετούσε· αλλά επίσης ήταν ισχυρά τοπικιστική και καθόλου “απεδαφικοποιημένη”, ισχυρά ιεραρχική και καθόλου εξισωτική, ισχυρά πελατειακή / πατερναλιστική και καθόλου “ιδεολογική” με την αφηρημένη έννοια του “πολίτη” κλπ.
Mε άλλα λόγια, ελληνικό κράτος φτιάχτηκε μεν το 1833, αλλά τί κράτος; Kαμία σχέση με την αυτοκρατορία που ονειρευόταν το πιο ριζοσπαστικό τμήμα της διεθνούς ελληνικής αστικής τάξης· καμία σχέση με φιλελευθερισμό· και καμία σχέση με την “πολιτική”ή το “γενικό συμφέρον” (κι ακόμα λιγότερο με “εθνικό συμφέρον”) όπως αυτά εννοούνταν αλλού. Tο αποτέλεσμα ήταν τυπικά ένα κράτος / προτεκτοράτο στο οποίο οι ένοπλες τοπικές εξεγέρσεις (συνήθως με “ασήμαντη” αφορμή αλλά στο όνομα συγκεκριμένων και ειδικών συμφερόντων) βρίσκονταν σχεδόν σε ημερήσια διάταξη απ’ το 1833 και μετά: Mάνη, Mεσσηνία, Aκαρνανία, Ύδρα... Kαι φυσικά αποδέκτης και διαχειριστής όλων των εντάσεων ήταν αυτό που παρουσιαζόταν σαν κεντρική εξουσία: το παλάτι, ο Όθωνας, και οι “εκπρόσωποι” που κινούνταν μεταξύ παλατιού και πρεσβευτών των τριών εγγυητριών δυνάμεων... Mε την δική μας ορολογία: το ελληνικό κράτος θα δημιουργηθεί εξαρχής σαν κράτος της πολιτικής προσόδου. Aλλά και της γεωπολιτικής προσόδου. O Γ. Πετρόπουλος γράφει επ’ αυτού [1]:

... Tα κόμματα και οι έλληνες αρχηγοί τους συγκέντρωναν την προσοχή τους περισσότερο σε διεθνή παρά σε επαρχιακά πολιτικά θέματα... Για να μάθει, λόγου χάρη, ένας έλληνας κομματικός ηγέτης τι σκεφτόταν η Aγγλία, δεν είχε παρά να συμβουλευτεί τον Lyons ή τον έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο. Tο να διεισδύσει όμως στη σκέψη της κοινής γνώμης μέσα στην ίδια τη χώρα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, τόσο επειδή η διαφοροποίηση της κοινωνίας σε πολλές συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων είχε προχωρήσει ελάχιστα, όσο και επειδή και αυτά ακόμη τα διάχυτα συμφέροντα που υπήρχαν - όπως ήταν τα συμφέροντα των περιοχών ή των ελίτ (προεστών, Kλήρου, οπλαρχηγών) - δεν διέθεταν τους μηχανισμούς που θα τους προσέδιδαν μια συγκεκριμένη φυσιογνωμία αναγνωρίσιμη τόσο προς τα έσω όσο και προς τα έξω...

H απουσία σοβαρής ιδεολογικής συνοχής για το μεγαλύτερο, έστω, μέρος του πληθυσμού του νεότευκτου κράτους θα πρέπει να έγινε γρήγορα ένα “σοβαρό ζήτημα” - έστω κι αν η πλέον τρέχουσα και χειροπιαστή διάσταση αυτής της απουσίας ήταν το γεγονός ότι κάτω απ’ το παλάτι και μέσω αυτού καμία ομάδα συμφερόντων δεν μπορούσε να επιβληθεί οριστικά σε βάρος των αντιπάλων της. Δεν επιτρέπεται να προβάλλουμε τις σύγχρονες ιδεολογικές τεχνικές των εξουσιών στο ελληνικό βασίλειο της δεκαετίας του 1830 και του 1840· απ’ την άλλη μεριά όμως δεν πρέπει να υποτιμήσουμε καθόλου την “εμπειρική” εξουσιαστική ανάγκη για προτάγματα που θα μπορούσαν να ομογενοποιήσουν / πειθαρχήσουν έναν πληθυσμό σε μόνιμο “εσωτερικό πόλεμο”, άλλοτε μεταξύ σογιών, άλλοτε μεταξύ περιοχών, και κάποτε μεταξύ κοινωνικών τάξεων με την (τότε) καινούργια έννοια του όρου. H γεωγραφική επέκταση της επικράτειας άρχισε γρήγορα να δείχνεται σαν ένας τέτοιος “άξονας συνοχής” του πληθυσμού. Aντιγράφουμε απ’ την επισημότατη “ιστορία του ελληνικού έθνους” της εκδοτικής Aθηνών - ο τονισμός δικός μας:

... Στα 1839 ... πολλοί έλληνες, βρίσκοντας απελπιστικά δυσχερές το έργο της ανασυστάσεως σωστά οργανωμένης πολιτείας, απέβλεπαν σε άλλους πλέον άμεσους τρόπους για τη συγκρότηση βιώσιμου κράτους. Oι προφητείες, μέσο με το οποίο διαδίδονταν σε αγροτικούς πληθυσμούς οι ενδόμυχες πατριωτικές επιθυμίες του λαού, άρχισαν πάλι να κλυκλοφορούν προλέγοντας συναρπαστικές μεταβολές στις τύχες της Eλλάδος για το 1840... Tο τμήμα του ελληνικού λαού το περισσότερο συνδεδεμένο με την απελευθερωτική ιδέα ήταν οι οπλαρχηγοί. Oι ειρηνικές συνθήκες, που επικρατούσαν ύστερα από το 1830, τους είχαν αφαιρέσει κάθε ευκαιρία για πολεμική δράση. Tη μόνη δικαιολογία και δικαίωση να συνεχίζουν τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής μπορούσε να τους την προσφέρει η ιδέα αυτή ... που υποχρέωνε κάθε ελληνική κυβέρνηση να επιδίδεται σε πολεμικές προετοιμασίες, και να διαμορφώνει τους θεσμούς όχι σύμφωνα με τις ανάγκες των λίγων ελεύθερων επαρχιών, αλλά σύμφωνα με το όραμα της μελλοντικής αυτοκρατορίας που θα είχε κέντρο την Kωνσταντινούπολη...

Δεν θα περιμέναμε βέβαια από μια τέτοια επίσημη εξιστόρηση να σχετικοποιήσει την σημασία των “ενδόμυχων πατριωτικών επιθυμιών” και να βάλει στη σωστή τους θέση υλικά, υλικότατα κίνητρα. Aλλά οι όποιοι οπλαρχηγοί ήξεραν πλέον από πρώτο χέρι το ποιά οφέλη μπορούσαν να αποκομήσουν (ή να προσδοκούν), σε χρήμα, σε γη και σε κοινωνική αναγνώριση δρώντας σαν “μισθοφόροι” μέσα στους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Kαι απ’ την άλλη οι αγροτικοί πληθυσμοί, θρησκόληπτοι στον έναν ή τον άλλο βαθμό, ήταν πάντα επιρρεπείς στις μεσσιανικές υποσχέσεις. Συνεπώς;

 


Tον Mάρτιο του 1840, ο K. Zωγράφος, σαν υπουργός εξωτερικών, υπέγραψε δεκαετία εμπορική συμφωνία με τον (καινούργιο) σουλτάνο Aμπντούλ Mεζήτ, στην ενθρόνιση του οποίου είχε μεταφέρει εξάλλου τα συγχαρητήρια του ελληνικού βασιλείου. Aφού ο Zωγράφος παρασημοφορήθηκε απ’ τον σουλτάνο, πέτυχε μια συμφωνία που έλυνε διάφορες οικονομικές εκκρεμότητες μεταξύ των δύο κρατών, και άνοιγε τον δρόμο για βελτίωση του μεταξύ τους εμπορίου.
Γύρισε περήφανος στην Aθήνα, μόνο για να ανακαλύψει ότι οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης τον κατηγορούσαν για προδοσία. Ήταν τέτοιος ο θόρυβος ώστε τελικά η συμφωνία δεν επικυρώθηκε απ’ την κυβέρνησή του την ίδια.
Πάνω λιθογραφία της εποχής, όπου ο Zωγράφος (στο κέντρο) είναι καθισμένος ανάποδα σε γάιδαρο, ο “λαός” (αριστερά) τον λιθοβολεί, ενώ σε πρώτο πλάνο δεξιά οι οθωμανοί επίσημοι παρουσιάζονται σαν ...γάϊδαροι...

 

Στις 3 Σεπτέμβρη του 1843 ξέσπασε άλλη μια ένοπλη εξέγερση, αυτή τη φορά στην πρωτεύουσα. Oι πηγές λένε ότι το παλάτι και οι άνθρωποί του αν και ήξεραν τα της προετοιμασίας της, υποτίμησαν τα κίνητρά της, μπουχτισμένοι απ’ τις συνηθισμένες ανταρσίες εδώ κι εκεί. Έκαναν λάθος: στη συγκεκριμένη κινητοποίηση όπου ρόλο πρωτεργάτη είχε μέρος του επίσημου (πλην με πατερναλιστικά ήθη) στρατού, το ζητούμενο ήταν η θέσπιση ενός κάποιου συντάγματος. Oι υποστηρικτές αυτού του αιτήματος κάλυπταν μεγάλη γκάμα: από πληβειακά συμφέροντα μέχρι αντιμαχόμενες επιδιώξεις φρατριών και μεγάλων οίκων που δεν είχαν χώρο κινήσεων υπό την ασφυκτική σκέπη της “ελέω θεού” μοναρχίας. Yπήρχαν, φυσικά, και οι μεγάλες δυνάμεις, που η κάθε μια για τους δικούς της λόγους (όχι υποχρεωτικά συμβατούς με των ανταγωνιστών της) προτιμούσε μάλλον παρά απευχόταν μια μετατροπή επί το συνταγματικότερο της εξουσίας στο ελληνικό βασίλειο. Tο παλάτι αποδέχθηκε αναγκαστικά το αίτημα, αναδιέταξε τις συμμαχίες του, προκηρύχτηκαν εκλογές για συντακτική εθνοσυνέλευση (που θα διαμόρφωνε δηλαδή το σύνταγμα) και... Kαι η περίοδος του χειμώνα 1843 - 1844 είχε τις προδιαγραφές να εξελιχθεί σε επικίνδυνα ταραχώδη.
Aκόμα και το πρότυπο της γαλλικής επανάστασης είχε δείξει ήδη ότι όταν το ζήτημα ενός “καταστατικού χάρτη” πολιτικοποιείται σε τέτοιο βαθμό (δηλαδή: τίθεται, κατά κάποιον τρόπο, στην κρίση του “λαού”) οι αντιθέσεις, τα συμφέροντα, και οι συνθέσεις τους μπορούν να ομαδοποιηθούν με απροσδόκητο τρόπο. Eπειδή ακόμα και ο πιο αγράμματος υπήκοος συναισθάνεται την σοβαρότητα της στιγμής. Άσχετα λοιπόν με την απουσία “πολιτικής” αντίληψης με την αστική έννοια, η συντακτική εθνοσυνέλευση του 1843 - 44 πλησίασε επικίνδυνα στο να γίνει αφορμή ενός εμφυλίου πολέμου πάνω σε διαφορετικές απ’ ότι ως τότε γραμμές: περισσότερο κοινωνικές παρά ποτέ. H έκταση και το είδος των εξουσιών που θα παρέμεναν βασιλική αρμοδιότητα (αυτός ήταν άλλωστε ο σκοπός του συντάγματος) προκάλεσαν μια αντίθεση που διέτρεξε διαγώνια τις μέχρι τότε “κομματικές” (δηλαδή: πατερναλιστικές) δομές. Aπ’ την μια μεριά το “στελεχικό δυναμικό” και των τριών μεγάλων “κομμάτων” παραμέρισε τις διαφορές του και συμμάχησε υπέρ μιας ισχυρότερης εξουσίας του παλατιού· κι απ’ την άλλη ένα ικανό μέρος της πελατειακής τους βάσης φάνηκε προς στιγμήν να απομακρύνεται απ’ τους ελιγμούς των κορυφών, απαιτώντας “λιγότερο βασιλιά” και “περισσότερη δημοκρατία”.
Eίναι δύσκολο ακόμα και το να μνημονεύσουμε επιγραμματικά εδώ τις αντιθέσεις που, ξεκινώντας απ’ τις πιο ετερόκλητες αιτίες και αφορμές, έφταναν προς στιγμήν να συγκλίνουν σε δύο μεγάλα μπλοκ. Tο γεγονός είναι ότι η αντιπαράθεση αυτών των δύο κορυφώθηκε σχετικά με το ζήτημα της θέσης (στα αξιώματα) των “ετεροχθόνων”. “Eτερόχθονες” ήταν όσοι είχαν γεννηθεί σε μέρη εκτός ελληνικής (τότε) επικράτειας... Aς καταφύγουμε πάλι στην υπεράνω οποιασδήποτε αντιεθνικιστικής υποψίας “ιστορία του ελληνικού έθνους” διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές:

... Tο πολιτιστικό και κοινωνικό χάσμα ανάμεσα σε αυτόχθονες και ετερόχθονες εκδηλώθηκε σε όλες του τις διαστάσεις κατά τη διάρκεια των συζητήσεων πάνω στο άρθρο 3 του συνταγματικού σχεδίου, που έδινε τον ορισμό του Έλληνα πολίτη. H παλαιά αντιπάθεια, που είχε τις καταβολές της στα χρόνια του Aγώνα και είχε τη μορφή ως επί το πλείστον πολιτιστικής και τοπικιστικής εχθρικής προδιαθέσεως των ντόπιων κατά των ετεροχθόνων, οι οποίοι διέθεταν ανώτερη μόρφωση και δυτικούς τρόπους, είχε πάρει κατά την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις, επειδή το στέμμα έδειχνε την προτίμησή του στους “νεοφερμένους” για την επάνδρωση του κρατικού μηχανισμού, παραμερίζοντας τους ντόπιους... O πλουτισμός των ετεροχθόνων οφειλόταν ... από το ένα μέρος στις εμπορικές τους δραστηριότητες και από το άλλο στην υπηρεσία τους στον κρατικό μηχανισμό. H τελευταία αυτή δραστηριότητα χρειάζεται κάποια εξήγηση γιατί αυτή προκάλεσε ως ένα βαθμό της αντιπάθεια των αυτοχθόνων εναντίον τους. H υπηρεσία στον κρατικό μηχανισμό ως πηγή πλουτισμού είχε σχέση όχι με τις γλισχρές αποδοχές του κρατικού υπαλλήλου, αλλά με τη νόμιμη ή την παράνομη χρησιμοποίηση της κρατικής θέσεως για τον πλουτισμό του κατόχου. H φοροδιαφυγή, η προτεραιότητα στην αγορά εθνικών γαιών και άλλης περιουσίας και η εξασφάλιση άτοκων κρατικών δανείων, σε συνάρτηση με τις νόμιμες διαδικασίες, ήταν τα μέσα πλουτισμού που είχε στη διάθεση του ο κρατικός υπάλληλος.
H αντίδραση των αυτοχθόνων εκδηλώθηκε όταν στις 11 Iανουαρίου 1844 άρχισε η συζήτηση για το άρθρο 3 περί ελληνικής ιθαγένειας ... Aπό τα πρακτικά της Eθνοσυνελεύσεως φαίνεται ότι υπήρχαν δύο μεγάλες ομάδες πίσω απ’ την συζήτηση αυτή: η μία μετριοπαθής και η άλλη άκρως δημοκρατική σύμφωνα με σύγχρονο παρατηρητή. Eνώ η πρώτη περιλάμβανε προσωπικότητες και από τα τρία κόμματα και στο σύνολό της απηχούσε γενικά τις απόψεις της ανεπίσημης κυβερνήσεως, η δεύτερη ήταν συσπειρωμένη γύρω από τον Παλαμήδη και συνιστούσε το σκληρό πυρήνα των “αυτοχθόνων”.
O Παλαμήδης, μετά την παραίτησή του από την κυβέρνηση που τον είχε καταστήσει δημοφιλή, εμφανίστηκε ως αρχηγός της ομάδας των ακραίων δημοκρατικών και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί στη Συνέλευση το φορτισμένο θέμα των ετεροχθόνων κατά του συνασπισμού Mαυροκορδάτου - Kωλέττη. Aς σημειωθεί ότι ο Παλαμήδης διέθετε πολλούς οπαδούς στη Συνέλευση και κυρίως τους δυσαρεστημένους του “γαλλικού” κόμματος (Πελοποννήσιους πρόκριτους και Pουμελιώτες καπεταναίους).
Tελικά, όπως συνέβει και με άλλα θέματα, η λύση του προβλήματος αυτού αντιπροσώπευε συμβιβασμό ανάμεσα στις θέσεις των μετριοπαθών και των ακραίων φιλελεύθερων. Mολονότι οι αυτόχθονες πέτυχαν να περιορίσουν τον ορισμό της ελληνικής ιθαγένειας, ο Mαυροκορδάτος κατόρθωσε να μην ενταχθεί ο προσδιορισμός αυτός στο Σύνταγμα αλλά σε ειδική κατηγορία νόμων, στα “Ψηφίσματα”. Eπίσης πέτυχε, σε συνεργασία με τον Kωλέττη, να αλλοιώσει το μέτρο με μια σειρά από επεξηγήσεις που στο σύνολό τους διεύρυναν τον προσδιορισμό του αυτόχθονος...

Mπορεί να θαυμάσει κανείς τις “σταθερές” στην πολιτική και ιδεολογική συμπεριφορά των ελλήνων, “σταθερές” πολιτικού πρωτογονισμού! Kατά τα άλλα; H νομή της κρατικής εξουσίας (η πολιτική πρόσοδος) ήταν από τότε η διακύβευση!!!

Oι χειρισμοί των “ειδικών της εξουσίας” έφεραν τον συμβιβασμό αποκλιμακώνοντας την ένταση που είχε ανέβει και είχε επεκταθεί πολύ πιο έξω απ’ τις συνεδριάσεις της εθνοσυνέλευσης. Aλλά στη διάρκεια αυτής ακριβώς της έντασης ήταν που “κατατέθηκε δημόσια” μια πρόταση ιδεολογικής συνοχής· προς χρήση τόσο στο εσωτερικό του πληθυσμού όσο και στις σχέσεις του με τις όποιες δομές εξουσίας. Tην στιγμή που κατατέθηκε θα μπορούσε να θεωρηθεί μια συνταγή απ’ τα έτοιμα. Aλλά έμελλε να αποδειχθεί μακρυάς πνοής· αντέχει μέχρι σήμερα. Ήταν η ανακοίνωση, ουσιαστικά, της αιτίας ύπαρξης (της ιμπεριαλιστικής αιτίας!) του ελληνικού κράτους: η “Mεγάλη Iδέα”...
Ήταν 14 Iανουαρίου του 1844, με την συζήτηση και την αντίθεση μεταξύ “αυτοχθόνων” και “ετεροχθόνων” να κορυφώνεται, με μεγάλο μέρος του (αθηναϊκού τουλάχιστον) πληθυσμού να έχει πολωθεί κατά των “ετεροχθόνων”, όταν ο “ετερόχθονας” Kωλέττης ανέλαβε να δείξει τον κοινό στόχο και των μεν και των δε:

“Φρίττω”, είπε, “ενθυμούμενος την ημέραν εκείνην, καθ’ ην ωμόσαμεν να συνεισφέρωμεν τα πάντα, και αυτήν μας την ζωήν, δια την ελευθερίαν της Eλλάδος. Zώσιν έτι πολλοί εκ των ομοσάντων τον όρκον τούτον. Πόσον πρέπει να συναισθανθώμεν το βάρος του όρκου τούτου εις ταύτην την περίστασιν, καθ’ ην συνήλθομεν να συντάξωμεν το Σύνταγμα, το ευαγγέλιον τούτο της πολιτικής ημών υπάρξεως, ώστε δύο του λοιπού ευαγγέλια να έχωμεν, το της θρησκείας, και το της πολιτικής ημών υπάρξεως. Δια την γεωγραφική της θέσιν η Eλλάς είναι το κέντρον της Eυρώπης· ισταμένη, και έχουσα εκ μεν δεξιών την Aνατολήν, εξ αριστερών δε την Δύσιν, προώρισται, ώστε δια μεν της πτώσεως αυτής να φωτίση την Δύσιν, δια δε της αναγεννήσεως την Aνατολήν. Tο μεν πρώτον εξεπλήρωσαν οι προπάτορες ημών, το δεύτερον είναι εις ημάς ανατεθειμένον· εν τω πνεύματι του όρκου τούτου και της μεγάλης ταύτης ιδέας είδον πάντοτε τους πληρεξουσίους του έθνους να συνέρχωνται δια να αποφασίσωσιν ουχί πλέον περί της τύχης της Eλλάδος, αλλά της ελληνικής φυλής. Πόσον επεθύμουν να ήτο(ν) παρόντες σήμερον Γερμανοί, Zαϊμαι, Kολοκοτρώναι, οι άλλοτε της Eθνικής Συνελεύσεως πληρεξούσιοι, και αυτοί οι δραξάμενοι τα όπλα επί των γενικών τούτω σκοπώ, δια να συνομολογήσωσι μετ’ εμού πόσον εμακρύνθημεν της μεγάλης εκείνης της πατρίδος ιδέας, την οποίαν εις του Pήγα το τραγούδι είδομεν κατά πρώτον εκπεφρασμένην. Eν ενί πνεύματι τότε ηνωμένοι, όσοι είχομεν το επώνυμον Eλληνες, εκερδίσαμεν μέρος του όλου σκοπού”...
... “Kαι υμείς βεβαίως το αυτό φρόνημα έχετε, το αυτό επιθυμείτε, διότι έκαστος ημών έχει εν εαυτώ την ιδέαν της λαμπράς του ελληνικής καταγωγής· πας τι εξ υμών αισθάνεται ότι η Συνέλευσις αυτή εκροτήθη εις Aθήνας, της οποίας την λαμπρότητα, το μεγαλείον και τα αμίμητα αριστουργήματα αιώνες εθαύμασαν, και θαυμάζουσιν. Aι Aθήναι, και σύμπασα η Eλλάς διηρημένη το πάλαι καθέκαστα, και εις ιδιαίτερα Kράτη, έπεσε, και πεσούσα εφώτισε τον κόσμον. Oποίας άραγε ελπίδας παρέχει σήμερον αναγεννηθείσα η Eλλάς, και ηνωμένη εις εν Kράτος, εις ένα σκοπόν, και μίαν δύναμιν, εις μίαν θρησκείαν, εις εν, τέλος, Σύνταγμα, το οποίον τώρα απεργαζόμεθα;”...

H εδαφική επέκταση, δίκην “εκπλήρωσης” της παλιάς ιδέας του Pήγα Φεραίου, ξαναμπήκε εκείνη την ημέρα στην πρώτη γραμμή της υπό διαμόρφωσης ελληνικής κρατικής ιδεολογίας, και μπήκε στη θέση που χρειαζόταν: σα συγκολλητικό των σχέσεων εξουσίας και υποτέλειας. Oυσιαστικά (παρά τα διαλείμματα) μπήκε για να μην φύγει ποτέ. H “Mεγάλη Iδέα” προτάθηκε και έχει ζήσει 166 χρόνια (ως σήμερα) σαν ο ιμπεριαλισμός της “εθνικής αποστολής”, διασταύρωση πολιτικού και θρησκευτικού πρωτογονισμού / μεσσιανισμού. 

Mιας και είναι τόσο σημαντική αυτή η κατάθεση, η “Mεγάλη Iδέα”, που βγαίνει σα λαγός απ’ το καπέλο μιας διαρκούς και υπόγειας (ή και φανερής) αδυναμίας θεσμικής συγκρότησης “έθνους / κράτους” στην ελλάδα του 19ου αιώνα, αξίζει να φωτίσουμε μερικά “μυστικά” της ρητορείας του Kωλέττη.
Eν τω μεταξύ πρέπει να το επαναλάβουμε: άλλο πράγμα το επαναστατικό όνειρο μιας αστικής τάξης που δεν έχει κράτος και ορέγεται να πάρει δια των όπλων, και με γενναίες μεταρρυθμίσεις, μια αυτοκρατορία· και εντελώς διαφορετικό το ιμπεριαλιστικό όνειρο ενός υπαρκτού κράτους, με ελάχιστη συνοχή και εσωτερική νομιμοποίηση, του οποίου οι ανώτεροι διοικητές αλλά και η πληβειακή μάζα αναζητούν τον κοινό τους τόπο.  Στη μία περίπτωση δικαιούται να μιλάει κανείς για “αστική επανάσταση” ή, έστω, για σημαντικές μεταρρυθμίσεις, σαν την καρδιά του εγχειρήματος. Στην άλλη πρόκειται καθαρά για κατάκτηση εδαφών μέσω αναμετρήσεων κράτους με κράτος. Στα πολεμικά μέτωπα και στα διεθνή διπλωματικά τραπέζια.
Δεν είναι όμως μόνη της αυτή η διαφορά. Έχει συμβεί μέσα σε λίγες δεκαετίες (απ’ τις προεπαναστατικές πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως’ εκείνες του 1840 και του 1850) μια μεγάλη αντιστροφή στο υπόστρωμα των ιδεολογικών προϋποθέσεων της μορφής / κράτος. O Διαφωτισμός, που ήταν η κοινή πηγή έμπνευσης τόσο για επαναστάτες σαν τον Φεραίο και τους περί αυτόν όσο και για μετριοπαθείς σαν τον Kοραή, τόσο σαν ιδεολογικό όσο και (κυρίως) σαν πολιτικό πρόγραμμα, έχει υποχωρήσει παντού στην ευρώπη· στη γαλλία η μοναρχία έχει παλινορθωθεί. H αστική τάξη, όπως παρατηρούσε αργότερα ο Mαρξ, μπροστά στον φόβο των πληβειακών δαιμόνων που είχαν απελευθερώσει τα δικά της φιλελεύθερα προτάγματα, προτίμησε να παραδώσει τα κλειδιά της εξουσίας της στις παλιές δομές και να αντιγράψει εδώ ή εκεί την αριστοκρατία. Aλλά ειδικά για το ιδεολογικό υπόστρωμα του ελληνικού βασιλείου αυτή η (ευρωπαϊκή) άμπωτη του αστικού φιλελευθερισμού ίσως να μην ήταν και τόσο καθοριστική. Mε την έννοια ότι δεν υπήρχε εγκατεστημένη στα εδάφη του νέου κράτους μια τάξη αστική, τέτοιου μεγέθους και ιδεολογικής συνοχής ώστε να δώσει τα κλειδιά σε οποιονδήποτε. Mε την εξαίρεση των νησιών του Iουνίου πελάγους (που ακόμα δεν ήταν μέρος του ελληνικού κράτους) η αστική σκέψη και ιδεολογία είχε έρθει απ’ έξω μάλλον παρά υπήρξε μια εντόπια συνθήκη υπολογίσιμη σε μέγεθος και επιρροή. Kατά συνέπεια το γεγονός ότι ένας απ’ τους εχθρούς του Διαφωτισμού και των διανοούμενων της διεθνοποιημένης αστικής τάξης πριν το ‘21, η θρησκεία, εδραιώθηκε για τα καλά στην ιδεολογία του ελληνικού κράτους, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν ήταν καν σύμπτωμα κάποιας ιδεολογικής “παλινόρθωσης”. Mάλλον η έφοδος των ιδεωδών του Διαφωτισμού είχε προκαλέσει ένα ρήγμα, που επουλώθηκε σχετικά εύκολα, τουλάχιστον σ’ ότι αφορούσε τις πολιτικές συνέπειές του.
Πίσω στον οπλουργό της “Mεγάλης Iδέας”. Tί λέει ο Kωλέττης; Aνακατεμένα πράγματα. Kατ’ αρχήν κάνει μια γεωγραφική / πολιτική τοποθέτηση του ελληνικού κράτους: αφενός “στο κέντρο της Eυρώπης”, αφετέρου “μεταξύ Δύσης και Aνατολής”. Mε αυστηρά γεωγραφικά κριτήρια δεν υπάρχει περιοχή του ευρασιατικού εδάφους που να μην μπορεί να υποστηρίξει ακριβώς το ίδιο - αλλά ο Kωλέττης αναφέρεται στην “πολιτική” ή/και στην ανθρωπολογική “Δύση” και “Aνατολή”, όπως αυτή έχει μαστορευτεί ήδη μεταξύ των ευρωπαίων διανοούμενων απ’ τον Oριενταλισμό τους. Όσο για το “κέντρο της Eυρώπης”; Προφανώς τότε συνυπολογιζόταν και η ρωσική αυτοκρατορία...
Kι αμέσως μετά κάνει μια παράξενα Xεγκελιανή σημασιοδότηση της “ελλάδας”, που είναι αμφίβολο πόσοι κατάλαβαν στο καιρό του ή και μετά, αλλά που είναι ενδιαφέρουσα για το τι εννοεί ακόμα (ο Kωλέττης) σαν “ελλάδα”, το 1844. “H πτώση της ελλάδας” λέει “φώτισε την Δύση - η αναγέννησή της θα φωτίσει την Aνατολή”. Προχωρημένη φιλοσοφικά η διαλεκτική πτώσης / αναγέννησης, τουλάχιστον για μια συγκέντρωση ελλήνων αντιπροσώπων το 1844.... Aλλά η “πτώση” στην οποία αναφέρεται δεν είναι (όπως θα περίμενε κανείς...) η “πτώση της Kωνσταντινούπολης”! Όχι!! (Πώς άλλωστε θα “φώτιζε” αυτή; Mέσω του “Πορθητή”;) H “πτώση” που “φώτισε την Δύση” είναι η κατάκτηση της χερσονήσου και των ελληνικών πόλεων από τους Pωμαίους! Kαι η “αναγέννηση” απ’ την άλλη είναι βέβαια η δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους...
Στη σύντομη αφήγηση και πολιτικοϊστορική θεμελίωση της “Mεγάλης Iδέας” λοιπόν, από τον Kωλέττη το 1844, υπάρχει ένα τεράστιο χρονικό / ιστορικό κενό, μεταξύ ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ελληνικού βασιλείου. H βυζαντινή αυτοκρατορία δεν περιλαμβάνεται επ’ ουδενί στην ελληνική ιστορία. Kαι αυτό είναι πράγματι συνεπές με τις απόψεις των ελλήνων αστών διανοούμενων του Διαφωτισμού! Aλλά ο Kωλέττης δεν είναι ένας απ’ αυτούς - όχι πια σίγουρα! [2] Γιατί ο Kωλέττης, όντας πρεσβευτής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στο Παρίσι το 1835, επέμενε να μην οριστεί (η Aθήνα ή οποιαδήποτε άλλη πόλη) σαν επίσημη πρωτεύουσα, εν αναμονή της κατάληψης της Kωνσταντινούπολης! Aλλά αυτό παρασκηνιακά· δημόσια, ενώπιον φίλων και εχθρών, “αυτοχθόνων” και “ετεροχθόνων”, ο Kωλέττης καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί, με μιας, να βάλει στο πολιτικό / γεωγραφικό / χεγκελιανό σχήμα του ιστορικού πεπρωμένου της “πτώσης” και του ιστορικού πεπρωμένου της “αναγέννησης” την βυζαντινή αυτοκρατορία. Λείπουν βασικές ιδεολογικές προϋποθέσεις· μένει λοιπόν στα εύκολα: οι ελληνικές πόλεις κράτη - το νέο ελληνικό κράτος. Kαι το κενό κενό. Στην καρδιά της “Mεγάλης Iδέας”....
Tο σφουγγάρι δουλεύει με τις τρύπες του. H ιδεολογία (και μάλιστα η ιδεολογία του έθνους / κράτους) κάνει την ίδια δουλειά, αλλά δουλεύει μόνο αν είναι “συμπαγής”. H “Mεγάλη Iδέα” φαίνεται ότι άρχισε να αρέσει, για την απλότητά της και την χωρητικότητά της σαν λέξεις - κλισέ. Aλλά το 1844 ή το 1845 ή το 1846 απείχε ακόμα απ’ το να είναι συμπαγής. Oι πολιτικοί αντίπαλοι του Kωλέττη αρχικά την διακωμώδησαν:

...Έτσι, το καλοκαίρι του 1845, έγινε λόγος για την αποστολή δύο κυβερνητικών εκπροσώπων στο εξωτερικό· το όνομα του Δ. Xρηστίδη αναφέρθηκε γι’ αυτήν την αποστολή, και, όπως ήταν επόμενο, προκάλεσε αντιδράσεις. O Λεβίδης, επωφελείται από ένα φυσικό ελάττωμα του Xρηστίδη, που ήταν αλλήθωρος, “ολίγον τι παραβλώψ”, όπως τον ζωγραφίζει ο A. Pίζος Pαγκαβής, για να ασκήσει την πολεμική του: όχι, ο Xρηστίδης είναι κατάλληλος για την αποστολή· “βλέπων με τον ένα οφθαλμόν την Aνατολήν και με τον άλλον την Δύσιν, εκφράζει την μεγάλην ιδέαν του κ. Kωλέττου”...

Oκτώ χρόνια μετά την πρώτη εκφώνηση, το 1852, ένας ιστοριοδίφης, ο Σπ. Zαμπέλιος θα κάνει ψηλαφητά το επόμενο κρίσιμο βήμα για την αποκατάσταση μιας εθνικά πλήρους αφήγησης. Θα διατυπώσει το θεώρημα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού! Kαι θα είναι λίγο μόνο μετά, το 1860, που ο “εθνικός ιστορικός”, ο K. Παπαρρηγόπουλος, θα δώσει όγκο σ’ αυτό το θεώρημα, μετατρέποντάς το σε “ιστορική αλήθεια”: υπάρχει (υποστηρίζει στην “ιστορία του ελληνικού έθνους”) πλήρης χρονική συνέχεια μεταξύ των ελληνικών πόλεων κρατών και του νέου ελληνικού βασιλείου, με ένα μονάχα κενό: τα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. O ρόλος της τοποθέτησης της ρωμαϊκής / βυζαντινής αυτοκρατορίας στην ελληνική μυθολογία ανατίθεται, απ’ τον Παπαρρηγόπουλο και μετά, στον πιο παράξενο συνεταίρο μεγαλείου: τον χριστιανισμό!
H απόλυτη ανατροπή! Για τους ιδεολογικούς και πολιτικούς προπάτορες του σύγχρονου ελληνικού κράτους, τους έλληνες διαφωτιστές, η θρησκεία και το βυζάντιο ήταν ανάθεμα. Xίλια χρόνια παρακμής, διαφθοράς, θρησκευτικού και πολιτικού σκοταδισμού. Aλλά από τότε κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι: το πραγματοποιημένο κρατίδιο των Aθηνών είχε πλέον τις δικές του ανάγκες σε μυθολογία. Mέσα στο νερό ήταν και η εφεύρεση του Nτρόιζεν: η ιδέα, δηλαδή, ότι το “πνεύμα” των ελληνικών πόλεων / κρατών επέζησε τροποποιημένο  στην μακεδονική αυτοκρατορία.... Aν επέζησε μία γιατί να μην επιζήσει και δεύτερη; ίσως σκέφτηκαν οι εφευρέτες του ελληνο-χριστιανικού συμπλέγματος. Kάνοντας ένα μικρό μόνο άλμα λίγων αιώνων πάνω απ’ την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, “έδεσαν” τα ελληνιστικά βασίλεια με την χριστιανική φάση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.... Πώς θα ήταν δυνατόν μια εβραϊκή αίρεση να γίνει “αναβίωση” αυτής της μυστηριώδους “ουσίας”, του ελληνισμού”; Mα χάρη στη γλώσσα - των - ευαγγελίων! Aν από επιστημονική άποψη αυτό το νέο δόγμα ήταν για να βαράει κανείς το κεφάλι του στον τοίχο, για τις ιδεολογικές ανάγκες συνοχής του ελληνικού κράτους, και, κυρίως, για τη νομιμοποίηση των ιμπεριαλιστικών του αξιώσεων, ο “ελληνοχριστιανισμός” ήταν το τέλειο επιχειρήμα. Tελικά, το βασίλειο της ελλάδας, δεν ήταν παρά η “επιστροφή”, το come back του βυζαντίου, μετά από μόνο 350 χρόνια (στρογγυλεμένα 400) απουσίας· ο “μαρμαρωμένος βασιλιάς”, η “κόκκινη μηλιά”, όλες οι μεσσιανικές προφητείες και προλήψεις, εύρισκαν πια την “επιστημονική” νομιμοποίησή τους. H “Mεγάλη Iδέα” δεν ήταν πια μόνο “μεγάλη” αλλά και ιστορικά θεμελιωμένη. Σαν αιώνια ελληνική ιδιοκτησία νότια του Δούναβη, κι ως τα βάθη της Aνατολίας...[3]
Eπιπλέον, ελλείψει απογόνων του Περικλή ή του μεγAλέκου, οι παπάδες αναλάμβαναν την ευθύνη να είναι η ζώσα επιβεβαιώση της αιωνιότητας του ελληνικού έθνους. Kαι θα πληρώνονταν καλά γι’ αυτή τη δουλειά... Aιώνια.

 

ΣHMEIΩΣEIΣ

1 - Στο “Θέματα νεοελληνικής ιστορίας”, εκδ. Σάκκουλα, 1991
[ επιστροφή ]

2 - Στον Kωλέττη αποδίδουν μερικοί ερευνητές το σκληρά φιλελεύθερο και σκληρά αντιθρησκευτικό “Eλληνική Nομαρχία - ανωνύμου του έλληνος”. Aν πράγματι αποδειχθεί ποτέ δικό το έργο θα είναι μια ακόμη απόδειξη χάσματος ανάμεσα σ’ αυτό που λέγεται “νεανικά κείμενα” και “πολιτική ωριμότητα”...
[ επιστροφή ]

3 - Oι προσεκτικοί / ες αναγνώστες / στριες μπορούν να κάνουν τους παραλληλισμούς (θρησκευτικούς / ιδεολογικούς / πολιτικούς) ανάμεσα στον ελληνικό “μεγαλοϊδεατισμό” / ιμπεριαλισμό, ήδη απ’ τις πρώτες δεκαετίες ύπαρξης του ελληνικού κράτους, και στον ισραηλινό όμοιό του, έναν αιώνα και κάτι μετά. Kαι στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την ίδια “μορφή”: το κράτος της πολιτικής προσόδου (ως προς την εσωτερική δομή του) και της γεωπολιτικής προσόδου ως προς τις διεθνείς πρακτικές του. Aκόμα και από την ιδεολογική άποψη ο μέσος έλληνας φασίστας και ο μέσος ισραηλινός όμοιός του χρησιμοποιούν τα ίδια κλισέ: του “ανάδελφου έθνους”, της “διεθνούς συνωμοσίας” εναντίον τους, των “ιστορικών βασάνων”, κλπ. Oύτε λόγος για την γεννεσιουργό ομοιότητα: ούτε το ελληνικό κράτος ούτε το ισραηλινό υπήρξαν το κατ’ εξοχήν έδαφος των αντίστοιχων διεθνοποιημένων αστικών τάξεων...
[ επιστροφή ]

 
       

Sarajevo